Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
θείος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θείος κ. θειος, ο, ουσ. [<αρχ. θεῖος], ο θείος. 1. προσφώνηση (στην κλητ. θείο, αντί του σωστού θείε), που απευθύνεται σε άντρα ηλικιωμένο ή που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «αν κουράστηκες θείο, μπορώ να σου προσφέρω τη θέση μου || θείο, πώς μπορώ να πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;». 2. προσφώνηση άντρα που συνοδεύει το όνομά του και δηλώνει οικειότητα: «θείε Τάσο, δώσε μου ένα πακέτο τσιγάρα και θα σου φέρω μετά τα λεφτά, γιατί δεν έχω τώρα πάνω μου». Υποκορ. θείτσος, ο·
- έλα στο θείο! α. (ειρωνικά ή και με απειλητική διάθεση) έλα να σε τιμωρήσω για κάποιο παράπτωμα ή παρατυπία που έχεις κάνει. β. (ειρωνικά) έλα να σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι πάλι ερωτευμένη, έλα που σε περιμένει, τον έχεις κάνει πια θηρίο, έλα Μάρω μου στο θείο). Από αναφορά στον ηλικιωμένο εραστή που πολλές φορές, λόγω της ηλικίας του, παρουσιάζεται ως θείος·
- ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο δεν..., βλ. λ. πάπας·
- ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης.

θείος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θείος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. θειος], ο θείος, ο θεϊκός·
- η θεία δικαιοσύνη, βλ. λ. δικαιοσύνη
- η Θεία Δίκη, βλ. λ. δίκη·
- η Θεία Κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η Θεία Μετάληψη, βλ. λ. μετάληψη·
- η Θεία Πρόνοια, βλ. λ. πρόνοια·
- η θεία τιμωρία, βλ. λ. τιμωρία·
- η Θεία Χάρη ή Θεία Χάρις, βλ. λ. χάρη·
- θείο δώρο, βλ. λ. δώρο·
- ο θείος λόγος, βλ. λ. λόγος·
- ο θείος νόμος, βλ. λ. νόμος·
- το θείο βρέφος, βλ. λ. βρέφος·
- Το Θείο Δράμα, βλ. λ. δράμα.

δράμα

δράμα, το, ουσ. [<αρχ. δρᾶμα <δρῶ], το δράμα. 1. κατάσταση ή γεγονός πολύ δυσάρεστο, πολύ θλιβερό, πολύ τραγικό και, κατ’ επέκταση, η μεγάλη δυστυχία, η τραγωδία: «το δράμα των Κυπρίων προσφύγων δε λέει ακόμη να συγκινήσει την κοινή γνώμη || το δράμα των σεισμοπλήκτων μας συγκίνησε όλους βαθύτατα». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). 2. ως επίρρ., πολύ άσχημα, χάλια: «πώς πάνε οι δουλειές σου; -Δράμα || πώς περάσατε στην εκδρομή; -Δράμα»·
- γίνεται δράμα ή γίνεται ένα δράμα, βλ. φρ. παίζεται δράμα·
- είμαι δράμα, βρίσκομαι σε πολύ κακή οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, είμαι δράμα || από τότε που χώρισα με τη γυναίκα μου, είμαι δράμα»· βλ. και φρ. είναι δράμα·
- είναι δράμα, α. λέγεται για κάποιον ή για κάτι που είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ κουραστικός: «είναι δράμα αυτός ο άνθρωπος με την τσιγκουνιά του || η ζωή στις μεγαλουπόλεις είναι δράμα». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σου πω, ρε Μπάτη μου, είσαι μεγάλο δράμα, από μικρός φαινόσουνα πως πήγαινες το γράμμα). β. λέγεται για κατάσταση ή γεγονός πολύ δυσάρεστο, πολύ θλιβερό, πολύ τραγικό και, κατ’ επέκταση, που αποτελεί μεγάλη δυστυχία, μεγάλη τραγωδία: «η ζωή των Κυπρίων στα κατεχόμενα είναι δράμα || η ζωή των ναρκομανών είναι ένα μεγάλο δράμα». γ. λέγεται για κάτι που είναι πολύ χαμηλής ποιότητας, πολύ υποβαθμισμένο: «μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί είναι δράμα || η Παιδεία μας είναι δράμα»·
- είναι δράμα για να… ή είναι ένα δράμα για να…, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος κάνει κάτι με μεγάλη δυσαρέσκεια ή δυσκολία: «είναι δράμα για να διαβάσει αυτό το παιδί || είναι τόσο τεμπέλης, που είναι ένα δράμα για να δουλέψει»· 
- μην το κάνεις (και) δράμα! μη δίνεις δραματικές προεκτάσεις, μη δραματοποιείς μια συγκεκριμένη κατάσταση, χωρίς να υπάρχει τις πιο πολλές φορές τόσο σπουδαίος λόγος: «εντάξει, ρε φιλαράκι μου, τράκαρες με τ’ αυτοκίνητό σου κι έσπασες το πόδι σου, μην το κάνεις και δράμα!»·
- παίζεται δράμα ή παίζεται ένα δράμα, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος κάνει κάτι με μεγάλη δυσαρέσκεια ή δυσκολία: «παίζεται δράμα, κάθε φορά που είναι να το ταΐσω αυτό το παιδί || παίζεται ένα δράμα, σαν του πεις να πάει να βοηθήσει τον αδερφό του στη δουλειά»·
- προσωπικό δράμα, η δυστυχία, η τραγωδία που ζει κάποιος: «μετά το θάνατο της γυναίκας του, που την υπεραγαπούσε, ζει το προσωπικό του δράμα»·
- πρωταγωνιστής του δράματος, βλ. λ. πρωταγωνιστής·     
- Το Θείο Δράμα, τα πάθη του Χριστού: «τη Μεγάλη Βδομάδα όλη η χριστιανοσύνη παρακολούθησε με μεγάλη κατάνυξη Το Θείο Δράμα».   

