Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θαλασσινός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θαλασσινός, ο, ουσ. [αρσ. του επιθ. θαλασσινός]. 1. ο ναυτικός: «είναι χρόνια θαλασσινός». 2. ο νησιώτης, αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από νησί: «κολυμπάει από μωρό, γιατί είναι θαλασσινός». (Δημοτικό τραγούδι: θάλασσα, θάλασσα τους θαλασσινούς, θαλασσάκι μου, μην τους θαλασσοδέρνεις).