Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θα, μόρ. [θε να <φρ. θέλω να]. θα. 1. (ειρωνικά) χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως δε θα πραγματοποιηθούν αυτά που μας υπόσχεται κάποιος: «κάθε φορά που πλησιάζουν οι εκλογές, δεν ακούς τίποτα άλλο από θα κι όταν έρχονται στην κυβέρνηση, πού σε είδα πού σε ξέρω». (Λαϊκό τραγούδι: όλο θα και θα και θα, πάψε βρε παραμυθά). 2. σε τριπλή επανάληψη θα, θα, θα, με τονισμένο το κάθε θα,για να δηλώσουμε συνέχιση υποσχέσεων παρόμοιες με αυτές που μόλις αναφέραμε: «μου υποσχέθηκε πως θα κόψει το τσιγάρο, θα κόψει το πιοτό, θα κόψει τα ξενύχτια, θα θα θα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπεις, το χούι πεθαίνει τελευταίο || μου υποσχέθηκε πως θα με βγάζει έξω τα βράδια, πως θα μ’ έχει πάντα στη μόδα, πως θα με πηγαίνει ταξίδια, θα θα θα, αλλά ήταν όλα λόγια του αέρα μέχρι να με παντρευτεί». 3. με άρθρο ως άκλ. ουσ. το, τα θα, οι υποσχέσεις που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν, τα λόγια του αέρα: «με το θα δε γίνεται τίποτα, γιατί ο λαός θέλει έργα || ο Αντρέας Παπανδρέου ήταν πρώτος στα θα». (Τραγούδι: και σιγά που θα… που θα… που θα… με τα θα…του κάθε κερατά). (Ακολουθούν 570 φρ.)·
- απ’ το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά, βλ. λ. χιλιόμετρο·
- θ’ αφήσω εδώ τα κόκαλά μου, βλ. λ. κόκαλο·
- θ’ αφήσω εδώ τα κόκαλά σου, βλ. λ. κόκαλο·
- θ’ αφήσω εδώ τα κοκαλάκια μου, βλ. λ. κόκαλο·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! βλ. λ. γάτα·
- θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει! βλ. λ. κλαίει·
- θα βγάλεις σκουλήκια! βλ. λ. σκουλήκι·
- θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου, βλ. λ. άχτι·
- θα βγάλω φτερά, βλ. λ. φτερό·
- θα βλαστημήσεις τη στιγμή που…, βλ. λ. στιγμή·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- θα βλαστημήσεις την ώρα που…, βλ. λ. ώρα·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- θα βράσουν τα ροβίθια, βλ. λ. ροβίθι·
- θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι, βλ. λ. κατσίκι·
- θα γελάσει ο κάθε πικραμένος, βλ. λ. πικραμένος·
- θα γεννούσα! βλ. λ. γεννώ·
- θα γίνει αίμα και άμμος, βλ. λ. αίμα·
- θα γίνει αμέρικαν μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
- θα γίνει Βιετνάμ, βλ. λ. Βιετνάμ·
- θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ. λ. γίνομαι·
- θα γίνει Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
- θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
- θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων, βλ. λ. Αρμένης·
- θα γίνει Λίβανος, βλ. λ. Λίβανος·
- θα γίνει (μεγάλη) ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα γίνει ο χαμός, βλ. λ. χαμός·
- θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός·
- θα γίνει ρινγκ, βλ. λ. ρινγκ·
- θα γίνει ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
- θα γίνει Τέξας, βλ. λ. Τέξας·
- θα γίνει της ανωμαλίας, βλ. λ. ανωμαλία·
- θα γίνει της ιεροδούλου, βλ. λ. ιερόδουλος·
- θα γίνει της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα, βλ. λ. ιερόδουλος·
- θα γίνει της κακομοίρας, βλ. λ. κακομοίρα·
- θα γίνει της Κορέας, βλ. λ. Κορέα·
- θα γίνει της μουρλής, βλ. λ. μουρλός·
- θα γίνει της Πόπης, βλ. λ. Πόπη·
- θα γίνει της πόρνης, βλ. λ. πόρνη·
- θα γίνει της πουτάνας (ενν. το κάγκελο, το μαγκάλι), βλ. λ. πουτάνα·
- θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
- θα γίνει της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. λ. μαγκάλι·
- θα γίνει της τρελής, βλ. λ. τρελός·
- θα γίνει το έλα να δεις, βλ. λ. γίνομαι·
- θα γίνει το κάτσε καλά, βλ. λ. γίνομαι·
- θα γίνει το σώσε, βλ. λ. γίνομαι·
- θα γίνει χαμός, βλ. λ. χαμός·
- θα γινόταν πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- θα γίνουμε βίδες, βλ. λ. βίδα·
- θα γίνουμε πρωτοσέλιδο, βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
- θα γίνουμε σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
- θα γίνω αστροναύτης, βλ. λ. αστροναύτης·
- θα γίνω γη να με πατήσεις, βλ. λ. γη·
- θα γίνω χαλί να με πατήσεις, βλ. λ. χαλί·
- θα γλείψουμε κανένα (κάνα) κοκαλάκι; βλ. λ. κοκαλάκι·
- θα γραφεί στα χρονικά! βλ. λ. χρονικό·
- θα γράψεις κάσα, βλ. λ. κάσα·
- θα γυρίσει ο τροχός, βλ. λ. τροχός·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- θα δείξει, βλ. λ. δείχνω·
- θα δείξει το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- θα δεις ή θα δούμε ή θα το δεις ή θα το δούμε, βλ. λ. είδα·
- θα δεις κι απ’ το χέρι της ένα ποτήρι νερό, βλ. λ.χέρι·
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα δεις τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- θα δεις τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- θα δεις τι έχεις να πάθεις! ή θα δεις τι θα πάθεις! βλ. λ. είδα·
- θα δεις τι θα σου κάνω! βλ. λ. βλ. λ. είδα·
- θα δεις τι σε περιμένει! βλ. λ. είδα·
- θα δούμε τον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- θα δω ή θα δούμε ή θα το δω ή θα το δούμε, βλ. λ. είδα·
- θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- θα είναι μακριά η νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- θα είναι μεγάλη η νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- θα είχατε την καλοσύνη να… ή θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να…, βλ. λ. καλοσύνη·
- θα έπρεπε να…, βλ. λ. πρέπει·
- θα έρθω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·
- θα έρθω πηδώντας, βλ. λ. πηδώ·
- θα ήθελα να σημειώσω, βλ. λ. σημειώνω·
- θα ’θελες; βλ. λ. θέλω·
- θα θυμώσω, βλ. λ. θυμώνω·
- θα καεί το πελεκούδι, βλ. λ. πελεκούδι·
- θα κάνω καλά εγώ, βλ. λ. καλός·
- θα κάνω καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα κάνω μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο, βλ. λ. μούρη·
- θα κάνω φόνο, βλ. λ. φόνος·
- θα καταλάβεις τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- θα καταλάβεις τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- θα κάτσω να με γαμήσεις! βλ. λ. κάθομαι·
- θα κάτσω να σκάσω! βλ. λ. κάθομαι·
- θα κλάψεις πικρά, βλ. λ. πικρός·
- θα κλάψουν μάνες, βλ. λ. μάνα·
- θα κλάψουν μανούλες, βλ. λ. μανούλα·          
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, βλ. λ. μάτι·
- θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- θα κόψω τις φλέβες μου, βλ. λ. φλέβα·
- θα κόψω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- θα κόψω το λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- θα κόψω το σβέρκο μου, βλ. λ. σβέρκος·
- θα κρατήσει πολύ ακόμη αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, βλ. λ. νερό·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα μάθεις τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- θα ’μαι τρελός, αν… ή θα ’μαι τρελός να…, βλ. λ. τρελός·
- θα μας δει κι ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- θα μας θάψει όλους, βλ. λ. θάβω·
- θα μας καεί η πίτα, βλ. λ. πίτα·
- θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, βλ. λ. αβγό·
- θα μας κάψει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια ή θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια ή θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας κλάσεις τον πούτσο ή θα μου κλάσεις τον πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- θα μας ξυρίσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξυρίσεις τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας ξύσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξύσεις τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα μου τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. κλάνω·
- θα μας τα ξυρίσεις (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα μου τα ξυρίσεις (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. ξυρίζω·
- θα μας (μου) τον (την, το) παίξεις (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. παίζω·
- θα με βάλεις σε μπελά ή θα με βάλεις σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- θα με θυμηθείς ή θα μου το θυμηθείς, βλ. λ.θυμάμαι·
- θα με σκοτώσεις! βλ. λ. σκοτώνω·
- θα με σφάξεις! βλ. λ. σφάζω·
- θα με τρελάνεις; ή θα μας τρελάνεις; βλ. λ.τρελαίνω
- θα με τρελάνεις! ή θα μας τρελάνεις! βλ. λ.τρελαίνω·
- θα με φάει! βλ. λ. τρώω·
- θα με φάει (κάτι), βλ. λ. τρώω·
- θα μείνει στα χρονικά, βλ. λ. χρονικό·
- θα μετρήσω μέχρι το δέκα ή θα μετρήσω ως το δέκα, βλ. λ. δέκα·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή ή θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. μούτρο·
- θα μου κάνεις τα τρία δύο, βλ. λ. τρία·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, βλ. λ. τιμή·
- θα μου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα μου στρίψει (ενν. η βίδα, το κεφάλι, το μυαλό), βλ. λ. στρίβω·
- θα μου στρίψει η βίδα, βλ. λ. βίδα·
- θα μου στρίψει ο νους, βλ. λ. νους·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα μου στρίψει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ.αέρας·
- θα μου το πληρώσεις! βλ. λ. πληρώνω·
- θα μου φύγει (ενν. το μυαλό, ο νους κ.λπ), βλ. λ.φεύγω·
- θα μου φύγει ο νους, βλ. λ. νους·
- θα μου φύγει το καφάσι, βλ. λ. καφάσι1·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα μου φύγει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- θα μπού-με μέ-σα! βλ. λ. μέσα·
- θα ξανακουστούμε, βλ. λ. ξανακούγομαι·
- θα ξεσπάσει στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- θα ξεφωνίσω! βλ. λ. ξεφωνίζω·
- θα ουρλιάξω! βλ. λ. ουρλιάζω·
- θα πάει μακριά η βαλίτσα; βλ. λ. βαλίτσα·
- θα πάει μακριά η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- θα πάει πολύ μακριά; βλ. λ. μακριά·
- θα πάθεις και την πλάκα σου, βλ. λ. πλάκα·
- θα πάθεις πλάκα ή θα πάθεις την πλάκα σου, βλ. λ. πλάκα·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- θα πάρεις τη γλύκα! βλ. λ. γλύκα·
- θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- θα πάρεις το μεγαλόσταυρο, βλ. λ. μεγαλόσταυρος·
- θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- θα πάρεις τον αργυρό σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα πάρεις φόρα και θα μου τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. φόρα1·
- θα πάρω πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. λ. καπέλο·
- θα πάω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·
- θα πάω πηδώντας, βλ. λ. πηδώ·
- θα πεθάνω! βλ. λ. πεθαίνω·
- θα πει, βλ. λ. είπα·
- θα πεις κι ένα τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου! βλ. λ. πάγκος·
- θα περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου, βλ. λ. πτώμα·
- θα πέσει η αγία ράβδος, βλ. λ. ράβδος·
- θα πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει πελέκι, βλ. λ. πελέκι·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- θα πέσω απ’ το παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- θα πέσω στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα το δω, παιδί μου, βλ. λ.παιδί·
- θα πήξετε στραβάδια! βλ. λ. στραβάδι·
- θα πιάσουμε αράχνες, βλ. λ. αράχνη·
- θα πιάσουμε κοριούς, βλ. λ. κοριός·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- θα πουλήσω ακριβά το πετσί μου, βλ. λ. πετσί·
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- θα πουλήσω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, βλ. λ. δραχμή·
- θα πούμε το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, βλ. λ. ψωμί·
- θα ’ρθεις και θα ’ρθεις ή θα ’ρθεις που θα ’ρθεις, βλ. λ. ήρθα·
- θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης ή θα σ’ εξαφανίσω απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- θα σε βάλω να φας χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε βγάλω στην τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- θα σε βγάλω στις ειδήσεις, βλ. λ. είδηση·
- θα σε βογκήξω, βλ. λ. βογκώ·
- θα σε βρουν στο χαντάκι, βλ. λ. χαντάκι·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- θα σε γαμήσω, βλ. λ. γαμώ·
- θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα σε γδάρω! βλ. λ. γδέρνω·
- θα σε γδάρω ζωντανό! βλ. λ. ζωντανός·
- θα σε γελάσω! βλ. λ. γελώ·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε θάψω ζωντανό! βλ. λ. ζωντανός· 
- θα σε καθίσω στο σκαμνί, βλ. λ. σκαμνί·
- θα σε κάνω άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω εικόνα, βλ. λ. εικόνα·
- θα σε κάνω εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σε κάνω κάδρο, βλ. λ. κάδρο·
- θα σε κάνω καλά, βλ. λ. καλός·
- θα σε κάνω κορνίζα, βλ. λ. κορνίζα·
- θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, βλ. λ. όνομα·
- θα σε κάνω ν’ αναστενάξεις, βλ. λ. αναστενάζω·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σε κάνω να στενάξεις, βλ. λ. στενάζω·
- θα σε κάνω να υπογράψεις τη διαθήκη σου, βλ. λ. διαθήκη·
- θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου, βλ. λ. καταδίκη·
- θα σε κάνω να φωνάξεις μπιρ Αλλάχ, βλ. λ. Αλλάχ·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα σε κάνω να χεστείς, βλ. λ. χέζομαι·
- θα σε κάνω ντα ή θα σε κάνω ντα ντα, βλ. λ.ντα·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τούμπανο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάψει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- θα σε κολλήσω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- θα σε κρεμάσω! βλ. λ. κρεμώ·
- θα σε κρεμάσω ανάποδα! βλ. λ. ανάποδος·
- θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό! βλ. λ. λαιμός·
- θα σε κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι! βλ. λ. κατάρτι·
- θα σε λιώσω στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε μαζέψει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- θα σε μάθω! βλ. λ. μαθαίνω·
- θα σε μαυρίσω στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε ξεφουσκώσω σαν μπαλόνι, βλ. λ. μπαλόνι·
- θα σε ξεφουσκώσω σαν σαμπρέλα, βλ. λ. σαμπρέλα·
- θα σε πάρει και θα σε σηκώσει! βλ. λ. παίρνω·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σηκώσει! βλ. λ.διάβολος·
- θα σε πάρει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- θα σε πατήσω (κάτω), βλ. λ. πατώ·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- θα σε πάω στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, βλ. λ. δικαστήριο·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πηδήξω χωρίς βαζελίνη, βλ. λ. βαζελίνη·
- θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα σε πνίξω! βλ. λ. πνίγω·
- θα σε προκόψει! βλ. λ. προκόβω·
- θα σε ρίξω στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- θα σε σαπίσω στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε σβήσω! βλ. λ. σβήνω·
- θα σε σβήσω απ’ το χάρτη, βλ. λ. χάρτης·
- θα σε σιάξω! βλ. λ. σιάζω·
- θα σε σκάσω (κάτω) σαν καρπούζι ή θα σε σκάσω (κάτω) σαν το καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- θα σε σκάσω κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- θα σε σκίσω! βλ. λ. σκίζω·
- θα σε σκίσω στα δυο! βλ. λ. δυο·
- θα σε σκίσω σαν σαρδέλα! βλ. λ. σαρδέλα·
- θα σε σκίσω σαν χασέ! βλ. λ. χασές·
- θα σε σκοτώσω! βλ. λ. σκοτώνω·
- θα σε στείλω εξορία στον Έβρο, βλ. λ. εξορία·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, βλ. λ. αέρας·
- θα σε στείλω σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω στο σπίτι ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, βλ. λ. σπίτι·
- θα σε στείλω (στη) Σιβηρία, βλ. λ. Σιβηρία·
- θα σε στείλω στο Τσοτύλι, βλ. λ. στέλνω·
- θα σε στήσω στα έξι μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- θα σε στήσω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- θα σε σφάξω! βλ. λ. σφάζω·
- θα σε τσακίσω (ενν. στο ξύλο), βλ. λ. τσακίζω·
- θα σε τσιμεντάρω, βλ. λ. τσιμεντάρω·
- θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
- θα σε φάει η μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- θα σε φάνε τα σκουλήκια! βλ. λ. σκουλήκι·
- θα σε φάω! βλ. λ. τρώω·
- θα σε φάω ζωντανό! βλ. λ. ζωντανός·
- θα σε φτιάξω! βλ. λ. φτιάχνω·
- θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν χταπόδι ή θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν το χταπόδι, βλ. λ. χταπόδι·
- θα σηκωθούν και οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- θα σκάσει η φούσκα μου, βλ. λ. φούσκα·
- θα σου αλλάξω τα πετρέλαια, βλ. λ. πετρέλαιο·
- θα σου αλλάξω τα φώτα, βλ. λ. φως·
- θα σου αλλάξω τις βαλβολίνες, βλ. λ. βαλβολίνη·
- θα σου ανάψω λαμπάδα, βλ. λ. λαμπάδα·
- θα σου ανοίξω τη βαλβίδα, βλ. λ. βαλβίδα·
- θα σου ανοίξω τη σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- θα σου ανοίξω την κλανιά, βλ. λ. κλανιά·
- θα σου ανοίξω το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- θα σου ανοίξω τον κλανιά, βλ. λ. κλανιάς·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- θα σου βάλω ένεση, βλ. λ. ένεση·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου βγάλω τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα σου βγάλω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- θα σου βγάλω τις κωλότριχες, βλ. λ. κωλότριχα·
- θα σου βγάλω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- θα σου βγάλω το τσουλούφι, βλ. λ. τσουλούφι·
- θα σου βουλώσω την τρύπα (ενν. του κώλου σου, του μουνιού σου), βλ. λ. τρύπα·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- θα σου δαγκάσω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου δείξω! βλ. λ. δείχνω·
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο, βλ. λ. μεγαλόσταυρος·
- θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- θα σου δώσω καθάρσιο, βλ. λ. καθάρσιο·
- θα σου δώσω να φας το μουστάκι σου, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω (μεγάλη) ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα σου κάνω το βίο αβίωτο, βλ. λ. βίος·
- θα σου κόψω καμιά ή θα σου κόψω μια (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα κ. ά.), βλ. λ. κόβω·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σου κόψω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου κόψω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θα σου κόψω το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- θα σου κόψω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου κόψω το χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- θα σου κόψω τον αφαλό, βλ. λ. αφαλός·
- θα σου κόψω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- θα σου ’λεγα τώρα, βλ. λ. λέω·
- θα σου λιώσω τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου λιώσω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. γράμμα·
- θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- θα σου μαυρίσω τα πλευρά, βλ. λ. πλευρό·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου ξεριζώσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου ξεριζώσω το τσουλούφι, βλ. λ. τσουλούφι·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι (και θα στο δώσω να το φας), βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- θα σου πάρω τα μέτρα! βλ. λ. μέτρο·
- θα σου πάρω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου πάρω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θα σου πάρω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου πατήσω ένεση, βλ. λ. ένεση·
- θα σου πατήσω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- θα σου πέσει η μήτρα; βλ. λ. μήτρα·
- θα σου πέσει η μούρη; βλ. λ. μούρη·
- θα σου πέσει το καπέλο; βλ. λ. καπέλο·
- θα σου πέσουν τα νεφρά; βλ. λ. νεφρό·
- θα σου πιω το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- θα σου πω δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- θα σου πω δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- θα σου ’ρθει από κει που δεν το περιμένεις! βλ. λ.περιμένω·
- θα σου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα σου σιάξω τη γούνα, βλ. λ. γούνα·
- θα σου σιάξω τη γραβάτα, βλ. λ. γραβάτα·
- θα σου σιάξω το γιακά, βλ. λ. γιακάς·
- θα σου σπάσω τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- θα σου σπάσω τα παΐδια, βλ. λ. παΐδι·
- θα σου σπάσω τα πλευρά, βλ. λ. πλευρό·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, βλ. λ. χέρι·
- θα σου σπάσω τη μούρη, βλ. λ. μούρη·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου στρίψει ο νους, βλ. λ. νους·
- θα σου στρίψει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- θα σου στρίψω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου στρίψω το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·  
- θα σου σφίξω καμιά ή θα σου σφίξω μια (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα κ. ά.), βλ. λ. σφίγγω·
- θα σου σφίξω το χέρι, βλ. λ. χέρι·
- θα σου τα κόψω (ενν. τα πόδια, τα χέρια) ή θα σου το κόψω (ενν. το πόδι, το χέρι), βλ. λ. κόβω·
- θα σου τραβήξω μια! βλ. λ. τραβώ·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα συ τρίψω τη μούρη, βλ. λ. μούρη·
- θα σου τσακίσω τα πλευρά, βλ. λ. πλευρό·
- θα σου φάω τα μπουμπρέκια, βλ. λ. μπουμπρέκι·
- θα σου φάω τα συκώτια, βλ. λ. συκώτι·
- θα σου φάω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- θα σου φάω το μουστάκι, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου φύγει ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- θα σου φύγει ο νους, βλ. λ. νους·
- θα σου φύγει ο πάτος, βλ. λ. πάτος·
- θα σου φύγει το καφάσι, βλ. λ. καφάσι1·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου φύγει το κλαπέτο, βλ. λ. κλαπέτο·
- θα σου φύγει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- θα σου φύγει το τσερβέλο, βλ. λ. τσερβέλο·
- θα σου χαλάσω τη μόστρα, βλ. λ. μόστρα·
- θα σου χέσω το γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος·
- θα σου χώσω καμιά ή θα σου χώσω μια (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα κ. ά.), βλ. λ. χώνω·
- θα σπάσει η φούσκα μου, βλ. λ. φούσκα·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. κώλος·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. κώλος·
- θα στις βρέξω, βλ. λ. βρέχω·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. λ. κώλος·
- θα στο βουλώσω (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. βουλώνω·
- θα στο βουλώσω (ενν. το στόμα σου), βλ. λ. βουλώνω·
- θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα στο περάσω κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- θα στο περάσω τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- θα στο τρίψω στη μούρη, βλ. λ. μούρη·
- θα στο φέρω κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- θα στο φέρω ταμπλά ή θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα στο φέρω τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- θα στο φορέσω κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- θα στο φορέσω τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. λ. κώλος·
- θα στον βουλώσω (ενν. τον κώλο σου, τον πρωκτό σου), βλ. λ. βουλώνω·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- θα τα κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- θα τα κάνω (όλα) Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- θα τα κάνω σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
- θα τα ξαναπούμε, βλ. λ. ξαναλέω·
- θα τα πούμε, βλ. λ. είπα·
- θα τα φάω ή θα το φάω, βλ. λ. τρώω·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- θα τη χωθώ, βλ. λ. χώνομαι·
- θα την (το) πληρώσεις ακριβά, βλ. λ. ακριβός·
- θα τις φας! (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μάπες, τις ξυλιές, τις φάπες), βλ. λ. τρώω·
- θα το βάλω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- θα το βρω το γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- θα το γεννήσω; βλ. λ. γεννώ·
- θα το γιορτάσουμε! βλ. λ. γιορτάζω·
- θα το δείξει η πράξη, βλ. λ. πράξη·
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- θα (το) δείξει ο χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- θα το δούμε, βλ. λ. είδα·
- θα το δώ ή θα το δούμε, βλ. λ. είδα·
- θα το θυμάται χρόνια! βλ. λ. χρόνος·
- θα το κάψουμε, βλ. λ. καίω·
- θα το κλείσουμε το κατάστημα, βλ. λ. κατάστημα·
- θα το κλείσουμε το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- θα το πάρω το ντέρτι! βλ. λ. ντέρτι·
- θα το πει το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα το ρίξω! βλ. λ. ρίχνω·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (κεφαλάκι σου), βλ. λ. κεφάλι·
- θα το φέρει ο βλάχος το τυρί, βλ. λ. βλάχος·
- θα το ’χω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- θα τον γαμήσω, βλ. λ. γαμώ·
- θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, βλ. λ. παρέα·
- θα τον κάνω καλά εγώ, βλ. λ. καλός·
- θα τον κάνω να κάνει τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, βλ. λ. μπουσουλώ·
- θα τον κάνω να χορέψει, βλ. λ. χορεύω·
- θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- θα τον κάνω να χορέψει σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- θα τον κάνω να χοροπηδήσει, βλ. λ. χοροπηδώ·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον πάρει ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- θα τον (τη) μαζέψει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- θα τον (την) πάρει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- θα τον πάω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·
- θα τον πάω πηδώντας, βλ. λ. πηδώ·
- θα τον φέρω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·  
- θα τον φέρω πηδώντας, βλ. λ. πηδώ·
- θα τον χορέψω, βλ. λ. χορεύω·
- θα τον χορέψω καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- θα τον χορέψω καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- θα τον χορέψω σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- θα τον χορέψω στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- θα τον χορέψω τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- θα τον χορέψω τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- θα του το πούμε κι άμα θέλει, βλ. λ. είπα·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. λ. έξω·
- θα του το πω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- θα του το φέρω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. λ. έξω·
- θα του το φέρω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- θα τρίζουν τα κόκαλα του πατέρα σου (της μάνας σου) (στον τάφο), βλ. λ. κόκαλο·
- θα τρώμε με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- θα τρώμε με διπλές μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- θα τσιρίξω! βλ. λ. τσιρίζω·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βλ. λ. μύγα·
- θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, βλ. λ. καρβέλι·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, βλ. λ. ψωμί·
- θα φάμε τ’ αρχίδια μας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα φάμε τα μουστάκια μας, βλ. λ. μουστάκι·
- θα φανεί, βλ. λ. φαίνομαι·
- θα φανεί στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- θα φανεί το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- θα φας καλά! βλ. λ. καλός·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα φας τις φάπες σου ή θα φας φάπες, βλ. λ.φάπα·
- θα φάω τα σίδερα για να…, βλ. λ. σίδερο·
- θα φάω το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- θα φταρνίζεται ο άνθρωπος! βλ. λ. άνθρωπος·
- θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- θα φτύσω! βλ. λ. φτύνω·
- θα φύγει νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- θα χάσεις το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- θα χάσεις το νου, βλ. λ. νους·
- θα χάσω το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- θα χάσω το νου μου, βλ. λ. νους·  
- θα ’χει και δεύτερο ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- θα ’χουμε αναγούλες, βλ. λ. αναγούλα·
- θα ’χουμε ανατριχίλες, βλ. λ. ανατριχίλα·
- θα ’χουμε αρραβώνες, βλ. λ. αρραβώνας·
- θα ’χουμε αρραβωνιάσματα, βλ. λ. αρραβώνιασμα·
- θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα ή θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- θα ’χουμε λαχτάρες, βλ. λ. λαχτάρα·
- θα ’χουμε νταραβέρια, βλ. λ. νταραβέρι·
- θα ’χουμε νταραβερίσματα, βλ. λ. νταραβέρισμα·
- θα ’χουμε ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
- θα ’χω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη.

άγαλμα

άγαλμα, το, ουσ. [<αρχ. ἄγαλμα <ἀγάλλομαι (= χαίρομαι, ευχαριστιέμαι)], το άγαλμα. 1. πάρα πολύ όμορφος άντρας ή γυναίκα και με πολύ καλλίγραμμο κορμί: «χαιρόσουν να τη βλέπεις, γιατί φάνταζε σαν άγαλμα». Αναφορά στα αρχαία ελληνικά αγάλματα. 2. στον πλ. τα αγάλματα, παιδικό παιχνίδι που παιζόταν στην ύπαιθρο: «τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν στην αλάνα τα αγάλματα». Στο παιχνίδι αυτό, ένα από τα παιδιά που ξεχωριζόταν με κλήρο, κυνηγούσε τα άλλα παιδιά, που, αν δεν προλάβαιναν να μείνουν εντελώς ακίνητα (όπως τα αγάλματα), όταν τα πλησίαζε για να τα πιάσει, έβγαιναν απ’ το παιχνίδι. Υποκορ. αγαλματάκι, το (βλ. λ.)·
- γίνομαι άγαλμα (ενν. από το κρύο), δεν μπορώ να κουνηθώ από το υπερβολικό κρύο, παγώνω: «κοίτα να ’ρθεις στην ώρα σου, γιατί δε θα γίνω πάλι άγαλμα να σε περιμένω μέσ’ στο κρύο». Από παρομοίωση του παγωμένου ατόμου που βρίσκεται λόγω ψύχους σε πλήρη ακινησία με το άγαλμα. Συνών. γίνομαι αρχαίος / γίνομαι κασάτο / γίνομαι παγοκολόνα / γίνομαι παγωτό·
- θα σε κάνω άγαλμα, υπόσχεση που δίνουμε σε κάποιον, αν μας βοηθήσει ή μας εξυπηρετήσει τη στιγμή που έχουμε ανάγκη, και έχει την έννοια πως θα του είμαστε αιώνια  υπόχρεοι: «αν με βοηθήσεις να ξεπεράσω αυτή τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, θα σε κάνω άγαλμα». Από το ότι η ανέγερση αγάλματος είναι αιώνια ένδειξη τιμής και υποχρέωσης στο πρόσωπο που παριστάνεται·
- κάθεται σαν άγαλμα, βλ. φρ. στέκεται σαν άγαλμα·
- μένω άγαλμα, α. μένω ακίνητος, εμβρόντητος, άναυδος από έκπληξη, φόβο ή τρόμο: «κι ενώ πίστευα πως τους είχα ξεφύγει, στην πρώτη γωνιά τους είδα φάτσα κάρτα μπροστά μου κι έμεινα άγαλμα». β. μένω ακίνητος, εμβρόντητος, άναυδος από κάτι αναπάντεχο, ευχάριστο ή δυσάρεστο: «κι εκεί που δεν το περίμενα, μου ’δωσε τα δανεικά που του ζήτησα κι έμεινα άγαλμα || ξαφνικά έβγαλε το μαχαίρι κι έμεινα άγαλμα». γ. (για τερματοφύλακες) δεν προλαβαίνω να κάνω την παραμικρή κίνηση, για να αποκρούσω την μπάλα, που κατευθύνεται προς τα δίχτυα της εστίας μου: «του ’ριξε τέτοια βολίδα, που έμεινε άγαλμα». Από την ακινησία του αγάλματος· βλ. και φρ. μένω μάρμαρο, λ. μάρμαρο·
- στέκεται σαν άγαλμα, μένει ακίνητος και αμίλητος, δεν αντιδρά, δε συμμετέχει σε μια εκδήλωση: «κάθε φορά που βλέπει κάτι στραβό, επεμβαίνει, γιατί δεν μπορεί να στέκεται σαν άγαλμα».
- τον αφήνω άγαλμα, α. τον αφήνω εμβρόντητο, άναυδο από την έκπληξη ή τον τρόμο που του προξενώ: «μόλις του ’δειξα πόσα λεφτά κουβαλούσα μέσα στην τσάντα μου, τον άφησα άγαλμα || μόλις έβγαλα το μαχαίρι, τον άφησα άγαλμα». β. τον αφήνω εμβρόντητο, άναυδο από αναπάντεχη ευχάριστη ή δυσάρεστη γι’ αυτόν ενέργεια ή κίνησή μου: «μόλις του ’δωσα τα δανεικά που μου ζήτησε, τον άφησα άγαλμα || μόλις έβγαλα φουλ του άσου, τους άφησα άγαλμα». γ. (για τερματοφύλακες) εξαπολύω τόσο δυνατό σουτ κατά της εστίας του, που δεν του αφήνω περιθώρια να αντιδράσει: «έπιασα τέτοια σουτάρα έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή, που τον άφησα άγαλμα και η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα»· βλ. και φρ. τον αφήνω μάρμαρο, λ. μάρμαρο.

αέρας

αέρας κ. αγέρας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀήρ], ο αέρας. 1. αποτέλεσμα μηδέν, ψεύτικη υπηρεσία ή εκδούλευση: «για αέρα πράμα δε δίνω δραχμή». 2α. χρηματικό ποσό που εισπράττει κάποιος από εκείνον που του εκχώρησε την εμπορική του φίρμα ή τη φίρμα του καταστήματός του: «αν σου παραχωρήσω τη φίρμα μου, τι αέρα θα μου δώσεις;». β. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος για να ξενοικιάσει ένα κατάστημα: «για να ξενοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». γ. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος ιδιοκτήτης για να νοικιάσει κάποιο κατάστημά του σε κάποιον ενδιαφερόμενο: «για να σου νοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». 3. η παραχώρηση του δικαιώματος σε κάποιον να χτίσει σε ένα χτίσμα τους επιπλέον ορόφους πάνω από τον τελευταίο χτισμένο όροφο: «σου δίνω προίκα ένα σπίτι δίπατο μαζί με τον αέρα του». 4. ως επιρρ., πολύ γρήγορα: «μόλις τους σφύριξε κάποιος στ’ αφτί πως έρχονταν να τον πιάσουν, έφυγε αέρας». 5. ως επιθετικό επιφών. αέρααα! χαρακτηριστική επιθετική πολεμική κραυγή των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο του 1940: «οι Έλληνες μαχητές του 1940 με την ιαχή «αέρααα!» ορμούσαν με γενναιότητα κατά του φασιστικού στρατού του Μουσολίνι, που τον ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση». (Τραγούδι: ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει αέρα από τον τσολιά). Ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων 1912-1913 (βλ. Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 33). Υποκορ. αεράκι και αγεράκι, το. (Ακολουθούν 137 φρ.)·
- αέρα, αέρα να φύγει η χολέρα! βλ. λ. χολέρα·
- αέρα δέρνω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα καβουρντίζω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα κοπανίζω, δεν καταφέρνω τίποτα, δε φέρνω κανένα αποτέλεσμα σε κάποια προσπάθειά μου, ματαιοπονώ: «απ’ το πρωί προσπαθεί να επιδιορθώσει το πλυντήριο, αλλά μέχρι τώρα αέρα κοπανίζει»·
- αέρα χαβανίζω, βλ. φρ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα λεφτά! α. χρήματα που κερδίσθηκαν χωρίς την διακινδύνευση ιδίων κεφαλαίων: «είναι ασφαλιστής και κερδίζει ένα σωρό λεφτά. -Αέρα λεφτά!». β. χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα: «έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε ένα οικόπεδο πάνω στ’ άγρια βουνά. -Αέρα λεφτά! || ό,τι αγοράζω το εξετάζω πολύ καλά, γιατί δε θέλω να δίνω αέρα λεφτά!»·
- αέρα μπανά, (στη γλώσσα της αργκό) αερολογία, αερολογίες: «πες μου αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι κι όχι αέρα μπανά»·
- αέρα πατέρα! λέγεται γι’ αυτόν που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, τσαπατσούλικα, ασύδοτα: «πώς να μην πέσει έξω η δουλειά, απ’ τη στιγμή που όλοι οι μέτοχοι αέρα πατέρα!»·
- αέρας κοπανιστός, α. λόγια, συζήτηση χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, βλακείες, αηδίες: «σου μιλούσε τόση ώρα και τι σου ’λεγε; Αέρα κοπανιστό, σου ’λεγε». β. υποσχεμένη παροχή που δεν πραγματοποιήθηκε: «δε μ’ ενδιαφέρει τι σου υποσχέθηκε, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι πήρες αέρα κοπανιστό»·
- αέρας στη διπλή, πολύ ανόητος λόγος: «όλα όσα μας είπες ήταν αέρας στη διπλή». Ίσως αναφορά στη διπλή ταρίφα (βλ. λ.)·
- αέρας στο τετράγωνο, βλ. λ. αέρας στη διπλή·
- αέρας φρέσκος, βλ. συνηθέστ. αέρας κοπανιστός·
- αλλάζω αέρα ή αλλάζω τον αέρα μου, πηγαίνω σε άλλο μέρος από αυτό στο οποίο διαμένω, ιδίως για λόγους υγείας: «ο γιατρός μας συμβούλεψε ν’ αλλάξει το παιδί αέρα, γι’ αυτό θα πάμε στη Χαλκιδική». (Νησιώτικο τραγούδι: στην Πάρο και στη Νάξο τον αέρα μου θ’ αλλάξω
- αλλάζω τον αέρα, ανανεώνω τον αέρα ενός κλειστού χώρου, ανοίγοντας πόρτα ή παράθυρα: «κάθε πρωί η μητέρα αλλάζει τον αέρα του δωματίου μου»·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. φρ. υπάρχει άλλος αέρας·
- ανοίγω τον αέρα, παρέχω αέρα με το άνοιγμα κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «άνοιξε τώρα τον αέρα για να φουσκώσω το λάστιχο»·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- αρπάζω στον αέρα (κάτι), εκμεταλλεύομαι ταχύτατα κάτι: «όταν καταλάβει πως θ’ αποφέρει κάποια δουλειά, την αρπάζει στον αέρα»·
- αφήνω έναν (λίγο) αέρα, αφήνω (κάποιο) ελεύθερο διάστημα, (κάποιο) περιθώριο: «σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αφήσεις έναν αέρα για να περάσουμε το καλώδιο»·
- βγάζει αέρα λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικά του κεφάλαια ή χωρίς να κοπιάζει πολύ: «είναι ασφαλιστής και βγάζει αέρα λεφτά»·
- βγάζω στον αέρα, α. αερίζω κάτι: «κάθε φορά που γυρίζω απ’ την ταβέρνα στο σπίτι, βγάζω στον αέρα τα ρούχα μου, γιατί βρομούν τσικνίλα». β. δημοσιοποιώ, κοινολογώ: «η απόφαση του συμβουλίου θα βγει στον αέρα μετά από μια βδομάδα». γ. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) μεταδίδω από το ραδιόφωνο, παρουσιάζω από την τηλεόραση: «ποιος θα βγάλει στον αέρα τις ειδήσεις των οχτώ;»·
- βγαίνει στον αέρα, (για ειδήσεις) μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «δε θα βγαίνει στον αέρα καμιά είδηση, αν δεν εγκρίνεται πρώτα από μένα || πότε βγήκε στον αέρα αυτή η είδηση;»·
- βγαίνω στον αέρα, (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) αρχίζω να παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «τι ώρα βγαίνω στον αέρα;»·
- βγήκε αέρας, άρχισε να φυσάει: «όλη τη μέρα ο καιρός ήταν καλός, αλλά προς το βράδυ βγήκε αέρας»·
- βρίσκομαι στον αέρα, βλ. φρ. είμαι στον αέρα·
- βρίσκω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. συνηθέστ. κάνω αέρα·
- γλυκός αέρας, που είναι απαλός: «καθώς περπατούσα στην παραλία, ένιωθα έναν γλυκό αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου»·
- δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «από μικρός έχω μάθει να κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου». Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·  
- δε με σηκώνει ο αέρας, οι κλιματολογικές συνθήκες επιβαρύνουν την υγεία μου: «πρέπει να εγκατασταθώ στην εξοχή, γιατί δε με σηκώνει ο αέρας της πόλης»· βλ. και φρ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! ειρωνική προτροπή σε άτομο που ζητάει ή λέει παράλογα πράγματα ή που τερατολογεί. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μήπως και συνέλθεις·
- διαβολεμένος αέρας, που είναι πολύ δυνατός, ανυπόφορος, τρομερός: «απ’ το πρωί φυσούσε ένας διαβολεμένος αέρας που μας κράτησε στο σπίτι»·
- δίνει άλλον αέρα, λέγεται όταν κάτι προσδίδει σε κάποιον ξεχωριστή άνεση στους τρόπους ή στη συμπεριφορά του, που του δίνει ξεχωριστή γοητεία, θελκτικότητα: «ένα σπορ αυτοκίνητο, δίνει άλλον αέρα στον άντρα || η ομορφιά δίνει άλλον αέρα στη γυναίκα || όσο να πεις, τα λεφτά δίνουν άλλον αέρα στον άνθρωπο || απ’ τη μέρα που του ’πεσαν στο λαχείο εκείνα τα εκατομμύρια, έχει άλλον αέρα || όταν φοράει το καινούριο του κουστούμι, έχει άλλον αέρα || είναι όμορφη γυναίκα, αλλά όταν φοράει την έξωμη τουαλέτα της, έχει άλλον αέρα»·
- δώσ’ του αέρα! (συμβουλευτικά) διώξ’ τον, απομάκρυνέ τον: «δώσ’ του αέρα του αλήτη αφού είναι τόσο συστηματικός κοπανατζής!»·
- έβγαλε αέρα, άρχισε να φυσάει: «μέχρι το μεσημέρι ο καιρός ήταν καλός, τ’ απόγευμα όμως έβγαλε αέρα»·
- έδωσε αέρα λεφτά, πλήρωσε άσκοπα, γιατί η αγορά που έκανε δεν άξιζε: «πήγε κι έδωσε αέρα λεφτά για ένα αυτοκίνητο που είναι σαραβαλιασμένο»·
- έγινε αέρας, (για περιουσία) κατασπαταλήθηκε, εξανεμίστηκε: «είχε βρει μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά με τα ξενύχτια και τα γλέντια έγινε αέρας»·
- είμαι στον αέρα, α. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «δεν μπορείς να τον δεις αυτή τη στιγμή, γιατί είναι στον αέρα». β. (για αεροπόρους και γενικά για πρόσωπα) πετώ με το αεροπλάνο: «ήμασταν δυο ώρες στον αέρα μέχρι να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»·
- είναι στον αέρα, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει βάση ή κάποιο λογικό έρεισμα: «είναι σίγουρο πως θ’ αποτύχει στην προσπάθειά του, γιατί όλες του οι ενέργειες είναι στον αέρα». β. (για αεροπλάνα) πετάει: «πόσα αεροπλάνα είναι στον αέρα αυτή τη στιγμή;»· βλ. και φρ. είμαι στον αέρα·
- έκοψε ο αέρας, σταμάτησε ή λιγόστεψε: «προς τ’ απόγευμα έκοψε ο αέρας»·
- έπεσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έπιασε αέρα, (για ποδοσφαιριστές) δεν κατάφερε να χτυπήσει την μπάλα με το πόδι του, που χτύπησε στον αέρα: «ήταν μονάχος του μπροστά σε κενή εστία κι έπιασε αέρα ο άχρηστος»·
- έπιασε αέρας, άρχισε να φυσάει: «ξαφνικά έπιασε αέρας»·
- έσπασε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έχει άλλον αέρα, βλ. φρ. δίνει άλλον αέρα·
- έχει έναν ( λίγο) αέρα, δεν ενώνει, δεν εφάπτεται απόλυτα: «σ’ αυτό το σημείο τα σανίδια έχουν έναν αέρα και πρέπει να ενώσουν»·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! α. έχω άνεση, θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με άνεση: «είναι καινούριος στην παρέα μας, αλλά έχει έναν αέρα λες και είναι χρόνια!». β. έχω φινέτσα, χάρη: «έχει αέρα αυτή η γυναίκα στο περπάτημά της»·
- έχω έναν αέρα, προπορεύομαι έναντι κάποιου σε μια αναμέτρηση: «από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, ο τάδε έχει έναν αέρα έναντι του αντιπάλου του»·
- έχω πολύ αέρα, έχω μεγάλη άνεση, μεγάλο θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση: «αν και καινούριος στην παρέα μας, έχει πολύ αέρα με όλους μας»·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, α. είμαι πολύ φτωχός, άπορος: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, ζει με αέρα». β. τρώω πολύ λίγο, είμαι λιτοδίαιτος: «επειδή φροντίζει τη σιλουέτα του, γι’ αυτό ζει με τον αέρα»·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! ήρθε με μια έπαρση, με ένα θάρρος, με ένα θράσος(!): «ήρθε μ’ έναν αέρα και μου ζητούσε δανεικά, λες και τον ήξερα χρόνια!»·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «εσύ θα δείρεις εμένα; Το μόνο που μπορείς είναι να μου τα κάνεις αέρα!»·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, (απειλητικά) θα σε διώξω, ιδίως από τη δουλειά μου: «αν συνεχίσεις να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου»·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- θα τον πάρει ο αέρας, είναι πάρα πολύ λεπτός, αδύνατος: «βγήκε προχτές απ’ το νοσοκομείο κι αν τον δεις, νομίζεις πως θα τον πάρει ο αέρας»·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, (ιδίως για είδη ένδυσης) χρειάζεται λίγο φάρδος: «είναι καλό το σακάκι σου, αλλά εκεί στις μασχάλες θέλει έναν αέρα, γιατί μου φαίνεται κάπως στενό»·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ. σπουργίτης·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τα αρχίδια μας), πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί δεν μπορώ να σ’ ακούω άλλο ή γιατί δεν πιστεύω αυτά που μου λες: «κάν’ τα μας αέρα, ρε φίλε, γιατί δε σ’ αντέχω άλλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κάνω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν καταφέρνω να χτυπήσω την μπάλα με το πόδι μου, χτυπώ με το πόδι μου αέρα: «κι ενώ ήταν μοναχός του μπροστά σ’ άδειο τέρμα, έκανε αέρα κι έχασε το γκολ»·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), φυσώ με το στόμα μου ή δημιουργώ αέρα με άλλο τεχνητό μέσο: «έκανε αέρα πάνω στο σημείο που κάηκε ο φίλος του, φυσώντας δυνατά με το στόμα του || άρχισε να κάνει αέρα μ’ ένα φυσερό για να δυναμώσει τη φωτιά»·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- καυτός αέρας, που είναι πάρα πολύ θερμός: «στις ακτές της Αφρικής φυσάει καυτός αέρας»·
- κενό αέρος, διαφορά υψομετρικής πίεσης που προκαλεί  στο αεροπλάνο που πετάει απότομη απώλεια του ύψους του: «κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, πέσαμε σε αρκετά κενά αέρος και πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη»·
- κι αέρα στα πανιά σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και που μας χαροποιεί. Αποτελεί μέρος της φρ. ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πολύ πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου. Συνών. (και) να μας γράφεις / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κλείνω τον αέρα, βλ. φρ. κόβω τον αέρα (β)·
- κόβω τον αέρα, α. μετριάζω την ορμή του αέρα με κάποιο τεχνητό μέσο: «έβαλε στο άνοιγμα μια λαμαρίνα για να κόβει τον αέρα». β. διακόπτω την παροχή ή την εξαγωγή αέρα με το κλείσιμο κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «μόλις φούσκωσε το λάστιχο, έκοψε τον αέρα για να μη σκάσει || μόλις ξεφούσκωσε αρκετά το λάστιχο, έβαλε την ασφάλεια για να κόψει τον αέρα»· βλ. και φρ. του κόβω τον αέρα·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·  
- λόγια του αέρα, βλ. λ. λόγος
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, με την πρώτη ελάχιστη πίεση ή δυσκολία: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με το πρώτο φύσημα τ’ αέρα την κοπάνησε». (Τραγούδι: πόσο γελάστηκα μητέρα, έφυγε εκείνη μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα κι έμεινες πλάι μου με πιο πολλή στοργή, για να γιατρέψεις τη δική μου την πληγή
- μ’ έναν αέρα διαφορά, δηλώνει ελάχιστη απόσταση, ελάχιστη ποσότητα σε περίπτωση συναγωνισμού ή ανταγωνισμού: «ο τάδε δρομέας είναι μπροστά απ’ τον δεύτερο μ’ έναν αέρα διαφορά || ο τάδε υποψήφιος, μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, προηγείται του αντιπάλου του μ’ έναν αέρα διαφορά»· βλ. και φρ. με διαφορά στήθους, λ. στήθος·
- μαλάκωσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- με αέρα; βλ. συνηθέστ. με κώλο; λ. κώλος·
- με αέρα, με άνεση, με ευχέρεια: «μιλούσε με αέρα || κινούνταν με αέρα»·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. φρ. με τον αέρα του νικητή·
- με τον αέρα της νιότης, με τη δύναμη, την ορμή, την αυτοπεποίθηση που δίνουν σε κάποιον τα νιάτα: «με τον αέρα της νιότης που διέθετε, είχε την εντύπωση πως μπορούσε να κατακτήσει όλον τον κόσμο»·
- με τον αέρα του νικητή, με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσει, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «ο υποψήφιος για το αξίωμα του προέδρου χαιρετούσε τους παρευρισκομένους με τον αέρα του νικητή || μετά τη συντριπτική νίκη τους, ο αρχηγός της ομάδας μίλησε στους δημοσιογράφους με τον αέρα του νικητή»·
- μιλάει με αέρα ή μιλάει μ’ έναν αέρα! μιλάει με άνεση, με ευκολία,με ευχέρεια: «πάντοτε αυτό το παιδί μιλούσε με αέρα || πριν από λίγο τον βάλαμε στην παρέα μας και μιλάει μ’ έναν αέρα, λες και μας ξέρει χρόνια!»·
- μιλώ στον αέρα, α. μιλώ χωρίς να με ακούει, χωρίς να με προσέχει κανένας: «προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν, αλλά μιλούσε στον αέρα». β. αερολογώ: «δεν τον προσέχει κανείς, γιατί μιλάει στον αέρα»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μου έκανε απολύτως τίποτα από όσα απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου τα ’κανε αέρα»·
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, βλ. λ. γυναίκα·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- πάει να πάρει τον αέρα του, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι·
- παίρνει αέρα, είναι μειωμένης διανοητικής ικανότητας: «μην τον συνερίζεσαι, αν κάνει και καμιά βλακεία, γιατί παίρνει αέρα ο φουκαράς»·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω αέρα, αποκτώ οικειότητα, θάρρος, ξεθαρρεύω: «λίγο να του χαμογελάσεις, αμέσως παίρνει αέρα»·
- παίρνω λίγο αέρα, σταματώ προσωρινά τη δουλειά μου για να ξεκουραστώ: «κάποια στιγμή σταμάτησε το σκάλισμα του κήπου για να πάρει λίγο αέρα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κουράζεται, σταματάει για να πάρει αναπνοή ·
- παίρνω τον αέρα, αποκτώ ευχέρεια σε μια δουλειά ή σε μια διαδικασία, αντιμετωπίζω με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που πήρε τον αέρα της δουλειάς, δεν τον σταματάει τίποτα». Συνών. παίρνω το κολάι·
- παίρνω τον αέρα μου, α. κάθομαι και ρεμβάζω στο μπαλκόνι, στη βεράντα, στην ταράτσα ή στο παράθυρο του σπιτιού μου και γενικά σε ανοιχτό χώρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνω τον αέρα μου στο μπαλκόνι του σπιτιού μου». β. πάω μια βόλτα, βολτάρω: «κάθε απόγευμα παίρνω τον αέρα μου στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ώσπου να χειμωνιάσουμε εδώ θα την περάσουμε· θα μας τρώει η ρουτίνα κάθε μέρα, και μονάχα την Κυριακή θα παίρνουμε αέρα, γιατί δε φτάνει ο μισθός να πάμε πέρα-πέρα).γ. πάω στην εξοχή, πάω για παραθερισμό: «το καλοκαίρι θα πάω να πάρω τον αέρα μου στη Χαλκιδική». δ. ξεκουράζομαι ύστερα από εντατική εργασία, κάνω διάλειμμα: «σκοτώθηκε όλο το πρωί μέχρι να βάψει το δωμάτιο και τώρα είναι στην αυλή και παίρνει τον αέρα του». ε. με διώχνουν από τη δουλειά στην οποία εργάζομαι: «το παράκανα με τις κοπάνες, γι’ αυτό κάποια μέρα πήρα τον αέρα μου»· βλ. και φρ. του παίρνω τον αέρα·
- πήγε στον αέρα, αποδείχτηκε μάταιο, άσκοπο, δεν έφερε αποτέλεσμα: «όλη μου η προσπάθεια να τον συνετίσω πήγε στον αέρα || οι συμβουλές μου πήγαν στον αέρα»·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήρε αέρας, άρχισε να φυσάει: «τ’ απόγευμα ξαφνικά πήρε αέρας»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε πολύ αέρα, απόκτησε πολλή οικειότητα, πολύ θάρρος, ιδίως χωρίς να του έχει δώσει κανένας αυτό το δικαίωμα: «να πεις του φίλου σου να καθίσει φρόνιμα, γιατί πήρε πολύ αέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνω αέρα, α. τα δάχτυλά μου, οι παλάμες μου κλείνουν χωρίς να καταφέρω να πιάσω κάτι που μου πετάνε από κάποια απόσταση: «μου πέταξε τον αναπτήρα του από τη θέση που καθόταν, αλλά έπιασα αέρα κι έπεσε μέσα στις λάσπες». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. κάνω αέρα·
- πνέει αέρας…, βλ. φρ. φυσάει αέρας(…)·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. φρ. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «ποιος αέρας σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα φουκαρά με τις συμβουλές που σου ’δινα!». Συνών. ποιος δρόμος σ’ έφερε(…)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. φρ. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ(;)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιον λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ(;)·   
- πουλώ αέρα (κοπανιστό), α. κερδίζω χρήματα προσφέροντας ψεύτικες υπηρεσίες ή εκδουλεύσεις: «μπορεί να πουλάει αέρα, αλλά τα κονομάει». β. λέω ανοησίες, λέω ψέματα, αερολογώ: «τους μάζεψε όλους γύρω του και τους πουλούσε αέρα κοπανιστό»·
- ρίχνω στον αέρα, α. πυροβολώ στον αέρα, ιδίως για εκφοβισμό: «οι αστυνομικοί έριξαν στον αέρα για να τον εκφοβίσουν» β. πυροβολώ στον αέρα από ενθουσιασμό: «μόλις η νύφη κι ο γαμπρός βγήκαν απ’ την εκκλησία, οι φίλοι του ζευγαριού άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα»·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δε σου δώσαμε; ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; απειλητική έκφραση σε κάποιον, όταν θέλουμε να του αφαιρέσουμε τη μεγάλη οικειότητα που του δώσαμε ή που ο ίδιος πήρε από μόνος του·
- σηκώθηκε αέρας, άρχισε να φυσάει δυνατά: «ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός και σηκώθηκε αέρας»·
- σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλώ ασυλλόγιστα, εξανεμίζω: «του άφησε ο πατέρας του ατράνταχτη περιουσία, αλλά με τις παλιοπαρέες που πήγε κι έμπλεξε, τη σκόρπισε στον αέρα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- στέκεται στον αέρα, α. δεν έχει σταθερή βάση, είναι ετοιμόρροπος: «μετά το σεισμό πολλά σπίτια στέκονται στον αέρα». β. είναι ανεφάρμοστος: «τα επιχειρήματά σου στέκονται στον αέρα»·
- στηρίζεται στον αέρα, βλ. φρ. στέκεται στον αέρα·
- στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει έξω απ’ την πόλη στον καθαρό αέρα»·
- σφυρίζω στον αέρα, προσποιούμαι πως δεν ακούω, πως δεν καταλαβαίνω, αδιαφορώ: «όταν μου λένε κάτι που είναι ενάντια στα συμφέροντά μου, σφυρίζω στον αέρα». (Τραγούδι: κι όσους τα βράδια συναντώ μου λένε καλησπέρα, μα εγώ δεν ξέρω τι να πω, σφυρίζω στον αγέρα
- τινάζω στον αέρα (κάτι), καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: «έβαλαν δυναμίτη και τίναξαν τη γέφυρα στον αέρα»·
- τινάζω στον αέρα (κάποιον ή κάτι), διαλύω, καταστρέφω κάποιον, μια δουλειά, μια επιχείρηση, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση από κακό υπολογισμό ή χειρισμό ή και από αδιαφορία: «είχε για συμβουλάτορά του τον τάδε και τον τίναξε στον αέρα τον άνθρωπο με τις συμβουλές που του ’δινε || τόσα χρόνια σκληροί κόποι και αγώνες για να στήσει ο πατέρας του αυτή τη δουλειά, κι ήρθε ο γιος του και την τίναξε στον αέρα || σχέση πέντε χρόνων και για μια ανοησία την τίναξε στον αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, θα τινάξεις στον αέρα την αγάπη μας, κάτσε καλά, όλα τελειώνουν μια φορά
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, βλ. λ. δίχτυ·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, βλ. λ. δουλειά·
- τινάζω την μπάνκα στον αέρα, βλ. λ. μπάνκα·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- το πιάνει (ο) αέρας, το βρίσκει, το χτυπάει: «μην αγοράσεις το βορινό διαμέρισμα, γιατί το πιάνει ο αέρας»·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, τον έδιωξα από τη δουλειά μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, τον έστειλα να πάρει τον αέρα του»·
- του δίνω αέρα, του συμπεριφέρομαι με μεγάλη οικειότητα: «μόλις του δώσαμε λίγο αέρα, άρχισε να κινείται με περισσότερη άνεση μέσα στην παρέα μας || μην του δίνεις πολύ αέρα αυτού του ανθρώπου, γιατί θα σε καβαλικέψει χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- του κόβω τον αέρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, τον βάζω στη θέση του: «μπήκε μέσα χαμογελαστός κι άρχισε τις χαιρετούρες, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε αμέσως τον αέρα». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να ξανοιχτεί στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τον αέρα». γ. εμποδίζω με το σώμα μου ή με άλλο μέσο τον αέρα να φτάσει σε αυτόν: «μόλις κατάλαβα πως του ’κοβα τον αέρα, έφυγα από μπροστά του»· βλ. και φρ. κόβω τον αέρα·
- του παίρνω τον αέρα, α. του επιβάλλομαι: «βρήκα τον τρόπο και του πήρα τον αέρα». β. παύω να τον φοβάμαι: «από τη μέρα που του πήρε τον αέρα, τον κάνει ό,τι θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- τρελός αέρας, πολύ δυνατός αέρας: «απ’ το πρωί φυσούσε τρελός αέρας και δε βγήκα απ’ το σπίτι μου»·
- τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτα, είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν έχω χρήματα να αγοράσω τροφή: «το ’χει ρίξει στη δίαιτα για ν’ αδυνατίσει, και τρώει αέρα κοπανιστό || τον δέρνει τέτοια φτώχεια, που τρώει αέρα κοπανιστό»·
- υπάρχει άλλος αέρας, υπάρχει κάτι που προσδίδει ιδιαίτερα ευχάριστη διάθεση σε ένα άτομο ή ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο: «μ’ αρέσει η τάδε παρέα, γιατί αποτελείται από ευγενικούς κι ευχάριστους ανθρώπους, οπότε υπάρχει άλλος αέρας || πηγαίνω και τρώω πάντα στο τάδε μαγαζί, γιατί, εκτός από ωραίο φαγητό, έχει προσεγμένο διάκοσμο και διακριτικό φωτισμό, οπότε υπάρχει άλλος αέρας»·     
- φρέσκος αέρας, ο καθαρός αέρας της εξοχής ή της θάλασσας: «πήγαμε εκδρομή στο βουνό κι αναπνεύσαμε φρέσκο αέρα»·
- φυσάει αέρας…, (με αισιόδοξη διάθεση)επικρατεί κλίμα, διάθεση…: «φυσάει αέρας αλλαγής || φυσάει αέρας ανανέωσης». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένας·
- χάνει αέρα, α. είναι μειωμένης διανοητικής αντίληψης: «μην παίρνεις σοβαρά  αυτά που σου λέει, γιατί χάνει αέρα ο άνθρωπος». β. (για σωλήνες) παρουσιάζει διαφυγή αέρα: «η σωλήνα έκανε μια τρυπίτσα και χάνει αέρα». γ. (για φούσκες, μπάλες ή σαμπρέλες) ξεφουσκώνει λόγω διαφυγής αέρα: «απ’ τη στιγμή που χτύπησε η μπάλα στα σύρματα, χάνει αέρα»·
- χορταίνω αέρα, ζω έντονα, ιδίως με γλέντια και διασκεδάσεις: «από τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, χορταίνει κι αυτός αέρα»·
- χτίζω κάστρα στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω πύργους στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω στον αέρα, οικοδομώ, δημιουργώ πάνω σε σαθρές βάσεις, ματαιοπονώ: «πολλοί με το μυαλό τους χτίζουν κάστρα στον αέρα κι όταν συνέρχονται προσγειώνονται ανώμαλα». Συνών.  χτίζω στην άμμο·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα.

Αλλάχ

Αλλάχ, ο, άκλ. ουσ. [<τουρκ. Allah], ο Θεός των μουσουλμάνων. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ Χριστό κι εσύ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ
- θα σε κάνω να φωνάξεις μπιρ Αλλάχ, α. θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω: «μόλις βρω την ευκαιρία, θα σε κάνω να φωνάξεις μπιρ Αλλάχ». β. θα σε δείρω τόσο άγρια, που θα σε κάνω να φωνάξεις έλεος: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε κάνω να φωνάξει μπιρ Αλλάχ»·
- μα τον Αλλάχ! όρκος που δίνει κάποιος για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «μα τον Αλλάχ, τα πράγματα έγιναν έτσι όπως ακριβώς στα λέω!». ( Λαϊκό τραγούδι: μα τον Αλλάχ, αχ, Τζεμιλέ μου, είσαι γκιουζέλ, είσαι κουκλί· τέτοια νεράιδα δεν ξανάειδα σε όλη την Ανατολή). Λέγεται πολλές φορές αντί του μα το Θεό(!)·
- μπιρ Αλλάχ (bir Allah = ένας είναι ο Θεός), ακούγεται από το χότζα, όταν από το ύψος του μιναρέ καλεί τους πιστούς σε προσευχή. (Λαϊκό τραγούδι: σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί αργά σαν σουρουπώνει, όταν θα πει το μπιρ Αλλάχ, το στήθος μου ματώνει
- τον φέρνω στο μπιρ Αλλάχ, τον εκβιάζω, τον πιέζω, τον δέρνω τόσο πολύ, που τον κάνω να φωνάξει έλεος: «αν δεν τον έφερνα στο μπιρ Αλλάχ, δε θα ’παιρνα πίσω τα λεφτά μου || άρχισε να τον χτυπάει τόσο πολύ, που τον έφερε στο μπιρ Αλλάχ»·
- φωνάζω μπιρ Αλλάχ, ζητώ απεγνωσμένα βοήθεια, ζητώ έλεος. (Λαϊκό τραγούδι: μπιρ Αλλάχ μπιρ Αλλάχ φωνάζουν οι σκλάβες μέσ’ απ’ τα χαρέμια του μαχαραγιά).

αλφαβήτα

αλφαβήτα, η, ουσ. [<άλφα + βήτα], το αλφάβητο. (Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: πες μας, πες μας την αλφαβήτα κι έλα κόψε μας την πίτα). Πρβλ.: άλφα βήτα το ρο ρο, το κεφάλι σ’ το ξερό (Παιδικό)·
- βρίσκομαι στην αλφαβήτα, βλ. συνηθέστ. βρίσκομαι στο άλφα. λ. άλφα·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, είναι εντελώς αγράμματος: «βέβαια, δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, αλλά είναι ο πρώτος μηχανικός αυτοκινήτων»·
- είμαι στην αλφαβήτα, βλ. συνηθέστ. είμαι στο άλφα, λ. άλφα·
- θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «με τα λόγια είναι όλα εύκολα, όταν όμως βγεις στην αγορά για να πουλήσεις αυτό το προϊόν, θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «μέχρι τώρα σε τάιζαν οι γονείς, απ’ τη στιγμή όμως που έφυγες απ’ το σπίτι σου για να ζήσεις ανεξάρτητος, θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·     
- θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα. Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο·
- όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ. γάτος.

αναγούλα

αναγούλα, η, ουσ. [<αναγουλιάζω <ανα- + γούλα (= οισοφάγος)], η αναγούλα· λόγος ή πράξη που προκαλεί αηδία: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, τι αναγούλα ήταν πάλι αυτή που μας είπες!»·
- έχω αναγούλα ή έχω αναγούλες, νιώθω δυσφορία στο στομάχι, έχω τάση για εμετό: «έφαγα ένα σάντουιτς στα βρομιάρικα και τώρα έχω αναγούλα»·
- θα ’χουμε αναγούλες, (απειλητικά) θα έχουμε φασαρίες, θα μαλώσουμε, θα πλακωθούμε στο ξύλο: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα ’χουμε αναγούλες». Συνών. θα ’χουμε ανατριχίλες·
- με πιάνει αναγούλα, βλ. φρ. μου ’ρχεται αναγούλα·
- μου ’ρχεται αναγούλα, νιώθω έντονη απέχθεια ή αποστροφή για κάποιον ή για κάτι: «μόνο που τον βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, μου ’ρχεται αναγούλα || μόνο που να σκεφτώ μαγειρεμένα κουκιά, μου ’ρχεται αναγούλα»· βλ. και φρ. έχω αναγούλα·
- μου φέρνει αναγούλα, βλ. φρ. μου ’ρχεται αναγούλα.

ανάποδος

ανάποδος, -η, -ο, επίθ. [<ανα- + πόδι + κατάλ. -ος], ανάποδος. 1α. που έχει κακό χαρακτήρα, που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «ανάποδος διευθυντής || ανάποδη γυναίκα». β. που κάνει συνέχεια αταξίες: «ανάποδο παιδί». 2α. το θηλ. ως ουσ. η ανάποδη, η εξωτερική πλευρά της παλάμης και, κατ’ επέκταση, το χτύπημα που δίνουμε με αυτήν σε κάποιον, ιδίως στο πρόσωπό του, η ανάστροφη, η ξανάστροφη: «μάζεψε τη γλώσσα σου, μη σ’ αστράψω καμιά ανάποδη!». β. (για ρούχα) η εσωτερική, η μέσα επιφάνεια υφάσματος: «πάνω στη βιασύνη του, φόρεσε το πουκάμισό του απ’ την ανάποδη». Επίρρ. ανάποδα, α. αντίθετα προς το αναμενόμενο, όχι ευνοϊκά: «τα πράγματα μας ήρθαν εντελώς ανάποδα». β. (για ρούχα) όχι από την καλή όψη: «φόρεσες το πουκάμισό σου ανάποδα». γ. (γενικά) όχι κανονικά, όχι φυσιολογικά: «με τον τρόπο που δουλεύεις θα πάει ανάποδα η δουλειά». (Ακολουθούν 73 φρ.)·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- ανάποδα μετράς, συμπεριφέρεσαι, ενεργείς ή υπολογίζεις αντίθετα από το κανονικό και σύμφωνα με το συμφέρον σου. (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς, ανάποδα μετράς, κι όλα τα δίκια, μάτια μου, για σένα τα κρατάς
- ανάποδη ψαλιδιά, βλ. λ. ψαλιδιά·
- ανάποδη βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- ανάποδη κεφαλιά, βλ. λ. κεφαλιά·
- ανάποδη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- ανάποδο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ανάποδο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- ανάποδο ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- ανάποδοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ανάποδος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανάποδος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ανάποδος καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ανάποδος μήνας, βλ. λ. μήνας·
- ανάποδος χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- απ’ την ανάποδη, δηλώνει τέλεια αμφισβήτηση ή εντελώς το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται κάποιος: «μια μέρα αυτός ο άνθρωπος θα γίνει μεγάλος και τρανός. -Απ’ την ανάποδη || ο τάδε είναι ένας απ’ τους πιο καλούς οικογενειάρχες: -Απ’ την ανάποδη»·
- βγαίνω ανάποδα, (για πορεία) κινούμαι, ιδίως με αυτοκίνητο ή με άλλο τροχοφόρο, σε αντίθετη από την επιτρεπτή κατεύθυνση, κινούμαι στο αντίθετο ρεύμα: «γιατί βγαίνεις ανάποδα, δε βλέπεις που είναι μονόδρομος;»·
- είναι ανάποδος, α. είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος, έχει κακό χαρακτήρα: «δεν μπορείς να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι πολύ ανάποδος». β. είναι άτακτος: «ο γιος σου είναι ο πιο ανάποδος μαθητής της τάξης του»·
- είναι ανάποδος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι στραβός κι ανάποδος, βλ. λ. στραβός·
- έρχεται ανάποδα, (για έμβρυα) δε βγαίνει από τη μήτρα κατά τη διαδικασία της γέννας με το κεφάλι, όπως είναι το φυσιολογικό·
- έφαγε μια ανάποδη, δέχτηκε χτύπημα στο πρόσωπό του από κάποιον με την εξωτερική πλευρά της παλάμης του: «να δεις τι καλά που σταμάτησε να λέει ανοησίες μόλις έφαγε μια ανάποδη απ’ τον τάδε!». Πολλές φορές, της φρ. ακολουθεί το τσιατ (βλ. λ.)·
- η ανάποδη μεριά, (για υφάσματα), βλ. λ. μεριά·
- ήρθε ο κόσμος ανάποδα, βλ. λ. κόσμος·
- θα σε κρεμάσω ανάποδα! θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά. Συνήθως ως απειλή σε μικρό παιδί να καθίσει φρόνιμα: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σε κρεμάσω ανάποδα!». Συνών. θα σε γδάρω ζωντανό! / θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! / θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό!  / θα σε κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι(!)·
- θέλει κρέμασμα ανάποδα, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν πήγε και κατηγόρησε τον αδερφό του, θέλει κρέμασμα ανάποδα». Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω κρέμασμα ανάποδα, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «αν σ’ έβρισα πάνω στο θυμό μου, θέλω κρέμασμα || αν έκανα εγώ αυτή τη βλακεία, θέλω κρέμασμα». Για συνών. βλ. φρ. θέλω σκότωμα, λ. σκότωμα·
- κακά ψυχρά κι ανάποδα, βλ. λ. κακός·
- κόβω ανάποδο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κουτσά στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. κουτσός·
- με πιάνει τ’ ανάποδο ή με πιάνει τ’ ανάποδό μου, α. αρχίζω ξαφνικά να συμπεριφέρομαι άπρεπα, δύστροπα, ιδιότροπα, παράξενα: «όταν με πιάνει τ’ ανάποδο, δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη μαζί μου». β. αρχίζω ξαφνικά να συμπεριφέρομαι πεισματικά: «αφού τον έπιασε τ’ ανάποδό του, δεν υπογράφει με καμιά κυβέρνηση»·
- μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, βλ. λ. Παναγία·
- μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, βλ. λ. πίστη·
- μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, βλ. λ. Θεός·
- μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα, βλ. λ. Χριστός·
- μου βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, μου συμπεριφέρθηκε, ενήργησε εναντίον μου με προκλητικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που μου τη βγήκε ανάποδα, δεν μπορούσα να μείνω κι εγώ με τα χέρια σταυρωμένα!». Από την εικόνα του οδηγού που κινείται αντίθετα προς το ρεύμα κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, μεγάλο εκνευρισμό στους άλλους οδηγούς. Συνών. μου βγήκε απ’ τ’ αριστερά ή μου τη βγήκε απ’ τ’ αριστερά / μου βγήκε απ’ τη γωνία ή μου τη βγήκε απ’ τη γωνία / μου βγήκε απ’ το κόρνερ ή μου τη βγήκε απ’ το κόρνερ / μου βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε στο άσχημο / μου βγήκε άτσαλα ή μου τη βγήκε άτσαλα ή μου τη βγήκε στο άτσαλο / μου βγήκε έξαλλα ή μου τη βγήκε έξαλλα ή μου τη βγήκε στο έξαλλο / μου βγήκε με κόκκινο ή μου τη βγήκε με το κόκκινο / μου βγήκε στο έτσι ή μου τη βγήκε στο έτσι·
- μου βγήκε η γλώσσα ανάποδα, βλ. λ. γλώσσα·
- μου πάνε όλα ανάποδα ή όλα μου πάνε ανάποδα ή όλα ανάποδα μου πάνε, βλ. φρ. μου ’ρχονται όλα ανάποδα·
- μου πάνε όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου πάνε στραβά κι ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου πάνε, βλ. φρ. μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα·
- μου ’ρχεται ανάποδα, α. μου είναι δύσκολο να ενεργήσω με τρόπο που αντίκειται στην παιδεία ή στην προσωπικότητά μου, μου κακοφαίνεται: «μου ’ρχεται ανάποδα να τον εγκαταλείψω τώρα που έχει ανάγκη από τη βοήθειά μου». β. δε με βολεύει, δε μου είναι βολικό: «μου ’ρχεται ανάποδα να ’ρθω απ’ αυτό το δρόμο, γιατί πρέπει να κάνω ολόκληρο κύκλο»·
- μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- μου ’ρχονται όλα ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται ανάποδα ή όλα ανάποδα μου ’ρχονται, γενικά οι υποθέσεις μου δεν εξελίσσονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό όλα μου ’ρχονται ανάποδα»·
- μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται στραβά κι ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου ’ρχονται, (γενικά) οι υποθέσεις μου δεν εξελίσσονται καθόλου ευνοϊκά: «είμαι μέσα στη στενοχώρια μου, γιατί τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα»·
- μου τα λέει ανάποδα, μου λέει κάτι αντίθετο από την πραγματικότητα: «εγώ ξέρω πώς έγιναν τα πράγματα, αλλά αυτός επιμένει να μου τα λέει ανάποδα»·
- μου τη βαράει στ’ ανάποδο, βλ. φρ. με πιάνει τ’ ανάποδο·
- ξύπνησε ανάποδα, ξύπνησε κακόκεφος: «δεν του λέω κουβέντα, γιατί απ’ τα μούτρα του κατάλαβα πως ξύπνησε ανάποδα». Συνών. ξύπνησε από λάθος πλευρό / ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- παίρνω ανάποδες (ενν. στροφές), αρχίζω ξαφνικά να συμπεριφέρομαι άπρεπα, δύστροπα, ιδιότροπα, παράξενα, πεισματικά, ιδίως από θυμό ή από νεύρα: «πρόσεξε μην πάρω ανάποδες, γιατί θα γίνουμε κώλος». (Τραγούδι: με πιάνει ένας έρωτας την ώρα που μου λείπεις, φαντάζομαι πως θα ’μαστε χωρίς εμάς τους δυο, και παίρνω τις ανάποδες και στο βυθό της λύπης, πηγαίνω και βυθίζομαι γιατί σε αγαπώ
- παίρνω ανάποδο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- πάω ανάποδα, (για πορεία) κινούμαι αντίθετα στο ρεύμα κυκλοφορίας: «βγες γρήγορα απ’ το δρόμο, γιατί πας ανάποδα»·
- τα βλέπω (όλα) ανάποδα, (γενικά) είμαι απαισιόδοξος, απογοητευμένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, τα βλέπει όλα ανάποδα»·
- τα βλέπω (όλα) στραβά κι ανάποδα, (γενικά) είμαι πολύ απαισιόδοξος, πολύ απογοητευμένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, τα βλέπει όλα στραβά κι ανάποδα»·
- τα στραβά και τ’ ανάποδα, βλ. λ. στραβός·
- την είδα ανάποδα, ξαφνικά αντιλήφθηκα ή υποπτεύθηκα ότι με κοροϊδεύουν ή ότι προσπαθούν να με ξεγελάσουν, να με εξαπατήσουν και αντέδρασα, όχι με το συνηθισμένο μου τρόπο, αλλά βίαια ή παράλογα: «κι ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά την είδε ανάποδα και χάλασε τη δουλειά»·
- την κακή σου, την ψυχρή σου και την ανάποδή σου! βλ. λ. κακός·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, α. της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρε στο δωμάτιό του και της γύρισε τα μάτια ανάποδα». β. την έκανα να κατευχαριστηθεί τη σεξουαλική πράξη: «και βέβαια το ευχαριστήθηκε, αφού της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι σε πολλές γυναίκες, όταν έρχονται σε οργασμό, τα μάτια τους καλύπτονται από το ασπράδι του βολβού·
- το παίρνω ανάποδα, παρανοώ, παρεξηγώ κάτι: «ό,τι είπα, το ’πα για το καλό σου, αλλά εσύ το πήρες ανάποδα». (Λαϊκό τραγούδι: όλα ανάποδα τα παίρνεις κι όλα επιπόλαια κι έχεις σβήσει της αγάπης όλα τα συμβόλαια
- το παίρνω απ’ την ανάποδη, βλ. συνηθέστ. το παίρνω ανάποδα·
- τον κρέμασε ανάποδα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο (γι’ αυτό και δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει): «ήταν τόσο εξοργισμένος μαζί του που μόλις τον συνάντησε, τον άρπαξε και τον κρέμασε ανάποδα». Συνών. τον έγδαρε ζωντανό (α) / τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια / τον κρέμασε απ’ το λαιμό / τον κρέμασε στο μεσιανό κατάρτι·
- τον ξέρω (τον γνωρίζω, τον έμαθα) απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- του άστραψα μια ανάποδη, τον χτύπησα με δύναμη στο πρόσωπο με την έξω πλευρά της παλάμης μου: «του άστραψα μια ανάποδη, που ακούστηκε σε όλο το τετράγωνο»·
- του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω την Παναγία ανάποδα, βλ. λ. Παναγία·
- του βγάζω την πίστη ανάποδα, βλ. λ. πίστη·
- του βγάζω την ψυχή ανάποδα, βλ. λ. ψυχή·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, βλ. λ. Θεός·
- του βγάζω το Χριστό ανάποδα, βλ. λ. Χριστός·
- του βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω στο ανάποδο, συμπεριφέρομαι, ενεργώ εναντίον του με προκλητικό τρόπο: «πρόσεχε, μην του τη βγαίνεις ανάποδα, γιατί πετάει τη σκούφια του για καβγά». Από την εικόνα του οδηγού που κινείται αντίθετα σε ρεύμα κυκλοφορίας και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, μεγάλο εκνευρισμό στους άλλους οδηγούς. Συνών. του βγαίνω απ’ τ’ αριστερά ή του τη βγαίνω απ’ τ’ αριστερά / του βγαίνω απ’ τη γωνία ή του τη βγαίνω απ’ τη γωνία / του βγαίνω απ’ το κόρνερ ή του τη βγαίνω απ’ το κόρνερ / του βγαίνω άσχημα ή του τη βγαίνω άσχημα ή του τη βγαίνω στο άσχημο / του βγαίνω άτσαλα ή του τη βγαίνω άτσαλα ή του τη βγαίνω στο άτσαλο / του βγαίνω έξαλλα ή του τη βγαίνω έξαλλα ή του τη βγαίνω στο έξαλλο / του βγαίνω με κόκκινο ή του τη βγαίνω με κόκκινο / του βγαίνω στο έτσι ή του τη βγαίνω στο έτσι·
- του ’δωσα μια ανάποδη, βλ. φρ. του ’ριξα μια ανάποδη·
- του ’ριξα μια ανάποδη, τον χτύπησα στο πρόσωπο με την εξωτερική πλευρά της παλάμης μου: «του ’ριξα μια ανάποδη, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα»·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα, βλ. λ. καρότο·
- τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, βλ. λ. ραδίκι.

Ανάσταση

Ανάσταση, η, ουσ. [<αρχ. ἀνάστασις], η Ανάσταση·
- Ανάσταση! ή Ανάσταση Θεέ μου! ή Ανάσταση Θεούλη μου! ή Ανάσταση Χριστέ μου! ή Ανάσταση Χριστούλη μου! ή Ανάσταση Παναγιά μου! ή Ανάσταση Παναγίτσα μου! έκφραση ανακούφισης, επιτέλους(!): «παιδιά ήρθε τ’ αεροπλάνο. -Ανάσταση!». Από την αδημονία που έχουν οι πιστοί, που παρακολουθούν την ακολουθία της Αναστάσεως, να ακούσουν το Χριστός Ανέστη για να ευφρανθεί η ψυχή τους και να πάνε να φάνε τη μαγειρίτσα στο σπίτι·
- έχω Ανάσταση, χαίρομαι υπερβολικά, διασκεδάζω υπερβολικά: «απολύθηκε ο γιος τους απ’ το στρατό κι έχουν Ανάσταση στο σπίτι». Αναφορά στην ψυχική ευφορία των πιστών μετά την Ανάσταση του Χριστού·
- θα τα κάνω (όλα) Ανάσταση , (απειλητικά) θα επιφέρω μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα έρθω στη δουλειά σου και θα τα κάνω όλα Ανάσταση»·
- καλή Ανάσταση! α. ευχή που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι χριστιανοί πριν από την Ανάσταση: «αν δε σε δω μέχρι την Κυριακή, καλή Ανάσταση!». β. (ειρωνικά) όπως τα έκανες, τώρα δε γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει γιατρειά, δε διορθώνεται τίποτα: «στο σημείο που έχεις φέρει τη δουλειά, καλή Ανάσταση!». γ. (ειρωνικά) τώρα που ενδιαφέρθηκες για τη δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι αργά, γιατί ή την έχει πάρει κάποιος άλλος ή περατώθηκε: «τώρα που ξύπνησε γι’ αυτή τη δουλειά, πες του καλή Ανάσταση!»·
- κάνω Ανάσταση, α. πηγαίνω στην εκκλησία το βράδυ του Μ. Σαββάτου για να παρακολουθήσω τη σχετική ακολουθία: «κάθε χρόνο κάνω Ανάσταση στην εκκλησία της ενορίας μου». β. γιορτάζω τη μέρα τη Αναστάσεως: «φέτος θα κάνουμε Ανάσταση στο χωριό». γ. περνώ καλά, ευχάριστα με φαγητό και πιοτό: «επιτέλους, έπεσαν κάτι λεφτά στα χέρια μου και θα μπορέσω να κάνω κι εγώ Ανάσταση». Από το ότι μετά την Ανάσταση ο κόσμος το ρίχνει στο φαγοπότι και στις διασκεδάσεις. δ. (και για τα δυο φύλα) βρίσκω το ερωτικό μου ταίρι: «επιτέλους, βρήκε κι αυτός μια γυναίκα να κάνει Ανάσταση»·
- μα την Ανάσταση! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν τον πιάσω στα χέρια μου, μα την Ανάσταση θα τον σπάσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε τη θέση σου γιατί μα την Ανάσταση θα κάνω επανάσταση
- μέχρι Ανάσταση, μέχρι το τέλος: «θα σε κυνηγήσω μέχρι Ανάσταση για να πάρω τα λεφτά μου πίσω»·
- περάσαμε Ανάσταση, περάσαμε πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα: «στην εκδρομή περάσαμε Ανάσταση». Από το ότι το Πάσχα ο κόσμος χαίρεται και διασκεδάζει·
- τα κάνω (όλα) Ανάσταση, επιφέρω σ’ ένα χώρο μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «μπήκε νευριασμένος στο μαγαζί και τα ’κανε όλα Ανάσταση». Αναφορά στις θορυβώδεις ενέργειες των πιστών στο άκουσμα του Χριστός Ανέστη.

αναστενάζω

αναστενάζω, ρ. [<αρχ. ἀναστενάζω], αναστενάζω· στενοχωριέμαι πάρα πολύ, υποφέρω ψυχικά ή σωματικά: «το πόσο αναστενάζω σαν βλέπω τον ξεπεσμό αυτού του ανθρώπου δε λέγεται! || αναστέναξα μέχρι να καταφέρω να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: έννοια σου και δε θα με γλιτώσει· όλα τα σπασμένα αυτή θα τα πληρώσει. Θα την κάνω εγώ ν’ αναστενάζει, να πονεί, να κλαίει, να φωνάζει
- αναστέναξε η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- αναστέναξε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- αναστέναξε το κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- θα σ’ αναστενάξω ή θα σε κάνω ν’ αναστενάξεις (ενν. από το ξύλο ή από την ανάθεση κάποιας κοπιαστικής εργασίας), θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ αναστενάξω || αν σε πάρω στη δουλειά μου, στο λέω, θα σε κάνω ν’ αναστενάξεις».  

ανατριχίλα

ανατριχίλα, η, ουσ. [<ανατριχιάζω + κατάλ. -ίλα], η ανατριχίλα· συνήθως στον πλ. οι ανατριχίλες, α. το ρίγος που νιώθει κάποιος όταν έχει υψηλό πυρετό: «για να με πιάσουν ανατριχίλες, πάει να πει πως μου ανέβηκε πάλι ο πυρετός». β. τα ερωτικά χάδια, οι ερωτικές συγκινήσεις: «πήρε την γκόμενα και πήγαν στην γκαρσονιέρα για ανατριχίλες»·
- θα ’χουμε ανατριχίλες, (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα μαλώσουμε άσχημα, θα γίνει μεγάλο κακό: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί θα ’χουμε ανατριχίλες». Συνών. θα ’χουμε αναγούλες.