πάπας

πάπας, ο, ουσ. [<μτγν. πάπας <ιταλ. papa <αρχ. πάππας], ο αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο ποντίφικας·
- έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! νομίζει ότι έκανε ή ότι κατάφερε κάτι σπουδαίο: «αγόρασε κι αυτός έν’ αυτοκινητάκι και νομίζει πως έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια!» βλ. και λ. αρχίδι·
- έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια! καυχιέται πως έχει κάνει κάτι αξιόλογο ή σπουδαίο, χωρίς πραγματικά να το έχει κάνει: «όλο τ’ απόγευμα μας έλεγε πως τα ’χει φτιάξει με την κόρη του τάδε εφοπλιστή, αλλά αποδείχτηκε πως έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια!». Από το ότι ο πάπας, όπως είναι γνωστό, δεν έχει γένια, άρα ο άνθρωπος που ισχυρίζεται πως τον έπιασε από τα γένια λέει ψέματα·
- έχει το αλάθητο του πάπα, α. λέει ή κάνει πάντα το σωστό: «όλοι παίρνουν τη γνώμη του, γιατί έχει το αλάθητο του πάπα». β. συνήθως λέγεται με ειρωνική διάθεση προτάσσοντας της φρ. το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ: «ό,τι λέει ο τάδε είναι σωστό. -Ναι μωρέ, έχει το αλάθητο του πάπα». Αναφορά στο δόγμα της καθολικής εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο πάπας είναι αλάθητος, όταν μιλάει για δογματικά ή ηθικά ζητήματα·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που επιμένει πως τα πράγματα είναι ή θα γίνουν σίγουρα έτσι όπως τα λέει: «να δείτε που μέσα σε λίγο καιρό θα ’ρθει και θα ζητήσει συγνώμη. -Καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας!». β. θαυμαστική παρατήρηση σε άτομο, όταν τα πράγματα γίνονται έτσι ακριβώς όπως τα έχει προβλέψει: «είδατε που μέσα σε λίγο καιρό ήρθε και ζήτησε συγνώμη; -Καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας!». Πολλές φορές, μετά το ρήμα της φρ. ακολουθεί το ρε παιδάκι μου. Αναφορά στο αλάθητο του πάπα·
- κρατάει τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια(!)· 
- κρατάει τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια(!)· 
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. συνηθέστ. μην το πεις ούτε στον παπά, λ. παπάς·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει (ενν. το κάνω ή δεν το κάνω), έχω πάρει τελεσίδικα την απόφασή μου, θετική ή αρνητική, αδιαφορώντας για τις κυρώσεις που μπορεί να έχω: «ούτε ο γκραν πάπας να το πει, εγώ δεν τον ξανακάνω παρέα». Αναφορά στον πάπα που, ως αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συγκεντρώνει μεγάλη εξουσία (όχι μόνο θρησκευτική αλλά και κοσμική)·
- ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο (γνωστό) δεν..., κατηγορηματική άρνηση για βοήθεια ή για κάποια παροχή σε κάποιον: «ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο, δε θα του παραχωρήσω τη θέση μου || ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο δεν τον παίρνω στη δουλειά μου».

