Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θεραπεία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θεραπεία, η, ουσ. [<αρχ. θεραπεία], η θεραπεία. 1. η διόρθωση, η αντιμετώπιση μιας ανωμαλίας, ενός σφάλματος: «η γραφειοκρατία έχει απλώσει βαθιά τα πλοκάμια της και δεν υπάρχει θεραπεία || όταν μπλέξει κανείς με τη χαρτοπαιξία, δεν υπάρχει θεραπεία». 2. (για μηχανήματα) η επιδιόρθωση μιας βλάβης, η επαναφορά στην ομαλή λειτουργία: «ύστερα από τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο δεν έχει θεραπεία».