άνθρωπος

άνθρωπος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄνθρωπος], ο άνθρωπος. 1. αυτός που διακατέχεται από ηθικές αρχές και ευγενικά αισθήματα και συμπεριφέρεται στο συνάνθρωπό του με σεβασμό, με αγάπη: «τι να την κάνω εγώ τη μόρφωση που έχεις, απ’ τη στιγμή που δεν είσαι άνθρωπος!». 2. με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «σήμερα θα βγω με τον άνθρωπό μου || την είδα με τον άνθρωπό της να κάνει βόλτα στην παραλία». 3. ως έκφραση συμπάθειας με την έννοια ο κακόμοιρος, ο κακότυχος, ο δύστυχος: «τον έσπασαν στο ξύλο οι αλήτες τον άνθρωπο». 4. προσφώνηση σε άτομο που δεν γνωρίζουμε το όνομά του: «ποιο δρόμο πρέπει να πάρω, άνθρωπέ μου, για να πάω στο Λευκό Πύργο;». 5. το άτομο ως μονάδα: «πόσους ανθρώπους χωράει αυτή η αίθουσα;». Ακόμα και σήμερα, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε ορισμένες  περιοχές της επαρχίας η λ. άνθρωπος έχει τη σημασία του άντρας κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, τρεις γυναίκες κι ένας φαντάρος». 6α. στον πλ. οι άνθρωποι κ. οι ανθρώποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα: «οι άνθρωποι πηγαίνουν απ’ το στραβό στο χειρότερο». β. (γενικά) ο κόσμος: «κάθε απόγευμα στην παραλία αρκετοί άνθρωποι κάνουν βόλτα». Υποκορ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το κ. ανθρωπάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 243 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αγαθός άνθρωπος, άνθρωπος αφελής, απλοϊκός: «τον βρήκες αγαθό άνθρωπο και τον κοροϊδεύεις»·
- άγιος άνθρωπος, καλός, τίμιος, θρήσκος: «δεν πιστεύω να είπε αυτός κακό για σένα, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι άγιος άνθρωπος»·
- άγουρος άνθρωπος, άτομο του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η σωματική, ιδίως η πνευματική του ανάπτυξη: «δεν μπορεί να πάρει μια σωστή απόφαση, γιατί είναι άγουρος άνθρωπος ακόμα». Αντίθ. ώριμος άνθρωπος·
- άδειος άνθρωπος, που δεν έχει διόλου αισθήματα, που δεν έχει διόλου ψυχική και πνευματική υπόσταση, που δεν έχει ηθικές αξίες: «δεν μπορεί να καταλάβει αυτός από ανθρώπινες σχέσεις, γιατί είναι άδειος άνθρωπος»·
- ακέραιος άνθρωπος, που είναι πολύ έντιμος, πολύ ηθικός, πολύ ευσυνείδητος: «όλοι μέσα στη γειτονιά τον εκτιμούν και τον υπολήπτονται, γιατί είναι ακέραιος άνθρωπος»·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλφα άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, καλός, τίμιος, μπεσαλής: «χάρηκα πολύ που τον γνώρισα, γιατί είναι άλφα άνθρωπος»·
- ανάποδος άνθρωπος, α. που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος». β. άνθρωπος που ρέπει στις αταξίες: «δεν μπορεί να καθίσει μια στιγμή ήσυχος, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος»·
- άνθρωπέ μου! επιτείνει τη δυσφορία ή τη δυσαρέσκειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || δε σου ’πα χίλιες φορές, άνθρωπέ μου, να σκέφτεσαι πρώτα και μετά να μιλάς!»· επιτείνει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, πώς δεν πρόσεξες και χτύπησες! || έλα, άνθρωπέ μου, να καθίσεις μαζί μας!»·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, που δεν παρουσιάζει καμιά ψυχική ομορφιά·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων, που είναι πάρα πολύ σωστός, που είναι εξαιρετικός, εξαίσιος: «όλοι επιθυμούν την παρέα του, γιατί είναι άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων». Από το ότι τα 24 καράτια δηλώνουν την απόλυτη καθαρότητα του χρυσού·
- άνθρωπος εξώλης και προώλης, βλ. φρ. άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού·
- άνθρωπος καθωσπρέπει, άνθρωπος ευυπόληπτος, ευγενικός, αξιοπρεπής, άψογος, που κινείται και συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες εμφάνισης και συμπεριφοράς: «όλοι θέλουν να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος καθωσπρέπει»·
- άνθρωπος κατωτάτης υποστάθμης, επιτείνει το άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος κενός περιεχομένου, βλ. φρ. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο·
- άνθρωπος κλειδί, αυτός που κατέχει καθοριστική θέση σε ένα κόμμα, έναν οργανισμό, μια επιχείρηση ή αυτός, που γνωρίζει αυτό που μπορεί να δώσει τη λύση σε ένα μυστήριο: «άνθρωπος κλειδί της κυβέρνησης είναι ο τάδε || άνθρωπος κλειδί στην υπόθεση της εξαφάνισης του γνωστού επιχειρηματία, είναι ο τάδε»·
- άνθρωπος με αισθήματα, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, που έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «μόνο ένας άνθρωπος με αισθήματα βοηθάει συνήθως το συνάνθρωπό του»· 
- Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, που διέπεται από άκρως ανθρωπιστικά αισθήματα: «ο ένας του ο γιος είναι μεγάλο κάθαρμα, αλλά ο άλλος είναι Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο»·
- άνθρωπος με βάθος, που έχει ψυχικό και πνευματικό περιεχόμενο, που προβληματίζεται, που δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων: «δίνει πάντα βάση στα λόγια του, γιατί είναι άνθρωπος με βάθος»·
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, που δεν αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο, τον πραγματικό του χαρακτήρα, που συμπεριφέρεται ανάλογα με το συμφέρον του, ο διπρόσωπος, ο διμούτσουνος, ο υποκριτής, ο ψεύτης: «μη δίνεις βάση σ’ αυτόν τον τύπο, γιατί είναι άνθρωπος με δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις πότε θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο»·
- άνθρωπος με καρδιά, α. που έχει πλούσιο συναισθηματικό κόσμο: «αν του ζητήσεις να σε βοηθήσει, δε θα σου τ’ αρνηθεί, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά». β. που έχει γενναιότητα, παλικαριά, που είναι γενναίος, άφοβος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά»·
- άνθρωπος με μυαλό, που είναι συνετός, που έχει φρόνηση: «είναι άνθρωπος με μυαλό και παίρνει πάντοτε σωστές αποφάσεις»·
- άνθρωπος με πυγμή, που είναι δυναμικός, που επιβάλλεται σε ένα κύκλο ατόμων: «για να πάει μπροστά το εργοστάσιο, θα πρέπει  να διευθύνει ένας άνθρωπος με πυγμή»·
- άνθρωπος με χαρακτήρα, που έχει ποιότητα ήθους, συμπεριφοράς, που είναι ηθικός, ακέραιος: «έναν τέτοιο άνθρωπο με χαρακτήρα, όπως είναι ο φίλος μου, όλοι θα ήθελαν να τον έχουν φίλο»·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, οι αδιάντροποι και οι αναιδείς άνθρωποι είναι ενοχλητικοί: «να προσέχεις τους ανθρώπους που διαλέγεις για φίλους σου, γιατί, άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος»·
- άνθρωπος περιωπής, που κατέχει σπουδαία κοινωνική θέση, που είναι μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους, που είναι γενικά αποδεκτός από όλους: «όλοι τον υπολήπτονται, γιατί είναι άνθρωπος περιωπής»·
- άνθρωπος στη θάλασσα! έκφραση στην περίπτωση που πέφτει κάποιος στη θάλασσα από πλοίο που ταξιδεύει·
- άνθρωπος τελευταίας υποστάθμης, βλ. φρ. άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος της αγοράς, που είναι έξυπνος, καπάτσος, ανοιχτομάτης, που είναι του εμπορίου και των συναλλαγών: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί, τα καταφέρνει, γιατί είναι άνθρωπος της αγοράς»·
- άνθρωπος της αράδας, που είναι κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ παρέα με ανθρώπους της αράδας»·
- άνθρωπος της δεκάρας (της δραχμής, της πεντάρας, του φράγκου), α. που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω παρτίδες με ανθρώπους της δεκάρας σαν και του λόγου σου». β. είναι και φορές που αναφέρεται σε άνθρωπο υπερβολικά τσιγκούνη·
- άνθρωπος της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος της δράσης, που είναι ενεργητικός, δραστήριος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή ήσυχος στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος της δράσης»·
- άνθρωπος της εκκλησίας, αυτός που πηγαίνει ανελλιπώς στην εκκλησία για την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων του και, κατ’ επέκταση, χωρίς να είναι κανόνας ή βέβαιο, ο καλός χριστιανός: «αυτός λέει πάντα την αλήθεια, γιατί είναι άνθρωπος της εκκλησίας»·
- άνθρωπος της εποχής, ο σύγχρονος άνθρωπος που επιδιώκει να ανεβεί επιχειρηματικά και κοινωνικά, που επιδιώκει να αποκτήσει κοινωνική ή πολιτική δύναμη μέσω της δουλειάς και των χρημάτων του, που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τη διαπλοκή προς όφελός του: «ο τάδε ήταν ένας άνθρωπος της εποχής και είχε βλέψεις να κυριαρχήσει στο χώρο των μεταφορών || ένας άνθρωπος της εποχής δε δεσμεύεται μ’ ένα κόμμα, αλλά βοηθάει όσα περισσότερα μπορεί, γιατί θα ’ρθει κάποια μέρα, που θα ζητήσει να του εξαργυρώσουν αυτή του τη βοήθεια»·
- άνθρωπος της θάλασσας, α. ο έμπειρος ναυτικός: «ένας άνθρωπος της θάλασσας ξέρει να παλεύει με τα κύματα». β. (γενικά) ο ναυτικός, ο ψαράς: «έχω γνωστό έναν άνθρωπο της θάλασσας, που μου φέρνει πάντα φρέσκο ψάρι»·
- άνθρωπος της καρπαζιάς, που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, που όλοι τον υποτιμούν και τον εμπαίζουν: «δεν ήταν ποτέ δυνατόν να βάλουμε στην παρέα μας έναν τέτοιον άνθρωπο της καρπαζιάς!»·
- άνθρωπος της μπαμπεσιάς, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «μην του έχεις καθόλου εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος της μπαμπεσιάς και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει»·
- άνθρωπος της νύχτας, α. αυτός που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, ο νυχτόβιος: «όλοι μέσα στην παρέα τους είναι άνθρωποι της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: της νύχτας άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ). β. αυτός που είναι αμφίβολης ηθικής: «δεν πρέπει να ’χεις ποτέ εμπιστοσύνη σ’ έναν άνθρωπο της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς). γ. που εργάζεται σε δουλειές που αναπτύσσουν δραστηριότητα τη νύχτα: «οι άνθρωποι της νύχτας είναι κι αυτοί άνθρωποι που παλεύουν για το νυχτοκάματό τους»·
- άνθρωπος της πένας, ο συγγραφέας: «γενικά οι άνθρωποι της πένας είναι αγαπητοί απ’ το πλατύ κοινό»·
- άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος καπάτσος, καταφερτζής, ανοιχτομάτης: «δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανένας, γιατί είναι άνθρωπος της πιάτσας»·
- άνθρωπος της πλάκας, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, άνθρωπος ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «πήγες κι εσύ να πάρεις συμβουλή από έναν άνθρωπο της πλάκας κι ήθελες και να προκόψεις!»·
- άνθρωπος της πόλης, αυτός που δεν μπορεί να ξεκόψει από τους έντονους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής της πόλης, που δεν έχει συνηθίσει ή δεν μπορεί να ζήσει σε αγροτική περιοχή: «με το ρυθμό που έχει μάθει να ζει ο άνθρωπος της πόλης θα τρελαθεί, αν αναγκαστεί να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο απομονωμένο χωριό || εγώ είμαι άνθρωπος της πόλης και δεν μπορώ να κάνω χωρίς θόρυβο, χωρίς ένταση, χωρίς καυσαέριο, βρε αδερφέ, κατάλαβες;»·
- άνθρωπος της πουτάνας, άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πριν μπλέξει μ’ αυτόν τον άνθρωπο της πουτάνας, ήταν μια χαρά παιδί»·
- άνθρωπος της πουτανιάς, α. που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έχει μπλέξει μ’ έναν άνθρωπο της πουτανιάς και πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο». β. ο πουτανιάρης (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουστιάς, που δεν μπορεί να του έχει κανείς εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έδωσε βάση στα λόγια του, χωρίς να ξέρει ότι είναι άνθρωπος της πουστιάς»·
- άνθρωπος της σειράς, α. άνθρωπος κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ του παρέα με ανθρώπους της σειράς». β. που είναι τακτικός, τυπικός, νοικοκύρης: «ο ένας του γιος είναι μεγάλος τσαπατσούλης, ενώ ο άλλος είναι άνθρωπος της σειράς»·
- άνθρωπος της σφαλιάρας, βλ. φρ. άνθρωπος της καρπαζιάς·
- άνθρωπος της τσόχας, ο μανιώδης χαρτοπαίχτης ή ο μανιώδης παίχτης ζαριών: «έχεις δει ποτέ κανέναν άνθρωπο της τσόχας να κάνει λεφτά;»·
- άνθρωπος της φυλακής, αυτός που μπαινοβγαίνει στη φυλακή: «δεν τον πολυβλέπουνε στην οικογένειά του, γιατί είναι άνθρωπος της φυλακής»·
- άνθρωπος της ψυχής, που είναι πονόψυχος: «αν όντως έχεις ανάγκη από βοήθεια, θα σε βοηθήσει ο τάδε, γιατί είναι άνθρωπος της ψυχής»·
- άνθρωπος του βιβλίου, που αγαπάει το διάβασμα, ο φιλαναγνώστης: «έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος του βιβλίου»·
- άνθρωπος του διαβόλου, α. που είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός: «κάποια μέρα θα μπλέξεις, αφού κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο του διαβόλου». β. ο διαβολάνθρωπος (βλ. λ. )·
- άνθρωπος του δρόμου, ο αλήτης: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του δρόμου, πάει απ’ το κακό στο χειρότερο αυτό το παιδί»·
- άνθρωπος του έλα να δεις, α. ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «είναι άνθρωπος του έλα να δεις, γι’ αυτό μην μπλέκεις μαζί του». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πάντρεψε την κόρη του μ’ έναν άνθρωπο του έλα να δεις και τώρα τραβάει τα μαλλιά του»·
- άνθρωπος του Θεού, α. ο ενάρετος, ο ευλαβής, ο θρήσκος: «δε βλαστημάει ποτέ, γιατί είναι άνθρωπος του Θεού». β. ο κληρικός: «ποτέ δε βρίζει τα θεία μπροστά σ’ έναν άνθρωπο του Θεού»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, α. αυτός που ανήκει στην υψηλή κοινωνία, στην αριστοκρατία, ο αριστοκράτης: «ήταν στη δεξίωση μόνο άνθρωποι του καλού κόσμου». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας εντελώς το αντίθετο, ιδίως τον απατεώνα·
- άνθρωπος του καναπέ, άνθρωπος που είναι καλομαθημένος και τεμπέλης: «πήγε κι έκανε δουλειά μ’ έναν άνθρωπο του καναπέ, και περίμενε να προκόψει!»·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, άνθρωπος πάρα πολύ καλός, εξαιρετικός: «πρώτη φορά που γνώρισες κι εσύ έναν άνθρωπο του κάτσε καλά»· βλ. και φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος του καφενείου, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο καφενείο, που ξοδεύει τις ώρες του στο καφενείο, που είναι τακτικός θαμώνας του καφενείου, ο καφενόβιος: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έγινε άνθρωπος του καφενείου || απ’ τη μέρα που βγήκε στη σύνταξη, έγινε κι αυτός άνθρωπος του καφενείου»·
- άνθρωπος του κερατά, ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του κερατά, σίγουρα θα καταστραφεί»·
- άνθρωπος του κλότσου και του μπάτσου, άνθρωπος χωρίς καμιά υπόληψη, που όλοι τον υποτιμούν, τον περιφρονούν, που τον φέρονται με σκληρό, με βάναυσο τρόπο: «πάει να σκάσει ο πατέρας της απ’ το κακό του, γιατί θέλει να παντρευτεί μ’ έναν άνθρωπο του κλότσου και του μπάτσου»·
- άνθρωπος του κόσμου, α. ο κοσμικός, ο κοσμοπολίτης: «σαν άνθρωπος του κόσμου που είναι, πηγαίνει κάθε τόσο σε χορούς και δεξιώσεις». β. που είναι ανεκτικός, που συμπεριφέρεται ευγενικά, που του αρέσει η συναναστροφή, οι παρέες: «δεν πιστεύω να σε αποπάρει, γιατί είναι άνθρωπος του κόσμου || είναι πρόσχαρος κι ευγενικός και γενικά είναι άνθρωπος του κόσμου»·
- άνθρωπος του κρασιού, βλ. συνηθέστ. άνθρωπος του ποτηριού·
- άνθρωπος του λαού, (ιδίως για πολιτικούς) που προέρχεται από το λαό, που έχει λαϊκή καταγωγή ή που ενδιαφέρεται σοβαρά για τα προβλήματα του λαού: «απ’ όλους τους πολιτικούς των τελευταίων χρόνων μόνο ο τάδε είναι άνθρωπος του λαού και γι’ αυτό, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, παίρνει τις περισσότερες ψήφους απ’ όλους»· βλ. και φρ. παιδί του λαού, λ. παιδί·
- άνθρωπος του λιμανιού, α. ο λιμενεργάτης: «οι άνθρωποι του λιμανιού δουλεύουν πολύ σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους». β. (υποτιμητικά ή υβριστικά) που συμπεριφέρεται ανάγωγα, χυδαία, που είναι χαμηλού επιπέδου: «οι άνθρωποι του λιμανιού συνήθως δεν έχουν ούτε ευγένεια ούτε τρόπους»·
- άνθρωπος του μπαρ, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στα μπαρ, που ξοδεύει τις ώρες του στα μπαρ, που είναι τακτικός θαμώνας των μπαρ, ο μπαρόβιος: «ψάξε στα μπαράκια του κέντρου κι εκεί κάπου θα τον βρεις, γιατί είναι άνθρωπος του μπαρ»·
- άνθρωπος του πεζοδρομίου, α. άνθρωπος έξυπνος, πολύ έμπειρος: «δεν μπορείς να ξεγελάσεις εύκολα τους ανθρώπους του πεζοδρομίου». β. άνθρωπος που ανήκει, που προέρχεται από τον υπόκοσμο: «οι άνθρωποι του πεζοδρομίου έχουν δικό τους κώδικα τιμής»· βλ. λ. και φρ. άνθρωπος του δρόμου·
- άνθρωπος του ποτηριού, α. που του αρέσει το ποτό, που του αρέσει να πίνει: «όλοι μέσα στην παρέα του είναι άνθρωποι του ποτηριού και κάθε βράδυ τα πίνουν στο ταβερνάκι της γειτονιάς τους». β. ο πότης, ο μπεκρής: «δεν τη θέλανε για νύφη, επειδή ο πατέρας της ήταν άνθρωπος του ποτηριού»·
- άνθρωπος του σαλονιού ή άνθρωπος των σαλονιών, που είναι της καλής κοινωνίας, των κοσμικών κύκλων, ο κοσμικός: «σαν άνθρωπος του σαλονιού που είναι, τον γνωρίζει όλη η αριστοκρατία»·
- άνθρωπος του σιναφιού, που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα, ιδίως παράνομη, που ανήκει στον ίδιο χώρο: «οι άνθρωποι του σιναφιού υποστηρίζονται μεταξύ τους || να ρωτήσουμε και τον τάδε, που είναι άνθρωπος του σιναφιού»·
- άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, α. ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «έμπλεξε μ’ έναν άνθρωπο του σκοινιού και του παλουκιού κι έχει συνέχεια τραβήγματα με τις αστυνομίες». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος, εντελώς φαύλος, εξώλης και προώλης, που του χρειάζεται δηλ. κρέμασμα ή ανασκολοπισμός: «μετά το γάμο του αποδείχτηκε άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού»·
- άνθρωπος του σπιτιού, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο σπίτι του με την οικογένειά του, ο σπιτόγατος: «δεν έρχεται μαζί μας στις βραδινές εξόδους μας, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. είναι άνθρωπος του σπιτιού·
- άνθρωπος του υποκόσμου, αυτός που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας έξω από τους ηθικούς και κοινωνικούς νόμους της, ο παράνομος: «δεν έχω δει άνθρωπο του υποκόσμου που να μην έχει κακό τέλος»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος των άκρων, που ενεργεί υπέρμετρα, υπερβολικά, που φτάνει μια υπόθεση μέχρι το τέλος της από πείσμα ή για λόγους αντεκδίκησης: «πρόσεχε μην του κάνεις καμιά πουστιά, γιατί είναι άνθρωπος των άκρων και θα σε κυνηγήσει, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι»·
- άνθρωπος των γραμμάτων, α. που ασχολείται με τη φιλολογία ή τη λογοτεχνία, που είναι φιλόλογος ή λογοτέχνης: «τον έναν του το γιο τον έκανε τεχνίτη, ενώ τον άλλον άνθρωπο των γραμμάτων». β. (γενικά) αυτός που είναι πολύ μορφωμένος: «είναι λάτρης της μουσικής και άνθρωπος των γραμμάτων»·
- άνθρωπος των τύπων, α. που δεν είναι εκδηλωτικός, που συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «είναι άνθρωπος των τύπων και δεν ξανοίγεται εύκολα με τους άλλους». β. που είναι σχολαστικός, γραφειοκράτης: «έπεσα πάνω σ’ έναν άνθρωπο των τύπων και για μια υπογραφή μου άλλαξε την Παναγία»·
- άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, που είναι χαμηλού ηθικού επιπέδου, που είναι αχρείος, φαύλος: «δεν τον βάλαμε στην παρέα μας, γιατί είναι άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης»·
- άνθρωπος χαμηλών τόνων, που συμπεριφέρεται ή συνδιαλέγεται ήρεμα, χωρίς να παρουσιάζει εξάρσεις: «γενικά στη ζωή του υπήρξε άνθρωπος χαμηλών τόνων»·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, που είναι σκληρός, άκαρδος: «γνώρισα πολλούς σκληρούς ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοιον άνθρωπο χωρίς καρδιά πρώτη μου φορά γνωρίζω»·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, ο άμυαλος: «πέφτει από γκάφα σε γκάφα, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς μυαλό»·
- άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, που δεν έχει πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: «δεν έχει καμιά ηθική αξία μέσα του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο»·
- άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, που είναι άβουλος, που άγεται και φέρεται από τον καθένα χωρίς μεγάλη δυσκολία: «η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα»·
- άνθρωπος χωρίς συνείδηση, που είναι ασυνείδητος: «ξέχνα πως είσαι φίλος του και μην υπολογίζεις στη βοήθειά του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς συνείδηση»· 
- ανοιχτός άνθρωπος, α. άνθρωπος ευχάριστος, πρόσχαρος, καταδεκτικός: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί είναι ανοιχτός άνθρωπος». β. που δημιουργεί με ευκολία νέες παρέες, νέες συναναστροφές: «δεν είναι καθόλου δύσκολος στις παρέες του, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος». γ. που είναι πρόθυμος να συζητήσει και να προβληματιστεί σε καθετί καινούργιο, που είναι ανοιχτόμυαλος, σύγχρονος, μοντέρνος: «δεν είναι καθόλου δογματικός, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος»·
- ανώτερος άνθρωπος, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο και για το λόγο αυτό δεν κρατάει κακίες, δεν έχει μνησικακία: «τον έχουν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι ανώτερος άνθρωπος»·
- ατόφιος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, ειλικρινής, ντόμπρος: «υπάρχουν δυστυχώς λίγοι ατόφιοι άνθρωποι σαν και το φίλο σου»·
- βέρος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, αληθινός, ντόμπρος: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι βέρος άνθρωπος και δεν πρόκειται ποτέ να με πουλήσει»·
- βήτα άνθρωπος, που δεν είναι εντάξει, που δεν είναι καθώς πρέπει: «δεν τον θέλουμε στην παρέα μας, γιατί είναι βήτα άνθρωπος». Αναφορά στο εμπόρευμα βήτα διαλογής·
- βρήκες άνθρωπο! αμφισβήτηση στα λόγια κάποιου που μας λέει ότι βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να του τελειώσει κάποια δουλειά του, ενώ εμείς είμαστε σίγουροι για την ανικανότητα ή την ακαταλληλότητά του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- βρίσκω τον άνθρωπο, α. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια συγκεκριμένη δουλειά, που αδυνατούσα να την τελειώσω: «ήταν πολύ μπερδεμένη δουλειά, αλλά βρήκε τον άνθρωπο για να του την τελειώσει». β. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια παράνομη δουλειά: «αν θέλεις να ξεκάνεις τον τάδε, μπορώ να σου βρω τον άνθρωπο να τακτοποιήσει την υπόθεση»·
- βρίσκω τον άνθρωπό μου, βρίσκω τον ερωτικό μου σύντροφο, το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη μέρα που βρήκε τον άνθρωπό του, δεν πηγαίνει μ’ άλλη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου, προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- βρόμικος άνθρωπος, α. που ζει ή που ενεργεί ανήθικα, πρόστυχα, επιλήψιμα: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος». β. ο απατεώνας: «δε συνεργάζεται κανένας μαζί του, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος»·
- γαμάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι πάρα πολύ ωραίος, πάρα πολύ όμορφος, πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ εντάξει: «προχτές γνώρισα ένα πολύ γαμάτο άνθρωπο, που θα τον φέρω να τον γνωρίσει και η παρέα μου»·
- γαμιστερός άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος·
- γαρμπάτος άνθρωπος, που είναι κομψοντυμένος, που ενδιαφέρεται για το κομψό ντύσιμο: «προσέχει πάντα το ντύσιμο του, γιατί είναι γαρμπάτος άνθρωπος»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, α. εκνευρίζομαι πάρα πολύ, παραφρονώ: «όταν του θίξεις την τιμή της αδερφής του, γίνεται άλλος άνθρωπος». β. αλλάζω ριζικά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «μόλις βλέπει τη μάνα του, γίνεται άλλος άνθρωπος και κάθεται σούζα || μόλις πιει κάτι παραπάνω, γίνεται άλλος άνθρωπος κι αρχίζει τη φασαρία»·
- γίνομαι άνθρωπος (σωστός), α. αποβάλλω τα ελαττώματά μου, διορθώνομαι: «επιτέλους, έγινες άνθρωπος μετά από τόσες συμβουλές»· ευπρεπίζομαι: «μετά το μπάνιο και το ξύρισμα, έβαλε καινούρια ρούχα κι έγινε άνθρωπος σωστός». β. βελτιώνομαι ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έγινε άνθρωπος σωστός». γ. γίνομαι κοινωνικός: «σιγά σιγά ξανοίχτηκε με τις παρέες κι έγινε κι αυτός άνθρωπος». δ. φέρομαι κόσμια: «για γίνε άνθρωπος, γιατί εδώ δεν είναι όπως ήξερες στους δρόμους»·
- γκαγκάν άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι εύθυμος, ευχάριστος, καθώς πρέπει: «έναν τέτοιο γκαγκάν άνθρωπο, τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας»·
- γκανιάν άνθρωπος, που μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, που μπορεί να ποντάρει επάνω του, που πρέπει να τον θεωρεί σίγουρο ως προς τη συμπεριφορά του: «σε τέτοιο γκανιάν άνθρωπο, μπορείς να εμπιστευτείς άφοβα τον πόνο σου». Από την ορολογία του ιπποδρόμου, όπου το γκανιάν άλογο είναι αυτό που τερματίζει πρώτο στην κούρσα·
- γκαραντί άνθρωπος, που είναι σίγουρος, σταθερός στις σχέσεις του, που κρατάει το λόγο του, που είναι εγγυημένος ως προς το χαρακτήρα του: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, γιατί είναι γκαραντί άνθρωπος». Αναφορά στην εγγύηση που δίνει η κατασκευάστρια εταιρία σε αυτόν που αγοράζει το προϊόν της·
- γλυκανάλατος άνθρωπος, που δεν είναι ευχάριστος, που είναι ανούσιος, σαχλός: «πώς να βάλεις τέτοιον γλυκανάλατο άνθρωπο στην παρέα σου!»·
- γλυκός άνθρωπος, που είναι τρυφερός, αγαπητός, αξιαγάπητος, χαριτωμένος: «είναι τόσο γλυκός άνθρωπος, που δεν μπορείς να του αρνηθείς τίποτα»·
- γουστόζικος άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: «τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας, γιατί είναι γουστόζικος άνθρωπος και περνάμε ωραία μαζί του»·
- δε βλέπω άνθρωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «κάνει τόσο κρύο, που δε βλέπεις άνθρωπο στους δρόμους»·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δε βλέπω άνθρωπο·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, με τις πράξεις του ή τη συμπεριφορά του ξεσηκώνει, σκανδαλίζει, βάζει σε πειρασμό τους άλλους: «αποφασίσαμε για ένα διάστημα να σταματήσουμε τις βραδινές εξόδους μας και ν’ ασχοληθούμε με τις οικογένειές μας, όμως, αυτός ο αφιλότιμος, δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, γιατί κάθε βράδυ, μας παρασέρνει  και πηγαίνουμε στα μπουζούκια || δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει αυτή η γυναίκα, γιατί κυκλοφορεί πάντα μ’ ένα πολύ προκλητικό ντύσιμο»·
- δεν είμαι άνθρωπος εγώ; ή δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ; ή δεν είμαστε άνθρωποι εμείς; ή δεν είμαστε άνθρωποι κι εμείς; βλ. φρ. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να γεννηθώ φτωχός παράπονο με πιάνει, δεν είμαι άνθρωπος εγώ, μάνα δε μ’ έχει κάνει;). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι άνθρωπος να… ή δεν είναι άνθρωπος που…, δε συνηθίζει, δεν είναι του χαρακτήρα του να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «δεν είναι άνθρωπος να χολοσκάει με τον ξένο πόνο || δεν είναι άνθρωπος που αρνιέται τη βοήθειά του || δεν είναι άνθρωπος που μπορεί να πει ψέματα»·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, είναι μπλεγμένος σε ύποπτες, σε παράνομες υποθέσεις, είναι απατεώνας: «μην του δείχνεις εμπιστοσύνη, γιατί δεν είναι καθαρός άνθρωπος»·
- δεν έχω δει ανθρώπου πρόσωπο, δεν είδα απολύτως κανέναν: «εδώ και μια βδομάδα κλείστηκε στο σπίτι και δεν έχει δει ανθρώπου πρόσωπο»·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, δεν έχω κανένα πρόβλημα, καμιά διένεξη, καμιά διαφορά με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, γιατί να μη του μιλάω; || αυτός είναι που σε κατηγόρησε; -Όχι, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), λ. τίποτα·
- δεν πατάει άνθρωπος, στον χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, γενικά, δεν παρατηρείται κίνηση, δεν πηγαίνει κανένας: «άνοιξε ένα ωραίο μπαράκι στη γειτονιά μου, αλλά, επειδή είναι απόμερο, δεν πατάει άνθρωπος || το χειμώνα με τα κρύα η παραλία είναι έρημη, γιατί δεν πατάει άνθρωπος»·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, δεν μπορεί να το σκεφτεί, να το συλλάβει ή να το κατανοήσει: «έχει τέτοιες δυνατότητες σήμερα η τεχνολογία, που δεν το φτάνει ανθρώπου νους»·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν υπάρχει κανένας, επικρατεί ερημιά: «και να φωνάξω δε θα μ’ ακούσει κανένας, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ όλη την περιοχή»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι (ενν. για να δει αυτά που κάνεις και αν είναι καλά, να σε υποστηρίξει ή, αν είναι κακά, να σε συμβουλέψει): «δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει πως με λίγη βοήθεια θα πάει μπροστά αυτό το παιδί; || δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει τις βλακείες που κάνει αυτός ο άνθρωπος και να τον συμβουλέψει;»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δεν υπάρχει άνθρωπος·
- διαβολεμένος άνθρωπος, βλ. λ. διαβολάνθρωπος·
- δικαιώματα του ανθρώπου, βλ. φρ. ανθρώπινα δικαιώματα, βλ. λ. ανθρώπινος·
- διφορούμενος άνθρωπος, που δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά αν είναι καλός ή κακός·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
- έγινε άνθρωπος! ειρωνική αμφισβήτηση για την αλλαγή προς το καλύτερο ή για την οικονομική βελτίωση κάποιου που μας αναφέρει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και κλείνει με το τώρα κι αυτός: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έγινε το καλύτερο παιδί. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος, σαν να μην ξέρουμε πως ξενοκοιμάται! || σώθηκε απ’ τη μέρα που κέρδισε στο τζόκερ. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος τώρα κι αυτός, σαν να μην ξέρουμε πως δεν έχει σκοπό να ξεχρεώσει τα χρέη του!»·
- έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα μαζί σας, εγώ άνθρωπος δεν είμαι;». β.έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ, ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω να τα σπάσω κι εγώ στα μπουζούκια, εγώ δεν είμαι άνθρωπος;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δηλαδή. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. νους·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, βλ. λ. μυαλό·
- είναι ανάποδος άνθρωπος, έχει κακό χαρακτήρα, είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος και θα σου δημιουργήσει προβλήματα»·
- είναι άνθρωποί μου, είναι δικοί μου, υποτακτικοί μου, μπράβοι μου, βρίσκονται στη δούλεψή μου: «αφού ήξερες πως είναι άνθρωποί μου, γιατί δεν τους άφησες να περάσουν;»·
- είναι άνθρωπος, είναι σωστός, καλός, καλοπροαίρετος, έχει ψυχικά χαρίσματα: «όσο για το φίλο σου, μάλιστα, αυτός είναι άνθρωπος»·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος σπαθί, βλ. λ. σπαθί·
- είναι άνθρωπος της κατάστασης, είναι άνθρωπος που πρόσκειται ή που είναι έμπιστος της κυβέρνησης ή κάποιας άλλης εξουσίας: «αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ν’ απευθυνθείς στον τάδε, που είναι άνθρωπος της κατάστασης»·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, αν και έχει όλον τον καιρό μπροστά του για να τελειώσει ή να διεκπεραιώσει μια δουλειά ή μια υπόθεση, συνηθίζει να ενεργοποιείται έντονα λίγο πριν εκπνεύσει η διορία που είχε, και προφταίνει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει: «ως γνωστό, οι Έλληνες είναι άνθρωποι της τελευταίας στιγμής κι εκεί που φαίνεται πως θα εκτεθούν, στο τέλος τα δίνουν όλα και βγαίνουν ασπροπρόσωποι, όπως έγινε και με την Ολυμπιάδα»·  
- είναι άνθρωπος του και πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του σπιτιού, ανήκει στο συγγενικό περιβάλλον, είναι συγγενής, οικείος: «έρχεται και μ’ επισκέπτεται οποιαδήποτε ώρα, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. άνθρωπος του σπιτιού·
- είναι άνθρωπος του συμφέροντος, είναι συμφεροντολόγος: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος του συμφέροντος και θα προσπαθήσει να σε ρίξει»·
- είναι άνθρωπος του τάδε, α. πρόσκειται στον τάδε ή κατευθύνεται από τον τάδε: «είναι άνθρωπος του διευθυντή». β. είναι υποτακτικός του τάδε, είναι μπράβος του, βρίσκεται στη δούλεψή του: «απ’ ό,τι ξέρω, είναι άνθρωπος του λεσχιάρχη»·
- είναι άνθρωπος των καταστάσεων, δεν έχει πολιτική ιδεολογία και πηγαίνει πάντοτε με το κόμμα που καταλαμβάνει την εξουσία: «δεν πολυενδιαφέρεται για τα πολιτικά, γιατί είναι άνθρωπος των καταστάσεων»·
- είναι άρρωστος ο άνθρωπος! βλ. λ. άρρωστος·
- είναι δικός μας άνθρωπος, α. ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς ή στο ίδιο σινάφι με το δικό μας, ιδίως παράνομο: «μίλα αβέρτα, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος». β. είναι του στενού μας περιβάλλοντος: «δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προσκαλέσουμε και τον τάδε, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος»·
- είναι δικός μου άνθρωπος, α. είναι άνθρωπος του συγγενικού μου περιβάλλοντος: «από εδώ ο φίλος μου κι από δω να σε γνωρίσω τον τάδε, που είναι δικός μου άνθρωπος». β. είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης μου, της δούλεψής μου, υποτακτικός μου, μπράβος μου, της συμμορίας μου: «όσοι είναι δικοί μου άνθρωποι, ορκίζονται στ’ όνομά μου»·
- είναι δύσκολος άνθρωπος, είναι στρυφνός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος: «δεν μπορείς να τον ανεχτείς για πολύ καιρό, γιατί είναι δύσκολος άνθρωπος»·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- είναι ο άνθρωπός μας, είναι αυτός που υποπτευόμαστε, αυτός που θεωρούμε ύποπτο: «έχω την εντύπωση πως εκείνος που περπατάει με το κεφάλι κατεβασμένο, είναι ο άνθρωπός μας». Ο πλ., γιατί υποτίθεται πως παρακολουθείται από την αστυνομία ή από την Ασφάλεια· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μου·
- είναι ο άνθρωπός μου, α. είναι ο (η) σύζυγός μου, ο ερωμένος μου, ο γκόμενός μου, η ερωμένη μου, η γκόμενά μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί ’ναι βλέπεις ο άνθρωπός μου). β. είναι ο κατάλληλος, ο ιδανικός για να φέρει σε πέρας μια δουλειά, ιδίως παράνομη: «έχω την εντύπωση πως ο τάδε είναι ο άνθρωπος μου για να μου περάσει τα λαθραία απ’ το τελωνείο»· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μας·
- είναι ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. είναι το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, βλ. λ. Θεός·
- εσύ δεν είσαι άνθρωπος, απαξιωτική έκφραση σε βάρος κάποιου ανθρώπου χωρίς αισθήματα: «έκανα τα πάντα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν είσαι άνθρωπος να καταλάβεις τις θυσίες του άλλου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ δεν είσαι άνθρωπος τον πόνο μου να νιώσεις, μια μέρα δεν ξημέρωσε χωρίς να με πληγώσεις
- έχει τους ανθρώπους του, έχει τους πληροφοριοδότες του: «ό,τι και να κάνει ο ανταγωνιστής του το μαθαίνει αμέσως, γιατί έχει τους ανθρώπους του»· 
- έχω τον άνθρωπο, βλ. φρ. έχω τον κατάλληλο άνθρωπο, λ. κατάλληλος·
- ζω σαν άνθρωπος, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- ζωντανός άνθρωπος, που είναι πολύ ενεργητικός, που ζει τη ζωή του με γλέντια και διασκεδάσεις: «να καλέσεις και τον τάδε στο πάρτι σου, γιατί είναι ζωντανός άνθρωπος και θα μας δώσει κέφι»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, ο θάνατος: «όλοι μας κάποτε υποκύπτουμε στην κοινή των ανθρώπων μοίρα». Συνών. το κοινό χρέος / το μοιραίο·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- θα φταρνίζεται ο άνθρωπος! έκφραση που λέγεται, όταν σε μια συζήτηση αναφέρεται εκ παραδρομής συχνά πυκνά το όνομα κάποιου που είναι απών·
- ίσιος άνθρωπος, ο ευθύς στο χαρακτήρα, ο ειλικρινής, ο ντόμπρος: «όλοι τον εκτιμούν, γιατί είναι ίσιος άνθρωπος»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- καλέ μου άνθρωπε! α. προσφώνηση με παρακλητική διάθεση σε άτομο του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά: «καλέ μου άνθρωπε, μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, τι ώρα έχεις;». β. προσφώνηση σε άτομο με προτρεπτική ή απολογητική διάθεση, ιδίως σε περιπτώσεις που προσπαθούμε να επαναφέρουμε μια έντονη συζήτηση σε ήπιο κλίμα: «μη φωνάζεις, καλέ μου άνθρωπε, γιατί με τις φωνές δε θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε || καλέ μου άνθρωπε, αυτό που είπα το είπα μόνο και μόνο για το καλό σου». Από την αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Θανάση Βέγγου· 
- κλειστός άνθρωπος, που δεν είναι εκδηλωτικός, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του, που είναι εσωστρεφής: «δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις τι νιώθει ή τι σκέφτεται, γιατί είναι κλειστός άνθρωπος»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μαλακός άνθρωπος, που είναι ήπιος, πράος: «δεν τον έχω δει ποτέ ν’ αγριεύει, γιατί είναι μαλακός άνθρωπος»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! μια εντελώς φαλλοκρατική αντιμετώπιση της γυναίκας από τον άντρα, αλλά και υποτιμητική στάση του προς τους παθητικούς ομοφυλόφιλους: «δεν κουβεντιάζω ποτέ σοβαρά θέματα με τη γυναίκα μου, γιατί με άνθρωπο που γαμάς, τι κουβέντα να κάνεις!»·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με λάθος άνθρωπο έμπλεξες ή με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή έμπλεξες με λάθος άνθρωπο ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μετρημένος άνθρωπος, που είναι συνετός: «είναι μετρημένος άνθρωπος και όλοι ζητούν τη συμβουλή του»·
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, βλ. λ. πήχη·
- μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας  πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, βλ. λ. πορδή·
- μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος, βλ. λ. σταλιά·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, βλ. λ. φορά·
- μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος, βλ. λ. φτυσιά·
- μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, βλ. λ. φυσηξιά·
- μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, βλ. λ. χαψιά·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. λ. μερίδα·
- μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μισός άνθρωπος, α. ο ανάπηρος: «έπεσε θύμα τροχαίου κι έμεινε μισός άνθρωπος». β. ο μικροκαμωμένος, η μισή μερίδα: «μισός άνθρωπος, ο αφιλότιμος, και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα!»·
- μοναχικός άνθρωπος, βλ. συνηθέστ. μοναχικός τύπος, λ. τύπος·
- μπόσικος άνθρωπος, ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος: «μη συμβουλεύεσαι τον τάδε, γιατί είναι μπόσικος άνθρωπος και δεν πρέπει να δίνεις βάση στα λόγια του»·
- μυστήριος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται περίεργα, παράξενα, ακατανόητα: «είναι μυστήριος άνθρωπος, γι’ αυτό δεν έχει πολλές συμπάθειες μέσα στη γειτονιά»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, είδος κατάρας με την έννοια να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια δυσκολίες και προβλήματα·
- νοικοκύρης άνθρωπος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- νορμάλ άνθρωπος, α. που ζει φυσιολογικά σε μια σειρά και τάξη, που δεν έχει εξάρσεις στη ζωή του: «επειδή είναι γυναίκα που θέλει να κάνει οικογένεια, παντρεύτηκε ένα νορμάλ άνθρωπο». β. (και για τα δυο φύλα) που δεν έχει σεξουαλικές διαστροφές: «δεν παίρνει μέρος στις παρτούζες των φίλων του, γιατί είναι νορμάλ άνθρωπος»·
- ντόμπρος άνθρωπος, που είναι ευθύς, ειλικρινής, ίσιος: «επειδή είναι ντόμπρος άνθρωπος, λέει πάντα την αλήθεια»·
- … ο άνθρωπος! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον που έπαθε κάτι κακό: «βρε, τι κακό που έπαθε στα καλά καθούμενα ο άνθρωπος! || τι να σου κάνει ο άνθρωπος μ’ όλ’ αυτά τα βάσανα που έχει περάσει!»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, χαρακτηρίζει άτομα απλά, συνηθισμένα, ανώνυμα, άτομα που συναντάει κανείς καθημερινά στη ζωή του: «δεν το περίμενε ποτέ κανείς από έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας να εναντιωθεί με τόσο θάρρος σε κοτζάμ υπουργό». Πρβλ.: μ’ αυτό το εισιτήριο που πάω να ταξιδέψω στη διπλανή σας πόρτα πιο ράκος θα επιστρέψω (Λαϊκό τραγούδι). Από το ότι, συνήθως, οι επώνυμοι και οι σπουδαίοι ζουν απομακρυσμένοι και απρόσιτοι·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, λέγεται με έμφαση γι’ αυτόν που αφήνει τις υποχρεώσεις του να σωρεύονται και βιάζεται να τις εκπληρώσει την τελευταία στιγμή: «ο Έλληνας χαρακτηρίζεται ως ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- ο μέσος άνθρωπος, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος άνθρωπος στην Ελλάδα δεν έχει και πολύ καλή σχέση με το βιβλίο»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οικογενειάρχης άνθρωπος, βλ. λ. οικογενειάρχης·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- παστρικός άνθρωπος, α. που είναι καθαρός, νοικοκυρεμένος, αγνός, τίμιος: «είναι παστρικός άνθρωπος κι όλες του τις δουλειές τις κάνει με μεγάλη προσοχή και με το σταυρό στο χέρι». β. (ειρωνικά) άνθρωπος κακοήθης, φαύλος, παλιάνθρωπος: «έμαθα και για σένα τι παστρικός άνθρωπος που είσαι!»·
- πεζός άνθρωπος, που γενικά δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, ο συνηθισμένος, ο βαρετός: «τον χώρισε, γιατί ήταν πολύ πεζός άνθρωπος κι έπληττε φοβερά μαζί του»·
- πέθανε σαν άνθρωπος, πέθανε αξιοπρεπώς: «πέθανε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους γιους και τις νύφες του»·
- περίληψη ανθρώπου, βλ. λ. περίληψη·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, πρέπει να είναι έμφυτο, φυσικό του κάτι για να ενεργεί με τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί: «πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να βοηθάει τους συνανθρώπους του, αλλιώς τους προσπερνάει αδιάφορα». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν)· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, λ. μέσα·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, βλ. λ. ψυχή·
- ρηχός άνθρωπος, που δεν έχει αισθήματα, που δεν έχει ψυχική και πνευματική υπόσταση: «πώς μπορεί να νιώσει τον πόνο σου ένας τόσο ρηχός άνθρωπος!»·
- σαν άνθρωποι, όπως αρμόζει, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους, σε πολιτισμένο περιβάλλον: «πέρνα απ’ το σπίτι μου το βράδυ για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι»·
- σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημά μας: «μέθυσα μια φορά, σαν άνθρωπος κι εγώ || σαν άνθρωπος κι εγώ παραφέρθηκα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε φίλε να σου πω αυτό που έχω πάθει, γιατί σαν άνθρωπος κι εγώ έκανα κάτι λάθη). β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν άνθρωπος κι εγώ ήθελα ένα αυτοκίνητο και για το λόγο αυτό πούλησα μια γκαρσονιερίτσα που είχα, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ·  
- σαν ένας άνθρωπος, όλοι μαζί, ενωμένοι: «όλοι οι εργαζόμενοι σαν ένας άνθρωπος απαίτησαν απ’ την εργοδοσία καλύτερη ποιότητα ζωής»·
- σκληρός άνθρωπος, που δεν έχει αγάπη και καλοσύνη για τους συνανθρώπους του, που δε συμπονεί τους άλλους, που είναι σκληρόκαρδος: «από έναν τόσο σκληρό άνθρωπο σαν κι αυτόν, μην περιμένεις ούτε κατανόηση ούτε βοήθεια»·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στραβός άνθρωπος, που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να κάνεις λεπτό μαζί του, γιατί είναι στραβός άνθρωπος»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, ο αξιοπρεπής άνθρωπος κρατάει πάντα το λόγο του: «τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, κι αφού σου ’δωσε το λόγο του πως θα σε βοηθήσει, θα το κάνει»·  
- τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, βλ. λ. λάθος·
- τι άνθρωπος είσαι! α. έκφραση δυσφορίας για κάποιον που δε μένει ποτέ ευχαριστημένος: «αμάν πια, όλο φέρε και φέρε, τι άνθρωπος είσαι!». β. έκφραση δυσφορίας για τη σκληρότητα που επιδεικνύει κάποιος: «τι άνθρωπος είσαι, που θέλεις να κλείσεις τον άνθρωπο φυλακή επειδή σου χρωστάει εκατό ευρώ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το Παναγία μου ή το Χριστέ μου ή το Θεέ μου και κλείνει με το ρε·
- τι άνθρωπος κι αυτός! α. λέγεται με θαυμασμό για τα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα κάποιου. β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τον κακό χαρακτήρα κάποιου ή για τις κακές ή άστοχες ενέργειες του·
- τι είδους άνθρωπος είναι; βλ. λ. είδος·
- τι θες άνθρωπέ μου! επιθετική έκφραση σε άτομο που επιμένει να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι ή για να του δώσουμε κάτι, ενώ εμείς δεν έχουμε αυτή τη διάθεση: «τι θες άνθρωπέ μου και με σκας! Αφού σου είπα, πως δεν έχω αυτά τα λεφτά που μου ζητάς»·
- τι κάνει ο άνθρωπος! α. λέγεται με θαυμασμό για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι καλλιεργημένος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι σουρωμένος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άνθρωπος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα σπουδαία λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, τι λέει ο άνθρωπος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άνθρωπος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι λες άνθρωπέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή διαμαρτυρίας σε άτομο, που μας ανακοινώνει κάτι που μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε, ή που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «σ’ έψαχνα για να σου πω πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Τι λες άνθρωπέ μου! Πριν μια ώρα κουβέντιαζα μαζί του! || θα ’ρθω αύριο να μου δώσεις πέντε εκατομμύρια και τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα. -Τι λες άνθρωπέ μου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το είσαι με τα καλά σου(;)· 
- τι λογής άνθρωπος είναι; βλ. λ. λογής·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα. Χτες το βράδυ γλεντούσαμε παρέα με τον τάδε και το πρωί πήγε από έμφραγμα καραμπινάτο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. συνηθέστ. τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα·  
- τι σόι άνθρωπος είναι, βλ. λ. σόι·
- τι σου είναι ο άνθρωπος! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να πετύχει, να κατορθώσει ο άνθρωπος: «προχώρησε τόσο πολύ η επιστήμη, που μέχρι και οι άντρες, λέει, θα μπορούν να γεννούν παιδιά. -Τι σου είναι ο άνθρωπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι φτιαξιά άνθρωπος είναι; βλ. λ. φτιαξιά·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, βλ. λ. πρόσωπο·
- τον κάνω άνθρωπο, τον κάνω να αποβάλει τα ελαττώματά του, τον μορφώνω, τον διορθώνω και γενικά τον ευπρεπίζω, τον κάνω να φέρεται κόσμια ως κοινωνικός άνθρωπος: «ήταν πολύ στραβόξυλο, αλλά, αυτή η γυναίκα που τον παντρεύτηκε, μπόρεσε και τον έκανε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σε κάνω άνθρωπο σύντροφό μου στη ζωή μα γι’ αγάπη τόσο όμορφη δεν επλάστηκες εσύ // σπουδάζει γιο μονάκριβο μακριά στη Γερμανία, για να τον κάνει άνθρωπο μέσα στην κοινωνία
- τρώει άνθρωπο! α. είναι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είναι εξοργισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μη του ζητήσεις καμιά χάρη αυτή τη στιγμή, γιατί τρώει άνθρωπο!». β. υπερασπίζεται σθεναρά αυτό που τον ενδιαφέρει απόλυτα: «γι’ αυτόν μπορείς να πεις ό,τι θες, αλλά αν κάνεις να πεις κάτι για τη γυναίκα του, τρώει άνθρωπο!»·
- υπάρχουν άνθρωποι γι’ άνθρωποι ή υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι, υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι και άξιοι και ανάξιοι και καλοί και κακοί: «στη ζωή δεν είναι όλοι ίδιοι, γιατί υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι»·
- υπόδειγμα ανθρώπου, βλ. λ. υπόδειγμα·
- υπόλοιπο ανθρώπου, βλ. λ. υπόλοιπο·
- υποψία ανθρώπου, βλ. λ. υποψία·
- φακάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος· βλ. και λ. φακάτος·
- χοντρός άνθρωπος, βλ. λ. χοντράνθρωπος·
- χρυσός άνθρωπος, που είναι πολύ καλός, καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος: «γνώρισα έναν χρυσό άνθρωπο και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν πεθάνω θα με κλάψουν και θα λένε τι παλικάρι και τι άνθρωπος χρυσός, τώρα πληγώνουν την καρδιά μου και την καίνε και από τις πίκρες έχω μείνει ο μισός
- ώριμος άνθρωπος, που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, στο μέγιστο σημείο της σωματικής, ιδίως της πνευματικής του ανάπτυξης: «τώρα που είναι ώριμος άνθρωπος, μπορεί να παντρευτεί || είναι ώριμος άνθρωπος και μπορεί να κρίνει μόνος του τι πρέπει να κάνει και τι όχι». Αντίθ άγουρος άνθρωπος.

άντερο

άντερο, το, ουσ. [<μσν. ἄντερον <αρχ. ἔντερον], το άντερο· το πέος ηλικιωμένου άντρα, που δεν μπορεί πια να έρθει σε στύση: «ποια γυναίκα να πάει τώρα μαζί του, αφού, μόλις δει τ’ άντερό του, θα το βάλει στα πόδια». Από παρομοίωση του πέους με το άντερο, που κρέμεται άτονο. Υποκορ. αντεράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- άνοιξε τ’ άντερό μου, βλ. φρ. άνοιξε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- βγάζει άντερα, (για μουσικούς) είναι δεξιοτέχνης σε κάποιο μουσικό όργανο: «πήρε το μπουζούκι στα χέρια του κι όση ώρα έπαιζε, έβγαζε άντερα»·
- βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του, κερδίζει πολλά χρήματα, ιδίως  από τη δουλειά του: «βγάζει άντερα απ’ την καινούρια του δουλειά || έχει ένα σουβλατζίδικο μέσα στην αγορά και βγάζει τ’ άντερά του». Συνών. βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζω τ’ άντερα (κάποιου μηχανήματος), το ξεχαρβαλώνω: «προσπάθησε να βρει μόνος του τη βλάβη της μηχανής τ’ αυτοκινήτου του, αλλά της έβγαλε τ’ άντερα και την παράτησε»·
- βγάζω τ’ άντερά μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «έκανε τέτοιο κούνημα το καράβι, που έβγαλα τ’ άντερά μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «όταν μιλάει για τον κουνιάδο του, βγάζει τ’ άντερά του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία, με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το μέρος της κοιλιάς προς το στόμα υπονοώντας την εκκένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου·  βλ. και φρ. βγάζει άντερα·
- δε μασάω άντερα, ενεργώ όπως εγώ θέλω και δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κανένα: «δε με τρομάζεις με μπράβους και δικηγόρους, γιατί, όταν έχω δίκιο, δε μασάω άντερα»·
- δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του, είναι πάρα πολύ κακός, πάρα πολύ μοχθηρός: «απ’ αυτόν περιμένεις καλοσύνη! Αυτός δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του»·
- δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα, λέγεται στην περίπτωση που είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμφωνήσουν δυο άνθρωποι ή δυο ομάδες ανθρώπων: «άσ’ τους να φαγώνονται, γιατί εδώ, που λέει ο λόγος, δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα και θα συμφωνήσουν αυτοί που έχουν τόσες μεγάλες διαφορές;»· 
- δεν άφησε άντερο, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «είχε ατράνταχτη περιουσία, αλλά έμπλεξε με τα χαρτιά και δεν άφησε άντερο». Από την εικόνα του ατόμου που πάνω στη βουλιμία του τρώει και τα άντερα του σφαγίου. Συνών. δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε άντερο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «έφυγα το πρωί απ’ το σπίτι μου μ’ εκατό χιλιάρικα και μέχρι να γυρίσω δεν έμεινε άντερο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε  όλο: «μόλις δειγμάτισα στην αγορά το καινούριο προϊόν, δεν έμεινε άντερο». Συνών. δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα. γ. η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν τόσο αστεία, που δεν έμεινε κανείς αμέτοχος: «είχε τόσο πλάκα η όλη κατάσταση, που, όταν ξαφνικά άρχισε να γελάει κάποιος, δεν έμεινε άντερο»·
- δεν έχει άντερα, δεν έχει θάρρος, δεν είναι θαρραλέος: «λίγο να κάνεις πως τον αγριεύεις το βάζει στα πόδια, γιατί δεν έχει άντερα»·
- δεν καταλαβαίνει τ’ αντερά του, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που είπε πως δε θα σου δώσει άδεια, μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». β. είναι αναίσθητος, σκληρός: «δεν έχει βοηθήσει ποτέ κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «αφού έχεις διαφορές μαζί του, μόνο στα δικαστήρια θα μπορέσεις να βρεις το δίκιο σου, γιατί είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ συμβαίνουν τόσα παρατράγουδα στην επιχείρηση κι αυτός δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει τη μάνα του / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- έκλεισε τ’ άντερό μου, βλ. φρ. έκλεισε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- έπιασε άντερα, (για τερματοφύλακες) αποσόβησε αρκετά γκολ που ήταν σίγουρα: «στο παιχνίδι της προηγούμενης Κυριακής ο τερματοφύλακάς μας έπιασε άντερα»·
- έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του, α. έφαγε πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «τον καλέσαμε στο τραπέζι μας για να πάρει έναν μεζέ, κι αυτός έφαγε τ’ άντερά του». β. καταχράστηκε πολλά χρήματα, ιδίως του δημοσίου: «απ’ τη μέρα που έγινε κυβέρνηση το κόμμα του, έφαγε άντερα || ήταν υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών κι έφαγε τ’ άντερά του». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «έφαγες πολλά λεφτά στη ζωή σου, δε λέω, αλλά ο τάδε έφαγε τ’ άντερά του». Συνών. έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον άμπακο / έφαγε τον περίδρομο· βλ. και φρ. τρώει άντερα·
- θα σου βγάλω τ’ άντερα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά, θα σε ξεκοιλιάσω: «αν σε δώ να βάζεις ξανά χέρι στο ταμείο, θα σου βγάλω τ’ άντερα»·  
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, επιτείνει την παραπάνω φράση·
- κατεβάζει άντερα (ενν. ο Θεός., ο ουρανός), βλ. συνηθέστ. ρίχνει άντερα·
- κατεβάζει άντερα (ενν. στην κοιλιά του), βλ. συνηθέστ. ρίχνει άντερα (ενν. στην κοιλιά του)·
- κερδίζει άντερα ή κερδίζει τ’ άντερά του, βλ. φρ. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του·
- κόλλησε τ’ άντερό μου, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί κόλλησε τ’ άντερό μου»·
- λάδωσε τ’ άντερό μου (τ’ αντεράκι μου), α. μετά από αλλεπάλληλες οικονομικές ατυχίες και δυσκολίες, επανήλθα σε καλή οικονομική κατάσταση (και άρχισα να τρώω πάλι καλά ως οικονομικά ευκατάστατος): «ευτυχώς που πήγε καλά η τελευταία δουλειά και λάδωσε τ’ άντερό μου». β. έφαγα χορταστικά ύστερα από πολύ καιρό: «ευτυχώς τέλειωσε η περίοδος της νηστείας και λάδωσε τ’ άντερό μου»·
- λέει άντερα, α. λέει τα χειρότερα λόγια, που μπορεί να πει κανείς για κάποιον: «όταν μιλάει για τον κουνιάδο του, λέει άντερα». β. λέει βλακείες, ανοησίες: «τον άρχισαν όλοι μαζί στις σφαλιάρες, γιατί επί μια ώρα μας έλεγε άντερα». γ. λέει πράγματα ασύστολα, τερατολογεί: «δεν τον πιστεύει κανένας, γιατί συνηθίζει να λέει άντερα»·
- λίγδωσε τ’ άντερό μου (τ΄ αντεράκι μου), βλ. φρ. λάδωσε τ’ άντερό μου (τ’ αντεράκι μου)·
- μ’ ανακατώνει τ’ άντερα, βλ. φρ. μου γυρίζει τ’ άντερα·
- μασώ άντερα, είμαι πολύ θυμωμένος, είμαι εξοργισμένος: «μην του λες κουβέντα, γιατί απ’ το πρωί μασάει άντερα»·
- μέχρις άντερα ή μέχρις άντερο, ολοκληρωτικά, μέχρι το τέλος, ως τα άκρα: «έφαγε την περιουσία του μέχρις άντερο || θα σε κυνηγήσω μέχρις άντερα»·
- μου βγάζει τ’ άντερα, με ταλαιπωρεί πάρα πολύ, γίνεται πολύ ενοχλητικός, πολύ πιεστικός: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου να με δει, μου βγάζει τ’ άντερα μ’ ένα σωρό βλακείες που μ’ αραδιάζει»· βλ. και λ. του βγάζω τ’ άντερα·
- μου ’βγαλε τ’ άντερα, (για τροχοφόρα) με ταλαιπώρησε υπερβολικά με τις συνεχείς αναταράξεις και κραδασμούς του: «ταξίδεψα μ’ ένα προπολεμικό λεωφορείο και μου ’βγαλε τ’ άντερα μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου»·
- μου γυρίζει τ’ άντερα, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον τύπο, μου γυρίζει τ’ άντερα». Συνών. μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γυρίζουν τ’ άντερα, α. αηδιάζω υπερβολικά από κάτι που βλέπω ή ακούω: «όταν ακούω τέτοιες βλακείες, μου γυρίζουν τ’ άντερα». β. νιώθω ναυτία: «κάθε φορά που ταξιδεύω με πλοίο, μου γυρίζουν τ’ άντερα»·
- μου γύρισαν τ’ άντερα, ένιωσα έντονη αηδία, έντονη τάση για εμετό ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις είδα τα κορμιά διαμελισμένα πάνω στην άσφαλτο, μου γύρισαν τ’ άντερα». Συνών. μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- ξερνώ άντερα ή ξερνώ τ’ άντερά μου, α. αηδιάζω υπερβολικά από κάτι που βλέπω ή ακούω: «αν άκουγες τις αηδίες που έλεγε, θα ξερνούσες άντερα». β. ομολογώ, προδίδω τα πάντα: «πήγε στην Ασφάλεια και ξέρασε άντερα». γ. μιλώ με τα χειρότερα λόγια για κάποιον, ιδίως με πρόθεση να τον βλάψω: «κάθε φορά που μιλάει γι’ αυτόν τον άνθρωπο, ξερνάει τ’ άντερά του». δ. κάνω ακατάσχετο εμετό: «έφαγα χαλασμένο φαγητό και ξέρασα τ’ άντερά μου»·
- πίνω άντερα ή πίνω τ’ άντερά μου, πίνω υπερβολικά, είμαι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο πιοτό, γιατί πίνει τ’ άντερά του»·
- ρίχνει άντερα (ενν. ο Θεός, ο ουρανός), βρέχει ραγδαία: «δεν είναι να πας σήμερα πουθενά, γιατί απ’ το πρωί ρίχνει άντερα»·
- ρίχνει άντερα (ενν. στην κοιλιά του), τρώει πάρα πολύ: «τον είδα σ’ ένα εστιατόριο να ρίχνει άντερα»·
- στριμμένο άντερο, α. άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στριμμένο άντερο». β. άνθρωπος κακός: «όλα να τα περιμένεις απ’ αυτόν, γιατί είναι στριμμένο άντερο»·
- τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο, βλ. λ. σκυλί·
- του ’βγαλε τ’ άντερα, α. τον μαχαίρωσε την κοιλιά, τον ξεκοίλιασε: «πάνω στον καβγά του ’δωσε μια με το μαχαίρι και του ’βγαλε τ’ άντερα». β. τον ταλαιπωρώ πάρα πολύ: «μέχρι να τελειώσει τη δουλειά που του ανέθεσε, του ’βγαλε τ’ άντερα»· βλ. και φρ. μου βγάζει τ’ άντερα·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, α. τον μαχαίρωσε στην κοιλιά, τον ξεκοίλιασε: «τράβηξε το μαχαίρι και του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δεχτεί χτύπημα με μαχαίρι στην κοιλιά, φέρνει και τα δυο του χέρια πάνω στο τραύμα, δίνοντας την εντύπωση πως συγκρατεί τα άντερά του. β. του αφαιρώ κάθε επιχείρημα: «μόλις αποκάλυψε ο άλλος πως έπαιζε ο τύπος σε δυο ταμπλό, του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια»·
- του τα πήρα μέχρις άντερα ή του τα πήρα μέχρις άντερο, α. του πήρα όλα του τα χρήματα που απαιτούσα: «τον κυνήγησα δικαστικά και του τα πήρα μέχρις άντερα». β. του κέρδισα όλα του τα χρήματα, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο: «παίξαμε χαρτιά και του τα πήρα μέχρις άντερο»·
- τρώει άντερα ή τρώει τ’ άντερά του, τρώει πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «δεν μπορείς να τον ακολουθήσεις στο φαγητό, γιατί τρώει τ’ άντερά του». Συνών. τρώει το καταπέτασμα / τρώει τον αβλέμονα / τρώει τον αγλέουρα / τρώει τον άμπακο / τρώει τον περίδρομο.

ανωμαλία

ανωμαλία, η, ουσ. [<αρχ. ἀνωμαλία], η ανωμαλία. 1. η παρέκκλιση από το φυσιολογικό, ιδίως κατά τη σεξουαλική πράξη, η σεξουαλική διαστροφή: «είναι γυναίκα που δε δέχεται καμιά ανωμαλία». 2. η πολιτική ή κοινωνική εκτροπή από τη συνταγματικότητα ή τη νομιμότητα: «η πολιτική ανωμαλία διέσυρε τη χώρα μας στο εξωτερικό». 3. (γενικά) κάθε παρέκκλιση από καθετί φυσιολογικό: «βέβαια θα μου πεις περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, δεν είναι ανωμαλία να τρώει πάστα με παστές σαρδέλες;»·
- έγινε της ανωμαλίας, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε της ανωμαλίας απ’ τα σπασίματα μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια κι έγινε της ανωμαλίας». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «λίγο πριν απ’ το ντέρμπι, έγινε της ανωμαλίας μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα γίνει της ανωμαλίας, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν δεν κάτσεις φρόνιμα, θα γίνει της ανωμαλίας». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο της τάδε, γιατί απ’ ό,τι λένε θα γίνει της ανωμαλίας». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- κάνω ανωμαλίες, α. συνουσιάζομαι με ασυνήθιστα ερωτικά παιχνίδια ή κόλπα, παρεκκλίνω από το φυσιολογικό κατά τη σεξουαλική πράξη: «αν δεν κάνει ανωμαλίες, δεν ευχαριστιέται ούτε και με την πιο όμορφη γυναίκα». β. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, ανάγωγα: «εκεί που θα πάμε, πρόσεξε μην αρχίσεις πάλι να κάνεις ανωμαλίες, γιατί θα μας πετάξουν έξω με τις κλοτσιές!»·
- λέω ανωμαλίες, λέω ανοησίες, βλακείες: « όταν αρχίζει να λέει ανωμαλίες, είναι για να ξερνάς καλαπόδια».

απέξω

απέξω κ. απόξω, επίρρ. [<ἀπέξω <από + έξω]. 1. έξω από κάπου: «πήγαινε να πάρεις ό,τι χρειάζεσαι απ’ το σπίτι σου κι εγώ θα σε περιμένω απέξω». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος σου ’χει κάνει την καρδιά αστέρι, λυπημένο, πόρτα κλειστή τ’ αχείλι σου κι απέξω περιμένω // γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου τα βράδια ξενυχτάω κι απόξω από το σπίτι σου για σένα τραγουδάω). 2. από μνήμης: «μας είπε απέξω όλο το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη». 3. η ξένη χώρα, το εξωτερικό σε σχέση με την Ελλάδα: «αυτό τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα απέξω». 4α. ως ουσ. η απέξω, (στη γλώσσα της αργκό) η εξωτερική τσέπη του παντελονιού ή του σακακιού: «πήρε το φάκελο και τον έχωσε στην απέξω του σακακιού του». β. η εκτός φυλακής ζωή: «τώρα που βγαίνεις απ’ τη φυλακή, να ’σαι φρόνιμος για να χαρείς την απέξω». 5α. στον πλ. οι απέξω, αυτοί που δεν είναι οικείοι, συγγενείς, ο πολύς κόσμος: «δε με νοιάζει τι λένε οι απέξω για την οικογένειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι μάγκας, μάγκας καθώς πρέπει και να χαίρεσαι γι’ αυτό και να μην ακούς για πάρτη μου τι λένε οι απέξω, καλύτερα απ’ τα μάτια μου εγώ θα σε προσέχω).  β. που δεν παίρνουν μέρος σε κάτι, που δε συμμετέχουν σε κάτι: «όλοι οι απέξω δεν ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να τελειώσει αυτή η δουλειά»· βλ. και φρ. απ’ έξω, λ. έξω. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- απέξω κι από μέσα, βλ. λ. μέσα·
- βγαίνω απέξω, αποχωρώ από μια διαδικασία είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω είτε γιατί υποπτεύομαι πως η περαιτέρω παραμονή μου θα αποβεί σε βάρος μου: «επειδή δεν μπορώ να τα βάλω με τους μεγαλοκαρχαρίες, βγαίνω απέξω απ’ τον πλειστηριασμό || επειδή υποπτεύομαι πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα, βγαίνω απέξω απ’ τη δουλειά»·
- βγάλε με απέξω, μην υπολογίζεις στη συμμετοχή μου, στη συνδρομή μου, στη βοήθειά μου: «στη δουλειά που θα κάνεις, εμένα βγάλε με απέξω»·
- είμαι απέξω, α.είμαι από ξένη χώρα, από το εξωτερικό: «εγώ δε θα υπηρετήσω εδώ το στρατιωτικό μου, γιατί είμαι απέξω». β. δε βρίσκομαι στη φυλακή, ζω ελεύθερος στην κοινωνία: «πέρασαν τρεις μήνες τώρα που είμαι απέξω»· βλ. και φρ. βγαίνω απέξω·
- είναι μέσα και κοιτάζει απέξω, βλ. λ. μέσα·
- έρχομαι απέξω, έρχομαι από ξένη χώρα, από το εξωτερικό: «κάθε φορά που έρχομαι απέξω, νιώθω μεγάλη συγκίνηση, καθώς πατώ το χώμα της πατρίδας μου»·
- θα του το πω απέξω απέξω, βλ. φρ. θα του το φέρω απέξω απέξω·
- θα του το φέρω απέξω απέξω, θα του μιλήσω συγκαλυμμένα, με υπαινιγμούς, με νύξεις, θα τον προετοιμάσω κατάλληλα για να του ανακοινώσω κάτι, ιδίως δυσάρεστο: «θα τον ειδοποιήσω εγώ, που είμαστε και γείτονες, και θα του το φέρω απέξω απέξω για το δυστύχημα του γιου του»· 
- μ’ αφήνουν απέξω ή μ’ αφήνουν στην απέξω, βλ. φρ. με ρίχνουν απέξω·
- μ’ έχουν απέξω ή μ’ έχουν στην απέξω, βλ. φρ. με ρίχνουν απέξω·
- με βγάζουν απέξω, με απομακρύνουν από κάποια δουλειά ή υπόθεση: «όταν πρόκειται για καμιά καλή δουλειά, με βγάζουν απέξω»·
- με ρίχνουν απέξω ή με ρίχνουν στην απέξω, α. (στη γλώσσα της αργκό) δε με συμπεριλαμβάνουν σε κάποια δουλειά ή υπόθεση, με παραγκωνίζουν: «όταν πρόκειται να κάνουν καμιά ζουμερή δουλειά, με ρίχνουν πάντα στην απέξω». β. μου στερούν τα διάφορα οφέλη που πέφτουν στο μερτικό μου σε μια μοιρασιά, με αδικούν: «σ’ όλες τις μοιρασιές που έχουμε κάνει μέχρι τα τώρα, με ρίχνουν στην απέξω»·
- μένω απέξω, δε συμμετέχω, δεν παίρνω μέρος σε μια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία: «δεν έχω τόσα λεφτά γι’ αυτή τη δουλειά, οπότε μένω απέξω». (Τραγούδι: θέλω κι εγώ να παίξω κι όχι να μείνω απέξω
- ρίξ’ τα (ρίχ’ τα) στην απέξω τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- το λέω απέξω απέξω, βλ. φρ. το φέρνω απέξω απέξω·
- το ρίχνω στην απέξω, (στη γλώσσα της αργκό) δε νοιάζομαι για κάτι, αδιαφορώ: «ό,τι και να συμβαίνει, το ρίχνω στην απέξω και δε στενοχωριέμαι για τίποτα»·
- το φέρνω απέξω απέξω, λέω κάτι συγκαλυμμένα, με υπαινιγμούς, με νύξεις για να βολιδοσκοπήσω τις διαθέσεις κάποιου: «όταν θέλω να του ζητήσω κάτι, πρώτα το φέρνω απέξω απέξω, για να δω τις διαθέσεις του, κι ανάλογα πράττω»·
- τον βγάζω απέξω, τον απομακρύνω από κάποια δουλειά ή υπόθεση, δεν υπολογίζω στη συνδρομή του, στη βοήθειά του: «τον τάδε τον έβγαλα απέξω, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις || τον τάδε τον έβγαλα απέξω, γιατί δεν έχει λεφτά για το συνεταιρισμό»·
- του το λέω απέξω απέξω, βλ. συνηθέστ. του το φέρνω απέξω απέξω·
- του το φέρνω απέξω απέξω, του μιλώ συγκαλυμμένα, με υπαινιγμούς, με νύξεις, τον προετοιμάζω κατάλληλα για να του ανακοινώσω κάτι, ιδίως δυσάρεστο: «πρόσεξε να του το φέρεις απέξω απέξω, για να μην τρομάξει ο άνθρωπος»·
- φέρνω απέξω, εισάγω από άλλη χώρα: «έφερα απέξω το αυτοκίνητό μου».

απίδι

απίδι, το, ουσ. [<μτγν. ἀπίδιον, υποκορ. του αρχ. ἄπιον], ο καρπός της απιδιάς, το απίδι·
- θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, αν όμως επιχειρήσεις ν’ ασχοληθείς κι εσύ μ’ αυτή τη δουλειά, θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «όσο καιρό σε τάιζαν οι γονείς σου, ήταν όλα εύκολα, αφού όμως αποφάσισες να ζήσεις μόνος σου, θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν μου πουν πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρήμα της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξουν πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο η θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο.

αρραβώνας

αρραβώνας, ο κ. αρρεβώνας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀρραβών]. 1. (και για τα δυο φύλα) η μνηστεία: «έραψε καινούριο κουστούμι για τον αρραβώνα της κόρης του». 2. το χρηματικό ποσό που δίνεται ως προκαταβολή κατά τη σύναψη συμφωνίας, αγοραπωλησίας ή ενοικίασης: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλα, μου ’δωσε κι εκατό χιλιάρικα για αρραβώνα». 3. το δαχτυλίδι της μνηστείας και αυτή η ίδια η μνηστεία: «της πέρασε στο δάχτυλο τον αρραβώνα». 4. το αρραβώνιασμα (βλ. λ.)·
- βάζω αρραβώνα, μνηστεύομαι (δηλ. βάζω το δαχτυλίδι του αρραβώνα μου): «την άλλη Κυριακή βάζω αρραβώνα με την κόρη του τάδε»·
- γυρίζω πίσω τον αρραβώνα, διαλύω τη μνηστεία μου (δηλ. επιστρέφω το δαχτυλίδι του αρραβώνα): «επειδή υπήρχε ασυμφωνία χαρακτήρων, γύρισα πίσω τον αρραβώνα»·
- δίνω αρραβώνα, δίνω κάποιο χρηματικό ποσό ως προκαταβολή για τη σύναψη κάποιας εμπορικής συμφωνίας, αγοραπωλησίας ή ενοικίασης: «απ’ τη στιγμή που μ’ άρεσε το διαμέρισμα, έδωσα αρραβώνα εκατό χιλιάρικα, μέχρι να υπογράψουμε το τελικό συμβόλαιο αγοράς»· βλ. και φρ. βάζω αρραβώνα·
- δίνω πίσω τον αρραβώνα, επιστρέφω σε κάποιον το χρηματικό ποσό που εισέπραξα ως προκαταβολή για τη σύναψη κάποιας εμπορικής συμφωνίας, αγοραπωλησίας ή ενοικίασης: «επειδή κατά την υπογραφή των συμβολαίων διαφωνήσαμε, του ’δωσα πίσω τον αρραβώνα»· βλ. και φρ. γυρίζω πίσω τον αρραβώνα·
- θα ’χουμε αρραβώνες, λέγεται στην περίπτωση που διασταυρώνονται μεταξύ τους οι χειραψίες δυο ζευγαριών, γιατί υπάρχει η λαϊκή αντίληψη πως ύστερα από αυτή την περίπτωση κάποιο από τα άτομα που συμμετείχε στη χειραψία αυτή θα αρραβωνιαστεί·
- παίρνω αρραβώνα, εισπράττω από κάποιον ένα χρηματικό ποσό ως προκαταβολή για τη σύναψη κάποιας εμπορικής συμφωνίας, αγοραπωλησίας ή ενοικίασης: «δεν κάνω καμιά εμπορική συμφωνία, αν προηγουμένως δεν πάρω αρραβώνα»·
- παίρνω πίσω τον αρραβώνα, παίρνω από κάποιον το χρηματικό ποσό που του είχα πληρώσει ως προκαταβολή, για τη σύναψη κάποιας εμπορικής συμφωνίας, αγοραπωλησίας ή ενοικίασης: «απ’ τη στιγμή που άλλα συμφωνήσαμε κι άλλα μου παρουσίασε, πήρα πίσω τον αρραβώνα που του είχα δώσει»·
- το στρίβειν δια του αρραβώνος, όταν θέλει κανείς να διαλύσει έναν μακροχρόνιο δεσμό με γυναίκα, τον διαλύει πιο εύκολα, όταν την αρραβωνιαστεί, γιατί μετά μπορεί να επικαλεστεί ασυμφωνία χαρακτήρων.

αρραβώνιασμα

αρραβώνιασμα, το κ. αρρεβώνιασμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. αρραβωνιάζω + κατάλ. -μα], συνήθως στον πλ. τα αρραβωνιάσματα, η τελετή των αρραβώνων: «ακούς γέλια και τραγούδια απ’ το διπλανό διαμέρισμα, γιατί έχουν αρραβωνιάσματα»·
- θα ’χουμε αρραβωνιάσματα, βλ. φρ. θα ’χουμε αρραβώνες, λ. αρραβώνας.

αρχίδι

αρχίδι κ. αρκίδι, το, πληθ. αρχίδια κ. αρκίδια, τα, ουσ. [<μτγν. ὀρχίδιον, υποκορ. του αρχ. ὄρχις], το αρχίδι. 1. άντρας άχρηστος, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό τ’ αρχίδι». 2α. άτομο με κακό χαρακτήρα, ο παλιοχαρακτήρας: «πού το βρήκες αυτό τ’ αρχίδι και το κάνεις παρέα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά: «τι είπες, ρε αρχίδι;». 3α. στον πλ. χωρίς άρθρο αρχίδια, δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου αν τελειώσαμε κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση που έπρεπε να είχαμε τελειώσει, και δηλώνει πως δεν την τελειώσαμε: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια». Πολλές φορές, επαναλαμβάνεται και το ρ. της ερώτησης: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια πλήρωσα», ενώ είναι και φορές που επαναλαμβάνεται όλη η ερώτηση: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια πλήρωσα τη Δ.Ε.Η.». 4. ως επιφών. αρχίδια!έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «το βράδυ θα είναι και ο τάδε στη παρέα μας. -Αρχίδια! || το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια! || το τάδε αμάξι είναι το καλύτερο απ’ όλα. -Αρχίδια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «το βράδυ θα είναι και ο τάδε στην παρέα μας. -Αρχίδια θα είναι! || το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια τον έδειρε! || το τάδε αμάξι είναι το καλύτερο απ’ όλα. -Αρχίδια είναι!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια ο δείνα έδειρε τον τάδε». Συνών. αβγά μελάτα! / αρχίδια καλαβρέζικα! / αρχίδια καπαμά! / αρχίδια μαρινάτα! / κουραφέξαλα! (2) / μαλλιά! (2) / μαμούκαλα! (β) / μαμούνια! (3β) / μαρούλια! (2) / μπαρμπούτσαλα! / μπούρδες! (β) / παπάρες! (4β) / παπάρια! (5γ) / παπαριές! (β) πίπες! (2β) / σάλια! (2β) / σκατά! (4β) / σκατουλάκια! (5) / σκατούλες! (5) / σκατούλια! (4) / τρίχες! (2β) / τσουτσούνια! (2) / φασόλια! (2) / φλούδες! (2). Συνήθως στον πλ. αριθμ. τα αρχίδια, επειδή αποτελούνται από δυο γεννητικούς αδένες του άρρενος οι οποίοι παράγουν το σπέρμα: «του ’δωσε μια κλοτσιά στ’ αρχίδια και τον ξάπλωσε κάτω». Θεωρούνται ένα από τα πιο ευάλωτα σημεία του άντρα. Συνών. αμελέτητα / απαυτά / αποτέτοια / αυτά / βαρίδια / γιουβαρλάκια / κάκαλα / καλαμπαλίκια / καρύδια / μπαλάκια / μπιχλιμπίδια / μπομπόλια (2) / οικογένεια (ενν. μαζί με το πέος) / ούμπαλα / παπάρια / πελεντούρια / τέτοια. Μεγεθ. αρχιδάρα (βλ. λ.). Υποκορ. αρχιδάκι, το. Τέλος, οι λαϊκοί άνθρωποι φαίνεται πως δίνουν περισσότερη σημασία στο μέγεθος που έχουν τα αρχίδια παρά στο μέγεθος του πέους, γι’ αυτό, όταν θέλουν να μιλήσουν θαυμαστικά ή μειωτικά για έναν άντρα αναφέρονται στα αρχίδια. Ίσως από το ότι τα αρχίδια παράγουν το σπέρμα. (Ακολουθούν 112 φρ.)·
- αδειανός καλόγερος τ’ αρχίδια του έλυε κι έδενε, βλ. λ. καλόγερος·
- αερίζω τ’ αρχίδια μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εδώ πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός αερίζει τ’ αρχίδια του»·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή του, σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη, λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο». Το ότι δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, παραπέμπει σε παιδική ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγαμε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να λογαριαστούμε ή αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε, αν τολμάς, αν έχεις θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε, να παλέψουμε: «με τα λόγια μπορείς να λες ό,τι θέλεις, αλλά, αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε»·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να παραβγούμε, αν τολμάς, έλα να συναγωνιστούμε, ιδίως σε αγώνα ταχύτητας δρόμου: «εσύ νομίζεις πως είσαι πιο γρήγορος από μένα, αλλά, αν έχεις αρχίδια, έλα να παραβγούμε»·
- άντρας μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, επιτείνει την αμέσως παρακάτω φράση, γιατί, αν θυμηθούμε καλά, το καντάρι είναι μονάδα βάρους που ισούται με 44 οκάδες ή 56, 320 κιλά·
- άντρας με κάτι αρχίδια να! α. έκφραση θαυμασμού που χαρακτηρίζει τον άντρα για τον οποίο γίνεται λόγος ως πολύ θαρραλέο, πολύ γενναίο, πολύ ειλικρινή, πολύ καθώς πρέπει, ότι δηλ. δεν έχει μόνο αρχίδια αλλά τα έχει συγχρόνως και πολύ μεγάλα: «όλοι θέλουμε να τον έχουμε στην παρέα μας, γιατί είναι άντρας με κάτι αρχίδια να!». β. άντρας με πολύ ισχυρή προσωπικότητα: «πάντοτε γίνεται το δικό του, γιατί είναι άντρας με κάτι αρχίδια να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την οποία οι δυο παλάμες ενωμένες θέλουν να δείξουν ότι περιέχουν κάτι πολύ μεγάλο ή συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία η χούφτα, σαν να ’ναι γεμάτη από κάτι, ανεβοκατεβαίνει ενδεικτικά, όπως όταν θέλει κανείς να υπολογίσει το βάρος του περιεχομένου της·
- αρχίδια καλαβρέζικα! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια καπαμά! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια μαρινάτα! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια πατέρα! λέγεται γιαπράγματα που είναι πολύ απίθανο να συμβούν: «θέλει να του πέσει το λαχείο, να βγάλει εξάρι στο λότο, να πιάσει το δεκατριάρι στο προπό, για να κάθεται μια ζωή, δηλαδή, αρχίδια πατέρα!». Από το ότι είναι απίθανο να μιλήσει κανείς με αυτόν τον τρόπο στον πατέρα του·
- αρχίδια ριγανάτα, βλ. αρχίδια(!)·
- άσ’ το μωρέ τ’ αρχίδι! μην ασχολείσαι με αυτόν τον άνθρωπο, μη σε απασχολεί, γιατί είναι άχρηστος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «άσ’ το μωρέ τ’ αρχίδι, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι!»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- βγάζω τρίχες στ’ αρχίδια μου, γίνομαι έφηβος: «μόλις έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, άρχισε να γλυκοκοιτάζει τα κοριτσόπουλα»·
- βγήκα από πλούσια αρχίδια ή βγήκαμε από πλούσια αρχίδια, γεννήθηκα από πλούσιο πατέρα, από πλούσιους γονείς και, κατ’ επέκταση, είμαι πλούσιος: «ευτυχώς που βγήκα από πλούσια αρχίδια και δεν ταλαιπωρήθηκα στη ζωή μου || χαρά σε μας που βγήκαμε από πλούσια αρχίδια! || αλίμονο σε μας που δε βγήκαμε από πλούσια αρχίδια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- βγήκα από φτωχά αρχίδια ή βγήκαμε από φτωχά αρχίδια, γεννήθηκα από φτωχό πατέρα, από φτωχούς γονείς και κατ’ επέκταση, είμαι φτωχός: «αφού βγήκα από φτωχά αρχίδια, έτσι θα σέρνομαι μια ζωή! || αλίμονο σε μας που βγήκαμε από φτωχά αρχίδια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- για δε(ς) έν’ αρχίδι! βλ. φρ. για κόψ’ έν’ αρχίδι! Το για τονισμένο·
- για κόψ’ έν’ αρχίδι! α. επιτιμητική ή υποτιμητική αναφορά σε άτομο που λέει ή κάνει ανοησίες, βλακείες: «για κόψ’ έν’ αρχίδι, που μας έκανε άνω κάτω με τις βλακείες του!». β. ειρωνική αναφορά σε ανάξιο άτομο, που επιδιώκει να επιδεικνύεται ως σπουδαίο: «για κόψ’ έν’ αρχίδι, που το παίζει παράγοντας!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε και συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με το χέρι ή νεύμα με το κεφάλι, που δείχνει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος. Το για τονισμένο·
- για φάε έν’ αρχίδι! βλ. φρ. για κόψ’ έν’ αρχίδι! Το για τονισμένο·
- γλείφω αρχίδια, βλ. συνηθέστ. γλείφω κώλους, λ. κώλος·
- δε θέλω κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε θέλουμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας, βλ. λ. κεχαγιάς·   
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, α. είναι πολύ απασχολημένος: «κλείνω τον ισολογισμό της χρονιάς και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν έχουν δουλειά οι άλλοι, πάντως εγώ δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, δε σε υπολογίζω διόλου, απαξιώ: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρουν οι άλλοι, αλλά εσύ δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου»·
- δεν έχει αρχίδια, α. δεν είναι άντρας, δεν έχει θάρρος, δεν του βαστάει: «εγώ μαλώνω μαζί του ό,τι ώρα λάχει, αυτός όμως δεν έχει αρχίδια να μαλώσει μαζί μου». β. δεν έχει προσωπικότητα: «μα και βέβαια τον κάνουν ό,τι θέλουν, αφού δεν έχει αρχίδια ο άνθρωπος να τους επιβληθεί»·
- δεν ήταν ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, το χρηματικό ποσό για το οποίο γίνεται λόγος, ήταν εντελώς ασήμαντο για μένα: «δε θέλω ευχαριστίες, γιατί το ποσό που σου δάνεισα δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το εντάξει μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τ’ αρχίδια μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά· 
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι αρχίδι, α. είναι άχρηστος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «δεν κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι αρχίδι». β. έχει κακό χαρακτήρα, είναι παλιοχαρακτήρας: «να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι αρχίδι»·
- είναι έν’ αρχίδι και μισό, είναι πολύ περισσότερο από ένα αρχίδι: «δε τον υπολογίζω διόλου, γιατί είναι έν’ αρχίδι και μισό»·
- είναι μεγάλο αρχίδι, α. είναι εντελώς άχρηστος, εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς τιποτένιος: «δεν καταδέχομαι να του πω ούτε καλημέρα, γιατί είναι μεγάλο αρχίδι». β. έχει πάρα πολύ κακό χαρακτήρα: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι μεγάλο αρχίδι»·
- είναι πολύ αρχίδι, βλ. συνηθέστ. είναι μεγάλο αρχίδι·
- έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! νομίζει ότι έκανε ή ότι κατάφερε κάτι σπουδαίο: «αγόρασε κι αυτός έν’ αυτοκινητάκι και νομίζει ότι έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- έφαγα έν’ αρχίδι ή έφαγα τ’ αρχίδια μου, απέτυχα να πραγματοποιήσω το σκοπό που επιδίωκα: «της έκανα πρόταση να τα φτιάξουμε κι έφαγα τ’ αρχίδια μου || προσκόμισα όλα τα δικαιολογητικά για να πάρω τη θέση που είχε προκηρυχτεί, αλλά στο τέλος έφαγα τ’ αρχίδια μου»·
- έφαγα (μια) κλοτσιά στ’ αρχίδια, η επιδίωξή μου είχε πολύ οδυνηρή κατάληξη για μένα: «έριξα όλα μου τα λεφτά στην τάδε επιχείρηση, γιατί νόμισα πως θα κερδίσω, αλλά αυτή χρεοκόπησε κι έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι, ο άντρας που δέχεται κλοτσιά στα αρχίδια του, νιώθει οδυνηρό πόνο·
- έχει αρχίδια, α. είναι άντρας, είναι γενναίος, έχει θάρρος: «απ’ όλη σας την παρέα ο μόνος που έχει αρχίδια είναι ο τάδε». β. έχει προσωπικότητα: «μπορεί να παρασύρει πολύ κόσμο μαζί του, γιατί έχει αρχίδια ο άνθρωπος»·
- έχει βαρβάτα αρχίδια, βλ. φρ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχει έναν κουβά αρχίδια, βλ. φρ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχει μια μάντρα αρχίδια, α. είναι πολύ άντρας, πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος: «δεν τολμάει να τα βάλει κανείς μαζί του, γιατί είναι άντρας που έχει μια μάντρα αρχίδια». β. έχει ισχυρή προσωπικότητα: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε το εργοστάσιο ο καινούριος διευθυντής, όλοι δουλεύουν ρολόι, γιατί έχει μια μάντρα αρχίδια ο άνθρωπος»·
- έχει μια οκά αρχίδια, βλ. συνηθέστ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχεις αρχίδια; είσαι γενναίος άντρας; έχεις θάρρος; τολμάς(;): « έχεις αρχίδια να τα βάλεις μαζί μου;»·
- ζαλίζει αρχίδια, είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «μην τον ξαναφέρνεις αυτόν τον άνθρωπο στη παρέα, γιατί ζαλίζει αρχίδια»·
- θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια ή θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, υβριστική έκφραση που επιτείνει την έννοια της παρακάτω φρ. θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια. Για περισσότερη έμφαση, της φρ. προτάσσεται το θα πάρεις φόρα και ή το θα ’ρθεις με την όπισθεν και. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια ή θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, επιθετική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια δε θα μου κάνεις τίποτα, δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό από αυτά που απειλείς πως θα μου κάνεις: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να με δείρεις, σε πληροφορώ πως θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα μας ξυρίσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξυρίσεις τ’ αρχίδια, ηπιότερη έκφραση της παραπάνω φρ. θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια·
- θα μας ξύσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξύσεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. θα μας ξυρίσεις τ’ αρχίδια·
- θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ενοχλήσεις ξανά την κόρη μου, θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια!». Συνών. θα σε γδάρω ζωντανό! / θα σε κρεμάσω ανάποδα! / θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό! / θα σε κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι(!)·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια, θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου κόψω τ’ αρχίδια». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό για την προσωπικότητα ενός άντρα να μην έχει αρχίδια·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, επιτείνει την παραπάνω έκφραση: «αν ξαναβρίσεις τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας». Από τη συνήθεια της Μάφιας να τιμωρεί με αυτόν τον τρόπο τους χαφιέδες, δηλαδή, τους έβρισκαν σκοτωμένους με τα αρχίδια τους στο στόμα·
- θα σου λιώσω τ’ αρχίδια, βλ. φρ. θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια·
- θα φάμε τ’ αρχίδια μας, θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «αν με ξανακαρφώσεις στο διευθυντή, θα φάμε τ’ αρχίδια μας». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, θα σε τιμωρήσω με σκληρό, οδυνηρό τρόπο: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο, θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι και η παραμικρή πίεση στα αρχίδια προξενεί οδυνηρό πόνο·
- θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «όχι μόνο πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια». Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «αν ξεστόμισα αυτή την κουβέντα για σένα, θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια || αν έκανα τέτοιο πράγμα σε βάρος σου, θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια». Για συνών. θέλω σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του, βλ. λ. αγάς·
- κάθομαι στ’ αρχίδια μου, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εδώ εμείς πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται στ’ αρχίδια του». β. περνώ δύσκολη περίοδο, ιδίως οικονομική: «μη μου ζητάς να σου δανείσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό κάθομαι στ’ αρχίδια μου». Από το ότι, όταν ένας άντρας κάθεται πάνω στα αρχίδια του, νιώθει οδυνηρό πόνο·
- καλώς τ’ αρχίδια μας! ή καλώς τ’ αρχίδια μου! ή καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυο! ή καλώς τ’ αρχίδια μου τα δυο! ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε ανεπιθύμητο άτομο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ωχ·
- κάτσε στ’ αρχίδια σου! βλ. συνηθέστ. κάτσε στ’ αβγά σου! λ. αβγό·
- κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κλάσε μας τ’ αρχίδι! ή κλάσε μου τ’ αρχίδι! ή κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή κλάσε μου τ’ αρχίδια! α. άφησε με ήσυχο, μη με ενοχλείς, παράτα με: «αμάν, ρε παιδάκι μου, μ’ αυτή τη γκρίνια σου, κλάσε μας επιτέλους τ’ αρχίδια να τελειώνουμε!». β. δε μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε φοβάμαι. (Λαϊκό τραγούδι: στρείδι, μύδι, Παλαμήδι· μπάτσοι, κλάστε μας τ’ αρχίδι // μάγκες πιάστε τα γεφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κόβω τ’ αρχίδια μου, στοιχηματίζω ότι αυτό που λέω είναι πέρα για πέρα σωστό ή πέρα για πέρα αληθινό: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, κόβω τ’ αρχίδια μου». Έκφραση που προσδίδει απόλυτη βεβαιότητα στα λεγόμενα κάποιου άντρα, γιατί είναι πολύ υποτιμητικό γι’ αυτόν να μείνει χωρίς αρχίδια. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρατάει τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια·
- κρέμομαι απ’ τ’ αρχίδια του, είμαι εντελώς υποχείριό του, γενικά η επιτυχία μου εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν: «πώς να του πάω κόντρα, αφού κρέμομαι απ’ τ’ αρχίδια του!»·
- λιάζω τ’ αρχίδια μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «οι άλλοι σκοτώνονται στη δουλειά κι αυτός λιάζει τ’ αρχίδια του»·
- μας έπρηξες τ’ αρχίδια ή μου ’πρηξες τ’ αρχίδια, α. με εκνεύρισες πάρα πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις σου, ιδίως για ασήμαντα πράγματα, ή με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με τις συνεχείς παρεμβάσεις σου πάνω στο θέμα στο οποίο αναφέρομαι: «μην έρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και μου ζητάς αυτές τις αηδίες, γιατί μου ’πρηξες τ’ αρχίδια || σταμάτα, ρε παιδάκι μου, να με διακόπτεις κάθε τόσο, γιατί μου ’πρηξες τ’ αρχίδια». β. με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με την επιμονή σου πάνω στο ίδιο θέμα για το οποίο έχω αντίθετη γνώμη, αντίθετη άποψη: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θα ’ρθω και πάψε να επιμένεις άλλο, γιατί μας έπρηξες τ’ αρχίδια». γ. έγινες πολύ ενοχλητικός με την γκρίνια σου, με την πολυλογία σου: «βούλωστο, επιτέλους, γιατί μας έπρηξες τ’ αρχίδια μ’ αυτή την πάρλα σου». δ. με έφερες σε δύσκολη θέση, με ταλαιπώρησες μέχρι να ενδώσεις: «μια χάρη σου ζήτησα κι εγώ στα τόσα χρόνια και μέχρι να μ’ εξυπηρετήσεις μας έπρηξες τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μας τα ’κανες καρπούζια / μας τα ’κανες κουδούνια / μας τα ’κανες μπαρντάκια / μας τα ’πρηξες·
- μας έσπασες τ’ αρχίδια ή μου ’σπασες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μας ζάλισες τ’ αρχίδια ή μου ζάλισες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μας σκότισες τ’ αρχίδια ή μου σκότισες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αρχίδια ή μη μου ζαλίζεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια, παρακλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα: «ό,τι θέλεις να πάρεις, πάρ’ το και μη μας πρήζεις κάθε τόσο τ’ αρχίδια || κάνε, επιτέλους, αυτό που σου λέω και μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μου ζαλίζεις τον έρωτα / μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό·
- μη μας σκοτίζεις τ’ αρχίδια ή μη μου σκοτίζεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μη μας σπας τ’ αρχίδια ή μη μου σπας τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μου ’κλασε τ’ αρχίδια, δεν έκανε τίποτα από όλα εκείνα που απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου ’κλασε τ’ αρχίδια»·
- μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια, μου δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα: «όταν τον γνώρισα, μου διαβεβαίωνε πως θα μου δώσει μια θέση στη δουλειά του, αλλά όταν πήγα και του τη ζήτησα, μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι νιώθει οδυνηρό πόνο ο άντρας, όταν δέχεται κλοτσιά στα αρχίδια του·
- μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια, α. ασχολείται ή συγκρίνει εντελώς ανόμοια πράγματα ή υποθέσεις, ενεργεί παράλογα: «πώς να μην αποτύχει στη δουλειά του, απ’ τη στιγμή που μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια;». β. βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση: «έχασε ο φουκαράς ένα κάρο λεφτά στο χρηματιστήριο και τώρα μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια». Συνών. κρίνει μήλα με πορτοκάλια / μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα ή μπερδεύει τη γραβάτα με το σώβρακο / μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες·
- μπλέκει τ’ αρχίδια με τα μύδια, βλ. φρ. μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια·
- να μου κοπούν τ’ αρχίδια, όρκος που δίνει ένας άντρας για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «αν σου λέω ψέματα, να μου κοπούν τ’ αρχίδια». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα να μην έχει αρχίδια·
- ξύνει τ’ αρχίδια του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «απ’ το πρωί πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και ξύνει τ’ αρχίδια του». β. συμπεριφέρεται προσβλητικά, περιφρονητικά στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε μόνο και μόνο για να τον δούμε κι αυτός απ’ τη στιγμή που μας είδε ξύνει τ’ αρχίδια του». Συνών. ξύνει τον κώλο του·
- ξύσ’ τ’ αρχίδια σου, κάνε ό,τι θέλεις, ό,τι καταλαβαίνεις, δε με ενδιαφέρει: «αφού δεν άκουγες μέχρι τώρα τις συμβουλές μου, μη με ρωτάς τι θα κάνεις. Ξύσ’ τ’ αρχίδια σου». Συνήθως έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει απεγνωσμένος: τι να κάνω ή τι θα κάνω τώρα· αδιαφόρησε: «πολύ στενοχωριέμαι γι’ αυτόν τον άνθρωπο. -Ξύσ’ τ’ αρχίδια σου, γιατί δεν αξίζει». Συνήθως στη δεύτερη περίπτωση της φρ. προτάσσεται το μωρέ ή το βρε ή το ρε·
- ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, α. επιτείνει την έννοια της παραπάνω φράσης. β. λέγεται και με ειρωνική ή επιθετική διάθεση σε άτομο που μας ενοχλεί συνεχώς με παραδοξολογίες ή φορτικές απαιτήσεις: «ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, που έβγαλες γκόμενα αυτή τη θεά! || ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, που θα σου δανείσω πέντε εκατομμύρια». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- πάρ’ έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα ένα αρχίδι·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! επιτείνει την έκφραση κλάσε μας τ’ αρχίδια(!)·
- πήρα έν’ αρχίδι, βλ. φρ. πήρα τ’ αρχίδια μου·
- πήρα τ’ αρχίδια μου, δεν αποκόμισα κανένα κέρδος, κανένα όφελος, δεν πήρα τίποτα: «είχα την εντύπωση πως θα ’παιρνα κανένα φράγκο για τη βοήθεια που τους πρόσφερα, αλλά στο τέλος πήρα τ’ αρχίδια μου»·
- πιάσ’ έν’ αρχίδι, βλ. συνηθέστ. τσίμπα ένα αρχίδι·
- πρήζει αρχίδια, είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «μην τον ξαναφέρεις αυτόν τον άνθρωπο στην παρέα, γιατί πρήζει αρχίδια»·
- σπάει αρχίδια, α. είναι πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ ωραίος, παρά πολύ εντυπωσιακός: «έπιασα μια γκόμενα, που σπάει αρχίδια». β. είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «σπάει αρχίδια μέχρι ν’ αποφασίσει να κάνει αυτό που του λες». γ. (για πράγματα) που προξενεί μεγάλη εντύπωση για την άριστη ή την πανάκριβη κατασκευή του: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο που σπάει αρχίδια»·
- στ’ αρχίδια μας! ή στ’ αρχίδια μου! δε με μέλει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στ’ αρχίδια μου, αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει ο τάδε! || στ’ αρχίδια μου ποιο κόμμα θα πάρει την κυβέρνηση!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να πέφτει κάθετα με την κόψη της και δείχνει το σημείο εκείνο του κορμιού, όπου βρίσκονται τα αρχίδια. Πολλές φορές, αντί της φρ. παρατηρείται μόνο η χειρονομία. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Τα τελευταία χρόνια με την ίδια έννοια ακούγεται και από τις γυναίκες και παρατηρείται πολλές φορές και η ίδια χειρονομία. Συνών. στ’ αβγά μας! ή στ’ αβγά μου! / στ’ απαυτά μας! ή στ’ απαυτά μου! / στ’ αποτέτοια μας! ή στ’ αποτέτοια μου! / στ’ αρχαία μας! ή στ’ αρχαία μου! / στ’ αυτά μας! ή αυτά μου! / στα καρύδια μας! ή στα καρύδια μου! / στα μπαλάκια μας! ή στα μπαλάκια μου! / στα παπάρια μας! ή στα παπάρια μου! / στα τέτοια μας! ή στα τέτοια μου! / στα φρύδια μας! ή στα φρύδια μου! / στους όρχεις μας! ή στους όρχεις μου(!)·
- στ’ αρχίδια μας και δέκα αβγά Τουρκίας! ή στ’ αρχίδια μου και δέκα αβγά Τουρκίας! Επιτείνει την έννοια της παραπάνω έκφρασης·
- στ’ αρχίδια μας και μας, Κωστής Παλαμάς! ειρωνική ή επιθετική απάντηση σε κάποιον που απαντά σε αυτά που του λέμε με το στ’ αρχίδια μας! Το όνομα του ποιητή, μόνο και μόνο για να κάνει ρίμα με το και μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·    
- στ’ αρχίδια μας (μου) και πάνω τούρλα ή στ’ αρχίδια μας (μου) κι απάνω τούρλα, έκφραση με την οποία επιτείνουμε την έννοια της φρ. στ’ αρχίδια μας(!)·
- τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως, επιτείνει την έννοια του επιφωνήματος αρχίδια(!)·
- τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «όπως έγινε σήμερα η ζωή μας, τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «πάψε να μιλάς, γιατί αυτά μου λες τα γράφω στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι· 
- τον γράφω στ’ αρχίδια μου ή τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε, πάντως εγώ τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν θελήσει ν’ αναμετρηθεί μαζί μου να του πεις πως τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο (γι’ αυτό και δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει): «τον είχε τέτοιο άχτι, που μόλις τον συνάντησε τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια». Συνών. τον έγδαρε ζωντανό (α) / τον κρέμασε ανάποδα / τον κρέμασε απ’ το λαιμό / τον κρέμασε στο μεσιανό κατάρτι·
- τρίβω τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. ξύνω τ’ αρχίδια μου·
- τρώω τ’ αρχίδια μου, αποτυχαίνω να πραγματοποιήσω το σκοπό που επιδιώκω: «κάθε φορά που είναι να πάρω μια μεγάλη δουλειά, κάτι συμβαίνει και τρώω τ’ αρχίδια μου || της έκανα πρόταση να τα φτιάξουμε κι έφαγα τ’ αρχίδια μου»·
- τσάκο έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα έν’ αρχίδι·
- τσίμπα έν’ αρχίδι, δεν παίρνεις τίποτα, δεν αποκομίζεις το παραμικρό όφελος, την έπαθες, την πάτησες, ξεγελάστηκες: «αφού δε με πίστεψες πως θα είχε κέρδος η δουλειά, τσίμπα έν’ αρχίδι»· βλ. και φρ. φάε τ’ αρχίδια μου·
- τώρα πιάσε μας τ’ αρχίδια ή τώρα πιάσε μου τ’ αρχίδια, ειρωνική έκφραση σε άτομο που το ξεγελάσαμε, που το εξαπατήσαμε: «τώρα που σου πήρα τα λεφτά, πιάσε μας τ’ αρχίδια»·
- φάε έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα έν’ αρχίδι·
- φάε τ’ αρχίδια μου, έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που, ενώ ήταν να αποκομίσει κάποια αμοιβή ή παροχή, από καθαρά δική του ευθύνη δεν την αποκόμισε: «αφού δεν ήσουν ακριβώς την ώρα που γινόταν η πληρωμή, φάε τ’ αρχίδια μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·
- φτύσ’ στ’ αρχίδια σου! ή φτύσ’ τ’ αρχίδια σου! μη σε νοιάζει, μη σε απασχολεί διόλου: «αφού δεν αξίζει ο τύπος, φτύσ’ τ’ αρχίδια σου που κάθεσαι και στεναχωριέσαι!»·
- χαϊδεύω τ’ αρχίδια μου, α. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «απ’ το πρωί πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και χαϊδεύει τ’ αρχίδια του». β. συμπεριφέρομαι προσβλητικά, περιφρονητικά στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να τον συμβουλέψουμε κι αυτός απ’ την ώρα που ήρθαμε χαϊδεύει τ’ αρχίδια του».

αστροναύτης

αστροναύτης, ο, ουσ. [<άστρο + ναύτης], ο αστροναύτης·
- θα γίνω αστροναύτης, ειρωνική υπόσχεση σε κάποιον που υποστηρίζει πως μπορεί να πραγματοποιήσει κάτι, το οποίο όμως είμαστε απόλυτα σίγουροι πως είναι εντελώς δύσκολο για τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του: «αν θα μπορέσεις να κάνεις εσύ αυτό που λες, θα γίνω αστροναύτης»,  δηλ. όσο μπορώ να γίνω εγώ αστροναύτης, άλλο τόσο και εσύ μπορείς να πραγματοποιήσεις αυτό που λες. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται τονισμένο το εγώ, με το δείκτη να χτυπάει δυο τρεις φορές πάνω στο στέρνο.

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

βαζελίνη

βαζελίνη, η, ουσ. [<γαλλ. vaseline (= φαρμακευτική λιπαρή αλοιφή], η βαζελίνη·
- θα σε πηδήξω χωρίς βαζελίνη, θα σου επιβάλλω άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε πηδήξω χωρίς βαζελίνη». Από το ότι η επάλειψη του πρωκτού με βαζελίνη έχει ως αποτέλεσμα την εύκολη και ανώδυνη είσοδο του πέους·
- μας πήδηξε χωρίς βαζελίνη ή με πήδηξε χωρίς βαζελίνη, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, με έφερε σε δυσχερέστατη θέση: «έκανε ο έφορος έλεγχο στα βιβλία μου και με πήδηξε χωρίς βαζελίνη». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει μεγάλο πόνο, όταν του επιβάλλουν τη σεξουαλική πράξη από πίσω χωρίς βαζελίνη. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του

βαλβίδα

βαλβίδα, η, ουσ. [<αρχ. βαλβίς], η βαλβίδα. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα: «σφίξε, ρε παιδάκι μου, λίγο τη βαλβίδα σου, γιατί μας βρωμοκόπησες με τις κλανιές σου»·
- βάρεσα βαλβίδα, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να βαράει γέρο άνθρωπο, βάρεσα βαλβίδα και τον έσπασα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- θα σου ανοίξω τη βαλβίδα, (απειλητικά) θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα μου στο στόμα σου, θα σ’ ανοίξω τη βαλβίδα». Συνών. θα σου ανοίξω τη σούφρα / θα σου ανοίξω την κλανιά / θα σου ανοίξω τον κλανιά / θα σου ανοίξω τον κώλο·
- του (της) άνοιξα τη βαλβίδα, του (της) επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, και κατ’ επέκταση, τον (την) τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι και τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τη βαλβίδα || από καιρό δεν τον χώνευα και με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τη βαλβίδα». Συνών. του (της) άνοιξα τη σούφρα / του (της) άνοιξα την κλανιά / του (της) άνοιξα τον κλανιά / του (της) άνοιξα τον κώλο·
- χτύπησε βαλβίδα, α. εξαντλήθηκε και εγκατέλειψε κάποια προσπάθειά του, βγήκε νοκάουτ: «κουβάλησε τόσα πολλά σακιά, που στο τέλος χτύπησε βαλβίδα κι έκατσε να ξεκουραστεί». β. βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, χτύπησε βαλβίδα ο φουκαράς». Από το ότι, αν χαλάσει η βαλβίδα της μηχανής του αυτοκινήτου, τότε αυτή παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα κατά τη λειτουργία της. Συνών. χτύπησε μπιέλα / χτύπησε τιλτ.

βαλβολίνη

βαλβολίνη, η, ουσ. [<ιταλ. valvolina], συνήθως στον πλ. οι βαλβολίνες, λιπαντικό ορυκτέλαιο που χρησιμοποιείται στις μηχανές: «στο πρώτο βενζινάδικο, θ’ αλλάξω και τις βαλβολίνες της μηχανής τ’ αυτοκινήτου μου»·
- θα σου αλλάξω τις βαλβολίνες, α. (απειλητικά) θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «καλόμαθες στην τεμπελιά, αλλά, αν σε πάρω στη δουλειά μου, θα σου αλλάξω τις βαλβολίνες». β. θα σε δείρω άγρια και κατ’ επέκταση, θα σε κατανικήσω: «αν παλέψεις μαζί μου, θα σου αλλάξω τις βαλβολίνες»·
- του αλλάζω τις βαλβολίνες, α. τον καταταλαιπωρώ, τον καταβασανίζω: «απ’ τη μέρα που τον πήρα στη δουλειά μου, του αλλάζω τις βαλβολίνες κάθε μέρα». Από το ότι είναι κόπος για τον υπάλληλο του βενζινάδικου να αλλάξει τις βαλβολίνες της μηχανής του αυτοκινήτου. β. (για πράγματα) το καταστρέφω εντελώς: «μαζεύτηκαν όλοι οι φίλοι του γιου μου στο σαλόνι και του άλλαξαν τις βαλβολίνες || του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και του άλλαξε τις βαλβολίνες». 

βαλίτσα

βαλίτσα κ. βαλίτζα, η, ουσ. [<γαλλ. valise <ιταλ. valigia], η βαλίτσα· (στη γλώσσα της αργκό) η σύζυγος: «όπου και να πάει, κουβαλάει μαζί και τη βαλίτσα του»·
- θα πάει μακριά η βαλίτσα; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτή η αφόρητη κατάσταση, αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «τι θα γίνει, ρε φίλε, θα πάει μακριά η βαλίτσα μ’ αυτή την γκρίνια σου!». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ξηγιέμαι πάντα φίνα στα καπρίτσια σου κι αν πολύ μακριά την πάω τη βαλίτσα σου). Από την εικόνα του αχθοφόρου, που κουβαλάει τη βαλίτσα κάποιου και κάθε τόσο τον ρωτάει αν θα συνεχίσει για πολύ ακόμα να τη μεταφέρει. Συνών. θα πάει μακριά η δουλειά; / θα πάει πολύ μακριά(;)·
- πάει μακριά η βαλίτσα, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πρέπει επιτέλους να τελειώσεις κάποτε αυτή τη δουλειά, γιατί πάει μακριά η βαλίτσα». (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου κι άλλαξε μυαλά και κατάλαβε καλά πως μακρύτερα δεν πάει η βαλίτσα). Συνών. πάει μακριά η δουλειά / πάει πολύ μακριά·
- παίρνω τη βαλίτσα μου (ενν. και φεύγω), παίρνω τα προσωπικά μου είδη και εγκαταλείπω ένα δεσμό ή διαλύω ένα γάμο: «αν συνεχιστεί αυτή η γκρίνια, εγώ παίρνω τη βαλίτσα μου και φεύγω». (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα μου μανίτσα μου, θα πάρω τη βαλίτσα μου, θα πάρω τη βαλίτσα μου και θα την κοπανήσω)·
- πού θα πάει η βαλίτσα; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου  που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει η βαλίτσα να ’ρχεσαι κάθε τόσο και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει η βαλίτσα να παρατάς το σπίτι σου και να τρέχεις με τις παρδαλές; || πού θα πάει η βαλίτσα μ’ αυτή τη γκρίνια σου;». (Λαϊκό τραγούδι: μάσα ξάπλα τεμπελιά κι ούτε σκέψη για δουλειά, πού θα πάει τέλος πάντων η βαλίτσα;). Συνών. πού θα πάει αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτή η δουλειά; / πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτό το βιολί; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς;

βερίκοκο

βερίκοκο, το, ουσ. [<μτγν. βερίκοκον <λατιν. praecox (= πρώιμος) ή αραβ. berkuk], το βερίκοκο·
- θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο, α. μόνο αν καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα μάθεις τις πραγματικές δυσκολίες της: «έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, γιατί, μόνο αν προσπαθήσεις κι εσύ να πουλήσεις το συγκεκριμένο προϊόν, θα δεις τι εστί βερίκοκο». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «όσο σ’ έτρεφε ο πατέρας σου, τα ’βλεπες όλα ρόδινα, απ’ τη στιγμή όμως που έκανες δική σου οικογένεια, θα δεις τι εστί βερίκοκο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας ή θα μάθεις πόσα είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι·
- θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν τολμήσεις να ενοχλήσεις την αδερφή μου, θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας ή θα σου μάθω πόσα είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι·  
- κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο, βλ. λ. κουκούτσι.