τιμωρία

τιμωρία, η, ουσ. [<μτγν. τιμωρία], η τιμωρία·
- βάζω τιμωρία, (συνήθως για εκπαιδευτικούς) επιβάλλω μια τιμωρία: «ο δάσκαλος μου μ’ έβαλε τιμωρία να γράψω εκατό φορές “δε θα ξανακάνω αταξία”»· 
- η θεία τιμωρία, η δίκαιη τιμωρία που σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη στέλνει οπωσδήποτε ο Θεός σε κάποιον που έχει βλάψει άλλους και έχει γλιτώσει από την ανθρώπινη δικαιοσύνη: «ο Θεός μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος κανείς δε γλιτώνει απ’ τη θεία τιμωρία». Συνών. η θεία δικαιοσύνη / η Θεία Δίκη.    

ψεύτης

ψεύτης κ. ψεύτρης, ο, θηλ. ψεύτρα κ. ψευτρού, η, ουσ. [<μσν. ψεύτης <αρχ. ψεύστης], ο ψεύτης· αυτός που παραποιεί την αλήθεια, συνήθως για ιδιοτελείς σκοπούς και, κατ’ επέκταση, ο απατεώνας, ο κατεργάρης: «να τον προσέχεις, γιατί είναι μεγάλος ψεύτης και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει». Υποκορ. ψευτάκος κ. ψευταράκος κ. ψευτράκος, ο (βλ. λ.). Μεγεθ. ψευταράς κ. ψεύταρος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βγαίνω ψεύτης, διαψεύστηκαν οι προβλέψεις ή οι εκτιμήσεις μου, διαψεύδομαι από την εξέλιξη των γεγονότων: «πίστευα πως θα γίνονταν μεγάλες φασαρίες, αλλά ευτυχώς τα γεγονότα μ’ έβγαλαν ψεύτη κι όλα πήγαν κατ’ ευχήν || ήμουν σίγουρος πως τα πάντα θα εξελίσσονταν ομαλά, όμως δυστυχώς βγήκα ψεύτης, γιατί σημειώθηκαν διάφορα έκτροπα»·
- και βγάλε με για ψεύτη ή και βγάλε με και ψεύτη ή και βγάλε με ψεύτη, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορεί κάποιος να μας διαψεύσει: «ήσουν μόνος μεσ’ στο μαγαζί, όταν πετάχτηκα για λίγο έξω, κι όταν είχε επιστρέψει μετά από λίγο έλειπαν τα λεφτά απ’ το ταμείο και βγάλε με και ψεύτη». (Λαϊκό τραγούδι: μοβόρο μη με ξαναπείς και την αλήθεια αν θες να δεις, κοιτάξου στον καθρέφτη και βγάλε με για ψεύτη
- κάτω οι ψεύτες! απειλητική έκφραση, που ακούμε συνήθως να απευθύνεται σε πολιτικούς·
- κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη, βλ. λ. κόσμος·
- με βγάζει ψεύτη, α. εμφανίζει με τέτοιο τρόπο τα λεγόμενά μου, ώστε να φαίνεται πως λέω ψέματα: «ό,τι λέω, αυτός το μεταφέρει πάντα αλλιώς, γιατί θέλει να με βγάζει ψεύτη». β. με διαψεύδει: «ό,τι κι αν λέω, με βγάζει ψεύτη, γιατί ισχυρίζεται πως τα πράγματα έγιναν αλλιώς»·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη! βλ. λ. Θεός·
- ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν αλήθεια λέει, αυτός που συνήθως λέει ψέματα, ακόμη και στην περίπτωση που λέει την αλήθεια, δε γίνεται πιστευτός: «αυτός ο ψεύταρος, μια φορά ευδόκησε να μας πει αλήθεια, αλλά, ποιος να τον πιστέψει, γιατί, ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν αλήθεια λέει»·
- ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, αποκαλύπτονται σύντομα και υφίστανται τις συνέπειες·
- ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη, (ειρωνικά) λέγεται στην περίπτωση που κάποιος επικαλείται τη μαρτυρία αναξιόπιστου ατόμου, για να επαληθεύσει τα όσα μας λέει: «αν θέλεις να σιγουρευτείς, μπορεί να στο διαβεβαιώσει κι ο τάδε. -Ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- ρώτα και τον αδερφό μου τον ψεύτη, βλ. φρ. ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη·
- ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύτη, βλ. φρ. ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη·
- τον βγάζω ψεύτη, εμφανίζω με τέτοιο τρόπο τα λεγόμενά του, ώστε να φαίνεται πως λέει ψέματα, τον διαψεύδω: «αν σου είπε πως τα πράγματα έγιναν με αυτόν τον τρόπο, τότε τον βγάζω ψεύτη, γιατί έγιναν εντελώς διαφορετικά».