Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θανατώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θανατώνω, ρ. [<μσν. θανατώνω <αρχ. θανατόω-ῶ], θανατώνω. 1α. προκαλώ σε κάποιον ισχυρό σωματικό πόνο: «τον χτύπησα άθελα με τον αγκώνα μου πάνω στη μύτη του και τον θανάτωσα». β. προκαλώ σε κάποιον μεγάλο ψυχικό πόνο, μεγάλη θλίψη ή λύπη: «τα σκληρά του λόγια με θανάτωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτά τα μαύρα που φορείς, χήρα, με θανατώνεις, βλέπεις πως χάνομαι για σε, άπονη, μα συ δε μετανιώνεις). 2. προξενώ σε κάποιον μεγάλη ζημιά: «δε μου ’φερε τα λεφτά τη μέρα που μου είχε υποσχεθεί και με θανάτωσε, γιατί δεν είχα να πληρώσω τους εργάτες μου».