βίδα

βίδα, η, ουσ. [<βενετ. vida], η βίδα. 1. η λόξα, η μανία, η μονομανία: «είναι γνωστή η βίδα του για τη συλλογή γραμματοσήμων». 2. η τρέλα: «τέτοια βίδα δεν έχω ξαναδεί σε άνθρωπο». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- γίναμε βίδες, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «είχαμε παλιές διαφορές και μόλις συναντηθήκαμε, γίναμε βίδες». Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- γίνομαι βίδες, παθαίνω πολλαπλά κατάγματα, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «τράκαρε στην εθνική οδό κι έγινε βίδες»·
- είναι βίδα, είναι τρελός, ανισόρροπος ή πολύ ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί είναι βίδα || μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί είναι βίδα»·
- έχει βίδα, α. έχει κάποια λόξα, κάποια μανία, κάποια μονομανία: «έχει βίδα με τ’ αγωνιστικά αυτοκίνητα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι τρελό, ανισόρροπο: «δεν τον κοντράρει κανένας, γιατί έχει βίδα»·
- έχει λασκαρισμένη βίδα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι τρελό, ανισόρροπο: «δεν τον παίρνει κανένας μας στα σοβαρά, γιατί έχει λασκαρισμένη βίδα ο άνθρωπος»·
- θα γίνουμε βίδες, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να καθίσει φρόνιμα ή να πάψει να μας ενοχλεί ή να ασχολείται μαζί μας, γιατί αλλιώς θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «πάψε να μ’ ενοχλείς κάθε τόσο, γιατί θα γίνουμε βίδες»·
- θα μου λασκάρει η βίδα, βλ. φρ. θα μου στρίψει η βίδα·
- θα μου ξελασκάρει η βίδα, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει η βίδα·
- θα μου στρίψει η βίδα, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, θα τρελαθώ: «τέλος του μηνός έχω να πληρώσω ένα σωρό χρέη και θα μου στρίψει η βίδα, γιατί δεν έχω ούτε δραχμή»·
- θα τα κάνω βίδες, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να καθίσει φρόνιμα, να πάψει να μας ενοχλεί ή να ασχολείται μαζί μας, γιατί θα προκαλέσουμε μεγάλη καταστροφή στο χώρο στον οποίο βρισκόμαστε: «άσε με στην ησυχία μου, γιατί θα τα κάνω βίδες εδώ μέσα»·
- μου λασκάρει η βίδα ή λασκάρει η βίδα μου, βλ. φρ. μου στρίβει η βίδα·
- μου ξελασκάρει η βίδα ή ξελασκάρει η βίδα μου, βλ. συνηθέστ. μου στρίβει η βίδα·
- μου στρίβει η βίδα ή στρίβει η βίδα μου,α. τρελαίνομαι, παραφρονώ: «πώς να μη μου στρίψει η βίδα με τόσες στενοχώριες που με βασανίζουν!». β. συμπεριφέρομαι ακατανόητα, ανισόρροπα, παράλογα: «όταν μου στρίβει η βίδα, δεν ξέρω τι κάνω || πρόσεχε, γιατί όταν στρίβει η βίδα μου γίνομαι πολύ επικίνδυνος»·
- τα κάνω βίδες, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, τα κάνω άνω κάτω: «ήρθε αγριεμένος στο μαγαζί, και τα ’κανε βίδες». Από την εικόνα του μηχανικού που, όταν αποσυνδέει ένα μηχάνημα, αφήνει τις βίδες άτακτα εδώ κι εκεί·
- το κάνω βίδες, α. (για μηχανήματα) το αποσυνδέω εντελώς, το διαλύω: «το ’κανε βίδες το μηχάνημα, για να βρει πού ήταν η βλάβη». Έχει όμως και την έννοια κατέχω πάρα πολύ καλά τη δομή ενός μηχανήματος, που το αποσυναρμολογώ εντελώς και το συναρμολογώ με μεγάλη ευχέρεια. β. (για αυτοκίνητα) το καταστρέφω εντελώς: «τράκαρε με τ’ αυτοκίνητο και το ’κανε βίδες»·
- τον έκανε βίδες, τον έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησε: «τον έπιασε έξω απ’ το ουζερί και τον έκανε βίδες»·
- του λάσκαρε βίδα ή του λάσκαρε η βίδα ή του λασκάρισε μια βίδα, βλ. φρ. του ’στριψε βίδα·
- του ξελάσκαρε βίδα ή του ξελασκάρισε η βίδα ή του ξελασκάρισε μια βίδα, βλ. φρ. του ’στριψε βίδα·
- του λείπει βίδα ή του λείπει η βίδα ή του λείπει μια βίδα, είναι τρελός, ανισόρροπος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί του λείπει βίδα τ’ ανθρώπου». Από την εικόνα του μηχανήματος που παύει να λειτουργεί φυσιολογικά, όταν του λείπει κάποια βίδα·
- του ’στριψε βίδα ή του ’στριψε η βίδα ή του ’στριψε μια βίδα, ενεργεί παράλογα, παράξενα, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «είχε τόσα βάσανα, που στο τέλος του ’στριψε η βίδα και τώρα παριστάνει το Μέγα Ναπολέοντα». Από την εικόνα του μηχανήματος που παύει να λειτουργεί κανονικά, όταν στρίψει, λασκάρει κάποια βίδα από την κανονική της θέση·
- του ’φυγε βίδα ή του ’φυγε η βίδα ή του ’φυγε μια βίδα, βλ. φρ. του λείπει βίδα. (Τραγούδι: Αχ, μητέρα Ελλάδα, comparsita νόμισες θα μάθω τάξη και διαγωγή μου ’φυγε η βίδα, έμαθα και είδα μόνο λούφα και παραλλαγή).   

Βιετνάμ

Βιετνάμ, το, ουσ. [στα βιετναμέζικα Viet-Nam], το Βιετνάμ·
- έγινε Βιετνάμ, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «όταν αρπάχτηκαν οι δυο παρέες στα χέρια, έγινε Βιετνάμ μέσα στο μαγαζί». Αναφορά στον καταστρεπτικότατο πόλεμο του Βιετνάμ. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / έγινε Λίβανος / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·
- θα γίνει Βιετνάμ, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα γίνει Βιετνάμ». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας.

βιολί

βιολί, το, ουσ. [<βενετ. violin], το βιολί. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) η επίμονη ενασχόληση με κάτι, η μονομανία, το χόμπι: «αμάν, αυτό το βιολί, κάθε βράδυ στα μπουζούκια! || τι βιολί που του κόλλησε ξαφνικά με τη συλλογή των γραμματοσήμων!». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι, της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). β. επαναλαμβανόμενη μέθοδος, τακτική, επαναλαμβανόμενο μέσο για εξαπάτηση: «άσε το βιολί, γιατί μια φορά την πάτησα!». 2. στον πλ. τα βιολιά, οι βιολιστές ή κέντρο διασκεδάσεως με ορχήστρα που αποτελείται αποκλειστικά από βιολιά: «το βράδυ πήγαμε και διασκεδάσαμε στα βιολιά». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, πού είναι εκείνα τα παλιά κι εκείνη η νοστιμάδα, που εγλεντούσα με βιολιά κι όλο με αμαξάδα)· βλ. και λ. βιόλα. Υποκορ. βιολάκι, το. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- άλλα βιολιά τώρα ή άλλο βιολί τώρα, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ενεργεί ή συμπεριφέρεται διαφορετικά από ό,τι συνήθως ενεργούσε ή συμπεριφερόταν: «όποιος μου κλαιγόταν, του ’δινα δανεικά, αλλά επειδή δεν άκουσα ποτέ ευχαριστώ από κανέναν, άλλα βιολιά τώρα και τα δανεικά κομμένα»·
- αλλάζω βιολί, ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «όταν βλέπω πως δε με υπολογίζει κάποιος, αλλάζω βιολί και του συμπεριφέρομαι ανάλογα». (Λαϊκό τραγούδι: θα τ’ αλλάξω το βιολί θα ρεφάρω κι όπως πριν θα ’μαι στην πένα, θα τ’ αλλάξω το βιολί, και θα ντρέπομαι πολύ να πονώ για μια γυναίκα σαν και σένα).Συνών. αλλάζω δρόμο (α) / αλλάζω σκοπό / αλλάζω τακτική·   
- αν ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί, βλ. λ. ψωλή·
- αν ήταν το μουνί βιολί, θα το είχανε πολλοί, βλ. λ. μουνί·
- αρχίζω το ίδιο βιολί, βλ. φρ. βαράω το ίδιο βιολί. (Λαϊκό τραγούδι: βρε Παντελή, βρε Παντελή, ξανά μανά μου άρχισες το ίδιο το βιολί
- βαράω το βιολί μου, α. συνεχίζω ανεπηρέαστος την εργασία μου: «ό,τι και να γίνεται, αυτός βαράει το βιολί του». β. επιμένω στα ίδια λόγια, επαναλαμβάνω τα ίδια λόγια: «ύστερα από τόσες πιέσεις, εξακολουθεί να βαράει το βιολί του»·
- βαράω το ίδιο βιολί, α. εξακολουθώ να ασχολούμαι με την ίδια εργασία που έκανα και παλιότερα: «έχω να τον δω πολύ καιρό, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, είναι πάλι στα λεμονάδικα και βαράει το ίδιο βιολί». β. επιμένω συνέχεια στα ίδια λόγια, επαναλαμβάνω συνέχεια τα ίδια λόγια: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια κι αυτός ακόμα βαράει το ίδιο βιολί». γ. επιμένω, εμμένω στην αρχική μου άποψη: «του φέραμε ένα σωρό χειροπιαστές αποδείξεις, όμως αυτός δεν αλλάζει γνώμη κι επιμένει να βαράει το ίδιο βιολί»·
- δεν ξέρω τι βιολί βαράει, δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται δραστήριος άνθρωπος, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι βιολί βαράει»· δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «με μια πρώτη ματιά φαίνεται καλός άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ξέρω τι βιολί βαράει». Συνών. δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ρόλο παίζει / δεν ξέρω τι ώρες κάνει·
- εγώ τι βιολί βαράω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι βιολί βαράω σ’ αυτό το εργοστάσιο κι όλοι ζητάνε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι καπνό φουμάρω! / εγώ τι ρόλο παίζω! / εγώ τι ώρες κάνω(!)·
- εγώ τι βιολί βαράω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου συμμετοχή, η ουσιαστική μου συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση(;); «ο ένας ανέλαβε τη διοίκηση προσωπικού, ο άλλος ανέλαβε τις παραγγελίες, εγώ, ρε παιδιά, τι βιολί βαράω;». Συνών. εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ρόλο παίζω; / εγώ τι ώρες κάνω(;)·
- εδώ μπαίνουν τα βιολιά, ειρωνική έκφραση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει με τα λόγια του: «ήταν μια πανέμορφη γυναίκα και μόλις της ζήτησα να τα φτιάξουμε δέχτηκε με το πρώτο. -Εδώ μπαίνουν τα βιολιά». Από το ότι η ομαδική είσοδος των βιολιών σε μια συμφωνική εκτέλεση είναι εντυπωσιακή·
- η κοιλιά μου παίζει βιολί, βλ. λ. κοιλιά·
- θα κρατήσει πολύ ακόμη αυτό το βιολί; βλ. φρ. πού θα πάει αυτό το βιολί(;)·
- κακό βιολί, κατάσταση ή συνήθεια που εγκυμονεί κινδύνους ή που προκαλεί δυσφορία: «είναι πολύ κακό βιολί τα ναρκωτικά || τι κακό βιολί κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». (Λαϊκό τραγούδι: κακό βιολί αρχίσαμε, βρε μάγκισσα που λες, τον τσακωμό τον πήραμε θαρρώ σχοινί γαϊτάνι
- κι αυτός το βιολί του, α. εξακολουθεί να ασχολείται ανεπηρέαστος με αυτό που τον ευχαριστεί: «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το βιολί του». β. επιμένει στο ίδιο πράγμα, επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια λόγια χωρίς να επηρεάζεται από τίποτα, βαράει το ίδιο βιολί: «του φέραμε ένα σωρό αποδείξεις για την αθωότητά μας κι αυτός το βιολί του, πως είμαστε τάχα ένοχοι»· βλ. και φρ. ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του·
- κι εμείς τι βιολί βαράμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι ή να βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος της βδομάδας χάθηκα . -Κι εμείς τι βιολί βαράμε! || δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι βιολί βαράμε!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ρόλο παίζουμε! / κι εμείς τι ώρες κάνουμε(!)·  
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, α. δεν επηρεάζεται από τίποτα και εξακολουθεί να ασχολείται απερίσπαστος με αυτό που τον ευχαριστεί: «σεισμός να γίνει, καταποντισμός να γίνει, ό,τι και να γίνει αυτός, το βιολί του». β. δεν αλλάξει γνώμη με τίποτα και εμμένει στην αρχική του απόφαση: «κάναμε τα πάντα να του αλλάξουμε γνώμη, τι άλλο να γίνει! Ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του». γ. δεν ενδιαφέρεται καθόλου για όσα κακά συμβαίνουν γύρω του: «υπάρχει τόση δυστυχία γύρω του και καθημερινά παίζονται τόσα δράματα, αλλά, ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του». Συνών. ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του·
- πάω στα βιολιά ή πηγαίνω στα βιολιά, συνηθίζω να πηγαίνω για διασκέδαση σε κέντρα, όπου η ορχήστρα αποτελείται από βιολιά, από βιολιστές: «εσένα σ’ αρέσει να πηγαίνεις στα μπουζούκια, εμένα όμως μ’ αρέσει να πηγαίνω στα βιολιά»·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «που θα πάει αυτό το βιολί να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || που θα πάει αυτό το βιολί να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτό το βιολί κάθε μεσημέρι, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτή η δουλειά; / πού θα πάει αυτή η κατάσταση / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·
- πρώτο βιολί, α. ο αρχιεργάτης: «τον έχω στη δουλειά μου πρώτο βιολί». Από το ότι σε μια ορχήστρα ως πρώτο βιολί ορίζεται ο πιο ικανός, ο πιο δεξιοτέχνης. β. αυτός που παίζει το σπουδαιότερο ρόλο σε μια υπόθεση, αυτός που έχει το πρόσταγμα: «μετά τον υπουργό, το πρώτο βιολί σ’ αυτό το υπουργείο, είναι ο τάδε»·
- τι βιολί βαράει; α. με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση(;): «φαίνεται δραστήριος άνθρωπος, αλλά τι βιολί βαράει;». β. τι είδος άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «φαίνεται καλός άνθρωπος, αλλά τι βιολί βαράει;». Συνών. πώς μετράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει; / τι ώρες κάνει(;)·
- τι βιολί είν’ αυτό! βλ. φρ. τι βιόλα είν’ αυτή! λ. βιόλα·
- το βιολί βιολάκι, επιμονή στην ίδια αντίληψη, στην ίδια τακτική, στην ίδια νοοτροπία, ιδίως αρνητική: «όλοι του λέμε πως το κάπνισμα βλάπτει την υγεία, αλλ’ αυτός το βιολί βιολάκι», δηλ. εξακολουθεί να καπνίζει. (Λαϊκό τραγούδι: σήκω εσύ να κάτσω εγώ, σώπα εσύ να πω εγώ, φύγ’ εσύ να μείνω εγώ και το βιολί βιολάκι).

βίος

βίος, ο, ουσ. [<αρχ. βίος]. 1. η ζωή, η διάρκεια της ζωής: «σ’ όλον το βίο του προσπάθησε να ζήσει τίμια». 2. ο τρόπος που ζει και συμπεριφέρεται ένας άνθρωπος σε έναν τομέα της κοινωνικής του ζωής: «στον κοινωνικό του βίο υπήρξε άμεμπτος || στο συζυγικό του βίο ήταν ευτυχισμένος || στον πολιτικό του βίο απέτυχε παταγωδώς». 3. η βιογραφία, ιδίως αξιόλογων προσώπων: «οι βίοι αγίων || οι βίοι των μεγάλων κατακτητών || οι βίοι των μεγάλων εξερευνητών || οι βίοι μεγάλων ανδρών της αρχαιότητας». (Βέβαια ο καθένας μπορεί να ασχοληθεί με τη βιογραφία κάποιου, αν τον νομίζει ή τον θεωρεί αξιόλογο, ή και με την προσωπική του βιογραφία, την αυτοβιογραφία του)·
- βίοι παράλληλοι, λέγεται για πρόσωπα που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους: «μιμούμενος τον αρχαίο Πλούταρχο, συγγράφει ένα βιβλίο με τους παράλληλους βίους των αρχηγών των δυο μεγάλων κομμάτων»·
- βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν), ευχή σε νεόνυμφους να περάσουν τη ζωή τους χωρίς δυσκολίες και προβλήματα, να περάσουν τη ζωή τους με χαρά και ευτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: βίος ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων
- βίος αβίωτος, που δεν μπορεί κανείς να τον ζήσει, ο αφόρητος: «με τόση φτώχεια ζούσε ένα βίο αβίωτο»·
- διά βίου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής: «έζησαν διά βίου αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι»·
- είναι βίος και πολιτεία, έχει ζήσει έντονα τη ζωή του μέσα στην κραιπάλη και στην παρανομία: «αυτόν τον άνθρωπο να τον προσέχεις, γιατί είναι βίος και πολιτεία». Πρβλ.: ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (τίτλος μυθιστορήματος του Ν. Καζαντζάκη)·
- θα σου κάνω το βίο αβίωτο, απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα τον ταλαιπωρήσουμε, θα τον βασανίσουμε τόσο πολύ, που να μην αντέχει άλλο τη ζωή του: «αν εξακολουθήσεις να ενοχλείς την κόρη μου, θα σου κάνω τον βίο αβίωτο»·
- μου ’γινε ο βίος αβίωτος, είναι η ζωή μου γεμάτη βάσανα, δυσκολίες και ταλαιπωρίες, γι’ αυτό μου έγινε αφόρητη: «με τόσες απανωτές ατυχίες μου ’γινε ο βίος αβίωτος»·
- μου ’κανε το βίο αβίωτο, με ταλαιπώρησε, με βασάνισε τόσο πολύ, που δεν αντέχω άλλο τη ζωή μου: «είναι τόσο γκρινιάρα η γυναίκα μου, που μου ’κανε το βίο αβίωτο με την γκρίνια της»·
- ο πρότερος έντιμος βίος, ο έντιμος τρόπος που έζησε και συμπεριφέρθηκε γενικά ένας άνθρωπος πριν από την τέλεση κάποιας κολάσιμης πράξης: «το δικαστήριο κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο, αλλά λόγω προτέρου εντίμου βίου του επιβάλλει ένα χρόνο φυλάκιση με τριετή αναστολή».

βουλώνω

βουλώνω, ρ. [<μσν. βουλλώνω <βούλλα], βουλώνω· πωματίζω, ταπώνω: «επειδή υπήρχε ακόμα λίγο κρασί στο μπουκάλι, το βούλωσε και το ’βαλε στο ψυγείο». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- βουλώνω πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- βουλώνω τρύπες, βλ. λ. τρύπα·
- βούλωσ’ το! (ενν. το στόμα σου), (προστακτικά ή απειλητικά) πάψε, μη μιλάς: «βούλωσ’ το επιτέλους, γιατί μας ζάλισες με την πολυλογία σου!». Συνών. σκάσε(!)·
- δεν το βουλώνεις! (ενν. το στόμα σου), απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει ή να κατηγορεί κάποιον: «αρκετά σ’ ακούσαμε, γι’ αυτό δεν το βουλώνεις!»·
- θα σου βουλώσω την τρύπα (ενν. του κώλου σου, του μουνιού σου), βλ. λ. τρύπα·
- θα στο βουλώσω (ενν. το στόμα σου), (απειλητικά) θα σου κλείσω το στόμα, ιδίως με τη γροθιά μου: «βούλωσ’ το, γιατί θα μ’ αναγκάσεις να στο βουλώσω»·
- θα στο βουλώσω (ενν. το μουνί σου), θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν συνεχίσεις να με ειρωνεύεσαι, να ξέρεις πως θα στο βουλώσω». Εδώ, πολλές φορές, ακούγεται από κάποιον τρίτο που παρευρίσκεται στην κουβέντα το: σιγά το κακό που θα της κάνεις ή ναι μωρέ, κακό θα της κάνεις, με την έννοια πως αντί για τιμωρία η πράξη μας αυτή θα την ευχαριστήσει·
- θα στον βουλώσω (ενν. τον κώλο σου, τον πρωκτό σου), (απειλητικά) θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα στον βουλώσω». Ακούγεται και εδώ από κάποιον τρίτο ό,τι και παραπάνω·
- το βουλώνω (ενν. το στόμα μου), παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν ακούω κάποιον μεγαλύτερό μου να μιλάει, εγώ το βουλώνω»·
- του βούλωσα το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του βούλωσα το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- του το βούλωσα (ενν. το στόμα του), τον ανάγκασα, τον υποχρέωσα να πάψει να μιλάει, τον υποχρέωσα να σωπάσει: «έλεγε ό,τι ήθελε, αλλά με μια άγρια ματιά που του ’ριξα, του το βούλωσα».

βραβείο

βραβείο, το, ουσ. [<μτγν. βραβεῖον <βραβεύω], το βραβείο·
- θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, έκφραση αγανάκτησης, που απευθύνεται σε τροχονόμο, γιατί δεν ενέδωσε στα παρακάλια μας να μη μας επιδώσει την κλήση για τροχαία παράβαση ή για παράνομο παρκάρισμα, ή έκφραση αγανάκτησης, που απευθύνεται σε ευθυνόφοβο δημόσιο υπάλληλο, γιατί δε μας εξυπηρέτησε παρακάμπτοντας ανώδυνα τη γραφειοκρατία, ή έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε αναίτια. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπράβο ή το μπράβο, τώρα. Συνών. θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο / θα πάρεις το μετάλλιο ή θα σου δώσουν το μετάλλιο / θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης / θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό·
- θα πάρεις το βραβείο της χείρας (της χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. φρ. θα πάρεις το βραβείο. Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται λογοπαίγνιο λόγω της ηχητικής ομοιότητας της χείρας (= του χεριού)και της χήρας (= της γυναίκας που πέθανε ο άντρας της), ενώ τα πέντε ορφανά υποδηλώνουν τα δάχτυλα. Όταν η έκφραση συνοδεύεται με την επαναληπτική κίνηση του χεριού που μιμείται τον αντρικό αυνανισμό, τότε το βραβείο ερμηνεύεται ως το βραβείο του μαλάκα, ενώ, όταν δεν συνοδεύεται από καμιά χειρονομία, τότε ως βραβείο θεωρείται η μούντζα·   
- θα δυο δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. φρ. θα πάρεις το βραβείο·
- πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, δεν πήρε απολύτως τίποτα: «του είχαν τάξει χίλια δυο, αν θα τέλειωνε έγκαιρα τη δουλειά, κι όταν την τέλειωσε, πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης». Συνών. πήρε το παράσημο ή πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- πήρε το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. φρ. πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης·
- το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, (ειρωνικά) η μούντζα, το μούντζωμα: «η πιο γνωστή μούντζα στην Ελλάδα είναι το βραβείο της ανοιχτής παλάμης». Συνών. το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του δίνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. συνηθέστ. του στέλνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης. Συνών. του δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, (ειρωνικά) δεν του έδωσαν απολύτως τίποτα, τον ξεγέλασαν, τον κορόιδεψαν: «του είχαν τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά, μόλις τους τέλειωσε τη δουλειά, του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης». Συνών. του ’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του ’δωσαν το βραβείο της χείρας (της χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. φρ. του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης·
- του στέλνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, τον μουντζώνω από απόσταση: «όπως με προσπερνούσε αντικανονικά με τ’ αυτοκίνητό του, του ’στειλα το βραβείο της ανοιχτής παλάμης». Συνών. του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης

γάιδαρος

γάιδαρος, ο, θηλ. γαϊδάρα κ. γαϊδούρα (βλ. λ.), πλ. γάιδαροι κ. γαϊδάροι, οι, ουσ. [<μτγν. γαϊδάριον <αραβ. gadar - gaidar], ο γάιδαρος. 1. άνθρωπος απρεπής, αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αγροίκος: «πρόσεξε μη φερθείς πάλι σαν γάιδαρος εκεί που θα πάμε, γιατί θα είναι όλοι καθώς πρέπει άνθρωποι». 2. ο αφιλότιμος, ο αχάριστος: «τον βοήθησα μ’ όλες μου τις δυνάμεις και δεν είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ ο γάιδαρος». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά)χαρακτηρίζει το παιδί που δεν είναι πια μικρό, που μεγάλωσε αρκετά και για το λόγο αυτό πρέπει να συμπεριφέρεται και ανάλογα: «έγινε κοτζάμ γάιδαρος κι ακόμη θέλουν να τον νταντεύουν». Υποκορ. γαϊδαράκος, ο. (Τραγούδι: ντε κυρ γαϊδαράκο ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ’ άλλα γάιδαρέ μου κουτεντέ)· βλ. και λ. γαϊδούρι. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, λέγεται για τους αισχρούς ανθρώπους, που με διάφορα γλυκόλογα και ψεύτικες ευγένειες προσπαθούν να μας παρασύρουν ώστε να μας εκμεταλλευτούν: «μην πιστεύεις στις ευγένειες και στα γλυκόλογά του, γιατί είναι αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα και θα την πατήσεις»· 
- αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, α. αυτός που αδικείται ή καταπιέζεται, πρέπει μόνος του να αντιδρά, αν θέλει να βρει το δίκιο του ή να βελτιωθεί η κατάστασή του: «πιάσ’ τ’ αφεντικό σου, ρε παιδάκι μου, και πες του πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η αποικιοκρατική κατάσταση, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, κορόιδο, ε κορόιδο!». β. πρέπει να διαμαρτύρεσαι, να απαιτείς δυναμικά αυτό που θέλεις να πετύχεις: «έτσι με το σταυρό στο χέρι όπως πας, όλοι θα σε εκμεταλλεύονται στη ζωή σου, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί·
- αν κλάνει ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι, λέγεται στην περίπτωση που παραπονιέται κάποιος για κάτι που υπομένει ή έχει υποστεί κάποιος άλλος: «εγώ είμαι αυτός που υποφέρω, εσύ τι ζόρι τραβάς, γιατί, έτσι όπως το πάμε, αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι». Συνών. αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια·
- αντί να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι, βλ. φρ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, δηλώνει πως δεν πρέπει να υπολογίζουμε καθόλου στις υποσχέσεις των διοικούντων, των πολιτικών: «μην πιστεύετε αυτά που σας υπόσχεται για να τον ψηφίσετε, γιατί αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα»·
- βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε, ο καθένας πρέπει να κανονίζει τη ζωή του ανάλογα με τις δυνατότητές του ή τις περιστάσεις που του τυχαίνουν: «αφού δεν έχει τη δυνατότητα να ξοδεύει για γλέντια και διασκεδάσεις, όπως κάνουν οι άλλοι, κάθεται στο σπιτάκι του, γιατί βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε»·
- γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει, όταν κάποιος δεν μπορεί να σε βλάψει, άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει σε βάρος σου, αγνόησέ τον: «στενοχωριέσαι που ασχολείται συνεχώς μαζί σου; Γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει / το φίδι που δε σε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος τον πονεί, βλ. λ. κώλος·
- γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι, λέγεται για ασήμαντο γεγονός που δεν ενδιαφέρει κανέναν: «το βράδυ θα ’ρθει μαζί μας κι ο φίλος του τάδε. -Γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι»·
- γάιδαρος με λοφίο, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. συνηθέστ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με πατέντα, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με περικεφαλαία, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε τον πολύ αγενή, ανάγωγο, αδιάντροπο, άξεστο, αναίσθητο, αφιλότιμο, αχάριστο άνθρωπο: «με τη συμπεριφορά του έχει αποδείξει πολλές φορές, πως είναι γάιδαρος με περικεφαλαία, γι’ αυτό και τον πετάξαμε απ’ την παρέα μας»·
- γάιδαρος ξεσαμάρωτος ή γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. φρ. γαϊδούρι ξεσαμάρωτο, λ. γαϊδούρι·
- γκαστρώνει γάιδαρο ή γκαστρώνει και γάιδαρο, βλ. φρ. σκάει γάιδαρο·
- δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, λέγεται στην περίπτωση που βλέπουμε να ανταλλάσσουν ευτελείς κολακείες ανάξιοι άνθρωποι: «επειδή είναι πλούσιοι, έχεις την εντύπωση πως έχουν αξιοπρέπεια απάνω τους! Δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, αγόρι μου»·
- δένω το γάιδαρό μου, α. λύνω το οικονομικό ή επαγγελματικό μου πρόβλημα, εξασφαλίζομαι οικονομικά ή επαγγελματικά: «έστησε μια καλή δουλειά κι έχει δέσει το γάιδαρό του». β. διατηρώ μόνιμο ερωτικό δεσμό: «δεν ενδιαφέρεται για άλλες γυναίκες, γιατί έχει δέσει το γάιδαρό του». γ. παντρεύομαι, ιδίως καλοπαντρεύομαι: «πήρε την κόρη του τάδε εργολάβου κι έχει δέσει το γάιδαρό του»·
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, λέγεται ειρωνικά για δυο άτομα που ανταγωνίζονται για την κατοχή πράγματος που όμως είναι ξένης ιδιοκτησίας: «απ’ τη μια οι Τούρκοι, η Κύπρος είναι τουρκική, απ’ την άλλη οι Άγγλοι, η Κύπρος είναι αγγλική, δεν ξέρω τι να πω, ρε παιδάκι μου, γιατί δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα»·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ είναι γεμάτος από μεγάλα ελαττώματα ή κουσούρια, κατηγορεί ή κοροϊδεύει κάποιον που έχει λιγότερα και μικρότερα ελαττώματα·
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. φρ. παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; λ. γαϊδούρι·
- έφαγα σαν γάιδαρος, έφαγα πάρα πολύ: «πεινούσα τόσο πολύ, που έφαγα σαν γάιδαρος»·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
- ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα σου χέσω το γάιδαρο, α. (απειλητικά) θα σε επιπλήξω πολύ αυστηρά, θα σε βρίσω άγρια: «για πρώτη φορά στη χαρίζω, αλλά, αν ξαναργήσεις στη δουλειά, θα σου χέσω το γάιδαρο». β. θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου χέσω το γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος ήταν κάποτε για τις αγροτικές οικογένειες από τα πιο χρήσιμα ζώα για τις δουλειές τους·
- κάνω υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), λέγεται ειρωνικά για άτομο που, ενώ του χαρίζουν κάτι, το εξετάζει για να δει σε πόσο καλή κατάσταση βρίσκεται ή πόσο αξίζει·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, λέγεται για πλεονέκτη, που απαιτεί περισσότερα από αυτά που του προσφέρουν·
- κατά το γάιδαρο και το σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, βλ. λ. φωνή·
- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, βλ. λ. κατώι·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, βλ. λ. ουρά·
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να συμβουλεύεσαι αυτόν τον παλιάνθρωπο; Μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές». Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- να φας του γαϊδάρου πο ’χει, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας αρνείται κάτι λέγοντάς μας όχι·
- νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα, ένιωσα μεγάλη ντροπή: «μόλις ο τάδε ανέφερε δημόσια πως γυρνούσα μέσα στους δρόμους μεθυσμένος, νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα»· βλ. και φρ. τον ανέβασαν στο γάιδαρο·
- ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα, ο αγενής, ο ανάγωγος, ο αδιάντροπος, ο άξεστος, ο αναίσθητος, ο αφιλότιμος, ο αχάριστος άνθρωπος, είναι αδύνατο να αλλάξει χαρακτήρα: «μόλις ανέβηκε οικονομικά, προσπάθησαν οι φίλοι του να του μάθουν τρόπους για να τον μπάσουν και σε κανένα σαλόνι, αλλά ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα». Συνών. ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει / ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει, ο φτωχός και ο ταλαίπωρος άνθρωπος υπομένει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του: «όλοι, όταν τα ’χουνε κι είναι βολεμένοι, κάνουν τους περήφανους και τους μυγιάγγιχτους, όμως, ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει»·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, απειλητική έκφραση υπό τύπο αστεϊσμού, ιδίως ανάμεσα σε παιδιά, για όποιον που παρά την απαγόρευση, μιλήσει·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, όποιος κάνει παρέα με κατώτερους ανθρώπους, με αγροίκους, θα τον κακομεταχειρίζονται, ή όποιος ανακατεύεται σε ανάξιες υποθέσεις, τότε σίγουρα θα βγει ζημιωμένος: «καλά έπαθες και την πάτησες που συνεταιρίστηκε μ’ αυτό το κάθαρμα, γιατί έπρεπε να ξέρεις πως, όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει»·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, όποιος έχει κακές συναναστροφές, υφίσταται και τις συνέπειες: «είναι αλήτης αυτός που κάνεις παρέα και πρόσεχε, γιατί, οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του»·
- πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν έχει προσωπική γνώμη, που δέχεται ευκολόπιστα κάποια γνώμη, χωρίς καν να την εξετάσει ή που υποχρεώνεται από ανάγκη να δέχεται τη γνώμη του άλλου, ακόμη και αν αυτή είναι παράλογη: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί αυτός είναι πετάει ο γάιδαρος; Πετάει || απ’ τη στιγμή που έχει την ανάγκη του τι να κάνει! Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει για περισσότερη έμφαση με το μαζί με το σαμάρι. Αναφορά σε παιδικό παιχνίδι, που, κάθε φρ. του παιδιού που διευθύνει το παιχνίδι, αρχίζει με το πετάει πετάει·
- σκάει γάιδαρο ή σκάει και γάιδαρο, α. είναι μικρής νοημοσύνης: «μέχρι να καταλάβει αυτό που του λες, σκάει γάιδαρο». β. είναι πολύ εκνευριστικός: «σκάει γάιδαρο με τις ιδιοτροπίες του». γ. είναι πολύ ισχυρογνώμονας: «μέχρι να τον κάνεις να αλλάξει γνώμη, σκάει γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος είναι ένα ζώο με μεγάλη υπομονή, αλλά και με μεγάλο πείσμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, λέγεται για πειραματισμό, για προσπάθεια που γίνεται δοκιμαστικά ή που γίνεται για πρώτη φορά με αμφίβολη επιτυχία πάνω σε ανήμπορο ή κακομοίρη άνθρωπο, και που επιπλέον του φορτώνουν ή του χρεώνουν τις δυσάρεστες συνέπειες: «κάθε καινούρια ιδέα τ’ αφεντικό του τη δοκιμάζει πάνω στον κηπουρό του, γιατί βλέπεις, στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό». Συνών. στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα·
- τον ανέβασαν στο γάιδαρο, τον διαπόμπεψαν: «μόλις τον έπιασαν να χαϊδεύει το μικρό κοριτσάκι, τον ανέβασαν στο γάιδαρο». Ο τρόπος αυτός διαπόμπευσης ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου και μάλιστα έβαζαν το άτομο που διαπόμπευαν να καθίσει ανάποδα στη ράχη του γαϊδάρου και τον υποχρέωναν να κρατά ως χαλινάρι την ουρά του· βλ. και φρ. νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, λέγεται στην περίπτωση που νιώθουμε πέρα ως πέρα εξαντλημένοι, όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας επίπονης υπόθεσης ή εργασίας: «έμειναν πενήντα μέτρα ακόμα για να τελειώσω την ασφαλτόστρωση του δρόμου κι έτσι μου ’ρχεται να τα παρατήσω απ’ την κούραση που νιώθω. -Του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις· βλ. και φρ. φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά·  
- του χέζω το γάιδαρο, α. τον επιπλήττω, τον καθυβρίζω: «τον είδα που ενοχλούσε γέρο άνθρωπο και του ’χεσα το γάιδαρο». β. τον δέρνω άγρια, τον ξυλοφορτώνω: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’χεσα το γάιδαρο κι ησύχασε»· 
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;) θέλουμε πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις που φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά;». Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή αποθαρρημένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά·
- φορτώνομαι σαν γάιδαρος ή φορτώνομαι σαν το γάιδαρο, φορτώνομαι υπερβολικά: «κάθε Σάββατο πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ και φορτώνομαι σαν γάιδαρος με όλα τα καλά»·
- φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, α. λέγεται στην περίπτωση που αποδίδονται λάθος ευθύνες, που τιμωρείται για μια πράξη ένας αθώος αντί τουπραγματικού ενόχου: «επειδή ο τύπος είναι ανεψιός του φίλου του, ο διευθυντής τα ’κανε πλακάκια με τον υποδιευθυντή κι έριξαν το βάρος στον καημένο το λογιστή. -Φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτούς που είναι πιο ισχυροί ή ανώτεροί του, ξεσπάει σε αυτούς που είναι πιο αδύναμοι ή κατώτεροί του: «επειδή τον κατσάδιασε άσχημα ο διευθυντής του, αυτός έβγαλε όλα τ’ απωθημένα του στα καημένα τα υπαλληλάκια, γιατί, βλέπεις, φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι».   
-χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι, η καλή εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου δε συμβαδίζει πολλές φορές και με το χαρακτήρα του: «όσο και να φτιαχτεί, όσο και να καλλωπιστεί, να του πείτε πως χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι»· βλ. και φρ. ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα.  

γαμιώντας

γαμιώντας, [μτχ. του ρ. γαμώ]·
- θα έρθω (πάω) γαμιώντας,α.  θα έρθω (θα πάω) με μεγάλη μου χαρά, με μεγάλη μου ευχαρίστηση: «αφού με κάλεσες στο χορό, θα έρθω γαμιώντας || μια και με κάλεσαν για εκδρομή, θα πάω γαμιώντας». β. είτε θέλω είτε όχι, με το ζόρι: «αν μάθει πως είναι η εφορία στο γραφείο του, θα πάει γαμιώντας»·
- θα τον πάω (τον φέρω), γαμιώντας, θα τον πάω (θα τον φέρω) με το ζόρι, με το έτσι θέλω: «αυτός δε θέλει να πάει, αλλά εγώ θα τον πάω γαμιώντας».

γαμώ

γαμώ κ. γαμάω, ρ. [<αρχ. γαμέω -ῶ (= νυμφεύομαι). Η σημερινή σημασία μτγν.], γαμώ. 1. καταστρέφω: «πριν ένα μήνα πήρε ένα αυτοκίνητο και το γάμησε». 2α. στην προστακτ. γαμήσου! υβριστική έκφραση σε άτομο που μας ενοχλεί υπερβολικά με λόγια ή έργα: «γαμήσου, μωρ’ αδερφάκι μου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να τελειώνουμε ή με το να ησυχάσουμε. β. απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω. (Ακολουθούν 90 φρ.)·
- α γαμήσου! ή άι γαμήσου! α. εκστομίζεται ως βρισιά σε ενοχλητικό άτομο. β. δηλώνει αποπομπή. Πολλές φορές, ακολουθεί το από δω ή το από κει. γ. δηλώνει απόρριψη: «άι γαμήσου που θ’ αγοράσω αυτό το παλιόπραμα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις, λέγεται εν είδει στοιχήματος με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «αν σου δώσει τα λεφτά που του δάνεισες, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις || αν μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου μ’ αυτό το εργαλείο που σκάρωσες, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις». Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη·
- αν σε γαμήσει ο κατής, πού θα πας (πα’) να κριθείς; βλ. λ. κατής·
- άντε και γαμήσου! έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας σε άτομο, που μας έγινε πολύ ενοχλητικό, πολύ φορτικό: «άντε και γαμήσου μ’ αυτές τις απαιτήσεις σου || άντε και γαμήσου πια μ’ αυτή την γκρίνια σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- γάμα τα! βλ. φρ. γάμησέ τα(!)·
- γάμα το! ή γάμησέ το! ή γάμησέ το κι άφησέ το! μη δίνεις σημασία σε αυτό το πράγμα, σε αυτό το γεγονός, δεν πειράζει, μη το υπολογίζεις: «γάμησέ το κι άφησέ το, μωρέ, που θα κάτσουμε να στενοχωρηθούμε για ένα ψιλοτρακάρισμα!»·
- γάμα τον! ή γάμησέ τον! ή γάμησέ τον κι άφησέ τον! μην του δίνεις καμιά σημασία, γιατί είναι ανάξιος λόγου, μην τον υπολογίζεις διόλου: «γάμησέ τον κι άφησέ τον, μωρέ, που θέλει και παρακάλια ο κόπανος!»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, ειρωνική απάντηση στην προτροπή κάποιου γαμάτε, γιατί χανόμαστε! και που δηλώνει πως άσχετα με το αν κάνει ή δεν κάνει κάποιος κάτι ο καιρός περνάει. Ο Ε. Παπαζαχαρίου (Ζάχος), στη δική του προσπάθεια (Λεξικό της ελληνικής αργκό (Λεξικό της Πιάτσας) δεύτερη έκδοση, σελ. 632, Κάκτος, Αθήνα, 1999), αποδίδει την πατρότητα της φρ. πρωτίστως στον ηθοποιό Γιάννη Θωμά, που τη λάνσαρε στη Φωκίωνος Νέγρη και στα Εξάρχεια, για να γίνει γνωστή σε λιγότερο από δέκα χρόνια (!) σε όλη την Ελλάδα. Ο Σταμάτης Κραουνάκης την αποδίδει στον Κυρ (βλ. Σταμάτης Κραουνάκης, τα λόγια που χωρέσανε, σελ. 313, ΙΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2004)·
- γαμάς κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- γαμάει με την όπισθεν, βλ. λ. όπισθεν·
- γαμάτε, γιατί χανόμαστε! α. προτροπή για σεξουαλικές απολαύσεις και γενικά για υλικές απολαύσεις, γιατί περνάει η ζωή, γιατί θα πεθάνουμε, πεθαίνουμε. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση με την πρόταση του έιιι(!)·
- γαμεί και δέρνει, (στη γλώσσα της αργκό) ο μάγκας για τον οποίο γίνεται λόγος είναι σκληρός και ασυμβίβαστος: «πρόσεχε να τα ’χεις καλά με τον τάδε, γιατί γαμεί και δέρνει»· βλ. και φρ. γαμώ και δέρνω·
- γάμησέ με! ή γάμησέ μας! άφησέ με (μας) ήσυχο (-ους), παράτα με (μας): «γάμησέ με, ρε παιδάκι μου, αφού στο ’πα πως δε θέλω να ’ρθω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. χέσε με! ή χέσε μας(!)·
- γάμησε με κι άφησέ με! ή γάμησέ μας κι άφησέ μας! απάλλαξέ με επιτέλους από την παρουσία σου, είτε γιατί δεν είμαι σε θέση να σε παρακολουθήσω είτε γιατί ασχολούμαι με κάτι άλλο είτε γιατί βρίσκομαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «γάμησέ με κι άφησέ με, ρε παιδάκι μου, αφού βλέπεις πως δεν είμαι στα καλά μου σήμερα!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- γάμησέ τα! μην τα υπολογίζεις, είναι ανάξια προσοχής, ενδιαφέροντος ή φροντίδας: «ό,τι έκανες μέχρι τώρα, γάμησέ τα κι ασχολήσου από δω και πέρα με καινούρια πράγματα». Συνών. βράσ’ τα! / χέσ’ τα(!) · βλ. και φρ. γάμησέ τα κι άφησέ τα(!)·
- γάμησέ τα κι άφησέ τα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου: πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα. Συνών. βράσ’ τα κι άσ’ τα! / χέσ’ τα κι άσ’ τα(!)·
- γάμησέ το! άσ’ το, μην το υπολογίζεις, μην ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό, γιατί είναι ανάξιο λόγου: «πού είναι το στιλό μου, ρε παιδιά; -Γάμησέ το!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. Συνών. βράσ’ το! / χέσ’ το(!)·
- γάμησέ το κι άφησέ το! επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- γάμησέ τον! μην τον υπολογίζεις, αδιαφόρησε γι’ αυτόν γιατί είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν το περίμενα να μου φερθεί τόσο σκάρτα αυτός ο άνθρωπος! -Γάμησέ τον!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. Συνών. βράσ’ τον! / χέσ’ τον(!)·
- γάμησέ τον κι άφησέ τον! επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- γαμώ και δέρνω, α. είμαι ο απόλυτος κυρίαρχος μιας κατάστασης: «απ’ τη μέρα που ανέλαβα τη διεύθυνση του εργοστασίου, γαμώ και δέρνω». β. έχω πολλά χρήματα, είμαι πολύ πλούσιος: «εγώ σου λέω ότι γαμώ και δέρνω κι αυτός μου ρωτάει ακόμα αν έχω λεφτά». γ. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου: «μετά την εγχείρηση που έκανα, γαμώ και δέρνω». δ. είμαι πολύ δυνατός: «μην τα βάλεις μαζί μου, γιατί γαμώ και δέρνω, στο λέω!»· βλ. και φρ. γαμεί και δέρνει·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια ή γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. λ. αφτί·
- γαμώ τα καντήλια μου! (γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας! / γαμώ τα πεθαμένα μου! / γαμώ τα πρέκια μου! / γαμώ τα ράμματά μου! / γαμώ τα υπουργεία μου! / γαμώ τη Βαγγελίστρα μου! / γαμώ τη γενιά μου! / γαμώ τη ζωή μου! / γαμώ τη μάνα μου! / γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με γένναγαν! / γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με πέταγαν! / γαμώ τη μάνα που με γένναγε! / γαμώ τη μάνα που με πέταγε! / γαμώ τη μολυβήθρα μου! / γαμώ τη ρίζα μου! / γαμώ τη ρίζα που με πέταγε! / γαμώ τη φάρα μου! / γαμώ τη φάρα που με πέταγε! / γαμώ τη φυλή μου! / γαμώ τη φύτρα μου! / γαμώ τη φύτρα που με πέταγε! / γαμώ την Εύα μου! / γαμώ την καταδίκη μου! / γαμώ την κοινωνία μου! / γαμώ την κολυμπήθρα μου! / γαμώ την Παναγία μου! / γαμώ την Πανακόλα μου! / γαμώ την Παναχαϊκή μου! / γαμώ την πίστη μου! / γαμώ την πουτάνα μου! / γαμώ την τρέλα μου! / γαμώ την τρύπα μου! / γαμώ το Δία μου! / γαμώ το Θεό μου! / γαμώ το καντήλι μου! / γαμώ το κέρατό μου! / γαμώ το μουνί μου! / γαμώ το μουνί που με γένναγε! / γαμώ το μουνί που με πέταγε! / γαμώ το ξεσταύρι μου! / γαμώ το σιμσιλέ μου! / γαμώ το σόι μου! / γαμώ το σόι που με γένναγε! / γαμώ το σόι που με πέταγε! / γαμώ το σπίτι μου! / γαμώ το στανιό μου! / γαμώ το σταυρό μου! / γαμώ το ταμτιριρί μου! / γαμώ το φελέκι μου! / γαμώ το Χριστό μου! / γαμώ τον Ανανία μου! / γαμώ τον αντίθεό μου! / γαμώ τον αντίχριστό μου! / γαμώ τον κώλο μου!), έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ την πίστη μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ, π.χ. γαμώ την πίστη μου γαμώ·
- γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! (γαμώ τα πεθαμένα σου! ή σου γαμώ τα πεθαμένα! / γαμώ τα πρέκια σου! ή σου γαμώ τα πρέκια! / γαμώ τα ράμματά σου! ή σου γαμώ τα ράμματα! / γαμώ τα υπουργεία σου! ή σου γαμώ τα υπουργεία! / γαμώ τη Βαγγελίστρα σου! ή σου γαμώ τη Βαγγελίστρα! / γαμώ τη γενιά σου! ή σου γαμώ τη γενιά! / γαμώ τη μάνα σου! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! ή σου γαμώ τη μάνα! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! / γαμώ τη μολυβήθρα σου! ή σου γαμώ τη μολυβήθρα! / γαμώ τη ρίζα σου! ή γαμώ τη ρίζα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη ρίζα! ή σου γαμώ τη ρίζα που σε πέταγε! / γαμώ τη φάρα σου! ή γαμώ τη φάρα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη φάρα ή σου γαμώ τη φάρα που σε πέταγε! / γαμώ τη φυλή σου! ή σου γαμώ τη φυλή! / γαμώ τη φύτρα σου! ή γαμώ τη φύτρα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη φύτρα! ή σου γαμώ τη φύτρα που σε πέταγε! / γαμώ την Εύα σου! ή σου γαμώ την Εύα! / γαμώ την καταδίκη σου! ή σου γαμώ την καταδίκη! / γαμώ την κοινωνία σου! ή σου γαμώ την κοινωνία! / γαμώ την κολυμπήθρα σου! ή σου γαμώ την κολυμπήθρα! / γαμώ την Παναγία σου! ή σου γαμώ την Παναγία! / γαμώ την Πανακόλα σου! ή σου γαμώ την Πανακόλα! / γαμώ την Παναχαϊκή σου! ή σου γαμώ την Παναχαϊκή! / γαμώ την πίστη σου! ή σου γαμώ την πίστη! / γαμώ την πουτάνα σου! ή σου γαμώ την πουτάνα! / γαμώ την τρέλα σου! ή σου γαμώ την τρέλα! / γαμώ την τρύπα σου! ή σου γαμώ την τρύπα! / γαμώ το Δία σου! ή σου γαμώ το Δία! / γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! / γαμώ το καντήλι σου! ή σου γαμώ το καντήλι! / γαμώ το κέρατό σου! ή σου γαμώ το κέρατο! / γαμώ το μουνί σου! ή γαμώ το μουνί που σε γέναγε! ή γαμώ το μουνί που σε πάταγε! ή σου γαμώ το μουνί! ή σου γαμώ το μουνί που σε γένναγε! ή σου γαμώ το μουνί που σε πέταγε! / γαμώ το ξεσταύρι σου! ή σου γαμώ το ξεσταύρι! / γαμώ το σιμσιλέ σου! ή σου γαμώ το σιμσιλέ! / γαμώ το σόι σου! ή γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή γαμώ το σόι που σε πέταγε! ή σου γαμώ το σόι! ή σου γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή σου γαμώ το σόι που σε πέταγε! / γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! / γαμώ το στανιό σου! ή σου γαμώ το στανιό! / γαμώ το σταυρό σου! ή σου γαμώ το σταυρό! / γαμώ το ταμτιριρί σου! ή σου γαμώ το ταμτιριρί! / γαμώ το φελέκι σου! ή σου γαμώ το φελέκι! / γαμώ το Χριστό σου! ή σου γαμώ το Χριστό! / γαμώ τον Ανανία σου! ή σου γαμώ τον Ανανία! / γαμώ τον αντίθεό σου! ή σου γαμώ τον αντίθεο! / γαμώ τον αντίχριστό σου! ή σου γαμώ τον αντίχριστο! / γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο!), α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «φύγε, γαμώ τα καντήλια σου από δίπλα μου, γιατί βρομοκοπάς πάλι κρασίλα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ·  
- γαμώ το γονιό σου! βλ. λ. γονιός·
- γαμώ το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- γαμώ το Χριστόφορο Κολόμβο που ανακάλυψε την Αμερική, βλ. λ. Αμερική·
- δε γαμάς! ή δε γαμείς! αδιαφόρησε, γιατί δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί του: «δε γαμάς, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι για τις βλακείες που λέει! || δε γαμείς, που κάθεσαι με τις ώρες και ψάχνεις για έναν παλιοαναπτήρα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε και άλλες φορές κλείνει με το μωρέ·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα! βλ. λ. καπέλο·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! βλ. λ. καπέλο·
- δε μας (με) γαμάς! ή δε μας (με) γαμείς! α. έκφραση αδιαφορίας: «δε μας γαμάς, που θα κάτσω να στενοχωριέμαι για τέτοια μικροπράγματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. β. άφησέ με επιτέλους ήσυχο(!): «δε με γαμείς, ρε φίλε, μ’ αυτή την γκρίνια σου!». γ. έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που μας ζητάει συνεχώς απαιτητικά πολλά και απίθανα πράγματα: «θέλεις να σε βοηθήσω στη δουλειά σου, να φέρω τη μάνα σου απ’ το νοσοκομείο στο σπίτι, να πάω τα παιδιά στο πάρτι του σχολείου τους, να σου δώσω κι εκατό χιλιάρικα δανεικά. Δε μας γαμείς!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κι από πάνω ή το κι από πάνω λέω ’γω και πολλές φορές επίσης συνεχίζεται με το να τελειώνουμε ή με το να ησυχάσουμε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι γαμώ! ή είναι και γαμώ! (στη νεοαργκό) θαυμαστική έκφραση με την έννοια είναι υπέροχος! είναι υπέροχο(!): «γνώρισα έναν τύπο, που είναι γαμώ! || γνώρισα μια γκόμενα που είναι και γαμώ! || πήρε ο τάδε μια μοτοσικλέτα, που είναι και γαμώ!»· βλ. και φρ. και γαμώ(!)·
- είναι και πολύ γαμώ! (στη νεοαργκό) επιτείνει την αμέσως παραπάνω έννοια: «γνώρισα μια γκόμενα, που είναι και πολύ γαμώ!»·
- εμ γαμάει, εμ σκούζει, δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ήταν: «δεν έχω δει τόσο αχάριστο άνθρωπο, γιατί εμ γαμάει, εμ σκούζει»·
- εμ δε γαμώ, εμ δεν κατεβαίνω, λέγεται ειρωνικά για ανίκανο άτομο, που δεν αποφασίζει να παραδώσει σε κάποιον ικανό αυτό που δεν μπορεί το ίδιο να φέρει σε πέρας: «δεν μπορώ να τον καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο! Εμ δε γαμώ, εμ δεν κατεβαίνω και θα πάει ακόμη μακριά η βαλίτσα μέχρι να τελειώσει η δουλειά;»·
- έμαθα να βελονιάζω και γαμώ το μάστορή μου, βλ. λ. μάστορας·
- έμαθα να μαστορεύω και γαμώ το μάστορή μου, βλ. λ. μάστορας·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- θα κάτσω να με γαμήσεις! βλ. λ. κάθομαι·
- θα σε γαμήσω, (και για τα δυο φύλα) θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε γαμήσω». Εδώ, πολλές φορές, ακούγεται από κάποιον τρίτο που παρευρίσκεται στην κουβέντα το: σιγά το κακό που θα του (της) κάνεις ή το ναι μωρέ, κακό θα του (της) κάνεις, με την έννοια πως αντί για τιμωρία ή πράξη μας αυτή θα τον (την) ευχαριστήσει·
- θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα τον γαμήσω, α. θα τον καταξεφτελίσω, θα τον καταντροπιάσω: «αν τον πετύχω πουθενά, θα τον γαμήσω μπροστά στον κόσμο». β. θα τον δείρω πολύ άγρια: «αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον γαμήσω»·
- (και) άντε και γαμήσου! επιτείνει το γαμήσου(!)·
- και γαμώ! (στη νεοαργκό) έκφραση υπερβολής για κάτι καλό ή κακό: «γνώρισα μια γκόμενα και γαμώ! || γνώρισα έναν τύπο και γαμώ τους τύπους! || στην εκδρομή περάσαμε και γαμώ! || έγινε ένα μάλωμα και γαμώ!»· βλ. και φρ. είναι γαμώ(!)·
- και γαμώ τη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- και πολύ γαμώ! (στη νεοαργκό) επιτείνει το και γαμώ(!)·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- μας γάμησε με άμμο ή με γάμησε με άμμο, βλ. λ. άμμος·
- μας γάμησε χωρίς σάλιο ή με γάμησε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με γάμησε, (για δουλειές ή υποθέσεις) με κούρασε πολύ, με ταλαιπώρησε: «με γάμησε αυτή η δουλειά μέχρι να την τελειώσω»· (για πρόσωπα) μου έγινε πολύ φορτικός, πολύ ενοχλητικός: «ήρθε το πρωί να μου πει μια καλημέρα στο γραφείο μου και με γάμησε μέχρι να φύγει»·
- με τα λεφτά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. λ. λεφτά·
- με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. λ. παράς·
- μη γαμάς κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- μη γαμάς τόσο πολύ, θα στραβοψωλιάσεις βλ. λ. στραβοψωλιάζω·
- μπρος εμείς και δε γαμείς! έκφραση άκρατου ατομικισμού με την έννοιαας είμαι καλά εγώ και δε με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- να σε γαμήσω! α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κάποιον ή για κάτι που μας δημιουργεί προβλήματα: «να σε γαμήσω, φύγε ανάμεσα απ’ τα πόδια μου! || να σε γαμήσω, κι όμως στο τέλος θα σε ξεβιδώσω!». β. λέγεται και στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε σε κάποιον μια συγκρατημένη περιφρόνηση αλλά και συμπάθεια: «να σε γαμήσω! Πόσες φορές θα στο πω πως δε γίνεται έτσι η δουλειά; || να σε γαμήσω! Πώς ρε κατάφερες και μπήκες πάλι μέσα χωρίς εισιτήριο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. να σε βράσω! / να σε χέσω(!)· 
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, βλ. λ. κώλος·
- όποιος βρίσκει και γαμεί, τύφλα έχει να παντρευτεί, βλ. λ. τύφλα·
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- πάει να γαμήσει, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, βλ. λ. κώλος·
- σάλτα και γαμήσου! βλ. λ. σαλτάρω·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις, βλ. λ. παιδί·
- σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη, βλ. λ. αγγουράκι·
- σου γαμώ την κολυμπήθρα, βλ. λ. κολυμπήθρα·
- στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω! ή στο τέλος θα μας γαμήσει κιόλας! λέγεται για άτομο που είναι υπερβολικά απαιτητικό: «όσο υποχωρώ τόσο και περισσότερα ζητάει, κι όπως πάει, στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω!»·
- τα γάμησα, απέτυχα εντελώς: «πήγα να κάνω κι εγώ μια δουλειά και τα γάμησα»·
- τα γαμώ (ενν. τα λεφτά μου), δεν τα υπολογίζω, τα ξοδεύω: «αν φτάσουμε στο σημείο να μαλώσουμε για τα λεφτά, εγώ τα γαμώ, στο λέω || ας μου πέσουν λεφτά στα χέρια και να δεις πώς τα γαμώ»·
- τα γαμώ όλα, βλ. λ. όλος·
- τα γαμώ τη μάνα (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ. μάνα·
- τα γαμώ τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, βλ. λ. περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- τη γάμησα ή τη γαμήσαμε ή την έχω γαμήσει ή την έχουμε γαμήσει, περιήλθα σε δεινή θέση, σε απελπιστική κατάσταση: «αν μάθουν πως έβαλα χέρι στο ταμείο, τη γάμησα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. την πούτσισα ή έχω πουτσίσει ή την έχουμε πουτσίσει·
- τη γεγάμηκα ή τη γεγαμήκαμε, (μίμηση της αρχαϊκής γλώσσας χάριν αστεϊσμού) βλ. φρ. τη γάμησα·
- το γάμησα, α. επιδόθηκα υπερβολικά σε κάτι, γιατί το λαχταρούσα ή το ποθούσα πολύ: «είπαμε να ξενυχτάμε, αλλά το γάμησα || είχα καιρό να πιω και, όταν έκατσα να πιω, το γάμησα || ήταν τόσο ωραίο το φαγητό, που το γάμησα». β. (για μηχανήματα) το χάλασα, το κατάστρεψα: «σου ’δωσα τ’ αυτοκίνητο μου να κάνεις μια βόλτα κι εσύ το γάμησες». Συνών. το ξέσκισα·
- το γάμησα τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- το γάμησα τα ήπατα, (για αντικείμενα, ιδίως για μηχανήματα), βλ. λ. ήπατα·
- το γαμήσαμε και ψόφησε, κάναμε υπερβολικά κάτι, το παρακάναμε: «είπαμε να πιούμε ένα ποτηράκι, αλλά εμείς το γαμήσαμε και ψόφησε, γιατί γίναμε σκνίπα»·
- τον γαμάς ή δεν τον γαμάς! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογήσουμε τη δυναμική αντίδρασή μας εναντίον κάποιου ή να υπογραμμίσουμε την ορθότητα της δυναμικής μας αντίδρασης εναντίον κάποιου: «απ’ τη στιγμή που του ’πα χίλιες φορές να μην ξαναπειράξει την κόρη μου κι αυτός συνέχισε να την πειράζει, τον γαμάς ή δεν τον γαμάς!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε και κλείνει με το κύριε πρόεδρε, δημιουργώντας μια υποθετική σκηνή δικαστηρίου από την εντύπωση που επικρατεί γενικά στο πλατύ κοινό πως οι μισοί Έλληνες σήμερα κατέχουν και κάποιο προεδριλίκι·
- τον γάμησα, α. τον καταξεφτέλισα, τον καταντρόπιασα: «επειδή με κατηγορεί συνέχεια, τον έπιασα έξω απ’ το καφενείο και τον γάμησα μπροστά στον κόσμο». β. τον έδειρα πολύ άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησα, τον κατατρόπωσα: «τον έπιασε στα χέρια του και τον γάμησε». γ. τον κατανίκησα σε κάποιο παιχνίδι: «παίξαμε τάβλι και τον γάμησα» δ. τον ταλαιπώρησα μέχρι να εκπληρώσω κάποια υπόσχεση ή υποχρέωσή μου προς αυτόν: «του χρωστούσα δανεικά και τον γάμησα μέχρι να του τα επιστρέψω». Συνών. τον ξέσκισα·
- του γαμώ τα καντήλια (του γαμώ τα ήπατα / του γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας / του γαμώ τα πεθαμένα / του γαμώ τα πρέκια / του γαμώ τα ράμματα / του γαμώ τα υπουργεία / του γαμώ τη Βαγγελίστρα / του γαμώ τη γενιά / του γαμώ τη μάνα ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που το γένναγαν ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον πέταγαν / του γαμώ τη μάνα που τον γένναγε ή του γαμώ τη μάνα που τον πέταγε / του γαμώ τη μολυβήθρα / του γαμώ τη ρίζα ή του γαμώ τη ρίζα που τον πέταγε / του γαμώ τη φάρα ή του γαμώ τη φάρα που τον πέταγε / του γαμώ τη φυλή / του γαμώ τη φύτρα ή του γαμώ τη φύτρα που τον πέταγε / του γαμώ την Εύα / του γαμώ την καταδίκη / του γαμώ την κοινωνία / του γαμώ την κολυμπήθρα / του γαμώ την Παναγία / του γαμώ την Πανακόλα / του γαμώ την Παναχαϊκή / του γαμώ την πίστη / του γαμώ την πουτάνα / του γαμώ την τρύπα / του γαμώ το Δία / του γαμώ το Θεό / του γαμώ το κέρατο / του γαμώ το μουνί ή του γαμώ το μουνί που το γένναγε ή του γαμώ το μουνί που τον πέταγε / του γαμώ το ξεσταύρι / του γαμώ το σιμσιλέ / του γαμώ το σόι ή του γαμώ το σόι που τον γένναγε ή του γαμώ το σόι που τον πέταγε / του γαμώ το σπίτι / του γαμώ το σταυρό / του γαμώ το ταμτιριρί / του γαμώ το Χριστό / του γαμώ τον Ανανία / του γαμώ το φελέκι / του γαμώ τον αδόξαστο / του γαμώ τον αντίθεο / του γαμώ τον αντίχριστο / του γαμώ τον κώλο), α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τα καντήλια». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «επειδή γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, ο πατέρας του του γάμησε τα καντήλια ||τον έπιασε έξω στο δρόμο και του γάμησε τα καντήλια». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- ώρα που γαμούν οι γύφτοι, βλ. λ. ώρα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, βλ. λ. κώλος.

γάτα

γάτα, η, ουσ. [<ιταλ. gatta], η γάτα· άνθρωπος πανέξυπνος, παμπόνηρος: «δεν έχω γνωρίσει πιο γάτα στη ζωή μου απ’ αυτόν τον άνθρωπο!». Μεγεθ. γατάρα, η. Υποκορ. γατίτσα και γατούλα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. γάτος και γατί. (Ακολουθούν 40 φρ.)·
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, αυτό που μου αναθέτεις να κάνω, είναι πάρα πολύ εύκολο για μένα: «δώσε μου κάτι πιο δύσκολο να κάνω, γιατί αυτό το κάνει κι η γάτα μου»·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, είναι ευρέως γνωστό, το ξέρει όλος ο κόσμος: «το Ν.Α.Τ.Ο. άρχισε να βομβαρδίζει τη Σερβία. -Αυτό το ξέρει κι η γάτα μου || το Ν.Α.Τ.Ο., όσο κι αν το παραβλέπουμε και δε θέλουμε να το πιστέψουμε, είναι ένα συνδικάτο στην υπηρεσία των ισχυρών κρατών της Δύσης. -Αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, αλλά σκάσε και κολύμπα!»·
- βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον, ιδίως παράνομο, να βγει από την κρυψώνα του: «ο αρχηγός της συμμορίας είναι εξαφανισμένος, αλλά όλοι εκτιμούν πως, μόλις η αστυνομία βγάλει τη γάτα απ’ το σακί, η συμμορία θα εξαρθρωθεί». Από την εικόνα του ατόμου που εμφανίζει τη γάτα που μεταφέρει μέσα σε σακί, καθώς την απομακρύνει από το σπίτι του. Ως γνωστό, όταν θέλει κάποιος να απομακρύνει τη γάτα του από το σπίτι του, τη βάζει μέσα σ’ ένα σακί για να μη βλέπει τίποτα, γιατί αλλιώς έχει την ικανότητα να αποτυπώσει τη διαδρομή και να επιστρέψει πάλι πίσω, άλλο τώρα πως η γάτα, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, βρίσκει πάλι το δρόμο της επιστροφής·
- γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, ο τεμπέλης δεν πετυχαίνει τίποτα στη ζωή του: «μου λες γιατί δεν πρόκοψε στη ζωή του, σαν να μην ξέρεις πως γάτα που κοιμάται ποντικούς δεν πιάνει»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. φρ. δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα·
- δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι μεγάλος γυναικοκατακτητής, επιβάλλει τη σεξουαλική πράξη αδιάκριτα σε όλες τις γυναίκες: «πρόσεχε την κόρη σου απ’ αυτόν τον τύπο, γιατί δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα»·
- είναι γάτα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πανέξυπνο, παμπόνηρο, είναι ατσίδα. (Λαϊκό τραγούδι: είναι γάτα, είναι γάτα, ο κοντός με τη γραβάτα). Πρβλ.: για πελάτες που είναι γάτες (Διαφημιστικό σλόγκαν)·
- είναι γάτα με πέταλα, άνθρωπος πολύ επιτήδειος, πανέξυπνος, ικανότατος: «είναι γάτα με πέταλα αυτός ο τύπος και κανείς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει || είναι γάτα με πέταλα αυτός ο μηχανικός!»·
- είναι γάτα χωρίς νύχια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που προσποιείται τον άγριο, τον σκληρό: «μη δίνεις βάση στις απειλές του, γιατί είναι γάτα χωρίς νύχια»·
- είναι εφτάψυχη σαν γάτα, λέγεται ιδίως για γυναίκα που ξεφεύγει το θάνατο μετά από κάθε σοβαρή ασθένεια ή ατύχημά της: «βρε, απ’ τ’ αεροπλάνο να πέσει, δε θα πάθει τίποτα, γιατί είναι εφτάψυχη σαν γάτα»· βλ. και λ. εφτάψυχος·
- είναι ζηλιάρα σαν γάτα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πολύ ζηλιάρα: «δε χαιρετάει ο φουκαράς καμιά γνωστή μέσα στο δρόμο, γιατί η γυναίκα του είναι ζηλιάρα σαν γάτα»·
- είναι χαδιάρα σαν γάτα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ χαδιάρα: «είναι τυχερό το φιλαράκι μου, γιατί η γυναίκα του είναι χαδιάρα σαν γάτα»·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
- έφυγε σαν βρεγμένη γάτα, έφυγε καταντροπιασμένος, ταπεινωμένος, γιατί αποκαλύφτηκε η ενοχή του για κάτι: «μετά το κατσάδιασμα που έφαγε απ’ το διευθυντή του για την κοπάνα που έκανε, έφυγε σαν βρεγμένη γάτα»·
- η γάτα με τις εννιά ουρές, μαστίγιο από εννιά, δερμάτινες συνήθως, λωρίδες, πιασμένες σε λαβή: «όποιος δε δοκίμασε στην πλάτη του τη γάτα με τις εννιά ουρές, δεν έχει ιδέα τι θα πει πόνος!»·
- η θεωρία της γάτας, η άποψη που υποστηρίζει πως πρέπει να σκεπάζονται οι διάφορες παρανομίες, ιδίως από κάποια εξουσία: «για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο απ’ τη διαγωγή της ιδιαιτέρας του, ο υπουργός προτίμησε τη θεωρία της γάτας». Από τη συνήθεια που έχει η γάτα να σκεπάζει τις ακαθαρσίες της·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! (ειρωνικά) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθει ο τάδε μαζί μας, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει!». Συνών. θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει(!)·
- κάθεται σαν βρεγμένη γάτα, κάθεται φοβισμένος και μαζεμένος μακριά από τους άλλους: «απ’ την ώρα που τον μάλωσε ο πατέρας του, κάθεται στη γωνιά σαν βρεγμένη γάτα»·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, μαζί με τη βοήθεια του Θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς: «έχω τόσες δυσκολίες τον τελευταίο καιρό, που σκέφτομαι να κάνω αγιασμό. -Καλός ο αγιασμός, φίλε μου, αλλά κράτα και μια γάτα». Ίσως αναφορά στον αγιασμό των Θεοφανίων που γίνεται για να φύγουν οι καλικάντζαροι. Πολλές φορές, μετά το αλλά της φρ. ακολουθεί το καλού κακού. Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου· 
- κάνει σαν γάτα στο σακί, αντιδρά πολύ έντονα, αντιδρά σε σημείο παραφοράς: «μην τύχει και του θίξεις τη μάνα του, γιατί κάνει σαν γάτα στο σακί». Από την έντονη αντίδραση της γάτας, όταν τη μεταφέρουμε μέσα σε σακί για να την πετάξουμε, για να τη διώξουμε μακριά από το σπίτι μας. Τη βάζουμε σε σακί για να μη βλέπει το δρόμο και ξαναεπιστρέψει (αυτή όμως, αρκετές φορές βρίσκει πάλι το δρόμο και ξαναεπιστρέφει)·
- μαλώνουν σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος·
- μαύρη γάτα, είναι για τους προληπτικούς το σύμβολο της κακοτυχίας και της γρουσουζιάς: «ξεκίνησε το πρωί για τη δουλειά του, αλλά επέστρεψε αμέσως στο σπίτι, γιατί στην πρώτη γωνιά του δρόμου πετάχτηκε μπροστά του μια μαύρη γάτα»· βλ. και φρ. πάρ’ τον παπά, λ. παπάς·
- όπως πλένεται η γάτα, λέγεται για άτομο ακάθαρτο, που δεν πλένεται ποτέ ολόκληρος αλλά τοπικά: «δεν είναι φανατικός με την καθαριότητα και πλένεται, όπως πλένεται η γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που καθαρίζει με τη γλώσσα το σώμα της, γλείφοντάς το σε διάφορα σημεία·
- όσο πατά η γάτα, α. λέγεται όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι κάποια ενέργειά μας έγινε με πολύ ελαφρό, με ανεπαίσθητο τρόπο (όπως δηλ. πατάει και η γάτα): «τον έδειρες πολύ; -Όχι μωρέ, όσο πατά η γάτα». β. πάρα πολύ λίγο: «ήπιατε πολύ; -Όσο πατά η γάτα». γ. (για τάβλι) λέγεται όταν πιάνουμε πούλι του αντιπάλου σε ένα οποιοδήποτε σημείο με την ελπίδα πως θα αναγκάσουμε τον αντίπαλό μας να ξεπλακώσει δικό μας πούλι ή να τον καθυστερήσουμε, αν είναι πολύ προχωρημένος προς το χώρο του μαζέματός του: «θέλω να τον πιάσω όσο πατά η γάτα κι ύστερα βλέποντας και κάνοντας»·
- όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. συνηθέστ. όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, λ. γάτος·
- ούτε γάτα ούτε ζημιά, λέγεται στην περίπτωση που η έγκαιρη τακτοποίηση κάποιας δυσάρεστης κατάστασης, που προξενήσαμε, δείχνει σαν να μην έγινε τίποτα, οπότε δε συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας ή φόβος για τυχόν κυρώσεις: «μόλις κατάλαβα πως θα με ξεσκέπαζαν, ξανάβαλα τα χρήματα στο ταμείο, κι έτσι ούτε γάτα ούτε ζημιά». Από το ότι οι ζημιές μέσα στο σπίτι, τις πιο πολλές φορές, αποδίδονται από τα παιδιά στη γάτα. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα μικρό βαρκάκι γραμμή για το νησάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά
- ούτε θηλυκιά γάτα, δηλώνει παντελή έλλειψη γυναικείας παρουσίας: «σ’ αυτό το μαγαζί μαζεύονται όλοι οι αλήτες, γι’ αυτό δεν έρχεται ούτε θηλυκιά γάτα»·
- πατάει σαν τη γάτα, ενεργεί με πολλή προσοχή, με πολλή περίσκεψη: «απ’ τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, πατάει σαν τη γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που περπατάει πολύ προσεκτικά·
- πατώ τη γάτα, α. παθαίνω οικονομική ή άλλη σοβαρή ζημιά: «μπλέχτηκα με μια μεγάλη δουλειά και πάτησα τη γάτα». Από την εικόνα του ατόμου που πατάει κατά λάθος τη γάτα του και δέχεται την επίθεσή της. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαν τα μαντάτα σου, πάτησες τη γάτα σου). β. ερωτεύομαι: «πάτησε τη γάτα με μια μικρούλα». (Λαϊκό τραγούδι: πάτησα κι εγώ μια γάτα, που ’χει γαλανά τα μάτια
- ποιος θα κρεμάσει το κουδούνι στη γάτα; βλ. λ. κουδούνι·
- σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος·
- σκαρφαλώνει σαν γάτα ή σκαρφαλώνει σαν τη γάτα, αναρριχάται, ιδίως σε δέντρο, με πολύ μεγάλη ευκινησία και ταχύτητα: «τον κυνηγούσε ένα σκυλί και τον είδα να σκαρφαλώνει σαν γάτα σ’ ένα δέντρο». Από το ότι η γάτα μπορεί και σκαρφαλώνει με μεγάλη ευχέρεια. Συνών. σκαρφαλώνει σαν μαϊμού·
- σκίζω τη γάτα, επιδεικνύω από την αρχή την ισχύ μου ή την ανωτερότητά μου και επιβάλλω την εξουσία μου στο σπίτι, στη δουλειά ή στον κύκλο μου: «ο νέος διευθυντής απ’ την πρώτη κιόλας βδομάδα έσκισε τη γάτα και μας έβαλε τα δυο μας πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- σκίσε τη γάτα, προτροπή σε νιόπαντρο να συμπεριφερθεί δυναμικά από τον πρώτο κιόλας καιρό του γάμου του, για να κατανοήσει η γυναίκα του ότι η εξουσία στο σπίτι είναι αυτός. Συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δυο χέρια, κινούνται με τέτοιο τρόπο, όπως όταν σκίζουμε δυναμικά κάτι·
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, παρά τις ερωτήσεις μας επάνω σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα, επιμένει να μένει σιωπηλό, είτε γιατί δε θέλει να μιλήσει είτε γιατί έχει άγνοια είτε γιατί είναι ένοχο: «γιατί δεν απαντάς σ’ αυτό που σε ρωτάω, σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα;». β. ειρωνικό πείραγμα σε μικρό παιδί που δε μας λέει το όνομα του, παρά τις αλλεπάλληλες σχετικές ερωτήσεις μας·
- τα κουκουλώνει σαν τη γάτα, βλ. φρ. τα σκεπάζει σαν τη γάτα·
- τα σκεπάζει σαν τη γάτα, έχει την ικανότητα να καλύπτει αυτό που τον ενοχοποιεί: «ό,τι στραβό και να κάνει, βρίσκει τον τρόπο να ξεφεύγει, γιατί έχει μάθει να τα σκεπάζει σαν τη γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που σκεπάζει τις ακαθαρσίες της·
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, βλ. φρ. παιχνίδι·
- το ’φαγε η γάτα, ειρωνική έκφραση σε μικρό παιδί, που το προτρέπουμε να μας δείξει το πουλάκι του, για να βεβαιωθούμε, δήθεν, πως είναι αγόρι, κι αυτό ντρέπεται να μας το δείξει: «αφού δε μας δείχνεις το πουλάκι σου, σίγουρα το ’φαγε η γάτα»·
- τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι, α. τον κοροϊδεύει απροκάλυπτα: «τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι κι αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα || τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι κι αυτός δε λέει τίποτα». β. τον βασανίζει με μικρά πλήγματα πριν του δώσει το τελειωτικό: «τον έπαιζε μια ώρα όπως η γάτα το ποντίκι, και, όταν τ’ αποφάσισε, του έδωσε μια ξεγυρισμένη και τον ξάπλωσε κάτω»·
- τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα ή φαγώνονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος.

γη

γη κ. γης, η, ουσ. [<αρχ. γῆ], η γη. 1. το έδαφος, το χώμα: «με τον τρόπο που μου πέταξε το δέμα, δεν μπόρεσα να το πιάσω και μου ’πεσε στη γη». 2α. (ιδίως για ναυτικούς) η ξηρά, στεριά: «μόλις πατήσαμε στη γη μετά την άγρια τρικυμία, νιώσαμε ευτυχισμένοι». β.  ως επιφών. γη! επιφών. ανακούφισης των ναυτικών των προηγούμενων αιώνων, όταν μετά από μεγάλη περιπλάνηση στις θάλασσες, ο παρατηρητής που βρισκόταν στο ψηλότερο μέρος του καταρτιού έβλεπε στεριά. Συνήθως επαναλαμβανόμενο. (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- άνοιξε η γη και τον κατάπιε, έχει εξαφανιστεί με ανεξήγητο τρόπο και δεν μπορεί κανένας να επικοινωνήσει μαζί του, τον βρει: «άνοιξε η γη και τον κατάπιε, ρε παιδιά, και δεν μπορεί να επικοινωνήσει κανείς μαζί του!»·
- απ’ όλες τις γωνιές της γης, βλ. λ. γωνία·
- απέχουν όσο ο ουρανός απ’ τη γη, βλ. λ. ουρανός·
- βάζω στη γη (κάτι), κρύβω κάτι μέσα στη γη: «έσκαψε μια τρύπα κι έβαλε στη γη τα κλοπιμαία»· βλ. και φρ. τον έβαλαν στη γη·
- γη της επαγγελίας, τόπος πολύ πλούσιος, πολύ εύφορος, που θεωρείται επίγειος παράδεισος: «η Ελλάδα για πολλούς μετανάστες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού είναι η γη της επαγγελίας». Κατά την Παλαιά Διαθήκη ήταν η γη Χαναάν των Εβραίων, όπου έτρεχε μέλι και γάλα·
- γίνομαι ένα με τη γη, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε τόσο πολύ, που στο τέλος γίναμε ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, βλ. λ. μάτι·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι το πρωτότυπο: «μα και βέβαια, κύριε, τα ναρκωτικά σκοτώνουν τη νεολαία μας, δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική / δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα / δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό·
- δεν πατάει στη γη, α. είναι πολύ χαρούμενος, πετάει από τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που καλοπάντρεψε την κόρη του, δεν πατάει στη γη». β. είναι πολύ ακατάδεκτος, πολύ υπερήφανος: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού, δεν πατάει στη γη». γ. δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, ονειροβατεί: «απ’ τη στιγμή που έχει την εντύπωση πως μπορεί να κάνει μια τόσο μεγάλη δουλειά χωρίς δεκάρα, δεν πατάει στη γη ο άνθρωπος!»·
- δίνει στη γη βάρος ή δίνει βάρος στη γη, είναι εντελώς ασήμαντος, άχρηστος, ανίκανος, τιποτένιος: «τι του βρίσκεις αυτού του ανθρώπου και του κάνεις παρέα! Δίνει στη γη βάρος κι εσύ τον έχεις μη βρέξει και μη στάξει, θα με τρελάνεις δηλαδή!». (Λαϊκό τραγούδι: βρε κορμιά βασανισμένα πιάστ’ απόψε τα στενά, αχ, να μας βρει και μας ο χάρος που της γης δίνουμε βάρος να σωθούμε απ’ το βραχνά
- δίνω γη και ύδωρ, α. δίνω τα πάντα, ιδίως για να γλιτώσω από μια δύσκολη ή επικίνδυνη κατάσταση: «έδωσε γη και ύδωρ στον εφοριακό, που του βρήκε τα κρυφά βιβλία, για να μην το αναφέρει στην έκθεσή του». β. παραδίνομαι, συμφωνώ με κάποιον για κάτι άνευ όρων: «προκειμένου να παντρέψει την κόρη του, που την είχαν πάρει τα χρόνια, έδωσε γη και ύδωρ στο γαμπρό του». Αναφορά στην αρχαιότητα, όπου η γη και το ύδωρ ήταν σύμβολα πλήρους υποταγής·
- δουλεύω τη γη, την καλλιεργώ, είμαι αγρότης: «από μικρό παιδί δουλεύω τη γη και την αγάπησα σαν τη μάνα μου»·
- είμαι ένα με τη γη, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «σερνόταν πάλι μέσ’ στο δρόμο, γιατί ήταν ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι ένα και γη, (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός: «δεν μπόρεσα να τον δω μέσα σε τόσο κόσμο, αφού είναι ένα και γη ο άνθρωπος!». Συνών. είναι ένα και τίποτα, είναι ένα και χώμα·
- είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, είναι πολύ ονειροπαρμένος, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί ο τύπος είναι σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη»·
- εξαφανίστηκε από προσώπου γης ή εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπο της γης, όσο και να τον ψάξει κανείς, δεν μπορεί να τον βρει: «χρωστάει τόσα πολλά ο καημένος, που εξαφανίστηκε από προσώπου γης»·
- έφαγα τη γη (ενν. ψάχνοντας για να  βρω κάποιον), έψαξα συστηματικά σε όλα τα μέρη για να βρω κάποιον: «εγώ έφαγα τη γη για να τον βρω, κι αυτός ήταν αραχτός στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: έφαγα τη γη να σ’ αναζητάω, ψάχνω στα βουνά και παντού ρωτάω ποιος είδε τα μάτια που αγαπάω
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, α. ένιωσα ξαφνική ζαλάδα, ξαφνική σκοτοδίνη: «εκεί που κουβεντιάζαμε όμορφα κι ωραία, προς στιγμήν έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου και κινδύνεψα να πέσω». β. ένιωσα τρομερή έκπληξη, ιδίως για κάτι κακό που είδα ή άκουσα: «μόλις τον είδα να φιλάει τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου»·
- η γη όλους τους χωνεύει, βλ. λ. χωνεύω·
- η γη των πατέρων μας, ο τόπος μας, η πατρίδα μας: «θα πολεμήσουμε σκληρά κάθε εχθρό που θα τολμήσει να επιβουλευτεί τη γη των πατέρων μας»·
- η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται, (και για τα δυο φύλα) λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανθρώπους που αδιαφορούν για τα κοινά ή που, ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα. Συνών. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- η μαύρη γη, ο τάφος, ο Άδης: «όλους μας περιμένει κάποια μέρα η μαύρη γη». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, ρε ντουνιά, πώς σ’ έχασα προτού να σε γλεντήσω, και να ’ρθω μες στη μαύρη γη για πάντα πια να ζήσω). Συνών. το μαύρο (το) σκοτάδι / το μαύρο (το) χώμα·
- η ξένη γη, η αλλοδαπή, τα ξένα: «χρόνια στην ξένη γη δούλεψε σκληρά, για να φτιάξει την περιουσία που έχει». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς αγάπη, χωρίς στοργή, δεν ζει κανένας στην ξένη γη γλυκιά μου αγάπη, καλή μου μάνα, δεν έχω άλλη υπομονή
- θα γίνω γη να με πατήσεις, δε θα σου χαλάσω κανένα χατίρι, δε θα σου αρνηθώ τίποτα. Λέγεται στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον να μας κάνει μια σοβαρή εκδούλευση ή εξυπηρέτηση, ή σε κάποιον που μας έκανε ήδη μια σοβαρή εκδούλευση ή εξυπηρέτηση: «αν με βγάλεις απ’ τη δύσκολη θέση που βρίσκομαι, θα γίνω γη να με πατήσεις || μόνο εσύ μ’ έβγαλες απ’ τη δύσκολη θέση που βρισκόμουν, γι’ αυτό κι εγώ θα γίνω γη να με πατήσεις». Συνών. θα γίνω χαλί να με πατήσεις·
- θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης ή θα σ’ εξαφανίσω απ’ το πρόσωπο της γης, α. (απειλητικά) θα σου δώσω τόσο ξύλο ή θα χρησιμοποιήσω τέτοια μέσα εναντίον σου, που θα σε φέρω στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης και θα πάψεις να κυκλοφορείς στον κόσμο, θα εξαφανιστείς: «αν με κατηγορήσεις ξανά στο συνεταίρο μου, θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης». β. (απειλητικά) θα σε σκοτώσω: «αν ενοχλήσεις ξανά τη γυναίκα μου, θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης»·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου δώσω τόσο ξύλο, που θα σε εξαφανίσω, θα σε λιώσω: «αν ξαναπιάσεις την οικογένειά μου στο στόμα σου, θα σε κάνω ένα με τη γη»·
- καμένη γη, μεγάλη καταστροφή, ιδίως οικονομική: «παραλάβαμε καμένη γη», συνηθισμένη δικαιολογία από τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία και που είναι συνήθως προοίμιο φορομπηχτικής πολιτικής. (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα δεν άφησες. Μόνο γη καμένη κι έναν ανεξήγητο σκοπό από φυσαρμόνικα φάλτσα, ρημαγμένη που όλο τραγουδάει σ’ αγαπώ). Συνήθως σε χρήση από τους πολιτικούς·
- κίνησε γη και ουρανό, χρησιμοποίησε συστηματικά κάθε μέσο, εξάντλησε στο έπακρο κάθε δυνατότητα για να ανακαλύψει ή για να πετύχει κάτι: «κίνησε γη και ουρανό για να βάλει το γιο του στην τράπεζα»·
- λες και τον κατάπιε η γη, βλ. φρ. λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. (Λαϊκό τραγούδι: όλες οι γειτόνισσές σου στα παράθυρα έχουν βγει, μόνο εσένανε δε βλέπω λες και σε κατάπιε η γη)·
- λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, εξαφανίστηκε ανεξήγητα από τα γνωστά στέκια και δεν μπορεί κανένας να επικοινωνήσει μαζί του, τον βρει: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Εξαφανίστηκε λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε»· 
- μέχρι να σταματήσει η γη, για πάντα, αιώνια: «αν δε μου ζητήσεις συγνώμη, θα σε κυνηγώ μέχρι να σταματήσει η γη». (Λαϊκό τραγούδι: κι έλεγες, η αγάπη μας θα ζήσει κι έλεγες, μέχρι η γη να σταματήσει κι έλεγες, δε θα σ’ αρνηθώ ποτέ μου κι έλεγες, τι δεν έλεγες, Χριστέ μου)· 
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί (ενν. αν σου λέω ψέματα), λέγεται για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιο άτομο: «τα πράγματα έγιναν έτσι όπως στα λέω, κι αν σου λέω ψέματα, ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί»·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί, λέγεται σε περίπτωση που, τη στιγμή που αποκαλύπτεται κάποια κακή πράξη μας, ντρεπόμαστε να αντικρίσουμε τον κόσμο, νιώθουμε τόσο μεγάλη ντροπή, που θα ήταν προτιμότερο για μας να είχαμε εξαφανιστεί: «την ώρα που αποκάλυψε ο άλλος πως κάποτε είχα δικαστεί για κατάχρηση, ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί εκείνη τη στιγμή»·
- οι όπου γης, οι σε οποιοδήποτε μέρος της γης ευρισκόμενοι: «οι όπου γης Έλληνες έχουν πάντα το βλέμμα τους στραμμένο στη Μητέρα πατρίδα»·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της συγκέντρωσης πλούτου: «κάνει το σκατό του παξιμάδι κι ό,τι βγάζει τα καταθέτει στην τράπεζα, σαν να μην ξέρει ο βλάκας πως στο τέλος όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη». (Λαϊκό τραγούδι: γλέντα τη ζωή. Όλοι δύο μέτρα παίρνουν γη. Τα λεφτά είναι δανεικά, χέρια αλλάζουν τακτικά. Να τα κάψεις. Τι τα θες; Μήπως τα ’χες κι από χτες;   
- όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει, λέγεται για εκείνους τους ανθρώπους που υπομένουν καρτερικά όλες τις δυσκολίες που τους προκύπτουν: «έχει έναν άντρα που είναι μεγάλο στραβόξυλο αλλά τι να κάνει η καημένη! Όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει || είναι χρόνια στη δούλεψή του και του φέρεται σαν σκουπίδι αλλά κάνει κουράγιο και όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει»·
- όπου γης, σε οποιοδήποτε μέρος της γης: «όταν είσαι κυνηγημένος, όπου γης μπορεί να γίνει κρυψώνας σου»·
- όπου γης και πατρίς, λέγεται για εκπατρισμένους, που κάνουν τη χώρα που ζουν νέα τους πατρίδα: «λείπω χρόνια απ’ την πατρίδα μου κι αγάπησα αυτή τη χώρα που ζω, γιατί, όπου γης και πατρίς». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα όπου γης είναι πατρίδα
- πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου, βλ. λ. βάρκα·
- πατώ γερά (πάνω) στη γη, α. είμαι ρεαλιστής, είμαι απόλυτα προσγειωμένος: «δεν είμαι απ’ αυτούς που παίρνουν εύκολα τα μυαλά τους αέρα, γιατί πατώ γερά πάνω στη γη». β. έχω ισχυροποιημένη τη θέση μου στη ζωή, στην κοινωνία, και δεν έχω την ανάγκη κανενός: «αλίμονο από εμάς, γιατί, αυτός που λες, βρήκε τέτοια περιουσία απ’ τον πατέρα του, που πατάει γερά πάνω στη γη»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. φρ. πατώ γερά (πάνω) στη γη·  
- πετώ κατά γης, ρίχνω αυτό που κρατώ στα χέρια μου με δύναμη κάτω: «πάνω στα νεύρα του πέταξε κατά γης το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του»·
- σ’ άλλη γη, βλ. φρ. σ’ άλλα μέρη, λ. μέρος.(Τραγούδι: θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δε μας ξέρει
- σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, βλ. λ. μήκος·
- σαν να τον κατάπιε η γη, βλ. φρ. λες και τον κατάπιε η γη·
- στα πέρατα της γης ή ως τα πέρατα της γης, βλ. λ. πέρατα·
- στην άλλη άκρη της γης ή στην άκρη της γης, βλ. λ. άκρη·
- στον ουρανό το(ν) γύρευα και στη γη το(ν) βρήκα, βλ. λ. ουρανός·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ (= χώρα των Μαδιανιτών), καταστρέφω βίαια τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «μπήκαν αγριεμένοι στο μαγαζί και τα ’καναν όλα γης Μαδιάμ». Η χώρα των Μαδιανιτών βρισκόταν στην Παλαιστίνη, νοτιοανατολικά της Ερυθράς Θάλασσας με κέντρο την ανατολική ακτή του κόλπου της Άκαμπα. Καταστράφηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοί της, που ήλεγχαν τα βοσκοτόπια του Σινά, κατασφάγηκαν από τους Εβραίους που μετά την Έξοδό τους από την Αίγυπτο και οδηγούμενοι από τον Μωυσή πορεύονταν προς τη Γη της Επαγγελίας·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαριάμ, βλ. φρ. τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ·
- τα σωθικά της γης, βλ. λ. σωθικά·
- της γης οι κολασμένοι, βλ. λ. κολασμένος·
- το άλας της γης, βλ. λ. αλάτι·
- τον βίδωσα στη γη, βλ. φρ. τον βίδωσα στο χώμα, λ. χώμα·
- τον έβαλαν στη γη, τον έθαψαν: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τον έβαλαν στη γη». (Λαϊκό τραγούδι: τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε, τα δυο σου χέρια τα παχιά με βάλανε στη γη βαθιά)· βλ. και φρ. βάζω στη γη (κάτι)·
- τον έκανε ένα με τη γη, τον ξυλοκόπησα άγρια, τον έλιωσα από το πολύ ξύλο που του έδωσα και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησα: «επειδή ενοχλούσε συνεχώς τη γυναίκα του, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε ένα με τη γη». Συνών. τον έκανε ένα με το χώμα· βλ. και φρ. τον κάνω ένα με τη γη·
- τον έφαγε η μαύρη γη, τον πήρε ο θάνατος, πέθανε: «κρίμα, τέτοιον λεβέντη άνθρωπο να τον φάει η μαύρη γη»·
- τον κάνω ένα με τη γη, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «δεν έρχεται πια να πιει μαζί μου, γιατί κάθε φορά τον κάνω ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι· βλ. και φρ. τον έκανα ένα με τη γη·
- τον ξάπλωσα στη γη, τον χτύπησα και τον έριξα κάτω ή τον τραυμάτισα θανάσιμα, τον σκότωσα: «του ’δωσα μια γροθιά και τον ξάπλωσα στη γη || του ’ριξε δυο πιστολιές και τον ξάπλωσε στη γη». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο άγριος ο ταύρος τον καρφώνει και στη γη τον εξαπλώνει
- χάθηκε από προσώπου γης ή χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. συνηθέστ. εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

γίνομαι

γίνομαι, ρ. [<μτγν. γίνομαι <αρχ. γίγνομαι], γίνομαι. 1. μεθώ: «με δυο τρία ποτηράκια, γίνεται αμέσως». 2. (για χαρτοπαίγνιο) σχηματίζω όλους τους συνδυασμούς με τα χαρτιά που κρατώ στα χέρια μου και κερδίζω το κόλπο: «έγινα με το τελευταίο χαρτί που τράβηξα». 3. βολεύομαι, ικανοποιούμαι απόλυτα: «απορώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί γίνεται με όποιο κόμμα κι αν έρθει στην εξουσία || έγινα μ’ αυτά τα λεφτά που μου ’δωσες». Από τη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου. 4. (για καρπούς) μεστώνω, ωριμάζω: «δεν έγιναν ακόμα τα ροδάκινα || τα σύκα γίνονται τον Αύγουστο». 5. (για φαγητά) τελειώνω με το βράσιμό μου ή το τηγάνισμά μου, μαγειρεύομαι και είμαι έτοιμο για να το φάει κάποιος: «έγινε, ρε μάνα, το φαγητό; || περιμένετε λίγο για να κρυώσει, γιατί μόλις έγινε το φαγητό». 6. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) προμηθεύομαι το ναρκωτικό μου: «μόλις έγινε ο δικός σου, κατευθείαν στο γρένι του να φτιαχτεί». 7. απρόσ. γίνεται, μπορεί να γίνει, μπορεί να πραγματοποιηθεί, είναι δυνατό: «γίνεται να περάσουμε μέσα δυο άτομα μ’ ένα εισιτήριο; -Γίνεται». 8. απρόσ. σε ερωτηματικό ή θαυμαστικό τύπο γίνεται; ή γίνεται! έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που, ενώ δεν ήμασταν σίγουροι αν μπορεί να πραγματοποιηθεί, εντούτοις, μπορεί να πραγματοποιηθεί, είναι δυνατό: «εσείς οι δυο μπορείτε να μπείτε μέσα μ’ ένα εισιτήριο. -Γίνεται; || μ’ ένα εισιτήριο μπορείς να βάλεις μέσα όλη την οικογένειά σου. -Γίνεται!». 9. απρόσ. έγινε,δηλώνει αποδοχή, συμφωνία, συγκατάθεση του συνομιλητή: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά θέλω να περάσεις απ’ το σπίτι μου. -Έγινε». (Ακολουθούν 810 φρ.)·
- αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, βλ. λ. αγουρίδα·
- αν γίνεται, αν είναι επιτρεπτό, αν είναι μπορετό: «μπορώ να δω, αν γίνεται, το διευθυντή του τμήματος; || αν γίνεται θα τον δεις»·
- από γουρούνι δε γίνεται γούνα, βλ. λ. γουρούνι·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από μικρή σπίθα, γίνεται μεγάλη πυρκαγιά, βλ. λ. σπίθα·
- ας γίνει ό,τι γίνει, βλ. φρ. ό,τι γίνει ας γίνει·
- ας γίνει ό,τι θέλει ή ας γίνει ό,τι θέλει να γίνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας γίνει·
- ας γίνουν όλα στάχτη ,βλ. λ. στάχτη·
- ας γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να κάνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει·
- ας λέει ό,τι θέλει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας λέει·
- ας πει ό,τι πει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμά·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος· 
- για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! βλ. λ. κόσμος·
- για να γίνει η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- για να γίνεται κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- για να γίνεται μουχαμπέτι, βλ. λ. μουχαμπέτι·
- γίναμε αμέρικαν μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
- γίναμε αντσούγιες ή γίναμε σαν τις αντσούγιες, βλ. λ. αντσούγια·
- γίναμε από δυο χωριά ή γίναμε από δυο χωριά χωριάτες, βλ. λ.χωριό·
- γίναμε από κούπες, βλ. λ. κούπα·
- γίναμε βίδες, βλ. λ. βίδα·
- γίναμε ένα μάτσο χάλια, βλ. λ. χάλι·
- γίναμε ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- γίναμε ζούγκλα, βλ. λ. ζούγκλα·
- γίναμε θρύψαλα, βλ. λ. θρύψαλο·
- γίναμε ιμάμ μπαϊλντί, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- γίναμε κουλουβάχατα, βλ. λ. κουλουβάχατα·
- γίναμε κώλος, βλ. λ. κώλος·
- γίναμε μαλλιά κουβάρια, βλ. λ. μαλλί·
- γίναμε μανέστρα, βλ. λ. μανέστρα·
- γίναμε μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- γίναμε με τα κρεμμυδάκια, βλ. λ. κρεμμυδάκι·
- γίναμε μουνί, βλ. λ. μουνί·
- γίναμε μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
- γίναμε μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- γίναμε μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
- γίναμε μπίλιες, βλ. λ. μπίλιες·
- γίναμε μπουρδέλο, βλ. λ. μπουρδέλο·
- γίναμε μύλος, βλ. λ. μύλος·
- γίναμε όλοι ίσα κι όμοια ή γίναμε όλοι ίσοι κι όμοιοι, βλ. λ. ίσος·
- γίναμε πάτσι ή γίναμε πάτσι και πόστα, βλ. λ. πάτσι·
- γίναμε πίτα, βλ. λ. πίτα·
- γίναμε σαλάτα, βλ. λ. σαλάτα·
- γίναμε σάντουιτς, βλ. λ. σάντουιτς·
- γίναμε σαρδέλες ή γίναμε σαν τις σαρδέλες, βλ. λ. σαρδέλα·
- γίναμε Σικάγο, βλ. λ. Σικάγο·
- γίναμε σκατά, βλ. λ. σκατά·
- γίναμε Σόδομα και Γόμορα, βλ. λ. Σόδομα και Γόμορα·
- γίναμε τακίμια, βλ. λ. τακίμι·
- γίναμε χάλια, βλ. λ. χάλι·
- γίνε προφήτης και κράτα τα μισά ή γίνε προφήτης και πάρε τα μισά, βλ. λ. προφήτης·
- γίνεται αλισβερίσι, βλ. λ. αλισβερίσι·
- γίνεται βαβούρα, βλ. λ. βαβούρα·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- γίνεται γνωστό ότι…, βλ. λ. γνωστός·
- γίνεται; δε γίνεται! ερώτηση και απάντηση από το ίδιο άτομο, που δηλώνει αμφισβήτηση ή άρνηση: «πώς μπορείτε να περάσετε κι οι δυο μ’ ένα εισιτήριο μέσα. Γίνεται; δε γίνεται!»·
- γίνεται δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- γίνεται ένα δράμα, βλ. λ. δράμα·
- γίνεται ένα σώμα, βλ. λ. σώμα·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- γίνεται ζούρλα, βλ. λ. ζούρλα·
- γίνεται (ή) δε γίνεται; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση για το αν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί κάτι: «άσε τα πολλά λόγια και πες μου. Γίνεται ή δε γίνεται να μπούμε κι οι δυο μέσα μ’ ένα εισιτήριο; || γίνεται ή δε γίνεται να μου τελειώσεις τη δουλειά στα χρονικά περιθώρια που σου ζητάω;»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- γίνεται η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- γίνεται η δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- γίνεται καρναβάλι, βλ. λ. καρναβάλι·
- γίνεται κατακλυσμός, βλ. λ. κατακλυσμός·
- γίνεται λαϊκό προσκύνημα, βλ. λ. προσκύνημα·
- γίνεται λόγος, βλ. λ. λόγος·
- γίνεται μανούρα, βλ. λ. μανούρα·
- γίνεται να…, α. μπορεί να πραγματοποιηθεί, είναι δυνατό να…: «γίνεται να έρθω αύριο στη δουλειά δυο ώρες πιο αργά; || γίνεται να έρθω κι εγώ μαζί σας;». β. είναι πρέπον, αρμόζει να…: «εσύ παιδί από σπίτι γίνεται να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες;»·
- γίνεται νταβαντούρι, βλ. λ. νταβαντούρι·
- γίνεται νταραβέρι, βλ. λ. νταραβέρι·
- γίνεται ντόρος, βλ. λ. ντόρος·
- γίνεται ουρά, βλ. λ. ουρά·
- γίνεται παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται παιχνίδι κέντρου, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- γίνεται παρέλαση, βλ. λ. παρέλαση·
- γίνεται πάταγος, βλ. λ. πάταγος·
- γίνεται πλέι, βλ. λ. πλέι·
- γίνεται πολύς θόρυβος, βλ. λ. θόρυβος·
- γίνεται πολύς λόγος, βλ. λ. λόγος·
- γίνεται πολύς ντόρος, βλ. λ. ντόρος·
- γίνεται σκοτωμός, βλ. λ. σκοτωμός·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), βλ. λ. πόδι·
- γίνεται συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- γίνεται σφαγή, βλ. λ. σφαγή·
- γίνεται σώμα, βλ. λ. σώμα·
- γίνεται το αγίνωτο, βλ. λ. αγίνωτος·
- γίνεται το μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- γίνεται φασαρία, βλ. λ. φασαρία·
- γίνεται φάση, βλ. λ. φάση·
- γίνεται χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται χοντρό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- γίνεται χωριό, βλ. λ. χωριό·
- γίνεται ψηλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- γίνομαι άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- γίνομαι αλεπουδόπουλος, βλ. λ. αλεπουδόπουλος·
- γίνομαι αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- γίνομαι άλογο, βλ. λ. άλογο·
- γίνομαι αλοιφή, βλ. λ. αλοιφή·
- γίνομαι ανάστα, βλ. λ. ανάστα·
- γίνομαι ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- γίνομαι ανθιστός, βλ. λ. ανθιστός·
- γίνομαι άνθρωπος (σωστός), βλ. λ. άνθρωπος·
- γίνομαι άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- γίνομαι αρχαίος, βλ. λ. αρχαίος·
- γίνομαι αφορμή, βλ. λ. αφορμή·
- γίνομαι βαπόρι, βλ. λ. βαπόρι·
- γίνομαι βάρος (σε κάποιον), βλ. λ. βάρος·
- γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως, βλ. λ. βασιλιάς·
- γίνομαι βίδες, βλ. λ. βίδα·
- γίνομαι βούκινο, βλ. λ. βούκινο·
- γίνομαι γάγγραινα, βλ. λ. γάγγραινα·
- γίνομαι γκάιντα, βλ. λ. γκάιντα·
- γίνομαι γκολ, βλ. λ. γκολ·
- γίνομαι γκον, βλ. λ. γκον·
- γίνομαι γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- γίνομαι διπλός, βλ. λ. διπλός·
- γίνομαι δυο δίπλες, βλ. λ. δίπλα·
- γίνομαι δυο κάτια, βλ. λ. κάτι·
- γίνομαι δυο κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- γίνομαι Εβραίος, βλ. λ. Εβραίος·
- γίνομαι εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- γίνομαι ένα (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
- γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
- γίνομαι ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- γίνομαι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- γίνομαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- γίνομαι ηφαίστειο, βλ. λ. ηφαίστειο·
- γίνομαι θέαμα ή γίνομαι δημόσιο θέαμα, βλ. λ. θέαμα·
- γίνομαι θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- γίνομαι θηρίο (ανήμερο), βλ. λ. θηρίο·
- γίνομαι θυσία, βλ. λ. θυσία·
- γίνομαι κακός, βλ. λ. κακός·
- γίνομαι κακός γιαράς, βλ. λ. γιαράς·
- γίνομαι καλά, βλ. λ. καλός·
- γίνομαι καλός, βλ. λ. καλός·
- γίνομαι καπνός, βλ. λ. καπνός1·
- γίνομαι καρναβάλι, βλ. λ. καρναβάλι·
- γίνομαι κασάτο, βλ. λ. κασάτο·
- γίνομαι κατσί, βλ. λ. κατσί·
- γίνομαι κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- γίνομαι κιμάς, βλ. λ. κιμάς·
- γίνομαι κιμάς (με κάποιον), βλ. λ. κιμάς·
- γίνομαι κοκίτης, βλ. λ. κοκίτης·
- γίνομαι κόκκινος παντζάρι ή γίνομαι κόκκινος σαν (το) παντζάρι, βλ. λ. παντζάρι·
- γίνομαι κόκκινος παπαρούνα ή γίνομαι κόκκινος σαν (την) παπαρούνα, βλ. λ. παπαρούνα·
- γίνομαι κόκκινος τριαντάφυλλο ή γίνομαι κόκκινος σαν (το) τριαντάφυλλο, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- γίνομαι κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- γίνομαι κουβάρι, βλ. λ. κουβάρι·
- γίνομαι κουδούνι, βλ. λ. κουδούνι·
- γίνομαι κουκλοθέατρο, βλ. λ. κουκλοθέατρο·
- γίνομαι κουνουπίδι, βλ. λ. κουνουπίδι·
- γίνομαι κουρέλι, βλ. λ. κουρέλι·
- γίνομαι κουρμπάνι, βλ. λ. κουρμπάνι·
- γίνομαι κροκόδειλος, βλ. λ. κροκόδειλος·
- γίνομαι κύριος της καταστάσεως, βλ. λ. κατάσταση·
- γίνομαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνομαι λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- γίνομαι λάστιχο, βλ. λ. λάστιχο·
- γίνομαι λέσι, βλ. λ. λέσι·
- γίνομαι λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
- γίνομαι λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
- γίνομαι λούτσα, βλ. λ. λούτσα·
- γίνομαι μάγκας, βλ. λ. μάγκας·
- γίνομαι μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- γίνομαι μαστούρι, βλ. λ. μαστούρι·
- γίνομαι μητέρα, βλ. λ. μητέρα·
- γίνομαι μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
- γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, βλ. λ. ιδρώτας·
- γίνομαι μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γίνομαι μπαούλο, βλ. λ. μπαούλο·
- γίνομαι μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
- γίνομαι μπίλιες, βλ. λ. μπίλια·
- γίνομαι μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- γίνομαι νοικοκύρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- γίνομαι νούμερο, βλ. λ. νούμερο·
- γίνομαι νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- γίνομαι ντέφι, βλ. λ. ντέφι·
- γίνομαι ντίρλα, βλ. λ. ντίρλα·
- γίνομαι ντουέτο (με κάποιον), βλ. λ. ντουέτο·
- γίνομαι όνομα, βλ. λ. όνομα·
- γίνομαι οπερέτα, βλ. λ. οπερέτα·
- γίνομαι παγοκολόνα, βλ. λ. παγοκολόνα·
- γίνομαι παγωτό, βλ. λ. παγωτό·
- γίνομαι παϊτόνι, βλ. λ. παϊτόνι·
- γίνομαι Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- γίνομαι παπί, βλ. λ. παπί·
- γίνομαι πατάτα, βλ. λ. πατάτα·
- γίνομαι πατέρας, βλ. λ. πατέρας·
- γίνομαι πατίνι, βλ. λ. πατίνι·
- γίνομαι περδίκι, βλ. λ. περδίκι·
- γίνομαι πίτα, βλ. λ. πίτα·
- γίνομαι πίτας, βλ. λ. πίτας·
- γίνομαι ποδήλατο, βλ. λ. ποδήλατο·
- γίνομαι πουλόπουλος, βλ. λ. πουλόπουλος·
- γίνομαι πούλος, βλ. λ. πούλος·
- γίνομαι πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- γίνομαι ράκος, βλ. λ. ράκος·
- γίνομαι ρετάλι, βλ. λ. ρετάλι·
- γίνομαι ρημάδι, βλ. λ. ρημάδι·
- γίνομαι ρημαδιό, βλ. λ. ρημαδιό·
- γίνομαι σαν τον άγιο ή γίνομαι σαν τον άγιο Ονούφριο, βλ. λ. άγιος·
- γίνομαι σαν τον όσιο Ονούφριο, βλ. λ. όσιος·
- γίνομαι σκάρτος, βλ. λ. σκάρτος·
- γίνομαι σκαστός, βλ. λ. σκαστός·
- γίνομαι σκατά, βλ. λ. σκατά·
- γίνομαι σκνίπα, βλ. λ. σκνίπα·
- γίνομαι σκνίπας, βλ. λ. σκνίπας·
- γίνομαι σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- γίνομαι σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- γίνομαι σούπα, βλ. λ. σούπα·
- γίνομαι σούρα, βλ. λ. σούρα·
- γίνομαι σούργελο, βλ. λ. σούργελο·
- γίνομαι σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα·
- γίνομαι σταφίδα, βλ. λ. σταφίδα·
- γίνομαι στουπί, βλ. λ. στουπί·
- γίνομαι στόχος, βλ. λ. στόχος·
- γίνομαι συντρίμμια, βλ. λ. συντρίμμι·
- γίνομαι τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- γίνομαι τάπα, βλ. λ. τάπα·
- γίνομαι τέζα, βλ. λ. τέζα·
- γίνομαι της Αναλήψεως, βλ. λ. Αναλήψεως·
- γίνομαι τούνγκα, βλ. λ. τούνγκα·
- γίνομαι Τούρκος, βλ. λ. Τούρκος·
- γίνομαι τούρμπο, βλ. λ. τούρμπο·
- γίνομαι τούρνα, βλ. λ. τούρνα·
- γίνομαι τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- γίνομαι τύφλας, βλ. λ. τύφλας·
- γίνομαι υπό, βλ. λ. υπό·
- γίνομαι φέσι, βλ. λ. φέσι·
- γίνομαι φέτα, βλ. λ. φέτα·
- γίνομαι φίνος, βλ. λ. φίνος·
- γίνομαι φωτιά και λαύρα, βλ. λ. λάβρα·
- γίνομαι χάι, βλ. λ. χάι·
- γίνομαι χάλια, βλ. λ. χάλι·
- γίνομαι χίλια κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- γίνομαι χύμα, βλ. λ. χύμα·
- γίνονται πράματα και θάματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- γίνονται σημεία και τέρατα ή γίνονται τέρατα και σημεία, βλ. λ. σημείο·
- γίνονται Σόδομα και Γόμορα, βλ. λ. Σόδομα και Γόμορα·
- γίνονται φασαρίες, βλ. λ. φασαρία·
- γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, βλ. λ. γιος·
- γούστο μου θα γίνει; (για καταστάσεις ή συνήθειες) βλ. λ. γούστο·
- γούστο μου θα γίνεις; (για πρόσωπα) βλ. λ. γούστο·
- δε γίνεται, κατηγορηματική άρνηση: «μπορώ να μπω μέσα; -Δε γίνεται». Σε περίπτωση επιμονής, της φρ. προτάσσεται το είπα ή το λέμε: «μα άφησέ με να μπω μέσα. -Είπα, δε γίνεται»·
- δε γίνεται να…, α. δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, γιατί υπάρχουν διάφορες δυσκολίες ή απαγορεύσεις: «δε γίνεται να σου δώσω τα λεφτά που ζητάς, γιατί απλώς δεν τα έχω || δε γίνεται να περάσει κανείς μέσα, γιατί απαγορεύεται». β. σε ερωτηματικό τύπο, μήπως μπορεί να πραγματοποιηθεί, είναι δυνατό(;): «δε γίνεται να μ’ αφήσεις να περάσω μέσα;»·
- δε γίνεται αλλιώς, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση: «για να μπορέσεις να πάρεις δάνειο, θα πρέπει να βάλεις υποθήκη το σπίτι σου, γιατί δε γίνεται αλλιώς». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε πράγμα στον καιρό του και τον Αύγουστο κολιός, στη ζωή έγινε νόμος και δε γίνεται αλλιώς
- δε γίνεται έτσι δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε γίνεται ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- δε γίνεται θέμα, βλ. λ. θέμα·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, (για πρόσωπα) α. βρίσκεται στο έσχατο όριο της διαφθοράς και δεν υπάρχει περίπτωση να επανέλθει στο σωστό δρόμο: «έπεσαν απάνω του όλοι οι συγγενείς να τον συμβουλεύσουν, αλλά αυτός είναι τόσο πολύ μπλεγμένος με την αλητεία, που δε γίνεται καλά με τίποτα». β. βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, είναι βέβαιο ότι θα πεθάνει: «οι γιατροί αποφάσισαν πως δε γίνεται καλά με τίποτα». γ. (για μηχανήματα) δεν επιδέχεται επιδιόρθωση: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητο, που δε γίνεται καλά με τίποτα». δ. (για δουλειές ή υποθέσεις) δεν επιδέχεται βελτίωση: «όπως την έκανες τη δουλειά, δε γίνεται καλά με τίποτα»·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε γίνεται λόγος, βλ. λ. λόγος·
- δε γίνεται ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά, βλ. λ. ομελέτα·
- δε γίνεται παρά να…, βλ. λ. παρά·
- δε γίνεται συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- δε γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί λύση ή να διευθετηθεί κάτι: «δεν μπορούμε να βρούμε ένα τρόπο να συμφωνήσουμε; -Δε γίνεται τίποτα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δυστυχώς·
- δε γίνεται τράμπα με σκατά ή με σκατά δε γίνεται τράμπα ή με σκατά τράμπα δε γίνεται, βλ. λ. τράμπα·
- δε γίνεται χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δε θα γίνω (και) χίλια κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν έγινε τίποτα, α. δεν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα: «προσπάθησα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά δεν έγινε τίποτα». β. δεν πειράζει (ανάλογα με την περίπτωση και με τον τόνο της φωνής λέγεται και με ειρωνική διάθεση): «αχ, μωρέ φιλαράκι μου, δεν μπόρεσα να ’ρθω να σε βοηθήσω. -Δεν έγινε τίποτα || αχ, σας πάτησα! -Δεν έγινε τίποτα»·
- δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν ξέρει τι του γίνεται, α. είναι εντελώς αποδιοργανωμένος: «πώς να προκόψει, αφού δεν ξέρει τι του γίνεται στη δουλειά του!». β. ενεργεί ή συμπεριφέρεται εντελώς παράλογα: «μην τον συνερίζεσαι γι αυτά που κάνει, γιατί έχει τόσα προβλήματα, που δεν ξέρει τι του γίνεται»·
- Εβραίοι, γουρούνια, θα γίνεται σαπούνια, βλ. λ. Εβραίος·
- έγινα αρχιστράτηγος, βλ. λ. αρχιστράτηγος·
- έγινα ζάντα, βλ. λ. ζάντα·
- έγινα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- έγινα κουρούμπελο, βλ. λ. κουρούμπελο·
- έγινα κώλος, βλ. λ. κώλος·
- έγινα ναύαρχος, βλ. λ. ναύαρχος·
- έγινα νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
- έγινα ντουμάνι, βλ. λ. ντουμάνι·
- έγινα παζλ, βλ. λ. παζλ·
- έγινα ρόμπα, βλ. λ. ρόμπα·
- έγινα σαν βαρέλι, βλ. λ. βαρέλι·
- έγινα σαν βόδι, βλ. λ. βόδι·
- έγινα (σαν) μουνί, βλ. λ. μουνί·
- έγινα (σαν) μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
- έγινα(σαν) μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- έγινα σαν ντουλάπα, βλ. λ. ντουλάπα·
- έγινα σκατά ολέ, βλ. συνηθέστ. έγινα σκατέ ολέ, βλ. λ. σκατέ·
- έγινα τόφαλος, βλ. λ. τόφαλος·
- έγινα τσίρκο, βλ. λ. τσίρκο·
- έγινα φανέλα, βλ. λ. φανέλα·
- έγινα χότζας, βλ. λ. χότζας·
- έγιναν ένα σώμα, βλ. λ. σώμα·
- έγιναν μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- έγιναν όλα καθωσπρέπει, βλ. λ. καθωσπρέπει·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγιναν όλα κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
- έγιναν όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- έγιναν όλα μέλι γάλα, βλ. λ. γάλα·
- έγιναν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- έγιναν σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
- έγιναν σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα·
- έγιναν τα νεύρα μου ζαρτιέρες, βλ. λ. νεύρο·
- έγιναν τα νεύρα μου κουρέλι, βλ. λ. νεύρο·
- έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια, βλ. λ. νεύρο·
- έγιναν τα νεύρα μου τιράντες, βλ. λ. νεύρο·
- έγιναν τα νεύρα μου τσατάλια, βλ. λ. νεύρο·
- έγιναν ταίρι, βλ. λ. ταίρι·
- έγιναν τρομερά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγιναν φοβερά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγιναν χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- έγινε αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έγινε αεριωθούμενο, βλ. λ. αεριωθούμενο·
- έγινε αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
- έγινε αίμα και άμμος, βλ. λ. αίμα·
- έγινε ακορντεόν, βλ. λ. ακορντεόν·
- έγινε άλλος τόσος, βλ. λ. άλλος·
- έγινε αμέρικαν μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
- έγινε ανάστα ή έγινε ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- έγινε ανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έγινε άνθρωπος! βλ. λ. άνθρωπος·
- έγινε από σόι, βλ. λ. σόι·
- έγινε αρένα, βλ. λ. αρένα·
- έγινε αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
- έγινε αρνί, βλ. λ. αρνί·
- έγινε άσπρος απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- έγινε άσπρος σαν (την) κιμωλία, βλ. λ. κιμωλία·
- έγινε άσπρος σαν (το) κερί, βλ. λ. κερί·
- έγινε άσπρος σαν (το) πανί, βλ. λ. πανί·
- έγινε άσπρος σαν (το) χασέ(ς), βλ. λ. χασές·
- έγινε αστραπή, βλ. λ. αστραπή·
- έγινε άφαντο, (για πράγματα) βλ. λ. άφαντος·
- έγινε άφαντος, βλ. λ. άφαντος·
- έγινε Βιετνάμ, βλ. λ. Βιετνάμ·
- έγινε βούκινο, βλ. λ. βούκινο·
- έγινε βουτηχτός, βλ. λ. βουτηχτός·
- έγινε γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έγινε γιάγμα, (για εμπορεύματα), βλ. λ. γιάγμα·
- έγινε γιορτή, βλ. λ. γιορτή·
- έγινε γλέντι, βλ. λ. γλέντι·
- έγινε γνωστός, βλ. λ. γνωστός·
- έγινε Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- έγινε δεύτερη φύση του, βλ. λ. φύση·
- έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
- έγινε δική μου, (για γυναίκες), βλ. λ. δικός·
- έγινε δυο κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- έγινε δώσ’ και σε μένα μπάρμπα ή έγινε δώσε και μένα μπάρμπα, βλ. λ. μπάρμπας·
- έγινε ελάφι, βλ. λ. ελάφι·
- έγινε (ένα) ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- έγινε ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- έγινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. λ. όνειρο·
- έγινε ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έγινε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε η ζωή μου κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- έγινε η ζωή μου μαρτύριο, βλ. λ. ζωή·
- έγινε η ζωή μου μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- έγινε η καρδιά μου καρβουνιάρικο, βλ. λ. καρδιά·
- έγινε η καρδιά μου κομμάτια, βλ. λ. καρδιά·
- έγινε η καρδιά μου μπαξές, βλ. λ. καρδιά·
- έγινε η καρδιά μου περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
- έγινε η κουτσή, βλ. λ. κουτσός·
- έγινε η νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
- έγινε η σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- έγινε η στραβή, βλ. λ. στραβός·
- έγινε η συντέλεια (του κόσμου), βλ. λ. συντέλεια·
- έγινε η σφαγή των Αρμενίων, βλ. λ. Αρμένης·
- έγινε η ψυχή μου κουβάρι, βλ. λ. ψυχή·
- έγινε θέμα, βλ. λ. θέμα·
- έγινε θρήνος, βλ. λ. θρήνος·
- έγινε θρήνος (κλαυθμός) και οδυρμός, βλ. λ. θρήνος·
- έγινε και κάτσε καλά, βλ. λ. καλός·
- έγινε κάποιος, βλ. λ. κάποιος·
- έγινε κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
- έγινε καρφωτή, βλ. λ. καρφωτή·
- έγινε κατακλυσμός, βλ. λ. κατακλυσμός·
- έγινε κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- έγινε κίτρινος σαν (το) κερί, βλ. λ. κερί·
- έγινε κίτρινος σαν (το) λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
- έγινε κίτρινος σαν (το) φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- έγινε κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έγινε κόκκινος από ντροπή ή έγινε κόκκινος απ’ την ντροπή του, βλ. λ. ντροπή·
- έγινε κόκκινος από θυμό ή έγινε κόκκινος απ’ το θυμό του, βλ. λ.θυμός·
- έγινε κομήτης, βλ. λ. κομήτης·
- έγινε κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- έγινε κομφούζιο, βλ. λ. κομφούζιο·
- έγινε κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- έγινε κυπριακό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έγινε κώλος, βλ. λ. κώλος·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. κώλος·
- έγινε λαγός, βλ. λ. λαγός·
- έγινε λαδιά, βλ. λ. λαδιά·
- έγινε λαμπάδα, βλ. λ. λαμπάδα·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε Λίβανος, βλ. λ. Λίβανος·
- έγινε Λούης, βλ. λ. Λούης·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε μακαρίτης, βλ. λ. μακαρίτης·
- έγινε μακελειό, βλ. λ. μακελειό·
- έγινε μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. λ.δουλειά·
- έγινε μαμουνιά, βλ. λ. μαμουνιά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε μαύρη σαν καλιακούδα, βλ. λ. καλιακούδα·
- έγινε μαύρος κατράμι ή έγινε μαύρος σαν κατράμι ή έγινε μαύρος σαν το κατράμι, βλ. λ. κατράμι·
- έγινε μαύρος σαν κόρακας ή έγινε μαύρος σαν τον κόρακα, βλ. λ. κόρακας·
- έγινε μαύρος πίσσα ή έγινε μαύρος σαν πίσσα ή έγινε μαύρος σαν την πίσσα, βλ. λ. πίσσα·
- έγινε μαύρος σαν τηγάνι ή έγινε μαύρος σαν το τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
- έγινε μαύρος σαν τσουκάλι ή έγινε μαύρος σαν το τσουκάλι, βλ. λ.τσουκάλι·
- έγινε μάχη, βλ. λ. μάχη· 
- έγινε μεγάλο κακό, βλ. λ. κακός·
- έγινε μεγάλο φονικό, βλ. λ. φονικό·
- έγινε μεγάλος, βλ. λ. μεγάλος·
- έγινε μεγάλος και πολύς, βλ. λ. μεγάλος·
- έγινε μεγάλος και τρανός, βλ. λ. μεγάλος·
- έγινε μέγας και πολύς, βλ. λ. μέγας·
- έγινε μεσανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε μπαίγνιο στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαίγνιο·
- έγινε μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- έγινε μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
- έγινε μπέρδεμα, βλ. λ. μπέρδεμα·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. λ.μπουρδέλο·
- έγινε μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- έγινε μπουχός, βλ. λ. μπουχός·
- έγινε μύλος, βλ. λ. μύλος·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, βλ. λ. νιανιά·
- έγινε νόμος, βλ. λ. νόμος·
- έγινε νοσοκομείο, βλ. λ. νοσοκομείο·
- έγινε νταβανάς, βλ. λ. νταβανάς·
- έγινε νύχτα (κάτι), βλ. λ. νύχτα·
- έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο ή έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο ή έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κώλος·
- έγινε ο τάφος του, βλ. λ. τάφος·
- έγινε ο χαμός, βλ. λ. χαμός·
- έγινε ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός
- έγινε ομηρικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του (της), βλ. λ. παιχνιδάκι·
- έγινε παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. λ. παιχνίδι·
- έγινε Παναής, βλ. λ. Παναής·
- έγινε πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- έγινε πανί, βλ. λ. πανί·
- έγινε παρανάλωμα του πυρός, βλ. λ. παρανάλωμα·
- έγινε παρανάλωμα της φωτιάς, βλ. λ. παρανάλωμα·
- έγινε πάταγος, βλ. λ. πάταγος·
- έγινε πατατράκ, βλ. λ. πατατράκ·
- έγινε πατιρντί, βλ. λ. πατιρντί·
- έγινε πετρέλαιο (κάτι), βλ. λ. πετρέλαιο·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε πετσί και κόκαλο, βλ. λ. πετσί·
- έγινε πίτα, (για πράγματα, ιδίως για αυτοκίνητα), βλ. λ. πίτα·
- έγινε πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- έγινε πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
- έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- έγινε πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
- έγινε πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- έγινε πουλί, βλ. λ. πουλί·
- έγινε πουστιά, βλ. λ. πουστιά·
- έγινε πραγματικότητα (κάτι), βλ. λ. πραγματικότητα·
- έγινε πράσινη ή έγινε η πράσινη, βλ. λ. πράσινη·
- έγινε πράσινος απ’ τη ζήλια του, βλ. λ. ζήλια·
- έγινε πράσινος απ’ το κακό του, βλ. λ. κακός·
- έγινε πυρ και μανία, βλ. λ. πυρ·
- έγινε πύραυλος, βλ. λ. πύραυλος·
- έγινε πυροτέχνημα, βλ. λ. πυροτέχνημα·
- έγινε ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
- έγινε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- έγινε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- έγινε ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- έγινε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- έγινε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- έγινε ρινγκ, βλ. λ. ρινγκ·
- έγινε σάλος, βλ. λ. σάλος·
- έγινε σαματάς, βλ. λ. σαματάς·
- έγινε σαν κάστανο, βλ. λ. κάστανο·
- έγινε σαν κατράμι ή έγινε σαν το κατράμι, βλ. λ. κατράμι·
- έγινε σαν κολοκοτρωναίικος σουγιάς, βλ. λ. σουγιάς·
- έγινε σαν κόρακας ή έγινε σαν τον κόρακα, βλ. λ. κόρακας·
- έγινε σαν περισπωμένη, βλ. λ. περισπωμένη·
- έγινε σαν πίσσα ή έγινε σαν την πίσσα, βλ. λ. πίσσα·
- έγινε σαν σίγμα τελικό ή έγινε σαν τελικό σίγμα, βλ. λ. σίγμα·
- έγινε σαν (τ’) αγιοκέρι, βλ. λ. αγιοκέρι·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε σαν τηγάνι ή έγινε σαν το τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
- έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- έγινε σαν (το) λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
- έγινε σαν το πανί, βλ. λ. πανί·
- έγινε σαν τον άγιο Γαμώτο, βλ. λ. γαμώτο·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
έγινε σαν τσουκάλι ή έγινε σαν το τσουκάλι, βλ. λ. τσουκάλι·
- έγινε σαν φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
- έγινε σασιρμάς, βλ. λ. σασιρμάς·
- έγινε σεισμός, βλ. λ. σεισμός·
- έγινε σίριαλ, βλ. λ. σίριαλ·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε σκατά το πράμα, βλ. λ. σκατά·
- έγινε σκιά μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκιά·
- έγινε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- έγινε σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
- έγινε σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- έγινε σκυλί εναντίον μου, βλ. λ. σκυλί·
- έγινε σκύλος, βλ. λ. σκύλος·
- έγινε σουξέ, βλ. λ. σουξέ·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε σούσουρο, βλ. λ. σούσουρο·
- έγινε στεναγμός, βλ. λ. στεναγμός·
- έγινε σφαγείο, βλ. λ. σφαγείο·
- έγινε σφαγή, βλ. λ. σφαγή·
- έγινε σφαίρα, βλ. λ. σφαίρα·
- έγινε σφεντόνα, βλ. λ. σφεντόνα·
- έγινε τάρανδος, βλ. λ. τάρανδος·
- έγινε τελατίνι, βλ. λ. τελατίνι·
- έγινε Τέξας, βλ. λ. Τέξας·
- έγινε τζάμπα (και βερεσέ), βλ. λ. βερεσέ·
- έγινε τζερτζελές, βλ. λ. τζερτζελές·
- έγινε της αλεπούς ο γάμος, βλ. λ. γάμος·
- έγινε της Αναλήψεως (ενν. κάποιο αντικείμενο), βλ. λ. Αναλήψεως·
- έγινε της ανωμαλίας, βλ. λ. ανωμαλία·
- έγινε της ιεροδούλου, βλ. λ. ιερόδουλος·
- έγινε της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα, βλ. λ. ιερόδουλος·
- έγινε της κακομοίρας, βλ. λ. κακομοίρας·
- έγινε της Κορέας, βλ. λ. Κορέα·
- έγινε της μουρλής, βλ. λ. μουρλός·
- έγινε της Πόπης, βλ. λ. Πόπη·
- έγινε της πόρνης, βλ. λ. πόρνη·
- έγινε της πουτάνας, βλ. λ. πουτάνα·
- έγινε της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
- έγινε της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. λ. μαγκάλι·
- έγινε της τρελής, βλ. λ. τρελός·
- έγινε το δικό του, βλ. λ. δικός·
- έγινε το έλα να δεις, βλ. λ. είδα·
- έγινε το θέμα της ημέρας, βλ. λ. θέμα·
- έγινε το κάτσε καλά, βλ. συνηθέστ. έγινε το σώσε·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- έγινε το μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- έγινε το μάτι του να! βλ. λ. μάτι·
- έγινε το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- έγινε το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
- έγινε το μυαλό μου κουρκούτι, βλ. λ. μυαλό·
- έγινε το πρόσωπο της ημέρας, βλ. λ. πρόσωπο·
- έγινε το σάλιο μου γιαούρτι, βλ. λ. σάλιο·
- έγινε το σώσε, βλ. λ. σώζω·
- έγινε το χατίρι του, βλ. λ. χατίρι·
- έγινε τόκα, βλ. λ. τόκα·
- έγινε του Κουτρούλη ο γάμος, βλ. λ. Κουτρούλης·
- έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·
- έγινε τούκα, βλ. λ. τούκα·
- έγινε τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε τρανός, βλ. λ. τρανός·
- έγινε τσακωτός, βλ. λ. τσακωτός·
- έγινε τσάρτερ, βλ. λ. τσάρτερ·
- έγινε τσιγαρόχαρτο, βλ. λ. τσιγαρόχαρτο·
- έγινε τσιμπητός, βλ. λ. τσιμπητός·
- έγινε φάντασμα του εαυτού του, βλ. λ. φάντασμα·
- έγινε φάση, βλ. λ. φάση·
- έγινε φίρμα, βλ. λ. φίρμα·
- έγινε φραμπαλάς, βλ. λ. φραμπαλάς·
- έγινε φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- έγινε φυσαρμόνικα, βλ. λ. φυσαρμόνικα·
- έγινε χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλέ·
- έγινε χαβαλέ (κάτι), βλ. λ. χαβαλέ·
- έγινε χαβαλές, βλ. λ. χαβαλές·
- έγινε χαβάς, βλ. λ. χαβάς·
- έγινε χαλασμός, βλ. λ. χαλασμός·
- έγινε χαλασμός κόσμου, βλ. λ. χαλασμός·
- έγινε χαλασμός Κυρίου, βλ. λ. χαλασμός·
- έγινε χαλί να τον πατήσω, βλ. λ. χαλί·
- έγινε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- έγινε χαμός ή έγινε ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός·
- έγινε χουλιαμάς, βλ. λ. χουλιαμάς·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- εδώ θα γίνει ο τά-φος σας! βλ. λ. τάφος·
- εδώ θα γίνει ο τά-φος σου! βλ. λ. τάφος·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα μου έγινε φιόγκος, βλ. λ. γλώσσα·
- η δουλειά γίνεται για να…, βλ. λ. δουλειά·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθα κι έγινα, βλ. λ. ήρθα·
- ήρθαμε και γίναμε, βλ. λ. ήρθα·
- ήρθε κι έγινε, βλ. λ. ήρθα·
- θα γίνει αίμα και άμμος, βλ. λ. αίμα·
- θα γίνει αμέρικαν μπαρ, μπαρ·
- θα γίνει Βιετνάμ, βλ. λ. Βιετνάμ·
- θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ. φρ. θα γίνει το σώσε·
- θα γίνει Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
- θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
- θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων, βλ. λ. Αρμένης·
- θα γίνει Λίβανος, βλ. λ. Λίβανος·
- θα γίνει (μεγάλη) ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα γίνει ο χαμός, βλ. λ. χαμός·
- θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός·
- θα γίνει ρινγκ, βλ. λ. ρινγκ·
- θα γίνει ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
- θα γίνει Τέξας, βλ. λ. Τέξας·
- θα γίνει της ανωμαλίας, βλ. λ. ανωμαλία·
- θα γίνει της ιεροδούλου, βλ. λ. ιερόδουλος·
- θα γίνει της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα, βλ. λ. ιερόδουλος·
- θα γίνει της κακομοίρας, βλ. λ. κακομοίρα·
- θα γίνει της Κορέας, βλ. λ. Κορέα·
- θα γίνει της μουρλής, βλ. λ. μουρλός·
- θα γίνει της Πόπης, βλ. λ. Πόπη·
- θα γίνει της πόρνης, βλ. λ. πόρνη·
- θα γίνει της πουτάνας (ενν. το κάγκελο, το μαγκάλι), βλ. λ. πουτάνα·
- θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
- θα γίνει της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. λ. πουτάνα·
- θα γίνει της τρελής, βλ. λ. τρελός·
- θα γίνει το έλα να δεις, βλ. λ. είδα·
- θα γίνει το κάτσε καλά, βλ. συνηθέστ. θα γίνει το σώσε·
- θα γίνει το σώσε, βλ. λ. σώζω· 
- θα γίνει χαμός ή θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός·
- θα γινόταν πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- θα γίνουμε βίδες, βλ. λ. βίδα·
- θα γίνουμε πρωτοσέλιδο, βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
- θα γίνουμε σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
- θα γίνω αστροναύτης, βλ. λ. αστροναύτης·
- θα γίνω γη να με πατήσεις, βλ. λ. γη·
- θα γίνω χαλί να με πατήσεις, βλ. λ. χαλί·
- θαρρεί πως έγινε κάτι, βλ. λ. κάτι·
- θέλει να γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- και τι έγινε! ή τι έγινε! α. καθησυχαστικό επιφώνημα με την έννοια δεν έγινε και τίποτα σοβαρό, δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο, που να δικαιολογεί νευρικότητα ή ανησυχία: «και τι έγινε που θα φωνάξεις την αστυνομία! Εμείς δεν κάναμε τίποτα που να μας φοβίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. καθησυχαστικό επιφώνημα με την έννοια πως αυτό που έγινε είναι τόσο ασήμαντο, που δε δικαιολογεί νευρικότητα ή ανησυχία: «έσπασα ένα ποτήρι. Και τι έγινε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εντάξει μωρέ ή το καλά μωρέ και είναι άλλες φορές που η φρ. κλείνει με το μωρέ. γ. έκφραση αδιαφορίας για την ενέργεια κάποιου: «ο τάδε μπήκε μέσα χωρίς εισιτήριο. -Και τι έγινε!». (Λαϊκό τραγούδι: και τι έγινε που φεύγεις και τι έγινε, ούτε ίχνος από σένα πια δεν έμεινε
- καλύτερο(ς) δε γίνεται, βλ. λ. καλύτερος·
- κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάτι γίνεται, βλ. λ. κάτι·
- κέφι μου θα γίνει; (για καταστάσεις ή συνήθειες), βλ. λ. κέφι·
- κέφι μου θα γίνεις; (για πρόσωπα), βλ. λ. κέφι·
- κι αν κελαηδάει η οχιά, δε γίνεται γαρδέλι, βλ. λ. οχιά·
- κι ύστερα τι έγινε; βλ. λ. ύστερα·
- κομμάτια να γίνει! βλ. λ. κομμάτι·
- κουβέντα να γίνεται, βλ. λ. κουβέντα·
- λόγος να γίνεται, βλ. λ. λόγος·
- μας έγινε ακριβοθώρητος, βλ. λ. ακριβοθώρητος·
- μας έγινε πολύ ακριβός, βλ. λ. ακριβός·
- με μένα τι γίνεται; με το προσωπικό μου συμφέρον, με την προσωπική μου υπόθεση τι μέλει γενέσθαι(;): «εσείς βολευτήκατε όλοι μια χαρά, με μένα όμως τι γίνεται;»·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, βλ. λ. δουλειά·
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- μη γίνει ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- μη γίνει θέμα, βλ. λ. θέμα·
- μη γίνει κουβέντα, βλ.λ. κουβέντα·
- μη γίνει λόγος, βλ. λ. λόγος·
- μη γίνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- μη γίνεσαι γελοίος! βλ. λ. γελοίος·
- μη γίνεσαι κόπανος! βλ. λ. κόπανος·
- μη γίνεσαι κουτός! βλ. λ. κουτός·
- μη γίνεσαι μαλάκας! βλ. λ. μαλάκας·
- μη γίνεσαι μωρό! βλ. λ. μωρό·
- μη γίνεσαι παιδί! βλ. λ. παιδί·
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, βλ. λ. γένια·
- μονός καβγάς δε γίνεται, βλ. λ. καβγάς·
- μου ’γινε αγκίδα, βλ. λ. αγκίδα·
- μου ’γινε αλογόμυγα, βλ. λ. αλογόμυγα·
- μου ’γινε αλογουρά, βλ. λ. αλογουρά·
- μου ’γινε αντίσκηνο (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. αντίσκηνο·
- μου ’γινε βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ’γινε βεντούζα, βλ. λ. βεντούζα·
- μου ’γινε βραχνάς, βλ. λ. βραχνάς·
- μου ’γινε γκλίτσα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. γκλίτσα·
- μου ’γινε κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- μου ’γινε κακό σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- μου ’γινε (κακός) μπελάς, βλ. λ. μπελάς·
- μου ’γινε κακός πούστης, βλ. λ. πούστης·
- μου ’γινε κλαρίνο (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κλαρίνο·
- μου ’γινε κολλητσίδα, βλ. λ. κολλητσίδα·
- μου ’γινε κοντάρι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κοντάρι·
- μου ’γινε κρεατόμυγα, βλ. λ. κρεατόμυγα·
- μου ’γινε μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μου ’γινε ντουντούκα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. ντουντούκα·
- μου ’γινε ο βίος αβίωτος, βλ. λ. βίος·
- μου ’γινε ουρά, βλ. λ. ουρά·
- μου ’γινε στενό κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- μου ’γινε στενός κορσές, βλ. λ. κορσές·
- μου ’γινε στρείδι, βλ. λ. στρείδι·
- μου ’γινε ταγάρι, βλ. λ. ταγάρι·
- μου ’γινε ταμπάκος ή μου ’γινε τσάμικος ταμπάκος, βλ. λ. ταμπάκος·
- μου ’γινε το αίμα κομπόστα, βλ. λ. αίμα·
- μου ’γινε τριβέλι, βλ. λ. τριβέλι·
- μου ’γινε τσαντίρι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, ή πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσαντίρι·
- μου ’γινε τσατάλι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσατάλι·
- μου ’γινε τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μου ’γινε τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μου ’γινε τσιλίκι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσιλίκι·
- μου ’γινε τσιμπούρι, βλ. λ. τσιμπούρι·
- μου ’γινε τσιρότο, βλ. λ. τσιρότο·
- μου ’γινε τσίτα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσίτα·
- μου ’γινε τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- μου ’γινε φόρτωμα, βλ. λ. φόρτωμα·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- να γίνεις τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- να γίνουν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- να γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- να γινόταν…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την επιθυμία μας να γίνει κάτι: «πόσο παρακαλώ να γινόταν να μόνοιαζαν τα δυο αδέρφια!». (Τραγούδι: έρχονται στιγμές που ακόμα σ’ αγαπώ, έρχονται στιγμές που ακόμα σε ποθώ, στο μυαλό μου κάποια σκέψη τριγυρνά, να γινόταν και να γύριζες ξανά). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε ή το α ρε και ή το ε ρε και·
- να έγινε το μάτι του! βλ. λ. μάτι·
- να σου γίνει χαράμι, βλ. λ. χαράμι·
- νταβανάς να γίνεται, βλ. λ. νταβανάς·
- ξίκι να γίνει! βλ. λ. ξίκι·
- ξίκι να σου γίνει! βλ. λ. ξίκι·
- ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει, βλ. λ. βλάχος·
- ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε, βλ. λ. διάβολος·
- ο λύκος, όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς, βλ. λ. λύκος·
- ο πηλός αν δε δαρθεί, κεραμίδι δε γίνεται, βλ. λ. κεραμίδι·
- ο πούτσος μου έγινε χότζας, βλ. λ. χότζας·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, βλ. λ. κώλος·
- όλος ο καβγάς έγινε για την κουτάλα βλ. λ. καβγάς·
- όλος ο καβγάς έγινε για το πάπλωμα, βλ. λ. καβγάς·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όσο γίνεται, βλ. λ. όσος· 
- όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, βλ. λ. περιστέρι·
- ό,τι γίνει ας γίνει, βλ. φρ. ό,τι·
- ό,τι γίνεται ακούγεται, βλ. λ. ακούγομαι·
- ό,τι γίνεται, δεν ξεγίνεται, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι έγινε έγινε, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι θέλει ας γίνει ή ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι θέλει ας λέει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι θέλει ας πει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να γίνει ή ό,τι κι αν γίνει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι, βλ. λ. εχθρός·
- ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελο, και δεσπότης έγινες; βλ. λ. δεσπότης·
- παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά γίνεται; βλ. λ. γαϊδούρι·
- πες το κι έγινε, βλ. λ. είπα·
- πολύς θόρυβος γίνεται, βλ. λ. θόρυβος·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. λ. λόγος·
- πολύς ντόρος γίνεται, βλ. λ. ντόρος·
- πόσα κομμάτια θα γίνω; ή πόσα κομμάτια να γίνω; βλ. λ. κομμάτι·
- πώς γίνεται…, βλ. λ. πώς·
- πώς γίνεται και… ή πώς γίνεται να…, βλ. λ. πώς·
- πώς ήμουν και πώς έγινα, βλ. λ. πώς·   
- σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
- σασιρμάς να γίνεται, βλ. λ. σασιρμάς·
- σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. σκατά·
- σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. σκατά·
- στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται; βλ. λ. παπάς·
- συζήτηση να γίνεται, βλ. λ. συζήτηση·
- τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και οι κοπριές λιβάνι, βλ. λ. λιβάνι·
- τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα, βλ. λ. πραγματικότητα·
- τζερτζελές να γίνεται, βλ. λ. τζερτζελές·
- τζίρος να γίνεται! βλ. λ. τζίρος·
- τι γίνεσαι; ή τι γίνεται; τι κάνεις; πώς τα πας; πώς τα περνάς; πώς πάνε οι δουλειές σου και η ζωή σου γενικά(;)·
- τι γίνεται; α. τι συμβαίνει(;): «τι γίνεται εδώ πέρα, γιατί τόση φασαρία;». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται; κι αν ναι, πώς εξελίσσεται(;): «τι γίνεται με την αίτηση που υπέβαλα;»· βλ. και φρ. τι συμβαίνει; λ. συμβαίνει·
- τι έγινε λέει; έκφραση έκπληξης, απορίας ή δυσαρέσκειας, όταν μαθαίνουμε πως κάποιος έκανε ή είπε κάτι σε βάρος μας, που δεν το περιμέναμε ή που μας δυσαρεστεί και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε, ή για κάτι που έγινε και δεν μπορούμε να το πιστέψουμε: «ο τάδε σε κατηγόρησε. -Τι έγινε λέει; Μα αυτός είναι φίλος μου! || πέθανε ο τάδε. -Τι έγινε λέει; Μα μ’ αυτόν ήμουν πριν δυο ώρες!». Συνών. τι έκανε λέει(;)·
- τι έχει να γίνει! επιφωνηματική έκφραση για κάτι καλό ή κακό, που από την ένταση ή το μέγεθος του αποτελέσματός του προμηνύεται πως θα είναι πολύ εντυπωσιακό: «τι έχει να γίνει αν φέρει στο γάμο και τα όργανα! || αν συναντηθούν οι δυο τους που είναι στα μαχαίρια, τι έχει να γίνει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για σκέψου ή το για φαντάσου ή το αμάν ή το ε ρε ή το ε ρε, μάνα μου ή το ε ρε, πούστη μου ή το πω, πω ή το πω, πω ρε μάνα μου ή το πω, πω ρε πούστη μου ή το ω ρε ή το ω ρε, μάνα μου ή το ω ρε, πούστη μου. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε στην ταβέρνα, πω! πω! τι έχει να γίνει! Κι αν κάνεις να χορέψεις, ποτήρι δε θα μείνει!
- τι θα γίνουν τα χάλια μας! βλ. λ. χάλι·
- τι θα γίνουν τα χαλιά μας! βλ. λ. χαλί·
- τι θα γίνω; ή τι θ’ απογίνω; (ενν. στη ζωή), έκφραση απόγνωσης για τη μελλοντική πορεία της ζωής μας ή έκφραση ανησυχίας, όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση: «τώρα που πέθανε ο πατέρας μου, τι θα γίνω;»·
- τι θα γίνω εγώ με σένα, βλ. λ. εγώ·
- τι να γίνει! έκφραση αμηχανίας ή μοιρολατρίας, όταν δεν μπορούμε να αλλάξουμε μια κατάσταση που δε μας είναι επιθυμητή: «τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, -Τι να γίνει;». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά που έπαθα ζημιά από γυναίκα που την είχα εμπιστοσύνη, μες στη ζωή μου δεν μου την έσκασε καμιά κι αφού την έπαθα, ρε φίλε, τι να γίνει
- τι στ’ ανάθεμα έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. ανάθεμα·
- τι στ’ ανάθεμα έγινες! βλ. λ. ανάθεμα·
- τι στα κομμάτια έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. κομμάτι·
- τι στα κομμάτια έγινες! βλ. λ. κομμάτι·
- τι στην ευχή έγινε! (για πράγματα), βλ. λ. ευχή·
- τι στην ευχή έγινες! βλ. λ. ευχή·
- τι στην οργή έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. οργή·
- τι στην οργή έγινες! βλ. λ. οργή·
- τι στο δαίμονα έγινε! (για πράγματα), βλ. λ. δαίμονας·
- τι στο δαίμονα έγινες! βλ. λ. δαίμονας·
- τι στο διάβολο έγινε! (για πράγματα), βλ. λ. διάβολος·
- τι στο διάβολο έγινες! βλ. λ. διάβολος·
- τι στο καλό έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. καλός·
- τι στο καλό έγινες! βλ. λ. καλός·
- τι στον κόρακα έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. κόρακας·
- τι στον κόρακα έγινες! βλ. λ. κόρακας·
- το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- το καλύτερο σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι ή το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. λ. μάτι·
- το πάθημα μου έγινε μάθημα, πάθημα·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. στόμα·
- το τι γίνεται δε λέγεται, είναι αδύνατο να εκφράσει, να περιγράψει κανείς αυτό που συμβαίνει, που διαδραματίζεται κάπου: «πάτε γρήγορα στο μπαράκι, γιατί πιάστηκαν δυο παρέες στα χέρια και το τι γίνεται δε λέγεται || έχει τόσο σπουδαίο πρόγραμμα το τσίρκο, που κάθε βράδυ το τι γίνεται δε λέγεται»·
- του ’γινε αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- τσιμέντο να γίνει! βλ. λ. τσιμέντο·
- τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι·
- φραμπαλάς να γίνεται, βλ. λ. φραμπαλάς·
- χαλάλι να σου γίνει! βλ. λ. χαλάλι·
- χαράμι να σου γίνει! βλ. λ. χαράμι·
- χειρότερα δε γίνεται, βλ. λ. χειρότερος·
- χειρότερο(ς) δε γίνεται, βλ. λ. χειρότερος·
- χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι! βλ. λ. μέσα·
- χαβαλές να γίνεται, βλ. λ. χαβαλές·
- χαβάς να γίνεται, βλ. λ. χαβάς·
- χουλιαμάς να γίνεται, βλ. λ. χουλιαμάς·
- χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται , βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι να πιάνεις, σκατά να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, σκατά γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. χώμα·
- χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. χώμα·
- χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, βλ. λ. γαμπρός· 
- ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι, βλ. λ. ψωμί.

γλύκα

γλύκα, η, ουσ. [<μσν. γλύκα από το ρ. γλυκαίνω], η γλύκα. 1. η ερωτική ηδονή, η σεξουαλική καύλα: «μόλις ξαπλώνω μ’ αυτή τη γυναίκα στο κρεβάτι, νιώθω τέτοια γλύκα, που δεν μπορώ να κουνηθώ». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που ξαναγύρισα αλλιώτικη σε βρήκα, δίχως την πρώτη όρεξη, χωρίς την πρώτη γλύκα).2. γυναίκα όμορφη και τρυφερή, χαριτωμένη, γυναίκα αξιαγάπητη: «έχει μια γυναίκα, που είναι πολύ γλύκα || για δες τι γλύκα που είναι εκείνη η γυναίκα!»· βλ. και λ. γλύκας. 3. λέγεται για κάτι που είναι όμορφο, τρυφερό, χαριτωμένο: «μ’ αρέσει ο τάδε τραγουδιστής, γιατί έχει μια γλύκα στη φωνή του || αυτή η γυναίκα έχει μια γλύκα στο χαμόγελό της || όταν χαμογελά, το πρόσωπό της παίρνει μια γλύκα». (Τραγούδι: τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια, τα μάτια που έχουν τόση γλύκα, σου λέω αληθινά άλλα δε βρήκα). 4. ως επιφώνημα γλύκα! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. 5. στον πλ. οι γλύκες (βλ. λ.). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- βλέπω τη γλύκα, βλ. φρ. καταλαβαίνω τη γλύκα·
- γλύκα μου! προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο, που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «θέλεις, γλύκα μου, να σου φέρω τίποτα απ’ την αγορά! || τι έχεις γλύκα μου κι είσαι στενοχωρημένη!». (Λαϊκό τραγούδι: γλύκα μου και φως μου, το φιλί σου δώσ’ μου, μη με τυραννάς πες πως μ’ αγαπάς, αχ δε με πονάς
- εκεί είν’ όλ’ η γλύκα, α. λέγεται στην περίπτωση που εντοπίζει κάποιος την ουσία μιας περίπτωσης ή κατάστασης και που αποτελεί γι’ αυτόν την κύρια επιδίωξή του: «αν παντρευτείς αυτή τη γυναίκα, θα περνάς σαν πασάς με τα λεφτά που έχει, γιατί εκεί είν’ όλ’ η γλύκα στη ζωή». β. λέγεται στην περίπτωση, που δεν αποκαλύπτουμε σε κάποιον αμέσως κάτι που τον ενδιαφέρει και τον κρατάμε σε αγωνία, πράγμα που μας κάνει να νιώθουμε κάποια ευχαρίστηση, όχι όμως με την κακή έννοια: «θα του πετάξω ένα ευχάριστο υπονοούμενο και θα τον τσιγαρίσω, μέχρι να του πω ότι πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο, γιατί εκεί είν’ όλ’ η γλύκα, να τον βλέπεις ν’ αγωνιά». γ. λέγεται και με κακή έννοια: «δε θα του δώσω τα λεφτά που του χρειάζονται, γιατί είναι παλιάνθρωπος κι εκεί είν’ όλ’ η γλύκα, να τον βλέπω να ταλαιπωρείται»·
- έμεινα με τη γλύκα, νιώθω απογοήτευση, γιατί διαψεύστηκαν οι προσδοκίες μου και δεν απόλαυσα κάτι που το λαχταρούσα: «μου είχε υποσχεθεί πως θα έμενε μαζί μου στην γκαρσονιέρα όλο το βράδυ, αλλά μ’ έστησε κι έμεινα με τη γλύκα». Συνών. έμεινα με την όρεξη·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, νιώθω μεγάλη απογοήτευση, γιατί την τελευταία στιγμή διαψεύστηκαν οι προσδοκίες μου και δεν απόλαυσα κάτι που λαχταρούσα, ή διακόπηκε μια πράξη ή διαδικασία, τη στιγμή ακριβώς που άρχιζε να μου αρέσει ή να με ικανοποιεί ιδιαίτερα: «μόλις ήρθε στο ραντεβού μας την κοπάνησε αμέσως, γιατί είδε να ’ρχεται ο αδερφός της, κι έμεινα με τη γλύκα στο στόμα || μόλις κλειστήκαμε στο δωμάτιο κι ήμασταν έτοιμοι να πλακωθούμε, ήρθαν οι γονείς της κι έμεινα με τη γλύκα στο στόμα»·
- θα δεις τη γλύκα, βλ. φρ. θα καταλάβεις τη γλύκα·
- θα καταλάβεις τη γλύκα, όταν καταπιαστείς προσωπικά με τη δουλειά ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, θα αντιληφθείς πως δεν είναι τα πράγματα τόσο ευχάριστα ή εύκολα όσο φαίνονται: «παντρέψου και θα καταλάβεις τη γλύκα || μπλέξου κι εσύ με το εμπόριο και θα καταλάβεις τη γλύκα». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τότε και πολλές φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
- μ’ άφησε με τη γλύκα ή μ’ άφησε πάνω στη γλύκα, βλ. φρ. μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, α. το ερωτικό μου ταίρι με εγκατέλειψε την ώρα που, μετά από τα προκαταρκτικά ερωτικά χάδια, είχε φτάσει η στιγμή της ερωτικής πράξης: «την ώρα που φτιάχτηκα κι ήμουν έτοιμος να της τον καρφώσω, σηκώθηκε κι έφυγε και μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν ανταποκρίθηκε σε μια υπόσχεση που μου είχε δώσει, και, ενώ με διαβεβαίωνε πως θα ανταποκριθεί, στο τέλος με άφησε ανικανοποίητο: «μέχρι το τέλος μου υποσχόταν πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά στο τέλος μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, γιατί πήρε, λέει, το γιο ενός πολύ φίλου του»·
- μ’ έκοψε πάνω στη γλύκα, κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια πράξη ή μια διαδικασία, τη στιγμή ακριβώς που είχε αρχίσει να μου αρέσει ή να με ικανοποιεί ιδιαίτερα: «τη στιγμή που ήταν να της τον καρφώσω, θυμήθηκε πως έπρεπε να τηλεφωνήσει επειγόντως στη μάνα της και μ’ έκοψε πάνω στη γλύκα || μόλις μ’ έπαιρνε ο ύπνος, έβαλε ο διπλανός τις αγριοφωνάρες του και μ’ έκοψε πάνω στη γλύκα»·
- παίρνω τη γλύκα, βλ. φρ. καταλαβαίνω τη γλύκα·
- πάνω στη γλύκα, τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει να αρέσει ή να ικανοποιεί ιδιαίτερα μια πράξη ή διαδικασία: «την ώρα που είχε ανάψει το γλέντι, πλάκωσαν οι μπάτσοι και μας ανάγκασαν να διακόψουμε πάνω στη γλύκα»·
- του ’μεινε η γλύκα, διαψεύστηκαν οι προσδοκίες του και νιώθει απογοητευμένος: «ενώ του υποσχόταν πως θα πάει μαζί του στην γκαρσονιέρα του, την τελευταία στιγμή του την κοπάνησε και του ’μεινε η γλύκα». (Λαϊκό τραγούδι: στη Δραπετσώνα τα ’φαγες του Παύλου και του Γκίκα και στα Ταμπούρια του Μηνά, του φουκαρά, που του ’μεινε η γλύκα!).

γόνατο

γόνατο, το, ουσ. [<γόνατα, πλ. του αρχ. ουσ. γόνυ], το γόνατο. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- γράφει στο γόνατο, είναι μέτριος ή κακός συγγραφέας: «κανένα του βιβλίο δεν είχε επιτυχία, γιατί γράφει στο γόνατο»·
- γράφω στο γόνατο (κάτι), γράφω, σημειώνω βιαστικά και πρόχειρα κάτι: «κάπου έγραψα στο γόνατο τη διεύθυνσή του και δεν μπορώ να τη βρω»·
- δουλειά στο γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
- είναι γραμμένο στο γόνατο, α. το λογοτεχνικό κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι κακό ή μέτριο: «μην αγοράσεις αυτό το βιβλίο, γιατί είναι γραμμένο στο γόνατο». 2. το χειρόγραφο κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι γραμμένο με δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει το σημείωμά του, γιατί είναι γραμμένο στο γόνατο»· 
- έκανε γόνατα, (για παντελόνια) ξεχείλωσε στο σημείο των γονάτων: «δεν πρέπει να είναι από καλό ύφασμα το παντελόνι μου, γιατί αμέσως έκανε γόνατα»·
- έσπασαν τα γόνατά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα γόνατά μου·
- η δουλειά πάει γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
- η πίκρα κόβει γόνατα κι ο λογισμός γερνάει, βλ. λ. πίκρα·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, θα τον υποχρεώσω, θα τον εξαναγκάσω να έρθει σε μένα ικετεύοντας, παρακαλώντας: «τώρα λέει και κάνει ό,τι θέλει, αλλά μια μέρα θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα για να μου ζητήσει συγνώμη»·
- κόπηκαν τα γόνατά μου ή μου κόπηκαν τα γόνατα, α. κάποια στιγμή ένιωσα αδυναμία να συνεχίσω να στέκομαι όρθιος. (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις έβγα και πες μου φύγε, μου έχεις κόψει τα γόνατα). β. ένιωσα ξαφνικά μεγάλο φόβο ή τρόμο, που κινδύνεψα να πέσω κάτω, γιατί λύγισαν τα γόνατά μου: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι, μου κόπηκαν τα γόνατα»·
- λύθηκαν τα γόνατά μου ή μου λύθηκαν τα γόνατα, βλ. φρ. κόπηκαν τα γόνατά μου·
- με βαραίνουν τα γόνατά μου, χάνω την ικμάδα μου, τη ζωντάνια μου λόγω ηλικίας: «έφτασα κι εγώ σε μια ηλικία που έχουν αρχίσει να με βαραίνουν τα γόνατά μου»·
- μεγάλωσε στα γόνατά μου, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ήταν στη φροντίδα μου από την πολύ μικρή του ηλικία, το ανάθρεψα από πολύ μικρή ηλικία: «αυτός ο παλίκαρος που βλέπεις, έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και μεγάλωσε στα γόνατά μου». Πολλές φορές, και σχεδόν μόνο στην περίπτωση που ο ομιλητής κάθεται, συνοδεύεται από χειρονομία με τις παλάμες του να χτυπούν ελαφρά πάνω στους μηρούς του·
- πάει γόνατο, βλ. συνηθέστ. πάει σύννεφο·
- πέφτω στα γόνατα ή πέφτω στα γόνατά μου, παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι γονατιστός: «έπεσα στα γόνατα και ζήτησα να με συγχωρήσει». Από την εικόνα του ατόμου που γονατίζει μπροστά σε μια άγια εικόνα, όταν ικετεύει για κάποια χάρη·
- πέφτω στα γόνατά του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του, λ. πόδι·
- σέρνομαι στα γόνατα ή σέρνομαι στα γόνατά μου, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι πηγαίνοντας γονατιστός προς το μέρος του: «θα τον κάνω να σέρνεται στα γόνατα και να με παρακαλάει να τον συγχωρήσω». Από την εικόνα του ατόμου που από τάμα σε κάποια μεγάλη θρησκευτική γιορτή, σέρνεται στα γόνατα, μέχρι να φτάσει στην εικόνα του αγίου, για να την προσκυνήσει·
- στο γόνατο, λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «έφαγε στο γόνατο κι έφυγε || ήμασταν κι οι δυο βιαστικοί, γι’ αυτό τα ’παμε στο γόνατο»·
- του κόβω τα γόνατα, α. τον έχω σε συνεχή ορθοστασία, ώστε δεν αντέχει άλλο  να στέκεται όρθιος: «του ’κοψα τα γόνατα να με περιμένει δυο ώρες στη γωνία». β. τον κατατρόμαξα, τον καταφόβισα τόσο, που λύγισαν τα γόνατά του από τον έντονο φόβο που ένιωσε: «του ’κοψα τα γόνατα, μόλις πετάχτηκα μπροστά του μέσα στο σκοτάδι»·
- του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, βλ. λ. κέρατο·
- τρέμουν τα γόνατά μου, α. αισθάνομαι μεγάλη κούραση ή εξάντληση: «θέλω να καθίσω κομμάτι, γιατί τρέμουν τα γόνατά μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, άρχισαν να τρέμουν τα γόνατά μου».

γράμμα

γράμμα, το, ουσ. [<αρχ. γράμμα <γράφω], το γράμμα. 1. η επιστολή: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί δεν πήρε ακόμη γράμμα απ’ το γιο του, που μπάρκαρε στα καράβια». (Τραγούδι: περιμένω γράμμα σου να ’ρθει με λαχτάρα καρτερώ). 2. στον πλ. τα γράμματα, η μόρφωση, η μάθηση, η σπουδή, η παιδεία, η σοφία που υπάρχει αποθησαυρισμένη στα βιβλία: «μόνο με τα γράμματα θα μπορέσεις να γίνεις άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: με μάλωνε ο δάσκαλος τα γράμματα να μάθω κι εγώ απ’ τη μαστούρα μου δεν έβλεπα να γράφω). 3. η μια από τις δυο όψεις μεταλλικού νομίσματος όπου αναγράφεται η επίσημη ονομασία της χώρας και η αξία του, σε αντιδιαστολή με το κορόνα (βλ. λ.). 4. οι τίτλοι και οι υπότιτλοι κινηματογραφικής ταινίας: «μόλις τέλειωσαν τα γράμματα, άρχισε το έργο || τα γράμματα, δε συμβάδιζαν με το διάλογο των ηθοποιών». Υποκορ. γραμματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 44 φρ.)· 
- αγαπώ τα γράμματα, έχω έφεση για μόρφωση: «από μικρό παιδί αγαπούσε τα γράμματα»·
- άνθρωπος των γραμμάτων, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανώνυμο γράμμα, επιστολή στην οποία δεν αναγράφεται ο επιστολογράφος, στην οποία μας είναι άγνωστος ο επιστολογράφος: «δε δίνει ποτέ βάση σε ανώνυμα γράμματα». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’πανε το παρελθόν σου ότι είναι σκοτεινό. ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα, από δω και πέρα όμως κάτσε φρόνιμα
- από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα, από την παιδική του ηλικία φαινότανε πως είχε την τάση να γίνει ομοφυλόφιλος. (Λαϊκό τραγούδι: τι να σου πω, ρε Μπάτη μου, είσαι μεγάλο δράμα, από μικρός φαινόσουνα πως πήγαινες το γράμμα). Συνών. από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα / από μικρός φαινότανε πως κάνει την κυρία·
- αρπάζω τα γράμματα, έχω μεγάλη ευκολία στη μάθηση: «έτσι όπως αρπάζει τα γράμματα αυτό το παιδί, μια μέρα θα πάει πολύ ψηλά»·
- γράφω με χρυσά γράμματα, βλ. φρ. χαράζω με χρυσά γράμματα·
- δε βγάζω τα γράμματα, δεν μπορώ να διαβάσω ένα χειρόγραφο κείμενο, γιατί είναι πολύ κακογραμμένο: «όσο κι αν προσπάθησα να καταλάβω τι γράφει αυτό κείμενο, δε βγάζω τα γράμματα»·
- δε βγάζω τα γράμματά του ή δεν τα βγάζω τα γράμματά του, έχει τόσο κακό γραφικό χαρακτήρα, που δεν μπορώ να διαβάσω ένα χειρόγραφο κείμενό του: «μου ’στειλε ένα σημείωμα, αλλά δε βγάζω τα γράμματά του»·
- δε σου γράφω γράμμα! α. βρίσκομαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση: «μη με ρωτάς πως τα περνώ, γιατί δε σου γράφω γράμμα!». β. επίσης δίνεται ως απάντηση αποκαρδιωμένου ατόμου από τη ζωή του ή την πορεία των εργασιών του, στην ερώτηση κάποιου πως πας; ή πως τα πας; ή πως πάνε τα πράγματα; Από την εικόνα του ατόμου που δε γράφει σε κάποιον ένα γράμμα, για να μην αναφερθεί στις δυσκολίες που περνάει·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), παρέλειψε ορισμένα χωρίακατά τη Θεία Λειτουργία: «ο παπάς δεν ένιωθε καλά, γι’ αυτό στη Λειτουργία της Κυριακής δεν είπε όλα τα γράμματα»·
- δεν ξέρει γράμματα, είναι αγράμματος: «του γράφω ένα γράμμα για το γιο του, που είναι φαντάρος, γιατί αυτός δεν ξέρει γράμματα»·
- δεν τα παίρνει τα γράμματα, δεν έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού ο γιος σου δεν τα παίρνει τα γράμματα, γιατί δεν τον στέλνεις να μάθει μια τέχνη;»·
- διαβάζει βουλωμένο γράμμα ή βουλωμένο γράμμα διαβάζει, είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος: «προσποιείται το χαζό, ενώ στην πραγματικότητα διαβάζει βουλωμένο γράμμα». Από τη συνήθεια που είχαν τις παλιότερες εποχές να κλείνουν και να σφραγίζουν με βουλοκέρι το φάκελο που περιείχε κάποια επιστολή. Πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, λέει κάτι το αυτονόητο: «ο τάδε είπε πως, όποιος τρέχει πολύ με τ’ αυτοκίνητό του, μπορεί να σκοτωθεί. -Βουλωμένο γράμμα διαβάζει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε·
- διαβάζει κλειστό γράμμα ή κλειστό γράμμα διαβάζει, βλ. συνηθέστ. διαβάζει βουλωμένο γράμμα·
- διαβάζει σαν το γράμμα, λέγεται για ανάγνωση που γίνεται με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση: «θέλει να ’ναι καλά ενημερωμένος, γι’ αυτό διαβάζει την εφημερίδα του σαν το γράμμα». Από την εικόνα του ατόμου που διαβάζει με μεγάλη προσοχή την επιστολή που έχει λάβει, ιδίως από κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο·
- είναι κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- ιατρικά γράμματα, τα πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «γράφει με κάτι ιατρικά γράμματα κι άντε ύστερα εσύ να καταλάβεις τι λέει!». Από το ότι, όταν ο γιατρός γράφει κάποια συνταγή, τις πιο πολλές φορές μόνο ο ίδιος και ο φαρμακοποιός μπορούν να καταλάβουν το φάρμακο που συνιστά στον ασθενή του·
- καθαρά γράμματα, τα ευανάγνωστα: «δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έγραφε, γιατί δεν ήταν καθαρά τα γράμματα»·
- καμπούρη γράμματα! βλ. φρ. χασάπη γράμματα(!)·
- κατά γράμμα, επακριβώς, κυριολεκτικά: «θα εκτελέσετε τις εντολές μου κατά γράμμα»·
- κενό γράμμα, βλ. φρ. νεκρό γράμμα·
- κορόνα γράμματα, παιδικό τυχερό παιχνίδι, που παίζεται με μεταλλικό νόμισμα. Είναι φορές που παίζεται και από τους μεγάλους· βλ. και λ. κορόνα·
- μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- μαζεύει γράμματα, είναι ετοιμοθάνατος: «όλοι στην οικογένεια είμαστε καλά, εκτός απ’ τον παππού μας, που μαζεύει γράμματα»·
- μαθαίνω γράμματα, σπουδάζω, μορφώνομαι: «χτυπάει το κεφάλι του, που δεν έμαθε γράμματα κι έμεινε ξύλο απελέκητο». (Παιδικό ποίημα: φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάματα του Θεού τα πράματα
- μαύρα γράμματα, ο σπουδαιότερος τίτλος των εφημερίδων, που παρουσιάζεται με κεφαλαία μαύρα γράμματα: «κάθε πρωί που περιμένω το λεωφορείο στη στάση, διαβάζω τα μαύρα γράμματα των εφημερίδων, που κρέμονται δίπλα στο περίπτερο»·
- μεγάλα γράμματα, αυτά που γράφονται κεφαλαία: «εδώ θα γράψεις τ’ ονοματεπώνυμό σου με μεγάλα γράμματα»· βλ. και φρ. μαύρα γράμματα·
- μικρά γράμματα, αυτά που γράφονται μικρά, που δε γράφονται κεφαλαία, τα πεζά: «το πρώτο γράμμα του ονόματός σου θα το γράψεις κεφαλαίο κι όλα τα υπόλοιπα θα τα γράψεις με μικρά γράμματα»·
- νεκρό γράμμα, (ιδίως για νομοθετική ρύθμιση, επαγγελία κ.ά.) που δεν εφαρμόζεται στην πράξη, που δεν έχει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα: «οι κυβερνητικές εξαγγελίες για ρύθμιση του συνταξιοδοτικού έμειναν νεκρό γράμμα»·
- ξέρει γράμματα, είναι μορφωμένος: «όλοι στο χωριό, όταν έχουν κάποια απορία, συμβουλεύονται το δάσκαλο, που ξέρει γράμματα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν έχω πάει στο σχολείο και ούτε ξέρω γράμματα πολλά, ξέρω όμως ένα κι ένα κάνουν δύο κι ότι τα φωνήεντα είναι εφτά)·  
- όπως λέν’ τα γράμματα, όπως είναι γραμμένο, διατυπωμένο στα βιβλία: «ο Μεγαλέξαντρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης, γιατί, όπως λέν’ τα γράμματα, έφτασε μέχρι την άκρη του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι
- παίζεται η ζωή μου κορόνα γράμματα ή παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- παίρνω κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά τα λεγόμενα κάποιου: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό παίρνω κατά γράμμα ό,τι μου λέει»·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, βλ. λ. λόγος·
- τα παίζω κορόνα γράμματα ή το παίζω κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- τα παίρνει τα γράμματα, έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού τα παίρνει τα γράμματα το παιδί, είμαι διατεθειμένος να τον στείλω στο εξωτερικό να συνεχίσει τις σπουδές του»·
- τα ρίχνω κορόνα γράμματα ή το ρίχνω κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- το πάει το γράμμα, δέχεται να υποστεί κατά καιρούς τη σεξουαλική πράξη, χωρίς να είναι πούστης: «το ξέρω ότι είναι παντρεμένος, αλλά επίσης ξέρω πως κάπου κάπου το πάει το γράμμα». Συνών τον πίνει τον καφέ·
- τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα, βλ. λ. γεράματα·
- χαράζω με χρυσά γράμματα, εντυπώνω καλά στη μνήμη μου σπουδαίο ιστορικό γεγονός ή πρόσωπο, που δεν πρέπει να ξεχαστεί: «η ιστορία χάραξε με χρυσά γράμματα το έπος του 1940»·
- χασάπη γράμματα! καζούρα, διαμαρτυρία των θεατών στις αίθουσες των λαϊκών κινηματογράφων, που απευθυνόταν στο μηχανικό του κινηματογράφου, όταν σε ξενόγλωσση ταινία σταματούσαν ή αργούσαν να πέσουν οι υπότιτλοι, ή όταν λόγω λογοκρισίας (παλιότερα) ήταν κομμένη η επίμαχη ερωτική σκηνή·
- ψιλά γράμματα, α. είναι πολύ δύσκολο να μάθει, να κατανοήσει ή να αποκτήσει κανείς κάτι: «μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, γιατί τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί κοροϊδεύουν το λαό;  -Μην ασχολείσαι μ’ αυτά τα πράγματα, γιατί είναι ψιλά γράμματα για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: ένας Αρμένης φιλαράκος που ’ξερε πράματα πολλά, μου είπε πως η ευτυχία μοιάζει με γράμματα ψιλά). Από το ότι τα ψιλά γράμματα είναι πολύ δύσκολο να τα διαβάσει κάποιος ώστε να καταλάβει το νόημά τους. β. λέγεται για κάτι ασήμαντο, μηδαμινό: «γι’ αυτόν τον εφοπλιστή μερικά εκατομμυριάκια είναι ψιλά γράμματα». Από το ότι οι ασήμαντες ειδήσεις στις εφημερίδες, αναφέρονται σε μονόστηλο και σε μια από τις τελευταίες σελίδες. γ. όροι συμφωνητικού που χρησιμοποιούνται σε βάρος του καταναλωτή, του αγοραστή, ιδίως στη σύναψη δανείου με τράπεζα: «πριν υπογράψεις οποιαδήποτε συμφωνία, να διαβάζεις καλά τα ψιλά γράμματα του συμφωνητικού». Από το ότι οι όροι αυτοί είναι τυπωμένοι με πολύ μικρά γράμματα, πράγμα που αναγκάζει τον αγοραστή να μην τα διαβάζει.    

δείχνω

δείχνω, ρ. [<αρχ. δείκνυμι], δείχνω. 1. διδάσκω, εξηγώ, καθοδηγώ: «δείξε μου πώς θα μπορέσω να το κάνω; || δείξε μου τι θα πει εδώ πέρα; || δείξε μου πώς θα πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;». 2. παρουσιάζω, φανερώνω: «έδειξε από την αρχή το χαρακτήρα της || μετά από διάφορες πιέσεις, έδειξε πού είχε βάλει τα κλοπιμαία». 3. φαίνομαι: «δείχνει για εξηντάρης». 4. εκδηλώνω κάποιο συναίσθημα ή ψυχική κατάσταση: «έδειξε όλη του τη χαρά μόλις μ’ είδε || έδειχνε κάπως φοβισμένος || να δεις εσύ τι θάρρος που έδειξε για να γλιτώσει το παιδί, που κρεμόταν έξω απ’ το μπαλκόνι!». 5. στο γ΄ εν. πρόσ. δείχνει, έχει τη σημασία, σημαίνει: «η ανάγωγη συμπεριφορά σου δείχνει κακή ανατροφή». Συνών. δηλώνει / σημαίνει / φανερώνει. (Ακολουθούν 59 φρ.)·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- αφήνει να περάσει ο ελέφαντας και δείχνει το κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- δε δείχνει έλεος, βλ. λ. έλεος·
- δε δείχνει σημεία ζωής ή δε δείχνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε δείχνει τα χαρτιά του, βλ. λ. χαρτί·
- δε φταίει ο καθρέφτης για την αλήθεια που δείχνει, βλ. λ. καθρέφτης·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- δείχνει το σάπιο μήλο, για να κρύψει τη σάπια μηλιά, βλ. λ. μήλο·
- δείχνω διαγωγή, βλ. λ. διαγωγή·
- δείχνω πυγμή ή δείχνω σιδερένια πυγμή, βλ. λ. πυγμή·
- δείχνω τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- δείχνω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- δείχνω τα πόδια μου (τα ποδάρια μου), βλ. λ. πόδι·
- δείχνω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- δείχνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δείχνω το δρόμο (σε κάποιον), βλ. λ. δρόμος·
- δείχνω το κολάι (σε κάποιον), βλ. λ. κολάι·
- δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δείχνω φως, βλ. λ. φως·
- δείχνω χαρακτήρα, βλ. λ. χαρακτήρας·
- έδειξε αίμα στο σεντόνι, (για γαμπρούς) βλ. λ. αίμα·
- έλα μπαμπά να σου δείξω πού το ’χ’ η νενέ μου, βλ. λ. μπαμπάς·
- έλα παππού μου να σου δείξω πού το ’χ’ η γιαγιά μου, βλ. λ. παππούς·
- έλα παππού μου να σου δείξω πού είναι της μανιάς μου, βλ. λ. παππούς·
- έλα παππού μου να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου, βλ. λ. παππούς·
- έλα παππού μου να σου δείξω το σπιτικό σου, βλ. λ. παππούς·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, βλ. λ. πληγή·
- η νεκροψία θα (το) δείξει, βλ. λ. νεκροψία·
- θα δείξει, α. λέγεται για έκβαση υπόθεσης ή κατάστασης που δεν είναι ακόμη εμφανής και περιμένουμε να δούμε την εξέλιξή της: «απ’ ό,τι ξέρω, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. -Θα δείξει». β. λέγεται για άτομο που δεν έχει κάνει ακόμα εμφανή τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσει και περιμένουμε να δούμε: «άραγε τι προσφορά θα δώσει ο τάδε γι’ αυτή τη δουλειά; -Θα δείξει»· βλ. και φρ. θα δούμε, λ. είδα·
- θα δείξει το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- θα σου δείξω! απειλητική έκφραση με την έννοια θα σου ανταποδώσω τα ίδια, ιδίως κακά, θα σε εκδικηθώ εν καιρώ. Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά και η φρ. κλείνει με το εγώ. (Λαϊκό τραγούδι: σαν δω πως μου πατάς πολύ τον κάλο κι αν έχω κάποιο ντέρτι θα το βγάλω κι αλλού τον έρωτα θα κυνηγώ και θα σου δείξω αλεπού ποιος είμ’ εγώ
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- θα το δείξει η πράξη, βλ. λ. πράξη·
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- θα (το) δείξει ο χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, βλ. λ. δάχτυλο·
- μην του δείχνεις άσπρο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ο καιρός θα (το) δείξει, βλ. λ. καιρός·
- ο χρόνος θα (το) δείξει, βλ. λ. χρόνος·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- πάντα δείχνε πόσος είσαι και κομμάτι παρακάτου, βλ. λ. παρακάτω·
- τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, βλ. λ. καρδιά·
- του δείχνω κίτρινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- του δείχνω κόκκινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- του δείχνω τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- του δείχνω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- του δείχνω τη ράχη μου ή του δείχνω τη ράχη μου και φεύγω ή του δείχνω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. λ. ράχη·
- του δείχνω την πλάτη μου ή του δείχνω την πλάτη και φεύγω ή του δείχνω τις πλάτες μου και φεύγω, βλ. λ. πλάτη·
- του δείχνω την πόρτα, βλ. λ. πόρτα.

δέκα

δέκα, (οι, τα, το), άκλ. απόλ. αριθμητ. [<αρχ. δέκα], δέκα· (ιδίως για μαθητική βαθμολογία) η ανώτερη βαθμολόγηση στην επίδοση κάποιου μαθητή: «στον έλεγχό του σ’ όλα τα μαθήματα είχε δέκα». (Ακολουθούν 37 φρ.)· 
- άλλαξε δέκα χρώματα, βλ. λ. χρώμα·
- αξίζει για δέκα, (για πρόσωπα, πράγματα ή ενέργειες), έχει πάρα πολύ μεγάλη αξία, σημασία ή δύναμη: «έχει μια γυναίκα που αξίζει για δέκα || αγόρασε ένα αυτοκίνητο που αξίζει για δέκα». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουν μικρό κι ανήλικο κι έμπλεξα με γυναίκα· μια μαχαιριά μου έδωσες, που άξιζε για δέκα
- δέκα δέκα, ανά δέκα: «πες τους να ’ρχονται δέκα δέκα»·
- δέκα θα σου δίνω και μία θα μετράς (ενν. μπάτσες, μπουνιές, ξυλιές κ.λπ.), απειλητική έκφραση σε κάποιον, πως θα τον δείρουμε πάρα πολύ, πως θα τον εξουθενώσουμε στο ξύλο: «άσε ήσυχη την κόρη μου, γιατί, αν σε περιλάβω, δέκα θα σου δίνω και μία θα μετράς».
- δέκα με τόνο, (για γνώσεις, διαγώνισμα ή κάποια επίδοση) η ανώτερη, η άριστη βαθμολόγηση: «στο διαγώνισμα που γράψαμε πήρα δέκα με τόνο»·
- δέκα στον παρά, (για πράγματα ή πρόσωπα), βλ. λ. παράς·
- δουλεύει για δέκα, βλ. λ. δουλεύω·
- είναι από δέκα γαβ γαβ και πάνω, βλ. λ. γαβ·
- είναι για δέκα ζωές (κάτι), βλ. λ. ζωή·
- έχει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- θα μετρήσω μέχρι το δέκα ή θα μετρήσω ως το δέκα, έκφραση με την οποία δίνουμε συγκεκριμένη προθεσμία σε κάποιον να κάνει κάτι: «θα μετρήσω μέχρι το δέκα κι αν δε φύγεις, θα σε σπάσω στο ξύλο». Από την εικόνα του διαιτητή που, όταν κατά τη διάρκεια πυγμαχικού αγώνα ο ένας από τους δυο πυγμάχους πέσει κάτω ύστερα από χτύπημα του αντιπάλου του, μετράει μέχρι το δέκα, για να του δώσει την ευκαιρία να συνέλθει από το χτύπημα και να σηκωθεί για να συνεχίσει τον αγώνα·
- θα τρώμε με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- κάθε τρεις και δέκα, βλ. λ. κάθε·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, βλ. λ. χέρι·
- κάνει για δέκα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλη αξία, είναι ικανότατος ή είναι πάρα πολύ δυνατός: «αυτός ο υπάλληλός μου κάνει για δέκα || ο καθηγητής μας κάνει για δέκα || αν τύχει, μπορεί να τα βάλει με όσους θέλεις, γιατί κάνει για δέκα»·
- με άριστα το δέκα, βλ. λ. άριστα·
- με ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- οι δέκα εντολές, βλ. λ. εντολή·
- οι δέκα πληγές του Φαραώ, βλ. λ. πληγή·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- οχτώ στις δέκα, πάρα πολύ συχνά: «δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του και, οχτώ στις δέκα, φεύγει απ’ το σπίτι του χωρίς να πάρει μαζί του λεφτά»·
- παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- παίρνω δέκα, (ιδίως για μαθητική βαθμολογία) βαθμολογούμαι με την ανώτερη βαθμολογία: «στο μάθημα της Ιστορίας πήρα δέκα». (Λαϊκό τραγούδι: πάντοτε στο τετράδιο βαθμό έπαιρνα δέκα κι αν στη ζωή πήρα μηδέν, τα φταίει μια γυναίκα
- πάρε δέκα! έκφραση αγανάκτησης, που συνοδεύεται από μούντζωμα και με τις δυο παλάμες ή με τη μια παλάμη προτεταμένη και την άλλη να έρχεται να χτυπάει με δύναμη πίσω από την πρώτη. Εδώ, βέβαια, η φρ. κλείνει πολλές φορές, αν όχι πάντα, με το ρε μαλάκα·
- πιάσε δέκα! βλ. φρ. πάρε δέκα(!)·
- σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! ή σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! βλ. λ. σκασίλα·
- σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί! ή σκασίλα μας μικρή και δέκα ποντικοί! βλ. λ. σκασίλα·
- στ’ αρχίδια μας (μου) και δέκ’ αβγά Τουρκίας, βλ. λ. αρχίδι·
- στο παρά δέκα, λίγο πριν γίνει κάτι, ιδίως κακό, οριστικά και τελεσίδικα: «τον πρόλαβα στο παρά δέκα, πριν υπογράψει το συμβόλαιο και σώθηκε ο άνθρωπος!»·
- το δέκα το καλό, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το δέκα καρό: «το δέκα το καλό στην ξερή μετρά για τρεις πόντους». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης που φέρει στη ράχη της φανέλας του τον αριθμό δέκα και που θεωρείται πολύ ικανός, ο παίχτης που παίζει στη θέση «σέντερ φορ» και που οργανώνει το επιθετικό παιχνίδι, το δεκάρι: «σήμερα το δέκα το καλό πέταξε δυο γκολάκια». γ. (γενικά) άτομο που παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε μια δουλειά ή υπόθεση: «το δέκα το καλό της επιχείρησης είναι ο τάδε». δ. (ειδικά για γυναίκες) πολύ όμορφη γυναίκα: «αν είναι όμορφη η γυναίκα του; Το δέκα το καλό σου λέω!»·  
- το κάνει κάθε τρεις και δέκα, βλ. λ. κάθε·
- το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων, βλ. λ. παιχνίδι·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, βλ. λ. διάβολος·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, βλ. λ. πιάτο·
- τρώει για δέκα, τρώει πάρα πολύ (όσο δέκα άτομα μαζί): «έχει γίνει εκατό κιλά, γιατί τον τελευταίο καιρό άνοιξε η όρεξή του και τρώει για δέκα». (Λαϊκό τραγούδι: στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ και μου δώσαν για γυναίκα που ’τρωγε ψωμί για δέκα). Ακούγεται και για δυο ή για τέσσερις·
- τρώει με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα.

δεσπότης

δεσπότης, ο, πλ. δεσπότες κ. δεσποτάδες, οι, ουσ. [<αρχ. δεσπότης], δεσπότης. 1. ο επίσκοπος ή ο μητροπολίτης: «στη λιτανεία του Αγίου Δημητρίου ήταν μαζεμένοι όλοι οι δεσποτάδες της Μακεδονίας». 2. ο νοικοκύρης, ο αφέντης του σπιτιού, ο αρχηγός της οικογένειας: «ποιος είναι ο δεσπότης σ’ αυτό το σπίτι;»·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη»·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά, λ. παπάς·
- ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; λέγεται γι’ αυτούς που με πλάγιες ενέργειες και μέσα καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις και αξιώματα, ιδίως του δημοσίου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «εσύ διευθυντής του υπουργείου; Ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; Πώς τα κατάφερες, ρε παιδάκι μου;». Συνών. πότε αβγά, πότε πουλιά!  

διαθήκη

διαθήκη, η, ουσ. [<αρχ. διαθήκη <διατίθημι], η διαθήκη. 1. οι συμβουλές, η πείρα ζωής που κληροδοτούν οι παλαιότεροι στη νέα γενιά: «ο πατέρας τους τους άφησε διαθήκη να μη βλάπτουν ποτέ κανένα». 2. με την έννοια της συμφωνίας απαντάται στο Παλαιά και Καινή Διαθήκη, όπου εννοείται η συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων·
- γαμώ τη διαθήκη μου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «όλα τα κακά σε μένα συμβαίνουν, γαμώ τη διαθήκη μου». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ·
- θα σε κάνω να υπογράψεις τη διαθήκη σου, λέγεται απειλητικά σε άτομο με την έννοια πως θα το φέρω στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσής του, πως θα το εξαφανίσω από προσώπου γης: «αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου την οικογένειά μου, θα σε κάνω να υπογράψεις τη διαθήκη σου». Από το ότι διαθήκη συντάσσει κανείς, όταν βρίσκεται σε κάποια κρίσιμη καμπή της ζωής του ή όταν πλησιάζει το τέλος του ·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- υπογράφω τη διαθήκη μου, α. λέγεται σε περίπτωση που με τις άστοχες ή παράτολμες ενέργειές μου οδηγούμαι σε σίγουρη καταστροφή: «αν υπογράψω το συμβόλαιο μ’ αυτούς τους όρους, είναι σαν να υπογράφω τη διαθήκη μου». Από την εικόνα του ανθρώπου που κατάλαβε πως θα πεθάνει και συντάσσει τη διαθήκη του. β. είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «δε σου φταίει κανένας για την κατάντια σου, γιατί μονάχος σου υπέγραψες τη διαθήκη σου». Συνών. υπογράφω την καταδίκη μου.

δικαστήριο

δικαστήριο, το, ουσ. [<αρχ. δικαστήριον <δικαστής], το δικαστήριο. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- αν δεν υπήρχαν οι βλάκες δε θα υπήρχαν τα δικαστήρια, βλ. λ. βλάκας·
- βγήκε το δικαστήριο, βγήκε η δικαστική απόφαση: «είναι χαρούμενος, γιατί βγήκε το δικαστήριο και δικαιώθηκε πέρα για πέρα»·
- έχω δικαστήριο, πρέπει να παραστώ σε δίκη ως ενάγων, εναγόμενος, δικηγόρος ή μάρτυρας: «αύριο πρέπει να σηκωθώ νωρίς, γιατί έχω δικαστήριο»·
- θα σε πάω στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, απειλητική έκφραση σε άτομο ή σε κρατικό οργανισμό με το οποίο έχουμε σοβαρές διαφορές, και έχουμε την εντύπωση ή τη σιγουριά πως μας αδικεί κατάφορα: «αν δε μου δώσεις αυτό που μου ανήκει, θα σε πάω στο ευρωπαϊκό δικαστήριο». Η παραπομπή αυτή βέβαια είναι πάρα πολύ δύσκολη ή και αδύνατη·
- κερδίζω το δικαστήριο, η δικαστική απόφαση είναι ευνοϊκή για μένα: «είναι υποχρεωμένος να μου πληρώσει ένα σωρό λεφτά, γιατί κέρδισα το δικαστήριο»·
- πέφτω στα δικαστήρια, καταφεύγω ή σύρομαι σε δίκη: «δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν κι έπεσαν στα δικαστήρια»·
- τον οδηγώ στα δικαστήρια, βλ. φρ. τον τραβώ στα δικαστήρια·
- τον σέρνω στα δικαστήρια ή τον σύρω στα δικαστήρια, τον υποχρεώνω να παραστεί σε δίκη ύστερα από μήνυσή μου: «τον σέρνω στα δικαστήρια για να πάρω πίσω τα λεφτά που μου χρωστάει»·
- τον τραβώ στα δικαστήρια, τον σύρω σε δίκη: «καταπάτησε αυθαίρετα ένα οικόπεδο, που μου ανήκει, και τον τραβώ στα δικαστήρια»·
- τον τρέχω στα δικαστήρια, βλ. φρ. τον τραβώ στα δικαστήρια·
- τραβιέμαι με τα δικαστήρια ή τραβιέμαι στα δικαστήρια, έχω εμπλακεί με κάποιον σε δικαστικό αγώνα που χρονίζει: «είναι τόσος καιρός που τραβιέμαι με τον τάδε στα δικαστήρια και δεν μπορώ ακόμη να ξεμπερδέψω»·
- τρέχω στα δικαστήρια, καταφεύγω σε δίκη: «έχω μια διαφορά με τον τάδε και τρέχω στα δικαστήρια να βρω το δίκιο μου»·
- φτάνω στα δικαστήρια, ύστερα από άκαρπες προσπάθειες συμβιβασμού με κάποιον αναγκάζομαι να προσφύγω στη δικαιοσύνη: «αν δεν μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, θα φτάσω στα δικαστήρια»·
- χάνω το δικαστήριο, η δικαστική απόφαση είναι σε βάρος μου: «του έκανε μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση, αλλά έχασε το δικαστήριο».

δραχμή

δραχμή, η, ουσ. [<αρχ. δραχμή], αρχαία και νεότερη νομισματική μονάδα της Ελλάδας μέχρι το τέλος του 2000, που δυστυχώς αντικαταστάθηκε από το ευρώ. Υποκορ. δραχμίτσα και δραχμούλα, η. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- ανέβηκε η δραχμή, υπερτιμήθηκε: «απ’ τη στιγμή που έπεσε το δολάριο, ανέβηκε η δραχμή»·
- άνθρωπος της δραχμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε βγάζω δραχμή (τσακιστή), α. δεν αποκομίζω, δεν κερδίζω το παραμικρό χρηματικό ποσό: «αυτό το μήνα έπεσε τέτοια αναδουλειά, που δεν έβγαλα δραχμή τσακιστή». β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδω το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «θα την κλείσω την επιχείρηση, γιατί δε βγάζει δραχμή τσακιστή»·
- δε δίνω δραχμή (τσακιστή), α. δεν πληρώνω τίποτα: «δε δίνω δραχμή τσακιστή γι’ αυτό το σκάρτο εμπόρευμα». β. αδιαφορώ τελείως: «δε δίνω δραχμή γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- δε μ’ άφησε δραχμή (τσακιστή), μου κέρδισε όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε μπαρμπούτι ή σε χαρτοπαίγνιο: «ήξερε να κολλάει τα ζάρια και μέσα σε λίγη ώρα δε μ’ άφησε δραχμή»·
- δε σταυρώνω δραχμή, δεν μπορώ να κερδίσω ούτε τα ελάχιστα χρήματα, δεν πέφτουν στα χέρια μου καθόλου λεφτά: «τον τελευταίο καιρό, με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά δε σταυρώνω δραχμή»·
- δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή), α. (για πρόσωπα) είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «μας τον σύστησες για σπουδαίο άνθρωπο, αλλά δεν αξίζει δραχμή τσακιστή». β. (για εμπορεύματα ή πράγματα) η αξία του είναι ασήμαντη, μηδαμινή, είναι τελευταίας ποιότητας: «έδωσε ένα κάρο λεφτά και πήρε αυτό το πράγμα, που δεν αξίζει δραχμή τσακιστή»·
- δεν αφήνει δραχμή για δραχμή, είναι πολύ σπάταλος: «μόλις πάρει το μισθό στα χέρια του, μέσα σε λίγες μέρες δεν αφήνει δραχμή για δραχμή»·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, είναι μεγάλος τσιγκούνης, σκύβει και μαζεύει ακόμη και τη δραχμή που του πέφτει: «αυτός δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω κι εσύ νομίζεις πως θα πάει να κάνει έξοδα για να διασκεδάσει!»·
- δεν αφήνει δραχμή (τσακιστή), α. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδει το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «σκέφτομαι να κλείσω την επιχείρηση, γιατί δεν αφήνει δραχμή τσακιστή». β. (για πρόσωπα) είναι τσιγκούνης, λογαριάζει ακόμη και τη δραχμή: «τόσα χρόνια τρώει σ’ αυτό το εστιατόριο και δεν έχει αφήσει δραχμή στα γκαρσόνια για πουρμπουάρ»·
- δεν έχω απάνω μου δραχμή (τσακιστή), τυχαίνει να μην έχω μαζί μου καθόλου χρήματα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είμαι φτωχός: «αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σε βοηθήσω, γιατί δεν έχω απάνω μου δραχμή τσακιστή»·
- δεν έχω δραχμή (τσακιστή), α. είμαι τελείως άφραγκος: «δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω δραχμή τσακιστή». β. είμαι τελείως φτωχός: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί δεν έχει δραχμή τσακιστή»·
- δεν κάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν κοστίζει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν πιάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν πιάνω δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δε βγάζω δραχμή·
- δεν του μένει δραχμή (τσακιστή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, σπαταλάει, ξοδεύει όλα του τα λεφτά: «μόλις πάρει το μηνιάτικο στα χέρια του, σε δυο μέρες δεν του μένει δραχμή τσακιστή»·
- δεν υπάρχει δραχμή (τσακιστή), δηλώνει τέλεια έλλειψη χρημάτων: «δεν μπορώ να σε βοηθήσω, φίλε μου, γιατί δεν υπάρχει δραχμή τσακιστή»·
- δραχμή δραχμή, με σκληρή οικονομία και λίγο λίγο: «για ν’ αγοράσω αυτό το διαμερισματάκι, μάζεψα το ποσό δραχμή δραχμή». Συνών. δεκάρα δεκάρα / πεντάρα πεντάρα / φράγκο φράγκο·
- έπεσε η δραχμή, υποτιμήθηκε: «απ’ τη στιγμή που ανέβηκε το δολάριο, έπεσε η δραχμή»·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και…, βλ. φρ. έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και…, λ. δεκάρα·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες: «όπως πάει η οικονομία, σε λίγο καιρό θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα»·
- θέλει και τη δραχμή, βλ. φρ. περιμένει και τη δραχμή·
- λέει τη δραχμή δραχμούλα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες: «μην του ζητάς δανεικά, γιατί λέει τη δραχμή δραχμούλα ο φουκαράς»·
- με μια δραχμή, με ασήμαντο, με μηδαμινό χρηματικό ποσό: «ήρθε με μια δραχμή στην τσέπη κι ήθελε να γίνει συνεταίρος»·
- μένω χωρίς δραχμή (τσακιστή), α. μου τελειώνουν όλα τα χρήματα, ξοδεύω όλα τα χρήματά μου: «δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω, αλλά κάθε φορά που βγαίνω στην αγορά μένω χωρίς δραχμή». β. χάνω όλα μου τα χρήματα σε κάποια εμπορική επιχείρηση ή επένδυση: «έπεσε έξω η δουλειά του κι έμεινε χωρίς δραχμή»·
- μετράει και τη δραχμή, υπολογίζει και το παραμικρό ποσό, είτε επειδή έχει οικονομική στενότητα είτε επειδή είναι τσιγκούνης: «με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, μετράει και τη δραχμή || παντρεύτηκε μ’ έναν τύπο, που μετράει και τη δραχμή και είναι όλο καβγάδες»·
- μέχρι δραχμή(ς), όλο το χρηματικό ποσό: «του ’δωσες τα δανεικά που του χρωστούσες; -Μέχρι δραχμή». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα όχι και τα μη, να τα μασάς μέχρι δραχμή
- ούτε δραχμή (τσακιστή), παντελής έλλειψη χρημάτων: «πόσα λεφτά έχεις; -Ούτε δραχμή τσακιστή»·
- περιμένει και τη δραχμή, είναι μεγάλος τσιγκούνης: «είναι αδύνατο να σου δανείσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, γιατί αυτός, αγόρι μου, περιμένει και τη δραχμή». Από την εικόνα του ατόμου που, σε κάποια πληρωμή για κάποια αγορά που κάνει, περιμένει να πάρει ρέστα ακόμη και τη δραχμή·
- τ’ ακουμπώ μέχρι δραχμή (τσακιστή), α.πληρώνω όλο το ποσό, όλο το λογαριασμό και, κατ’ επέκταση, πληρώνω τοις μετρητοίς: «αγόρασα όλα τα οικιακά σκεύη απ’ το τάδε μαγαζί και τ’ ακούμπησα μέχρι δραχμή». β. ξοδεύω όλα τα χρήματά μου για κάποιο σκοπό: «αγόρασα ένα οικόπεδο στη Χαλκιδική κι έμεινα πανί με το πανί, γιατί τ’ ακούμπησα μέχρι δραχμή». γ. ξοδεύω συστηματικά όλα μου τα χρήματα, ιδίως για προσωπική μου διασκέδαση ή απόλαυση: «τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα μπουζούκια || τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα ταξίδια». δ. χάνω συστηματικά όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια: «είναι μεγάλο κορόιδο, γιατί, ό,τι βγάζει, τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα χαρτιά»·
- τα μετράω μέχρι δραχμή (τσακιστή), πληρώνω όλο το ποσό, όλο το λογαριασμό και, κατ’ επέκταση, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγοράζω τα πληρώνω μέχρι δραχμή κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- τα τρώω μέχρι δραχμή (τσακιστή), ξοδεύω, σπαταλώ όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «όσα λεφτά βγάζω, τα τρώω μέχρι δραχμή, γιατί μια ζωή την έχουμε»·
- της δραχμής ή της μιας δραχμής, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι χωρίς αξία, χωρίς σημασία: «άνθρωπος της δραχμής || πράγμα της δραχμής». (Τραγούδι: της μιας δραχμής τα γιασεμιά, που τα πουλάνε τα παιδάκια
- του μέτρησα και τη δραχμή, του πλήρωσα όλο το ποσό τοις μετρητοίς, τον εξόφλησα: «αγόρασα τ’ αυτοκίνητό του και του μέτρησα και τη δραχμή»·
- χωρίς δραχμή, α. δωρεάν, τζάμπα: «μου το ’δωσε χωρίς δραχμή». β. δηλώνει παντελή έλλειψη χρημάτων: «χωρίς δραχμή, δεν μπορεί να πάει κανείς πουθενά».

εγώ

εγώ, αντων. [<αρχ. ἐγώ], αυτός που μιλάει. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος)· ως άκλ. ουσ. το εγώ, συνοδευόμενο από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των, ο εγωισμός: «ό,τι και να κάνω, θα το κάνω μόνο και μόνο για το εγώ μου». (Ακολουθούν 80 φρ.)·
- άλλο τόσο κι εγώ, βλ. λ. άλλος·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις, βλ. λ. γαμώ·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, λ. λιθάρι·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω, βλ. λ. νύφη·
- για να δεις ποιος είμ’ εγώ, έκφραση με την οποία θέλουμε να διαβεβαιώσουμε το συνομιλητή μας πως σίγουρα θα κάνουμε αυτό που του υποσχεθήκαμε ή πως αυτό που θα κάνουμε θα είναι μόνο και μόνο για να αποδείξουμε την αξία μας, την ισχύ μας: «αφού στο υποσχέθηκα, θα σε πάρω στη δουλειά μου, για να δεις ποιος είμ’ εγώ || αν τον συναντήσω θα τον σπάσω στο ξύλο, για να δεις ποιος είμ’ εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έδωσε απόψε· μ’ έχει πιάσει το τρελό· ένα μου ’χει κάνει εκείνη θα της κάνω εκατό – για να δει ποιος είμ’ εγώ
- γιατί, εγώ νηστεύω; βλ. λ. νηστεύω·
- δε φουμάρω εγώ τέτοια, βλ. λ. φουμάρω·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχω να κάνω εγώ με…, βλ. λ. κάνω·
- δεύτερο εγώ μου ή δεύτερό μου εγώ, βλ. φρ. το άλλο εγώ μου·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), βλ. λ. άνθρωπος·
- εγώ από κώλο βγήκα; βλ. λ. κώλος
- εγώ γελώ τους δώδεκα και δεκατρείς με μένα, βλ. λ. γελώ·
- εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε, βλ. λ. γελώ·
- εγώ γιατί είμ’ εδώ! λέγεται ενθαρρυντικά σε άτομο που διστάζει να προχωρήσει σε μια ενέργεια και έχει την έννοια πως εγώ είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να το βοηθήσω, αν χρειαστεί: «θέλω να κάνω επέκταση στη δουλειά μου, αλλά μου λείπουν κάτι χρήματα κι έτσι αναβάλλω συνεχώς. -Εγώ γιατί είμ’ εδώ». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι·
- εγώ δεν έχω ψυχή; βλ. λ. ψυχή·
- εγώ είμ’ εγώ, είμαι εγώ και κανένας άλλος, είμαι ξεχωριστός, μοναδικός: «εγώ είμ’ εγώ και θα μπω μέσα με το έτσι θέλω». (Τραγούδι: εγώ είμ’ εγώ, ευζωνάκι γοργό μέσα στον κόσμο τιμημένο
- εγώ είμ’ εγώ κι εσύ είσ’ εσύ, είμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι: «οπωσδήποτε έχουμε δυο διαφορετικές γνώμες, γιατί εγώ είμ’ εγώ κι εσύ είσ’ εσύ». Λέγεται και με την έννοια πως, στη σύγκριση ανάμεσα σε μας τους δυο, εγώ είμαι ανώτερος·
- εγώ είμ’ εδώ, βλ. φρ. εδώ είμ’ εγώ·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; βλ. λ. γαϊδούρι·
- εγώ μιλώ κι εγώ τ’ ακούω, βλ. συνηθέστ. εγώ τα λέω κι εγώ τ’ ακούω·
- εγώ μιλώ κι εσύ κλάνεις, δεν προσέχεις αυτά που λέω, δε μου δίνεις σημασία, όταν μιλώ, και, κατ’ επέκταση, με περιφρονείς, δε με υπολογίζεις: «εγώ σου μιλώ κι εσύ κλάνεις, γιατί δε μου το λες καθαρά να σηκωθώ να φύγω;»·
- εγώ μιλώ κι εσύ μας γράφεις ή εγώ μιλώ κι εσύ με γράφεις (ενν. στ’ αρχίδια σου, στον πούτσο σου, στον ψώλο σου, στην πούτσα σου, στην ψωλή σου, στο πέος σου, στο καυλί σου, στα παλιά σου τα παπούτσια, στα παλιά σου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων σου, στο παλιό σου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν προσέχεις αυτά που σου λέω, δεν τα υπολογίζεις, τα αγνοείς, είτε γιατί δε σε ενδιαφέρουν είτε γιατί έχεις αλλού το νου σου: «προσπαθώ μια ώρα να σου δώσω να καταλάβεις το πρόβλημά μου, αλλά εγώ σου μιλώ κι εσύ με γράφεις»·
- εγώ να δεις! βλ. λ. είδα·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά που… ή να ’μαι καλά εγώ που…, βλ. λ. καλός·
- εγώ σ’ έχτισα φούρνε μου, εγώ θα σε χαλάσω, βλ. λ. φούρνος·
- εγώ στη θέση σου θα…, βλ. λ. θέση·
- εγώ στο ξίδι κι εσύ στο λεμόνι, βλ. λ. ξίδι·
- εγώ στο πηγάδι κατούρησα; βλ. λ. πηγάδι·
- εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω, δεν έχω επικοινωνία με την ομήγυρη, με το ακροατήριο, με τον κόσμο, δεν έχω απήχηση, δεν εισακούομαι, δε με ακούει κανείς, δεν προσέχει κανείς αυτά που λέω: «έπαψα πλέον να τους δίνω συμβουλές, γιατί εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω». Είναι και φορές που ακούγεται στον τύπο εγώ τα λέω κι εγώ τ’ ακούω·
- εγώ τι καπνό φουμάρω! βλ. λ. καπνός2·
- εγώ τι καπνό φουμάρω; βλ. λ. καπνός2·
- εγώ τι ρόλο παίζω! βλ. λ. ρόλος·
- εγώ τι ρόλο παίζω; βλ. λ. ρόλος·
- εγώ τι ώρες κάνω! βλ. λ. ώρα·
- εγώ τι ώρες κάνω; βλ. λ. ώρα·
- εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, βλ. λ. σκύλος·
- εγώ το ξέρω (μόνο), βλ. λ. ξέρω·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
 - εδώ είμ’ εγώ, κατηγορηματική διαβεβαίωση σε κάποιον να ενεργήσει άφοβα, γιατί βρίσκομαι πίσω του έτοιμος να τον βοηθήσω ανά πάσα στιγμή ή να τον καλύψω οικονομικά, όποτε χρειαστεί: «προχώρα εσύ τη δουλειά και μη φοβάσαι, εδώ είμ’ εγώ»·
- είπα κι εγώ! βλ. λ. είπα·
- ένα εσύ, ένα εγώ, στερεότυπη έκφραση, όταν γίνεται μοιρασιά από το σύνολο ενός ομοειδούς συνήθως είδους: «ο μεγαλύτερος έβαλε κάτω τα λαθραία πακέτα κι άρχισε τη μοιρασιά με το συνέταιρό του: ένα εσύ, ένα εγώ…». Μερικές φορές, χάριν αστεϊσμού η μοιρασιά γίνεται ως εξής. Αυτός που μοιράζει λέει: ένα εσύ, ένα εγώ και αφήνει το αντικείμενο πρώτα μπροστά στο συνέταιρό του και ύστερα μπροστά του και συνεχίζει: δύο εσύ, αφήνει πάλι ένα αντικείμενο μπροστά στο συνέταιρό του, αλλά, όταν είναι αφήσει με τη σειρά του μπροστά του ένα αντικείμενο για δεύτερη φορά, λέγοντας δύο εγώ, δεν αφήνει ένα αλλά δύο και πάει λέγοντας· 
- έχω κώλο εγώ! βλ. λ. κώλος·
- έχω μύτη εγώ! βλ. λ. μύτη·
- θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ. λ. γίνομαι·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, δε θέλω να στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. φρ. για να δεις ποιος είμ’ εγώ·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα ν’ αναλάβεις τον τάδε, όσο για το φίλο του θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν τον φοβάσαι, κάνε πίσω και θα τον κάνω καλά εγώ»·
- κι εγώ στα παλαμάκια, βλ. λ. παλαμάκι·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! βλ. λ. ποιος·
- μια εσύ και μια εγώ, πότε ο ένας πότε ο άλλος, διαδοχικά: «πρέπει ν’ αφήσουμε τα πείσματα, γιατί μια εσύ και μια εγώ, θα το διαλύσουμε το σπιτικό μας». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε ξαναρχίσαμε το ίδιο καβγαδάκι, το ίδιο καβγαδάκι. Πες εσύ και πες εγώ, μια εσύ και μια εγώ, κόντρα εσύ και κόντρα εγώ, και δώσ’ του χαβαδάκι
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ξέρω κι εγώ; (ξέρ’ γω;), βλ. λ. ξέρω·
- ο αδερφός μου κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι οι τρεις μαζί ενάντια στον ξένο, βλ. λ. ξένος·
- όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω, βλ. λ. γελώ·
- όπως όλοι κι εγώ, βλ. λ. όλος·
- όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ, βλ. λ. βλέπω·
- όσο τον ξέρεις εσύ, τον ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ξέρω·
- όταν εσύ πήγαινες, εγώ γύριζα ή όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα, βλ. λ. πηγαίνω·
- ό,τι ξέρεις εσύ ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ό,τι·
- σαν άνθρωπος κι εγώ, βλ. λ. άνθρωπος·
- σαν παιδί κι εγώ, βλ. λ. παιδί·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, βλ. λ. σήμερα·
- την πληρώνω εγώ, βλ. λ. πληρώνω·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. λ. δουλειά·
- τι είμαι εγώ, της φιλοπτώχου; βλ. λ. φιλόπτωχος·
- τι έχω να κάνω εγώ με…; βλ. λ. κάνω·
- τι θα γίνω εγώ με σένα, έκφραση απελπισίας για την κακή διαγωγή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: τι θα γίνω εγώ με σένα, Παναγιώτη μου, μου ’χεις φάει τη ζωή μου και τη νιότη μου
- τι θα κάνω εγώ με σένα, βλ. φρ. τι θα γίνω εγώ με σένα·
- τι να σου κάνω κι εγώ, βλ. λ. κάνω·
- το άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. φρ. το δεύτερο εγώ μου·  
- το ’δα ’γω τ’ όνειρο! ή το ’χα δει ’γω τ’ όνειρο! βλ. λ. όνειρο·
- το δεύτερο εγώ μου ή το δεύτερό μου εγώ, λέγεται για τον άνθρωπο που μας συμπληρώνει ως ύπαρξη, ως οντότητα, ο αχώριστος σύντροφος, ιδίως ο ερωτικός: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, έγινε το δεύτερο εγώ μου». (Λαϊκό τραγούδι: τον αγαπούσα, το παραδέχομαι ήταν το δεύτερο εγώ μου
- φταίω εγώ που μιλώ με τον πισινό μου, βλ. λ. πισινός·
- φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης! βλ. λ. φωτιά.

είδα

είδα, ρ. [αόρ. του ρ. βλέπω], είδα. 1. κατάλαβα, συνειδητοποίησα: «μόνο όταν το εξέτασα προσεκτικά, είδα πως δεν έχει μέλλον η ιστορία μας || μόλις είδα πως ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά, προσποιήθηκα οικονομικές δυσχέρειες και δεν πήρα μέρος στη δουλειά». 2. στο β΄ πρόσ. σε ερωτηματικό τύπο είδες; εντέλει η εξέλιξη των πραγμάτων με επιβεβαίωσε, έγιναν ή αποδείχτηκαν όπως τα υποστήριζα, ενώ εσύ είχες διαφορετική γνώμη: «έπρεπε να σ’ ακούσω, γιατί είχες δίκιο. -Είδες;». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να ακουμπάει στο σημείο του κροτάφου, για να υπενθυμίσουμε στο συνομιλητή μας όλα αυτά που του λέγαμε ή που υποστηρίζαμε· βλ. και λ. βλέπω. (Ακολουθούν 200 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε,  βλ. λ. Γιάννης·
- άκου να δεις! ή άκουσε να δεις! βλ. λ. ακούω·
- άναψε το κερί, να δεις το λυχνάρι, βλ. λ. λυχνάρι·
- άνθρωπος του έλα να δεις, βλ. λ. άνθρωπος·
- αυτό θα το δούμε, βλ. λ. αυτός·
- για δε(ς)! ή (για) δες εκεί! α. έκφραση θαυμασμού: «για δες πώς πρόκοψε αυτός ο άνθρωπος!». β. έκφραση απορίας: «για δες πώς τη βγάζουν μερικοί χωρίς να δουλεύουν!». γ. επίκληση της προσοχής κάποιου, τονισμός κάποιου σημείου της φράσης μου: «συμφωνώ με την άποψή σου αλλά, για δες, όταν με ρωτήσουν στα ίσα τι συνέβη, τι θα τους απαντήσω;»·
- για δε(ς) αν κουνιούνται οι βάρκες ή για πάνε να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες ή δεν πα(ς) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες; ή πάνε να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- για δε(ς) απ’ τη γωνία αν έρχομαι ή για πάνε να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι ή δεν πα(ς) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι; ή πάνε να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι, βλ. λ. γωνία·
- για δε(ς) έν’ αρχίδι! βλ. λ. αρχίδι·
- για δε(ς) κάτι πράματα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- για δε(ς) μούρη να θέλει και... ή για δε(ς) μούρη που θέλει και..., βλ. λ. μούρη·
- για δε(ς) πράματα! ή δες πράματα! βλ. φρ. πρά(γ)μα·
- για δε(ς) ρε πούστη! ή για δε(ς) ρε πούστη μου! βλ. λ. πούστης·
- για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! βλ. λ. κόσμος·
- για κοίτα να δεις! ή για κοίταξε να δεις! βλ. λ. κοιτάζω·
- για να δεις! απειλητική έκφραση σε ενοχλητικό άτομο: «για να δεις, δε σταματάς τη μουρμούρα!». Το για τονισμένο. Συνών. για να σου πω(!)·
- για να δεις, α. για να επιβεβαιωθείς, για να το επιβεβαιώσεις: «έλα για να δεις κι εσύ ότι είναι χαλασμένο». β. έκφραση με την οποία επιζητούμε την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας για τη στάση που κρατήσαμε απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι, ή για τις διάφορες απόψεις που εκφέραμε για κάποιον ή για κάτι: «παρ’ όλο που αυτός δε μου φέρθηκε καλά, εγώ με την πρώτη ευκαιρία τον βοήθησα, για να δεις || δεν ήταν σόι άνθρωπος, γιατί, ό,τι κουβεντιάζαμε, πήγαινε και τα κάρφωνε στην ασφάλεια, για να δεις». Στη δεύτερη περίπτωση συνήθως η φρ. κλείνει με το δηλαδή·
- για να δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- για να δούμε! ή για να δούμε τι θα δούμε! έκφραση με την οποία δηλώνουμε στάση αναμονής, περιμένοντας την εξέλιξη κάποιας υπόθεσης ή κατάστασης, που έχουμε άγνοια πώς θα εξελιχθεί ή που υποπτευόμαστε πώς θα εξελιχθεί. Συνήθως το για τονισμένο·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. λ. μάτι·
- δε θέλω να τον δω ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, βλ. λ. μάτι·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν είδα καλό από κανέναν, βλ. λ. καλός·
- δεν είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν έχω μάτια να τον δω, βλ. λ. μάτι·
- δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν πα(ς) να σε δει κανένας (κάνας) γιατρός! βλ. λ. γιατρός·
- δεν το ’χω δει ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δεν τον είδε μάτι, βλ. λ. μάτι·
- δες με μ’ ένα μάτι να σε δω με δυο, βλ. λ. μάτι·
- δες τε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! βλ. λ. πράγμα·
- έγινε το έλα να δεις, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε το έλα να δεις απ’ τα σπασίματα μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «όταν οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια, έγινε το έλα να δεις μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έγινε το έλα να δεις στα μαγαζιά». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- εγώ να δεις! έκφραση απελπισμένου σε άτομο που παραπονιέται για κάτι κακό που του συμβαίνει, και έχει την έννοια πως βρίσκεται σε χειρότερη θέση, σε χειρότερη κατάσταση από αυτό, ή έκφραση κάποιου που αναφέρει σε κάποιο άτομο τη μεγάλη του ευφορία ή το μεγάλο πάθος που έχει για κάποιον ή για κάτι και έχει την έννοια πως αυτό το έχει περισσότερο: «βρίσκομαι σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση. -Εγώ να δεις! || είμαι πολύ χαρούμενος. -Εγώ να δεις! || πολύ τη γουστάρω αυτή τη γυναίκα. -Εγώ να δεις!». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες πως μεθάς και λες πως ζητάς στο σώμα μου θέλεις να μπεις, εγώ να δεις
- είδ’ ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε, βλ. λ. τρελός·
- είδα αστεράκια, βλ. λ. αστεράκι·
- είδα αστράκια, βλ. λ. αστράκια·
- είδα άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- είδα κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- είδα καλό (από κάποιον), βλ. λ. καλός·
- είδα κι απόειδα, εξάντλησα κάθε περιθώριο, κάθε δυνατό μέσο, έχασα όλη την υπομονή μου, απελπίστηκα: «προσπάθησα να τον συμμορφώσω, ώσπου είδα κι απόειδα και τον παράτησα στην τύχη του»·
- είδα κι είδα, είδα πάρα πολλά θαυμαστά και απίθανα πράγματα: «τόσα χρόνια που γυρνούσα στον κόσμο είδα κι είδα, που θα μπορώ να μιλώ συνέχεια»·
- είδα κι είδα, αλλά γύφτο παπά δεν είδα, βλ. λ. γύφτος·
- είδα κι έπαθα, α. προσπάθησα με κάθε τρόπο, προσπάθησα με όλα τα μέσα που διέθετα και με όλες μου τις δυνάμεις: «είδα κι έπαθα να τον βολέψω σε μια θέση στο δημόσιο». β. κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα υπερβολικά: «είδα κι έπαθα μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά μου, να σε φέρω στα νερά μου
- είδα πεταλούδες, βλ. λ. πεταλούδα·
- είδα πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- είδα στ’ όνειρό μου ότι…, βλ. λ. όνειρο·
- είδα στον ύπνο μου, βλ. λ. ύπνος·
- είδα τη Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα την κηδεία μου, βλ. λ. κηδεία·
- είδα την κόλαση, βλ. λ. κόλαση·
- είδα την υγειά μου, βλ. λ. υγειά·
- είδα της γιαγιάς μου το καφεκούτι, βλ. λ. καφεκούτι·
- είδα της γιαγιάς μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- είδα της γιαγιάς μου το πράμα, βλ. λ. πράμα·
- είδα της μάνας μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- είδα της μάνας μου το πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είδα το διάβολό μου, βλ. λ. διάβολος·
- είδα το μνήμα μου, βλ. λ. μνήμα·
- είδα το φως, βλ. λ. φως·
- είδα το φως μου, βλ. λ. φως·
- είδα το φως της ζωής, βλ. λ. φως·
- είδα το φως της ημέρας, βλ. λ. φως·
- είδα το Χριστό καμπόη, βλ. λ. Χριστός·
- είδα το Χριστό φαντάρο, βλ. λ. Χριστός·
- είδα τον άγγελό μου, βλ. λ. άγγελος·
- είδα τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- είδα τον ουρανό σφοντύλι, βλ. λ. ουρανός·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, βλ. λ. κώλος·
- είδα φως, βλ. λ. φως·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είδα φως και μπήκα, βλ. λ. φως·
- είδα φως κι ανέβηκα, βλ. λ. φως·
- είδαμε τα καζάντια σου! βλ. λ. καζάντι·
- είδαν πολλά τα μάτια μου ή έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε, βλ. λ. τρελός·
- είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας, βλ. λ. φως·
- είδε το φως της δημοσιότητας, βλ. λ. δημοσιότητα·
- είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει στρούγκα ή είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει τυροπωλείο, βλ. λ. τυρί·
- είδε χαρά στα σκέλια της, βλ. λ. χαρά·
- είδε χαρά στο μουνί της, βλ. λ. χαρά·
- είδες εκεί! έκφραση έκπληξης ή απορίας για κάτι που δεν περιμέναμε να γίνει ή να μας συμβεί: «είδες εκεί τι πήγε και μας σκάρωσε στα καλά καθούμενα ο απατεώνας! || είδες εκεί τι έπαθα!»·
- είδες καλά; βλ. λ. καλός·
- είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, βλ. λ. φαΐ·
- έλα να δεις και μην κάτσεις ή έλα να δεις και μην πάρεις, βλ. λ. έλα·
- έλα να δούμε ποιος είναι ποιος, βλ. λ. ποιος·
- εσύ να δεις! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας κατηγορεί για κάποιο ελάττωμα, και έχει την έννοια πως το άτομο αυτό έχει σε μεγαλύτερο βαθμό το ίδιο ελάττωμα: «είσαι μεγάλος τσιγκούνης. -Εσύ να δεις! || είσαι πολύ γκρινιάρης. -Εσύ να δεις! || είσαι μεγάλος απατεώνας. -Εσύ να δεις!»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχω δει πολλά ή είδα πολλά, βλ. λ. πολύς·
- θα γίνει το έλα να δεις, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν εξακολουθήσεις να κάνεις φασαρία, θα γίνει το έλα να δεις». (Λαϊκό τραγούδι: θα γίνει το έλα να δεις, αν μάθω πως γίναμε τρεις).β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «θα πάω κι εγώ στο πάρτι του τάδε, γιατί, απ’ ό,τι έμαθα, θα γίνει το έλα να δεις». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα δεις ή θα δούμε ή θα το δεις ή θα το δούμε, α. η εξέλιξη των πραγμάτων θα αποδείξει ότι έχω δίκιο ή ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν, όπως εγώ υποστηρίζω: «νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως το λες; -Θα δούμε». (Λαϊκό τραγούδι: θα τη βρούμε τη λύση παιδί μου, θα τη βρούμε τη λύση κι εμείς, θα τη βρούμε τη λύση παιδί μου, θα τη βρούμε τη λύση θα δεις).β. έκφραση που αφήνει σαν υπονοούμενο σε κάποιον πως θα ξεκαθαρίσουμε δυναμικά τους λογαριασμούς μας: «ξαναπές κάτι άσχημο για μένα και θα δούμε»· βλ. και φρ. αυτό θα το δούμε και θα δω·
- θα δεις κι απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα δεις τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- θα δεις τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- θα δεις τι έχεις να πάθεις! ή θα δεις τι θα πάθεις! απειλητική έκφραση σε κάποιον, για το κακό που πρόκειται να του συμβεί, ιδίως από εμάς τους ίδιους: «να δεις τι έχεις να πάθεις, αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου!»·
- θα δεις τι θα σου κάνω! δηλώνει απειλή για τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα δεις τι θα σου κάνω!»·
- θα δεις τι σε περιμένει! η απειλή για τιμωρία με ξυλοδαρμό. Στην περίπτωση αυτή απευθύνεται, τις πιο πολλές φορές, σε οικείο πρόσωπο, σε πρόσωπο της οικογένειάς μας, χωρίς να αποκλείει βέβαια και έναν ξένο: «αν έρθεις ξανά μεθυσμένος στο σπίτι, θα δεις τι σε περιμένει!»·
- θα δούμε τον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- θα δω ή θα δούμε, έκφραση αδιαφορίας για κάποιο πρόβλημα που δεν μπορούμε να βρούνε τη λύση του, και για το λόγο αυτό το μεταθέτουμε στο μέλλον, ή έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως θα ενεργήσουμε χωρίς προδιαγεγραμμένο σχέδιο, αλλά ανάλογα με αυτό που θα μας προκύψει: «πώς θα πληρώσεις τους υπαλλήλους σου μ’ αυτή την αναδουλειά που υπάρχει; -Θα δω || πώς θα στείλεις τις παραγγελίες των πελατών σου, αν κάνουν απεργία οι φορτηγατζήδες; -Θα δούμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. θα το δω και θα το δούμε·
- θα μας δει κι ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα το δω, παιδί μου, βλ. λ. παιδί·
- θα το δούμε, α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που μας απειλεί με ένα οποιονδήποτε τρόπο: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα σε πλακώσω στο ξύλο. -Θα το δούμε». β. επιθετική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε σοβαρά τη σιγουριά κάποιου πως θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το σκοπό του, γιατί θα μας βρει αντιμέτωπους: «ό,τι και να κάνεις, εγώ θα την πάρω αυτή τη δουλειά και θα τα κονομήσω. -Θα το δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· 
- θα το δω ή θα το δούμε, θα το σκεφτώ, θα το μελετήσω αν τελικά προβώ σε κάποια ενέργεια, μπορεί ναι, μπορεί και όχι: «θα μπορέσεις να με βοηθήσεις; -Θα το δω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. θα δω και θα το δούμε·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, βλ. λ. Θεός·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. λ. παιδί·
- κάτσε να δεις, κάθομαι·
- … κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- κοίτα να δεις ή κοίταξε να δεις, βλ. λ. κοιτώ·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. λ. μάτι·
- μη με δει κανένα μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μην είδατε τον Παναή, βλ. λ. Παναής·
- μην τον είδες ή μην τον είδατε ή μην τον είδατε μην τον απαντήσατε, έφυγε ξαφνικά και γρήγορα, ιδίως από ντροπή ή από φόβο ή γιατί προέβη σε κάποια αθέμιτη ή παράνομη ενέργεια ή πράξη: «μόλις έμαθε πως θα ’ρχόταν ο τάδε που ήταν μαλωμένος μαζί του, μάζεψε τα πράγματά του και μην τον είδατε || πήρε όλα τα λεφτά απ’ το ταμείο και μην τον είδατε μην τον απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-τζίτζικα εβάψαμε με φούμο δυο αχτίδες. Τα χέρια μας εκάψαμε κι οι άλλοι, μην τους είδες
- να δεις που…, έκφραση με την οποία ενισχύουμε κάποιο φόβο μας ή κάποια σκέψη μας που ακολουθεί: «να δεις, που ήρθε μόνο και μόνο για να δημιουργήσει φασαρία || να δεις που, αν ενεργήσεις μ’ αυτό τον τρόπο, θα πάνε όλα μια χαρά»· 
- να δεις την υγειά σου, βλ. λ. υγεία·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε το θα βγάλει η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- να δούμε τι θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακούω·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! βλ. λ. μάτι·
- να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε, βλ. λ. ψάρι·
- να δούμε τι ψάρια πιάσαμε, βλ. λ. ψάρι·
- … να δουν τα μάτια σου! βλ. λ. μάτι·
- να δω ή να δούμε ή να το δω ή να το δούμε, βλ. φρ. θα δω·
- να κι αν μ’ είδανε, κι αν δε μ’ είδανε ή να κι αν μ’ είδανε, να κι αν δε μ’ είδανε, τέλεια αδιαφορία για το αν έγινα αντιληπτός κάπου. (Δημοτικό τραγούδι: να κι αν μ’ είδανε κι αν δε μ’ είδανε ’γω δε νοιάζουμαι κι ούτε σκιάζουμαι, είμαι η Κανελιά και με δυο φιλιά κάρβουνο κάνω το Λια). Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη να πέφτει κάθετα δείχνοντας το μέρος των αχαμνών. Παρόμοια χειρονομία παρατηρείται και από τη γυναίκα·
- να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου, βλ. λ. πιπέρι·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να μη δεις καλό, βλ. λ. καλός·
- να μη δεις χαΐρι, βλ. λ. χαΐρι·
- να μη δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να μη δεις χαρά στα σκέλια σου, βλ. λ. χαρά·
- να μη δεις χαρά στο μουνί σου, βλ. λ. χαρά·
- να μη δω χαρά στα σκέλια μου, βλ. λ. χαρά·
- να μη δω χαρά στο μουνί μου, βλ. λ. χαρά·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! βλ. λ. μάτι·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! βλ. λ. μάτι·
- να μη σε δουν τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- να μη φτάσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να το δω και να μην το πιστέψω! έκφραση απορίας, ιδίως αμφισβήτησης, για κάτι που μας λένε: «εντέλει, ο τάδε άφησε τις αλητείες κι έγινε πολύ καλό παιδί. -Να το δω και να μην το πιστέψω!»·
- να το δω και να πεθάνω ή να το δω κι ας πεθάνω, βλ. λ. πεθαίνω·
- να το δω το πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- να τον δεις και να τον λυπηθείς, βρίσκεται σε αξιοθρήνητη κατάσταση: «μετά τη χρεοκοπία του, είναι να τον δεις και να τον λυπηθείς»·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, βλ. λ. διάβολος· 
- όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε, βλ. λ. κύριος·
- όπως το δει κανείς, ανάλογα πώς θα το αξιολογήσει κανείς: «εσύ δε θα τον έδερνες αν σου φερόταν με αυτόν τον τρόπο; -Όπως το δει κανείς». Συνών. όπως το πάρει κανείς·
- ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; βλ. λ. δεσπότης·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- περιμένω να δω, βλ. λ. περιμένω·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! βλ. λ. Θεός·
- πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! βλ. λ. γιος·
- πού είσαι μάνα να με δεις! βλ. λ. μάνα·
- πού σε είδα, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού σε είδα, λέγεται για τους αχάριστους, που αδιαφορούν ή προσποιούνται πως δε γνωρίζουν τους ευεργέτες τους, ή για φίλους, που για κάποιο λόγο, άγνωστο σε μας, ξέκοψαν από την παρέα μας: «όταν είχε ανάγκη, όλο σε μένα ερχόταν για βοήθεια και, τώρα που βολεύτηκε, πού σε είδα, πού σε ξέρω || μέχρι προχτές κάναμε παρέα και ξαφνικά πού σε ξέρω, πού σε είδα». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι σου κάνουν τον καλό μόνο για το συμφέρον κι όταν σε βρει μια συμφορά… πού σε είδα, πού σε ξέρω // τι να σε κάνω αφού πια δε σ’ αγαπώ; πάει χαμένη, σου το λέω, κάθε ελπίδα· τώρα σαν όλες τις γυναίκες σε κοιτώ και δε θυμάμαι πού σε ξέρω, πού σε είδα
- πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πώς την είδες; ή πώς την έχεις δει; (στη νεοαργκό) ποιος νομίζεις, ποιος φαντάζεσαι πως είσαι και ενεργείς με αυτόν τον απαράδεκτο ή προκλητικό τρόπο(;): «πώς την είδες και ζητάς απ’ τον άνθρωπο να φύγει στα καλά καθούμενα;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το δηλαδή ή το καλά. Συνών. πώς την άκουσες(;)·
- πώς την είδες τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- σαν δεις καράβι στο βουνό, μουνί είν’ η αιτία, βλ. λ. καράβι·
- στ’  όνειρό σου το είδες; βλ. λ. όνειρο·
- στάσου και θα δεις, βλ. λ. στέκομαι·
- στάσου να δεις, βλ. λ. στέκομαι·
- τα είδα όλα, α. έχω αμέτρητες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που είμαι τα είδα όλα». β. (στη νεοαργκό) ευχαριστήθηκα πάρα πολύ, ήρθα σε μεγάλο κέφι: «περάσαμε τόσο ωραία, φιλαράκι μου, στα μπουζούκια χτες βράδυ με την παρέα μου, που τα είδα όλα». γ. (στη νεοαργκό) ένιωσα, αισθάνθηκα οδυνηρή έκπληξη: «τον πέτυχα τη στιγμή που φιλούσε τη γυναίκα του φίλου του και τα είδα όλα, κολλητέ μου!». δ. (στη νεοαργκό) φοβήθηκα, τρόμαξα, κινδύνεψα θανάσιμα: «μόλις αντιλήφθηκα το φορτηγό να ’ρχεται κατά πάνω μου, τα είδα όλα, δικέ μου!». Από το ότι επικρατεί η εντύπωση πως, τη στιγμή που πρόκειται να πεθάνει ο άνθρωπος, περνάει μπροστά από τα μάτια του με κινηματογραφική ταχύτητα όλη του η ζωή·
- τα είδα τα χαΐρια σου! ή τα είδαμε τα χαΐρια σου! βλ. λ. χαΐρι·
- τα είδες; ή το είδες; εντέλει η εξέλιξη των πραγμάτων με επιβεβαίωσε, έγιναν ή αποδείχτηκαν όπως τα υποστήριζα, ενώ εσύ είχες διαφορετική γνώμη: «έπρεπε να σ’ ακούσω, γιατί είχες δίκιο. -Το είδες;». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να έρχεται και να ακουμπάει στο σημείο του κροτάφου, θέλοντας να υπενθυμίσουμε στο συνομιλητή μας όλα αυτά που του λέγαμε ή που υποστηρίζαμε·
- την είδα, α. (στη νεοαργκό) το αντιλήφθηκα, το εννόησα, το πήρα είδηση, κατάλαβα κάτι που μπορούσε να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που την είδα πως ήταν απατεώνας και δεν έκανα τη δουλειά μαζί του». β. (στη νεοαργκό) μου άρεσε πάρα πολύ, χάρηκα πάρα πολύ, πέρασα πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα: «πολύ την είδα στα μπουζούκια χτες βράδυ». γ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) επηρεάστηκα από το χασίσι που κάπνισα ή από τη χρήση άλλου ναρκωτικού: «μόλις τράβηξα δυο ρουφηξιές απ’ το τσιγαράκι, την είδα». Συνών. μου την έδωσε / την άκουσα (γ) / την κατάλαβα (β)·
- την είδα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- την είδα στραβά, βλ. λ. στραβός·
- την είδαμε την προκοπή σου! ή τις είδαμε τις προκοπές σου! βλ. λ. προκοπή·
- την είδαμε την προκοπή του! ή τις είδαμε τις προκοπές του! βλ. λ. προκοπή·
- την είδε ή την έχει δει, (στη νεοαργκό) θεωρεί, νομίζει, φαντάζεται πως είναι κάποιος σπουδαίος: «την έχει δει πολύ γκόμενα || την έχει δει πολύ γκόμενος || είναι στο πρώτο έτος της Ιατρικής και την έχει δει γιατρός»· 
- την είδε καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
- την είδε κάπως ή την έχει δει κάπως, βλ. λ. κάπως·
- τι άλλο θα δούμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι είδες; α. τι κατάλαβες(;): «τι είδες που ξενύχτισες στα μπουζούκια;». β. τι κέρδισες(;): «τι είδες που με κατηγόρησες στον προϊστάμενό μου;». Στην περίπτωση που η απάντηση είναι καταφατική δίνεται με το είδα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. λ. μάτι·
- το ’δα ’γω τ’ όνειρο! ή το ’χα δει ’γω τ’ όνειρο! βλ. λ. όνειρο·
- το ’δα το έργο ή το ’χω το δει το έργο, βλ. λ. έργο·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- το είδα στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- το είδα στο φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- το είδα στον καφέ, βλ. λ. καφές·
- το είδα στον ύπνο μου, βλ. λ. ύπνος·
- το είδα το χαΐρι σου! ή το είδαμε το χαΐρι σου! βλ. λ. χαΐρι·
- το είδε στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- το είδε στο φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- το είδε στον καφέ, βλ. λ. καφές·
- το έλα να δεις, βλ. λ. έλα·
- τον είδα εξ αποστάσεως, βλ. λ. απόσταση·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, βλ. λ. μάτι.

εικόνισμα

εικόνισμα, το, ουσ. [<μσν. εικόνισμα], το εικόνισμα και συνήθως στον πλ. τα εικονίσματα, το σύνολο των ιερών εικόνων στο εικονοστάσι που έχει κάθε σπίτι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έχει βάλει τα στέφανα του γάμου της στα εικονίσματα του σπιτιού της»·
- θα σε κάνω εικόνισμα, λέγεται ως πρόθεσή μας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον μια σοβαρή εκδούλευση ή ως ένδειξη απέραντης ευγνωμοσύνης σε κάποιον που μας πρόσφερε μια σπουδαία εκδούλευση ή που μας έβγαλε από κάποια πολύ δύσκολη θέση. Από το ότι τα εικονίσματα δέχονται τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου·
- τον έκανα εικόνισμα, του έδειξα απεριόριστη ευγνωμοσύνη για κάτι καλό που μου έκανε: «απ’ τη μέρα που με βοήθησε να πάει καλά η δουλειά μου, τον έκανα εικόνισμα αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. τον έκανα Παναγία, λ. Παναγία·
- τον έχω εικόνισμα, τον πιστεύω, τον εκτιμώ, τον υπολογίζω, τον θαυμάζω, τον σέβομαι απεριόριστα: «απ’ τη μέρα που με βοήθησε αυτός ο άνθρωπος, τον έχω εικόνισμα».

είπα

είπα, ρ. [αόρ. του ρ. λέγω], είπα. 1. σκέφτηκα, αποφάσισα. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω // κάτω στον Πειραιά, στο μουράγιο, είπα να σκοτωθώμα τον άγιο). 2. στην προστακτ. πες, υπόθεσε. (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα πες πως πέρασε, χάδια και φιλιά σε κέρασε). 3. ως επιφών. είπα! τραγουδιστικό επιφών. της Μαρίκας Νίνου· βλ. και λ. λέω. (Ακολουθούν 251 φρ.)·
- άκου να σου πω! ή άκουσε να σου πω! βλ. λ. ακούω·
- άλλο να σου πω κι άλλο να ακούσεις, βλ. λ. άλλος·
- απ’ το πες πες, βλ. φρ. απ’ το λέγε λέγε, λ. λέω·
- απόψε θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- αρκεί που το ’πες, βλ. λ. αρκεί·
- ας πει ό,τι θέλει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- ας πούμε, α. ας υποθέσουμε: «ας πούμε πως έρχεται αυτή τη στιγμή και σου ζητάει εξηγήσεις ο αδερφός της γκόμενάς σου. Τι θα κάνεις;». β. λέγεται στην περίπτωση που προτείνουμε κάτι σε κάποιον: «πού να τρέχουμε βραδιάτικα; -Ας πούμε στα μπουζούκια». γ. παραδείγματος χάρη: «παίρνουμε τρία ποτά και τα αναμειγνύουμε, ας πούμε, ούζο, ουίσκι και βότκα. Ξέρετε τι θα προκύψει; Χειροβομβίδα!». δ. επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά από κάποιον σε μια διήγησή του: «όπως ερχόμουν, ήρθα ας πούμε φάτσα κάρτα με τον ανταγωνιστή μου και ας πούμε συμφωνήσαμε να πουλάμε στην ίδια τιμή τα εμπορεύματά μας, γιατί ας πούμε συμφέρει και στους δυο μας»·
- ας πούμε πως… ή ας πούμε ότι…, βλ. φρ. πες πως(…)·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, βλ. λ. πλένω·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, έκφραση που λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί για κάποιο ατόπημά του ή για να μας πείσει για κάτι, που θα αποβεί προς όφελός του: «εμένα μη μου λες πως άργησες, επειδή είχε πολλή κίνηση στο δρόμο, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, όταν αργούσαν στη δουλειά τους || είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω όλα όσα μ’ αραδιάζεις για επιτυχίες και κέρδη, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, που ήθελαν μα με βάλουν στο χέρι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·
- αυτό θα πει ατυχία! βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη! βλ. λ. τύχη·
- αυτό να μου πεις! βλ. λ. αυτός·
- γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
- για να πούμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- για να πω τη μαύρη αλήθεια ή για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αλήθεια ή για να πούμε την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- για να πω την καθαρή αλήθεια ή για να πούμε την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πάσα αλήθεια ή για να πούμε την πάσα αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πικρή αλήθεια ή για να πούμε την πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να σου πω! απειλητική έκφραση σε ενοχλητικό άτομο: «για να σου πω, δε σταματάς, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Το για τονισμένο. Συνών. για να δεις(!)·
- δε θα πει τίποτα! βλ. φρ. δε λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε θα πεις λέξη, βλ. λ. λέξη· 
- δε μας τα ’πες αυτά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας στην πρόταση κάποιου η οποία κλείνει μια συζήτηση που, ανάλογα, τη θεωρούμε συμφέρουσα, εποικοδομητική ή απαράδεκτη: «μόλις τελειώσει η δουλειά, ο καθένας απ’ τους εργάτες θα πάρει πριμ κι από ένα σεβαστό ποσό. -Δε μας τα ’πες αυτά! || μόλις τελειώσει η δουλειά, όλοι οι εργάτες θ’ απολυθούν. -Δε μας τα ’πες αυτά!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
- δε σ’ είπαμε και καμπούρη! βλ. λ. καμπούρης·
- δε χρειάζεται να πω πως… ή δε χρειάζεται να πω ότι…, βλ. λ. χρειάζομαι·
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα σε κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο σε κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεν είπα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε αχ ή δεν πρόλαβε να πει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν είπε γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν είπε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
- δεν είπες να…, δε θέλησες, δεν αποφάσισες: «δεν είπες να περάσεις μια φορά απ’ το γραφείο μου, να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες
- δεν μπορώ να πω, βλ. λ. δε λέω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει…, α. έχει άγνοια για κάτι, δεν έχει εμπειρία αναφορικά με κάτι, στερείται τη σημασία του: «είναι τόσο αγράμματος, που δεν ξέρει τι θα πει βιβλίο || ζει απομονωμένος σ’ ένα καλύβι και δεν ξέρει τι θα πει ηλεκτρισμός || όποιος δεν πόνεσε όσο πόνεσα εγώ, δεν ξέρει τι πάει να πει πόνος». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που δε γνώριζε την πραγματική αξία που είχε κάποιος ή κάτι: «ήρθε να με δείρει ο τάδε, αλλά δεν ήξερε τι θα πει άντρας με καρδιά || ήθελε να κάνουμε μια κόντρα με τ’ αυτοκίνητά μας, αλλά δεν ήξερε τι πάει να πει Πόρσε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες, Μπενίτο μου, το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα 
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρω τι να πω! αδυνατώ να εκφέρω γνώμη, αδυνατώ να πω το παραμικρό για κάτι που μου αναφέρουν, και που με εκπλήσσει αρνητικά: «έπιασαν το γιο του τάδε με ναρκωτικά. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί είχα την εντύπωση πως αυτό το παιδί ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά || ο τάδε με την τάδε χώρισαν. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί αυτοί ήταν τόσο ερωτευμένοι!»· 
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- εδώ θα τα πούμε όλα, επιθετική ή προκλητική έκφραση σε κάποιον για ξεκαθάρισμα της στάσης ή της θέσης μας πάνω σε κάποιο θέμα με τη διεξοδική συζήτηση που θα ακολουθήσει: «δε θέλω υπεκφυγές και μασημένα λόγια, γιατί, μια και βρεθήκαμε, εδώ θα τα πούμε όλα»·
- είπα και ελάλησα, μίλησα κατηγορηματικά: «είπα και ελάλησα και δε θέλω αντιρρήσεις». (Λαϊκό τραγούδι: και το δικό μου το κρασί σταλιά νερό δεν παίρνει· το είπα και το λάλησα: ό,τι απαιτώ θα γένει!
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, βλ. λ. αμαρτία·
- είπα κι εγώ! α. έκφραση που επιβεβαιώνει θετικά ή αρνητικά την υποψία μας για την απόφαση κάποιου να έρθει να μας συναντήσει: «ήρθα να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μη μου τα έφερνες) || ήρθα να σου πω, πως δεν έχω να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μου τα επιστρέψεις)». β. έκφραση που επικροτεί την απόφαση του συνομιλητή μας να πράξει σύμφωνα με την κοινή λογική: «μπορεί να μ’ έριξε στη δουλειά, αλλά, επειδή είναι αδερφός μου, δε θα του κάνω μήνυση. -Είπα κι εγώ!». γ. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως ποτέ δεν ήταν δυνατό να συμβεί αυτό που μας αναφέρεται, γιατί είναι ανάρμοστο, αταίριαστο, απαράδεκτο: «κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει τον πατέρα του, αλλά την τελευταία στιγμή συνήλθε και το κατέβασε ντροπιασμένος. -Είπα κι εγώ!», δηλ. αν ήταν ποτέ δυνατό να χτυπήσει τον πατέρα του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι·
- είπα, ξείπα, αναιρώ όσα είπα ή όσα υποσχέθηκα: «μου είχες υποσχεθεί πως θα μου ’δινες εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα. -Είπα, ξείπα»·
- είπα ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- είπα την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λέξεις παραπάνω, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είπε τη μαγική λέξη, βλ. λ. λέξη·
- είπες τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- έλα να σου πω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- ένα λόγο είπα, βλ. λ. λόγος·
- έννοια σου και θα τα πούμε! βλ. λ. έννοια1·
- έτσι σου είπαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έχω να πω (κάτι), α. (για πνευματικούς δημιουργούς) λέγεται στην περίπτωση που έχω σημαντικά πράγματα να εκφράσω: «δε θα τον δεις να βγαίνει κάθε τόσο στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά, όταν έχει να πει κάτι, γράφει ένα βιβλίο || όταν έχει να πει κάτι αυτός ο ζωγράφος, κάνει μια έκθεση ζωγραφικής». β. λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε ή να εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι: «δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι για το άτομό του, αν όμως ρωτήσεις εμένα, έχω να πω ότι είναι καλός άνθρωπος»·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- θα πει, σημαίνει, δηλώνει: «αυτό που σου λέω θα πει πως δε θα κάνουμε μαζί τη δουλειά, κατάλαβες;». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκας θα πει κιμπάρης, μάγκας θα πει σωστός μποέμης και ντερβίσης και πάντα κοσμικός, μποέμης και ντερβίσης και Θεσσαλονικιός)· βλ. και φρ. τι θα πει·
- θα πεις κι ένα τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, βλ. λ. δραχμή·
- θα πούμε το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, βλ. λ. ψωμί·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σου πω δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- θα σου πω δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- θα τα πούμε, α. (απειλητικά) θα έρθει ο καιρός που θα δώσουμε τις απαραίτητες εξηγήσεις, που θα εξηγηθούμε, που θα λογαριαστούμε: «τώρα που με βρήκες στις δυσκολίες μου, μου κάνεις το μάγκα, αλλά θα τα πούμε». β. θα μαλώσουμε, θα έρθουμε στα χέρια: «όποτε θέλεις, είμαι στη διάθεσή σου και τότε θα τα πούμε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ποτέ συναντηθούμε, τότε θα τα ξαναπούμε, τότε θα λογαριαστούμε, τότε οι δυο μας θα τα πούμε). Πολλές φορές, ακολουθεί το ένα χεράκι·
- θα το πει το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα του το πούμε κι άμα θέλει ή θα του το πω κι άμα θέλει, (ειρωνικά) αναφορά σε υποτιθέμενο πρόσωπο, από το οποίο υποτίθεται πως πρέπει να πάρουμε την άδεια, όταν μας ζητάει κάποιος οικονομική ή άλλη εξυπηρέτηση και δε θέλουμε ή δεν έχουμε σκοπό να τον εξυπηρετήσουμε: «δάνεισέ μου σε παρακαλώ εκατό χιλιάρικα. -Θα του το πούμε κι άμα θέλει». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. λ. έξω·
- θα του το πω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- θέλω να πω, βλ. λ. θέλω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- και πες πες ή κι απ’ το πες πες, βλ. φρ. και λέγε λέγε, λ. λέω·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, βλ. λ. παιδί·
- κάτι μας είπες τώρα! βλ. λ. κάτι·
- κάτι πάει να πει, βλ. λ. κάτι·
- κι όπως σου είπα ή κι όπως είπαμε, έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε στο συνομιλητή μας αυτό που του είπαμε ή του υποσχεθήκαμε προηγουμένως, με σκοπό να τον ενθαρρύνουμε: «εσύ ξεκίνα τη δουλειά, κι όπως σου είπα. Εδώ είμ’ εγώ || πήγαινε να τη ζητήσεις απ’ τον πατέρα της, κι όπως είπαμε. Θα πω τα καλύτερα λόγια για σένα»·
- μας τα ’παν άλλοι (ενν. τα κάλαντα), α. δηλώνει την άρνηση κάποιου, όταν τα παιδιά του ζητούν την άδεια να του ψάλλουν τα κάλαντα, με το στερεότυπο να τα πούμε; Η άρνηση αυτή έγκειται στο ότι άλλα παιδιά προηγουμένως του έψαλαν τα κάλαντα. β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει κάτι που δεν είμαστε διαθετειμένος να του το δώσουμε. γ. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας αναγγέλλει κάτι που μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή· βλ. και φρ. μας τα ’παν κι άλλοι·
- μας τα ’παν κι άλλοι, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας απειλεί φραστικά, με την έννοια πως και άλλοι μας απείλησαν, αλλά βρέθηκαν εκτεθειμένοι: «αν πεις ξανά κακό για μένα, θα σε σπάσω στο ξύλο. -Μας τα ’παν κι άλλοι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·  
- με το πες πες, βλ. φρ. με το λέγε λέγε, λ. λέω·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μέχρι να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- μέχρι να πεις ένα, βλ. λ. ένας·
- μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα, βλ. λ. καλημέρα·
- μέχρι να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- μέχρι να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- μέχρι να πεις τρία, βλ. λ. τρία·
- μη μου (το) πεις! έκφραση με την οποία αρνούμαστε προσωρινά σε κάποιον να μας πει κάτι που υποπτευόμαστε πως είναι κακό ή δυσάρεστο. (Τραγούδι: μη μου το πεις, οι παλιοί μας φίλοι μην το πεις για πάντα φύγαν). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι· βλ. και φρ. μη μου (το) λες! λ. λέω·
- μην πεις για να μη σου πούνε, βλ. φρ. μη λες για να μη σου λένε, λ. λέω·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις λέξη! ή να μην πεις λέξη! βλ. λ. λέξη·  
- μην πεις μιλιά! ή να μην πεις μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. λ. δεσπότης·
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. λ. πάπας·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην το πεις ούτε του παπά, βλ. λ. παπάς·
- μην το πεις πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- μην το πεις σε κανέναν, βλ. λ. κανένας·
- μια κουβέντα είπα, βλ. λ. κουβέντα·
- μόλις είπα να..., μόλις αποφάσισα, τη στιγμή που αποφάσισα να…: «μόλις είπα να σου τηλεφωνήσω, μου τηλεφώνησες εσύ»·
- μου ’πες σου ’πα, βλ. φρ. τα μου ’πες σου ’πα·
- μου το ’πε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου το ’πε ένα πουλάκι ή μου το ’πε το πουλάκι, βλ. λ.πουλάκι·
- μπορώ να πω, βλ. λ. μπορώ·
- να πούμε ή να ’ούμ’ ή να ’ούμε, έκφραση που αναφέρεται συχνά πυκνά στην κουβέντα κάποιου χωρίς λόγο, αλλά μόνο και μόνο από κακιά συνήθεια: «ήταν, να πούμε, αυτή με την αδερφή της και τη στιγμή, να πούμε, που μ’ είδε, έκανε να ’ούμ’ σαν τρελή απ’ τη χαρά της»·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο ριζάφτι, βλ. λ. παπάς·
- να τα πούμε; (ενν. τα κάλαντα), στερεότυπη έκφραση των παιδιών, όταν ζητούν την άδεια από κάποιον νοικοκύρη, νοικοκυρά ή καταστηματάρχη να του ψάλλουν τα κάλαντα·
- να του το πούμε κι άμα θέλει ή να του το πω κι άμα θέλει , βλ. φρ. θα του το πούμε κι άμα θέλει·
- ξέρω τι θα πει ή ξέρω τι πάει να πει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε την εμπειρία μας για κάτι δυσάρεστο, κακό ή επίπονο, ξέρω τι σημαίνει: «εμένα μη μου μιλάς για φτώχεια, γιατί ξέρω τι πάει να πει φτώχεια || εμένα μη μου μιλάς για κούραση, γιατί στις οικοδομές που δουλεύω ξέρω τι θα πει κούραση»·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός· 
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- όπως σου είπα, βλ. λ. όπως·
- όσο να πεις, βλ. λ. όσος·
- ό,τι θέλει ας πει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να σου πω είναι ψέμα ή ό,τι και να σου πω θα είναι ψέμα, βλ. λ.ψέμα·
- ό,τι και να του πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ αφεντικό! βλ. λ. αφεντικό·
- ούτε αχ δε θα πω, βλ. λ. ούτε·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει, βλ. λ. πάπας·
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. λ. παπάς·
- παρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πες αλεύρι! βλ. λ. αλεύρι·
- πες για τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες μας κι άλλα γούμενε, βλ. λ. γούμενος·
- πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- πες ο ένας, πες ο άλλος, (ιδίως με αρνητική διάθεση) κατά τη διάρκεια της κουβέντας, με σταδιακή ανταλλαγή λόγων: «πες ο ένας, πες ο άλλος σε λίγο ήρθε η στιγμή που πιάστηκαν στα χέρια». Πρβλ.: κάτι μου ’πε, κάτι είπα το αγόρι μου κι εγώ, κάναμε καβγά μεγάλο, φτάσαμε στο χωρισμό! (Λαϊκό τραγούδι)·
- πες ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- πες πως… ή πες ότι…, υπόθεσε ή πάρ’ το ως δεδομένο: «πες πως έρχεται τώρα αυτός που σε κυνηγάει, τι θα κάνεις; || πες ότι σου πέφτει το λαχείο, τι θα κάνεις;»·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- πες τα (ενν. τα κάλαντα), θετική απάντηση σε παιδί που με τη φρ. να τα πούμε; μας ζητάει την άδεια να μας πει τα κάλαντα· 
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες τα χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το! προτροπή σε κάποιον που βλέπουμε πως διστάζει να μας πει αυτό που θέλει·
- πες το καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- πες το κι έγινε, έκφραση που δηλώνει πως είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε αμέσως  την επιθυμία κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: πες το κι έγινε, πες το κι έγινε μωρό μου
- πες το με δικά σου λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες το χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το ψέμα! ή πες το ψέματα! βλ. λ. ψέμα·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του δυο λέξεις! βλ. λ. λέξη·
- πες του δυο λόγια! βλ. λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του καμιά λέξη! βλ. λ. λέξη·
- πες του κανένα λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες του χαιρετίσματα, βλ. λ. χαιρετίσματα·
- ποιος το ’πε; δηλώνει έντονη ή ειρωνική άρνηση να συμμορφωθούμε προς τις υποδείξεις κάποιου: «απαγορεύεται να μπεις μέσα. -Ποιος το ’πε;»·
- πόσες φορές σου το ’πα! βλ. λ. φορά·
- πώς είπατε; ή πώς είπες; βλ. λ. πώς·
- σ’ είπαμε γριά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σ’ είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σαν πολλά μας τα ’πες! ή σαν πολλά μου τα ’πες! βλ. λ. πολύς·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στάσου να σου πω, βλ. λ. στέκομαι·
- στο ’πα, σε προειδοποίησα. (Δημοτικό τραγούδι: στο ’πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς
- συ είπας, ειρωνική έκφραση, με την οποία επιβεβαιώνουμε τα λόγια του συνομιλητή μας, μόνο και μόνο για να τον μειώσουμε: «πιστεύεις πως εγώ έκλεψα τον αναπτήρα σου; -Συ είπας». Απάντηση που έδωσε ο Χριστός στον Ιούδα, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, όταν τον ρώτησε αν ήταν αυτός που θα τον παρέδιδε στους διώκτες του, καθώς και στον Καϊάφα, όταν τον ρώτησε αν ήταν ο Υιός του Θεού. Πρβλ: ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι, ραββί; λέγει αὐτῷ· σύ εἶπας (Ματθ. κς΄ 25) || σύ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ εἶπας (Ματθ. κς΄ 64)·
- τα είπαμε, κουβεντιάσαμε το επίμαχο θέμα: «αφού τα είπαμε, γιατί επανέρχεσαι στα ίδια;». (Λαϊκό τραγούδι: χτύπα με φίλε, χτύπα με, πάρε μαχαίρι, τρύπα με, είμαι τρελή, τα είπαμε, χτύπα και ξαναχτύπα με
- τα είπαμε απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- τα μου ’πες σου ’πα, οι συνεχείς υπεκφυγές, οι δικαιολογίες, οι συνεχείς υπαναχωρήσεις: «θέλω ν’ αφήσεις τα μου ’πες σου ’πα και να μου μιλήσεις καθαρά και ξάστερα || άσε τα μου ’πες σου ’πα και πες μου πότε θα μου φέρεις τα λεφτά που μου χρωστάς». (Λαϊκό τραγούδι: σε βαρέθηκα και σπάσε και τα μου ’πες σου ’πα άσε, όλο θα και θα και θα, σπάσε βρε παραμυθά
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- τα ’πε νεράκι, βλ. λ. νεράκι·
- τα ’πε νερό, βλ. λ. νερό·
- τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- τα σου ’πα μου ’πες, α. οι δικαιολογίες, οι υπεκφυγές: «άσε τα σου ’πα μου ’πες και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». β. οι συνεννοήσεις ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «νομίζω πως δε συμφώνησαν, γιατί είναι ακόμα στα σου ’πα μου ’πες»·
- την είπε! (ενν. την ανοησία του, την κοτσάνα του), βλ. φρ. την πέταξε! λ. πετώ·
- τι είπαμε! έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε σε κάποιον, τη στιγμή που ετοιμάζεται να ενεργήσει αντίθετα με την υπόδειξη ή τη συμβουλή μας που προηγήθηκε, πως υποσχέθηκε ότι θα την τηρήσει· βλ. και φρ. τι λέγαμε! λ. λέω·
- τι είπε; δηλώνει έκπληξη ή δυσφορία για αυτά που είπε κάποιος αναφορικά με μας: «είπε πως του χρωστάς ένα εκατομμύριο. -Τι είπε; || είπε πως άμα σε συναντήσει θα σε σπάσει στο ξύλο. -Τι είπε;»·
- τι είπε τώρα! δηλώνει κατάπληξη στα λεγόμενα κάποιου: «αν θες να μάθεις, ο τάδε χώρισε. -Τι είπε τώρα! Αυτός μόλις προχτές παντρεύτηκε!». Ο ομιλών στρέφει το βλέμμα του σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που βρίσκεται ο συνομιλητής του, σαν να απευθύνεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο·  
- τι ήθελα και το ’πα; βλ. λ. θέλω·
- τι θα πει, α. τι σημαίνει, ποια είναι η ερμηνεία του: «τι θα πει λιμοκοντόρος;». β. δηλώνει αντίρρηση ή αποδοκιμασία: «τι θα πει έφυγες επειδή έφυγαν κι οι άλλοι!». γ. δεν έχει την παραμικρή σημασία, δε σημαίνει τίποτε: «τι θα πει πως είναι φτωχός! Έχει κι αυτός δικαιώματα στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: τι θα πει που είμαι πενηντάρης, λίγα θα δώσεις πολλά θα πάρεις)· βλ. και φρ. θα πει·
- τι θες να πεις, βλ. λ. θέλω·
- τι να πει! έκφραση ειρωνείας σε άτομο που, παρ’ όλες τις κατηγορίες που εκτοξεύουμε εναντίον του, δεν μπορεί να βρει καμιά δικαιολογία για να υπερασπίσει τον εαυτό του: «είναι ξενύχτης, μέθυσος, χαρτοπαίχτης, παραμελεί το σπίτι του, αλλά και άλλα τόσα να του καταμαρτυρήσω, τι να πει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τι να πεις! έκφραση αδιαφορίας για κάτι δυσάρεστο, που επαναλαμβάνεται συχνά: «δυο αδέρφια είναι κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μαλώνουν σαν τα κοπρόσκυλα. -Τι να πεις!»·
- τι να πούμε τι! βλ. συνηθέστ. τι να λέμε τώρα! λ. λέω. (Λαϊκό τραγούδι: τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε
- τι να πω; α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν έχουμε καμιά δικαιολογία για κάποια άδικη, παράλογη ή παράνομη πράξη μας: «γιατί χτύπησες μικρό παιδί, ρε; -Τι να πω; || γιατί έβρισες γέρο άνθρωπο; -Τι να πω; || γιατί έφυγες χωρίς άδεια απ’ τη δουλειά σου; -Τι να πω;». (Λαϊκό τραγούδι: στο πατρικό το σπίτι μου θέλω για να γυρίσω· με τι κουράγιο όμως να μπω και στους δικούς μου τι να πω, πώς να τους αντικρίσω;). β. λέγεται και στην περίπτωση που δεν μπορούμε να εκφράσουμε με σιγουριά, με βεβαιότητα μια γνώμη για κάποιον ή για κάτι: «ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Τι να πω; || μπορείς να με διαφωτίσεις σχετικά με τις προδιαγραφές του τάδε αυτοκινήτου; -Τι να πω;»· 
- τι να πω και τι ν’ αφήσω! δηλώνει έντονη πίκρα και απογοήτευση για τις πολλές και δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει κάποιος στη ζωή του και που δεν ξέρει ποια να αναφέρει για να παραπονεθεί: «πέρασες πολλές δυσκολίες στη ζωή σου; -Τι να πω και τι ν’ αφήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: τι να πω και τι ν’ αφήσω,ποια φωτιά να πρωτοσβήσω
- τι να σου πω τώρα! α. έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας για την παράλογη συμπεριφορά, ιδίως απαίτηση κάποιου. β. έκφραση αγανάκτησης ή αποδοκιμασίας σε άτομο που ενήργησε λανθασμένα, που ενήργησε διαφορετικά από ό,τι του υποδείξαμε, ή που επιμένει σε κάτι που είναι λανθασμένο·
- τι πάει να πει, βλ. φρ. τι παναπεί, λ. παναπεί·
- το είπε έτσι, βλ. λ. έτσι·
- το ’πε και το ’κανε, πραγματοποίησε την επιθυμία που είχε εκφράσει ή την απειλή, που είχε εκτοξεύσει εναντίον κάποιου: «ήθελε ν’ αγοράσει το πιο καλό αυτοκίνητο μέσ’ στην πόλη· ε, το ’πε και το ’κανε || είχε υποσχεθεί πως, όπου τον δει θα τον δείρει και το ’πε και το ’κανε γιατί, μόλις τον συνάντησε, τον έσπασε στο ξύλο»·
- το ’πε νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το ’πε νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το ’πε το ποίημα, βλ. λ. ποίημα· 
- τον (την) είπαν (ακολουθεί κάποιο όνομα), τον (την) βάφτισαν, τον (την) ονόμασαν: «την προηγούμενη Κυριακή βάφτισε το γιο του και τον είπαν Αλέξανδρο». Συνών. τον (την) έβγαλαν·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, βλ. λ. χρόνος·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του τα ’πα μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα κατάμουτρα, βλ. λ. κατάμουτρα·
- του τα ’πα μαζεμένα, βλ. λ. μαζεμένος·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φόρα παρτίδα, βλ. λ. φόρα2·
- του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- του τα ’πα χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- ώσπου να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- ώσπου να πεις ένα, βλ. λ. ένα·
- ώσπου να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- ώσπου να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- ώσπου να πεις τρία, βλ. λ. τρία.

ένεση

ένεση, η κ. ενέσα, η ουσ. [<αρχ. ἔνεσις], η ένεση· η έγχυση ναρκωτικού υγρού στη φλέβα από τοξικομανή και αυτή η ίδια η σύριγγα που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό: «κάθε μέρα χρειάζεται την ένεσή του για να είναι ήρεμος»·
- βάλ’ του μια ένεση, ειρωνική ή απειλητική προτροπή σε άτομο να ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο για να σταματήσει κάποιος να παραφέρεται ή να δημιουργεί προβλήματα: «βάλ’ του μια ένεση, ρε παιδάκι μου, να ησυχάσουμε!». Από την εικόνα του τοξικομανή που, όταν πάρει το ναρκωτικό με ενδοφλέβια ένεση, ναρκώνεται και ηρεμεί·
- βαράει ενέσεις, α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι τοξικομανής, κάνει χρήση ναρκωτικού με ενδοφλέβια ένεση: «απ’ τη μέρα που άρχισε να βαράει ενέσεις, όλοι οι φίλοι του τον έκαναν πέρα». β. (γενικά) είναι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης: «μην τον ενοχλείς διόλου, γιατί τον τελευταίο καιρό βαράει ενέσεις». Από την εικόνα του τοξικομανή που, όταν βρίσκεται σε κρίση, κάνει ένεση με ναρκωτικό για να ηρεμήσει·
- δεν πάω ούτε με ενέσεις, (στη νεοαργκό) σε καμιά περίπτωση, με κανέναν τρόπο: «ακόμα και να με παρακαλέσει, δεν πάω ούτε με ενέσεις να τον δω». Από το ότι όταν κάποιος τοξικομανής κάνει την ένεσή του, όσο βρίσκεται υπό την επήρεια του ναρκωτικού, είναι άβουλο όργανο του οποιουδήποτε. Συνών. δεν πάω ούτε με σφαίρες·
- δεν τον πάω ούτε με ενέσεις, (στη νεοαργκό) μου είναι πάρα πολύ αντιπαθητικός: «αν έρθει μαζί σας κι ο τάδε, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί δεν τον πάω ούτε με ενέσεις». Συνών. δεν τον πάω ούτε με σφαίρες·
- θα σου βάλω ένεση, (ειρωνικά ή απειλητικά) θα σε τιμωρήσω: «αν δεν κάτσεις καλά, θα σου βάλω ένεση». Από το ότι με αυτόν τον τρόπο φοβέριζαν παλιότερα τα μικρά παιδιά, όταν ατακτούσαν, υπενθυμίζοντάς τους τον πόνο της ένεσης·
- θα σου πατήσω ένεση, βλ. φρ. θα σου βάλω ένεση·
- ούτε με ενέσεις, (στη νεοαργκό) σε καμιά περίπτωση, με κανέναν τρόπο: «δηλαδή, δε θα πας να τον δεις στο νοσοκομείο; -Ούτε με ενέσεις». Συνών. ούτε με σφαίρες·
- πάτα του μια ένεση, βλ. φρ. βάλ’ του μια ένεση·
- τονωτική ένεση, βοήθεια, ενθάρρυνση ή ενίσχυση (ψυχική, ψυχολογική ή οικονομική): «η συμπαράστασή σου και τα καλά σου λόγια, ήταν για μένα τονωτική ένεση || τα χρήματα που μου ’δωσες ήταν τονωτική ένεση για μένα || θέλει μια τονωτική ένεση αυτός ο άνθρωπος για να πάει μπροστά στη δουλειά του»·
- χρειάζεται ένεση, α. ειρωνική παρατήρηση για άτομο που παραφέρεται ή που δημιουργεί προβλήματα: «ωχ, πάλι ένεση χρειάζεται ο τάδε». Από το ότι, όταν ο τοξικομανής είναι σε κρίση, χρειάζεται να πάρει τη δόση του για να ηρεμήσει. β. κάποιος ή κάτι έχει ανάγκη από εξωτερική παρέμβαση για να λειτουργήσει φυσιολογικά: «πρέπει να του συμπαρασταθούμε όλοι, γιατί χρειάζεται ένεση το παιδί για να πάει μπροστά || για να μπορέσει να ορθοποδήσει η επιχείρησή σου, χρειάζεται μια γερή ένεση, γι’ αυτό πρέπει να βρεθούν νέα κεφάλαια». Από το ότι μια ένεση για θεραπευτικούς λόγους τονώνει τον οργανισμό·
- χτυπάει ενέσεις, βλ. φρ. βαράει ενέσεις.

εξορία

εξορία, η, ουσ. [<μτγν. ἐξορία], η εξορία· τόπος μακρινός και ανεπιθύμητος: «πώς αντέχεις να μένεις σ’ αυτή την εξορία μακριά απ’ την πόλη;». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος γυρίζω μέσα στους ξένους στην εξορία την πικρή, στο ξένο χώμα θα τελειώσει η ρημαγμένη μου ζωή
- η εξορία του Αδάμ, πολύ απομακρυσμένος τόπος, ερημότοπος: «πώς ήρθες εδώ στην εξορία του Αδάμ να χτίσεις σπίτι;». Αναφορά στην εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο ·
- θα σε στείλω εξορία στον Έβρο, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, ιδίως σε δημόσιο υπάλληλο ή στρατιωτικό, πως θα τον μεταθέσω σε πολύ απομακρυσμένο τόπο: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω εξορία στον Έβρο». Από το ότι ο νομός του Έβρου σε σχέση με το κέντρο είναι από τα πιο απομακρυσμένα σημεία της ελληνικής επικράτειας και θεωρείται τόπος δυσμενούς μετάθεσης·
- μένει στην εξορία του Αδάμ, μένει σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν τον επισκεπτόμαστε συχνά οι φίλοι του, γιατί μένει στην εξορία του Αδάμ»·
- πήγε στην εξορία του Αδάμ, πήγε σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «απογοητευμένος από τους ανθρώπους, έφυγε απ’ την πόλη και πήγε στην εξορία του Αδάμ για να μη βλέπει κανέναν»·
- τον έστειλαν στην εξορία του Αδάμ, (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) τον μετέθεσαν σε πολύ απομακρυσμένο τόπο, σε σχέση με κάποιο κέντρο: «κάποιος που ήθελε να τον εκδικηθεί, ενήργησε κατάλληλα κι απ’ τη Θεσσαλονίκη τον έστειλαν στην εξορία του Αδάμ».

έξω

έξω κ. όξω, επίρρ. [<αρχ. ἔξω], έξω. 1α. που βρίσκεται εκτός του χώρου που θεωρούμε ως σημείο αναφοράς, που τοποθετείται σε άλλο εξωτερικό σημείο: «για κοίτα έξω απ’ το παράθυρο, ποιος είναι αυτός που φωνάζει; || το βράδυ θα φάμε με τη γυναίκα μου έξω || πού θα πάτε εκδρομή; -Δεν ξέρω, κάπου έξω». β. μακριά: «έξω απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2. (γενικά) η ξένη χώρα, το εξωτερικό: «σπουδάζει έξω». Θυμηθείτε τη φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή: έξω πάμε καλά. 3. ως πρόθ., εκτός, χώρια: «όλοι ήρθαν στο πάρτι έξω από σένα». 4.με άρθρ. ουδ. στον εν. το έξω, ο χώρος έξω από το σπίτι σε σχέση με το εσωτερικό του σπιτιού: «δε λέει να συμμαζευτεί νωρίς στο σπίτι, γιατί δεν μπορεί να το χορτάσει αυτό το έξω». 5. με άρθρ. αρσ. στον πλ. οι έξω, αυτοί που βρίσκονται εκτός ενός χώρου: «οι έξω φωνάζουν, γιατί θέλουν να μπουν κι αυτοί μέσα». 6. με άρθρ. ουδ. στον πλ. τα έξω, οι εξωτερικές δουλειές: «έχω πάρει έναν πιτσιρικά για τα έξω του γραφείου»· βλ. και φρ. απέξω. (Ακολουθούν 99 φρ.)·
- αν δεν πέφτω έξω, αν κρίνω σωστά, αν δεν κάνω λάθος: «θα πρέπει να υπηρετούσαμε μαζί στο ναυτικό αν δεν πέφτω έξω || αν δεν πέφτω έξω, θα πρέπει να είναι πολύ ακριβός αυτός ο πίνακας», Συνών. αν δε γελιέμαι·
- απ’ έξω, α. εξωτερικά: «απ’ έξω φαίνεται καλό σπίτι, αλλά δεν ξέρουμε πώς είναι από μέσα». β. λέγεται για οτιδήποτε κατέχουμε πολύ καλά ή είμαστε άριστοι γνώστες του: «τ’ αποτελέσματα των αγώνων τα ξέρει απ’ έξω, για ρώτα τον όμως τίποτε άλλο, να δεις τι κοτσάνες θα σου αμολήσει! || όλους τους τραγουδιστές τους ξέρει απ’ έξω». Συνήθως της φρ. ακολουθεί το κι ανακατωτά (βλ. λ.)·
- απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, βλ. λ. κατσίβελος·
- απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- από μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; βλ. λ. κοιμάμαι·
- βγάζω έξω, βλ. φρ. στέλνω έξω· βλ. και φρ. τον βγάζω έξω·
- βγαίνω έξω, βγαίνω έξω από το σπίτι με σκοπό την αναψυχή ή για να πάω να διασκεδάσω: «κάθε Σάββατο βράδυ βγαίνω έξω με την οικογένειά μου»·
- βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μου, (σου, του κ.λπ.), βλ. λ. πόρτα·
- γίνομαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- γυρίζω το μέσα έξω (για ρούχα), βλ. λ. μέσα·
- δοκάρι κι έξω (ενν. πάει η μπάλα), βλ. λ. δοκάρι·
- είμαι απ’ έξω, βλ. φρ. είμαι απέξω, λ. απέξω·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. λ. νερό·
- είμαι έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- είναι έξω απ’ την πόρτα μου, (σου, του, κ.λπ.), βλ. λ. πόρτα· 
- είναι έξω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- έμαθε το μάθημα απ’ έξω, βλ. λ. μάθημα·
- έμαθε το ποίημα απ’ έξω, βλ. λ. ποίημα·
- έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
- έξω από δω! (ενν. από αυτό το χώρο που βρισκόμαστε) ή έξω από μας! (ενν. που είμαστε τώρα συγκεντρωμένοι εδώ), ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του κι έγινε στάχτη, έξω από δω || κόλλησε μια πολύ σπάνια αρρώστια, έξω από μας». Συνών. μακριά από δω! // μακριά από μας! // Θεός φυλάξοι!·
- έξω από κάθε αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- έξω από μας, βλ. φρ. μακριά από μας, λ. μακριά·
- έξω έξω, στο χείλος, εντελώς στην άκρη: «τ’ άφησε έξω έξω στο παράθυρό του και με το πρώτο αεράκι έπεσε στο δρόμο»·
- έξω κάνει φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- έξω ντέρτια! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω ντέρτια και καημοί! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω φτώχεια! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω φτώχεια και καημοί! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω τα καλοκαίρια, βλ. λ. καλοκαίρι·
- έπεσαν έξω τα καράβια σου; ή έπεσαν τα καράβια σου έξω; βλ. λ. καράβι·
- έπεσε έξω, απέτυχε στη δουλειά του, χρεοκόπησε: «μπλέχτηκε με μια δουλειά που δεν την ήξερε κι έπεσε έξω»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή έπεσε η δουλειά έξω, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω το καράβι ή έπεσε το καράβι έξω, βλ. λ. καράβι·
- έρχομαι απ’ έξω, βλ. λ. απέξω·
- ζω έξω, είμαι κάτοικος εξωτερικού: «το καλοκαίρι έρχομαι στην Ελλάδα για διακοπές κι όλο τον υπόλοιπο χρόνο ζω έξω»·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. φρ. θα του το πω απέξω απέξω, λ. απέξω·
- θα του το φέρω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. φρ. θα του το φέρω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- κλειδώθηκα έξω, βλ. φρ. κλείστηκα έξω·
- κλείστηκα έξω, δεν πήρα φεύγοντας από το σπίτι μου τα κλειδιά της εξώπορτας ή τα έχασα κάπου και δεν μπορώ να μπω μέσα: «έχασα τα κλειδιά μου και κλείστηκα έξω, γι’ αυτό ειδοποίησα έναν κλειδαρά να ’ρθει να μου ανοίξει την πόρτα»·
- μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό, βλ. λ. χορός·
- μ’ έβγαλε έξω, βλ. φρ. με πέταξε έξω·
- μ’ έριξε έξω, ήταν υπεύθυνος για την οικονομική μου αποτυχία: «μ’ έριξε έξω με τις απίθανες συμβουλές του». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ δεν σακουλεύτηκα, σα μάγκας, να προσέξω, πως είσαι παραδόπιστη και θα με ρίξεις έξω)· 
- μαθαίνω απ’ έξω (κάτι), αποστηθίζω: «μαθαίνω απ’ έξω το μάθημά μου || έμαθα απ’ έξω το ποίημα || έμαθε απ’ έξω αυτά που του πρότειναν να καταθέσει στο δικαστήριο»·
- με πέταξε έξω, α. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν κατάφερα να τη χειριστώ κατάλληλα και με χρεοκόπησε: «δεν την ήξερα καλά τη δουλειά και με πέταξε έξω». β. (για στροφές ή αυτοκίνητα) με έβγαλε από την κανονική πορεία μου, με έβγαλε από το δρόμο: «ήταν τόσο κλειστή η στροφή, που με πέταξε έξω || πάτησα απότομα δυνατό φρένο και με πέταξε έξω»·
- μένω έξω, βλ. φρ. ζω έξω·
- μένω έξω απ’ το χορό, βλ. λ. χορός·
 μέσα έξω, βλ. λ. μέσα·
- μια κι έξω, α. με την πρώτη φορά, με την πρώτη προσπάθεια: «μ’ αρέσει να συνεργάζομαι μαζί του, γιατί του λες μια κουβέντα και την πιάνει μια κι έξω». β. για πρώτη και τελευταία φορά, οριστικά: «στο λέω μια κι έξω, αν δεν είσαι εντάξει, μην ξανάρθεις αύριο στη δουλειά». γ. (για παιχνίδια ή άλλες αθλητικές αναμετρήσεις) σε μια και μοναδική αναμέτρηση από την οποία αναδεικνύεται και ο νικητής: «παίξαμε ένα τάβλι μια κι έξω και με νίκησε || η ποδοσφαιρική συνάντηση της Κυριακής για το κύπελλο είναι μια κι έξω για τις δυο ομάδες»· βλ. και φρ. μια και καλή, λ. καλός·
- μιλώ έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. μάτι·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου πέταξε βυζί έξω, βλ. λ. βυζί·
- μου πέταξε μπούτι έξω, βλ. λ. μπούτι·
- να πας στον έξω από δω! βλ. φρ. να πας στον εξαποδώ! λ. εξαποδώ·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω, βλ. λ. μάθημα·
- ο έξω από δω, βλ. λ. εξαποδώ·
- ο έξω ελληνισμός, οι Έλληνες που είναι διασκορπισμένοι ανά την υφήλιο: «ο έξω ελληνισμός έχει πάντα στραμμένο το βλέμμα του στη μητέρα πατρίδα»·
- ο έξω κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- πάω έξω, βλ. φρ. φεύγω έξω·
- πέφτω έξω, α. κάνω λάθος σε μια πρόβλεψη, σε έναν υπολογισμό μου, υπολογίζω λάθος κάποιον ή κάτι: «ξανοίχτηκα στη δουλειά, γιατί υπολόγιζα πως θα με βοηθήσουν οι φίλοι μου, αλλά έπεσα έξω, γιατί, όταν τους ζήτησα βοήθεια, κανείς δε με βοήθησε». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσε ήταν δικό της, σε κάθε πόνο εγώ γιατρός της, με μια γυναίκα είπα να μπλέξω κι έπεσα έξω, έπεσα έξω // για κοίταξε, βρε πλάση, και τώρα δώσε βάση, αν έχω στο κορίτσι όξω πέσει· είναι στις χίλιες πρώτη, και ρώτα και το Χιώτη· θαρρείς και το λαχείο μου ’χει πέσει). β. κάνω λάθος κινήσεις και οδηγώ μια υπόθεση, μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε άσχημο δρόμο, στην αποτυχία: «από τότε που έπεσε έξω με το νέο είδος που έριξε στην αγορά, έχει πάρει την κατηφόρα και βάζει το ένα χρέος πάνω στο άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: έπεσα έξω, έπεσα έξω και συλλογιέμαι πώς θα ξεμπλέξω). γ. (για πλοία) προσκρούω στην ακτή, ναυαγώ στην ακτή: «λόγω της σφοδρής θαλασσοταραχής, το πλοίο  έπεσε έξω»·
- πέφτω έξω στους λογαριασμούς μου, βλ. λ. λογαριασμός·
- πληρώνω μια κι έξω, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγοράζω, το πληρώνω μια κι έξω κι ησυχάζω»·
- ρίχνω έξω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω έξω το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- στέλνω έξω, εξάγω: «εδώ και χρόνια στέλνει έξω φρούτα || είναι η πρώτη χρονιά που στέλνει έξω φρούτα»·
- στέλνω έξω (κάποιον), στέλνω στο εξωτερικό κάποιον: «έστειλε έξω το γιο του να σπουδάσει»·
- τα λέω έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω, βλ. λ. μάτι·
- της (του) πέταξα τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, βλ. λ. παπούτσι·
- το ξέρω (το γνωρίζω, το ’μαθα) απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- το πήγα μια κι έξω, τελείωσα μια εργασία ή έφτασα στο τέλος μιας πορείας χωρίς να κάνω καμιά διακοπή: «άρχισα το σκάλισμα του κήπου το πρωί και λίγο πριν το μεσημέρι είχα τελειώσει, γιατί το πήρα μια κι έξω || Αθήνα Θεσσαλονίκη το ’κανα σε τέσσερις ώρες, γιατί το πήγα μια κι έξω»·
- το πήρα μια κι έξω, (για αγορά προϊόντων) το πλήρωσα τοις μετρητοίς: «αγόρασα ένα πλυντήριο και το πήρα μια κι έξω»· βλ. και φρ. το πήγα μια κι έξω·
- το ρίχνω έξω, παύω να ενδιαφέρομαι για σοβαρά πράγματα ή για τη δουλειά μου, αποβάλλω κάθε κακή σκέψη που με βασανίζει και επιδίδομαι στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο συνεργάτης του στα καλά καθούμενα από καρδιακό, πανικοβλήθηκε ο καημένος, γι’ αυτό το ’ριξε έξω και δε στενοχωριέται για τίποτα». (Τραγούδι: όταν ακούς τα ταμ τα μέσ’ στο μπαγιό να χτυπούν οι στενοχώριες σου όλες φεύγουν και περνούν. Έρως κρασί και χορός αυτά είν’ όλη η ζωή, γι’ αυτό ας το ρίξουμε έξω μέχρι το πρωί
- τον βγάζω έξω, α. του κάνω έξωση: «αυτό το μήνα τον βγάζει έξω, γιατί θα χρειαστεί το διαμέρισμα για την κόρη του που παντρεύεται». β. τον αποβάλλω, ιδίως από έναν κλειστό χώρο: «επειδή έκανε φασαρία, ο καθηγητής τον έβγαλε έξω απ’ την τάξη». γ. (γενικά) αποβάλλω κάποιον από μια ομάδα, δεν υπολογίζω στη συμμετοχή του, τον αποκλείω: «επειδή ήταν ντεφορμέ, ο προπονητής τον έβγαλε έξω απ’ την αποστολή». δ. τον αποφυλακίζω: «πότε τον έβγαλαν έξω;»·
- τον βγάζω έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- τον κάνω έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- τον ξέρω (τον γνωρίζω, τον έμαθα) απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- τον πετώ έξω, του κάνω βίαια έξωση και γενικά τον διώχνω βίαια από ένα κλειστό χώρο: «επειδή του χρωστούσε οχτώ νοίκια, τον πέταξε έξω || επειδή έκανε φασαρία, ο καθηγητής τον έπιασε απ’ τ’ αφτί και τον πέταξε έξω»·
- τον ρίχνω έξω, τον καταστρέφω οικονομικά, τον χρεοκοπώ: «ο διαχειριστής που είχε προσλάβει, βγήκε μεγάλη μάρκα και τον έριξε έξω τον άνθρωπο»·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τους βγάζω έξω, (για οικογένειες) δε δέχομαι την ανανέωση του μισθωτηρίου συμβολαίου για το σπίτι που τους νοικιάζω: «τους βγάζω έξω απ’ το διαμέρισμα, γιατί παντρεύω την κόρη μου και θα μείνει η ίδια με τον άντρα της»·
- τους πετώ έξω, (για οικογένειες) με κάποιο ένδικο μέσο διακόπτω το μισθωτήριο συμβόλαιο για το σπίτι που τους νοικιάζω: «είχαν να με πληρώσουν νοίκια πέντε μηνών, οπότε κι εγώ τους πέταξα έξω»·
- τρώω έξω, τρώω στο εστιατόριο: «επειδή είμαι εργένης τρώω έξω»·
- φεύγω έξω, πηγαίνω στο εξωτερικό: «δεν πρέπει να ξεχάσω το διαβατήριο μου, γιατί το βράδυ φεύγω έξω με τ’ αεροπλάνο»·
- φτύσ’ τα έξω; βλ. λ. φτύνω.

ζημιά

ζημιά κ. ζημία, η, ουσ. [<αρχ. ζημία], η ζημιά. 1. η υλική καταστροφή: «η Θεσσαλονίκη έπαθε μεγάλη ζημιά από τους σεισμούς του 1978 || τράκαρα τ’ αμάξι μου κι έπαθε μεγάλη ζημιά». (Λαϊκό τραγούδι: σαν μαρσάρω την Τετάρτη, μην τρομάξεις στις στροφές, είμαι χρόνια σοφεράκι, μη φοβάσαι τις ζημιές). 2. η οικονομική απώλεια, η οικονομική χασούρα: «το μήνα που μας πέρασε, είχα πεντακόσιες χιλιάδες ζημιά στο μαγαζί». 3α. το κακό, κάθε κακόβουλη ή υστερόβουλη ενέργεια, κατάσταση ή ύπαρξη, που προξενεί αρνητικά αποτελέσματα: «μεγάλη ζημιά η τσιγγουνιά || το υπονοούμενο που πέταξε στον άλλον, ήταν ζημιά για την υπόθεσή μου». (Τραγούδι: η γυναίκα είναι ζημιά,μην μπλεχτείτε με καμιά ). β. οτιδήποτε προκαλεί μεγάλο πόνο, μεγάλη οδύνη: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Πω πω ζημιά!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δε σε μισώ, μονάχα σε λυπάμαι μήπως σου τύχει στο ντουνιά καμιά ζημιά και δίπλα σου δε θα ’μαι). 4. (για πρόσωπα) ο τραυματισμός, το πλήγωμα: «του ’δωσε μια γροθιά στο πρόσωπο και του ’κανε σοβαρή ζημιά». 5. ο λογαριασμός σε ουζερί, ταβέρνα, εστιατόριο, κέντρο διασκεδάσεως ή γενικά από αγορά υλικών αγαθών: «για πες μας τώρα, πόση είναι η ζημιά για να πληρώσουμε;». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- αμάν ζημιά! βλ. φρ. πω πω ζημιά(!)·
- η ελευθερία με ζημιά είναι πολυτιμότερη από τη δουλεία με κέρδος, βλ. λ. ελευθερία·
- θα γίνει (μεγάλη) ζημιά, α. (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα επακολουθήσει (μεγάλο) κακό, (μεγάλη) καταστροφή: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα γίνει μεγάλη ζημιά». β. θα επακολουθήσει μεγάλο γλέντι, θα διασκεδάσουμε πολύ, θα γίνει μεγάλο νταβαντούρι: «έλα κι εσύ το βράδυ στο πάρτι, γιατί θα γίνει μεγάλη ζημιά»·
- θα σου κάνω (μεγάλη) ζημιά, (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα προκαλέσω (μεγάλη) καταστροφή σε βάρος σου. (Λαϊκό τραγούδι: βρε ντουνιά να σου δώσω μια να σου κάνω μεγάλη ζημιά
- κάνω ζημιά ή κάνω τη ζημιά, (στη γλώσσα της αργκό) έχω μεγάλη επιτυχία, έχω πέραση, είμαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, προκαλώ σάλο: «έκανε τη ζημιά με τον πρώτο δίσκο που έβγαλε κι από τότε έγινε περιζήτητος || έκανες ζημιά χτες βράδυ στο πάρτι του τάδε»· βλ. και φρ. κάνω ζημιές·
- κάνω ζημιές, είμαι ζημιάρης (βλ. λ.)·
- ούτε γάτα ούτε ζημιά, βλ. λ. γάτα·
- παθαίνω ζημιά, α. χάνω χρήματα: «έπαθα ζημιά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: ζημιά μεγάλη έπαθα,τι θέλετε να κάνω μες στις χιλιάδες τους φτωχούς και ένας παραπάνω). β. μου συμβαίνει κάτι κακό, κάτι δυσάρεστο: «παθαίνω ζημιά, κάθε φορά που βλέπω ν’ αντιμιλάει τους γονείς του». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά μου έπαθα ζημιά από γυναίκα που την είχα εμπιστοσύνη, μες τη ζωή μου δε μου την έσκασε καμιά κι αφού την έπαθα, ρε φίλε, τι να γίνει    
- παθαίνω τη ζημιά, α. με απατά ο ερωτικός μου σύντροφος, με απατά το ταίρι μου: «έπαθε τη ζημιά απ’ τη γυναίκα του και δεν έχει μούτρα να δει άνθρωπο». β. ερωτεύομαι σφόδρα. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς την έπαθα και πάλι τη ζημιά, πάνω που έλεγα να σβήσω τα παλιά
- πω πω ζημιά! α. επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει έκπληξη ή στενοχώρια για μεγάλο κακό ή για το μέγεθος κάποιας καταστροφής. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση. γ. επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει έκπληξη για κάτι, που προκαλεί πολύ κέφι, διασκέδαση, ευχαρίστηση: «χτες βράδυ ήμασταν στα μπουζούκια όλη η παλιά παρέα και κάναμε ένα εκατομμύριο λογαριασμό. -Πω πω ζημιά! || πω πω ζημιά, πώς τα καταφέρνεις και μαγειρεύεις τόσο νόστιμα!»·
- της έκανα τη ζημιά ή της την έκανα τη ζημιά, (για γυναίκες) της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη, της πήρα την παρθενιά ή την άφησα έγκυο: «απ’ τη μέρα που της την έκανε τη ζημιά, τρέχει σαν σκυλάκι από πίσω του || της έκανε τη ζημιά και τώρα σκέφτεται να την παντρευτεί»·
- του ’κανα ζημιά, του προξένησα φθορά ή οικονομική χασούρα: «βγήκα απότομα απ’ τη στροφή κι έπεσα με τη μούρη στα πλευρά του αυτοκινήτου του. -Του ’κανες ζημιά; || του ’κανα ζημιά του ανθρώπου, γιατί του έδωσα λάθος πληροφορίες και παράγγειλε σκάρτο εμπόρευμα». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα εδώ σύρμα εκεί μου σπάει τη χολή μου, ζημιά μου κάνει στη δουλειά μου, κόβει το ψωμί μου
- του ’κανα τη ζημιά ή του την έκανα τη ζημιά, α. τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «απ’ τη μέρα που του την έκανα τη ζημιά, μ’ έχει στη μπούκα του κανονιού». β. του προξένησα οικονομική βλάβη, οικονομική χασούρα: «του ’κανα ζημιά του ανθρώπου, γιατί του ’δωσα λάθος πληροφορία και παράγγειλε σκάρτο εμπόρευμα».  

ζωντανός

ζωντανός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ζωντανός <ζῶντα, αιτιατ. μτχ. του ρ. ζῶ], ζωντανός. 1. που είναι ζωηρός, ενεργητικός, που έχει νεύρο: «ο γιος του είναι ζωντανό παλικάρι || υπήρξε ο πιο ζωντανός φοιτητής του φοιτητικού κινήματος». 2. που είναι έντονος στις αισθήσεις μας: «ο πίνακας ήταν ζωγραφισμένος με ζωντανά χρώματα». 3. που είναι πολύ παραστατικός: «τον καταλάβαμε όλοι απόλυτα, γιατί έκανε μια ζωντανή περιγραφή του γεγονότος». 4. που είναι πολύ φρέσκος: «σήμερα στην ψαραγορά ήταν ζωντανά τα ψάρια». 5. που δεν είναι καλοψημένος: «ήθελε να ’ναι η μπριζόλα ζωντανή». 6. το θηλ. στον πλ. ως ουσ. οι ζωντανές, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) το απότομα ανέβασμα των στροφών με την ταχύτητα στο νεκρό σημείο που γίνεται συνήθως για εντυπωσιασμό: «κάθε φορά που περνάει απ’ τη γειτονιά της σταματάει κάτω απ’ το μπαλκόνι της και ρίχνει καναδυό τρεις ζωντανές». 7. το ουδ. ως ουσ. το ζωντανό (βλ. λ). Επίρρ. ζωντανά (βλ. λ). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- είναι ζωντανή κούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- ζωντανά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- ζωντανό τοίχος, βλ. λ. τοίχος·
- ζωντανός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- ζωντανός νεκρός, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, βρίσκεται σε κώμα λόγω βλάβης του εγκεφάλου του: «είχε ένα τροχαίο ατύχημα κι από τότε έμεινε ένας ζωντανός νεκρός». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, κατάντησε ένας ζωντανός νεκρός». (Λαϊκό τραγούδι: στο σκαλί το τελευταίο την καταστροφή μου κλαίω· όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός· έχω καταντήσει μες τον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός // όλα σου τα ’χω δώσει αγάπη και στοργή, μα εσύ με έχεις κάνει μια ζωντανή νεκρή
- θα σε γδάρω ζωντανό! (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ενοχλήσεις ξανά την κόρη μου, θα σε γδάρω ζωντανό». Συνών. θα σε κρεμάσω ανάποδα! / θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! / θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό / θα σε κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι(!)·
- θα σε θάψω ζωντανό! θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά, θα σε εξαφανίσω από το πρόσωπο της γης: «αν πεις κακό για μένα, θα σε θάψω ζωντανό». (Λαϊκό τραγούδι: το χέρι στην κωλότσεπη κι ο νους μου στην αγάπη, μα θα σε θάψω ζωντανό σκληρέ Καπετανάκη
- θα σε φάω ζωντανό! βλ. φρ. θα σε γδάρω ζωντανό(!)·
- οι ζωντανοί με τους ζωντανούς (ενν. και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους), έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρακινήσουμε να συνεχίσουν να ζουν ενεργά και δημιουργικά αυτοί που λόγω πένθους δείχνουν παρατημένοι από τη ζωή·
- τον έγδαρε ζωντανό, α. τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο: «επειδή δεν άντεχε άλλο να τον ακούει να βρίζει συνέχεια το φίλο του, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έγδαρε ζωντανό». Συνών. τον κρέμασε ανάποδα / τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια / τον κρέμασε απ’ το λαιμό / τον κρέμασε στο μεσιανό κατάρτι. β. του απέσπασε υπέρογκο χρηματικό ποσό, τον εξάντλησε οικονομικά: «μόλις κέρδισε το Τζόκερ, έπεσαν όλοι οι συγγενείς απάνω του και τον έγδαραν ζωντανό»·
- τον έφαγε ζωντανό, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο: «μόλις τον είδε να χτυπάει γέρο άνθρωπο, έπεσε απάνω του και τον έφαγε ζωντανό τον παλιοαλήτη»·
- τον ζωντανό αγάπαγε και τα μνημόσυνα άσ’ τα, βλ. λ. μνημόσυνο.

ήρθα

ήρθα κ. ήλθα, ρ. [αόρ. του ρ. έρχομαι]· ήρθα· (στη νεοαργκό) νιώθω πολύ καλά: «τώρα που ήρθα με τα σφηνάκια που κατέβασα, μπορούμε να κουβεντιάσουμε»· βλ. και λ. έλα και έρχομαι. (Ακολουθούν 184 φρ.)·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, βλ. λ. αλλιώς·
- αν είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), α. έκφραση αδιαφορίας για κάτι που επιθυμούμε να γίνει ή να μας συμβεί. β. έκφραση με την οποία συστήνουμε σε κάποιον που αναμένει να του συμβεί κάτι καλό, κάτι ευχάριστο να μην αγωνιά. Από αναφορά σε ποίημα του Κ. Ουράνη·
- ας του ’ρθει! βλ. φρ. να του ’ρθει(;)·
- αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, βλ. λ. κηδεμόνας·
- Γιάννης πήγε Γιάννης ήρθε ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης ήρθε, βλ. λ. Γιάννης·
- δε μας εφτάναν τα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο, βλ. λ. μουνί·
- δεν ήρθε για καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν ήρθε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- δεν κατάλαβε από πού του ήρθε, δέχτηκε ξαφνικό χτύπημα, χωρίς να ξέρει από πού και ποιος τον χτύπησε ή υπέστη ξαφνικό κακό, χωρίς να μπορεί να το δικαιολογήσει: «εκεί που καθόταν κι έπινε ήρεμα το καφεδάκι του στην αυλή, δέχτηκε μια πέτρα στο κεφάλι και δεν κατάλαβε από πού του ήρθε || ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά τα πάντα στράβωσαν και δεν κατάλαβε από πού του ήρθε»·
- εδώ ήρθαμε! έκφραση δυσαρέσκειας ή αμηχανίας, όταν μας παρουσιάζεται κάποιος ανεπιθύμητος ή κάποια απρόσμενη δυσκολία. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το οπ ή το όπα·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- έτσι μου ’ρθε, βλ. λ. έτσι·
- έφυγε από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
- έχω έρθει, (στη νεοαργκό) νιώθω πολύ καλά: «τώρα που ήπιαμε κάνα δυο ποτηράκι κι έχω έρθει, μπορούμε να κουβεντιάσουμε το θέμα που σε απασχολεί»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθα κι έγινα, έφτασα στο σημείο, κατέληξα: «όλο το καλοκαίρι μπάνιο κι ηλιοθεραπεία, ήρθα κι έγινα αράπης || κάθε βράδυ ουισκάκια στο μπαράκι, ήρθα κι έγινα αλκοολικός»·
- ήρθα με αγαθή διάθεση ή ήρθα με αγαθές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με αγαθή πρόθεση ή ήρθα με αγαθές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθα μούρη με μούρη (με κάποιον), βλ. λ. μούρη·
- ήρθα μύτη με μύτη (με κάποιον), βλ. λ. μύτη·
- ήρθα να πάρω τα χαλιά, βλ. λ. χαλί·
- ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια, βλ. λ. γένια·
- ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο (με κάποιον), βλ. λ. πρόσωπο·
- ήρθα τούμπα, (για οδηγούς αυτοκινήτων), βλ. λ. τούμπα·
- ήρθαμε και γίναμε, φτάσαμε στο σημείο, καταλήξαμε: «κέρνα ο ένας κέρνα ο άλλος, σε λίγο ήρθαμε και γίναμε φέσι»·
- ήρθαμε σε συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθαν στα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
- ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα, βλ. λ. άγριος·
- ήρθαν τα μαντάτα σου, βλ. λ. μαντάτο·
- ήρθαν τα πρωτοβρόχια, βλ. λ. πρωτοβρόχια·
- ήρθαν τα χαμπέρια σου, βλ. λ. χαμπέρι·
- ήρθε απ’ αλλού, βλ. λ. αλλού·
- ήρθε απ’ τον Άρη, βλ. φρ. ήρθε από άλλον πλανήτη, λ. πλανήτης·
- ήρθε άπατος, βλ. λ. άπατος·
- ήρθε από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- ήρθε η βασιλεία του, βλ. λ. βασιλεία·
- ήρθε η δωδεκάτη (ενν. ώρα), βλ. λ. δωδεκάτη·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η κουβέντα και…, βλ. λ. κουβέντα·
- ήρθε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η σειρά μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. λ. σειρά·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα της αλήθειας, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε καρφωτός, βλ. λ. καρφωτός·
- ήρθε κι έγινε, κατέληξε: «έτρωγε τόσο πολύ τον τελευταίο καιρό, που ήρθε κι έγινε σαν βόδι!»·
- ήρθε κι έδεσε, α. (για καλό ή για κακό), ταίριαξε, συμπληρώθηκε, ολοκληρώθηκε μια κουβέντα, μια κατάσταση, μια διαδικασία ή ένα γεγονός: «η δουλειά του πήγαινε μια χαρά, του ’πεσαν και κάτι λεφτά στο λαχείο κι ήρθε κι έδεσε || αναποδιά απ’ τη μια, αναποδιά απ’ την άλλη, του ακύρωσαν και μια μεγάλη παραγγελία κι ήρθε κι έδεσε». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «μόλις εμφανίστηκε κι ο άλλος ο χαραμοφάης, ήρθε κι έδεσε η παρέα». Πολλές φορές, στην τελευταία περίπτωση της φρ. προτάσσεται το μουουου, τώρα μάλιστα· βλ. και φρ. έδεσε το γλυκό, λ. γλυκό·
- ήρθε κι έκατσε, βλ. φρ. ήρθε κι έδεσε·
- ήρθε μ’ άγρια διάθεση ή ήρθε μ’ άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε μ’ άγρια πρόθεση ή ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη διάθεση ή ήρθε μ’ άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη πρόθεση ή ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! βλ. λ. αέρας·
- ήρθε με κακή διάθεση ή ήρθε μα κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε με κακή πρόθεση ή ήρθε με κακές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε με καλή διάθεση ή ήρθε με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε με καλή πρόθεση ή ήρθε με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα), βλ. λ. αφτί·
- ήρθε με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα), βλ. λ. μούτρο·
- ήρθε με κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο) (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο), βλ. λ. κεφάλι·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
- ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
- ήρθε με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- ήρθε με χίλια, βλ. λ. χίλιοι·
- ήρθε μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- ήρθε ντανγκ, βλ. λ. ντανγκ·
- ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ.δαδί·
- ήρθε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ήρθε ο κόσμος ανάποδα, βλ. λ. κόσμος·
- ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- ήρθε σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε σαν γαμπρός, βλ. λ. γαμπρός·
- ήρθε σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε στα γράδα του, (για μηχανήματα), βλ. λ. γράδα·
- ήρθε στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε στο κουταλάκι του παπά, λ. λ. κουταλάκι·
- ήρθε στο κουτάλι του παπά, βλ. λ. κουτάλι·
- ήρθε στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- ήρθε στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
- ήρθε στο φως, βλ. λ. φως·
- ήρθε τούμπα, (ιδίως για αυτοκίνητο), βλ. λ. τούμπα·
- ήρθε τσακ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε τσιφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ.κεφάλι·
- ήρθες αργά, βλ. λ. αργά·
- ήρθες και ήρθες ή ήρθες που ήρθες, αφού ήρθες: «ήρθες που ήρθες, γιατί δε μου ’φερνες και το βιβλίο που είχα ξεχάσει στο σπίτι σου;»·
- ήρθε(ς) σαν την άνοιξη, βλ. λ. άνοιξη·
- θα έρθω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·
- θα ’ρθεις και θα ’ρθεις ή θα ’ρθεις που θα ’ρθεις, αφού θα έρθεις: «θα ’ρθεις που θα ’ρθεις, δε μου φέρνεις και το πουλόβερ που έχω ξεχάσει στο σπίτι σου;»·
- θα μου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα σου ’ρθει από κει που δε το περιμένεις! βλ. λ. περιμένω·
- θα σου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, βλ. λ. κάνω·
- … κι ας μου ’ρθει συγκοπή, βλ. λ. συγκοπή·
- κακό να σου ’ρθει, βλ. λ. κακός·
- καλώς ήρθες! φιλοφρονητική έκφραση, όταν υποδεχόμαστε, ιδίως στο σπίτι μας, κάποιο οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: χαρές και πίκρες μας κερνάς ανάμνησες χαρμάνι, το καλώς ήρθες κι έχε γεια που λένε στο λιμάνι)· (για πολλούς) καλώς ήρθατε! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω ή το βρε επαναλαμβανόμενο·
- κάνω ό,τι μου ’ρθει, βλ. λ. κάνω·
- λέω ό,τι μου ’ρθει, βλ. λ. λέω·
- μια και ήρθες ή μια που ήρθες, βλ. φρ. ήρθες που ήρθες·
- μια και θα ’ρθεις ή μια που θα ’ρθεις, βλ. φρ. θα ’ρθεις και θα ’ρθεις·
- μου ’ρθαν (ενν. τα σκατά μου, τα κατουρλιά μου), ένιωσα την ανάγκη να χέσω, να κατουρήσω: «αμάν, παιδιά, πού είναι η τουαλέτα, γιατί μου ’ρθαν»·
- μου ’ρθε, μου ήρθε ξαφνικά η διάθεση, η επιθυμία: «εκεί που καθόμουν ήσυχα κι έβλεπα τηλεόραση, μου ’ρθε να πιω ένα ουισκάκι και πήγα στο μπαράκι της γειτονιάς μου || με τις βλακείες που έλεγε μου ’ρθε να τον διαβολοστείλω»·
- μου ’ρθε (ενν. η κλανιά, η πορδή), ένιωσα την ανάγκη να κλάσω: «αφού μου ’ρθε, ρε παιδιά, τι να ’κανα, να ’σκαζα;»·
- μου ’ρθε αλφάδι, βλ. λ. αλφάδι·
- μου ’ρθε αντράλα, βλ. λ. αντράλα·
- μου ’ρθε από κει που δε το περίμενα, βλ. λ. περιμένω·
- μου ’ρθε αποπληξία, βλ. λ. αποπληξία·
- μου ’ρθε βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- μου ’ρθε γάντι, βλ. λ. γάντι·
- μου ’ρθε γλύκισμα, βλ. λ. γλύκισμα·
- μου ’ρθε η ιδέα να..., βλ. λ. ιδέα·
- μου ’ρθε καϊμάκι, βλ. λ. καϊμάκι·
- μου ’ρθε καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου ’ρθε καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- μου ’ρθε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου ’ρθε καταπέλτης, βλ. λ. καταπέλτης·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος2·
- μου ’ρθε κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
- μου ’ρθε κουτί, βλ. λ. κουτί·
- μου ’ρθε κουφέτο, βλ. λ. κουφέτο·
- μου ’ρθε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’ρθε λουκουμάς, βλ. λ. λουκουμάς·
- μου ’ρθε λουκούμι, βλ. λ. λουκούμι·
- μου ’ρθε μεζές, βλ. λ. μεζές·
- μου ’ρθε μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου ’ρθε μπαλτάς, βλ. λ. μπαλτάς·
- μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο, βλ. λ. μπισκοτολούκουμο·
- μου ’ρθε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, βλ. λ. ουρανός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
- μου ’ρθε ταμπλάς ή μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου ’ρθε το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- μου ’ρθε το χοντρό μου, βλ. λ. χοντρός·
- μου ’ρθε το ψιλό μου, βλ. λ. ψιλός·
- μου ’ρθε φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- να πάει από κει που ήρθε! βλ. λ. εκεί·
- να σου ’ρθει ζάλη! βλ. λ. ζάλη·
- να του ’ρθει; (ενν. η καρπαζιά, η σφαλιάρα, ο φούσκος), ερώτηση στην ομήγυρη, αν συμφωνεί για ομαδική χειροδικία εναντίον κάποιου, που λέει ανοησίες, ασύστατα πράγματα ή που τερατολογεί. Συνήθως, κάποια στιγμή ένα άτομο από την παρέα, που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο αυτά που λέει ο ομιλητής, αναφωνεί: να του ’ρθει; Κατά κανόνα, η ομήγυρη επιδοκιμάζοντάς τον με αλλεπάλληλα να του ’ρθει! να του ’ρθει! ρίχνει βροχή τις καρπαζιές στον ομιλητή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, αφήνει τις ανοησίες που λέει και προσπαθεί να καλυφθεί, να γλιτώσει. Συνών. ν’ ακουστεί; / να βροντήξει; / να πέσει(;)·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- όσα έρθουν κι όσα πάνε, έλλειψη ενδιαφέροντος για την εξέλιξη μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης: «εγώ θα κάνω αυτό που αποφάσισα να κάνω κι όσα έρθουν κι όσα πάνε». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- όταν έρθει η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- πήγα κι ήρθα, βλ. λ. πάω·
- πήγε από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
- πήγε για μαμή κι ήρθε στα βαφτίσια, βλ. λ. μαμή·
- ποιος ήρθε; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράξενα πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «σε παρακαλώ, μπορείς να μου δανείσεις αυτή τη στιγμή εκατό χιλιάρικα; -Ποιος ήρθε;». Συνών. με ζήτησε κανείς; / τι ώρα είναι(;)·
- τα ’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, βλ. λ. χύμα·
- της ήρθαν τα αίματα, (για γυναίκες) βλ. λ. αίμα·
- τι σου ’ρθε και… ή τι σου ’ρθε να…, έκφραση απορίας σε κάποιον που ενήργησε ξαφνικά με τρόπο που δε μας έχει συνηθίσει: «τι σου ’ρθε και τον έδειρες στα καλά καθούμενα τον άνθρωπο! || τι σου ’ρθε κι έβαλες ξαφνικά τις φωνές; || τι σου ’ρθε να φύγουμε χωρίς να θέλεις να πληρώσουμε; || τι σου ’ρθε ν’ αγοράσεις τόσο ακριβό αυτοκίνητο;»·    
- τον έστειλα από κει που ’ρθε, βλ. λ. στέλνω·
- του ’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος2·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- του ’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
- τρομάρα να σου ’ρθει! βλ. λ. τρομάρα·
- τώρα μου (σου, του, κ.λ.π.) ’ρθε, τώρα αποφάσισα ή συνειδητοποίησα μια διάθεσή μου, τώρα σκέφτηκα κάτι: «τώρα που σου ’ρθε να πάμε βόλτα μου ’φυγε εμένα || αφού τώρα μου ’ρθε, τώρα το ’πα»·
- ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί.

θάλασσα

θάλασσα, η, ουσ. [<αρχ. θάλασσα], η θάλασσα. α. η επιφάνεια της θάλασσας: «έκανε ελεύθερη κατάδυση είκοσι μέτρα κάτω απ’ τη θάλασσα». β. το νερό της θάλασσας: «ήπιε θάλασσα κι άρχισε να βήχει || ήταν βρόμικη η θάλασσα και δε βουτήξαμε». (Ακολουθούν 48 φρ.)·
- αγρίεψε η θάλασσα, άλλαξε απότομα προς το χειρότερο, έπιασε τρικυμία, θαλασσοταραχή: «ξαφνικά σηκώθηκε δυνατός αέρας κι αγρίεψε η θάλασσα»·
- άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις, δηλώνει αναγκαστική προσαρμογή, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώνονται: «έστειλα το γιο μου να σπουδάσει στην Ευρώπη και κάνω χίλιες δυο δουλειές για να του στέλνω τα χρήματα που του χρειάζονται. -Άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- άνθρωπος στη θάλασσα! βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος της θάλασσας, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοιχτές θάλασσες, τα πελάγη, οι ωκεανοί: «είναι επικίνδυνο για τα ιστιοφόρα να ταξιδεύουν στις ανοιχτές θάλασσες»·
- βλέπω θάλασσα και ουρανό, (ιδίως για ναυτικούς) ταξιδεύω σε ανοιχτές θάλασσες: «ξεκινήσαμε απ’ το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για την Αλεξάνδρεια κι επί μέρες βλέπαμε θάλασσα κι ουρανό». (Λαϊκό τραγούδι: πέλαγο θα σκίσω μακρινό, θάλασσα θα βλέπω κι ουρανό, μα η συντροφιά μου θα ’σαι εσύ πάντα ο νους μου θα ’ναι στο νησί
- βρίσκω θάλασσα, συναντώ τρικυμία, θαλασσοταραχή: «κάθε φορά που βρίσκει θάλασσα το πλοίο της γραμμής, αργεί να ’ρθει στο νησί»·
- γλύκανε η θάλασσα, ηρέμησε: «όλη τη μέρα είχε τρικυμία, προς το απόγευμα όμως γλύκανε η θάλασσα»·
- δια θαλάσσης, (για συγκοινωνίες ή μεταφορές) που γίνονται από τη θάλασσα: «πήγε στη Ρόδο δια θαλάσσης, γιατί φοβάται τ’ αεροπλάνο»·
- είναι γυαλί η θάλασσα ή η θάλασσα είναι γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- είναι καθρέφτης η θάλασσα ή η θάλασσα είναι καθρέφτης, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι λάδι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι λάδι, βλ. λ. λάδι·
- είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- είναι τζάμι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- έπεσε στη θάλασσα, αυτοκτόνησε ή προσπάθησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στη θάλασσα: «είχε διάφορα ψυχολογικά προβλήματα κι έπεσε στη θάλασσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πήγε, από το ότι για να φτάσει κανείς στη θάλασσα, πρέπει να διανύσει και κάποια απόσταση·
- έχει θάλασσα, υπάρχει θαλασσοταραχή, υπάρχει τρικυμία: «επειδή έχει θάλασσα, απαγορεύτηκε κάθε απόπλους»·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, είναι πολύπειρος ναυτικός λόγω των πολλών δοκιμασιών που πέρασε, και, κατ’ επέκταση, λέγεται για κάθε άτομο που είναι πολύπειρο στη ζωή: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν, γιατί είναι άνθρωπος που έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι»·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που είναι οφθαλμοφανές: «αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο θα σκοτωθείς, έτσι δεν είναι; -Τώρα τι μου λες, έχει η θάλασσα νερό;»·
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
- θα πέσω στη θάλασσα, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που θα πέσω στη θάλασσα να ησυχάσω». Πολλές φορές, μετά το θα της φρ. ακολουθεί το πάω, από το ότι για να φτάσει κανείς στη θάλασσα, πρέπει να διανύσει και κάποια απόσταση·
- θα σε ρίξω στη θάλασσα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σε δω να κοροϊδεύεις ξανά γέρο άνθρωπο, θα σε ρίξω στη θάλασσα»·
- μαλάκωσε η θάλασσα, βλ. φρ. γλύκανε η θάλασσα·
- με πειράζει η θάλασσα, βλ. φρ. με πιάνει η θάλασσα·
- με πιάνει η θάλασσα, μου προκαλεί ναυτία η δια θαλάσσης μεταφορά (με πλοίο, με βάρκα) ή μου προκαλεί ναυτία η θαλασσοταραχή: «είχε πολλά μποφόρ και μ’ έπιασε η θάλασσα»·
- ο σταυρός της θάλασσας, βλ. λ. σταυρός·
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, είναι πολύ επικίνδυνο για κάποιον που ασχολείται με κάποια σίγουρη και κερδοφόρα επιχείρηση να επιχειρεί αμφίβολα ή παράτολμα οικονομικά ανοίγματα: «έχεις μια χαρά δουλειά κι άσε τα σάλτα που ονειρεύεσαι, γιατί, όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει». Από το ότι τα κουκιά ως φαγητό είναι για πολλούς ανθρώπινους οργανισμούς βλαβερά έως θανατηφόρα·
- οργώνω τις θάλασσες, είμαι ναυτικός που πέρασα μεγάλο μέρος της ζωής μου ταξιδεύοντας στις ανοιχτές θάλασσες: «έχει πάει και στα πιο απίθανα μέρη της γης, γιατί χρόνια ολόκληρα στα εμπορικά όργωσε τις θάλασσες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα καράβι φορτηγό τις θάλασσες οργώνω κι αυτό, αγάπη μου γλυκιά, το κάνω για σένα μόνο).Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλες·
- παίρνω τις θάλασσες, ταξιδεύω με πλοίο ως ναυτικός: «επειδή ήταν φτωχός, πήρε τις θάλασσες για να θρέψει την οικογένειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τις θάλασσες για να σε ζήσω και σαν κυρία να σε κρατήσω
- πέφτω (και) στη θάλασσα (για κάποιον), βλ. συνηθέστ. πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον), λ. φωτιά·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, βλ. λ.πουτάνα·
- πυρ, γυνή και θάλασσα, βλ. λ. γυνή·
- ρίχνω στη θάλασσα (κάποιον), ξεφορτώνομαι κάποιον αντιμετωπίζοντάς τον ως εξιλαστήριο θύμα, ως αποδιοπομπαίο τράγο: «για να βγουν αυτοί στον αφρό, έριξαν στη θάλασσα τον υποδιευθυντή της επιχείρησης»· 
- σε στεριά και θάλασσα, βλ. λ. στεριά·
- σπέρνω στη θάλασσα, ματαιοπονώ: «να πεις του φίλου σου πως, αν δεν έχει λεφτά, να μην ξεκινήσει καμιά δουλειά, γιατί χωρίς λεφτά σπέρνει στη θάλασσα»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, άμμο δε βρίσκει, βλ. συνηθέστ. στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, είναι πολύ ηλίθιος, πολύ βλάκας ή πολύ ανίκανος: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί, στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό». Συνών. δεν μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία·
- τ’ αλογάκι της θάλασσας, βλ. λ. αλογάκι·
- τα κάνω θάλασσα, α. αποτυχαίνω εντελώς να φέρω σε πέρας κάποια δουλειά ή υπόθεση, προκαλώ αναστάτωση ή μπέρδεμα: «σ’ άφησα μια βδομάδα στο πόδι μου και τα ’κανες θάλασσα». β. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, αταίριαστα με την περίπτωση ή την περίσταση: «μια φορά σ’ έβαλα στα σαλόνια και τα ’κανες θάλασσα». Από την εικόνα της φουσκωθαλασσιάς ή της τρικυμίας, κατά τη διάρκεια της οποίας, όταν βγει το κύμα έξω στη στεριά, φαίνονται όλα σαν θάλασσα, επιφέροντας και καταστροφή. (Λαϊκό τραγούδι: θάλασσα τα ’χεις κάνει θάλασσα και για σένα τη ζωή μου χάλασα
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- το μάτι της θάλασσας, βλ. λ. μάτι·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ.ψάρι·
- τον ήπιε η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. τον πήρε η θάλασσα·
- τον κατάπιε η θάλασσα, βλ. φρ. τον πήρε η θάλασσα·
- τον έφαγε η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. τον κατάπιε η θάλασσα·
- το πήρε η θάλασσα, έχασε τη ζωή του σε ναυάγιο, πνίγηκε: «είχε ένα γιο ναυτικό, που τον κατάπιε η θάλασσα»·
- τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι.

Θεός

Θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο Θεός. 1. κάθε πρόσωπο που λατρεύουμε ή που σεβόμαστε υπερβολικά: «έχει τον πατέρα του σαν Θεό». (Τραγούδι: ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, αγαπούλα μου, φως μου, δε σκεφτόσουν πως ήσουνα μόνο εσύ ο Θεός μου). 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο παντογνώστης: «ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, Θεός είσαι που ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα έτσι;». 3. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του Κ. Καραμανλή από τους πολιτικούς φίλους του και ειρωνικός από τους πολιτικούς αντιπάλους του: «όλοι περιμένουν με αγωνία τι θα δηλώσει ο Θεός για την πολιτική κατάσταση». 4. αυτός που είναι πολύ ικανός σε αυτό με το οποίο ασχολείται: «ο Ν. Γκάλης υπήρξε ο Θεός του μπάσκετ», εξ ου και οι θαυμαστικές ιαχές των οπαδών της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζε παλιότερα ο Γκάλης: είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός. Υποκορ. Θεούλης, ο και Θεουλάκης, ο· βλ. και λ. θεός. (Ακολουθούν 257 φρ.)·
- αδικία απ’ το Θεό, βλ. λ. αδικία·
- άι στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- άκρη Θεού, βλ. λ. άκρη·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, άλλα θέλουν, επιθυμούν οι άνθρωποι και άλλα ο Θεός αποφασίζει: «είχα αποφασίσει να πάω με την οικογένειά μου διακοπές, όμως αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί, βλέπεις, άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει». Πρβλ. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει·  
- αν θέλει ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, ο άνθρωπος θεωρεί φυσικό να απορρίπτει ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει·
- Ανάσταση Θεέ μου! (Θεούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- ανθρωπάκι του Θεού, βλ. λ. ανθρωπάκι·
- άνθρωπος του Θεού, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άντε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, από τα άγρια μεσάνυχτα: «σηκώθηκε απ’ τη νύχτα του Θεού να πάει στη δουλειά του»·
- απ’ το Θεό να το ’βρεις! α. ευχή σε κάποιον να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό που μας έκανε. «απ’ το Θεό να το ’βρεις, παιδάκι μου, για το καλό που μου ’κανες!» β. πιο συχνά ως κατάρα σε κάποιον να τιμωρηθεί από το Θεό για το κακό που μας έκανε. (Δημοτικό τραγούδι: ο πόλεμος αρχίνησε στο τέλος του Οχτώβρη κι ο κερατάς ο Μουσουλή (= Μουσολίνης) απ’ το Θεό να το ’βρει
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «ε ρε και να σου τύχαινε, λέει, το λαχείο! -Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί!». Είναι και φορές που λέγεται και με παικτική διάθεση στον τύπο απ’ το στόμα σου και στου Θεού το ους(!)·
- από Θεού, βλ. συνηθέστ. εκ Θεού·
- αρνάκι του Θεού, βλ. λ. αρνάκι·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, έκφραση με την οποία απευχόμαστε να συμβεί το κακό για το οποίο γίνεται λόγος: «ας μην το δώσει ο Θεός να πάθεις κι εσύ το κακό που έπαθα εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου
- ας τον κρίνει ο Θεός, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον στην κρίση του Θεού επειδή αδυνατούμε να τον κρίνουμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αμαρτίας του: «αφού χτυπάει τους γέρους γονείς του, ας τον κρίνει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: με ντρόπιασε στους φίλους μου, πήγε να με πεθάνει· ας τηνε κρίνει ο Θεός, γι’ αυτά που μου ’χει κάνει
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκομαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- γαμώ το Θεό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «όλα τα λάθη, γαμώ το Θεό μου, εγώ θα τα κάνω!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ το Θεό σου, αυτή την γκρίνια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως παραπάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, βλ. λ. αύριο·
- για (τ’) όνομα του Θεού! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «για όνομα του Θεού, κάνε κάτι να βοηθήσουμε το παιδί!». β. παρακλητική έκφραση για την αποτροπή κάποιου κακού ή δυσκολίας: «για όνομα του Θεού, μη μας συμβεί κανένα ατύχημα, γιατί στην ερημιά που βρισκόμαστε, χαθήκαμε». γ. έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για κάτι κακό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον: «για τ’ όνομα του Θεού, κόψε επιτέλους αυτό το πιοτό, γιατί θα σε καταστρέψει! || για όνομα του Θεού, μην έχεις κάθε μεσημέρι το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών, γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε!». δ. έκφραση έκπληξης ή αμφισβήτησης για κάτι που βλέπουμε ή που μας λένε: «για όνομα του Θεού, είναι σόι πράγματα να μαλώνουν τ’ αδέρφια! || για όνομα του Θεού, γίνονται σήμερα αυτά που λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το και της Παναγίας·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, λ. πουλί·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- για το Θεό! βλ. φρ. προς Θεού(!)·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, α. αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα, δεν έχω προκοπή: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, δε βλέπει Θεού πρόσωπο». β. είμαι πολύ άτυχος: «σε μένα θα τύχει το λαχείο που δε βλέπω Θεού πρόσωπο!». γ. ζω σε σκοτεινό, σε υπόγειο χώρο, όπου δε φτάνει ο ήλιος: «μένει σ’ ένα υπόγειο διαμερισματάκι και δε βλέπει Θεού πρόσωπο»· βλ. και φρ. δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο·
- δε με σώζει ούτε (ο) Θεός ή δε με σώνει κι ο Θεός, δεν υπάρχει από πουθενά σωτηρία, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξα με τα ναρκωτικά, δε με σώζει ούτε Θεός || έχω τόσα πολλά χρέη, που δε με σώζει ούτε ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός·έχω γίνει μέσ’ στον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, δε σέβεται το Θεό και, κατ’ επέκταση, είναι εντελώς αδίστακτος: «μπορεί για εκατό ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί δε φοβάται ούτε Θεό αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω δε με λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, έκφραση αισιοδοξίας και συμπαράστασης σε δυστυχισμένο άτομο, που του υπενθυμίζουμε τη μεγαλοσύνη και το αμέριστο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο: «βέβαια, σου ’τυχαν πολλές ατυχίες μαζί, αλλά κάνε κουράγιο, γιατί δε χάνει κανέναν ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: ας λένε πως δε χάνει κανέναν ο Θεός,μ’ αδίκησε ο κόσμος, με ξέχασε κι αυτός
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, έκφραση παράπονου από κάποιον, που έχει περιπέσει σε μεγάλη δυσκολία, σε αδιέξοδο·
- δεν έχει Θεό ή δεν έχει το Θεό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αχαρακτήριστο, αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο: «μπροστά σ’ όλους τους επισήμους σκάλιζε με το δάχτυλο τη μύτη του. -Δεν έχει το Θεό του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδίστακτο: «μην ξανοίγεσαι πολύ σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν έχει το Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις·σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, στερεότυπη μοιρολατρική έκφραση, όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες φυσικές καταστροφές ή μεγάλες ατυχίες στη ζωή μας·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, δεν ξέρω πώς ακριβώς συμπεριφέρεται, δε γνωρίζω το χαρακτήρα του: «φαίνεται για καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει»·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε Θεού πρόσωπο»·
- δόξα να ’χει ο Θεός ή δόξα τω Θεώ ή δόξα σοι ο Θεός, δοξαστική επίκληση στο Θεό, όταν είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των πραγμάτων στη ζωή μας ή ως απάντηση ικανοποίησης στην ερώτηση κάποιου τι γίνεσαι ή τι γίνεται ή τι κάνεις ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα. (Λαϊκό τραγούδι: πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δε σε φτάνω, ήλιε μου πόσο είσαι πάνω και δόξα τω Θεώ).Συνών. δόξα ο γιαραμπής ή δόξα τω γιαραμπή·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, μόνο αυτά που μας δίνει ο Θεός έχουν αξία, όπως υγεία, τύχη, μακροζωία κ.ά., ενώ των ανθρώπων που είναι υλικές προσφορές δεν αξίζουν τίποτα: «δε με νοιάζει για τα πλούτη σου, γιατί, δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου, τίποτα δεν είναι»·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο Θεού, βλ. λ. δώρο·
- ε μα το Θεό! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το Θεό, σταμάτα αυτές τις αγριοφωνάρες σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- ε ρε τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
 - έδωσε ο Θεός και…, ευδόκησε: «έδωσε ο Θεός κι έγινε καλά ο άνθρωπος || έδωσε ο Θεός και κατάλαβε το λάθος του»· βλ. και φρ. έκανε ο Θεός και(…)·
- είμαι Θεός, είμαι ο πρώτος και καλύτερος, ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους ή έχω αυτή την εντύπωση: «όταν ήμουν νέος, μέσα στην παρέα μας ήμουν Θεός κι όλοι έκαναν αυτό που τους έλεγα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι βαρεμένος απ’ το Θεό, είναι ανόητος, βλάκας ή τρελός εκ γενετής: «τι να τον βαρέσεις, δε βλέπεις που είναι βαρεμένος απ’ το Θεό!»·
- είναι ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι, Θεέ μου, φύλαγε, α. είναι πολύ επικίνδυνος: «είναι ένας απατεώνας, ο Θεός να σε φυλάει». β. έχει ένα ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό: «είναι ένας μπεκρής, ο Θεός να σε φυλάει». γ. η ασθένεια για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ επικίνδυνη: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για το έιτζ, είναι Θεέ μου φύλαγε»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, λέγεται για κείνους που δρουν ή συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα, απάνθρωπα, και έχει την έννοια πως θα τιμωρηθούν από το Θεό (ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ): «με βρήκες αδύναμο και μ’ εκμεταλλεύεσαι, όμως θέλω να ξέρεις πως είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό, είναι εγκαταλελειμμένος από όλους και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. φρ. είναι, Θεέ μου, φύλαγε·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι σταλμένος απ’ το Θεό, είναι ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, δραστικότατος για καλό ή για κακό: «στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου με βοήθησε ένας παλιόφιλος, λες κι ήταν σταλμένος απ’ το Θεό || τούτη η βροχή είναι σταλμένη απ’ το Θεό || τέτοιο κακό, να ξέρεις, είναι σταλμένο απ’ το Θεό, μήπως και βάλουμε λίγο μυαλό»·
- είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είχε Θεό, υπήρξε πολύ τυχερός, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ατυχήματος: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε Θεό ο άνθρωπος, και τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές»·
- εκ Θεού, που προέρχεται από το Θεό: «αυτή η βροχή ήταν δώρο εκ Θεού || αυτός ο σεισμός ήταν τιμωρία εκ Θεού»·
- εκ Θεού άρξασθαι, σε κάθε ενέργεια ή σε κάθε καινούρια αρχή να επιδιώκεις την ευλογία του Θεού: «αύριο κάνει αγιασμό στο καινούριο του μαγαζί, γιατί εκ Θεού άρξασθαι». Κατάλοιπο του αρχ. ἐκ Διὸς ἄρξασθε· βλ. και φρ. όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει·
- έκανε ο Θεός και…, έκφραση ανακούφισης, επιτέλους: «έκανε ο Θεός κι επέστρεψε κάποια ώρα στο σπίτι ο γιος του, κι έτσι ησύχασε ο άνθρωπος || προς τ’ απόγευμα, έκανε ο Θεός και σταμάτησε ο Βαρδάρης»· βλ. και φρ. έδωσε ο Θεός και(…)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, λίγο πριν απαλλαγούμε από κάποια δυσκολία, από κάποια στενοχώρια και θα ανακουφιζόμασταν, εμφανίστηκε άλλη·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς κάτι (εκτός από το Θεό): «ένας Θεός ξέρει τι στενοχώριες περνάει αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο, σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας Θεός το ξέρει). Συνών. Κύριος οίδε(!)·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., δηλώνει αδυναμία για υπεύθυνη και σαφή πληροφόρηση: «ένας Θεός ξέρει αν αποφασίσει να ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πότε θα ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα || ένας Θεός ξέρει πώς θα ’ρθει με τέτοιον παλιόκαιρο»·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έκφραση που δηλώνει ηθική δέσμευση: «υπόσχομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων πως ποτέ δε θα σ’ αφήσω αβοήθητο»·
- ερημιά Θεού, βλ. λ. ερημιά·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξεκίνησαν όλοι για τη δουλειά»·
- έφτασαν στο Θεό, (για τιμές καταναλωτικών αγαπών) έχουν πολύ μεγάλη, εξωφρενική άνοδο: «αν βγεις στη λαϊκή με τριάντα ευρώ, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις σχεδόν τίποτα, γιατί οι τιμές έφτασαν στο Θεό»·
- έχει ο Θεός! α. έκφραση αισιοδοξίας ή έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρηγορήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ιδίως οικονομική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν θα τον αφήσει έτσι. (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιώτα μου, νταγιάντα κι έχει ο Θεός). β. μοιρολατρική έκφραση για κάποια δυσκολία που μας προέκυψε και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο Θεό, προσδοκώντας τη βοήθειά του: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά θα χρεοκοπήσουμε. -Έχει ο Θεός!»·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου, λ. κόσμος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, είναι εξαφανισμένος από την πιάτσα, ζει σε πλήρη αφάνεια: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε πως ήταν καταχραστής, ζει κρυφά απ’ το Θεό || έχει σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, που ζει κρυφά απ’ το Θεό»·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η βασιλεία του Θεού, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- ήμαρτον Θεέ μου! επιφώνημα έκπληξης ή αγανάκτησης: «ήμαρτον Θεέ μου, γίνονται αυτά τα πράγματα! || ήμαρτον Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει την πρόταση με την οποία αναφερθήκαμε άσχημα σε κάποιον ή τον κατηγορήσαμε, σαν να ζητάμε τη συγγνώμη του Θεού για αυτή μας την ενέργεια: «είναι τόσο κακός, που κάθε βράδυ γυρίζει σουρωμένος και δέρνει τη γυναίκα του, ήμαρτον Θεέ μου!» και συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα·
- θα μας δει ο Θεός, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δε συμπεριφέρεται σωστά στους συνανθρώπους του ή που ζει επιδεικτικά, σπάταλα σε μια γενικά δύσκολη εποχή και έχει την έννοια πως θα τον τιμωρήσει ο Θεός: «δεν είναι σωστό, με τόση φτώχεια που υπάρχει γύρω σου να κάνεις εσύ τόσο προκλητική ζωή, θα μας δει ο Θεός». Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο·
- θα μας κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση που ακούγεται ιδίως από ηλικιωμένους για νεαρούς που προκαλούν δημόσια με τη συμπεριφορά τους·
- θα σε κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που αδικεί απροκάλυπτα κάποιον, επιτιμητική έκφραση σε κάποιον με την οποία του υπενθυμίζουμε τη θεία δίκη: «δεν είναι σωστό να φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στους γονείς σου, γιατί θα σε κάψει ο Θεός»·
- θα σε τιμωρήσει ο Θεός, τελικά δε θα γλιτώσεις την τιμωρία: «μπορεί να τη γλίτωσες στο δικαστήριο με τους ψευδομάρτυρες που κουβάλησες, όμως στο τέλος δε θα τη γλιτώσεις, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις καταστρέψει το ζωή μου, μ’ έκανες κουρέλι εντελώς, κι αν θα τη γλιτώσεις από μένα, θα σε τιμωρήσει ο Θεός)· 
- Θεέ και Κύριε! έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης, για κάτι που βλέπουμε ή ακούμε·
- Θεέ βόηθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή Θεέ βοήθα! ή βοήθα Θεέ μου! επίκληση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ βόηθα να γίνει το παιδί μου καλά! || βόηθα Θεέ μου, να πετύχω στη δουλειά μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! / Χριστέ βόηθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή Χριστέ βοήθα! ή βοήθα Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου! κ. Θε μου! ή Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! ή Θε μου Μεγαλοδύναμε! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Θεέ μου, πώς δεν κατάλαβα ότι ήταν παλιάνθρωπος! || Θεέ μου, πάλι κέρδισε το λαχείο! || Θεέ μου, τι γυναικάρα είναι αυτή! || Θεέ μου, θα σκοτωθούμε! || Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω στ’ αλήθεια, Θεέ μου, δεν μπορώ να σε χάσω ποτέ μου // κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου,κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα // Θεέ μου Μεγαλοδύναμε που είσαι ψηλά εκεί πάνω, ρίξε μου λίγο τουμπεκί στον αργιλέ μου απάνω).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά μου! ή Παναγία μου! / Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), παράκληση στο Θεό να επέμβει υπέρ ημών σε κάποια δύσκολη στιγμή που περνάμε ή να επέμβει γενικά για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση που επικρατεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, (Θεούλη μου) κάνε να…, παρακλητική έκφραση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ μου, κάνε να βρει ο άντρας μου δουλειά || Θεούλη μου, κάνε να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! λέγεται με αγανάκτηση ή έκπληξη στο άκουσμα παράδοξων πληροφοριών, μεγάλης ανοησίας ή ασύστολης ψευδολογίας που μας λέει κάποιος, ή για παράξενα ή παράδοξα πράγματα που βλέπουμε·
- Θεέ μου σχώρα με, έκφραση με την οποία ζητάμε τη συγχώρεση του Θεού, όταν ανακοινώνουμε σε κάποιον τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες κάποιου, ή ακόμα, όταν αναφερόμαστε στις δικές μας: «είναι μπεκρής, χαρτοπαίχτης, παιδεραστής, Θεέ μου σχώρα με». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου σχώρα με,κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).Παρατηρείται σταυροκόπημα, ενώ, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου φύλαγε! επίκληση στο Θεός για προστασία: «Θεέ μου φύλαγε το παιδί από κάθε κακό!». Συνών. παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)· βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, οι ενέργειες του Θεού ή κάποιου ισχυρού ατόμου είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε ή να τις σχολιάζουμε: «άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει || με τόσο χρήμα που διαθέτει, άνθρωπέ μου, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει»·
- Θεός να φυλάει βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον, να συγχωρεθούν όλοι όσοι έχουν πεθάνει στην οικογένειά του, αλλά να συγχωρεθεί και αυτός ο ίδιος, όταν πεθάνει. Λέγεται ιδίως από τους ζητιάνους στο δρόμο ή έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία μετά την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή και πριν από αυτή, όταν μας τη ζητούν με τη στερεότυπη φρ. μια βοήθεια χριστιανοί, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σας·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, να συγχωρεθεί για ό,τι κακό μπορεί να έχει κάνει στη ζωή του: «καλά που ήταν και ο τάδε, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, που με βοήθησε και γλίτωσα τη φυλακή»·
- Θεός σχωρέσ’ το, (ειρωνικά για πράγματα) χάθηκε ή καταστράφηκε ή σίγουρα θα καταστραφεί: «ακόμα για κείνο τ’ αυτοκίνητο που είχα μιλάς, πάει, Θεός σχωρέσ’ το || αφού έδωσες τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν τον ατζαμή, Θεός σχωρέσ’ το»·
- Θεός σχωρέσ’ τον, α. ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εκλιπόντος. β. δηλώνει πως κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, πως σίγουρα θα πεθάνει: «αφού έχει καθολικό καρκίνο ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον»·
- Θεός φυλάξοι! ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Θεός φυλάξοι! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, Θεός φυλάξοι!». Συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα. Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / μακριά από δω! / μακριά από μας(!)· βλ. και φρ. Θεέ μου φύλαγε(!)·
- Θεού θέλοντος, αν θέλει ο Θεός, θα γίνει κάτι που επιθυμώ: «Θεού θέλοντος, όλα θα πάνε καλά»·βλ. και φρ. με το θέλημα του Θεού, λ. θέλημα·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και αν ευνοεί η γενική κατάσταση που επικρατεί για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος όλα θα πάνε καλά»·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, με τη βοήθεια του Θεού, τη γενική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και την καλή πορεία της υγείας μου για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, θα πάω φέτος να κάνω κι εγώ διακοπές στην πολυδιαφημισμένη Χαλκιδική»·   
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ενήργησε όπως σε καθοδηγήσει ο Θεός ή, εντέλει, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα: «εγώ σου είπα πώς έχει η κατάσταση, από δω και πέρα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός»·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, για όλους μεριμνεί ο Θεός: «μη στενοχωριέσαι και όλα θα περάσουν, γιατί κανέναν δε χάνει ο Θεός»·
- … κι άγιος ο Θεός, έκφραση που δηλώνει πως κάτι καλό ή κακόεπαναλαμβάνεται κι έχει διάρκεια: «δουλειά κι άγιος ο Θεός || τεμπελιά κι άγιος ο Θεός»·
- κι ο Θεός βοηθός, ευχετική επίκληση για θεϊκή βοήθεια, ιδίως με την έναρξη κάποιας εργασίας ή προσπάθειας που είναι αμφιβόλου αποτελέσματος: «εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά κι ο Θεός βοηθός»· βλ. και φρ. ο Θεός βοηθός(!)·
- μα το Θεό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε σε κάποιον: «μα το Θεό, δε σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και σκέφτομαι, μα το Θεό,στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, ο όρκος δίνεται μετά την απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός(!)·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, λέγεται για τόπο πολύ απομονωμένο, απομακρυσμένο, ή για άνθρωπο που ζει απομονωμένος: «εδώ που ήρθα, ζω μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα, και να πεθάνω, κανείς δε θα το μάθει»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μάρτυς μου ο Θεός, έκφραση για να βεβαιώσουμε κάποιον πως του λέμε αλήθεια: «μάρτυς μου ο Θεός, όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως στα λέω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, λέγεται στην περίπτωση που γενικά συμβαίνουν πολλά δεινά μαζεμένα:  «απ’ τη μια οι σεισμοί, απ’ την άλλη οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες από δω, τα δυστυχήματα από κει, μας ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, ξαφνικά συμπεριφέρθηκα ανόητα, άστοχα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, τρελά, όπως ποτέ δε συμπεριφερόμουν: «κάποια στιγμή με πήρε ο Θεός τα μυαλά και τους έκανα άνω κάτω με τις αγριοφωνάρες μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λες και·
- με στράβωσε ο Θεός, βλ. φρ. με πήρε ο Θεός τα μυαλά·
- με το ευλογητός ο Θεός ημών, με την αρχή, με το ξεκίνημα μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κάποιας διαδικασίας: «τον πήρα για μια δουλειά που είχα κλείσει και με το ευλογητός ο Θεός ημών ήθελε να τον πληρώσω! || με το ευλογητός ο Θεός ημών της ακροαματικής διαδικασίας, φάνηκε αμέσως ποιος ήταν ο αθώος και ποιος ο ένοχος». Αναφορά στην εκκλησιαστική φρ. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ  εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, με την οποία αρχίζει η κάθε ακολουθία·    
- με το θέλημα του Θεού, βλ. λ. θέλημα·
- με του Θεού τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία του Θεού: «με του Θεού τη χάρη πέρασα όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι
- μένω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- μετά φόβου Θεού, βλ. λ. φόβος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, δε βρήκα από κανέναν και από πουθενά βοήθεια, κυνηγήθηκα από τους πάντες: «ένα διάστημα δεν είχα πού την κεφαλήν κλίνη· μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς πάνω στο κορμί μου, άλλαξ’ ο καιρός μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου). Συνήθως λέγεται με παράπονο ή με ένα αίσθημα εγκατάλειψης·
- μη για όνομα του Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως παράτολμο ή κακό: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού!». Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούμε και το λόγο για τον οποίο αποτρέπουμε το συνομιλητή μας να προβεί στην πράξη που δηλώνει: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί θα σκοτωθούμε! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί έχει μικρά παιδιά να θρέψει!»·
- μη για το Θεό! βλ. φρ. μη για όνομα του Θεού(!)·
- μια χαρά Θεού ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει ο Θεός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός κάθε μέρα στη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’ρχεται, μα το Θεό να… ή μα το Θεό, μου ’ρχεται να…, λέγεται στην περίπτωση που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα νιώθουμε έντονη και ισχυρή την τάση να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον παλιάνθρωπο, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να τον σπάσω στο ξύλο || κάθε φορά που βλέπω αυτόν το φουκαρά, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να βάλω τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- να έχεις την ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! είδος όρκου για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον, αναφορά στη θεϊκή τιμωρία για να τονίσουμε τις καλές μας προθέσεις: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, να με κάψει ο Θεός! || αν κάνω εγώ αυτό το πράγμα, να με κάψει ο Θεός!»·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, λέγεται ως ευχή σε κάποιον, γιατί ο άνθρωπος σε μια δύσκολη στιγμή έχει απεριόριστη αντοχή, οπότε το υπονοούμενο είναι πως, αν του δώσει ο Θεός όσα μπορεί να αντέξει, τότε θα του δώσει πάρα πολλές δυσκολίες· 
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, είδος κατάρας με την έννοια, να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο»·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. φρ. ας μην (το) δώσει ο Θεός·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! είδος κατάρας που απευθύνουμε εναντίον κάποιου·
- νεράκι του Θεού, βλ. λ. νεράκι·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, μετά από περίοδο δυσκολιών, άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση μου, άρχισα πάλι να ευημερώ: «μετά τη βοήθεια που δέχθηκα απ’ το φίλο μου, ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο»·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, ο Θεός δεν τιμωρεί τυχαία τους ανθρώπους: «ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, και νομίζει πως ο Θεός ρίχνει την τιμωρία και σ’ όποιον πάει, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει»·
- ο δούλος (η δούλη) του Θεού, βλ. λ. δούλος·
- ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει κανείς κάποιον και να μην το πληρώσει αργά ή γρήγορα·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, ηπιότερη έκφραση του ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε (βλ. φρ.)·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. συνηθέστ. ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, χαρακτηριστική έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, καθώς βλέπει άλλους να πορεύονται με επιτυχία και προκοπή·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, ο Θεός μπορεί να αργεί πολλές φορές να επέμβει για βοήθεια ή για τιμωρία, αλλά σίγουρα κάποτε επεμβαίνει: «κάποια μέρα θα τιμωρηθείς από τη θεία δικαιοσύνη για το κακό που μου έχεις κάνει, γιατί ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί»·
- ο Θεός ας με συχωρέσει ή ο Θεός να με συχωρέσει, βλ. φρ. Θεέ μου σχώρα με·
- ο Θεός βοηθός! παράκληση ατόμου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να το βοηθήσει· βλ. και φρ. κι ο Θεός βοηθός·
- ο Θεός είναι μεγάλος! α. παρηγορητική υπενθύμιση της μακροθυμίας του Θεού σε περίπτωση απογοήτευσης ή υπενθύμιση της σωτήριας βοήθειας του Θεού σε περίπτωση μεγάλης δυστυχίας: «κάνε λίγο υπομονή και να δεις που όλα θα περάσουν, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε πήρε κάποιος άλλος, ο Θεός είναι μεγάλος). β. δηλώνει πίστη πως τα πράγματα θα διορθωθούν: «μπορεί να περνάω δύσκολες μέρες, αλά ο Θεός είναι μεγάλος κι όλα θα φτιάξουν!»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! μόνο ο Θεός κι εγώ γνωρίζουμε τι βάσανα και τι δυσκολίες πέρασα για να πετύχω κάτι: «ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι πέρασα για ν’ αγοράσω αυτό το σπιτάκι! || ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι τράβηξα για να σπουδάσω τα παιδιά μου!»·
- ο Θεός κι η ψυχή του, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει για θέμα που μας αφορά ή και που αφορά τον ίδιο και που έχει μια διάθεση δυσπιστίας για το αν ενεργήσει σωστά, όπως πρέπει: «εγώ πάντως του ζήτησα συγνώμη. Από εκεί και πέρα ο Θεός κι η ψυχή του || εγώ, ό,τι συμβουλή ήταν να του δώσω, του την έδωσα, τώρα το τι θα κάνει, ο Θεός κι η ψυχή του»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «δεν ξέρεις πόσο θέλω να γίνει καλά ο πατέρας σου! -Ο Θεός κι ο λόγος σου! || ε ρε και να σου τύχει το λαχείο που αγόρασες! -Ο Θεός κι ο λόγος σου!»·
- ο Θεός μαζί σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας ενέργειάς του·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει. (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει αν… (Λαϊκό τραγούδι: κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό, τη βαλίτσα μας στο χέρι κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε σταθμό
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του, ευχή σε κάποιον που πέθανε·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), παράκληση κάποιου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να τον βοηθήσει·
- ο Θεός να δώσει! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «πολύ θα χαρώ, αν περάσει ο γιος σου στο πανεπιστήμιο! -Ο Θεός να δώσει»·
- ο Θεός να ευδοκήσει! βλ. φρ. ο Θεός να δώσει(!)·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. φρ. ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!)·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ευχή να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφέρομαι ή να μην είναι έτσι το κακό που λέω για κάποιον, μακάρι να διαψευστώ: «άκουσα πως ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη || ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά έμαθα πως η τάδε του τα φοράει του φίλου μας»·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, λέγεται στην περίπτωση που απευχόμαστε να συμβεί και σε μας το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε: «έμεινε ολομόναχος στη ζωή, γιατί έχασε όλη του την οικογένεια σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. -Ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό»·
- ο Θεός να μη το δώσει, ευχή για να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφερόμαστε·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, έκφραση με την οποία δείχνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας σε πολυαγαπημένο μας πρόσωπο·
- ο Θεός να σ’ ευλογεί, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να έχει την ευλογία του Θεού: «ο Θεός να σ’ ευλογεί, φίλε μου, που με βοήθησες»·
- ο Θεός να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, ευχή ατόμου, που βοηθήσαμε, να αποζημιωθούμε από το Θεό ή κατάρα ατόμου, που του κάναμε κάποιο κακό, να τιμωρηθούμε από το Θεό·
- ο Θεός να σε φυλάει, ευχή σε κάποιον να έχει την προστασία του Θεού: «ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους κακούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: Σακραμέντο και Νοτάη ο Θεός να σε φυλάει. Πέρασα κι από το Φρίσκο όλο μπελαλήδες βρίσκω
- ο Θεός να σε φωτίσει ή να σε φωτίσει ο Θεός ευχή σε κάποιον να τον καθοδηγήσει ο Θεός, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει με τον ορθό, το σωστό, τον ενδεδειγμένο τρόπο, να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση: «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό εύχομαι να σε φωτίσει ο Θεός να κάνεις το σωστό»·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να τον καθοδηγεί ο Θεός, ώστε να ενεργεί ορθά, σωστά, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλή·
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρει δεξιά, ευχή σε κάποιον, που βασανίζεται από κάποιο πρόβλημα, να βρεθεί ευνοϊκή λύση, να έχει αίσια κατάληξη·
- ο Θεός να στα φέρνει (πάντα) δεξιά, ευχή σε κάποιον, που μας πληροφορεί πως γενικά όλα τα πράγματα στη ζωή του πηγαίνουν ευνοϊκά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν ευνοϊκά, ή ευχή σε κάποιον, που μας βοήθησε, να είναι ευτυχισμένος, χωρίς προβλήματα·
- ο Θεός να το κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά χρηστικότητα είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω ακαταλληλότητας ή, και αν την έχει, είναι μηδαμινή ή και επικίνδυνη:  «αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο, γιατί φοβάσαι και να μπεις μέσα || αγόρασε ένα διαμέρισμα, αλλά ο Θεός να το κάνει διαμέρισμα, γιατί είναι στο υπόγειο μιας παλιάς οικοδομής»·
- ο Θεός να τον κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που το αποδίδουν ή, και αν τις έχει, είναι μηδαμινές: «θα πάω στο γιατρό μου για μια εξέταση. -Ο Θεός να τον κάνει γιατρό αυτόν τον κομπογιαννίτη || έδωσα την υπόθεσή μου σ’ έναν δικηγόρο, αλλά ο Θεός να τον κάνει δικηγόρο, γιατί είναι απ’ τους μεγαλύτερους χασοδίκες»·
- ο Θεός να φυλάει! βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, δηλώνει εμμονή σε κάποια απόφασή μας: «ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, εγώ δεν αποσύρω τη μήνυση που του ’κανα || ο Θεός ο ίδιος να με παρακαλέσει να μην πάω, εγώ θα πάω για να του μπω στο μάτι»·
- ο Θεός πάντα το καλό, ευχετική προσφώνηση ανάμεσα σε πότες, την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους να πιουν. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και (κι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, έκφραση που δηλώνει πως η τύχη είναι ευμετάβλητη και συνήθως απευθύνεται προειδοποιητικά σε κείνους που παινεύονται για την καλή τους τύχη: «μην κοκορεύεσαι για την καλή σου τύχη, γιατί ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει»· βλ. και φρ. ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, ο Θεός στέλνει τις μεγάλες στενοχώριες, τις μεγάλες συμφορές, τα μεγάλα βάρη, σε κείνους που μπορούν να τα αντέξουν: «ό,τι κακό και να σου τύχει εσένα, δε σε φοβάμαι, γιατί ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι»·
- ο Θεός της Ελλάδας, βλ. λ. Ελλάδα·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, παράλληλα με τη φροντίδα του Θεού, πρέπει και εμείς να φροντίζουμε για τα προς το ζην: «εσύ την άραξες στο σπίτι σου και τα περιμένεις όλα απ’ το Θεό. Βέβαια, ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά». Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «γι’ αυτόν δεν πρέπει ν’ ανησυχείς, γιατί ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει». Συνών. αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο Λόγος του Θεού, βλ. λ. λόγος·
- ο Νόμος του Θεού, βλ. λ. νόμος·
- οίκος (του) Θεού, βλ. λ. οίκος·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, όποιον αγαπά ο Θεός τον υποβάλλει σε δοκιμασίες: «η στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες που σου τυχαίνουν, γιατί όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει». Πρβλ.:
ν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. (Παύλου Προς Εβραίους, ιβ΄ 6]·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, όποιος ελεεί φτωχό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. Η φρ. υπάρχει γραμμένη σε πολλές εκκλησίες·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεού: «δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή, γιατί όλα γίνονται όπως ορίσει ο Θεός»·
- οργή Θεού, βλ. λ. οργή·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, παρ’ όλη την εργατικότητα του ανθρώπου αν δεν υπάρχει και η θεϊκή βούληση, τότε δε θα μπορέσει να προκόψει·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, είναι και φορές που η ατυχία μας εμποδίζει να απολαύσουμε τα οφέλη από τις προσπάθειές μας, τα αγαθά τον κόπων μας: «καμιά φορά έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή, που, όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί»·   
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών, όταν έχουμε την προστασία του Θεού, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα κακό από οποιονδήποτε·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι γι’ αυτά που λέει και κάνει, γιατί, όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, από το ότι, τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου είναι ρευστά, απρόβλεπτα και εξαρτιόνται από τη βούληση του Θεού: «πάνε ν’ ανάψεις κανένα κεράκι τώρα που ξεκινάς καινούρια δουλειά, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει»·    
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα πραγματοποιήσουμε ή δε θα αφήσουμε να πραγματοποιηθεί κάτι που τον συμφέρει ή που τον ωφελεί: «δε θα τον πάρω στη δουλειά μου, ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει || δε θα του δώσω την άδεια που θέλει, ούτε το Θεό μπάρμπα  να ’χει»·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παιδιά του Θεού, βλ. λ. παιδί·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγε στο Θεό, πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο σχωρεμένος και σίγουρα η ψυχή του πήγε στο Θεό». Συνηθισμένη δικαιολογία σε μικρό παιδί για το θάνατο ατόμου της οικογενείας του·
- πλάσμα του Θεού, βλ. λ. πλάσμα·
- πλούσια, Θεέ μου, τα ελέη σου! ή πλούσια τα ελέη του Θεού! αναφώνηση ευχαριστίας προς το Θεό για την αφθονία αγαθών, ιδίως τροφών που υπάρχουν σε ένα τραπέζι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! ξέσπασε με τέτοια οργή και μανία, που προξενούσε φόβο: «μόλις μας είδε να τεμπελιάζουμε, άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!»·
- προβατάκι του Θεού, βλ. λ. προβατάκι·
- προς Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό, ή έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας για κάτι κακό που μας προσάπτει κάποιος: «προς Θεού, πρέπει να προσέχουμε καλά μη μας συμβεί κανένα κακό! || μα τι λες, προς Θεού, ούτε που το σκέφτηκα να σε κατηγορήσω!»·
- πρώτα ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, έκφραση με την οποία θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία του καλού γείτονα: «ο καλός γείτονας είναι μεγάλη τύχη για κάποιον, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου»·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! α. έχω εξαντληθεί σωματικά ή οικονομικά: «ήταν τόσο κουραστική σήμερα η δουλειά, που πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! || έπεσε τέτοια αναδουλειά στο μαγαζί και το πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει!». β. μετά βίας συγκρατώ τα νεύρα μου, μετά βίας συγκρατιέμαι να μην ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου: «λέει τέτοιες ανοησίες και πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μόνο ή το μονάχα, ενώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άρθρο το·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. φρ. πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει(!)·
- σε τι Θεό πιστεύεις; λέγεται σε άτομο που συμπεριφέρεται με μεγάλη σκληρότητα και δηλώνει συνήθως παράκληση να συμπεριφερθεί πιο ήπια ή με επιείκεια: «μην τον κλείσεις φυλακή για μια κωλοεπιταγή, που δεν είχε να σου πληρώσει, σε τι Θεό πιστεύεις;»·
- σημαδεμένος απ’ το Θεό, αυτός που είναι ανάπηρος, σακάτης εκ γενετής: «τον τρώει ένα σαράκι, γιατί έχει ένα παιδί σημαδεμένο απ’ το Θεό»·
- στην ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- στο Θεό σου! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού! (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;)·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κάποιον, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ενεργεί, για την απόκτηση ζωτικών αναγκών στη ζωή του·
- συν Θεώ, με τη βοήθεια του Θεού: «συν Θεώ όλα θα πάνε καλά»·
- τ’ αγαθά του Θεού, βλ. λ. αγαθό·
- τα ελέη του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τα καλά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών: «τα καλά του Θεού έχουμε, δε μας λείπει τίποτα»·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- τέρμα Θεού, βλ. λ. τέρμα·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέρμα·
- τι Θεό λατρεύει, βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύει·
- τι Θεό λατρεύεις; βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύεις(;)·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πολλές φορές, τη φρ. προτάσσεται το πω πω ή το ε ρε·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. φρ. τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό·
- τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό, υποτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το χτυπήσουμε, γιατί η μεγάλη βλακεία του, η μεγάλη ανοησία του θεωρούμε πως είναι χτύπημα από το Θεό· 
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το Θεό, ειρωνική έκφραση ή έκφραση φιλοφροσύνης στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση ή άλλη διευκόλυνση που του κάναμε·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. φρ. το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, λ. παπάς·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), το λατρεύω, το αγαπώ πάρα πολύ, ιδίως το χρήμα: «όλοι στην οικογένειά μου ήταν τσιγκούνηδες άνθρωποι κι έτσι έμαθα κι εγώ να ’χω σαν Θεό το χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: την έσπασες στα γρήγορα, γι’ άλλο κορόιδο τρέχεις, γιατί το χρήμα αγαπάς και για Θεό το έχεις!
- τον αγαπάει σαν Θεό, τον υπεραγαπά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν τον αγαπάει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος το ’πε πως εγώ σε ξεχνώ, εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα στο κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ
- τον βλέπει σαν Θεό, τον υπεραγαπά, τον λατρεύει: «ο άντρας της δε της χαλάει χατίρι κι αυτή τον βλέπει σαν Θεό»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκανα Θεό ή τον έχω κάνει Θεό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Θεό να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα || τον έκανα Θεό ν’ αποσύρει τη μήνυση κι ευτυχώς που τον έπεισα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχω κάνει Θεό μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ γύρνα πίσω
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, πρόκειται για πολύ τυχερό, για πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο: «με ό,τι καταπιαστεί, βγάζει ένα σωρό λεφτά, λες και τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια»·  
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό μου ή τον έχω σαν Θεό (μου), τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ: «μην πεις κουβέντα για τον πατέρα του, γιατί τον έχει Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για μάννα μου έδωσες χολή
- τον κοιτάζω σαν Θεό, τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ και παράλληλα τον σέβομαι υπερβολικά: «τους γονείς του τους κοιτάζει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, σαν Θεό μου σε κοιτώ, αχ, σε λατρεύω σ’ αγαπώ· μα εσύ αδιαφορείς, δε γυρίζεις να με δεις
- τον ξέχασε ο Θεός, είναι υπέργηρος: «μη ρωτάς πόσο χρονών είναι, τον ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. μας ξέχασε ο Θεός·
- τον πήρε ο Θεός, πέθανε: «είναι μήνες τώρα που τον πήρε ο Θεός». Πρβλ. Άγιε μου Γιώργη γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τιμώρησε ο Θεός, τελικά δε γλίτωσε την τιμωρία: «μπορεί να ξέφυγε απ’ τους ανθρώπους, αλλά στο τέλος τον τιμώρησε ο Θεός»·
- του βγάζω το Θεό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε το Θεό μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μπορεί να του βγάζω το Θεό ανάποδα κάθε μέρα, επειδή του ανέθεσα δύσκολη δουλειά, αλλά τον πληρώνω διπλάσια». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του γαμώ το Θεό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον είδε που ενοχλούσε έγκυο γυναίκα κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε το Θεό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας του πως ήταν πάλι πιωμένος του γάμησε το Θεό || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε το Θεό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά.Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του Θεού το χρόνια δε σώνονται, α. λέγεται για τους βιαστικούς και ανυπόμονους ανθρώπους: «σιγά, ρε άνθρωπέ μου, μη βιάζεσαι, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται». β. λέγεται από αυτούς που δε βιάζονται, που αφήνουν για το μέλλον αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα, που αναβάλλουν συνεχώς: «έλα μωρέ, γιατί να βιαστώ, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται»· 
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. φρ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, λέγεται για την αφθονία υλικών αγαθών που έχει κάποιος, και που συνεχώς προστίθενται και άλλα: «πώς να μην είναι ευτυχισμένος, απ’ τη στιγμή που του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι;»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του χρωστάει ο Θεός, λέγεται για άτομο που, με ό,τι καταπιάνεται, κερδίζει με ευκολία πάρα πολλά λεφτά: «μην απορείς για το χρήμα που βγάζει αυτός ο άνθρωπος, γιατί του χρωστάει ο Θεός»·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! βλ. λ. ύψιστος·
- υψώνω τα χέρια μου στο Θεό, βλ. λ. χέρι·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, προκλήθηκε μεγάλη, ανυπολόγιστη καταστροφή από φυσικά κυρίως αίτια ή στοιχεία: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο || έγιναν τέτοιες πλημμύρες, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο»·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, βλ. λ. ψωλή.

ιερόδουλος

ιερόδουλος, η, κ. ιερόδουλη, η, ουσ. [<μτγν. ἱερόδουλος], η πόρνη·
- έγινε της ιεροδούλου (το κιγκλίδωμα), εξευγενισμένη απόδοση της φρ. έγινε της πουτάνας (το κάγκελο), βλ. λ. πουτάνα·
- θα γίνει της ιεροδούλου (το κιγκλίδωμα), εξευγενισμένη απόδοση της φρ. θα γίνει της πουτάνας (το κάγκελο), βλ. λ. πουτάνα.

καθάρσιο

καθάρσιο, το, ουσ. [<αρχ. καθάρσιον, ουδ. του επιθ. καθάρσιος <κάθαρσις], το καθάρσιο· οτιδήποτε πίνει κανείς με μεγάλη δυσαρέσκεια, με μεγάλη δυσφορία: «πορτοκαλάδα πίνεις, βρε ανόητε, δεν πίνεις καθάρσιο για να μορφάζεις έτσι! || δεν του αρέσει το ποτό κι όταν πίνει ουίσκι, κάνει σαν να πίνει καθάρσιο»·
- θα σου δώσω καθάρσιο, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον βασανίσουμε, πως θα τον ταλαιπωρήσουμε: «κάτσε καλά και μη μ’ ενοχλείς με τις βλακείες σου, γιατί θα σου δώσω καθάρσιο». Από το ότι η ενέργεια αυτού του καθαρτικού φαρμάκου για την κένωση του στομάχου και των εντέρων, είναι πολύ επώδυνη. Καθάρσιο έδιναν στους πολιτικούς αντιπάλους κατά τη δκτατορία του Ι. Μεταξά.

καιρός

καιρός, ο, ουσ. [<αρχ. καιρός], ο καιρός. 1. προσδιορισμός ιστορικής χρονολογίας, χρονικής στιγμής, εποχής του χρόνου, χρονικής διάρκειας: «τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου || τον καιρό του πολέμου ||  εκείνο τον καιρό ήμουν σε άσχημη κατάσταση || τι καιρό είχαμε γνωριστεί; || πόσο καιρό θέλεις για να τελειώσεις τη δουλειά;». 2. οι ατμοσφαιρικές συνθήκες: «χάλασε ο καιρός || τι καιρό κάνει; || ο καιρός είναι άστατος». 3. η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, η στιγμή που αρμόζει: «θα το μάθεις, όταν θα έρθει ο καιρός». 4. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος της ακμή, ο χρόνος της ωριμότητας: «είναι στον καιρό του ο γιος μου και ψάχνει για νύφη». 5. ο διαθέσιμος χρόνος: «δεν έχω καιρό αυτή τη στιγμή, ίσως αύριο να μπορέσω να σ’ εξυπηρετήσω». 6. μεγάλο χρονικό διάστημα: «έχω να τον δω καιρό». 7. στον πλ. οι καιροί, οι κοινωνικές συνθήκες, γενικά η κατάσταση που επικρατεί, οι περιστάσεις, η εποχή: «οι καιροί δε μας επιτρέπουν παραπανίσια έξοδα». (Ακολουθούν 175 φρ.)·
- αγρίεψε ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα προς το χειρότερο: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα ξαφνικά αγρίεψε ο καιρός»·
- άλλαξαν οι καιροί ή οι καιροί άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική κατάσταση είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, άλλαξαν οι περιστάσεις: «τώρα που έπεσε η χούντα, άλλαξαν οι καιροί κι έχουμε δημοκρατία || κάποτε η φιλία ήταν ιερό πράγμα, τώρα όμως άλλαξαν οι καιροί κι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για την πάρτη του». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια)· βλ. και φρ. άλλαξαν τα πράγματα, λ. πράγμα·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. φρ. άλλες εποχές τότε! λ. εποχή·
- ανάποδοι καιροί, χρονική περίοδος με δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «μα τι ανάποδοι καιροί είναι αυτοί που περνούμε! Κάθε τόσο και κάτι κακό συμβαίνει»· βλ. και φρ. ανώμαλοι καιροί·
- ανάποδος καιρός, που δεν υπάρχουν σταθερές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «πολύ ανάποδος καιρός ο σημερινός· απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα άλλαξε τρεις φορές. Πότε βροχή, πότε ήλιο και τώρα μας τρέλανε με τον αέρα!»·
- άνοιξε ο καιρός, καθάρισε ο ουρανός από τα σύννεφα, βγήκε ήλιος: «μόλις άνοιξε ο καιρός, η παραλία γέμισε από κόσμο»·
- ανώμαλοι καιροί, χρονική περίοδος αστάθειας και ταραχών: «εύχομαι να ζείτε πάντα με ασφάλεια και ειρήνη και να μη γνωρίσετε κι εσείς ανώμαλους καιρούς, όπως γνώρισε η γενιά μου»·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που ο Παρθενώνας ήταν γιαπί, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της πυραμίδας του Χέοπος, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αδάμ, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Εικοσιένα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Νώε, α. προσδιορισμός γεγονότος που συνέβη πάρα πολύ παλιά: «η γνωριμία των οικογενειών μας έγινε απ’ των καιρό του Νώε». β. (για μηχανήματα ή κατασκευές) που κατασκευάστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ παλιό ή σχεδόν άχρηστο: «έχει ένα αυτοκίνητο απ’ τον καιρό του Νώε και κάθε λίγο και λιγάκι το πηγαίνει στο συνεργείο || έχει ένα ψυγείο απ’ τον καιρό του Νώε και χρησιμοποιεί ακόμη πάγο». γ. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ παλιό και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να έχει και συλλεκτική αξία: «έχει ένα κηροπήγιο απ’ τον καιρό του Νώε και το φυλάει σαν τα μάτια του». δ. (για ιδέες) που είναι απαρχαιωμένες: «σήμερα ο κόσμος έχει διαφορετική γνώμη για τα πράγματα, κι αυτά που λες εσύ τα έλεγαν απ’ τον καιρό του Νώε». Συνών. οι εννιά πιο πάνω και οι τρεις επόμενες φρ. συν από αμνημονεύτων χρόνων / από αρχαιοτάτων χρόνων / από καταβολής κόσμου / από κτίσεως κόσμου·
- απ’ τον καιρό του Όθωνα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Φαραώ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό των πυραμίδων, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- από καιρό, πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «από καιρό ξέρω τη σχέση του με την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά, μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη
- από καιρό ήθελα να..., πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήθελα να..., εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να…: «από καιρό ήθελα να σε δω να σου μιλήσω || από καιρό ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι»·
- από καιρό σε καιρό, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «περνάει από καιρό σε καιρό απ’ το μαγαζί και τα λέμε, αλλά τώρα έχει να εμφανιστεί ένα μήνα || από καιρό σε καιρό φιλοτιμείται να διαβάσει και κανένα βιβλίο!». Συνών. κάπου κάπου / πότε πότε / που και που·
- από καιρού εις καιρόν, βλ. συνηθέστ. από καιρό σε καιρό·
- άστατος καιρός, (στη γλώσσα της αργκό) προειδοποίηση σε κάποιον ή κάποιους πως η αστυνομία κάνει έρευνες για μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ίσως να ενέχονται και αυτοί, ή, γενικά, ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος: «μην πάτε στα μπαράκια της παραλίας, γιατί επικρατεί άστατος καιρός»· βλ. και φρ. ανάποδος καιρός·
- άσχημος καιρός, βλ. φρ. ανάποδος καιρός·
- βλάκας παντός καιρού, βλ. λ. βλάκας·
- βρίσκω καιρό ή βρίσκω τον καιρό, α. βρίσκω την κατάλληλη περίσταση, τη στιγμή που αρμόζει, την ευκαιρία: «καθώς ήμουν αφηρημένος, βρήκε τον καιρό και μου ’κλεψε την τσάντα». β. βρίσκω διαθέσιμο χρόνο: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να βρεις καιρό να με βοηθήσεις || δεν μπορώ να βρω τον καιρό να σε βοηθήσω»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνώ τον καιρό μου, έκφραση που δηλώνει πως, αυτό το συγκεκριμένο με το οποίο ασχολούμαι κάποιο χρονικό διάστημα, είναι για μένα μια πάρεργη ασχολία που με ευχαριστεί: «μετά τη δουλειά μου, ασχολούμαι με τη συλλογή γραμματοσήμων για να περνώ τον καιρό μου»·
- γλυκός καιρός, που είναι μαλακός, ήπιος: «κάθε φορά που είναι γλυκός ο καιρός, είναι πολλοί αυτοί που κάνουν βόλτα στην παραλία»· 
- γύρισε ο καιρός, άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τ’ απόγευμα γύρισε ο καιρός και βγήκε ήλιος || όλο το πρωί είχαμε ηλιοφάνεια, αλλά προς το μεσημέρι γύρισε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- δε βρίσκω καιρό (για κάτι), βλ. φρ. δεν έχω καιρό (για κάτι)·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. συνηθέστ. δε με παίρνει ο χρόνος, λ. χρόνος·
- δε χάνω (τον) καιρό, βιάζομαι, ενεργώ ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως πήγαν το φίλο του στο νοσοκομείο, δεν έχασε καιρό κι έτρεξε να τον δει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψ’ έλα κοντά μου, τσιγγάνα, στον οντά μου, έλα να με γιάνεις και τον καιρό μη χάνεις
- δε χάνω τον καιρό μου, ασχολούμαι με πράγματα ουσιαστικά και ωφέλιμα, δεν αφήνω τον καιρό μου να περνάει ανεκμετάλλευτος: «δε χάνω τον καιρό μου με ανόητα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- δεν είναι καιρός για… ή δεν είναι καιρός να…, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή: «δεν είναι καιρός να κάνουμε έξοδα, γιατί δυσκόλεψαν τα πράγματα || δεν είναι καιρός για διασκεδάσεις, γιατί έχουμε δουλειά»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, πρέπει να σοβαρευτώ, να σοβαρευτούμε, πρέπει να ενεργοποιηθώ, να ενεργοποιηθούμε: «δεν είναι καιρός για παιχνίδια, γιατί αρχίζουν σε λίγο οι εξετάσεις»· βλ. και φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια·
- δεν είναι στον καιρό τους, (για καρπούς ή φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ωρίμανσης: «τα σταφύλια δεν είναι ακόμα στον καιρό τους, γι’ αυτό και είναι ξινά || τα σύκα και τα σταφύλια είναι στον καιρό τους το μήνα Αύγουστο»· 
- δεν έχασε καιρό και…, βλ. συνηθέστ. χωρίς να χάνει καιρό·
- δεν έχει καιρό, επικρατούν ομαλές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «μια και δεν έχει καιρό, αποφασίσαμε να πάμε για ψάρεμα»·
- δεν έχω καιρό (για κάτι), δεν έχω διαθέσιμο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σου || δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σπάσουμε τις αλυσίδες, δεν έχουμε καιρό γι’ άλλες ελπίδες
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι πολύ βιαστικός, δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, επείγομαι για κάτι: «πες μου στα γρήγορα τι ακριβώς θέλεις, γιατί δεν έχω καιρό για κουβέντες»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, επείγομαι να τελειώσω κάτι: «δεν έχω καιρό για παιχνίδια, γιατί πρέπει να παραδώσω κάποια δουλειά»· βλ. και φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδια·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, α. δηλώνει άμεση ενέργεια λόγω ελλείψεως χρόνου: «πρέπει να φύγω να προλάβω τ’ αεροπλάνο, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο». β. δηλώνει άμεση και ουσιαστική εκμετάλλευση του χρόνου που κυλάει: «αν θέλω να πετύχω στο πανεπιστήμιο, χρειάζεται πολύ διάβασμα, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο»·
- δίνω καιρό ή δίνω τον καιρό (σε κάποιον), δίνω χρονικό περιθώριο σε κάποιον να κάνει κάτι: «δώσε μου λίγο καιρό και θα σου επιστρέψω τα λεφτά που σου χρωστάω || δώσε μου τον καιρό να ετοιμαστώ». (Τραγούδι: δε σου ’χω πει ακόμα τίποτα, δώσ’ μου τον καιρό, όλα τα λόγια μου τ’ ανείπωτα μέσα σου να βρω
- εδώ και καιρό ή εδώ και τόσο καιρό, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, τόσον καιρό: «εδώ και τόσο καιρό σε συμβουλεύω ν’ αλλάξεις τακτική κι εσύ με γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια»·
- είναι άσχημος καιρός ή είναι άσχημος ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες δεν είναι καλές: «ματαιώσαμε την εκδρομή μας, γιατί είναι άσχημος ο καιρός»·
- είναι καιρός για…, οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες για…: «το χειμώνα είναι καιρός για σκι, ενώ το καλοκαίρι είναι καιρός για μπάνια»·
- είναι καιρός να… ή είναι καιρός τώρα να…, είναι η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου: «είναι καιρός να φύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || αφού βρήκες δουλειά, είναι καιρός τώρα να παντρευτείς»·
- είναι καιρός που… ή είναι καιρός τώρα που…, λέγεται για κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι αυτή τη στιγμή: «είναι καιρός που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε || είναι καιρός τώρα που σε ψάχνει ο τάδε»·
- είναι καιρός που δεν…, βλ. φρ. πάει καιρός που δεν(…)·
- είναι καιρός που μας άφησε, βλ. φρ. πάει καιρός που μας άφησε·
- είναι κακός καιρός ή είναι κακός ο καιρός, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός·
- είναι καλός καιρός ή είναι καλός ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες είναι καλές: «κάθε φορά που είναι καλός ο καιρός, βγαίνουμε με τη βάρκα για ψάρεμα»·
- είναι κόντρα ο καιρός, ο αέρας έρχεται αντίθετα, ενάντια προς τη φορά του πλοίου, το πλοίο δέχεται τον αέρα στη πρύμνη του, και, κατ’ επέκταση, ο καιρός δεν είναι καλός: «δε θα ρίξω σήμερα το σκάφος στη θάλασσα, γιατί είναι κόντρα ο καιρός». (Λαϊκό τραγούδι: κόντρα ο καιρός Φλωριά και τα ψάρια δεν τσιμπάνε. -Δε βαριέστε, βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
- είναι μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. συνηθέστ. είναι μπροστά απ’ την εποχή του, λ. εποχή·
- είναι στον καιρό της, (για έγκυες γυναίκες), βλ. συνηθέστ. είναι στις μέρες της, λ. μέρα·
- είναι στον καιρό του, (για αρσενικά ζώα) βρίσκεται σε περίοδο για να ζευγαρώσει με το θηλυκό: «ψάχνω να βρω μια σκυλίτσα ράτσας, γιατί το σκυλί μου είναι στον καιρό του»·
- είναι στον καιρό του (της), βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία για να κάνει κάτι, ιδίως να παντρευτεί: «έχει ένα παλικάρι, που είναι στον καιρό του, αλλά εδώ που τα λέμε κι η κόρη μου είναι στον καιρό της». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου,προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. λ. φρούτο·
- έκλεισε ο καιρός, συννέφιασε: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έκλεισε ο καιρός»·
- εν καιρώ, αργότερα, κάποτε στο μέλλον: «εν καιρώ θ’ ασχοληθώ και με το πρόβλημά σου»·
- έναν καιρό, κάποτε στο παρελθόν, άλλοτε, παλιά: «έναν καιρό μέναμε με τον τάδε στην ίδια γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: έναν καιρό που με έστελνε η μάνα μου σχολείο κι ο δάσκαλος με έβαζε στο πρώτο το θρανίο
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έπεσε ο καιρός, σταμάτησε να φυσάει ή φυσάει με λιγότερη ένταση: «μόλις έπεσε ο καιρός, τα παιδιά βγήκαν στην πλατεία να παίξουν || αν δεν πέσει ο καιρός, δεν μπορεί ν’ αποπλεύσει το καράβι»· βλ. και φρ. μαλάκωσε ο καιρός·
- έσφιξε ο καιρός, επιδεινώθηκε: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έσφιξε ο καιρός»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό, που πρέπει κανείς να τον περάσει στο σπίτι του: «ξέχνα την εκδρομή που είχαμε προγραμματίσει, γιατί έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε»·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, έκφραση που δηλώνει τη μοιρολατρική αποδοχή των περιστάσεων, την παραδοχή μας πως δεν μπορούμε να επέμβουμε και να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων ή να αντισταθούμε στις κοινωνικές συνθήκες, ή που φανερώνει την προσπάθειά μας να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημα ή κάποια επιλήψιμη πράξη μας, υποστηρίζοντας πως υπαγορεύεται ή απαιτείται από την παρούσα κοινωνική κατάσταση. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι γυναίκα του γλεντιού και δεν υπολογίζω, έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω)·  
- έχει καιρό, επικρατούν άστατες ατμοσφαιρικές συνθήκες: «αφού έχει καιρό δε θα μπορέσουμε να πάμε για ψάρεμα»·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται μέσα στο χρόνο: «μην ανησυχείς, θα ξαναπάρει γρήγορα τ’ απάνω του, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως, μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θυμάσαι πως έχει ο καιρός γυρίσματα». Σε αρκετές περιπτώσεις, η φρ. κλείνει με το κι ο χρόνος εβδομάδες. Συνών. έχει η ζωή γυρίσματα. Από το ότι ο καιρός είναι ευμετάβλητος· βλ. και φρ. γύρισε ο καιρός·
- έχω καιρό ή έχουμε καιρό, έχω, διαθέτω χρόνο, προλαβαίνω να κάνω κάτι, δε βιάζομαι: «έχω καιρό για να πάω στο αεροδρόμιο || έχουμε καιρό για να τελειώσω τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πες της για να πάει να φέρει το γιατρό κι ώσπου να τον φέρει έχουμε καιρό).Συνήθως η φρ. κλείνει με το ακόμα ή με το μπροστά μου ή μπροστά μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έχω καιρό για χάσιμο; βλ. φρ. δεν έχω καιρό για χάσιμο·
- έχω καιρό να…, λέγεται για κάτι που έγινε ή που κάναμε πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «έχω καιρό να σε δω || έχω καιρό να πάω στα μπουζούκια». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακούγεται το αρκετό ή το πολύ· βλ. και φρ. καιρό έχω να(…)·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. φρ. έχω χρόνο μπροστά μου, λ. χρόνος·
- έχω τον καιρό πρίμα, α. ταξιδεύω, ιδίως με ιστιοφόρο, έχοντας ευνοϊκό άνεμο: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας είχαμε τον καιρό πρίμα και πλέαμε με φουσκωμένα τα πανιά». β. η ζωή μου, η δουλειά μου, εξελίσσεται ευνοϊκά: «τώρα που έχω τον καιρό πρίμα, πρέπει να τακτοποιήσω όλες τις υποθέσεις μου»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- ήρθαν άλλοι καιροί, άλλαξε η κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου ή ενός τόπου, μιας χώρας: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, ήρθαν άλλοι καιροί || κάποτε περνούσαμε τη ζωή μας ήσυχα κι ευτυχισμένα, όμως με τη γερμανική κατοχή ήρθαν άλλοι καιροί». (Λαϊκό τραγούδι: μα περάσαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί,τώρα εγώ θα γελάω μα θα κλάψεις εσύ)·  
- ήρθε ο καιρός, έφτασε η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου:  «ήρθε ο καιρός να κάνεις κι εσύ οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε είδα όνειρο που ’χε πολλά ελάφια και είπα ήρθε ο καιρός ν’ απολυθώ -ν’ απολυθώ- πιλάφια
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. φρ. ο καιρός θα (το) δείξει·
- θέλει καιρό για να…, απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί κάτι: «θέλει καιρό για να ωριμάσουν τα ροδάκινα || θέλει καιρό για να τελειώσει η δουλειά». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα  ·
- θέλω καιρό για να…, α. απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσω κάτι: «θέλω καιρό για να πάρω το πτυχίο μου». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα. β. χρειάζομαι διαθέσιμο χρόνο: «θέλω καιρό για ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου, γιατί είναι πολύ μπερδεμένη»·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, βλ. λ. Θεός·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- καιρό έχω να…, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα: «ερχόταν αυτός που ζητάς σ’ αυτό το μπαράκι, αλλά καιρό έχω να τον δω»· βλ. και φρ. έχω καιρό να(…)·
- καιρός για σπίτι, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό: «πού θα πάτε εκδρομή, δε βλέπετε που είναι καιρός για σπίτι;»·
-καιρός είναι να…, έκφραση με την οποία θέλουμε να προλάβουμε κάποια απαίτηση ή κάποια ενέργεια ατόμου, που δε μας είναι επιθυμητή ή ευχάριστη: «καιρός είναι να μου ζητάς πάλι δανεικά, απ’ τη στιγμή που δε μου ’φερες ούτε τα προηγούμενα! || καιρός είναι να μας πεις πως σ’ αδικήσαμε κι από πάνω!»·
- καιρός ήταν! έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ευχαρίστηση ή την ικανοποίησή μας για ενέργεια ατόμου ή για κάτι που περιμέναμε προ πολλού να εκδηλωθεί: «ήρθα να σου επιστρέψω τα δανεικά που σου είχα πάρει. -Καιρός ήταν! || ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. -Καιρός ήταν! || άρχισε να βρέχει. -Καιρός ήταν!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το επιτέλους·
- καιρός να…, έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να γίνει ή να ενεργήσουμε σύμφωνα με αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «καιρός να φεύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || καιρός ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε γιατί αρκετά καθίσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου, καιρός ν’ αλλάξει νου, γιατί και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- καιρός να του δίνω! ή καιρός να του δίνουμε! βλ. φρ. ώρα να του δίνω! λ. ώρα·
- καιρός πανί, καιρός κουπί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: «αν θέλεις να πετύχει η δουλειά σου, πρέπει να κάνεις το άνοιγμα τώρα που είναι ευνοϊκά τα πράγματα, γιατί καιρός πανί, καιρός κουπί». Από την εικόνα του ναυτικού που, όταν έχει άνεμο χρησιμοποιεί τα πανιά και όταν πέσει ο άνεμος χρησιμοποιεί τα κουπιά της βάρκας του·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του, στην εποχή του, στην κατάλληλη ηλικία: «δεν είναι σωστό τώρα που γεράσαμε να τρέχουμε πίσω απ’ τα κοριτσόπουλα, γιατί καιρός πανί, καιρός παιδί». Από το ότι, όταν η γυναίκα αποκτήσει παιδί, δεν έχει καιρό να ασχολείται πολύ με το σπίτι της ή με το με το εργόχειρό της, γιατί αφοσιώνεται στη φροντίδα του·
- καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε τη δύναμη να μπλεχτώ στην ηλικία που βρίσκομαι με επιχειρήσεις, γιατί καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- καιρούς και ζαμάνια, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- κακός καιρός, κακοκαιρία: «όταν έχει κακό καιρό, δε βγαίνω απ’ το σπίτι»·
- καλός καιρός, καλοκαιρία: «όταν έχει καλό καιρό, πάω βόλτα στην παραλία»·
- κατά καιρούς, σε αραιά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους, πότε πότε: «γενικά δεν του αρέσουν τα βιβλία, αλλά κατά καιρούς πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κατά τον καιρό και το χορό, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «με την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές, γιατί κατά τον καιρό και το χορό». Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον άγιο και το κερί του·
- κερδίζω καιρό, βλ. συνηθέστ. κερδίζω χρόνο, λ. χρόνος·
- κλειστός καιρός, συννεφιασμένη, βαριά ατμόσφαιρα, που συχνά εξελίσσεται σε καταιγίδα: «είναι μανιώδης ψαράς αλλά, κάθε φορά που βλέπει κλειστό καιρό, δεν πάει για ψάρεμα»·
- κοιμάται του καλού καιρού, α. είναι βυθισμένος στον ύπνο: «ξάπλωσε από νωρίς, γιατί ήταν κουρασμένος, και τώρα κοιμάται του καλού καιρού». β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του ή σε βάρος του: «η γυναίκα του τον κερατώνει κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού»·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για τους αργόσχολους, τους τεμπέληδες: «μόλις ξυπνούν, μαζεύονται στο μπαράκι της γειτονιάς κι όλη μέρα είναι κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό»·
- μαλάκωσε ο καιρός, σταμάτησε να κάνει κρύο ή κάνει λιγότερο κρύο: «χτες είχε κρύο τσουχτερό, αλλά σήμερα μαλάκωσε ο καιρός»· βλ. και φρ. έπεσε ο καιρός· 
- μας άφησε καιρό, βλ. συνηθέστ. πάει καιρός που μας άφησε·
- μας τα χάλασε ο καιρός, η κακοκαιρία ματαίωσε το πρόγραμμά μας, γιατί μας δημιούργησε δυσκολίες: «θέλαμε να πάμε απ’ το πρωί για ψάρεμα, αλλά μας τα χάλασε ο καιρός, γιατί έβγαλε τρελό αέρα»·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- με τον καιρό, με την πάροδο, με το πέρασμα του χρόνου: «με τον καιρό θα ξεχαστούν όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω πικρά, μα θα ξεχάσω, μα θα ξεχάσω, με τον καιρό,καινούρια ζωή θα χαράξω να μην πονάω που σ’ αγαπώ
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- με τον καιρό του, τη σωστή χρονική στιγμή, όταν θα είναι κάποιος ή κάτι έτοιμο(ς) κατάλληλο(ς) ευνοϊκό(ς), με το χρονικό διάστημα που χρειάζεται: «μη βιάζεσαι να παντρευτείς, κάθε πράγμα με τον καιρό του || όλα θα τακτοποιηθούν με τον καιρό τους»·
- μη χάνεις καιρό, α. τρέξε γρήγορα, βιάσου, σπεύσε: «σε θέλει ο πατέρας κι είναι νευριασμένος, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό». β. ενεργοποιήσου αμέσως: «αν αναλάβεις αυτή τη δουλειά θα βγάλεις καλά λεφτά, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό»·  
- μη χάνεις τον καιρό σου, μη ματαιοπονείς: «εφόσον δε θέλει να κάνει δεσμό η κοπέλα μαζί σου, μη χάνεις τον καιρό σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου
- μηνύματα των καιρών, βλ. λ. μήνυμα·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- νέοι καιροί, νέα ήθη, λέγεται για να δηλώσουμε πως οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, ιδίως προς το χειρότερο: «κάποτε οι νέοι σέβονταν τους γεροντότερους, αλλά σήμερα νέοι καιροί, νέα ήθη»·
- ξοδεύω τον καιρό μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μην ξοδεύεις τον καιρό σου, γιατί είναι πολύτιμος»· βλ. και φρ. περνώ τον καιρό μου·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, υπήρξε επιδείνωση του καιρού, ιδίως με δριμύ ψύχος, με παγωνιά: «απ’ την αρχή του χειμώνα ο καιρός δεν ήταν και πολύ κρύος, αλλά, μόλις μπήκε ο Φλεβάρης, ο καιρός έδειξε τα δόντια του»·
- ο καιρός είναι στο… (στη…), οι ατμοσφαιρικές συνθήκες έχουν τάση, δείχνουν προς κάποιο καιρικό φαινόμενο: «ο καιρός είναι στη βροχή || ο καιρός είναι στο χιονιά». (Λαϊκό τραγούδι: είπα, ο καιρός είναι στη βροχή πώς να με νοιαστεί μια ξένη πόλη; Κι έτσι ξαφνικά, ένιωσα φτωχή. Όπως νιώθουμ’ όλοι  
- ο καιρός θα (το) δείξει, με την πάροδο του χρόνου θα αποδειχτεί κάτι: «ο καιρός θα δείξει τι σόι άνθρωπος είναι || ο καιρός θα δείξει, αν θα έχουμε φέτος βαρύ χειμώνα»·
- ο καιρός (το) πάει για…, έχει την τάση, δείχνει πως θα…, εξελίσσεται σε…: «απ’ το πρωί ο καιρός το πάει για βροχή || έχω την εντύπωση πως ο καιρός το πάει για χιόνι»·
- ο καιρός τρέχει, βλ. φρ. τρέχει ο καιρός·
- ο καιρός φυσάει πρίμα, φυσάει ευνοϊκός άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ελαφρό ήταν το κύμα και ο καιρός φυσούσε πρίμα και μας φέρνει μάνι μάνι στου Περαία το λιμάνι
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες, λ. μέρα·
- όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, δεν πρέπει να αφήνουμε τον καιρό μας να φεύγει ανεκμετάλλευτος, γιατί δε θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε: «τώρα που είσαι νέος, μην αφήνεις τον καιρό σου να φεύγει άδικα, γιατί, όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει»·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. φρ. έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, όπως τότε που όλα ήταν ωραία και οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι: «πολλές φορές ονειρεύτηκα πως ζούσα στην αγαπημένη μου γειτονιά όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά το πρωί σαν ξυπνούσα, ερχόμουν πάλι αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα»·
- όσο είναι καιρός, όσο υπάρχουν ακόμη περιθώρια χρόνου:  «πρέπει να παντρευτείς όσο είναι καιρός, γιατί μετά τα σαράντα δυσκολεύουν τα πράγματα»·
- πάει καιρός που… ή πάει καιρός τώρα που…, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύ παλιά: «πάει καιρός που έχω κόψει το κάπνισμα || πάει καιρός τώρα που έφυγε και δε θα ξανάρθει». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας)· βλ. και φρ. είναι καιρός που(…)·
- πάει καιρός που δεν…, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν κάνω κάτι: «πάει καιρός που δεν καπνίζω, γιατί μου δημιούργησε πρόβλημα στα πνευμόνια || πάει καιρός που δεν τρώω λιπαρά, γιατί έχω ανεβασμένη χοληστερίνη»·
- πάει καιρός που μας άφησε, πέθανε πριν από πολύ καιρό: «δε μένει πια αυτός που ζητάς σ’ αυτό το σπίτι, γιατί πάει καιρός που μας άφησε»·
- πάλι με χρόνια με καιρούς, στο απώτερο μέλλον, κάποτε στο μέλλον: «μπορεί να χώρισαν, αλλά επειδή ξέρω ότι αγαπιούνται, πάλι με χρόνια με καιρούς θα ξανασμίξουν». (Λαϊκό τραγούδι: με χρόνια πάλι με καιρούς κοντά μου θα γυρίσεις, θα σφάλμα σου θα αισθανθείς, συγγνώμη θα ζητήσεις)· 
- πάω κόντρα με τον καιρό ή  πάω κόντρα στον καιρό, εναντιώνομαι στις κρατούσες κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες: «συνήθως δεν πάω κόντρα με τον καιρό κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο || όλα τα επαναστατικά και προοδευτικά πνεύματα πάνε κόντρα στον καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: όμως θέλω τη ζωή μου να την χαρώ, γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό)·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα) έχασε την παλιά κοινωνική επιρροή ή αίγλη που είχε: «μόλις κατάλαβε πως πέρασε ο καιρός του, αποχώρησε απ’ το κόμμα κι έζησε ήσυχα στο εξοχικό του»·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που ολοκληρώθηκε προ πολλού η διαδικασία της ωρίμανσης και δεν είναι κατάλληλα ή ευχάριστα όταν τα τρώμε: «μην ξαναγοράσεις κεράσια, γιατί πέρασε ο καιρός τους και δεν τρώγονται»·
- περνώ τον καιρό μου, α. τον διαθέτω με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω, περνώ τον καιρό μου διαβάζοντας || τις Κυριακές περνώ τον καιρό μου σκαλίζοντας τον κήπο του σπιτιού μου». β. ασχολούμαι με κάτι επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω: «όταν δεν έχω δουλειά, κάθομαι σ’ ένα μπαράκι της παραλίας και περνώ τον καιρό μου βλέποντας τον κόσμο που βολτάρει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα περάσω δυο λόγια να σου πω· πως έχω στην καρδιά μου για σε καλό σκοπό. Να παίξω, μη θαρρείς, γυρεύω και τον καιρό μου να περνώ· δυο χρόνια σένανε λατρεύω, τσαχπίνικο μελαχρινό
- πέφτει ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες επανέρχονται σταδιακά σε ομαλή κατάσταση: «μόλις πέσει εντελώς ο καιρός, θα βγούμε βόλτα με τη βάρκα»·
- πονηροί καιροί, χρονική περίοδος με ρευστή πολιτική ή οικονομική κατάσταση, που εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους: «πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί περνάμε πονηρούς καιρούς και δεν ξέρεις από πού θα ξεσπάσει το κακό»·
- πού καιρός για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «έχω πάρα πολύ διάβασμα, πού καιρός για διασκεδάσεις!»·
- προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό: «τον είδα προ καιρού τυχαία στο δρόμο»·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς σε παλιότερες χρονικές περιόδους, όταν  οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες ή το αντίθετο: «πώς αλλάζουν οι καιροί! Κάποτε επικρατούσε ησυχία και τάξη και σήμερα έχει γίνει Σικάγο η πόλη μας || πώς αλλάζουν οι καιροί! Σήμερα μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται χίλια με χίλια πεντακόσια ευρώ το μήνα για να ζει ανθρωπινά, ενώ κάποτε με εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές περνούσε όμορφα κι ωραία». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, άλλος εδώ κι άλλος εκεί
- σαν τον παλιό καλό καιρό, έκφραση που, επ’ αφορμή κάποιας καλής στιγμής, αναπολούμε παλιές καλές στιγμές του παρελθόντος: «συγκεντρωθήκαμε όλοι οι φίλοι και διασκεδάσαμε στα μπουζούκια σαν τον παλιό καλό καιρό»·
- σημάδια των καιρών, βλ. λ. σημάδι·
- σημεία των καιρών, βλ. λ. σημείο·
- σκοτώνω τον καιρό μου, α. ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου, τεμπελιάζω: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και σκοτώνει τον καιρό του». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο μου με δευτερεύουσες δραστηριότητες: «έχω μια συλλογή με γραμματόσημα για να σκοτώνω τον καιρό μου»·
- στης ακρίβειας τον καιρό, βλ. λ. ακρίβεια·
- στον καιρό! (στη γλώσσα του στρατού, ιδίως του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας) στρατιωτικό παράγγελμα, που επαναφέρει τους στρατιώτες σε κατάσταση χαλάρωσης, πριν από την εκτέλεση του επίσημου παραγγέλματος, που θα πρέπει να εκτελεστεί με ακρίβεια. Στο στρατό ξηράς χρησιμοποιείται το άκυρο(ν)! (βλ. λ.)·
- στον καιρό μου ή στον καιρό μας, στα δικά μου τα χρόνια, στη δική μου την εποχή, όταν ήμουν νέος: «στον καιρό μου δε δεχόμουν μύγα στο σπαθί μου || στον καιρό μας η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στον καιρό της βασιλείας του ή τον καιρό της βασιλείας του, τότε που είχε σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή καλλιτεχνικό ρόλο και που δεν έχει πια είτε λόγω φθοράς είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω αποχώρησης από την ενεργό δράση είτε λόγω θανάτου του: «στον καιρό της βασιλείας του έφτιαξε σπουδαία πράγματα || τον καιρό της βασιλείας του όλα μέσα στο εργοστάσιο δούλευαν ρολόι»·
- στον παλιό καλό καιρό! πρόποση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες που συνδέονται με παλιά φιλία και με ωραίες αναμνήσεις·
- τι καιρό έχει; βλ. φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τι καιρό κάνει; α. πώς είναι η ατμοσφαιρική κατάσταση(;): «για δες μια στιγμή απ’ το παράθυρο τι καιρό κάνει;». β. λέγεται και με την έννοια τι κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση επικρατεί κάπου: «εδώ τα πράγματα είναι μια χαρά, στην πατρίδα σας τι καιρό κάνει;». Την εποχή του ψυχρού πολέμου και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεταξύ αρκετών Δυτικών διπλωματών επικρατούσε το παρακάτω σκεπτικό: αν θέλεις να μάθεις τι καιρό κάνει στη Μόσχα, μάθε τι καιρό κάνει στη Σόφια, κι αυτό γιατί η κομμουνιστική Βουλγαρία ήταν τότε η πιο πιστή, η πιο φανατική σύμμαχος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης· βλ. και φρ. τι καιρός φυσάει(;)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; ειρωνικό πείραγμα σε πολύ ψηλό άτομο: «Φασούλα, τι καιρό κάνει εκεί πάνω;»·
- τι καιρός φυσάει; ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων, πώς εξελίσσονται οι διάφορες καταστάσεις, ποιο είναι το κοινωνικό ή πολιτικό κλίμα που επικρατεί(;): «εδώ τα πράγματα σκουραίνουν μετά τις τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων, εκεί κάτω τι καιρός φυσάει;»· βλ. και φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τον καιρό εκείνο, πριν από πολύ καιρό, πάρα πολύ παλιά: «τον καιρό εκείνο ήμασταν φίλοι, αλλά μετά χαθήκαμε». (Τραγούδι: τον καιρό εκείνο τον παλιό, και οι δυο γραμμένοι στο σχολειό)· βλ. και φρ. τω καιρώ εκείνω·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. λ. σκυλί·
- τον κακό μου τον καιρό, έκφραση έντονης δυσαρέσκειας μετά από αποτυχημένη μου ενέργεια ή έκφραση ως ένδειξη μετάνοιας ή αυτοκριτικής: «τον κακό μου τον καιρό, που θέλησα κι εγώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το πράγμα». Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερο έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό μου το χρόνο·
- τον κακό σου τον καιρό! α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα ή στην ενέργεια κάποιου: «τον κακό σου τον καιρό, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τον κακό σου τον καιρό, που θα μπορέσεις να το επιδιορθώσεις μ’ αυτό τον τρόπο!». β. λέγεται και ως κατάρα. Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερη έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό σου το χρόνο·
- τον παλιό καλό καιρό, τότε που όλα ήταν ωραία και που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι. Λέγεται με νοσταλγική διάθεση: «η κοινωνία μας έγινε σκληρή και άδικη, ενώ τον παλιό καλό καιρό όλα ήταν πιο ανθρώπινα». (Λαϊκό τραγούδι: στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια θα βρεις μαλάματα κι ασήμια απ’ τον παλιό καλό καιρό. Τότε που ήσουν η ζωή μου το επιούσιο κορμί μου που πάντοτε θα λαχταρώ   
- τον τελευταίο καιρό, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό έχει προβλήματα με τη δουλειά του || τον τελευταίο καιρό, είναι ερωτευμένος με την κόρη του τάδε». Συνών. τις τελευταίες μέρες·
- τόσον καιρό ή τόσον καιρό τώρα, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, εδώ και καιρό: «τόσον καιρό του λέω να κόψει το κάπνισμα, αλλά αυτός εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο».(Λαϊκό τραγούδι: δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά, αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι κακούργα μακριά
- του καλού καιρού, α. σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα και όλα εξελίσσονται μια χαρά, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: «έξω γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις φωνές των διαδηλωτών, κι αυτοί μέσα είχαν πιάσει κουβεντούλα του καλού καιρού για το πού θα πάνε διακοπές». β. ανεμπόδιστα, με μεγάλη ευκολία: «χωρίς να κοπιάσει υπερβολικά, έβγαλε λεφτά του καλού καιρού». γ. δηλώνει υπερβολή: «κοιμάται του καλού καιρού || πίνει του καλού καιρού || τρώει του καλού καιρού». Από το ότι, όταν είναι καλός ο καιρός, όλα γίνονται εύκολα και ευχάριστα·
- του παλιού καιρού, α. (υποτιμητικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν είναι σύγχρονος, μοντέρνος, που είναι παλιομοδίτικος και πολλές φορές, για το λόγο αυτό, είναι πιο σωστός, πιο γνήσιος, πιο αγνός: «έχει αντιλήψεις του παλιού καιρού, γι’ αυτό δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τους νέους || κάποτε ήταν αριστοκράτισσα κι εξακολουθεί να ντύνεται με ρούχα του παλιού καιρού || τα φρούτα του παλιού καιρού τα ’τρωγες και τα φχαριστιόσουν, ενώ τα σημερινά είναι σαν τρως πλαστικό!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καθώς πρέπει άντρας και του παλιού καιρού κι όχι απ’ τους λιμοκοντόρους και του γλυκού νερού). β. που συνέβη ή διαδραματίστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν: «τώρα έχουμε δημοκρατία και δε θα γυρίσουμε σε μεθόδους του παλιού καιρού». (Τραγούδι: στη Μακεδονία του παλιού καιρού γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα, οφείλει να μου δώσει εξηγήσεις για γεγονότα που έχουν συμβεί ή που εξακολουθούν να συμβαίνουν εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, έχω συσσωρευμένα παράπονα σε βάρος κάποιου εδώ και πολύ χρονικό διάστημα: «πρέπει να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση του απέναντί μου, γιατί του τα ’χω από καιρό μαζεμένα»·
- του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. φρ. του τα ’χω από καιρό μαζεμένα·
- τρέχει ο καιρός, ο χρόνος κυλάει με μεγάλη ταχύτητα: «πρέπει να ενεργοποιηθούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί τρέχει ο καιρός και θα χάσουμε την προθεσμία χωρίς να το καταλάβουμε»·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. φρ. χάνω τον καιρό μου·
- τω καιρώ εκείνω, (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που γινόταν ή συνηθιζόταν σε παλιότερες εποχές: «αυτά που μου λες γινόταν τω καιρώ εκείνω, από τότε όμως οι άνθρωποι άλλαξαν και νοοτροπία και γούστα». Από την εισαγωγική ευαγγελική φράση: τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Ἰησοῦς(…)·
- τώρα είναι (ο) καιρός, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι, τώρα ωρίμασε ο καιρός να γίνει κάτι: «τώρα είναι καιρός να φέρουμε αυτό το είδος, γιατί έχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά || τώρα είναι ο καιρός να παντρευτείς, μην το πολυσκέφτεσαι»·
- χάλασε ο καιρός, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα χάλασε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- χάνω καιρό, καθυστερώ: «κάθε φορά που έρχομαι να σε δω, χάνω καιρό με την κουβέντα κι αργώ να πάω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: για να μη χάνουμε καιρό,σε παίρνω απ’ το κινητό, γδύσου κι έρχομαι
- χάνω τον καιρό (μου), α. ματαιοπονώ: «χάνεις τον καιρό σου που προσπαθείς να του βάλεις μυαλό, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα χάνω τον καιρό για να σε συμβουλεύω, για μια γυναίκα του μπελά, ρε τ’ είν’ αυτά, το νου μου να παιδεύω). β. αφήνω το χρόνο μου να περνάει ανεκμετάλλευτος, τον σπαταλώ άδικα: «όταν ήμουν νέος, έχανα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα, και τώρα χτυπάω το κεφάλι μου». γ. καθυστερώ: «καθώς ερχόμουν έπεσα σ’ ένα μποτιλιάρισμα κι έχασα τον καιρό μου»·
- χειμώνα καιρό, βλ. λ. χειμώνας·
- χρόνια και καιρούς, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο φίλος του χτύπησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να χάσει καιρό πήγε να τον δει». Συνών. χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ωραίοι καιροί τότε! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς με νοσταλγία σε παλιότερες χρονικές περιόδους. όταν οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες: «ωραίοι καιροί τότε! Γλέντια, ξενύχτια, διασκεδάσεις χωρίς άγχος κι αγωνία για το αύριο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε ρε·
- ωραίος καιρός! στερεότυπη έκφραση προσέγγισης κάποιου σε μοναχική γυναίκα με σκοπό τη σύναψη ερωτικών σχέσεων. Είναι και φορές που δηλώνει αμηχανία, όταν ο επίδοξος εραστής εξαντλήσει το λεκτικό του οπλοστάσιο ή αποτελεί και απλό πείραγμα σε γυναίκα στο δρόμο·
- ωρίμασε ο καιρός, ήρθε η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι: «όλοι υποστηρίζουν πως ωρίμασε ο καιρός για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος».

καίω

καίω κ. καίγω, ρ. [<αρχ. καίω], καίω. 1. έχω υψηλό πυρετό: «πρέπει να φωνάξουμε έναν γιατρό, γιατί καίει το παιδί». 2. εμπνέω σε κάποιον μεγάλο ερωτικό πάθος, τον βασανίζω ερωτικά (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έκαψες γειτόνισσα, κακούργα δολοφόνισσα). 3. προδίδω, ρουφιανεύω: «πήγε και μ’ έκαψε στην Ασφάλεια». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα φως να μην ανάψεις, και σε δούνε και με κάψεις).4. προκαλώ σε κάποιον μεγάλη λύπη, μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά με τις πράξεις ή με τα λόγια μου: «μ’ έκαψες μ’ αυτά σου τα καμώματα || μ’ έκαψες με τις συμβουλές σου || τον έκαψες τον άνθρωπο, που τον ξεμπρόστιασες μπροστά στη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: αυτή που έκαψε παιδάκια, αυτή που έκλεισε σπιτάκια, πρόσεχε να μην παρασυρθείς). 5. (για τιμές εμπορευμάτων) είναι πολύ υψηλές: «οι τιμές καίνε σήμερα στην αγορά». 6. (για χαρτοπαίγνιο) παρασέρνω με το παιχνίδι μου τον άλλον παίχτη και τον θέτω εκτός παιχνιδιού: «νόμιζα πως είχε καλό φύλλο και μ’ έκαψε, γιατί τράβηξα απ’ τα δεκαοχτώ κι έφερα δεκάρι». 7. (για μηχανές) καταναλώνω: «όταν τ’ αυτοκίνητο είναι καινούριο, δεν καίει πολύ», δηλ. η μηχανή του δεν καταναλώνει πολύ βενζίνη ή πολλά λάδια. 8. στην προστακτ. αορ. κάψ’ το κ. κάφ’ το. (Λαϊκό τραγούδι: κάν’ τονε Σταύρο, κάν’ τονε, βάλ’ του φωτιά και κάφ’ τονε). (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- για τον ψύλλο καίει το πάπλωμα, βλ. λ. πάπλωμα·
- είναι μάρκα μ’ έκαψες! βλ. λ. μάρκα·
- έκαψα την κάπα μου να μην την τρώνε οι ψείρες, βλ. λ. κάπα·
- έκαψε πηνίο, βλ. λ. πηνίο·
- έκαψε τις φλέβες του, βλ. λ. φλέβα·
- έκαψε φλάντζα, βλ. λ. φλάντζα·
- ένα και να καίει, βλ. λ. ένα·
- θα μας κάψει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- θα πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα σε κάψει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- θα το κάψουμε, προμηνύεται μεγάλο, τρικούβερτο γλέντι: «στο γάμο της αδερφής μου, θα το κάψουμε!». (Λαϊκό τραγούδι: στα κέφια πάνω, κούκλα μου, θα κάνουμε στραπάτσα, για γούστο θα το κάψουμε, λεφτά υπάρχουν μάτσα!). Συνών. θα καεί το πελεκούδι·
- καίει και δεν καπνίζει, ενεργεί με μεγάλη μυστικότητα, είναι ύπουλος: «πρόσεχε πολύ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί καίει και δεν καπνίζει»·
- καίει ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- καίει ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
- καίει πετρέλαιο, βλ. λ. πετρέλαιο·
- καίει το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- καίει το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- καίνε τα κάστανα στα χέρια του, βλ. λ. κάστανο·
- καίω ένα τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- καίω καρδιές, βλ. λ. καρδιά·
- καίω λιβάνι (σε κάποιον), βλ. λ. λιβάνι·
- καίω το χαρτί μου, βλ. λ. χαρτί·
- μ’ έκαψε ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- μας έκαψε το καλοκαίρι, βλ. λ. καλοκαίρι·
- με καίει, α. με ενδιαφέρει πολύ: «δεν ξέρεις πόσο με καίει να παντρέψω την κόρη μου, γιατί την πήραν τα χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω να γυρίσεις και ας με καίει τόσο). β. μου προξενεί μεγάλη στενοχώρια: «με καίει πολύ κάθε φορά που θυμάμαι πώς χώρισα με τη γυναίκα μου». (Λαϊκό τραγούδι: δε με νοιάζει ό,τι κι αν λένε κι ας με καίνε κι ας με καίνε
- με καίει και με τσουρουφλίζει, α. με ενδιαφέρει πάρα πολύ: «με καίει και με τσουρουφλίζει η προκοπή αυτού του παιδιού». β. μου προξενεί πολύ μεγάλη στενοχώρια κάτι: «με καίει και με τσουρουφλίζει, κάθε φορά που θυμάμαι το θάνατο του πατέρα μου»·
- μη, καίει! απαγορεύεται, δεν είναι επιτρεπτό: «να μπω κι εγώ μέσα χωρίς εισιτήριο; -Μη, καίει!». Από την απαγορευτική φρ. της μητέρας, όταν βλέπει το μικρό παιδί της να επιχειρεί να πιάσει κάτι που ίσως το κάψει, του κάνει κακό. Συνών. μη, τζιζ(!)·
- μου ’καψε τα σπλάχνα ή μου ’χει κάψει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου ’καψε τα σωθικά ή μου ’χει κάψει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου ’καψε τα τζιγέρια ή μου ’χει κάψει τα τζιγέρια, βλ. λ. τζιγέρι·
- μου ’καψε τη γούνα ή μου ’χει κάψει τη γούνα, βλ. λ. γούνα·
- μου ’καψε την καρδιά ή μου ’χει κάψει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- να καούν τα κάρβουνα! βλ. λ. κάρβουνα·
- να με κάψει η Παναγία! βλ. λ. Παναγία·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! βλ. λ. Θεός·
- να με κάψει ο Χριστός! βλ. λ. Χριστός·
- να με κάψουν τα δώδεκα βαγγέλια, βλ. λ. βαγγέλιο·
- να πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- να πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- να πέσει φωτιά να με κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- να πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! βλ. λ. Θεός·
- να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή  να σε κάψω Γιάννη, να σε βάλω μύξα να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- ξέρανε το χορτάρι σου, όσο που καίει ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- το κάψαμε, διασκεδάσαμε έντονα, πάρα πολύ ευχάριστα: «παντρεύτηκε χτες ο τάδε και το κάψαμε». Συνών. κάηκε το πελεκούδι·
- το ’καψε το ρημάδι, βλ. λ. ρημάδι·
- το νερό που καίει, βλ. λ. νερό·
- φωτιά και λάβρα να σε κάψει! βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά να με κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- φωτιά που μας έκαψε! βλ. λ. φωτιά·
- χόλιασε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του, βλ. λ. καλόγερος.

καλαματιανός

καλαματιανός, ο, ουσ. [<αρσ. του επιθ. καλαματιανός <Καλαμάτα], ο Καλαματιανός· είδος συρτού χορού·
- δεν αφήνεις τον καλαματιανό! ειρωνική αλλά και απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει με υπεκφυγές και να μιλήσει καθαρά, ντόμπρα: «δεν αφήνεις τον καλαματιανό, ρε παιδάκι μου, και πες μου καθαρά, τι ακριβώς θέλεις!». Από το ότι ο καλαματιανός χορός έχει πολλά τσαλίμια και φιγούρες. Συνών. δεν αφήνεις το τσάμικο! / δεν αφήνεις τον καρσιλαμά(!)·
- θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον υποβάλω σε μεγάλη ταλαιπωρία, πως θα τον ξυλοκοπήσω άγρια: «να του πείτε πως, αν ξαναπειράξει κορίτσια της γειτονιάς μου, θα τον χορέψω καλαματιανό». Απότο ότι ο καλαματιανός έχει πολλά τσαλίμια και φιγούρες, πράγμα που κουράζει το χορευτή. Συνών. θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά / θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα / θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο / θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον·
- το ρίχνω στον καλαματιανό, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει τίποτα: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το ’ριξε στον καλαματιανό». Από την εικόνα του χορευτή, που πάνω στο χορό δε νοιάζεται για τίποτα άλλο. Συνών. το ρίχνω στο τσάμικο / το ρίχνω στον καρσιλαμά·
- τον χόρεψε καλαματιανό, α. του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον ταλαιπώρησε έντονα: «μέχρι να του επιστρέψει τα λεφτά που του χρωστούσε, τον χόρεψε καλαματιανό». β. τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε καλαματιανό». Συνών. τον χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε σάμπα / τον χόρεψε τσάμικο / τον χόρεψε τσάρλεστον.

καλός

καλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. καλός], καλός. 1. που είναι αγαθός, φιλικός, σπλαχνικός, αγαπητός, δίκαιος, καλοκάγαθος, τίμιος: «καλός άνθρωπος || καλή γυναίκα». 2α. επιτείνει το θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου: «καλός πατέρας || καλό παιδί || καλή παρέα || καλός πούστης || καλή πουτάνα || καλό κουμάσι || τι να σου πω, καλό φίλο διάλεξες!». (Λαϊκό τραγούδι: σαν καλή, καλή κυρία το ’σκασε στην ευκαιρία κι όλο πόζα και στολίδια βγήκε σ’ άλλα κεραμίδια). β. επιτείνει τα θετικά ενός ανθρώπου ή ενός αντικειμένου: «καλός μάστορας || καλός μηχανικός || καλός ποδοσφαιριστής || καλός καλλιτέχνης || δε μου βγήκε καλό το καινούργιο πλυντήριο». 3. (για καταστάσεις ή αντιδράσεις) επιτείνει το σημείο το οποίο συμφωνεί με τις προσδοκίες μας ή τις εκπληρώνει: «του ’δωσα ένα καλό χαστούκι, που είδε τον ουρανό σφοντύλι || πήρε μια καλή αύξηση και μπόρεσε να βουλώσει κάτι τρύπες». 4. (σε ευχές) αίσιος, ευνοϊκός: «να ’χεις καλό δρόμο || να ’χεις καλά γεράματα || να ’χει καλό τέλος η προσπάθειά σου». 5. το αρσ. ως ουσ. ο καλός, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρώων: «ο ηθοποιός Νίκος Περγιάλης, υπήρξε ο καλός του ελληνικού κινηματογράφου». 6. το αρσ. ως ουσ. ο καλός (μαζί με τις αντωνυμίες μου, σου, του, της) ο σύζυγος, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «ήρθε η τάδε με τον καλό της». (Δημοτικό τραγούδι: τάκου τάκου ο αργαλειός μου να σου κι έρχεται ο καλός μου). 7. το θηλ. ως ουσ. η καλή, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρωίδων: «η καλή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου υπήρξε η Ελένη Ζαφειρίου». 8. το θηλ. ως ουσ. η καλή (μαζί με τις αντων. μου, σου, του) η σύζυγος, η ερωμένη, η φιλενάδα: «πήρε την καλή του κι έφυγαν για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: και στ’ ορκίζομαι, καλή μου, να το θυμηθείς πως απόψε όλη νύχτα δε θα κοιμηθείς). 9α. το θηλ. ως ουσ. η καλή, η εμφανίσιμη, η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος: «πάνω στη βιασύνη του δε φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την καλή». β. η τελευταία αναμέτρηση σε ένα παιχνίδι, που το αποτέλεσμα ακυρώνει κάθε προηγούμενο και δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους αντιπάλους: «υπάρχει μεγάλη αγωνία σ’ όλους και τα στοιχήματα πέφτουν βροχή, γιατί θα παίξουν στο τάβλι την καλή». 10α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, η καλή πράξη: «δεν περνάει μέρα, που να μην κάνει το καλό». β. ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: «με τα λόγια όλοι θέλουν το καλό του τόπου μας!». γ. το καθαρογραμμένο αντίγραφο προχειρογραμμένου πρωτοτύπου: «αν καθαρόγραψες το συμβόλαιο, φέρε μου το καλό να το υπογράψω». δ. το επίσημο τετράδιο εργασιών μαθητή: «έλυσα πρώτα τις ασκήσεις στο πρόχειρο και τώρα θα τις περάσω στο καλό». Συνών. καθαρό (7α, β). 11. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καλά, τα υλικά αγαθά. (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, αφού έχω την αγάπη μου κοντά μου). 12α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, ρούχο που το χρησιμοποιούμε ως επίσημο και που, λόγω φτώχειας, δεν έχουμε δεύτερο για αλλαγή: «έχει ένα καλό πουκάμισοκαι το προσέχει σαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα, που ’χουν ένα φουστάνι καλό,που ’ν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα κι έχουν βλέμμα πικρό και δειλό).β. (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) το ρούχο που θεωρούμε ξεχωριστό, που το έχουμε αδυναμία: «ξεχώρισε και φόρεσε το καλό του πουκάμισο, αυτό που έχει την εντύπωση πως τον ομορφαίνει». 13.στον πλ. ως ουσ. τα καλά (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) τα επίσημα ρούχα: «φόρεσε τα καλά του και πήγε στο χορό || το βράδυ θα ’ρθετε όλοι με τα καλά σας». 14α. η κλητ. καλέ! ως επιφών. δηλώνει παράκληση, απορία, θαυμασμό ή ειρωνεία: «καλέ, βοήθησέ με λίγο! || καλέ, τι ’ν’ αυτά που λες! || πώς μεγάλωσες, καλέ!». (Λαϊκό τραγούδι: σιγά, καλέ, σιγά αμαξά την άμαξα, γιατί είναι μέσα η βλάμισσα).β. η κλητ. καλέ, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «καλέ, ποιον δρόμο πρέπει να πάρω για να βγω στο Βαρδάρι;». γ. πολλές φορές, προηγείται του ονόματος, δηλώνοντας παράκληση ή δυσφορία: «καλέ Γιώργο, φέρε μου  ένα ποτήρι νερό || καλέ Νίκο, πάψε να κάνεις φασαρία». δ. λέγεται και αντί ονόματος που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το αναφέρουμε: «να πάρω, καλέ, για λίγο τ’ αυτοκίνητό σου για να πεταχτώ μέχρι το σπίτι;». (Λαϊκό τραγούδι: και να της πω τα μυστικά που έχω στην καρδιά μου ότι η κόρη σου, καλέ,θα γίνει πια δικιά μου). 15. με άρθρο καλέ, ο, η (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της) (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωμένος, η ερωμένη, ο γκόμενος, η γκόμενα: «την είδα να σουλατσάρει με τον καλέ της στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’σαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θα ’μαι καλέ σου και θα σ’ ανάβω, μάγκα μου, εγώ το ναργιλέ σου). 16α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλά! έκφραση αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε: «όλο το βράδυ ήμουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. -Καλά!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία, που επιβάλλει στο συνομιλητή μας να πάψει να μιλάει άλλο. β. με παρατεταμένο το άλφα καλάαα! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, που όταν συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού επιτείνει την απειλή: «δεν έχω να σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω, τι θα μου κάνεις δηλαδή -Καλάαα!». 18. διατυπώνει δυσμενή ή μειωτική κρίση για κάποιον ή για κάτι: «καλό φίλο έχεις! || καλή γυναίκα διάλεξες! || καλό αυτοκίνητο αγόρασες!». Συνήθως άλλες φορές προτάσσεται και άλλες ακολουθεί το τι να σου πω ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ. Συνών. ωραίος (4). 19α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλό!θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή για κάτι που μας δείχνουν: «κάποια στιγμή σηκώθηκε ο τάδε και τον μαύρισε στο ξύλο. -Καλό! || σ’ αρέσει το καινούριο αυτοκίνητο που αγόρασα; -Καλό!»· βλ. και φρ. καλό ε! β. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο με παρατεταμένο το όμικρον καλόοοο! θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή μας δείχνουν ή όταν εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι που μας εντυπωσίασε πολύ: «σ’ αρέσει το καινούριο μου αυτοκίνητο; -Καλόοο! || ήταν καλό το έργο που είδες; -Καλόοο!». Επίρρ. καλά, α. ευχάριστα, ωραία, συμπαθητικά: «όλοι περάσαμε καλά στην εκδρομή». β. καλώς (βλ. λ.). Υποκορ. καλούλης, -α, -ι κ. καλούλικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 657 φρ.)·
- α εσύ είσαι καλός! έκφραση έκπληξης , απορίας ή δυσφορίας για άτομο που λέει ή υποστηρίζει άλλα από αυτά που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως, ή που αναιρεί ξαφνικά τα συμφωνηθέντα·
- α καλάααα!…, α. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει κάτι με την εντύπωση πως μας μεταφέρει κάποιο νέο, ενώ στην πραγματικότητα μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, που, ενώ φοβόμαστε πως θα μας πει κάτι που δε μας συμφέρει μας λέει κάτι που είναι εντελώς άσχετο με τους φόβους μας·
- α στο καλό σου! ή άι στο καλό! α. ευχετική έκφραση, ιδίως σε άτομο, που μας έκανε να γελάσουμε με κάτι που μας είπε ή με κάτι που έκανε μόνο και μόνο για να γελάσουμε. Συνήθως συνοδεύεται από χαριεντισμό χτυπώντας τον ελαφρά στο στήθος του με το ένα ή και με τα δυο μας χέρια. β. έκφραση απορίας ή αγανάκτησης: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άι στο καλό, αυτός δεν έχει να φάει! || άι στο καλό, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!»· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άι στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- ακούγεται καλά (κάποιος), α. είναι καλά στην υγεία του: «όχι μόνο ακούγεται καλά, αλλά λυγίζει και σίδερα». β. είναι ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος: «έχεις δει εσύ κάποιον που ακούγεται καλά, να μην είναι ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα;»·
- ακούω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «ακούω καλά, θέλεις να χωρίσουμε;»·
- ακούω καλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στο καλό, ρε παιδάκι μου, να κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω! || άμε στο καλό σου, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!». Συνών. άμε στη δουλειά σου(!)· βλ. και φρ. στο καλό(!)·  
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, έκφραση με την οποία θέτουμε προϋποθέσεις για μια καλή σχέση με κάποιον: «αν θες να τα ’χουμε καλά, θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου». Είναι και φορές που η φρ., ακολουθεί τις προϋποθέσεις που τίθενται, ενώ άλλες φορές αυτές οι προϋποθέσεις προτάσσονται: «θέλω να ’ρχεσαι στην ώρα σου, να μην κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά και να ’σαι ευγενικός με τους πελάτες, αν θες να τα ’χουμε καλά || αν θες να τα ’χουμε καλά, πρέπει να τηρείς τους κανόνες της επιχείρησης». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα με όπως σε κοιτώ και την καρδιά μου πάρ’ τη κι αν θες να τα ’χουμε καλά,να μη με λες μπερμπάντη
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. λ. κουβέντα·
- άναψε η συζήτηση για τα καλά, βλ. λ. συζήτηση·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άντε καλά! ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος με την έννοια μην κουράζεσαι να με πείσεις, μην κουράζεσαι να μας πείσεις, σε πιστεύω, σε πιστεύουμε: «όλο το βράδυ όλες οι γυναίκες με γυρόφερναν σαν τρελές, κι έτσι να έκανα το δαχτυλάκι μου, θα ’πεφταν όλες στα πόδια μου. -Άντε καλά!». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με αλλεπάλληλα ελαφρά χτυπηματάκια με την παλάμη στη ράχη του συνομιλητή·
- άντε καλέ! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «άντε καλέ, που θέλεις να πιστέψω τέτοιες μπαρούφες! || άντε καλέ, που η τάδε είναι η ομορφότερη της παρέας! || άντε καλέ, που τον πίστεψες πως θα σε πάρει μαζί του!». β. ειρωνική επιφωνηματική έκφραση σε θηλυπρεπή που τον βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·  
- άντε στο καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που ξεκινάει για κάπου: «άντε στο καλό και να μου φιλήσεις τους δικούς σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το παιδί μου ή το παιδάκι μου όταν η ευχή δίνεται από ηλικιωμένο άτομο. β. απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στο καλό, πριν με πιάσουν τα νεύρα και σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, κόψε, στρίβε και άντε στο καλό!).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, βλ. λ. Παναγιώταινα·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το καλό, (για προϊόντα) από αυτό που είναι καλής ποιότητας: «θέλω να μου βάλεις ένα κιλό τυρί, αλλά απ’ το καλό || βάλε μου να πιω ένα ουισκάκι, αλλά απ’ το καλό». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, Μεμέτη μου, με σε περνώ το ντέρτι μου, φουμάρω μαύρο απ’ το καλό εγώ μαζί με τη Μαριώ
- άρχισε τα καλά (του τάδε), λέγεται ειρωνικά ή και με δυσαρέσκεια ή δυσφορία για κάποιον που μιμείται την κακή συμπεριφορά ή ακολουθεί τις κακές συνήθειες κάποιου: «άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο || άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μπεκροπίνει || άρχισε κι αυτός τα καλά του φίλου του και χαρτοπαίζει»·
- ας είν’ καλά…, έκφραση με την οποία αδιαφορούμε για το κακό ή το δυσάρεστο που πάθαμε και δείχνουμε όλη την προτίμησή μας σε αυτό που αναφέρουμε: «δε με νοιάζει που έχασα τα λεφτά, ας είν’ καλά η υγεία μου»·  
- ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, ευχετική έκφραση, ιδίως για οικείο άτομο, να είναι καλά στην υγεία του και ας κάνει απρέπειες: «πάλι η γιαγιά σου τα ’βαλε χωρίς λόγο με τη γειτόνισσα. -Ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει»·
- ας είν’ καλά το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- ας είν’ καλά το πείσμα σου! βλ. λ. πείσμα·
- ας είσαι καλά, έκφραση ευχαριστίας σε άτομο που μας βοήθησε: «ας είσαι καλά, φιλαράκι μου, γιατί χωρίς τη βοήθειά σου δε θα κατάφερνα να ξεπεράσω τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν»·
- ας είσαι καλά που…, ειρωνική έκφραση ή έκφραση παράπονου σε άτομο που δε φέρθηκε καλά απέναντί μας, ιδίως που δε μας βοήθησε, ενώ θα μπορούσε να μας βοηθήσει: «τι έμαθα, ήσουν στο νοσοκομείο; -Ας είσαι καλά που ήρθες να με δεις || είναι αλήθεια πως έχασες εκείνη τη δουλειά; -Ας είσαι καλά που με βοήθησες να την πάρω»·
- ας κάνει καλά μόνος του, ας βρει τρόπο μόνος του να συνεχίσει μια δουλειά, μια υπόθεση ή να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται: «όσο μπορούσα να τον βοηθήσω, τον βοήθησα, από δω και πέρα όμως ας κάνει καλά μόνος του»·
- ας τα λέμε καλά, περίπου καλά, σχετικά καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα·
- άσ’ τα να πάνε στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ τα να πάνε στην ευχή(!)·
- άσ’ το να πάει στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ το να πάει στην ευχή(!)·
- άσ’ τον να πάει στο καλό! α. μην τον απασχολείς άλλο, άφησέ τον στην ησυχία του: «αφού ξέρεις πως δε συμμετείχε στον καβγά ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». β. (συμβουλευτικά ή απαξιωτικά για ενοχλητικό ή εριστικό άτομο) μην κάνεις φασαρία και ασ’ τον να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «αφού βλέπεις πως είναι ξεροκέφαλος ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του Θεού ή του Θεού και της Παναγίας. Συνών. άσ’ τον να πάει στην ευχή(!)·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτός (εσύ) και τα καλά του (σου), αρνητική έκφραση σε κάποιον ή για κάτι, που παρά τα υποτιθέμενα καλά που μπορεί να έχει ή να κρύβει, εντούτοις μας είναι ανεπιθύμητος. (Δημοτικό τραγούδι: αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσύ και τα καλά σου, σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη)· 
- αχ καλέ! α. θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει ταχταρίσματος σε λατρευτό μας πρόσωπο. Συνήθως το καλέ επαναλαμβανόμενο: «αχ, καλέ καλέ τι όμορφο παιδάκι που έχω εγώ!». Συνοδεύεται από χάδια στα μαλλιά ή από ελαφρά τσιμπηματάκια στα μάγουλα. β. ειρωνικό επιφώνημα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας· βλ. και φρ. καλέ άντες(!)·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βασίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω τα καλά μου, ντύνομαι με τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή, βάζω τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία»·
- βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- βάλ’ το καλά στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγήκε σε καλό, (γενικά) ενέργεια ή προσπάθεια εξελίχθηκε θετικά: «αποθήκευε ο κόσμος συνεχώς τρόφιμα κι εντέλει βγήκε σε καλό, γιατί σε λίγο καιρό υπήρξαν θεαματικές ανατιμήσεις»· 
- βλέπω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «ρε παιδιά, βλέπω καλά; Κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βρε άντε στο καλό! ή ρε άντε στο καλό! απειλητική έκφραση με την οποία υποδεικνύουμε σε κάποιον να φύγει από κοντά μας, γιατί μας έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός, ή για να μην του κάνουμε κάποιο κακό: «βρε άντε στο καλό, που επιμένεις να πεις κι εσύ τη γνώμη σου! || ρε άντε στο καλό μη σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, άντε στρίβε, ρε άντε στο καλό, γιατί αν σε γραπώσω σου παίρνω το λαιμό). Συνήθως παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να τινάζεται με διεύθυνση προς τα μπρος και πλάγια. Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το παιδάκι μου ή το άνθρωπέ μου·  
- βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έμεινε αμετάπειστο παρά τις συνεχείς μας προσπάθειες να το κάνουμε να αλλάξει γνώμη για κάτι: «βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τον είχα με τις ώρες για ν’ αποσύρει τη μήνυση, αυτός όμως εκεί, τίποτα!»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ.μέρα·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βρίσκεται σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- βρίσκομαι στις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός· 
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, βλ. λ. ψάρι·
- γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος ή γελάει καλά, που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- για καλά, βλ. φρ. για τα καλά·
- για καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- για καλό, α. λόγος ή ενέργεια που γίνεται με καλή πρόθεση: «εγώ το ’πα για καλό || εγώ το ’κανα για καλό». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «πήρα για καλό μαζί μου και την ομπρέλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: τις φιλινάδες να προσέχεις για καλό, είναι ζηλιάρες θέλουν πάντα το κακό)· βλ. και φρ. για καλό και για κακό·
- για καλό ήρθες; έκφραση που επιβεβαιώνει τις υποψίες μας πως η επίσκεψη κάποιου ατόμου θα μας στενοχωρήσει: «ήρθα να μου δώσεις κάτι δανεικά. -Για καλό ήρθες; || ήρθα να μου δώσεις τα δανεικά που μου χρωστάς. -Για καλό ήρθες; ». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ, είπα κι εγώ·
- για καλό και για κακό, α. για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρε για καλό και για κακό μαζί του και την ομπρέλα». Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν Ασφαλιστικής Εταιρείας: «για καλό και για κακό Ασπίς - Πρόνοια». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «επειδή υπάρχουν πολλά κλεφτρόνια στη γειτονιά, έβαλε για καλό και για κακό έναν συναγερμό στο σπίτι του»·
- για καλό μου (σου, του, της κ.λπ.) ή για δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για καλό δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.). (Λαϊκό τραγούδι: άλλαξε αν θέλεις, για καλό σου, τακτική, θα είσ’ αιτία που θα πάω φυλακή // μη με πάρεις στο λαιμό σου, άκου για καλό δικό σου, θέλω, φως μου, να σε παντρευτώ, θέλω να νοικοκυρευτώ )·
- για να ’χουμε και καλό ρώτημα ή για να ’χουμε καλό ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- για τα καλά, α. πολύ ικανοποιητικά: «ματσώθηκα για τα καλά». β. υπερβολικά: «έφαγα για τα καλά || εξαντλήθηκα για τα καλά». γ. απόλυτα, εντελώς, τελείως: «βολεύτηκα για τα καλά στο δημόσιο». δ. ολοκληρωτικά: «μαλώσαμε για τα καλά και δε θα του ξαναμιλήσω». (Λαϊκό τραγούδι: ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικράκι, ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικρό για τα καλά
- για το καλό, λέγεται για τη δικαιολόγηση χειρονομίας ή πράξης που γίνεται εθιμοτυπικά: «μια κι ήρθε στο σπίτι μου, του τράταρα ένα ουζάκι έτσι για το καλό || αφού μου ’φερε καλά νέα το παιδί, του ’δωσα κι εγώ ένα χαρτζιλικάκι για το καλό»·
- για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.) ή για το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για το καλό το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), για προσωπικό μου (σου, του, της κ.λπ) όφελος, για την προκοπή μου (σου, του, της κ.λπ): «ξέρω πως, ό,τι κάνεις, το κάνεις για το καλό μου και σ’ ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: πολλές φορές σου μίλησα εγώ, για το καλό σου, κι ας ήμουνα το θύμα σου το πρώτο το δικό σου // βάλε μυαλό για το δικό σου το καλό. Άλλαξε γνώμη, άλλαξε και στο τσαρδί σου άραξε
- για το καλό του χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- γίνομαι καλά, γιατρεύομαι, θεραπεύομαι: «είχα ένα πρόβλημα με την υγεία μου, αλλά, έπειτα απ’ τη θεραπεία που έκανα, έγινα καλά»·
- γίνομαι καλός, συμπεριφέρομαι ήπια, με καλοσύνη: «όσο σκληρός κι αν λένε πως είμαι στη δουλειά μου, όταν βλέπω πως όλοι δουλεύουν κανονικά, γίνομαι καλός»·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γράφω στο καλό, βλ. φρ. γράφω στο καθαρό, λ. καθαρός·
- δε βγαίνει σε καλό (κάτι), δεν έχει καλή κατάληξη: «η γκρίνια δε βγαίνει σε καλό». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι· το γρι-γρι-γρι να πάψεις και σε καλό δε βγαίνει
- δε βλέπω καλό, δε βοηθιέμαι, δεν ευεργετούμαι: «τώρα που έπεσα οικονομικά, δε βλέπω καλό από κανέναν
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, α. (για πρόσωπα) έχει πολλά αρνητικά, δε διορθώνεται με τίποτα  ή έχει μεγάλο πάθος σε κάτι, ιδίως όχι καλό, και δεν υπάρχει προοπτική καλυτέρευσής του: «είναι τόσο τρελός, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μεγάλος γυναικάς, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μανιώδης χαρτοπαίχτης, που δε γίνεται καλά με τίποτα». β. (για μηχανήματα) έχει ανεπανόρθωτη βλάβη, είναι πια άχρηστο: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητο, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
- δε θα (σου) βγει σε καλό, η ενέργεια, η πράξη, όπως γίνεται ή όπως έγινε, θα έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος σου: «αυτή η κατάληψη του εργοστασίου που ετοιμάζετε, δε θα σας βγει σε καλό || δε θα σου βγει σε καλό που αντιμιλάς το διευθυντή σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα σου βγούνε σε καλό όλ’ αυτά που κάνεις, αλανιάρικο, κοίταξε να μαζευτείς και μυαλό να βάνεις, παιχνιδιάρικο  
- δε θα τα πάμε καλά, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του, επειδή συνεχίζει να ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας ή επειδή, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις μας, συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός: «αν συνεχίσεις να βάζεις εμπόδια στη δουλειά μου, δε θα τα πάμε καλά || αν, παρά τις συστάσεις μου, συνεχίσεις να ενοχλείς την αδερφή μου, δε θα τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε μας τα λες καλά, έκφραση αμφισβήτησης, δυσφορίας στα λεγόμενα κάποιου, που δεν είναι αυτά που θέλαμε ή που περιμέναμε να ακούσουμε: «δε μας τα λες καλά, γιατί εγώ ξέρω πως αλλιώς έγιναν τα πράγματα || μια και σε βρήκα, δώσε μου εκείνα τα δανεικά που μου χρωστάς. -Δε μας τα λες καλά, γιατί γι’ άλλο πράγμα συναντηθήκαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δε με βλέπω καλά, α.  έκφραση επίγνωσης για την τιμωρία που με περιμένει: «αν μάθει ο διευθυντής πως έκανα πάλι κοπάνα, δε με βλέπω καλά». β. έκφραση επίγνωσης για την κακή πορεία της υγείας μου: «τον τελευταίο καιρό δε με βλέπω καλά, γι’ αυτό πρέπει να πάω να με δει ο γιατρός μου»· βλ. και φρ. δε σε βλέπω καλά·
- δε μου ’ρχεται καλά να…, έχω δυσκολίες, έχω αναστολές να συμπεριφερθώ ή να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεσή μου, με τη φιλοσοφία μου ή την κατάστασή μου: «δε μου ’ρχεται καλά να πάω μαζί τους στο γλέντι, γιατί πριν δυο μήνες πέθανε ο πατέρας μου || δε μου ’ρχεται καλά να τα βάλω με γέρο άνθρωπο || δε μου ’ρχεται καλά να μην του κάνω παρέα, επειδή είναι φτωχός»·
- δε μου στέκει καλά ή δε μου στέκεται καλά, (για είδη ένδυσης) δεν εφαρμόζει καλά επάνω μου είτε γιατί είναι κακοραμμένο είτε γιατί δεν είναι στα μέτρα μου: «το σακάκι δε μου στέκεται καλά στους ώμους»·
- δε μου φέρθηκε καλά, μου συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα ή δε με βοήθησε: «πήγα να του ζητήσω κάτι πληροφορίες για τη δουλειά και δε μου φέρθηκε καλά, γιατί μ’ έβαλε τις φωνές || είμαι πικραμένος μαζί του, γιατί, όταν ζήτησα τη βοήθειά του, δε μου φέρθηκε καλά»·
- δε σε βλέπω καλά, α. η εργασιακή σου θέση είναι επισφαλής ή πρόκειται να σου συμβεί κάποιο κακό για κάποια πράξη ή ενέργειά σου: «αν μάθει ο διευθυντής για το έλλειμμα που υπάρχει στο ταμείο, δε σε βλέπω καλά || αν μάθει ο αδερφός της ότι τα ’χεις μαζί της, δε σε βλέπω καλά». β. από την κακή όψη του προσώπου σου, αντιλαμβάνομαι πως έχεις πρόβλημα υγείας: «να πας να σε κοιτάξει κανένας γιατρός, γιατί τον τελευταίο καιρό δε σε βλέπω καλά»· βλ. και φρ. δε με βλέπω καλά·
- δε στέκει καλά ή δε στέκεται καλά, α. δεν είναι καλά στην υγεία του ή δεν έχει σώας τας φρένας του: «απ’ την όψη του προσώπου του κατάλαβα πως δε στέκει καλά ο τάδε || μη τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν στέκει καλά». β. δε βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «μη του ζητήσεις ούτε ευρώ, γιατί απ’ ότι ξέρω δε στέκεται καλά»· βλ. και φρ. στέκει καλά·
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δε χρωστάει καλό σε κανέναν ή καλό δε χρωστάει σε κανέναν ή σε κανέναν δε χρωστάει καλό, δεν έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, είναι ανάλγητος, σκληρόκαρδος: «όσο και να ’χεις ανάγκη, δε σε βοηθάει, γιατί δε χρωστάει καλό σε κανέναν». (Τραγούδι: και γράφ’ τον κόσμο στα παλιά σου τα παπούτσια κι έλα κράτα με σφιχτά καλό κανένας δε χρωστά
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δεν ακούγομαι καλά, α. έχω κάποια κρυφή στενοχώρια, που όμως γίνεται αντιληπτή στους άλλους από τον τρόπο της ομιλίας μου: «όσο και να θέλει να προσποιηθεί τον χαρούμενο, εγώ που τον ξέρω χρόνια καταλαβαίνω πως δεν ακούγεται καλά». β. δε βρίσκομαι καλά στην υγεία μου: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν ακούγομαι καλά»·
- δεν είδα καλό από κανέναν, όλοι μου συμπεριφέρθηκαν εχθρικά ή αδιάφορα, δεν είχα τη βοήθεια κανενός: «όταν μου ’τυχαν κάτι αναποδιές, δεν είδα καλό από κανέναν»·
- δεν είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστος: «έκανα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήμουν καλά»·
- δεν είμαστε καλά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε ή για κάτι που βλέπουμε: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν είμαστε καλά, πριν μια ώρα ήμασταν μαζί! || δεν είμαστε καλά, πάλι σουρωμένος είσαι!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι για καλό, λέγεται για κάτι που μπορεί να αποβεί σε βάρος μας, που προμηνύει κάτι κακό: «να ξέρεις πως αυτό το υπονοούμενο που πέταξε δεν είναι για καλό». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χαμε τι να ’χαμε δυο αμπάρια να ’χαμε για να ρίχνουμε τ’ αγόρια τ’ άτιμα τα μεσοφόρια που δεν είναι για καλό. Τζουμ τριαλαρό
- δεν είναι δήθεν και καλά, βλ. λ. δήθεν·
- δεν είναι καλά πράγματα αυτά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. λ. λογικός·
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν είναι στα καλά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράλογα και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος!». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν είσαι καλά! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητάει ή μας λέει παράλογα, παράδοξα πράγματα: «δεν είσαι καλά που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || δεν είσαι καλά που θα πας κολυμπώντας στο άλλο νησί!»·
- δεν είσαι με τα καλά σου! βλ. φρ. δεν είσαι καλά(!)· 
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν ήρθε για καλό, λέγεται για κάποιον που η παρουσία του σε ένα χώρο προμηνύει καβγά, φασαρία: «απ’ τη στιγμή που έμαθε πως τον κατηγόρησες κι ήρθε στο μπαράκι που συχνάζεις, να ξέρεις πως δεν ήρθε για καλό»·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν πάει καλά, α. (για πρόσωπα) πάσχει πνευματικά, έχει διανοητικό πρόβλημα: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν πάει καλά». β. έχει οικονομικές δυσκολίες: «μη ζητάς απ’ αυτόν δανεικά, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά». γ. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν αποδίδει: «έχει μια βιοτεχνία εσωρούχων, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά και προβληματίζεται αν θα την κρατήσει». δ. (για μηχανήματα) παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη λειτουργία του: «προχτές έβγαλα τ’ αυτοκίνητο απ’ το συνεργείο, αλλά πάλι δεν πάει καλά»·
- δεν παίρνει με το καλό, αντιμετωπίζεται μόνο δυναμικά με λόγια ή με έργα: «πρέπει να του ρίξεις κανένα βρισίδι, γιατί δεν παίρνει με το καλό || πρέπει να τον τραβήξεις ένα χέρι ξύλο, γιατί δεν παίρνει με το καλό»·
- δεν πάμε καλά, (γενικά) η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική ζωή παρουσιάζει προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, είναι δυσοίωνη ή εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει στα εργατικά συνδικάτα, δεν πάμε καλά || απ’ τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, δεν πάμε καλά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν πας καλά! έκφραση απορίας προς κάποιον που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «δεν πας καλά που θα σου δανείσω δέκα εκατομμύρια, επειδή είσαι γνωστός του φίλου μου!». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- δεν πας καλά, α. δεν είναι η σωστή πορεία, η σωστή κατεύθυνση, δεν είναι ο σωστός δρόμος αυτός που ακολουθείς για να φτάσεις στον προορισμό σου: «δεν πας καλά απ’ αυτόν το δρόμο για το Βαρδάρι». β. δεν είναι ο σωστός, ο ενδεδειγμένος τρόπος αυτός με τον οποίο ενεργείς για να φέρεις σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεσή σου: «δεν πας καλά, αν θέλεις να πάρεις το δάνειο που σου χρειάζεται»·  
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. φρ. δεν πατάς γερά·
- δεν περπατάς καλά, δεν ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά, έντιμα: «απ’ τη μέρα που έμπλεξες μ’ αυτή την παλιοπαρέα, δεν περπατάς καλά». Συνών. περπατάς στραβά·
- δεν τα πάμε καλά, α. δεν υπάρχει αρμονική σχέση μεταξύ μας: «όπου να ’ναι θα χωρίσω με τη γυναίκα μου, γιατί δεν τα πάμε καλά». β. έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί δεν τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν τα πάω καλά με..., α. δεν έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «δεν τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι κουτσομπόλης || δεν τα πάω καλά με το κάπνισμα || δεν τα πάω καλά με το ποτό». β. δε συνηθίζω κάτι: «δεν τα πάω καλά με τις εκδρομές»·
- δεν τα ’χουμε καλά, έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «δεν τα ’χουμε καλά, γι’ αυτό και δε μιλιόμαστε»·
- δεν το βλέπω καλά, (για αντικείμενα) δε βρίσκεται τοποθετημένο σε σίγουρη θέση και υπάρχει φόβος να πάθει κάποια βλάβη: «δεν το βλέπω καλά το κάδρο, όπως το κρέμασες στον τοίχο σε τόσο μικρό καρφάκι || πάρε από δω το βάζο, γιατί δεν το βλέπω καλά»·
- δεν το ’πιασα καλά! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για να κάνω ένα ταξίδι στο εξωτερικό; -Δεν το ’πιασα καλά!»· βλ. και φρ. α. δεν το ’πιασα καλά. β. δεν το ’πιασα! λ. πιάνω·
- δεν το ’πιασα καλά, δεν κατάλαβα καλά τι ακριβώς μου είπες, επανάλαβε αυτό που είπες, γιατί δεν το άκουσα ή δεν το κατάλαβα καλά: «πέρασε απ’ το μπαράκι ο αδερφός σου και ρωτούσε για σένα. -Δεν το ’πιασα καλά»· βλ. και φρ. δεν το ’πιασα καλά(!)·  
- δεν το ’χω σε καλό, το θεωρώ κακό οιωνό: «δεν το ’χω σε καλό, όταν βλέπω το πρωί μαύρη γάτα»·
- δεν τον βλέπω καλά, έχω την εντύπωση πως δεν είναι καλά στην υγεία του ή πως δεν είναι σε καλή οικονομική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό δεν τον βλέπω καλά, γιατί όλο βήχει || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί μετά τη ζημιά που έπαθε στο χρηματιστήριο δεν τον βλέπω καλά»·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δίνω το καλό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δουλεύω καλά, έχω ικανοποιητική πελατεία, είμαι ευχαριστημένος από την εμπορική κίνηση που κάνω στο μαγαζί μου: «δεν ξέρω οι άλλοι πώς δουλεύουν, πάντως εγώ δουλεύω καλά»·
- ε καλάααα! έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει, αν κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας κάτι που επιδιώκαμε, και μάλιστα δηλώνει πως το κατορθώσαμε με μεγάλη ευκολία: «τι έγινε ρε με την τάδε, την έριξες; -Ε καλάααα! || τι έγινε με τη δουλειά που είχες αναλάβει, την τέλειωσες; -Ε καλάααα!». Συνήθως παρατηρείται χαμόγελο επιτυχίας, που πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε και κάτσε καλά μέσα στο κέντρο» β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε το κάτσε καλά». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, έγινε το κάτσε καλά απ’ τον κόσμο για ένα εισιτήριο, γιατί σε λίγο άρχιζε το ματς». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά  που… ή να ’μαι καλά εγώ που..., δηλώνει την άμεση συμμετοχή ή ενέργειά μας για την επίτευξη κάποιου σκοπού ή για την αποφυγή κάποιας ανεπιθύμητης κατάστασης σε βάρος του συνομιλητή μας ή σε βάρος κάποιου, σε μένα οφείλεται που…: «εγώ να ’μαι καλά που μίλησα στο διευθυντή, γιατί αλλιώς δε θα την έπαιρνε τη δουλειά || να ’μαι εγώ καλά που τον παρακάλεσα και απέσυρε τη μήνυση που είχε σε βάρος σου || να ’μαι καλά εγώ που σε βοήθησα, γιατί αλλιώς δε τη γλίτωνες τη φυλακή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·   
- έδεσε για καλά ή έδεσε για τα καλά, α. (για πρόσωπα) σταθεροποιήθηκε, τακτοποιήθηκε απόλυτα, ιδίως σε κάποια θέση εργασίας: «βολεύτηκε στην τράπεζα κι έδεσε για τα καλά». β. επισκέφτηκε κάποιον σε ένα χώρο και παρέμεινε πολύ περισσότερο από το επιτρεπτό όριο: «ήρθε στο γραφείο μου να πιει έναν καφέ κι έδεσε για καλά». γ. εγκαταστάθηκε μόνιμα σε ένα τόπο: «ήρθε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, και επειδή του άρεσε η πόλη, έδεσε για καλά». δ. (για δουλειές ή υποθέσεις) ύστερα από τις κατάλληλες ενέργειες σταθεροποιήθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα: «μετά το δάνειο που πήρα η δουλειά έδεσε για τα καλά»·
- εδώ οι καλές οι πίπες! βλ. λ. πίπα·
- εδώ το καλό κουλούρι! βλ. λ. κουλούρι·
- εδώ το καλό το γάλα! βλ. λ. γάλα·
- εδώ το καλό το πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είδα καλό (από κάποιον), μου συμπεριφέρθηκε κάποιος με ενδιαφέρον, με αγάπη, με βοήθησε: «στις αναποδιές που μου ’τυχαν, μόνο απ’ τον τάδε είδα καλό»·
- είδες καλά; έλεγξες προσεκτικά(;): «είδες καλά αν τα κλειδιά είναι στο γραφείο μου; || είδες καλά αν κλείδωσα την πόρτα;»·
- είμαι απ’ τους καλούς ή είμαι με τους καλούς, είμαι άνθρωπος του νόμου, είμαι αστυνομικός: «πάψε να φοβάσαι, γιατί είμαι απ’ τους καλούς». Πέρασε σε κοινή χρήση από τα αστυνομικά έργα·
- είμαι καλά, έχω καλή υγεία, είμαι υγιής: «πριν από καιρό είχα κάτι προβλήματα με την καρδιά μου, αλλά τώρα είμαι καλά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καλά, καρδιά μου. Μη μου ανησυχείς. Εγώ, δεν πέφτω χάμου για να με λυπηθείς
- είμαι με τα καλά μου, είμαι ντυμένος με την επίσημη ενδυμασία μου, με τα επίσημα ρούχα μου: «δεν μπορώ να φορτωθώ αυτό το βρομοτσούβαλο, γιατί βλέπεις πως είμαι με τα καλά μου»· βλ. και φρ. είμαι στα καλά μου·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είμαι στα καλά μου, βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση, σκέφτομαι λογικά: «μα και βέβαια είμαι στα καλά μου που θέλω πίσω τα λεφτά που σου δάνεισα»· βλ. και φρ. είμαι στις καλές μου·
- είμαι στις καλές μου, είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, είμαι ευδιάθετος, έχω κέφια: «έχουν καταλάβει πως, όταν είμαι στις καλές μου, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ τίποτα, κι έρχονται και μου ζητούν τα πιο απίθανα πράγματα»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι από καλή οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι καλή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι καλό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- είναι καλός μέχρι βλακείας, βλ. λ. βλακεία·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- είσαι με τα καλά σου! ή είσαι στα καλά σου! έκφραση αμφισβήτησης για την καλή ψυχολογική ή για την ορθή διανοητική κατάσταση του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «είσαι στα καλά σου, που θέλεις να κάνεις το γύρο του κόσμου με τα πόδια!»· βλ. και φρ. τι λες άνθρωπέ μου; λ. άνθρωπος·
- είχε καλή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε καλό τέλος, βλ. λ. τέλος
- έκανε την καλή του, πλούτισε νόμιμα ή παράνομα: «δούλεψε σκληρά στην ξενιτιά, ώσπου έκανε την καλή του και γύρισε στο χωριό του || μπλέχτηκε στην εισαγωγή κάποιον λαθραίων τσιγάρων, έκανε την καλή του κι αποσύρθηκε»· βλ. και φρ. έπιασε την καλή·
- έλα στα καλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «έλα στα καλά σου, που θέλεις χωρίς δραχμή να μου αρχίσεις επιχειρήσεις». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπιασε τα καλά (του τάδε), βλ. συνηθέστ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- έπιασε την καλή, πλούτισε από παράνομη ιδίως δραστηριότητα: «έμπλεξε με διάφορες σκοτεινές δουλειές της νύχτας κι έπιασε την καλή»· βλ. και φρ. έκανε την καλή του·
- έφυγε μια και καλή, έφυγε για πάντα από έναν τόπο: «παντρεύτηκε στο εξωτερικό κι έφυγε μια και καλή απ’ την Ελλάδα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει και τα καλά του, δεν έχει μόνο ελαττώματα αλλά έχει και προτερήματα: «δεν μπορούμε να τον απορρίψουμε εντελώς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει και τα καλά του»·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, βλ. λ.πλευρά·
- έχει καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει καλή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχει καλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει καλή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει καλό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει καλό κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει καλό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- έχει καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει καλό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει καλούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει όλα τα καλά του, έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό παιδί έχει όλα τα καλά του, γιατί κατάγεται από πλούσια οικογένεια». (Τραγούδι: ο κυρ Μέντιος με την γκρίζα την ουρά δε συνήθιζε καπίστρι να φορά, είχε όλα τα καλά του και τα γαϊδουράγκαθά του, τα ξινά και πονηρά
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει και τις θετικές και τις αρνητικές του πλευρές: «αυτός ο άνθρωπος έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί, όταν είναι στα κέφια του δε χαλάει σε κανέναν χατίρι, όταν όμως έχει στα νεύρα του, δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό || αυτή η λιτότητα έχει τα καλά της, έχει και τα κακά της, γιατί, ενώ περνάμε τώρα δύσκολα, θα ’ρθει καιρός που θα τρώμε με χρυσά κουτάλια || είναι σπουδαίο αυτοκίνητο, δε λέω, αλλά έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί μπορείς να ταξιδεύεις άνετα και με ασφάλεια, αλλά από βενζίνη καίει όσο τρία αυτοκίνητα μαζί»·
- έχει τα καλά (του τάδε), βρίσκεται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση με τον τάδε ή πάσχει από την ίδια αρρώστια που πάσχει και ο τάδε: «τι έχει ο Θανάσης κι είναι στενοχωρημένος; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, θα χωρίσει κι αυτός με τη γυναίκα του || τι έχει ο Θανάσης και τρέχει όλο στους γιατρούς; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί και σ’ αυτόν παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά»·       
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, βλ. λ. μαρτυρία·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχει το καλό ότι…, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το προτέρημα, το πλεονέκτημα ότι…, που απαλύνει κάποιο ελάττωμα που αναφέραμε: «μπορεί να πίνει, αλλά έχει το καλό ότι, όταν πίνει, δεν οδηγεί || μπορεί να περνάμε περίοδο λιτότητας, αλλά αυτή η λιτότητα έχει το καλό ότι θα φέρει την ευημερία || μπορεί να είναι μεγάλο αυτοκίνητο, αλλά έχει το καλό ότι δεν καίει πολύ»·
- εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
- έχω καλές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω καλό σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω τις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- ζω καλά, ζω χωρίς στερήσεις, καλοζώ: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, ζω καλά»·
- η καλή γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
- η καλή κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
- η καλή μεριά, (για υφάσματα), βλ. λ. μεριά·
- η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, βλ. λ. νοικοκύρης·
- η καλή σου! αναφέρεται μειωτικά για κάποια που ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της: «ήρθε η καλή σου απρόσκλητη και μας έκανε άνω κάτω!»·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. λ. εποχή·
- η ώρα η καλή! βλ. λ. ώρα·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μια και καλή, εγκαταστάθηκε μόνιμα σε έναν τόπο: «του άρεσε τόσο πολύ η Θεσσαλονίκη, που ήρθε μια και καλή»·
- θα γίνει και κάτσε καλά ή θα γίνει το κάτσε καλά, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν εξακολουθήσεις να κάνεις φασαρία, θα γίνει το κάτσε καλά». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο του τάδε, γιατί απ’ ό,τι λένε θα γίνει και κάτσε καλά». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, μη στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα σε κάνω καλά, απειλητική έκφραση σε κάποιον με την έννοια του ξυλοδαρμού: «μόλις γυρίσουμε στο σπίτι, παλιόπαιδο, θα σε κάνω καλά»·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα να καταφέρεις τον δείνα· τον τάδε θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν φοβάσαι να τα βάλεις μαζί του, άσ’ τον, γιατί θα τον κάνω καλά εγώ»·
- θα φας καλά! α. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, πως μπορεί να κερδίσει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με κάποια γυναίκα: «πήγαινε να της κάνεις πρόταση να τα φτιάξεις μαζί της και θα φας καλά!». β. (απειλητικά) θα σε διορθώσω, θα σε τιμωρήσω σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «γύρνα το βράδυ στο σπίτι και θα φας καλά!»·
- θέλω το καλό του, ενδιαφέρομαι για την πρόοδό του, για την προκοπή του: «είναι πολύ καλό παιδί, γι’ αυτό θέλω το καλό του»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, βλ. λ. εμπόδιο·
- κάθεσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον, στον οποίο πρόκειται να ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κάθεσαι καλά στην καρέκλα σου; βλ. λ. καρέκλα·
- κάθισε καλά, βλ. φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά, δεν κάνω αταξίες, είμαι φρόνιμος: «όποιος δεν κάθεται καλά, θα τρώει ξύλο»· βλ. και φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και καλά, α. δήθεν, τάχα: «τα πάντα βρίσκονταν σε διάλυση και προσπαθούσε να με πείσει ότι και καλά δεν υπήρχε πρόβλημα». β. δηλώνει απαξίωση, άρνηση ή δυσφορία για κάτι το οποίο θεωρούν πως είναι η μόνη επιδίωξή μας: «ναι μωρέ, νομίζεις και καλά πως δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πλούτη και καλά μ’ αρέσει η φτώχεια κι η εργατιά κι αν παντρευτώ με τον καιρό θέλω εργάτη για να βρω
- και καλά μουνιά στους πούτσους μας! ή και καλό μουνί στον πούτσο μας! βλ. λ. μουνί·
- και κάτσε καλά! α. έκφραση υπερβολής για κάτι καλό που συνέβη: «στην εκδρομή περάσαμε και κάτσε καλά!», δηλ. περάσαμε πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ευχάριστα. β. έκφραση υπερβολής για κάτι κακό που συνέβη: «περάσαμε μια ταλαιπωρία και κάτσε καλά!», δηλ. καταταλαιπωρηθήκαμε. Συνών. και γαμώ!·
- και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, βλ. λ. δεχούμενα·
- καλά… (ακολουθεί χρονικός προσδιορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε έτσι, καλά Χριστούγεννα θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλές… και καλό(…)·
- καλά αποτελέσματα! βλ. λ. αποτέλεσμα·
- καλά γεράματα! βλ. λ. γεράματα·
- καλά δεξίματα! βλ. λ. δέξιμο·
- καλά θα κάνεις να…, α. πρέπει, επιβάλλεται να…: «καλά θα κάνεις να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος || καλά θα κάνεις να πας να χαιρετήσεις το νέο διευθυντή, γιατί έτσι είναι το πρέπον». β. λέγεται και υπό τύπον απειλής: «καλά θα κάνεις να πάψεις να ενοχλείς την κόρη μου»·
- καλά και…, βλ. φρ. καλά που(…)·
- καλά και άγια, βλ. λ. άγιος·
- καλά και περίκαλα, βλ. φρ. καλά κι ολόκαλα·
- καλά και όσια, βλ. λ. όσιος·
- καλά και σώνει, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: τι θες τα σούρτα φέρτα μπρος στο σπίτι της, καλά και σώνει πας να μπεις στη μύτη της
- καλά! καλά! έκφραση αμφισβήτησης ή ειρωνείας στα λεγόμενα κάποιου: «το πρωί έπινα καφέ με τον τάδε υπουργό. -Καλά! καλά!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία που με αλλεπάλληλο κούνημα της παλάμης μας προς το μέρος του συνομιλητή μας του επιβάλλουμε να πάψει να μιλάει άλλο ·
- καλά καλά, εντελώς, α. τελείως: «θέλω να τελειώσεις πρώτα καλά καλά τη δουλειά σου, κι ύστερα έλα να κουβεντιάσουμε || έφαγε καλά καλά στο σπίτι κι ύστερα ξεκίνησε για τη νυχτερινή διασκέδασή του». β. πριν ακόμη: «ακόμη δεν έμαθε καλά καλά τι πάει να πει ζωή και θέλει παντρειά». γ. πάρα πολύ καλά: «πέρασες καλά στο πάρτι; -Καλά καλά»·
- καλά καλά δεν…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως, μόλις κάναμε ή έγινε κάτι, επακολούθησε και κάτι άλλο: «καλά καλά δεν μπήκα το πρωί στο γραφείο μου κι ήρθε ο τάδε να μου ζητήσει δανεικά || καλά καλά δεν ήρθε απ’ το εξωτερικό κι αναγκάστηκε να φύγει αμέσως»· 
- καλά κάνω, α. έκφραση βεβαιότητας για την ορθότητα των ενεργειών μου στην ερώτηση απορίας κάποιου τι κάνεις; (με την έννοια, γιατί ενεργείς με αυτόν τον τρόπο;) ή έκφραση αδιαφορίας στην ίδια ερώτηση, με την έννοια να μη σε ενδιαφέρει πώς ενεργώ: «μα τι κάνεις, δε γίνεται έτσι η δουλειά. -Καλά κάνω || έτσι όπως χειρίζεσαι το θέμα θ’ αποτύχεις. -Καλά κάνω». β. έκφραση αδιαφορίας  για τον κακό χαρακτηρισμό που μας απευθύνει κάποιος: «είσαι μεγάλος τζαναμπέτης. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλος απατεώνας. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλο κορόιδο. -Καλά κάνω»·
- καλά κέρδη! βλ. λ. κέρδος·
- καλά κι ολόκαλα, πάρα πολύ καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν είμαστε καλά στην υγεία μας ή αν πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας·
- καλά κρασιά! βλ. λ. κρασί·
- καλά λέει! βλ. λ. λέω·
- καλά λέει ή καλά τα λέει, βλ. λ. λέω·
- καλά μας τα λες! με τα λόγια φαίνεται εύκολο να πραγματοποιηθεί αυτό που κουβεντιάζουμε, αλλά σίγουρα στην πράξη είναι διαφορετικά: «καλά μας τα λες! Αλλά χωρίς λεφτά σε πληροφορώ πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!»·
- καλά μυαλά! βλ. λ. μυαλό·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- καλά να πάθει! ή καλά να τα πάθει! έκφραση ικανοποίησης με χαιρέκακη ή εκδικητική διάθεση για άτομο που απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του ή που έπαθε κάτι κακό: «το ’μαθες που ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του; -Καλά να πάθει, γιατί δε μου το ’δωσε τότε που του το ζήτησα! || το ’μαθες πως ο τάδε βάρεσε κανόνι; -Καλά να πάθει, γιατί, όταν του ζήτησα κάποτε να με βοηθήσει, μου ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ωχ που δηλώνει την ικανοποίηση και συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία η παλάμη σέρνεται ελαφρά στο στήθος από το λαιμό προς την κοιλιά ή συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία ο αντίχειρας, ο δείκτης και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες τους κινούνται μπροστά στο στήθος από πάνω προς τα κάτω. Αρκετές φορές, παράλληλα με την κίνηση ακούγεται και ο ήχος ελαφριού φιλιού·
- καλά να πάθω ή καλά να τα πάθω, από τη στιγμή που δεν άκουσα κάποιον ή κάποιους που με συμβούλευαν να μην ασχοληθώ με κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ή εργασία, τώραπου απέτυχα, ας υποστώ τις συνέπειες. (Λαϊκό τραγούδι: καλά να πάθω, για να δω τώρα ποιος μ’ αγαπάει και ποιος στα μπατιρήματα την πόρτα μου χτυπάει
- καλά να ’σαι! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος τα λόγια του συνομιλητή του, που έχουν αρνητική σημασία για κάποιον ή για κάτι, σίγουρα: «αυτός, με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, σίγουρα μια μέρα θα καταλήξει στη φυλακή. -Καλά να ’σαι! || είναι τόσο σαπιοκάραβο που όπου να ’ναι θα βουλιάξει. -Καλά να ’σαι!». β. χωρίς καμιά αμφιβολία, με πλήρη βεβαιότητα: «είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει στην ώρα του; -Καλά να ’σαι, γιατί του είπα πως θα ’ναι κι η τάδε που τη γουστάρει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω παρατεταμένο. Συνών. όπως σε βλέπω και με βλέπεις·
- καλά νιάτα, κακά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·  
- καλά ντε! έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που απαιτεί πιεστικά να κάνουμε κάτι: «στο ’πα χίλιες φορές πως μέχρι το βράδυ θέλω να τελειώσεις τη δουλειά. -Καλά ντε!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μη βαράς ή τι βαράς ή με το μη σπρώχνεις ή τι σπρώχνεις·
- καλά ξεμπερδέματα! βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- καλά ξετελέματα βλ. λ. ξετέλεμα·
- καλά ξυπνητούρια! βλ. λ. ξυπνητούρια·
- καλά πάμε! απογοητευτική διαπίστωση για την πορεία κάποιας εργασίας, διαδικασίας ή υπόθεσης, που δεν εξελίσσεται καθόλου ικανοποιητικά: «μας ακύρωσαν όλες τις παραγγελίες. -Καλά πάμε! || η τράπεζα απέρριψε το δάνειο που ζητήσαμε. -Καλά πάμε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μάλιστα ή το ωραία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- καλά που…, ευτυχώς που…: «είχα μείνει χωρίς λεφτά και καλά που ’ρθε ο τάδε και γλίτωσα το ρεζίλεμα»·
- καλά που το μυρίστηκα, ευτυχώς που το προαισθάνθηκα, που το πρόβλεψα, που το υποπτεύθηκα, ιδίως κάτι κακό: «καλά που το μυρίστηκα πως θα γινόταν φασαρία και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: καλά που την ανθίστηκα τη μόρτικια τη φτιάξη και το μπεγλέρι στο τσαρδί το είχα μπουζουριάσει
- καλά σαράντα! βλ. λ. σαράντα·
- καλά σημάδια ή καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- καλά στερνά! βλ. λ. στερνό·
- καλά στέφανα! βλ. λ. στέφανο·
- καλά στεφανώματα! βλ. λ. στεφανώματα·
- καλά τέλη! βλ. λ. τέλος·
- καλά του ’κανες! έκφραση ικανοποίησης για τη δίκαιη τιμωρία ατόμου από κάποιον: «αφού ενοχλούσε όλον τον κόσμο, καλά του ’κανες και τον πλάκωσες στο ξύλο!». Συνήθως μετά τη φρ. ακούγονται διάφοροι χαρακτηρισμοί όπως του αλήτη, του παλιάνθρωπου (κ.ά.)·
- καλά τώρα! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «η κόρη του τάδε παντρεύεται τον τάδε εργοστασιάρχη. -Καλά τώρα, αυτή είναι κακάσχημη! || ο τάδε μου είπε πως θα χτίσει μια βίλα στη Χαλκιδική. -Καλά τώρα, αυτός με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»·  
- καλά Χριστούγεννα!  ειρωνική έκφραση σε κάποιον που, επιτέλους, μετά από καιρό αποφάσισε να ενδιαφερθεί για κάτι, που ή έχει ήδη τελειώσει ή έχει προχωρήσει αρκετά από κάποιον άλλον: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά, θα μου τη δώσετε; -Καλά Χριστούγεννα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ή το τώρα που ξύπνησες·
- καλέ άντε(ς)! α. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «αν μου δώσεις εκατό χιλιάδες σήμερα, σε μια βδομάδα θα σου επιστρέψω διακόσιες. -Καλέ άντες!». β. ειρωνικό πείραγμα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Συνήθως συνοδεύεται από τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω και πλάγια, με την παλάμη του ενός χεριού να κάνει μια περιστροφική κίνηση μπροστά στο πρόσωπο και την παλάμη του άλλου χεριού να ακουμπάει διπλωμένη πλάγια στη μέση, τρόπος με τον οποίο μιμούνται οι πούστηδες τις γυναίκες, ή συνοδεύεται από ένα ξεφώνημα που και αυτό μιμείται τη γυναίκα·
- καλέ, αφού δε φυσάει, γιατί κουνιέσαι; βλ. λ. κουνιέμαι·
- καλέ μου άνθρωπε! βλ. λ. άνθρωπος·
- καλέ σώπα! βλ. λ. σώπα·
- καλέ τι μας λες! ή καλέ τι μας λέτε! βλ. λ. λέω·
- καλές… (ακολουθεί χρονική ένδειξη, ώρα), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτό που συμβαίνει θα διαρκέσει, θα παραταθεί αρκετή ακόμη ώρα: «έτσι όπως δουλεύουμε, καλές εφτά θα τελειώσουμε || με την καθυστέρηση που είχαμε, καλές δέκα θα φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. καλά… και καλό(…)·
- καλές γιορτές! βλ. λ. γιορτή·
- καλές διακοπές! βλ. λ. διακοπή·
- καλές τέχνες, βλ. λ. τέχνη·
- καλή… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε με τόσο αργό ρυθμό, καλή Πρωτοχρονιά θα παραδώσουμε τη δουλειά»· 
- καλή ανάπαυση! βλ. λ. ανάπαυση·
- καλή Ανάσταση! βλ. λ. Ανάσταση·
- καλή ανάρρωση! βλ. λ. ανάρρωση·
- καλή αντάμωση! ή καλές αντάμωσες! βλ. λ. αντάμωση·
- καλή αρχή! βλ. λ. αρχή·
- καλή αρχή και καλό τέλος! βλ. λ. αρχή·
- καλή αυριανή! (ενν. ημέρα), βλ. λ. αυριανός·
- καλή βδομάδα! βλ. λ. βδομάδα·
- καλή διαμονή! βλ. λ. διαμονή·
- καλή διασκέδαση! βλ. λ. διασκέδαση·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών), βλ. λ. εξήγηση·
- καλή επιτυχία! βλ. λ. επιτυχία·
- καλή ευκολία! βλ. λ. ευκολία·
- καλή ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- καλή ησυχία! βλ. λ. ησυχία·
- καλή καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, βλ. λ. καρδιά·
- καλή κοινωνία! βλ. λ. κοινωνία·
- καλή κυρία! βλ. λ. κυρία·
- καλή λευτεριά! βλ. λ. λευτεριά·
- καλή μοίρα! βλ. λ. μοίρα·
- καλή όρεξη! βλ. λ. όρεξη·
- καλή παρηγοριά! βλ. λ. παρηγοριά·
- καλή πάστα, βλ. λ. πάστα·
- καλή πατρίδα! βλ. λ. πατρίδα·
- καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- καλή πράξη, βλ. λ. πράξη·
- καλή ’σαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλή Σαρακοστή! βλ. λ. σαρακοστή·
- καλή σου μέρα! βλ. λ. μέρα·
- καλή σου νύχτα! βλ. λ. νύχτα·
- καλή τη πίστει, βλ. λ. πίστη·
- καλή του ώρα! βλ. λ. ώρα·
- καλή τύχη! βλ. λ. τύχη·
- καλή φάση, βλ. λ. φάση·
- καλή φώτιση! βλ. λ. φώτιση·
- καλή χρονιά! βλ. λ. χρονιά·
- καλή χωσιά! βλ. λ. χωσιά·
- καλή ψαριά! βλ. λ. ψαριά·
- καλή ψυχή! βλ. λ. ψυχή·
- καλή ώρα σαν..., βλ. λ. ώρα·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), βλ. λ. ώρα·
- καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- καλό… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει , αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε μ’ αυτό το ρυθμό, καλό καλοκαίρι θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλά… και καλές… και καλή(…)·
- καλό ακούγεται, έκφραση με την οποία επικροτούμε αρχικά την πρόταση του συνομιλητή μας, χωρίς όμως να θεωρούμε δεδομένη την αποδοχή μας ή τη συμμετοχή μας: «με τα λεφτά που θα ρίξεις, αν θελήσεις να συνεταιριστείς μαζί μου, θα μπορέσουμε να κατακλείσουμε την αγορά με αυτό το είδος που έχει μεγάλη ζήτηση. -Καλό ακούγεται»· βλ. και φρ. ακούγεται καλά (κάποιος)·
- καλό, ε! έκφραση αυτοθαυμασμού, όταν θεωρούμε πως αυτό που είπαμε ήταν πολύ πετυχημένο, ή έκφραση με την οποία επιζητούμε την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας σε αυτό που είπαμε και που το θεωρούμε πολύ πετυχημένο·
- καλό αλλά λίγο, λέγεται για προσφορά που είναι ανεπαρκής ή μέτρια, ιδίως για φαγητό: «ότι φάγαμε ήταν καλό αλλά λίγο || σ’ άρεσε το φαγητό; -Καλό αλλά λίγο»·
- καλό βόλι! βλ. λ. βόλι·
- καλό βράδυ! βλ. λ. βράδυ·
- καλό δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλό είναι να υπάρχει, λέγεται για αγορά πράγματος, που μπορεί, όταν το αγοράζουμε, να μη μας είναι απαραίτητο, ενδέχεται όμως κάποτε να μας χρειαστεί: «πάρ’ το τώρα που το βρήκες σε καλή τιμή, γιατί καλό είναι να υπάρχει σ’ ένα σπίτι»·
- καλό ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- καλό και τούτο! βλ. φρ. καλό κι αυτό(!)·
- καλό καλοκαίρι! βλ. λ. καλοκαίρι·
- καλό κατευόδιο! βλ. λ. κατευόδιο·
- καλό κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- καλό κι αυτό! έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράλογο που μας ζητάει ή που μας λέει κάποιος: «θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη, καλό κι αυτό!»·
- καλό κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- καλό κουμάσι και του λόγου σου! βλ. λ. κουμάσι·
- καλό λέει! (γενικά) πάρα πολύ καλό: «ήταν καλό το φαγητό; -Καλό λέει! || ήταν καλό το έργο; -Καλό λέει!»·
- καλό μεσημέρι! βλ. λ. μεσημέρι·
- καλό μεσημέριασμα! βλ. λ. μεσημέριασμα·
- καλό μήνα! βλ. λ. μήνας·
- καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- καλό ξημέρωμα! βλ. λ. ξημέρωμα·
- καλό παιδί, βλ. λ. παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλό παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- καλό Πάσχα! βλ. λ. Πάσχα·
- καλό ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- καλό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- καλό στέριωμα! βλ. λ. στέριωμα·
- καλό ταξίδι! ή καλό σου ταξίδι! βλ. λ. ταξίδι·
- καλό τέλος! βλ. λ. τέλος·
- καλό τυχερό! βλ. λ. τυχερό·
- καλό υπόλοιπο! βλ. λ. υπόλοιπο·
- καλό φάρμακο, βλ. λ. φάρμακο·
- καλό χειμώνα! βλ. λ. χειμώνας·
- καλό χερικό, βλ. λ. χερικό·
- καλό(ν) ύπνο! βλ. λ. ύπνος·
- καλός αλλά λίγος, λέγεται για κάποιον που γενικά είναι ανεπαρκής, είναι μέτριος: «καλός είναι ο φίλος σου, αλλά λίγος || καλός μηχανικός αλλά λίγος || καλός συγγραφέας αλλά λίγος»·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός είναι και τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητά παράλογα, παράδοξα πράγματα: «θέλει τόσα λεφτά χωρίς να μου υπογράψει μια απόδειξη; Καλός είναι και τούτος!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά, σαν να ψάχνει ο ομιλών να δει κάποιον για να του δείξει, υποτίθεται, το άτομο στο οποίο αναφέρεται· βλ. και φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός είναι κι αυτός! λέγεται με δυσαρέσκεια για άτομο που δεν αποδείχτηκε καλό, που δεν αποδείχτηκε εντάξει: «καλά, όταν είχες ανάγκη δε σε βοήθησε ούτε ο φίλος σου; -Καλός είναι κι αυτός!»· βλ. και φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός είσαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλός κι άγιος, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι άγιος… (ακολουθεί κύριο όνομα) αλλά…, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι όσιος, βλ. λ. όσιος·
- καλός και τούτος! βλ. φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- καλός κι αυτός! βλ. φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός κύριος! βλ. λ. κύριος·
- καλός μαλάκας και του λόγου σου! βλ. λ. μαλάκας·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, βλ. λ. γάτα·
- καλός πολίτης! βλ. λ. πολίτης·
- καλού κακού, για κάθε πιθανή περίπτωση ή περίσταση, για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρα καλού κακού και το παλτό μαζί μου»·
- καλούς απογόνους! βλ. λ. απόγονος·
- καλούς κληρονόμους! βλ. λ. κληρονόμος·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε καλά, ενδιαφέρσου, ενεργοποιήσου, βρες τη λύση: «όσο μπορούσα να σε βοηθήσω σε βοήθησα, από δω και πέρα κάνε καλά». Πολλές φορές, άλλοτε μετά το ρ. της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακούγεται το εσύ·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλό, ενεργώ ευεργετικά στην υγεία, ωφελώ: «τα θαλάσσια μπάνια κάνουν καλό»· (γενικά) επενεργώ ευεργετικά: «αυτός ο άνθρωπος κάνει καλό σε όλους»·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: ρουλέτα είναι η ζωή και τσόχα η κοινωνία, άλλος την κάνει την καλή κι άλλος δεν έχει μία
- κάνω το καλό, ενεργώ ευεργετικά, επ’ ωφελεία: «όταν μπορώ, κάνω το καλό σ’ όποιον έχει ανάγκη». (Λαϊκό τραγούδι: χάρε μου, σε παρακαλώ, αν θέλεις, κάμε το καλό· ένα κορμί που λιώνει θ’ αναπάψεις – πια δε βαστώ, πια δε βαστώ
- κάνω τον καλό, προσποιούμαι τον καλό: «εμένα μη μου κάνεις τον καλό, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι»·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- κατά τ’ άλλα καλά, βλ. λ. άλλος·
- κάτσε καλά! α. (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) μη συμπεριφέρεσαι ανάρμοστα, άστοχα, μην κάνεις φασαρία, μην ατακτείς: «κάτσε καλά, γιατί θα φας ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουν ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά). Ακούστηκε πολύ ως σύνθημα κατά του υπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη στη διάρκεια των μαθητικών διαδηλώσεων κατά της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του στην Παιδεία: κάτσε καλά, κάτσε καλά, Γεράσιμε, Γεράσιμε, κάτσε καλά(!). β.(για πολλούς) κάτσετε καλά! (Λαϊκό τραγούδι: όμορφα τους μιλήσανε στο καπηλειό του Ντάλα – α! ρε μάγκες, κάτσετε καλά αχ, σαν τα παιδιά τα άλλα)·  
- κι εσύ και το καλό σου, απαξιωτική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι και με ό,τι άλλο καλό συνεπάγεται η επαφή μας μαζί του: «επειδή είσαι πλούσιος, έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να μας κάνεις ό,τι θέλεις, ε άντε λοιπόν κι εσύ και το καλό σου». (Δημοτικό τραγούδι: αχ παναθεμά σε, ξενιτιά, τζιβαέρι μου, κι εσύ και το καλό σου,σιγανά, σιγανά, σιγανά πατάω στη γη
- κι ο χορός καλά κρατεί, βλ. λ. χορός·
- κόβω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κοιμάται του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- κοίτα καλά, α. πρόσεχε, πρόσεξε: «κοίτα καλά, γιατί με τις παλιοπαρέες που έμπλεξες θα το φας το κεφάλι σου». β. έλεγξε προσεκτικά: «κοίτα καλά αν ξέχασα τα κλειδιά στο γραφείο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Νικολή, κοίτα καλά μη μας κάναν ζούλα το λουλά, μη μας πήραν το καλάμι κι απομείνουμε χαρμάνι
- κοίταξε καλά! απειλητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται με τρόπο που μας ενοχλεί ή μας θίγει: «κοίταξε καλά, γιατί αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε πετάξω έξω απ’ την τάξη! || κοίταξε καλά, γιατί αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!»·
- κρατήσου καλά! βλ. φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κρατιέμαι καλά, α. έχω πολλά χρήματα: «όσο κρατιέμαι καλά, δεν έχω την ανάγκη κανενός». β. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου: «παρ’ όλη την ηλικία μου κρατιέμαι καλά»·
- κρατιέσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον στον οποίο πρόκειται να του ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κάθεσαι καλά(;)·
- λέγε τα καλά να ’ρχονται καλά, ευχετική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα· βλ. και λ. καλομελετώ·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λίγα και καλά, βλ. λ. λίγος·
- λίγα λόγια και καλά, βλ. λ. λόγος·
- λίγα χρόνια και καλά, βλ. λ. χρόνος·
- μα καλά..., εισάγει έκφραση απορίας: «μα καλά, έχεις σκοπό να τα βάλεις μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο! || μα καλά, θα διαλύσεις την οικογένειά σου γι’ αυτή την παρδαλή;»·
- μα τι στο καλό! έκφραση έκπληξης ή απορίας για κάτι αρνητικό που διαρκεί: «μα τι στο καλό, πάλι όχι είπε! || μα τι στο καλό, ακόμη δεν ήρθε! || μα τι στο καλό, πάλι βρέχει! || μα το στο καλό, πάλι μεθυσμένος είσαι!»·
- με καλή παρέα και στην Κόλαση, βλ. λ. παρέα·
- με καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- με το καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με κάτι ή που έχει την πρόθεση να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάτι, ή σε κάποιον που μας αναφέρει πως σε λίγο καιρό περιμένει να εξελιχθεί κάτι επ’ ωφελεία του: «αύριο κάνω τα εγκαίνια του μαγαζιού μου. -Με το καλό! || σκέφτομαι να επεκτείνω τη δουλειά μου. -Με το καλό! || σ’ ένα μήνα απολύεται ο γιος μου απ’ το στρατό. -Με το καλό!». β. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας ανακοινώνει πως φεύγει για ταξίδι ή πως πρόκειται να ταξιδέψει: «φεύγω για Ρόδο και τρέχω να προλάβω τ’ αεροπλάνο. -Με το καλό! || την άλλη βδομάδα θα πάω στην Αθήνα για μια δουλειά. -Με το καλό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό, με ήπιο τρόπο, ήρεμα: «προσπάθησα να τον συμβουλέψω με το καλό, γιατί είναι πολύ νευρικό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: με το καλό δεν πιάνεσαι, με το κακό σε πήρα, με τα μυαλά που κυβερνάς, πάλι θα μείνεις χήρα
- με το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), λέγεται στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι ή πόδι, αν είμαστε δεξιόχειρες, ή το αριστερό χέρι ή πόδι, αν είμαστε αριστερόχειρες: «σημάδεψα προσεκτικά κι έριξα την πέτρα με το καλό μου || έστησα την μπάλα και την κλότσησα με το καλό μου»·
- με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι ή για μακροχρόνια απουσία: «πήγαινε τώρα στο στρατό να υπηρετήσεις τη θητεία σου και με το καλό να γυρίσεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να μας μπει και με το καλό να μας βγει, ευχή με διάθεση αστεϊσμού που ανταλλάσσουν δυο άτομα μεταξύ του την πρωτοχρονιά ή την πρώτη του μηνός, με την έννοια ο χρόνος ή ο μήνας που μπαίνει να περάσει χωρίς προβλήματα·
- με το καλό να πας! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που έχει την πρόθεση να αναχωρήσει για κάπου: «όταν τελειώσω το στρατιωτικό μου, θα πάω στη Γερμανία να συνεχίσω τις σπουδές μου. -Με το καλό να πας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι. Πρβλ.: σαν πας στην Καλαμάτα και ’ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντίλι να δέσω στο λαιμό (Δημοτικό τραγούδι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- μήπως δε βλέπω καλά; βλ. φρ. βλέπω καλά(;)·
- μια και καλή, α. οριστικά, τελειωτικά: «θέλω να ξεμπερδεύω μια και καλή μαζί σου». (Τραγούδι: κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη μια και καλή θα σε ξεγράψω). β. (για ενέργεια) με μια προσπάθεια, σε μια προσπάθεια: «έριξε στο στόχο του και πέτυχε μια και καλή». γ. συνεχόμενα, όχι τμηματικά: «σήκωσε το ποτήρι του κι ήπιε μια και καλή το ουίσκι»· βλ. και φρ. μια κι έξω, λ. έξω·
- μιλώ καλά; βλ. φρ. τα λέω καλά (;)·
- μόνο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- μου βγήκε σε καλό, η επιλογή που έκανα εξελίχθηκε υπέρ εμού, επ’ ωφελεία μου: «πήρα μέρος στο συνεταιρισμό τους με μισή καρδιά, αλλά στο τέλος μου βγήκε σε καλό, γιατί η δουλειά πήγε περίφημα»·
- μπα σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.) έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι αρνητικό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον ή από κάτι, και που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο: «μπα σε καλό μου, πώς κάνω τέτοια λάθη! || μπα σε καλό σου, πάλι μεθυσμένος είσαι! || μπα σε καλό του, πάλι έμεινε χωρίς λεφτά! || μπα σε καλό σου, πάλι εσύ θα πληρώσεις! || μπα σε καλό του, πάλι έχει δυνατά την τηλεόρασή του!»· βλ. και φρ. σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ)·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την αρνητική μας στάση ή τοποθέτηση για κάποιον ή για κάτι: «αν δε φέρνεις αντιρρήσεις σ’ αυτό που σου λέει, δε θα σ’ αφήσει ποτέ αβοήθητο. -Να λείπει κι αυτός και το καλό του, που θα χάσω την ανεξαρτησία μου || αν δεν έχεις λεφτά, θα σ’ αγοράσω εγώ τ’ αυτοκίνητο. -Να λείπει κι αυτό το καλό του, γιατί δε θέλω να σκοτωθώ»·
- ναι καλά! βλ. φρ. καλά τώρα(!)·
- να μη δεις καλό, είδος κατάρας, με την έννοια να μην προκόψεις στη ζωή σου·
- … νάν’ καλά, ευχετική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι που μας βοηθάει, μας συμπαραστέκεται ή μας κάνει χαρούμενους ή ευτυχισμένους για κάτι: «αγόρασε ό,τι θέλεις, κούκλα μου, τα λεφτά νάν’ καλά || η υγεία νάν’ καλά κι από λεφτά δουλεύεις και τ΄ αποκτάς || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, νάν’ καλά ο φίλος του που τον περιμάζεψε». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε βλάμισσα καλά, το πορτοφόλι νάν’ καλά, στα μπουζούκια σ’ έχω φέρει για να σπάσουμε νταλγκά
- να πας στο καλό! α. ευχετική έκφραση κατά την αναχώρηση κάποιου: «αφού ήρθε η ώρα να φύγεις, να πας στο καλό!». (Λαϊκό τραγούδι: μες στα μάτια κοίταξέ με τελευταία πια φορά. Στο καλό να πας, καλή μου, πάντα να περνάς καλά). β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας λέει πως θα φύγει, και μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του·
- να ’σαι καλά! α. φιλοφρονητική απάντηση στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος ύστερα από την εξυπηρέτηση που του κάναμε. β. ευχή σε κάποιον για υγεία. (Λαϊκό τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά
- να ’σαι καλά που…, α. έκφραση με την οποία επιβραβεύουμε την κίνηση ή την ενέργεια κάποιου, με την έννοια ευτυχώς που…: «να ’σαι καλά που με βοήθησες, γιατί αλλιώς δε θα τη γλίτωνα τη φυλακή». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «έμαθα πως ήσουν άρρωστος. -Να ’σαι καλά που ήρθες και με είδες!»·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, βλ. λ. βελέντζα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- ναι και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά·
- ντε και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλεις ντε καλά σώνει να πεθάνει δηλαδή
- ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του, βλ. λ. ξεμπερδεύω·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξεσήκωσε τα καλά (του τάδε), βλ. φρ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- ο αχ καλέ, βλ. λ. αχ·
- ο δρόμος του καλού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός πάντα το καλό, βλ. λ. Θεός·
- ο καλός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ο καλός καλό δεν έχει, τον έντιμο άνθρωπο δεν τον αφήνουν να προκόψει στη ζωή του: «κοίτα να συμπεριφερθείς ανάλογα σ’ αυτούς που σ’ εχθρεύονται, γιατί ο καλός καλό δεν έχει». (Λαϊκό τραγούδι: ο καλός, ο καλός καλό δεν έχει, μόνος στο σκοτάδι τρέχει. Της καρδιάς, της καρδιάς του το χρυσάφι, το πουλάνε στο σαράφη
- ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται, βλ. λ. καραβοκύρης·
- ο καλός κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο καλός ο γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό σου πιο καλός, βλ. λ. γείτονας·
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, βλ. λ. καπετάνιος·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο καλός σου, αναφέρεται μειωτικά για κάποιον του οποίου το όνομα ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε: «ήρθε πρωί πρωί ο καλός σου και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, βλ. λ. ποντικός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- οι παλιές καλές μέρες! βλ. λ. μέρα·
- όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. λ. όλος·
- όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ. λ. όλος·
- όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα τα καλά εκείνα που σου τάζει
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- όλο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. ψωριάρης·
- όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όταν με το καλό…, δηλώνει τον ερχομό κάποιας περιόδου που θα έρθει φυσιολογικά: «όταν με το καλό τελειώσεις το Λύκειο, θα σε στείλω για σπουδές στο εξωτερικό». Ακούγεται και σε περίπτωση θανάτου: «όταν με το καλό πεθάνω, όλη η περιουσία μου θα γίνει δική σου», δηλ. όταν πεθάνω φυσιολογικά, πλήρης ημερών·
- όψη, θρέψη καλή, βλ. λ. όψη·
- πάει καλά! α. δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή των λόγων κάποιου: «αφού λες πως σε μια βδομάδα θα μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, πάει καλά!». β. έκφραση που δηλώνει δυσφορία και αφήνει υπονοούμενο για περαιτέρω δυσμενή εξέλιξη: «δε θέλεις να μου πληρώσεις αυτά που μου χρωστάς; Πάει καλά!»·
- πάει καλά, (για ασθενείς) η υγεία του εξελίσσεται ομαλά, βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης: «πήγα στο νοσοκομείο να δω το φίλο μου και διαπίστωσα πως πάει καλά»· βλ. και φρ. πάμε καλά·
- πάει καλά; α. έχει σώας τας φρένας του; είναι καλά στα μυαλά του (;): «πάει καλά, ο άνθρωπος, που θέλει να πάει με τα πόδια στην Αθήνα;». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φίλε, τι ώρα έχεις; -Δώδεκα. -Πάει καλά;»· βλ. και φρ. πας καλά(;)·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- πάλι καλά που…, α. έκφραση ανακούφισης ή ικανοποίησης, που δηλώνει πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει χειρότερα από ό,τι έγιναν: «τρακάραμε μ’ ένα αυτοκίνητο που ερχόταν απ’ την αντίθεση κατεύθυνση, αλλά πάλι καλά που δε σκοτωθήκαμε». β. δηλώνει και ειρωνεία: «δηλαδή, αν δε συμφωνήσεις μ’ αυτά που γράφονται στο συμβόλαιο, δε θα το υπογράψεις; -Πάλι καλά που το κατάλαβες»·
- πάμε καλά, ικανοποιητική διαπίστωση για την πορεία εργασίας, διαδικασίας, υπόθεσης ή γενικά των πραγμάτων που μπορούν να απασχολούν έναν άνθρωπο. Γνωστή και η φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή έξω πάμε καλά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. πάει καλά·
- πάντα καλά, ευχή σε άτομο, που στην ερώτηση πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, απαντάει καλά·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πας καλά; α. έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά που πιστεύεις πως αν πέσεις απ’ τον έβδομο όροφο δε θα πάθεις τίποτα; || πας καλά που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου, θέλεις να σου πληρώσω ένα εκατομμύριο;». Μερικές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φιλαράκι, τι ώρα έχεις; -Δέκα. -Πας καλά;». Συνών. πας σωστά(;)· βλ. και φρ. πάει καλά (;)· 
- πας καλά με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πατώ καλά, βλ. φρ. πατώ γερά, λ. γερός·
- πάω καλά, η υγεία μου, τα οικονομικά μου και γενικά η ζωή μου εξελίσσεται καλά, ομαλά: «κάποτε είχα προβλήματα, αλλά τώρα πάω καλά»·
- πάω καλά; α. είναι σωστή η πορεία, η κατεύθυνσή μου, είναι σωστός ο δρόμος που ακολουθώ για να φτάσω στον προορισμό μου(;): «πάω καλά για το Λευκό Πύργο;». β. είναι σωστός, είναι ενδεδειγμένος ο τρόπος με τον οποίο ενεργώ για να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που ξέρεις, πάω καλά για να πάρω το δάνειο ή μήπως χρειάζεται να κάνω κάτι διαφορετικό;»·
- περνώ καλά ή την περνώ καλά, ζω καλά, ευχάριστα: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου, γιατί περνώ καλά». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοιον άντρα έχω βρει, μάνα μ’, να με παντρευτεί και θα την περνώ καλά μες τα χάδια τα πολλά
- περνώ στο καλό, βλ. φρ. περνώ στο καθαρό, λ. καθαρός·
- περπατώ καλά, συμπεριφέρομαι σωστά, έντιμα: «μάθε να περπατάς καλά, αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου το αποδείξει πως περπάτησε καλά, όσο και να είμαι ιππότης θα τιμωρηθεί σκληρά
- περπατώ καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγαινε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή, πλουτίζω, ιδίως ανέλπιστα ή ραγδαία, εκμεταλλευόμενος διάφορες ευνοϊκές καταστάσεις: «μόλις βγήκε το κόμμα του, με δυο τρεις καλές δουλειές που πήρε, έπιασε την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου· πήγα να πιάσω την καλή κι έμεινα ρέστος και ταπί κι έχασα τα λεφτά μου
- πιαστήκαμε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκαν για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- ποιο καλό; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι μας προέκυψε κάτι καλό: «αφού τον βοήθησες όλο και κάτι καλό θα έκανε για σένα. -Ποιο καλό; Ούτε τα ναύλα δε μου ’δωσε για να γυρίσω πίσω»·
- ποιο το καλό; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν είχαμε την ανάλογη ευνοϊκή αντιμετώπιση την οποία περιμέναμε ή απαιτούσαμε από κάποιον: «εγώ έγινα θυσία να τον εξυπηρετήσω και ποιο το καλό; Όταν ζήτησα κάποτε τη βοήθειά του έκανε πως δε μας ήξερε»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- πότε με το καλό; έκφραση ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο χρόνο, όταν μας αναγγέλλει κάποιος αόριστα πως θα επιχειρήσει κάτι ή πως περιμένει να του συμβεί κάποιο ευχάριστο γεγονός: «σκοπεύω να παντρευτώ. -Πότε με το καλό; || σκοπεύω ν’ ανοίξω ένα μπαράκι. -Πότε με το καλό; || σήμερα μου τηλεφώνησε ο γιος μου πως θα ’ρθει απ’ το εξωτερικό. -Πότε με το καλό;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο καλό είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, αλλά δε γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο καλό είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω απ’ το μεσημέρι! || πού στο καλό είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο καλό ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε στη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο καλό ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο καλό πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο καλό πήγε ο χαρτοφύλακάς μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο καλό πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο καλό πήγες και σε ψάχνω απ’ το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- πώς στο καλό! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο καλό ζουν μέσα σε τόση φτώχεια!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο καλό έδειρε αυτόν τον άντρακλα!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς την ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στον κόρακα(!)·
- ρε, κανένας (κάνας) καλόοοος! επιφωνηματική έκφραση ή έκφραση απελπισίας στην περίπτωση που αντιμετωπίζει κάποιος συνεχώς άτομα που συμπεριφέρονται παράλογα ή που δε συμπεριφέρονται με τιμιότητα·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- σαν δε μας τα λες καλά! ή σαν να μη μας τα λες καλά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου. Λέγεται και με κάποια ειρωνική διάθεση: «μου φαίνεται σαν να μη μας τα λες καλά, γιατί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τάδε, τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά»·
- σαν καλά (να) μ’ ακούγεται! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχικά μας  ικανοποιεί, μας ενδιαφέρει αυτό που μας λέει, που μας προτείνει κάποιος, γιατί έχουμε την εντύπωση πως θα εξελιχθεί προς όφελός μας: «για πες μου περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί σαν καλά μ’ ακούγεται!»·
- σαν καλά (να) μας τα λες! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχίζουμε να αποδεχόμαστε, να συμφωνούμε με τα λεγόμενα κάποιου, που αρχικά είχαμε αμφιβολίες ή δισταγμούς: «τώρα που το καλοσκέφτομαι, έχω την εντύπωση πως σαν καλά μας τα λες!»·
- σαν τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- σε καλή μεριά! βλ. λ. μεριά·
- σε καλή τιμή, βλ. λ. τιμή·
- σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.), α. έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που κάναμε, ενώ δεν έπρεπε ή δε θέλαμε να το κάνουμε: «σε καλό μου, πώς μπόρεσα κι αντιμίλησα στον πατέρα μου! || σε καλό σου, ήταν διαγωγή αυτή! || πώς σε καλό του, είπε τέτοιο λόγο για σένα!». (Λαϊκό τραγούδι: σε καλό μου, Παναγιά μου, πούλησα τον μπαγλαμά μου). β. έκφραση που δηλώνει ευχάριστη έκπληξη για κάτι που λέμε ή μας λένε και που το θεωρούμε ευχάριστο, διασκεδαστικό ή ευρηματικό. γ. ευχετική έκφραση από εμάς τους ίδιους για τον εαυτό μας, επειδή φταρνιστήκαμε, ή σε άτομο που φταρνίστηκε, με την έννοια να έχουμε καλή υγεία, γιατί το φτάρνισμα θεωρείται πρόδρομος κρυολογήματος. Παλαιότερα όμως η ευχετική αυτή έκφραση δινόταν και για το λόγο ότι επικρατούσε η αντίληψη πως κατά τη διάρκεια του φταρνίσματος έβγαιναν ή έμπαιναν διάφορα κακοποιά πνεύματα στον άνθρωπο που είτε με τον ένα τρόπο (βγαίνοντας) είτε με τον άλλο (μπαίνοντας) θα του έκαναν κακό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα. Συνών. γεια μου! (σου! του! της!) / γείτσες(!)·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- σε καλό να μου βγει!  α. ευχή που δίνει κάποιος στον εαυτό του, όταν αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις, που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται διφορούμενα σημάδια. Τέτοιες καταστάσεις που επιδέχονται ευχετική παρέμβαση εκ μέρους μας είναι: όταν μας τρώει (= φαγουρίζει) η δεξιά μας παλάμη, γιατί υπάρχει η αντίληψη, πως θα δώσουμε λεφτά ή πως θα φάμε ξύλο· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη. β.  όταν παίζει το ματοτσίνορό μας, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα δούμε κάποιο άτομο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να δούμε άτομο που είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). γ. όταν φταρνιζόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας θυμάται (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι το άτομο που μας θυμάται να είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). δ. όταν βουίζει το αριστερό μας αφτί, γιατί η αντίληψη είναι πως θα ακούσουμε κάτι κακό· βλ. και φρ. ποιο αφτί μου βουίζει; λ αφτί. ε. όταν μας φαγουρίζει η μύτη ή όταν χασμουριόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας κακομελετάει. στ. όταν γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα μας προκύψει μια μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ., θα μας βγει ξινό το γέλιο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου·
- σε καλό σου! ή στο καλό σου! α. έκφραση συμπάθειας σε άτομο που μας διασκεδάζει με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, πάλι μ’ έκανες και γέλασα!». β. έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που μας ενοχλεί συστηματικά με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το μπα·
- σκέψου καλά! ή σκέψου το καλά! (προειδοποιητικά ή συμβουλευτικά) πρόσεξε πολύ, πριν αποφασίσεις: «σκέψου καλά, πριν κάνεις αυτόν το συνεταιρισμό μαζί του! || σκέψου το καλά, πριν πάρεις την απόφαση να διακόψεις τις σπουδές σου»· βλ. και φρ. μπα σε καλό σου(!)·
- στα καλά, απόλυτα, εντελώς, τελείως: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος μάλωσαν στα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: στη Δραπετσώνα θα ’ρθω ένα βραδάκι και θα μεθύσω με ούζα στα καλά, θα τραγουδήσω ν’ ακούσεις τι μεράκι τι πόνο έχω για σένα στην καρδιά)· βλ. και φρ. για τα καλά·
- στα καλά καθούμενα ή στα καλά του καθούμενου ή στα καλά του καθουμένου ή στα καλά των καθουμένων, α. εντελώς αναπάντεχα, εντελώς απρόβλεπτα: «κι εκεί που ήμασταν ξαπλαρωμένοι στην αμμουδιά και κάναμε ηλιοθεραπεία, στα καλά καθούμενα μαύρισε ο ουρανός κι άρχισε να βρέχει!». β. χωρίς σοβαρή αφορμή, χωρίς σοβαρό λόγο: «ήρθε στα καλά καθούμενα κι άρχισε να φωνάζει και να μας απειλεί πως θα μας δείρει». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ’φταιξα αχ, Γιάννη μου, τη στάμνα να μου σπάσεις και στα καλά καθούμενα φωτιά να μου ανάψεις)· βλ. και λ. καθούμενος·
- στέκει καλά ή στέκεται καλά, είναι καλά στην υγεία του ή βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «παρ’ όλα τα χρόνια του στέκεται καλά || είχε κάτι δυσκολίες στη δουλειά του, αλλά τώρα στέκεται πάλι καλά»·
- στην αναβροχιά καλό (είν’) και το χαλάζι, βλ. λ. αναβροχιά·
- στο καλό! α. ευχή ως απάντηση στο αντίο που μας λέει κάποιο άτομο τη στιγμή που φεύγει, και συνοδεύεται από διάφορες χειρονομίες. Ιδιαίτερα, όταν αυτός που φεύγει, ιδίως για ταξίδι, και έχει ήδη απομακρυνθεί, τότε ακολουθούν χειρονομίες, όπως ανέμισμα μαντιλιού στον αέρα, σήκωμα της παλάμης που κινείται ρυθμικά δεξιά αριστερά σκίζοντας με τις κόψεις της τον αέρα ή σήκωμα της παλάμης με τα δάχτυλα να κινούνται αλλεπάλληλα όλα μαζί ή με τα δάχτυλα (δείκτη και μεσαίο) να σχηματίζουν V, που είναι το σήμα της νίκης. (Λαϊκό τραγούδι: στο καλό καημέ μου πικρέ κι αγαπημένε, και μην κλάψεις για μένα ποτέ, οι άντρες δεν κλαίνε, δεν κλαίνε). β. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας είναι ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. (Λαϊκό τραγούδι: αν θες να φύγεις, στο καλό,εγώ δε σε κρατάω, για μένα κάποιος θα βρεθεί, χαμένος δε θα πάω // μη χτυπιέσαι και κάνεις σαν τρελή· έφυγε και πάει το πουλί· δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, φύγε, στρίψε, και άντε στο καλό
- στο καλό και με τη νίκη! βλ. λ. νίκη·
- στο καλό και να μας γράφεις! α. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας ήταν ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. β. αποχαιρετισμός με διάθεση αστεϊσμού, από τη στιγμή που, το άτομο που φεύγει, δεν πάει μακριά ή που θα το ξαναδούμε σε σύντομο χρονικό διάστημα·
- στο καλό κι απ’ το πεζοδρόμιο! βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- στο λέω για καλό σου, σε προειδοποιώ για το συμφέρον σου: «πάψε να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, στο λέω για καλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορίτσι ανήλικο, στο λέω για καλό σου και βάλτο στο μυαλό σου· φωτιά μου βάζεις στην καρδιά κι είμαι πατέρας με παιδιά
- στον παλιό καλό καιρό! βλ. λ. καιρός·
- σύρε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- σώνει και καλά, με το ζόρι, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «ήρθε πρωί πρωί και σώνει και καλά ήθελε να του δώσω δανεικά». Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά του ενός χεριού να χτυπάει ρυθμικά μέσα στην ανοιχτή παλάμη του άλλου χεριού. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πονηροί μου κάναν μπλόκο στης γκόμενας το μαχαλά και μου πουλάγαν νταηλίκι να φύγω σώνει και καλά
- τα καλά και συμφέροντα, βλ. λ. συμφέρον·
- τα καλά κόποις κτώνται, βλ. λ. κόπος·
- τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, βλ. λ. Γιάννης·
- τα καλά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- τα λέω καλά; έκφραση με την οποία κλείνει ο ομιλητής την κουβέντα του, σαν να ζητάει από το συνομιλητή του να επιβεβαιώσει την ορθότητα των λόγων του: «κάνε τα πάντα να χωρίσεις την κόρη σου απ’ αυτόν τον αλήτη, γιατί, έτσι πωρωμένος που είναι, θα τη βγάλει στο καλντερίμι. Τα λέω καλά;»·
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- τα πάμε καλά, οι σχέσεις μας είναι αρμονικές: «δεν έχω κανένα παράπονο απ’ το συνέταιρό μου, γιατί απ’ την αρχή του συνεταιρισμού μας τα πάμε καλά»·
- τα πάω καλά με…, έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι καλό παιδί || τα πάω καλά με το ποτό κι αν δεν πιω το βράδυ τα ουισκάκια μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ»·
- τα πήγε καλά, αντεπεξήλθε με επιτυχία σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή ενέργειά του ή σε κάτι που του αναθέσαμε να διεκπεραιώσει: «τα πήγε καλά με την καινούρια του δουλειά || τα πήγε καλά στις εξετάσεις που έδωσε || τα πήγε καλά με την υπόθεση που του ανέθεσα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα ’χουμε καλά, βλ. φρ. τα πάμε καλά·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
- την έπαθα για καλά ή την έπαθα για τα καλά, βλ. φρ. την πάτησα για καλά. (Λαϊκό τραγούδι: φοβάμαι μήπως τηνε πάθω για καλά, κι απ’ την αγάπη μη μου στρίψουν τα μυαλά 
- την πάτησα για καλά ή την πάτησα για τα καλά, α. έπαθα ολοκληρωτική καταστροφή, βρίσκομαι σε αδιέξοδο: «μπλέχτηκα με δουλειά που δεν την ήξερα και την πάτησα για τα καλά». β. ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την πάτησα για τα καλά μαζί της»·
- την ποτίζω καλά, βλ. λ. ποτίζω·
- την ταΐζω καλά, βλ. λ. ταΐζω·
- τι καλά! έκφραση ικανοποίησης για κάτι που μας είναι πολύ αρεστό: «θα είναι και ο τάδε το βράδυ στην παρέα μας. -Τι καλά! || μου είπε ο τάδε να σου δώσω αυτό το ποσό. -Τι καλά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το αχ·
- τι καλά, καλάθια! βλ. λ. καλάθι·
- τι καλά, καλάμια! βλ. λ. καλάμι·
- τι λες καλέ! βλ. λ. λέω·
- τι στο καλό! α. έκφραση που δηλώνει εκνευρισμό ή δυσφορία: «τι στο καλό θέλει τέτοια ώρα μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να κάνει κάτι που θεωρούμε πως του είναι εύκολο ή όταν θέλουμε να του δώσουμε θάρρος να κάνει κάτι που θέλει αλλά διστάζει: «τι στο καλό, δεν μπορείς να πηδήξεις αυτό το μικρό χαντάκι! || εσύ έχεις κάνει τόσα και τόσα και τώρα, τι στο καλό, κωλώνεις σ’ αυτό το τιποτένιο!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο καλό έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο καλό έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο καλό έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο καλό έγινες τώρα που σε χρειάζομαι!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!) ·
- τι στο καλό έπαθε; α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη συμπεριφορά κάποιου ατόμου, που, πολλές φορές, μας είναι ακατανόητη: «τι στο καλό έπαθε ο τάδε και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο;». β. (για μηχανήματα) έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κακή λειτουργία ή για βλάβη, που, πολλές φορές, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «τι στο καλό έπαθε και σβήνει κάθε τόσο η μηχανή;»·
- τι στο καλό ήθελα και… ή τι στο καλό ήθελα να…, έκφραση με την οποία δείχνουμε  πως μετανιώσαμε γι’ αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «τι στο καλό ήθελα να μιλήσω και παρεξηγήθηκα! || τι στο καλό ήθελα να τον φωνάξω στην παρέα μας, αφού ήξερα πως είναι καβγατζής! || τι στο καλό ήθελα και πήγα, αφού ήμουν σίγουρος πως δε θα περνούσα καλά!»·
- τι στο καλό θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο καλό θέλει πρωί πρωί». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο καλό κάνεις! επιφωνηματική έκφραση απορίας σε κάποιον που ασχολείται με πράγματα που είναι έξω από τις οδηγίες μας ή από την ορθή διαδικασία. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης·
- το δέκα το καλό, βλ. λ. δέκα·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το δύο το καλό, βλ. λ. δύο·
- το καλό είναι που… ή το καλό είναι πως… ή το καλό είναι ότι, α. το ευχάριστο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση είναι που…, είναι πως…, είναι ότι: «το καλό είναι που, ενώ ο καιρός ήταν χάλια, ξαφνικά άρχισε ν’ ανοίγει || το καλό είναι πως μια τυχαία συνάντηση εξελίχθηκε σε μεγάλη φιλία || το καλό είναι ότι, κάθε φορά που συναντάω τον τάδε, διασκεδάζω αφάνταστα». β. λέγεται και με αρνητική ή ειρωνική διάθεση: «το καλό είναι ότι, αντί να μου επιστρέψει τα λεφτά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), το δεξί χέρι ή πόδι του δεξιόχειρα ή το αριστερό χέρι ή πόδι του αριστερόχειρα: «σήκωσα το καλό μου και του άστραψα μια μπάτσα || σήκωσα το καλό μου και του κοπάνησα μια κλοτσιά»·
- το καλό να λέγεται, α. πρέπει να παραδεχόμαστε κάτι που είναι καλό, που έχει αξία: «τ’ αυτοκίνητό σου είναι πολύ πιο καλό απ’ το δικό μου, το καλό να λέγεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που τρώμε κάποιο πολύ νόστιμο φαγητό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. το σωστό να λέγεται, λ. σωστός κ. το ωραίο να λέγεται, λ. ωραίος·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το καλό που σου θέλω, α. έκφραση με την οποία προειδοποιούμε κάποιον από ενδιαφέρον να προσέχει τις ενέργειές του: «το καλό που σου θέλω, μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». β. απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να αλλάξει τακτική απέναντί μας, γιατί θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του: «το καλό που σου θέλω, πάψε να ενοχλείς την κόρη μου, γιατί θα σε σαπίσω στο ξύλο»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δεν το χωρίζουν, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, βλ. λ. όνομα·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, βλ. λ. πόδι·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πράγμα·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- το ’μαθε καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ’μαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), βλ. λ. μοναστήρι·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το ’χω για καλό ή το ’χω σε καλό, θεωρώ πως είναι καλόςοιωνός κάτι: «το ’χω για καλό όταν δω στον ουρανό να πετάει άσπρο περιστέρι»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έκανα καλά, τον θεράπευσα: «γύρισε σ’ ένα σωρό γιατρούς και μόνο εγώ μπόρεσα και τον έκανα καλά»· βλ. και φρ. τον κάνω καλά·
- τον έμαθα απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον έμαθα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έπιασα με το καλό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό·
- τον κάνω καλά, τον τιθασεύω, τον υποτάσσω, τον νικώ, του επιβάλλομαι: «είναι τόσο άτακτος, που μόνο εσύ μπορείς να τον κάνεις καλά || τον κάνω καλά και μ’ ένα χέρι»· βλ. και φρ. τον έκανα καλά·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, γνωρίζω καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική πλευρά: «έλα σε μένα να σου πω τι καπνό φουμάρει αυτός ο τύπος, γιατί τον ξέρω απ’ την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο μου κάνανε πολλές για μάνα και πατέρα, μα ’γω σας ξέρω απ’ την καλή και μην κουράζεσαι, κι εσύ που μας ορκίζεσαι, θα φύγεις κάποια μέρα). Αναφορά  στην εξωτερική πλευρά του υφάσματος·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, γνωρίζω πάρα πολύ καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική του πλευρά: «πάμε να ρωτήσουμε τον τάδε γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον ξέρει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη». Αναφορά στην εξωτερική και τη μέσα πλευρά του υφάσματος·
- τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα με το καλό, του συμπεριφέρθηκα με ήπιο, με ευγενικό τρόπο: «τον πήρα με το καλό κι άρχισα να τον συμβουλεύω»·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, δοκίμασα όλες τις τακτικές, όλους τους τρόπους: «τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, αλλά αυτός δεν έλεγε ν’ αλλάξει γνώμη»·
- τον στόλισε για τα καλά, τον καθύβρισε: «τον τσάκωσε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά του και τον στόλισε για τα καλά»·
- τόσο καλά! α. θαυμαστική έκφραση σε κάποιον που μας διηγείται αναλυτικά κάποια επιτυχία του ή ευτυχισμένη στιγμή του: «έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι και στο τέλος ένας ένας ήρθαν και μου σφίξανε το χέρι. -Τόσο καλά! || δε θα ξαναπεράσω τόσο όμορφο καλοκαίρι, όπως πέρασα φέτος μ’ αυτή τη γυναίκα. -Τόσο καλά!». β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει αναλυτικά κάποια αποτυχία ή δυστυχία του: «πλημμύρισε το υπόγειο, έγινε βραχυκύκλωμα απ’ τα νερά κι όσες παραγγελίες έστειλα μου τις επέστρεψαν ως απαράδεκτες. -Τόσο καλά!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, βλ. λ. Αβραάμ·
- του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- του ’στριψε για καλά ή του ’στριψε για τα καλά, συμπεριφέρεται εντελώς παράλογα, τρελάθηκε οριστικά: «απ’ τη μέρα που του ’στριψε για καλά, δεν ξέρουμε πώς να του συμπεριφερθούμε || του ’στριψε για τα καλά και τον έκλεισαν στο τρελάδικο»·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές, του μίλησα ντόμπρα και σταράτα ή με συμβουλευτική ή ελεγκτική διάθεση: «τον κάλεσα στο γραφείο μου και του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, για να μην έχει ψευδαισθήσεις». Αναφορά στην εξωτερική και μέσα πλευρά του υφάσματος·
- του τα ’πα μια και καλή, του μίλησα αυστηρά και εφ’ όλης της ύλης: «του τα ’πα μια και καλή για να μην επανέρχομαι στο ίδιο θέμα»·
- του τα ’ψαλα απ’ την καλή, τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «του τα ’ψαλα απ’ την καλή μήπως και βάλει μυαλό, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τράβα στο καλό! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια, δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο, και τράβα στο καλό
- τρώω καλά, α. έχω συνέχεια ερωτικές κατακτήσεις και απολαμβάνω το σεξ: «έχω μπει σε μια παρέα από γυναίκες και τρώω καλά». β. αποκομίζω αρκετά κέρδη από μια δουλειά, από μια επιχείρηση: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και τρώει καλά»·
- τσακώνω την καλή ή την τσακώνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: θα ρίξω πάλι μια ζαριά, ίσως τα οικονομήσω, ή θα τσακώσω την καλή ή όλα θα τ’ αφήσω
- των αγίων τα καλά, βλ. λ. άγιος·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει, με καλοσύνη: «όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, μόνο ο τάδε μου φέρθηκε καλά». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά,πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια
- φέρομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- φορώ τα καλά μου, φορώ τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή φορώ τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία». (Τραγούδι: του παραδείσου τα παιδιά πίνουν τα βράδια τσικουδιά φοράνε τα καλά τους. Ρίχνουν ευχές, ρίχνουν φωνές σε συνειδήσεις ταπεινές του μήκους και του πλάτους
- χαίρω καλής φήμης, βλ. λ. φήμη·
- χειρονομία καλής θελήσεως, βλ. λ. χειρονομία·
- χίλιοι καλοί χωράνε, βλ. λ. χίλιοι·
- χρόνια καλά! βλ. λ. χρόνος·
- ώρα καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος.

καμπούρα

καμπούρα, η, ουσ. [<καμπούρης], η καμπούρα. 1. κάθε κύρτωμα που μοιάζει με καμπούρα: «η καμπούρα της πολυθρόνας || πάνω στην καμπούρα της μύτης του, κάθισε μια μύγα». 2. όργανο της γυμναστικής: «οι αθλητές έπαιρναν φόρα, πατούσαν με τα χέρια τους στην καμπούρα κι έφερναν μια περιστροφική κίνηση στον αέρα». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- δε θα σε πάρω στην καμπούρα μου, α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον, που διστάζει να δεχτεί τη φιλοξενία μας, μήπως και μας δημιουργήσει κάποια αναστάτωση, πως δε θα  μας προκαλέσει κανένα πρόβλημα, καμιά κούραση. β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον, ίσως και αδιάφορα, πως δε μας προκαλέσει κανένα πρόβλημα, αν έρθει κι αυτός μαζί μας προς τη διεύθυνση που κατευθυνόμαστε·  
- έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, (ιδίως για έξοδα) αναγκάστηκα, υποχρεώθηκα να τα πληρώσω όλα εγώ: «ό,τι έφαγε κι ό,τι ήπιε η παρέα έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, γιατί κανείς τους δεν είχε μία απάνω του»· βλ. και φρ. πέφτουν όλα στην καμπούρα μου·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά στην καμπούρα του, βλ. συνηθέστ. έχει πολλά στο κεφάλι του, λ. κεφάλι·
- έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- η γκαμήλα δε βλέπει τη δική της καμπούρα, βλέπει της αντικρινής της, βλ. λ. γκαμήλα·
- θα ξεσπάσει στην καμπούρα μου, θα με επιβαρύνει κάτι ή θα υποστώ τις συνέπειες ή την οργή κάποιου: «πάψ’ τε να μαλώνετε, γιατί, στο τέλος, ό,τι κακό συμβεί, θα ξεσπάσει στην καμπούρα μου || εσύ έσπασες το βάζο, αλλά η μητέρα θα ξεσπάσει στην καμπούρα μου». (Τραγούδι: μια φορά στη Σιγκαπούρη σ’ ένα στέκι, σ’ ένα αχούρι μπήκαν δύο βαρεμένοι να τα σπάσουνε. Και τους είπα, αγοράκια δε γεννήθηκαν τ’ αντράκια στην καμπούρα τη δικιά μου να ξεσπάσουνε
- κάθεται στην καμπούρα μου, με καταπιέζει: «δεν ανέχομαι να ’ρχεται ο καθένας και να κάθεται στην καμπούρα μου»·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- πέφτουν όλα στην καμπούρα μου, θεωρούμαι υπεύθυνος ή υπαίτιος για κάθε κακό που γίνεται από άλλον ή άλλους: «δεν ανέχομαι άλλο τα στραβά που γίνονται εδώ μέσα, να πέφτουν όλα στην καμπούρα μου»· υποχρεώνομαι να διεκπεραιώνω όλες τις δουλειές, όλες τις εκκρεμότητες: «επειδή μέσα στο εργοστάσιο δε μιλάω, πέφτουν όλα στην καμπούρα μου»· βλ. και φρ. έπεσαν όλα στην καμπούρα μου·
- ρίχνουν στην καμπούρα μου (κάτι), βλ. φρ. φορτώνουν στην καμπούρα μου (κάτι)·
- σηκώνει πολλά η καμπούρα μου, αντέχω, ιδίως στις κατηγορίες, στις συκοφαντίες: «τόσα χρόνια μες στην πιάτσα, σηκώνει πολλά η καμπούρα μου»·
- τον έχω στην καμπούρα μου, ζει σε βάρος μου, τον συντηρώ: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, τον έχω στην καμπούρα μου»·
- φορτώνουν στην καμπούρα μου (κάτι), με θεωρούν υπεύθυνο για κάτι κακό: «ό,τι βλακείες κάνουν οι άλλοι, τις φορτώνουν στην καμπούρα μου, επειδή δε μιλάω»· βλ. και φρ. πέφτουν όλα στην καμπούρα μου.

καπελάκι

καπελάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. καπέλο], μικρό καπέλο·
- βάζω το καπελάκι μου και φεύγω βλ. συνηθέστ. παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω·
- θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, απειλητική προειδοποίηση κάποιου ότι θα φύγει από κάπου, αδιαφορώντας για οτιδήποτε ήθελε συμβεί: «αν δεν κάνετε αυτό που σας λέω εγώ, θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω || κάθε τόσο εκβιάζει την οικογένειά του πως θα πάρει το καπελάκι του και θα φύγει»·
- κρεμώ το καπελάκι μου, βλ. συνηθέστ. κρεμώ το καπέλο μου, λ. καπέλο·
- παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, αποχωρώ από κάπου αδιαφορώντας για το τι θα αφήσω πίσω μου, εγκαταλείπω κάτι ή κάποιον χωρίς να λογαριάζω τις συνέπειες ή τα προβλήματα που θα δημιουργήσει η ξαφνική αποχώρησή μου: «κάθε φορά που δεν κάνουν αυτό που τους λέω, παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω». Πρβλ.: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο, εγώ πήρα το δικό μου και καθάρισα (Λαϊκό τραγούδι).

καπέλο

καπέλο, το, ουσ. [<ιταλ. capello], το καπέλο. 1. η παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος από τον έμπορο και το ποσό αυτής της αύξησης: «το καπέλο απαγορεύεται δια ροπάλου από την αγορανομία || πόσο καπέλο πλήρωσες γι’ αυτό το κρέας;». 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα καπέλου: «κιτρίνισε το καπέλο του πορτατίφ, γι’ αυτό αγόρασα ένα καινούριο». 3. όρος του κουμ καν: «σταμάτησα να παίζω, γιατί είχα βάλει δυο καπέλα». 4. (στη νεοαργκό) το όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός: «μόλις έκαναν οι φοιτητές γιούργια, τα καπέλα υποχώρησαν πίσω απ’ τις κλούβες τους». Υποκορ. καπελάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αγοράζω με καπέλο, αγοράζω με παράνομη αύξηση της τιμής του εμπορεύματος από τον έμπορο, καθώς και αυτό το ποσό που πληρώνω: «αγόρασα κρέας με καπέλο || αγόρασα κρέας με πενήντα λεπτά καπέλο στο κιλό»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, είναι ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «το τι θα κάνεις εσύ στη δουλειά σου, αυτό είν’ άλλο καπέλο, εδώ όμως θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, αφορά άλλον, είναι υπόθεση άλλου προσώπου: «εγώ είμαι υπεύθυνος σ’ αυτόν τον τομέα· για όλα τ’ άλλα που λέτε είν’ αλλουνού καπέλο». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο,εγώ πήρα το δικό μου και καθάρισα
- (αυτό) είναι δικό μου καπέλο, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω εγώ, αυτό είναι δικό μου καπέλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- βάζω καπέλο, α. αυξάνω παράνομα την τιμή εμπορεύματος: «όσοι ξέρουν, δεν ψωνίζουν απ’ τον τάδε, γιατί βάζει καπέλο σ’ όλα τα εμπορεύματά του». β. (για κουμ καν) περνώ το επιτρεπτό όριο συγκέντρωσης βαθμών (καίγομαι) και συνεχίζω το παιχνίδι μου με χρηματικό πρόστιμο·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έβαλε το καπέλο του στραβά»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, α. αναγνωρίζω, παραδέχομαι απόλυτα την ανωτερότητα κάποιου: «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, βγάζω το καπέλο μου και το πατώ». β. είμαι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού: «όταν με βλέπετε να βγάζω το καπέλο μου και να το πατώ, να μη μου λέτε κουβέντα, αν θέλετε το καλό σας». Από την εικόνα του πολύ εκνευρισμένου ατόμου, που πάνω στο θυμό του, στον εκνευρισμό του, επειδή θέλει κάπου να ξεσπάσει, βγάζει και ποδοπατά το καπέλο του·  
- γίναμε μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- γούστο μου και καπέλο μου! βλ. λ. γούστο·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα! α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας: «τι θα κάνουμε με την ακρίβεια που υπάρχει στην αγορά; -Δε γαμείς ψηλά καπέλα, όπως όλοι κι εμείς!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πάψει να ασχολείται με κάτι το οποίο θεωρούμε ότι είναι ανάξιο, ανόητο: «προσπαθώ να επιδιορθώσω αυτό το ηλεκτρικό σίδερο. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα! Δε βλέπεις ότι είναι παλιά τεχνολογίας;». γ.  έκφραση τέλειας αδιαφορίας για την αριστοκρατία ή για την άρχουσα τάξη: «θα ’ναι μαζεμένοι όλοι οι επίσημοι. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα!»·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ότι και το παραπάνω, με το και παπούτσια ελβιέλα χάριν ομοιοκαταληξίας·
- δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικό μου καπέλο να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε τα τσανάκια μας, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, γιατί δεν είναι δικό μου καπέλο». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δικό σου καπέλο, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου καπέλο». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έγινα (σαν) μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, βλ. λ. δουλειά·
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- ένα για να κρεμώ το καπέλο μου, (για τάβλι) ειρωνική έκφραση του νικητή του πρώτου παιχνιδιού, για να πειράξει τον αντίπαλό του, με την έννοια ότι, αφού κέρδισε το πρώτο παιχνίδι, δεν υπάρχει ο φόβος να χάσει την παρτίδα με 5-0 ή με 7-0, κάτι που θεωρείται πολύ ταπεινωτικό για έναν καλό ταβλαδόρο·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. φρ. βάζω το καπέλο μου στραβά·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. φρ. θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, λ. καπελάκι·
- θα σου πέσει το καπέλο; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αρνείται να μας βοηθήσει σε μια χειρωνακτική εργασία: «γιατί δε βάζεις κι εσύ ένα χεράκι να τελειώσω, φοβάσαι πως θα σου πέσει το καπέλο;». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς σκύβει να σηκώσει κάτι, υπάρχει κίνδυνος να του πέσει το καπέλο του·
- θα φάω το καπέλο μου, είμαι απολύτως βέβαιος πως τα πράγματα έγιναν ή θα γίνουν έτσι ακριβώς όπως τα λέω: «αν δε γίνουν τα πράγματα όπως τα λέω, θα φάω το καπέλο μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρεμώ το καπέλο μου, βολεύομαι, περνώ καλά, βρίσκω έτοιμη μια κατάσταση και επωφελούμαι: «αυτόν μην τον κλαις, γιατί, όπως του’ χει στρωμένη δουλειά ο πατέρας του, θα μπει και θα κρεμάσει το καπέλο του». Από την εικόνα του άντρα, που, όταν επιστρέφει στο σπίτι του, κρεμάει το καπέλο του στην κρεμάστρα και δέχεται τις περιποιήσεις της γυναίκας του χωρίς να συμμετέχει στις δουλειές του σπιτιού»·
- μαγκιά μου και καπέλο μου! βλ. λ. μαγκιά·
- παίρνω το καπέλο μου και φεύγω, βλ. φρ. παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, λ. καπελάκι·
- πουλώ με καπέλο, πουλώ με παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος: «όσοι αγοράζουν με καπέλο, είναι κορόιδα || τον έπιασε η αγορανομία, γιατί πουλούσε κρέας με καπέλο»·
- τα κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα ψηλά καπέλα, α. οι επίσημοι κρατικοί παράγοντες, οι κρατικοί αξιωματούχοι: «μετά το σεισμό ήρθαν τα ψηλά καπέλα για να εκτιμήσουν από κοντά τις ζημιές». β. οι πλουτοκράτες, η πλουτοκρατία, η αριστοκρατία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ψηλά καπέλα, κάνει πως δε μας γνωρίζει»·
- το ’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- του ’βαλα καπέλο, δεν πλήρωσα το λογαριασμό που του όφειλα ή δεν του επέστρεψα τα δανεικά: «δεν πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί θα με θυμηθεί τ’ αφεντικό που του ’βαλα καπέλο την προηγούμενη φορά || αν είναι κι ο τάδε στην παρέα τους, εγώ δεν έρχομαι, γιατί του ’βαλα καπέλο κάτι λεφτά που του είχα δανειστεί». Συνών. του ’βαλα φέσι·
- του βγάζω το καπέλο (μου), αναγνωρίζω, παραδέχομαι την ανωτερότητά του, αποκαλύπτομαι μπροστά του (και για το λόγο αυτό, βγάζω το καπέλο μου μόλις τον συναντήσω, ως ένδειξη θαυμασμού, εκτίμησης, σεβασμού ή παραδοχής της ανωτερότητάς του): «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, του βγάζω το καπέλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω, και οι ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο). Το βγάλσιμο του καπέλου ή το ελαφρό ανασήκωμά του αποτελεί για τους άντρες και τρόπο χαιρετισμού που είναι ανάλογος με το καπέλο και την κοινωνική τάξη του ατόμου στο οποίο απευθύνεται. Απλούστερος χαιρετισμός, που μπορεί να θεωρηθεί βιαστικός ή και αδιάφορος, αποτελεί το ελαφρό άγγιγμα του γύρου του καπέλου με την άκρη του δείκτη που πετάγεται μπροστά και ξεχωρίζει από τα άλλα δάχτυλα ή το ελαφρό πιάσιμο με τον αντίχειρα και το δείκτη. Τέλος, μπαίνοντας σε ορισμένους χώρους, όπως είναι η εκκλησία ή το δικαστήριο, αυτός που φορά καπέλο το βγάζει λόγω σεβασμού·
- φορώ το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως, γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «αυτός φορά το καπέλο του στραβά, γιατί έχει θείο Αμερικάνο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με δεις να φορώ στραβά το καπέλο να ξέρεις πως επέτυχε το κόλπο που εθέλω).

καρβέλι

καρβέλι, το, ουσ. [<μσν. γαρβέλιν <ίσως ιταλ. caravella ή σλαβ. karvalj <korvalj], το καρβέλι. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζω το καρβέλι, βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι·
- βγαίνει το καρβέλι, εξοικονομώ τα απολύτως απαραίτητα για τη συντήρησή μου: «με την αναδουλειά που πλάκωσε τον τελευταίο καιρό, μόλις που βγαίνει το καρβέλι». Συνών. βγαίνει η κουραμάνα / βγαίνει η μαμαλίγκα / βγαίνει η μαρμίτα / βγαίνει η φασουλάδα / βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος / βγαίνει ο επιούσιος / βγαίνει ο τραχανάς / βγαίνει το καθημερινό / βγαίνει το ξεροκόμματο / βγαίνει το ψωμί / βγαίνει το ψωμοτύρι / βγαίνουν τα ραφτικά / βγαίνουν τα ψαλτικά·
- για ένα καρβέλι ψωμί, βλ. συνηθέστ. για ένα κομμάτι ψωμί, λ. κομμάτι·
- δουλεύει για το καρβέλι, δουλεύει για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του: «κάποτε είχε μεγάλα όνειρα στη ζωή του, αλλά κατάντησε να δουλεύει για το καρβέλι». (Λαϊκό τραγούδι: η συνοικία μου δεν είναι πλούσια· δουλεύει ο κόσμος της για το καρβέλι κι όταν έρχονται τα κυριακάτικα τα μεροκάματα γλεντάνε όπου θέλει)·   
- είναι λίγα τα καρβέλια του ή λίγα είναι τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- έφαγε τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. φρ. έχω να φάω ακόμα ψωμιά, λ. ψωμί·
- θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, θα αργήσει πολύ ακόμα για να πετύχει κάτι, γιατί πρέπει να κάνει ή να μάθει ακόμα πολλά: «πες του πως θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να γίνει ο επιστήμονας που ονειρεύεται». Συνών. θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να(…)·
- ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται, α. ο καθένας σκέφτεται, ποθεί να γίνει ή να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ: «ε ρε, και να μπορούσα ν’ αγόραζα κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο! -Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που επιθυμούμε πολύ μια γυναίκα που μας είναι αδύνατο να την κατακτήσουμε. Συνών. η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει / η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται / όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει·
- ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται, βλ. φρ. ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται, βλ. φρ. ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται·
- σώθηκαν τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- τα ’φαγε τα καρβέλια του, α. (για πρόσωπα) βρίσκεται στα τελευταία της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατο: «τα ’φαγε τα καρβέλια του ο παππούς μας κι όπου να ’ναι παραδίνει». β. (για μηχανήματα) βρίσκεται στα τελευταία της λειτουργίας του, λόγω της πολυχρησίας που του έγινε: «σκέφτομαι ν’ αλλάξω αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω τα ’φαγε τα καρβέλια του»·
- τρέχω για το καρβέλι, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «άλλοι μπορούν να κάνουν έξοδα, εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω, γιατί τρέχω για το καρβέλι». Συνών. τρέχω για τη μαμαλίγκα / τρέχω για τη μαρμίτα / τρέχω για τη φασουλάδα / τρέχω για την κουραμάνα / τρέχω για το καθημερινό / τρέχω για το ξεροκόμματο / τρέχω για το ψωμί / τρέχω για το ψωμοτύρι / τρέχω για τον άρτον τον επιούσιον / τρέχω για τον επιούσιο.

καρπούζι

καρπούζι, το, ουσ. [<τουρκ. karpuz], το καρπούζι. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν είναι ο γάμος καρπούζι ή ο γάμος δεν είναι καρπούζι, βλ. λ. γάμος·
- δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δε χωράνε, δεν μπορεί κανείς να ασχολείται με επιτυχία με δυο διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα: «τέλειωσε πρώτα αυτό που κάνεις και μετά πιάνεις την άλλη δουλειά, γιατί δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δε χωράνε». Πρβλ.: τώρα έχω καταλάβει τι καπνό εσύ τραβάς, δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι θέλεις να κρατάς (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. από ένα πρόβατο, δυο δέρματα δε βγαίνουν / δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σε σκάσω (κάτω) σαν καρπούζι ή θα σε σκάσω (κάτω) σαν το καρπούζι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον δείρουμε άγρια: «αν ασχοληθείς ξανά με την προσωπική μου ζωή, θα σε σκάσω σαν καρπούζι». (Δημοτικό τραγούδι: γω του κνω κι κείνου σκούζ’ θα του σκάσου σαν καρπούζ’)·
- κόβω το καρπούζι στη μέση, α. μοιράζω κάτι σε δυο ίσα μέρη, προκειμένου να δώσω το καθένα από αυτά σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «είχε μεγάλη περιουσία και, λίγο πριν πεθάνει, έκοψε το καρπούζι στη μέση κι έτσι και τα δυο του παιδιά έμειναν ευχαριστημένα». β. (ειδικά για διαιτητές) είμαι αμερόληπτος στο παιχνίδι που διαιτητεύω: «μετά το τέλος του αγώνα παίχτες και παράγοντες και των δυο ομάδων έδωσαν συγχαρητήρια στο διαιτητή, γιατί σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού είχε καταφέρει να κόψει το καρπούζι στη μέση»·
- μας τα ’κανες καρπούζια ή μου τα ’κανες καρπούζια (ενν. τ’ αρχίδια μου), α. με εκνεύρισες πάρα πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις σου, ιδίως για ασήμαντα πράγματα, ή με τις συνεχείς παρεμβάσεις σου πάνω στο θέμα στο οποίο αναφέρομαι: «μην έρχεσαι κάθε τόσο και μ’ ενοχλείς για ψύλλου πήδημα, γιατί μας τα ’κανες καρπούζια || μην πετάγεσαι κάθε τόσο στη μέση και με διακόπτεις, ενώ μιλώ, γιατί μου τα ’κανες καρπούζια». β. με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με την επιμονή σου πάνω στο ίδιο θέμα, για το οποίο έχω αντίθετη γνώμη, αντίθετη άποψη: «μας τα ’κανες καρπούζια με την επιμονή σου να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, ενώ σου εξήγησα το λόγο για τον οποίο πρέπει να πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι». γ. έγινες πολύ ενοχλητικός με την γκρίνια σου, με την πολυλογία σου: «σταμάτα, επιτέλους, αυτή τη φλυαρία σου, ρε παιδάκι μου, γιατί μας τα ’κανες καρπούζια». δ. με έφερες σε δύσκολη θέση, με ταλαιπώρησες μέχρι να ενδώσεις: «μια χάρη σου ζήτησα και μέχρι ν’ ανταποκριθείς μου τα ’κανες καρπούζια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μας έπρηξες τ’ αρχίδια / μας τα ’κανες κουδούνια / μας τα ’κανες μπαρντάκια / μας τα ’πρηξες·
- μάπα το καρπούζι, βλ. λ. μάπα·
- σκάω σαν καρπούζι, α. πέφτω ξαφνικά φαρδύς πλατύς: «καθώς έτρεχα να τους προλάβω, γλίστρησα κι έσκασα σαν καρπούζι μέσα στο δρόμο». β. πέφτω από κάποιο ύψος και τραυματίζομαι σοβαρά: «έπεσε απ’ την σκαλωσιά κι έσκασε σαν καρπούζι». Από την εικόνα του καρπουζιού που ανοίγει εντελώς, όταν το αφήσουμε να πέσει από μικρό ύψος και που το ζουμερό κόκκινο εσωτερικό του εκλαμβάνεται ως αίμα. Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάτω·
- τον έσκασε (κάτω) σαν καρπούζι ή τον έσκασε (κάτω) σαν το καρπούζι, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε, τον διέλυσε: «ήθελε να του κάνει το μάγκα, αλλά ο δικός σου τον άρπαξε και τον έσκασε κάτω σαν καρπούζι»·   
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. λ. κεφάλι.

καρσιλαμάς

καρσιλαμάς, ο, ουσ. [<τουρκ. karşilama (= συνάντηση, αναμέτρηση)]. 1. είδος λαϊκού αντικριστού χορού που μοιάζει με το ζεϊμπέκικο· χορεύεται σε αργό ή γρήγορο ρυθμό από δυο άτομα, συνήθως από δυο άντρες, αλλά και από άντρα με γυναίκα. Όταν χορεύεται από δυο γυναίκες το γυρίζουν από άγνοια στο τσιφτετέλι: «μόλις άρχισαν να χορεύουν καρσιλαμά, όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν απάνω τους». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα πάνω σύρμα κάτω, παίζω εγώ τον μπαγλαμά και η βλάμισσα χορεύει όμορφο καρσιλαμά). 2. (στη γλώσσα της αργκό) μέθοδος κλοπής πορτοφολιών στο δρόμο, όπου ο πορτοφολάς κάνει πως σκοντάφτει και ακουμπάει τα χέρια του πάνω στο στήθος του θύματος, δήθεν για να μην πέσει, πράγμα που του είναι αρκετό για να του αποσπάσει το πορτοφόλι: «από μικρός έμαθε τον καρσιλαμά κι έχει γίνει αητός σ’ αυτό το κόλπο»·
- δεν αφήνεις τον καρσιλαμά! ειρωνική αλλά και απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει με υπεκφυγές και να μιλήσει καθαρά, ντόμπρα: «δεν αφήνεις τον καρσιλαμά, ρε παιδάκι μου, και να μας πεις τι ακριβώς θέλεις!». Αναφορά στη μέθοδο κλοπής του πορτοφολά. Συνών. δεν αφήνεις το τσάμικο! / δεν αφήνεις τον καλαματιανό(!)·
- δουλεύει (τον) καρσιλαμά, (στη γλώσσα της αργκό) είναι πορτοφολάς, ειδικός στη μέθοδο του καρσιλαμά: «χρόνια τώρα δουλεύει καρσιλαμά και δεν τον μπαγλάρωσαν ούτε μια φορά»·
- θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον υποβάλω σε μεγάλη ταλαιπωρία, πως θα τον βασανίσω, θα τον ξυλοκοπήσω άγρια: «να του πείτε πως, αν ξαναπειράξει την κόρη μου, θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά». Συνών. θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό / θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα / θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο / θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον·
- το ρίχνω στον καρσιλαμά, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει τίποτα: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το ’ριξε στον καρσιλαμά». Από την εικόνα του χορευτή, που πάνω στο χορό δε νοιάζεται για τίποτε άλλο. Συνών. το ρίχνω στο τσάμικο / το ρίχνω στον καλαματιανό·
- τον χόρεψε καρσιλαμά, α. του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον ταλαιπώρησε πάρα πολύ: «μέχρι να του επιστρέψει τα λεφτά που του χρωστούσε, τον χόρεψε καρσιλαμά». β. τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε καρσιλαμά». Από την εικόνα του χορευτή που καταβάλλει μεγάλο κόπο να πραγματοποιήσει τις φιγούρες του χορού. Συνών. τον χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε σάμπα / τον χόρεψε τσάμικο / τον χόρεψε τσάρλεστον.

καρύδι

καρύδι, το, ουσ. [<μτγν. καρύδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κάρυον], το καρύδι. 1. η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό, το μήλο του Αδάμ: «καθώς μιλούσε, έβλεπες το καρύδι του ν’ ανεβοκατεβαίνει». 2. χτύπημα στο κεφάλι κάποιου με την κλείδωση του μεσαίου δαχτύλου, που δίνεται χάριν αστεϊσμού και είναι διαδεδομένο ιδίως ανάμεσα στα παιδιά: «πήγα κρυφά από πίσω του και του ’δωσα ένα καρύδι στο κεφάλι». Συνών. κοκονίδι. 3. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «το παραμικρό χτύπημα πάνω στο καρύδι, προξενεί αφόρητο πόνο». Συνών. κεφάλι (2) / κόμπος (6). 4. στον πλ. τα καρύδια, τα αρχίδια: «έφαγε μια κλοτσιά στα καρύδια του κι ούρλιαξε απ’ τον πόνο». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- είναι κούφιο καρύδι, πρόκειται για άτομο κενού περιεχομένου: «μην σ’ επηρεάζει το καλό παρουσιαστικό του, γιατί είναι κούφιο καρύδι ο νεαρός»·
- είναι σκληρό καρύδι, δεν υποχωρεί εύκολα σε πιέσεις ή σε εκβιασμούς, ξέρει να μάχεται σκληρά για το συμφέρον του: «πρέπει να βρούμε κι εμείς έναν πεπειραμένο διαπραγματευτή, γιατί ο τάδε είναι σκληρό καρύδι»·
- θα σου δαγκάσω το καρύδι, βλ. φρ. θα σου φάω το καρύδι·
- θα σου κόψω το καρύδι, βλ. συνηθέστ. θα σου κόψω το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- θα σου στρίψω το καρύδι, βλ. συνηθέστ. θα σου στρίψω το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- θα σου φάω το καρύδι, θα σου προξενήσω μεγάλη σωματική ζημιά, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σου φάω το καρύδι»·
- κάθε καρυδιάς καρύδι, συγκέντρωση σε κάποιο χώρο, συνήθως ύποπτη ή παράνομη, ατόμων άγνωστης προέλευσης: «εκείνο το βράδυ υπήρχε στο καφενείο κάθε καρυδιάς καρύδι». Συνών. η σάρα η μάρα ή η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα·
- καρύδια με το μέλι, α. τροφή που θεωρείται αφροδισιακή. (Λαϊκό τραγούδι: σου ’χω βάλει κοκκινέλι και καρύδια με το μέλι, σου ’χω στρώσει στο κρεβάτι την κουβέρτα τη φλοκάτη, έλα έλα). β. η καλοπέραση: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, όλο καρύδια με το μέλι ο φιλαράκος σου»·
- κούφια καρύδια, λόγια ανόητα, χωρίς ουσία, χωρίς περιεχόμενο: «μιλούσε μια ώρα απ’ το βήμα και τι νομίζεις πως έλεγε, κούφια καρύδια έλεγε»·
- κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν, με ανεπαρκή μέσα δεν μπορεί κανείς να πετύχει στο σκοπό του: «έχεις λίγα λεφτουδάκια, και για να κάνεις δουλειά σήμερα πρέπει να ’χεις πολλά λεφτά, γιατί κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν»·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- περνώ καρύδι και μέλι ή περνώ καρύδι με το μέλι, ζω άνετα, ευχάριστα, καλοπερνώ: «όλοι θέλουν στη ζωή τους να περνούν καρύδι με το μέλι»·
- πότε με τα καρύδια του, πότε με το χαλβά του, έφερε την καλόγρια με τα θελήματά του, βλ. λ. θέλημα·
- σπάει καρύδια, έχει αναπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό ένα ιδιαίτερο γνώρισμα: «η βλακεία του σπάζει καρύδια || η μαλακία του σπάει καρύδια || η χαζομάρα του σπάει καρύδια || η γκρίνια της σπάει καρύδια». Ως καρύδια υπονοούνται τα αρχίδια·
- τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους σύκα και δεν ακούγονται, λέγεται στις περιπτώσεις που τα λάθη ή τα ελαττώματά μας προβάλλονται και κατακρίνονται, ενώ για κάποιους άλλους καλύπτονται και αποσιωπούνται. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια· βλ. και φρ. του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, λ. κέρατο·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι·
- τον αρπάζω απ’ το καρύδι, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό, λ. λαιμός·  
- τον πιάνω απ’ το καρύδι, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ το καρύδι·  
- του δάγκασα το καρύδι, τον κακοποίησα επικίνδυνα: «τόσο ήταν το μίσος μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο που, μόλις τον έπιασα στα χέρια μου, του δάγκασα το καρύδι»·
- του ’κοψα το καρύδι, βλ. συνηθέστ. του ’κοψα το λαρύγγι, λ. λαρύγγι·
- του ’στριψα το καρύδι, βλ. συνηθέστ. του ’στριψα το λαρύγγι, λ. λαρύγγι·
- του ’φαγα το καρύδι, του προξένησα μεγάλη σωματική ζημιά, τον τιμώρησα σκληρά, παραδειγματικά: «στο τέλος δεν άντεξα ν’ ακούω τις προσβολές του, τον άρπαξα στα χέρια μου και του ’φαγα το καρύδι».

καταδίκη

καταδίκη, η, ουσ. [<αρχ. καταδίκη], η καταδίκη. 1. δηλώνει έντονη αποδοκιμασία: «όλες οι πλευρές του κοινοβουλίου συμφωνούν στην καταδίκη της γραφειοκρατίας». 2. μεγάλη δοκιμασία, μεγάλο μαρτύριο, το οποίο εξαναγκαζόμαστε να υποστούμε: «αυτή δεν είναι δουλειά, αυτή είναι σκέτη καταδίκη». (Λαϊκό τραγούδι: τι καταδίκη είν’ αυτή να ζω σαν το ρημάδι, χωρίς αδέρφια και γονείς, χωρίς της μάνας χάδι
- βγάζω καταδίκη, (στη γλώσσα της αργκό) α. εκτίω ποινή. (Λαϊκό τραγούδι: πάλι με κλείσαν’ στο κελί να βγάλω καταδίκη, στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλονίκη). β. βγάζω καταδικαστική απόφαση: «χωρίς να μ’ ακούσεις πώς μπορείς και βγάζεις καταδίκη;»·
- γαμώ την καταδίκη μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το γαμώ: «γαμώ την καταδίκη μου, γαμώ, όλα τα δύσκολα σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ
- γαμώ την καταδίκη σου! ή σου γαμώ την καταδίκη! επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω ρε, γαμώ την καταδίκη σου, γιατί ενοχλείς κάθε τόσο την κόρη μου! || σου γαμώ τη καταδίκη αν ξαναπείς κουβέντα για μένα!». Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου, (απειλητικά) θα σε φέρω στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσής σου, θα σε καταστρέψω στα σίγουρα: «αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου την οικογένειά μου, θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου»·
- του γαμώ την καταδίκη, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή δεν του επέστρεφε τα λεφτά που του είχε δανείσει, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την καταδίκη». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «επειδή του έβρισε τη μάνα, τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την καταδίκη». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·  
- υπογράφω την καταδίκη μου ή υπογράφω τη θανατική καταδίκη μου ή υπογράφω τη θανατική μου καταδίκη, α. με τις άστοχες ή παράτολμες ενέργειές μου οδηγούμαι σε σίγουρη καταστροφή μου: «αν υπογράψω το συμβόλαιο μ’ αυτούς τους όρους, είναι σαν να υπογράφω την καταδίκη μου». β. είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «δε σου φταίει κανένας για την κατάντια σου, γιατί μονάχος σου υπέγραψες τη θανατική σου καταδίκη».

κατάστημα

κατάστημα, το, ουσ. [<μτγν. κατάστημα], το κατάστημα. 1. εμπορική επιχείρηση, εμπορικό μαγαζί, ιδίως αυτό  που πουλάει υφάσματα, είδη προικός ή έτοιμα ενδύματα: «έχει ένα κατάστημα με είδη προικός || έχει ένα κατάστημα με αντρικά και γυναικεία ρούχα». 2. ως επιφών. κατάστημα! λέγεται αντί του ονόματος του ιδιοκτήτη ή του υπαλλήλου εμπορικού ή άλλου καταστήματος, ιδίως καφενείουείτε επειδή δε γνωρίζουμε το όνομά του είτε λόγω οικειότητας, ή για να δώσουμε αξία στην εν λόγω επιχείρηση. Συνών. καφενείο! (3) / μαγαζί! (4). 3. στον πλ. τα καταστήματα, δρόμος ή περιοχή πόλης όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα διάφορα εμπορικά μαγαζιά: «επειδή τον άλλο μήνα παντρεύει την κόρη του, κατέβηκαν οικογενειακώς στα καταστήματα για διάφορα ψώνια». Συνών. μαγαζί (5)·
- ανοίγω κατάστημα, ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «ο τάδε ανοίγει κατάστημα με γυναικεία είδη». Συνών. ανοίγω δουλειά (α) / ανοίγω μαγαζί· 
- έκλεισε το κατάστημα, α. σταμάτησε να λειτουργεί η επιχείρηση λόγω ωραρίου της αγοράς: «δεν μπορώ να σας δώσω το είδος που θέλετε, γιατί έκλεισε το κατάστημα». β. χρεοκόπησε η επιχείρηση: «έπεσε μεγάλη αναδουλειά στην αγορά κι έκλεισε το κατάστημα». (Λαϊκό τραγούδι: για το δικό σου ανάστημα έκλεισα το κατάστημα· χαλάλι σου, μαργιόλα, κι ας γίνουν στάχτη όλα). Συνών. έκλεισε το μαγαζί·
- θα το κλείσουμε το κατάστημα, λέγεται ως σχόλιο στην περίπτωση που σε κάποιο εργασιακό χώρο οι εργαζόμενοι αδιαφορούν για την εργασία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «με την ανευθυνότητα που σας διακρίνει, θα το κλείσουμε το κατάστημα». Συνών. θα το κλείσουμε το μαγαζί·
- μεγάλα καταστήματα, εμπορικές επιχειρήσεις που στεγάζονται σε πολυώροφα κτήρια και έχουν πολλά ειδικά τμήματα: «τα μεγάλα καταστήματα προσφέρουν και μεγάλες εκπτώσεις»·
- να το κλείσουν το κατάστημα, λέγεται υποτιμητικά ως σχόλιο για οποιαδήποτε εμπορική επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία όπου δεν εξυπηρετείται ο πελάτης ή ο πολίτης: «αφού δεν ξέρουν τι είδη έχουν, να το κλείσουν το κατάστημα || αφού κοτζάμ εφορία δεν έχει να βάλει έναν ακόμα υπάλληλο στο ταμείο για να μην περιμένουμε στη σειρά με τις ώρες, να το κλείσουν το κατάστημα». Συνών. να το κλείσουν το μαγαζί·
- ο μικρός του καταστήματος, άτομο της παρέας, συνήθως μειωμένης διανοητικής αντίληψης, που κάνει στους άλλους διάφορες μικροεξυπηρετήσεις: «εμείς έχουμε στην παρέα μας το μικρό του καταστήματος, που τον στέλνουμε για διάφορες ανάγκες μας || τι είμαι εγώ ρε, για να πάω να σου πάρω τσιγάρα, ο μικρός του καταστήματος;». Από το ότι, τουλάχιστον παλιότερα, στα διάφορα καταστήματα, ιδίως καφενεία, εκτός από το γκαρσόνι, διέθεταν και ένα παιδί το οποίο, εκτός από τη βοήθεια που προσέφερε στο γκαρσόνι, εξυπηρετούσε τους πελάτες αγοράζοντάς τους τσιγάρα από το περίπτερο ή μεταφέροντας μηνύματα ή διάφορα ψώνια στο σπίτι τους. Συνών. ο μικρός του καφενείου / ο μικρός του μαγαζιού· βλ. και λ. μικρός (4)  
- το παιδί του καταστήματος, βλ. φρ. ο μικρός του καταστήματος.

κατσίκι

κατσίκι, το, ουσ. [<αλβαν. kats ή τουρκ. keçi (= γίδα)], το κατσίκι. 1. άνθρωπος πολύ ζωηρός και ευκίνητος: «μόλις πιάσαμε την πλαγιά, άρχισε να σκαρφαλώνει σαν κατσίκι || αν κάπνιζε κι αυτός όπως εγώ, δε θα μας το ’παιζε κατσίκι». Από το ότι, τα κατσίκια σκαρφαλώνουν με γρηγοράδα στα βραχώδη μέρη. 2. λέγεται και με υποτιμητική διάθεση: «πάψε, ρε κατσίκι, να λες ανοησίες!». Υποκορ. κατσικάκι, το·
- θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι, πρόβλεψη πως θα δημιουργηθεί τόσο φαιδρή, τόσο γελοία κατάσταση σε βάρος κάποιου, που δε θα μείνει κανένας αμέτοχος στο γέλιο που θα προκύψει. Αναφορά στο «παρδαλό κατσίκι», δημιούργημα του γελοιογράφου Φωκ. Δημητριάδη, που έσκαζε στα γέλια μπροστά σε φαιδρές πολιτικές καταστάσεις ή φαιδρούς πολιτικούς·
- τον έσφαξε σαν κατσίκι, λέγεται για σφαγή ανυπεράσπιστου ή αδύναμου ανθρώπου: «κάτι του είπε ο γεροντάκος και για μια κουβέντα έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι και τον έσφαξε σαν κατσίκι». Συνών. τον έσφαξε σαν αρνί.

καφάσι1

καφάσι1, το, ουσ. [<τουρκ. kafa + κατάλ. -σι], το κεφάλι·
- θα μου φύγει το καφάσι, κοντεύω να τρελαθώ από τις απανωτές δυσκολίες, από τα απανωτά προβλήματα που αντιμετωπίζω και δεν μπορώ να βρω διέξοδο, να βρω λύση: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που θα μου φύγει το καφάσι»·
- θα σου φύγει το καφάσι ή να σου φύγει το καφάσι, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «είναι τόσο δύσκολη δουλειά, που, αν την επιχειρήσεις, θα σου φύγει το καφάσι». β. θα νιώσεις πολύ μεγάλη έκπληξη, θα τρελαθείς από την έκπληξη που θα νιώσεις. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε σε γλεντάω κι ο κόσμος πάει να σκάσει, κοντεύει απ’ τη ζήλια να τους φύγει το καφάσι). Συνών. θα σου φύγει ο κώλος / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- μου ’φυγε το καφάσι, α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε το καφάσι, μέχρι να καθαρίσω τον κήπο απ’ τ’ αγριόχορτα». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα μέσα στην καινούρια του αυτοκινητάρα, μου ’φυγε το καφάσι || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου ’φυγε το καφάσι μόλις την είδα». Συνών. μου ’φυγε ο κώλος / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος.

κεραυνός

κεραυνός, ο, ουσ. [<αρχ. κεραυνός], ο κεραυνός. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ξαφνικό και πολύ ισχυρό σουτ από κάποια απόσταση προς την αντίπαλη εστία, με αποτέλεσμα να μην έχει τα περιθώρια ο αντίπαλος τερματοφύλακας να αντιδράσει : «ο τερματοφύλακας δεν μπόρεσε να πιάσει τον κεραυνό που του εξαπέλυσε ο παίχτης μας». 2. στον πλ. οι κεραυνοί, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες, οι δυσκολίες, οι αντιξοότητες της ζωής: «αν δεχόταν άλλος τόσους κεραυνούς στη ζωή του όσους και ο τάδε, σίγουρα δε θα ζούσε». Συνών. αστροπελέκι (3β) / μπόρα (4). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- έπεσε σαν κεραυνός, η είδηση που κυκλοφόρησε προκάλεσε πολύ οδυνηρή έκπληξη: «η είδηση πως και ο υπουργός είχε συμμετοχή στη μίζα έπεσε σαν κεραυνός». Από την εικόνα του ατόμου που εντυπωσιάζεται πολύ από την πτώση του κεραυνού·
- έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, η είδηση που κυκλοφόρησε προκάλεσε πάρα πολύ οδυνηρή έκπληξη, γιατί ήταν κάτι που κανείς δεν το περίμενε: «η είδηση πως και ο πρωθυπουργός της χώρας είχε συμμετοχή στη μίζα, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία». Από την εικόνα του ατόμου που εντυπωσιάζεται, που τρομάζει πάρα πολύ, όταν βλέπει να πέφτει κεραυνός, τη στιγμή που είναι ξάστερος ο ουρανός, γιατί είναι κάτι που δεν το περιμένει·
- ήταν κεραυνός εν αιθρία, βλ. φρ. έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία·
- θα πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. φρ. θα πέσει φωτιά να μας κάψει! λ. φωτιά·
- θα πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. φρ. θα πέσει φωτιά να σε κάψει! λ. φωτιά·
- με χτύπησε κεραυνός, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη από κάτι που είδα ή άκουσα: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, με χτύπησε κεραυνός || όταν μου είπε πως θα τον κλείσει στη φυλακή για τα τριακόσια ευρώ που του χρωστάει και δεν έχει να του τα επιστρέψει, με χτύπησε κεραυνός»·
- με χτυπούν κεραυνοί, αντιμετωπίζω αντίξοες, δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκα με χτυπούν κεραυνοί, αλλά δε θα γονατίσω». Στον τύπο με χτυπούν κάτι κεραυνοί επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι κεραυνοί! Συνών. με χτυπούν αστροπελέκια / με χτυπούν μπόρες·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- να με πέσει κεραυνός να με κάψει! βλ. συνηθέστ. να πέσει φωτιά να με κάψει! λ. φωτιά·
- να σε πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. συνηθέστ. να πέσει φωτιά να σε κάψει! λ. φωτιά·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. λ. μάτι.

κεφάλι

κεφάλι, το, ουσ. [<μσν. κεφάλιν <μτγν. κεφάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κεφαλή], το κεφάλι. 1. η ικανότητα για συνδυαστική σκέψη, η ευφυΐα: «αν είχα κι εγώ το κεφάλι του τάδε, θα ήμουν πλούσιος, αλλά, βλέπεις, εμένα δε με κόβει τόσο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «πω πω, αδερφάκι μου, έχει ένα κεφάλι σαν μπουνιά μικρού παιδιού!». Συνών. καρύδι (3) / κόμπος (6). 3α. (για ζώα) μονάδα ενός συνόλου: «έχει ένα κοπάδι από εκατό κεφάλια». (Τραγούδι: ωωω! ολόγυρα βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια στη μέση εσύ. Καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή).β. με το ουσιαστικό που ακολουθεί προσδιορίζει το είδος του κοπαδιού: «πενήντα κεφάλια πρόβατα || εκατό κεφάλια γίδια». 4. οτιδήποτε έχει σχήμα κεφαλιού: «ένα κεφάλι κασέρι || ένα κεφάλι σκόρδο». 5. το επάνω στρογγυλό και πλατύ μέρος κάποιου αντικειμένου: «το κεφάλι της καρφίτσας || το κεφάλι της πινέζας || το κεφάλι του καρφιού». 6. στον πλ. τα κεφάλια, αυτοί που κατέχουν την εξουσία: «τα κεφάλια του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισαν περικοπή των συντάξεων». Υποκορ. κεφαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κεφάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 293 φρ.)·
- αγύριστο κεφάλι, άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει γνώμη, που δεν αλλάζει γνώμη, ακόμη και όταν έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι,της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). Συνών. αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό·
- άδειο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, μικρόνους: «μην επιμένεις να βρεις άκρη, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον που έχει άδειο κεφάλι»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- άνοιξαν κεφάλια, σημειώθηκαν βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις: «στις πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις, άνοιξαν κεφάλια, όταν οι εργάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα εργοστάσιο που το φρουρούσαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις»·
- άνοιξε το κεφάλι του, α. τραυματίστηκε, πληγώθηκε στο κεφάλι του που συνήθως αιμορραγεί: «χτύπησε στην άκρη της πόρτας κι άνοιξε το κεφάλι του». β. ανακουφίστηκε: «λούστηκα κι άνοιξε το κεφάλι μου»·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο, τραυματίστηκε στο κεφάλι του και προκλήθηκε μεγάλο τραύμα που συνήθως αιμορραγεί: «τον χτύπησε ένα μαδέρι, που έπεσε από ψηλά, κι άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο». Από την εικόνα του ανοιγμένου γαρίφαλου, που το κόκκινο χρώμα του παρομοιάζεται με το αίμα·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- αρβανίτικο κεφάλι, άνθρωπος του οποίου δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει με τίποτα γνώμη, γιατί είναι αρβανίτικο κεφάλι»·
- αρναούτικο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο κεφάλι·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρισε το κεφάλι μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. φρ. βάζω κάτω την κεφάλα, λ. κεφάλα·
- βάζω κεφάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. φρ. στοιχηματίζω το κεφάλι μου·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή: «δεν μπορώ κάθε τόσο να βάζω το κεφάλι μου για να σας γλιτώνω!». β. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω το κεφάλι μου, αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σου τα λέω»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, αποκτώ δικό μου σπίτι, αγοράζω σπίτι: «μετά από θυσίες και κόπους έβαλα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι»·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, α. λέγεται σε περίπτωση που στοιχηματίζω για κάτι την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, που στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω και βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, αν δεν είναι έτσι τα πράγματα». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «δεν μπορώ να βάζω το κεφάλι μου κάθε τόσο στο ντορβά για δικές σας βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα, να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις). Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε έναν ντορβά και πάνω από αυτόν περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά του χασάπη, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του χασάπη που βάζει το κεφάλι του ζώου που αποκεφάλισε μέσα σε έναν ντορβά·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «αν είναι σίγουρος για κάτι, δε διστάζει να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου»·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε ένα τσουβάλι και πάνω από αυτό περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. φρ. χτυπάει στο κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο·
- βάρυνε το κεφάλι μου, νιώθω άσχημα, νιώθω δυσφορία, είμαι κακοδιάθετος: «φαίνεται πως το ουίσκι ήταν μπόμπα, γιατί με δυο ποτηράκια βάρυνε το κεφάλι μου»·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το κεφάλι του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το κεφάλι του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη δουλέψει». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το κεφάλι μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσω πάλι δανεικά, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- βουίζει το κεφάλι μου, βλ. φρ. γυρίζει το κεφάλι μου·
- βουρ στο κεφάλι! βλ. λ. βουρ(!)·
- βουργάρικο κεφάλι, βλ. φρ. αρβανίτικο κεφάλι·
- βρίσκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- γεμίζω το κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι)· βλ. και φρ. του γεμίζω το κεφάλι·
- γέρνω το κεφάλι, με παίρνει ο ύπνος: «εκεί που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, έγειρε το κεφάλι»· βλ. και φρ. σκύβω το κεφάλι·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! ειρωνική άρνηση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «θέλω κάθε μήνα να μου πληρώνεις τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα. -Για κάνε έτσι το κεφάλι σου!». Συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά·
- για κούνα το κεφάλι σου! βλ. φρ. για κάνε έτσι το κεφάλι σου(!)·
- γίνομαι κεφάλι, εξελίσσομαι πνευματικά, γίνομαι διάνοια: «κανένας μας δεν το πίστευε πως θα γινόταν κεφάλι αυτός ο άνθρωπος»·
- γλίτωσε το κεφάλι του, α. διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και παρά τρίχα γλίτωσε το κεφάλι του». β. διατήρησε την ανώτερη δημόσια ή ιδιωτική θέση που κατείχε: «ο μόνος που γλίτωσε το κεφάλι του απ’ τις απολύσεις ήταν ο τάδε»·
- γυρίζει το κεφάλι μου, είμαι πολύ ζαλισμένος είτε από τα πολλά προβλήματα που με απασχολούν είτε επειδή έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το κεφάλι μου || ήπιαμε τόσο πολύ, που ακόμη γυρίζει το κεφάλι μου»·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. φρ. δεν αλλάζει κεφάλι·
- δε γυρίζει κεφάλι να…, δεν καταδέχεται να…, σνομπάρει κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, δε γυρίζει κεφάλι να σε χαιρετήσει || παντρεύτηκε την κόρη ενός βιομηχάνου κι από τότε δε γυρίζει κεφάλι να μας δει || απ’ τη μέρα που αγόρασε Μερσεντές, δε γυρίζει κεφάλι να δει άλλο αυτοκίνητο»·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σηκώνω κεφάλι, είμαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που κάνω και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο: «όταν καταπιάνομαι με κάτι, δε σηκώνω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο ή δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «επειδή στο τέλος του μήνα έχω εξετάσεις, εδώ και λίγο καιρό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο»·
- δεν αλλάζει κεφάλι, εμμένει στην ίδια νοοτροπία ή στις ίδιες συνήθειες που είχε: «χίλιες φορές τον συμβούλεψα να κόψει τα ξενύχτια, αλλά δεν αλλάζει κεφάλι»·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, είναι φτωχός και απροστάτευτος, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: «έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και τώρα δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του»·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, δεν έχει κάποιον που να του συμπαρασταθεί στον πόνο του, δεν έχει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τον πόνο του: «είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του»· βλ. και φρ. δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, α. δεν μπορώ να καλυτερεύσω τα άσχημα οικονομικά μου, δεν μπορώ να ορθοποδήσω: «απ’ τη μέρα που έχασα ένα σοβαρό ποσό σε κάποια αποτυχημένη δουλειά, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι». β. έχω συνεχώς ατυχίες, δυσκολίες, μου τυχαίνουν διάφορα προβλήματα, διάφορες αναποδιές: «με τις ατυχίες που με δέρνουν, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι»·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «έχω άγνοια για τις προθέσεις του, γιατί δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του». Πολλές φορές, μετά το έχει ακολουθεί το μέσα·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! δεν είμαστε δα και τόσο αυστηροί ή τόσο σκληροί, όσο λέγεται ή νομίζεται από πολλούς: «έλεγαν πως είμαι σκληρός κι εκδικητικός, όμως παρόλο το βαρύ σου παράπτωμα, βλέπεις ότι, δεν παίρνουμε και κεφάλια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. παίρνουν κεφάλια·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. φρ. δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, δεν αλλάζει την αρχική του γνώμη, είναι πολύ ισχυρογνώμονας, πολύ πεισματάρης: «ακόμη και λάθος να έχει, δεν του γυρίζεις εύκολα το κεφάλι για να το παραδεχθεί»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, α. δεν μπορεί να υπάρχουν δυο αρχηγοί σε μια ομάδα ανθρώπων: «θα κάνουμε ψηφοφορία ανάμεσα στους δυο σας για να βγάλουμε αρχηγό, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». β. δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ερωτευμένος με δυο άτομα: «θα πρέπει να διαλέξεις με ποια θα πας και ποια θ’ αφήσεις, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε στις μεγάλες τις καρδιές που αγαπάνε). Συνών. δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε / δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε / ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, ζαλίστηκα πολύ από κάποιο επίμονο θόρυβο ή από την πολυλογία, τη φλυαρία κάποιου: «χτίζουν μια οικοδομή δίπλα μας κι απ’ το θόρυβο έγινε το κεφάλι μου καζάνι || μιλούσε συνέχεια ώσπου έγινε το κεφάλι μου καζάνι»·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, α. τον εποπτεύω, τον προσέχω δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «επειδή τον συμπαθώ πάρα πολύ, απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη δουλειά, είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του για να μην κάνει καμιά ανοησία». β. τον καταπιέζω, τον κάνω να νιώθει άσχημα με την παρουσία μου: «κάθε φορά που είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, παθαίνει τρακ ο φουκαράς». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το συνεχώς·
- είναι γερό κεφάλι, είναι ευφυέστατος, πανέξυπνος: «απ’ όλη σας την παρέα μόνο ο τάδε είναι γερό κεφάλι, ενώ όλοι οι άλλοι είστε μπουμπούνες»· βλ. και φρ. είναι μεγάλο κεφάλι·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. φρ. είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο·
- είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, λέγεται για πρόσωπο, υπόθεση ή κατάσταση που δεν μπορεί κανείς να ανεχτεί, να υποστεί περισσότερο: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο || στα παιδικά μου χρόνια πέρασα τέτοια φτώχεια, που ήταν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο»·
- είναι δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι· 
- είναι κεφάλι, είναι έξυπνος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις εύκολα, γιατί είναι κεφάλι ο τύπος»·
- είναι κεφάλι (κάπου), έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τρόπο σκέψης σε κάποιο θέμα: «είναι κεφάλι στην έκθεση || είναι κεφάλι στα μαθηματικά»·
- είναι κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος
- είναι μεγάλο κεφάλι, α. είναι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος σε μια ειδικότητα ή τέχνη και γενικά στον τομέα του: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι μεγάλο κεφάλι || ο τάδε είναι μεγάλο κεφάλι στο εμπόριο». β. είναι πολύ γνωστός σε κάποιο χώρο και γενικά στην κοινωνία: «αυτή κατάγεται από άσημη οικογένεια, αλλά παντρεύτηκε κάποιον που είναι μεγάλο κεφάλι»·
- είναι ξερό κεφάλι, είναι αμετάπειστος, πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «όσο και να τον πιέσεις, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί είναι ξερό κεφάλι», εξ ου και το παιδικό άλφα βήτα το ρορό, το κεφάλι σ’ το ξερό·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. στραβοκέφαλος·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου κουδούνι·
- έπεσαν κεφάλια, α. καταδικάστηκαν άνθρωποι, χάθηκαν ζωές: «στη δίκη για το σκάνδαλο των προμηθειών έπεσαν κεφάλια || έπεσαν πολλά κεφάλια κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου». β. καθαιρέθηκαν άνθρωποι από ηγετικές ή διευθυντικές θέσεις: «με την άνοδο της νέας κυβέρνησης στην εξουσία, έπεσαν κεφάλια σ’ όλους τους οργανισμούς»·
- έπεσε με το κεφάλι, α. αρρώστησε βαριά: «στην αρχή λέγαμε πως ήταν μια αθώα γριπούλα αλλά, μέσα σε λίγες μέρες, έπεσε με το κεφάλι και πήραμε σβάρνα τους γιατρούς». β.  είχε ραγδαία οικονομική πτώση: «ξανοίχτηκε τόσο πολύ στη δουλειά του που, με την πρώτη δυσκολία, έπεσε με το κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που ρίχνεται στο κενό και η πτώση του είναι ραγδαία·
- έσπασα το κεφάλι (για) να…, βασανίστηκα πολύ για να βρω μια λύση σε κάποιο πρόβλημα: «έσπασα το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να τα φέρω βόλτα»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- έσπασαν κεφάλια, βλ. φρ. άνοιξαν κεφάλια·
- έσπασε το κεφάλι του, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του·
- έφαγε το κεφάλι του, α. ζημιώθηκε από δική του υπαιτιότητα, από δική του ευθύνη: «έκανε δουλειά μ’ έναν παλιάνθρωπο κι έφαγε το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει· σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δε ζει· το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι). β. έχασε τη ζωή του, σκοτώθηκε από δικό του λάθος ή απροσεξία, από δική του ευθύνη: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του κι έφαγε το κεφάλι του»·
- έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, αποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος, ηθικά μειωμένος: «όταν τον αντικατέστησαν στη διεύθυνση του εργοστασίου, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί είχαν γίνει γνωστές οι διάφορες λοβιτούρες του || μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·   
- έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με πεσμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με ριγμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά, α. αποχώρησε από κάπου αγέρωχος, περήφανος, ιδίως γιατί εκτέλεσε σωστά το καθήκον του: «τους κοίταξε όλους κατάματα κι έφυγε απ’ την υπηρεσία του με το κεφάλι ψηλά». β. αποχώρησε από κάπου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για να ντρέπεται  για κάτι: «όλοι ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες λοβιτούρες, αλλά ο τάδε έφυγε με το κεφάλι ψηλά, γιατί τ’ όνομά του δεν ακούστηκε πουθενά». Σε αντίθεση με αυτόν που έχει κάνει κάτι επιλήψιμο και περπατάει με χαμηλωμένο κεφάλι για να περνάει απαρατήρητος·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, (ειρωνικά) έχει πολύ μεγάλο και κάπως πεπλατυσμένο κεφάλι: «μόλις τον δεις θα βάλεις τα γέλια, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο»·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. φρ. έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, (ειρωνικά) έχει μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι: «ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα απ’ όλους, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι»·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. είναι κεφάλι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι ξερό κεφάλι·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, έχει πολλές έγνοιες: «τον βλέπεις πάντα σκεφτικό, γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του»· βλ. και φρ. έχει πολλά στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), μοιάζει απόλυτα με κάποιον: «αυτός ο νεαρός θα πρέπει να ’ναι ο γιος του τάδε, γιατί έχει το ίδιο κεφάλι με εκείνον»·
- έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «χτες το βράδυ ήπια πάρα πολύ, γι’ αυτό απ’ το πρωί σήμερα έχω βαρύ κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν έχω κάνει κάτι μεμπτό που να μου δημιουργεί προβλήματα ή κινδύνους: «δεν μπερδεύομαι σε ύποπτες δουλειές κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου || απ’ τη στιγμή που δεν πήρα μέρος στην κομπίνα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- έχω κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «μη μου μιλάς, γιατί μόλις ξύπνησα έπειτα από μεγάλο μεθύσι κι έχω κεφάλι»·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. σκοτούρα·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. φρ. κρατώ το κεφάλι χαμηλά·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω το κεφάλι ψηλά»·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- ηρέμησε το κεφάλι μου, α. απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το κεφάλι μου». β. απαλλάχτηκα από κάποιον έντονο θόρυβο που με ενοχλούσε: «τέλειωσαν τη δουλειά τους οι εργάτες με τα κομπρεσέρ που δούλευαν έξω απ’ το σπίτι μου και ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο, ήρθε σε κάποιο χώρο ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τ’ αφεντικό του τον συγχώρησε για την κατάχρηση που είχε κάνει κι ήρθε πάλι στη δουλειά με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·  
- ήρθε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με πεσμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με ριγμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. μυαλό·
- ησύχασε το κεφάλι μου, βλ. φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου·
- θα κόψω το κεφάλι μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το κεφάλι μου για να το βοηθήσω». Συνών. θα κόψω το λαιμό μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. θα μου στρίψει το κεφάλι·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, κοντεύω να τρελαθώ: «θα μου στρίψει το κεφάλι με τόσα προβλήματα και μ’ όλες αυτές τις αναποδιές που μου συμβαίνουν!»· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, λέγεται για κάτι που, αν γίνει, υπάρχει η βεβαιότητα πως θα υποστώ τις συνέπειες: «δε σ’ αφήνω να μπεις μέσα χωρίς άδεια γιατί, αν το μάθει ο υπεύθυνος, η πρωτοβουλία μου αυτή θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. ξέσπασε στο κεφάλι μου·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. φρ. θα σου πάρω το κεφάλι·
- θα σου πάρω το κεφάλι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν φύγεις χωρίς να το ξέρω, θα σου πάρω το κεφάλι || αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου πάρω το κεφάλι». Συνών. θα σου πάρω το λαιμό / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σ’ ακούσω άλλη φορά να βρίζεις τα θεία, θα σου σπάσω το κεφάλι»·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. θα σου φύγει το καφάσι, λ. καφάσι·
- θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (στο κεφαλάκι σου), ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς θα αποβεί σε βάρος σου: «ξέκοψε, όσο είναι καιρός, απ’ αυτές τις παλιοπαρέες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου || πάψε νε τρέχεις σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί που πας μην ξαναπάς· το κεφαλάκι σου θα φας
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- κακό κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, βλάκας. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: κακό κεφάλι + καλή τύχη = καλό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη). Πρβλ.: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- κακό του κεφαλιού σου! με τον τρόπο που ενεργείς εσύ θα βγεις χαμένος, εσύ θα βγεις ζημιωμένος: «εγώ δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στο πάρτι. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί θα περάσουμε υπέροχα! || παρ’ όλες τις αντιρρήσεις σας, εγώ θα συνεταιριστώ με τον τάδε. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί όπως σου είπα, είναι απατεώνας!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- καλό κεφάλι, άνθρωπος έξυπνος. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: καλό κεφάλι + κακή τύχη = κακό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου), παρά στο κεφάλι μου, είναι προτιμότερο να χάσω τα λεφτά μου παρά την υγεία μου: «σαν την υγεία δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, γι’ αυτό καλύτερα στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου»·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «εντέλει αυτό το παιδί δεν το βλέπω να προκόβει, γιατί πάντα κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του· 
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. φρ. κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια μέθης, έρχομαι στο κέφι μετά την κατανάλωση ποτού ή το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο άλλο ένα όμορφα και ταπεινά, κι όταν κάνουμε κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά). Μερικές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τετράγωνο·
- κάνω του κεφαλιού μου, ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, κάνω ό,τι μου κατέβει: «πρώτα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά τρέχεις να τα μπαλώσεις». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- κατά το κεφάλι και το κούρεμα, βλ. λ. κούρεμα·
- κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να καταλάβεις πως έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνεις πως τον μαλώνεις λίγο, κατεβάζει το κεφάλι του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, υποκύπτω: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις το κεφάλι σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου / κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, όποιος κάνει κακές ή λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές, υφίσταται και τις οδυνηρές συνέπειές τους: «δε σου φταίει κανείς γι’ αυτά που τραβάς τώρα, γιατί κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα»·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; λ. κεχαγιάς·  
- κλούβιο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «μήπως περίμενες καλύτερα αποτελέσματα από έναν με κλούβιο κεφάλι;». Αναφορά στο κλούβιο αβγό που είναι άχρηστο, για τα σκουπίδια·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβω το κεφάλι μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το κεφάλι μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το κεφάλι μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το λαιμό μου / κόβω το σβέρκο μου·
- κουδούνισε το κεφάλι μου, ζαλίστηκα, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «χτύπησα καθώς άνοιγε ο άλλος την πόρτα και κουδούνισε το κεφάλι μου»·
- κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκεφαλάκης. (Λαϊκό τραγούδι: τι με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο μου κεφάλι
- κόψε το κεφάλι σου! α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα επιτύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με νοιάζει εμένα πώς θα τα καταφέρεις, κόψε το κεφάλι σου!». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να καλύψω την επιταγή; -Κόψε το κεφάλι σου!». Συνών. κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, κρατώ σεμνή στάση, ιδίως έπειτα από κάποια πρόσφατη επιτυχία μου: «ο προπονητής του Π.Α.Ο.Κ., Αγ. Αναστασιάδης, προέτρεψε τους παίχτες του έπειτα από τη νίκη τους επί του Άρη, να κρατούν χαμηλά το κεφάλι και να ’χουν το μυαλό τους στο επόμενο παιχνίδι»·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, α. διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να ’φαγε κατραπακιές στη ζωή του, αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες να κρατήσω ψηλά το κεφάλι, μου λες να γελάσω σαν πρώτα και πάλι). β. δε χάνω το θάρρος μου: «παρ’ όλες τις ατυχίες που του ’τυχαν, κρατάει ψηλά το κεφάλι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, ψηλά κρατάω το κεφάλι
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- μ’ έπιασε το κεφάλι (μου), έχω πονοκέφαλο: «μου μιλούσε επί δυο ώρες συνέχεια και μ’ έπιασε το κεφάλι || έκαναν τέτοιο θόρυβο στο διπλανό διαμέρισμα, που μ’ έπιασε το κεφάλι μου»· βλ. και φρ. μου πήρε το κεφάλι·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μας ζάλισε το κεφάλι ή μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ή μου ζάλισε το κεφάλι ή μου ’χει ζαλίσει το κεφάλι, μου έγινε πολύ ενοχλητικός από την επιμονή του πάνω σε ένα θέμα ή από την πολυλογία του. (Λαϊκό τραγούδι: η πεντάμορφη ξανθούλα μου ’χει κάψει την καρδούλα κι η μελαχρινή, η άλλη, μου ζαλίζει το κεφάλι //  μου ’χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε την γκρίνια τη μεγάλη). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μας έχει πάρει (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι ή μου ’χει πάρει (το) κεφάλι, με πονοκεφάλιασε με την ακατάσχετη φλυαρία του ή με το θόρυβο που προκαλούσε: «ήρθε πρωί πρωί στο γραφείο μου και με πήρε κεφάλι με τις ερωτικές του περιπέτειες κατά τη διάρκεια των διακοπών || προσπαθεί να μπήξει ένα πάσαλο στην αυλή του  και μας πήρε το κεφάλι με τα ντάκα ντούκα απ’ το πρωί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. με χτύπησε στο κεφάλι·
- με ξύνει το κεφάλι μου, βλ. φρ. με τρώει το κεφάλι μου·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- με τρώει το κεφάλι, προσπαθεί επίμονα να με πείσει για κάτι: «απ’ το πρωί με τρώει το κεφάλι να πάρω κι εγώ μέρος στην εκδρομή που διοργανώνει»·
- με τρώει το κεφάλι μου, έχει φαγούρα: «κάθε φορά που λούζομαι μ’ αυτό το σαμπουάν, έπειτα με τρώει το κεφάλι μου»·
- με χτύπησε στο κεφάλι, α. επέδρασε αρνητικά επάνω μου, μου δημιούργησε πρόβλημα: «το πιοτό με χτύπησε στο κεφάλι». β. με νευρίασε υπερβολικά: «οι ψευτιές του με χτύπησαν στο κεφάλι»·
- μετράω κεφάλια, (για πρόσωπα ή ζώα) κάνω καταμέτρηση: «όπως έμπαιναν οι επιβάτες στο λεωφορείο, ο εισπράκτορας μετρούσε κεφάλια, για να εξακριβώσει αν όλοι οι επιβάτες ήταν παρόντες || καθώς έμπαιναν τα πρόβατα στο μαντρί, ο τσομπάνος μετρούσε κεφάλια, για να διαπιστώσει αν έλειπε κανένα αρνί»·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, εκφέρει διαφορετική γνώμη που μας φαίνεται παράξενη ή παράλογη: «έζησε χρόνια στο εξωτερικό ο άνθρωπος και μιλάει με άλλο κεφάλι»· βλ. και φρ. τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι·   
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, με πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μ’ είχε μια ώρα στη γωνία και μπλα μπλα μπλα μου ’κανε το κεφάλι καζάνι»·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. μου ’κανε το κεφάλι καζάνι·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «δεν είχα τι να κάνω και, κάποια στιγμή, μου κατέβηκε στο κεφάλι να βάλω μια τάξη στο υπόγειο του σπιτιού μου || έλεγα χτες βράδυ να πάω νωρίς στο σπίτι, αλλά, ξαφνικά, μου κατέβηκε στο κεφάλι να πάω στα μπουζούκια και το ξενύχτησα»·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε το κεφάλι». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε το κεφάλι ο φίλος μου να μην μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε τ’ αφτιά·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, μου συνέβη αναπάντεχα κάτι πολύ βαρύ, ιδίως κακό: «πρωί πρωί μου ’ρθε στο κεφάλι ο έλεγχος της εφορίας». (Λαϊκό τραγούδι: κρυφός είναι ο πόνος μου κι η λύπη μου μεγάλη, βάσανα που δεν ήλπιζα μου ’ρθανε στο κεφάλι
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου στρίβει το κεφάλι, τρελαίνομαι, παραφρονώ: «είχε τόσα πολλά προβλήματα, που στο τέλος του ’στριψε το κεφάλι»·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το καφάσι, λ. καφάσι·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «πού θα βρω μέσα σε τόσο λίγο καιρό τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να φας το κεφάλι σου! είδος κατάρας, με την έννοια να καταστραφείς, αλλά και να πεθάνεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το που·
- ξέσπασε στο κεφάλι μου, δέχτηκα την οργή κάποιου, χωρίς να είμαι υπεύθυνος για κάτι, ιδίως κακό: «επειδή δεν μπόρεσε να βρει ποιος ήταν αυτός που έστειλε τη λανθασμένη παραγγελία, ξέσπασε στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου·  
- ξύνει το κεφάλι του, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του, δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει την κεφάλα του·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. λ. φτέρνα·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, όταν κάποιος δε μελετάει καλά κάποιες ενέργειές του ή όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «όλο το καλοκαίρι έτρωγα σαν το ζώο και τώρα πρέπει να κάνω σκληρή δίαιτα για ν’ αδυνατίσω, γιατί βλέπεις ό,τι τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: μου έδωσες το μάθημα για να μου λεν και άλλοι: ό,τι τραβάει το κορμί το φταίει το κεφάλι
- πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. πάει να σπάσει το κεφάλι μου·
- πάει να σπάσει το κεφάλι μου, έχω δυνατό πονοκέφαλο: «δώσε μου κάποιο παυσίπονο, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου»·
- παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. φρ. παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα)·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), εκθέτω τη ζωή μου ή τη θέση εργασίας που κατέχω σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «πρέπει να κάνω οπωσδήποτε διάφορες εξετάσεις, γιατί, όπως μου είπε ο γιατρός, παίζω το κεφάλι μου αν το αμελήσω || δεν μπορώ να κάνω αυτή την παρατυπία για να πάρεις το δάνειο, γιατί παίζω το κεφάλι μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνει κεφάλια, είναι πολύ αυστηρός, πολύ σκληρός: «έχετε το νου σας, γιατί ο νέος διευθυντής της επιχείρησης παίρνει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνω κεφάλια·
- παίρνουν κεφάλια, (για κέντρα διασκέδασης) είναι πάρα πολύ ακριβό: «έχουν καλό πρόγραμμα, δε λέω, αλλά παίρνουν κεφάλια»·
- παίρνω κεφάλι, αρχίζω να προπορεύομαι σε κάποια αναμέτρηση: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψήφων, στην περιφέρειά μας πήρε κεφάλι ο τάδε βουλευτής || μετά τα πρώτα δυο χιλιάδες μέτρα, στην κούρσα πήρε κεφάλι ο τάδε δρομέας». Από την εικόνα των αλόγων στον ιππόδρομο που να φαίνεται σιγά σιγά το κεφάλι του αλόγου το οποίο αρχίζει να προπορεύεται· βλ. και φρ. μας πήρε (το) κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, τιμωρώ, καθαιρώ ανώτερους ή ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους από τις θέσεις που κατέχουν: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πάρει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνει κεφάλια·
- πάρ’ του το κεφάλι! προτροπή σε κάποιον να φερθεί σκληρά, παραδειγματικά στο άτομο εκείνο που εξακολουθητικά του συμπεριφέρεται προκλητικά ή προσβλητικά: «μην τον αφήνεις άλλο να ξεφτιλίζει· πάρ’ του το κεφάλι!». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι! από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων μπάσκετ του Άρη στον παίχτη της ομάδας τους, να κατανικήσει την αντίπαλη ομάδα·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά, είμαι περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «έκανα χίλιες δυο δουλειές στη ζωή μου και τώρα που βγήκα στη σύνταξη περπατώ με το κεφάλι ψηλά»·
- πέφτουν κεφάλια, γίνονται εκκαθαρίσεις, καθαιρέσεις, απομακρύνονται από τις διοικητικές τους θέσεις ανώτεροι ή ανώτατοι υπάλληλοι: «στο τάδε υπουργείο πέφτουν κεφάλια»·
- πέφτω με το κεφάλι, η οικονομική μου πτώση επέρχεται ραγδαία: «με τα ανοίγματα που έκανε στη δουλειά του, όλοι το περιμέναμε πως κάποια στιγμή θα ’πεφτε με το κεφάλι»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, πονοκεφάλιασα: «πιάστηκε το κεφάλι μου μ’ όλες αυτές τις φωνές»·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, το εξαλείφει με ανορθόδοξο και επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο: «πρέπει να εντοπίσουμε πού χωλαίνει η επιχείρηση για να το διορθώσουμε κι όχι πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, να την κλείσουμε, δηλαδή, για να μη χάσουμε άλλα λεφτά!»·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, ντροπιάζομαι ταπεινώνομαι: «με την παραμικρή παρατήρηση που του κάνεις, ρίχνει το κεφάλι του κάτω κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω κεφάλι, α. αντιδρώ βίαια, επαναστατώ: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί άλλο τις αδικίες που γίνονταν μέσα στην επιχείρηση και σήκωσε κεφάλι». β. τα οικονομικά μου, μετά από κάποια περίοδο κάμψης, αρχίζουν να καλυτερεύουν, ξεπερνώ τις οικονομικές δυσκολίες μου: «είχα την εντύπωση πως θα χρεοκοπούσε, αλλά, μπράβο του, σήκωσε πάλι κεφάλι»·
- σκληρό κεφάλι, βλ. φρ. χοντρό κεφάλι·
- σκύβω το κεφάλι (επάνω σε κάποιον ή σε κάτι), δείχνω αμέριστο ενδιαφέρον, αμέριστη φροντίδα, ιδίως στα προβλήματα που απασχολούν κάποιον ή κάποια υπόθεση: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την αγροτιά || η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να βρει τρόπο να εξαλείψει τη μάστιγα των ναρκωτικών»·
- σκύβω το κεφάλι, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν τον δεις να σκύβει το κεφάλι, πάει να πει πως έχει λάθος». β. υποτάσσομαι: «είναι πολύ ατίθασος άνθρωπος και δε σκύβει κεφάλι με τίποτα». (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη). γ. ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις τον κατσάδιασε ο άλλος, έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου)· βλ. και λ. σπάσιμο·
- σπάω το κεφάλι μου, α. βασανίζομαι να καταλάβω, να κατανοήσω κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι ήθελε να μου πει με το υπονοούμενο που μου πέταξε». β. βασανίζω τη σκέψη μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού ξανάδα αυτόν τον άνθρωπο». γ. βασανίζω τη σκέψη μου για να βρω μια λύση σε κάτι που με απασχολεί πολύ: «σπάω το κεφάλι μου να δω πώς θα βολέψω την άσχημη κατάσταση που διαμορφώθηκε». δ. τραυματίζω, ματώνω το κεφάλι μου: «χτύπησα στην άκρη του τραπεζιού κι έσπασα το κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μια πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου)· βλ. και φρ. έσπασα το κεφάλι (για) να(…)·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω οικτρά για κάτι που έκανα ή που είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή που δεν είπα: «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που βοήθησα έναν τέτοιο παλιάνθρωπο || σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που δεν αγόρασα το λαχείο που μου πρότεινε ο λαχειοπώλης, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- στοιχηματίζω το κεφάλι μου ή στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. στοιχηματίζω την ίδια τη ζωή μου και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «στοιχηματίζω το κεφάλι μου πως, όταν έρθει, θα κάνει πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια τη ζωή μου: «μα είναι δυνατό να στοιχηματίζω κάθε τόσο το ίδιο μου το κεφάλι για να σε γλιτώνω απ’ τα μπλεξίματά σου;»·
- στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- στραβό κεφάλι, άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος, ισχυρογνώμονας: «είναι τόσο στραβό κεφάλι, που, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, μπορεί να σου βγάλει την πίστη»·
- στρώνω κεφάλι, βλ. φρ. κάνω κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του γιατί τα βγάζει απ’ το κεφάλι του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του /  τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, λέει τρομερά ψέματα ή μεγαλοποιεί υπερβολικά ένα γεγονός: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί όλα τα κάνει με ουρές και με κεφάλια». Ίσως αναφορά στους μυθικούς δράκοντες που είχαν πολλά κεφάλια ή πολλές ουρές·
- τα μεγάλα κεφάλια, α. η οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ή πνευματική εξουσία ενός τόπου: «μετά το σεισμό ήρθαν τα μεγάλα κεφάλια για να διαμορφώσουν προσωπική γνώμη για τις ζημιές που προκλήθηκαν». β. (ειρωνικά) οι αναγνωρισμένοι, οι φτασμένοι απατεώνες: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται όλα τα μεγάλα κεφάλια της περιοχής μας»·
- τα κεφάλια μέσα! προτροπή για δουλειά έπειτα από ένα διάστημα αργίας ή διακοπών: «απ’ τη στιγμή που πέρασαν οι γιορτές, τα κεφάλια μέσα!». (Τραγούδι: τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα
- τα παθαίνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. φρ. τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα πήρα στο κεφάλι, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι σε γέρο άνθρωπο, τα πήρα στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο». (Τραγούδι: με την πρώτη ζάλη τη θυμάμαι πάλι, τα παίρνω στο κεφάλι, φωνάξτε έναν γιατρό). Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. φρ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, λ. φτέρνα·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των κακών ή άστοχων ενεργειών μου: «δε ρίχνω το βάρος σε κανέναν, γιατί, ό,τι τραβώ, τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου»·
- τι έχεις στο κεφάλι σου; επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε: «τι έχεις στο κεφάλι σου, βρε παιδάκι μου, και δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω μια ώρα;». Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται, αναφέροντας και το είδος που έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε και που είναι το άχυρο ή τα πίτουρα ή τα πριονίδια ή τα σκατά· βλ. και φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; έκφραση που δηλώνει επιείκεια για το λάθος ή τη ζημιά που προξένησε κάποιος: «εντάξει, ρε παιδιά, ο άνθρωπος παραδέχεται το λάθος του. Τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; || έγινε η ζημιά που έγινε, τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι;»·                                                                                                                 
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, του οποίου η έντονη ενασχόληση με τα ερωτικά του, τα σεξουαλικά του, του δημιουργεί διάφορα προσωπικά προβλήματα, ακόμη και καταστροφή: «τρέχει σαν τρελός πίσω από τις γυναίκες, σαν να μην ξέρει πως πολλές φορές το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι»·  
- το κεφάλι στη γούρνα! βλ. συνηθέστ. το κεφάλι στο φούρνο(!)·
- το κεφάλι στο φούρνο! προτροπή σε κάποιον να σκύψει το κεφάλι του, για να μη χτυπήσει σε κάποιο εμπόδιο ή για να μην τον χτυπήσουν από κάπου, που τον σημαδεύουν· βλ. και φρ. τα κεφάλια μέσα(!)·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. φρ. το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι ή το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι την πίεσή του ή τον καταπιεστικό έλεγχό του: «επειδή είναι διευθυντής μου, τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου και δεν μπορώ να πάω ούτε για κατούρημα, αν δεν πάρω την άδειά του || είναι πατέρας μου και τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου στη δουλειά»·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, είμαι υψηλότερός του: «είναι ψηλό παιδί, δε λέω, αλλά εγώ τον περνώ ένα κεφάλι || είσαι ψηλό παιδί, αλλά ο τάδε σε περνάει δυο κεφάλια». Δεν ακούγεται ή ακούγεται πολύ σπάνια τρία κεφάλια·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον τρώει το κεφάλι του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά τα καμώματά του μου φαίνεται πως τον τρώει το κεφάλι του»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- του άνοιξα το κεφάλι, τον τραυμάτισα, τον πλήγωσα στο κεφάλι: «του πέταξα από μακριά μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο, του προξένησα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι: «τον χτύπησα με την καρέκλα και του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·    
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του γεμίζω το κεφάλι, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το κεφάλι και πήρε τη δουλειά || εσύ φταις, που του γέμισες το κεφάλι με τις βλακείες σου και τον έκανες να μην έχει όρεξη για δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: του γεμίζουν το κεφάλι φίλοι καρδιακοί όσα βγάζει να τα τρώνε σε μια Κυριακή μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής)· βλ. και φρ. γεμίζω το κεφάλι·
- του γυρίζω το κεφάλι, μετά από επίμονη προσπάθεια του αλλάζω γνώμη, τον μεταπείθω: «με το πες πες, του γύρισα το κεφάλι ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, τον ζάλισα με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «μέχρι να τον πείσω να μου δώσει τα δανεικά που μου χρειάζονταν του ’κανα το κεφάλι καζάνι»·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. του ’κανα το κεφάλι καζάνι·
- του παίρνω το κεφάλι, α. τον ζαλίζω με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «είχε δίκιο που σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί του πήρα το κεφάλι με τη φλυαρία μου». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «ήταν το δέκατο απανωτό λάθος που έκανε, γι’ αυτό κι εγώ του πήρα το κεφάλι». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη, πάρ’ τους το κεφάλι, από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων της ομάδας μπάσκετ του Άρη προς το αστέρι της ομάδας τους για να κατανικήσει τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. γ. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω. (Λαϊκό τραγούδι: και σένα, άπιστη, κακιά, σου πήρα το κεφάλι και δε θα ξαναγύρεις πια σε αλλουνού αγκάλη). Συνών. του παίρνω το λαιμό / του παίρνω το σβέρκο·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. φρ. τον περνώ ένα κεφάλι·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, είναι ο κύριος υπαίτιος για τα προβλήματα που του έχουν προκύψει, λόγω του πείσματος ή της ξεροκεφαλιάς του: «όλοι μας του λέγαμε να μην την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί στο τέλος την έκανε χωρίς ν’ ακούσει κανένα μας». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος του φταίει του Μιχάλη, το ξερό του το κεφάλι
- τους βλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα· 
- τους μαλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, ο κουτός, ο ανόητος, ο βλάκας είναι πάντοτε χαρούμενος, δεν τον βασανίζουν τα προβλήματα, οι σκοτούρες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και δεν καταπονείται από τη ζωή και τα χρόνια: «αυτός ζει στον κόσμο του και θα μας θάψει όλους, γιατί τρελού κεφάλι δε γερνάει»·
- τσάκισα το κεφάλι μου, το έσπασα, το πλήγωσα, το τραυμάτισα: «δεν είδα το κοντάρι και, καθώς έπεσα πάνω του, τσάκισα το κεφάλι μου»·
- τσαούσικο κεφάλι, άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, αυταρχικός, ισχυρογνώμονας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τσαούσικο κεφάλι»·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, α. μετά από μια περίοδο παραλογισμού, άλλαξε στάση και μιλάει συνετά, μετρημένα: «αφού του εξήγησα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι ο άνθρωπος». β. λέγεται και με εντελώς αντίθετη ερμηνεία: «ήταν συνετό παιδί, αλλά τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, γιατί έμπλεξε με τους αλήτες»·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι ή φταίει το κεφάλι του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος αίτιος για τις δυσκολίες που του προέκυψαν: «δε φταίει κανένας, φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί δεν άκουγε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: λέω ότι φταίει το κεφάλι το ξερό,μα στο φινάλε η κουτή σε συγχωρώ
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κάνω κεφάλι·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, μη με ενοχλείς, μη με πιέζεις, άφησέ με ήσυχο: «φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί έχω μια δουλειά που πρέπει να την παραδώσω αύριο»·
- χάνω το κεφάλι μου, στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «αν δεν είναι αυτός που μας πρόδωσε, χάνω το κεφάλι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- χοντρό κεφάλι, άνθρωπος που καταλαβαίνει δύσκολα αυτό που του λέμε, ο χοντροκέφαλος: «είναι τόσο χοντρό κεφάλι, που δεν καταλαβαίνει με τίποτα αυτά που του λες»·
- χτυπάει στο κεφάλι, (για ποτά) είναι πολύ δυνατό: «πίνε λίγο λίγο απ’ αυτό το ποτό, γιατί χτυπάει στο κεφάλι»·
- χτυπώ το κεφάλι μου, μετανιώνω για κάτι που έκανα ή είπα, ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα ή είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα: «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, που τον βοήθησα τον παλιοαλήτη! || χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο που δεν μαρτύρησα τότε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις,κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- ψηλά το κεφάλι! προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, που απέτυχε σε κάτι, να μη χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθησή του: «μη στενοχωριέσαι που απέτυχες στις εξετάσεις, γιατί θα ξαναδώσεις του χρόνου. Ψηλά το κεφάλι!».

κιμάς

κιμάς, ο, ουσ. [<τουρκ. kiyma], ο κιμάς·
- γίνομαι κιμάς, α. με πολτοποιεί κάποιο όχημα, ιδίως αυτοκίνητο, που περνάει από πάνω μου: «όπως έτρεχε γλίστρησε κι έπεσε και, καθώς πέρασε τ’ αυτοκίνητο από πάνω του, έγινε κιμάς». β. πολτοποιεί ένα μέλος του σώματός μου κάποιο μηχάνημα: «πιάστηκε το χέρι μου στη μηχανή κι έγινε κιμάς». γ. μεθώ υπερβολικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή ήρθα κι έγινα κιμάς»·
- γίνομαι κιμάς (με κάποιον), τσακώνομαι άγρια με κάποιον, ανταλλάσσω χτυπήματα με κάποιον, με αποτέλεσμα να χτυπηθούμε, να τραυματιστούμε επικίνδυνα: «από καιρό είχαν κόντρα και χτες που συναντήθηκαν στο μπαράκι έγιναν κιμάς και τους τρέχαμε στα νοσοκομεία»·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, (απειλητικά) θα σε χτυπήσω πολύ άγρια: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κάνω τα μούτρα κιμά»·
- μηχανή του κιμά, χαρακτηρίζει κάθε σκληρή ενέργεια ή απόφαση, που συνθλίβει την προσωπικότητα του ατόμου: «οι εργαζόμενοι δε θ’ ανεχτούν τη νέο αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, γιατί πιστεύουν πως είναι μια μηχανή του κιμά». Αναφορά στο ειδικό μηχάνημα του κρεοπώλη που μετατρέπει μικρά κομμάτια κρέατος σε κιμά·
- πλάθω τον κιμά, τον ζυμώνω για να κάνω μπιφτέκια, κεφτεδάκια ή άλλο φαγητό που περιέχει κιμά: «η μητέρα πλάθει τον κιμά για να κάνει γιουβαρλάκια»·
- τον κάνω κιμά, α. τον δέρνω άγρια, τον κάνω λιώμα από το ξύλο: «κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και τον έκανε κιμά απ’ το ξύλο που του ’δωσε». β. τον μεθώ υπερβολικά, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το πολύ μεθύσι: «με το πέμπτο ποτηράκι που τον κέρασα τον έκανα κιμά». γ. περνώ με το αυτοκίνητό μου ή άλλο τροχοφόρο πάνω από κάποιον και τον κάνω λιώμα, τον πολτοποιώ: «έπεσε μπροστά στις ρόδες του αυτοκινήτου μου και τον έκανα κιμά»·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, του προξένησα πολλές πληγές στο πρόσωπο από τα πολλά και άγρια χτυπήματα που του κατάφερα: «από καιρό μου πήγαινε κόντρα κι όταν αρπαχτήκαμε στα χέρια του ’κανα τα μούτρα κιμά».

κλανιάς

κλανιάς, ο, ουσ. [<κλανιά], (στη γλώσσα της αργκό) η κωλοτρυπίδα, ο πρωκτός, η κλανιά: «βάλε και καμιά τάπα στον κλανιά σου, γιατί μας βρομοκόπησες με τις κλανιές που αφήνεις κάθε τόσο». (Λαϊκό τραγούδι: κούνα μπέμπη, τον κλανιά σου να φχαριστηθεί η καρδιά σου
- θα σου ανοίξω τον κλανιά, βλ. συνηθέστ. θα σου ανοίξω την κλανιά, λ. κλανιά·
- τι λέει ο κλανιάς σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κλανιά σου! λ. κλανιά·
- του άνοιξα τον κλανιά, βλ. συνηθέστ. του άνοιξα την κλανιά, λ. κλανιά.

κόβω

κόβω κ. κόφτω, ρ. [<ἔκοψα, αόρ. του αρχ. ρ. κόπτω], κόβω: «εδώ που κόφτω είναι καλά;». 1. διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιον ή με κάποιο κύκλο ανθρώπων: «μόλις έμαθα τι καπνό φουμάρει, έκοψα να τον κάνω παρέα για να ’χω ήσυχο το κεφάλι μου». 2. παραφυλάω, κρατώ τσίλιες: «εγώ θα μείνω στη γωνία να κόβω μην έρθει κανένας μπάτσος, κι εσείς κάντε ντου στο σπίτι». 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, στρίβω κάπου, μειώνω ταχύτητα. (Λαϊκό τραγούδι: τράβα τράβα τράβα καροτσέρη τράβα, και στο Καλαμάκι κόψε για ουζάκι). 4. βλέπω: «μόλις σήκωσα το βλέμμα μου απ’ την εφημερίδα που διάβαζα, κόβω τον τάδε που περνούσε απέναντι». 5. παρατηρώ κάποιον ή κάτι με προσοχή: «τον έκοβα μια ώρα απ’ τη γωνία για να δω τι θα κάνει». 6. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία ή την ποιότητα μετά από πρόχειρη εξέταση, κρίνω κάποιον ή κάτι: «για δες το, πώς το κόβεις, αξίζει τα λεφτά του; || απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, δεν τον έκοψα για ντόμπρο άνθρωπο και δεν είχα άδικο». 7. χτυπώ κάποιον: «του ’κοψα δυο μπάτσες κι ησύχασε || του ’κοψα μια κλοτσιά κι έφυγε». 8. σφάζω, εξού και η φρ. του καρπουζά όλα τα κόβω, όλα τα μαχαιρώνω, άλλη εκδοχή της φρ. όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, όταν είναι σίγουρος για την καλή ποιότητα των καρπουζιών του. 9. (για καθηγητές) απορρίπτω σε εξετάσεις κάποιον μαθητή ή σπουδαστή: «τον έκοψα στην ανατομία || τον έκοψα στα μαθηματικά». Συνών. κουτσουρεύω (3). 10. (γενικά) απορρίπτω: «τον έκοψαν στην οδήγηση || τον έκοψα από φίλο, γιατί αποδείχτηκε αχάριστος». 11. αφήνω έξω από ένα σύνολο κάποιον, ύστερα από μια διαδικασία επιλογής: «τον τάδε ποδοσφαιριστή τον έκοψαν απ’ τη δεκαεξάδα || τον τάδε πολιτευτή τον έκοψαν από υποψήφιο του κόμματος στις εκλογές που έρχονται». 12. πατώ κάποιον με το αυτοκίνητό μου ή άλλο τροχοφόρο: «πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά στις ρόδες μου και τον έκοψα το φουκαρά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν υποφέρεται, κοντεύω να τα χάσω, που να την έκοβε το τραμ να ησυχάσω).13. γοητεύω κάποιον: «μόλις της έριξα μια ματιά, την έκοψα». (Τραγούδι: α κούμπα κούμπα κούμπα κούμπα τσέρο είν’ ένας κατεργάρης καμπαλέρο, έχει ένα μουστακάκι σαν ουρά από ποντικάκι ζηλευτό και τις κόβει όλες μ’ αυτό). 14. διακόπτω κάποια παροχή, σταματώ να προσφέρω: «του ’κοψαν το επίδομα οι γονείς του κι έχει βγει στη ζήτα». 15. διακόπτω, σταματώ να κάνω κάτι: «κάθε φορά που έχει εξετάσεις, κόβει τα γλέντια και το ρίχνει στο διάβασμα». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις στη ζωή σου να προκόψεις, τις τρέλες σου αυτές πρέπει πια να κόψεις). 16. (για επαγγελματικά αυτοκίνητα) αποσύρω από την κυκλοφορία, παύω να το χρησιμοποιώ ως επαγγελματικό: «έχω ένα ταξί, αλλά θα πάω να το κόψω, θα το χρησιμοποιήσω ως ιδιωτικό και θ’ αγοράσω για ταξί καινούριο». 17. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χωρίζω την τράπουλα σε δυο μέρη για να μοιράσω και να αρχίσει το παιχνίδι: «ποιος θα κόψει για να μοιράσω;». Συνών. σπάω (6). 18. στην προστακτ. αορ. κόψε, άφησε, σταμάτα, πάψε: «κόψε τις πολλές κουβέντες κι άκουσε αυτό που θα σου πω || κόψε, επιτέλους, τις ανοησίες || έγινες ολόκληρο παλικάρι, γι’ αυτό πρέπει να κόψεις τις βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα, αλλιώς θα πάρω πέτρα). 19α. στην προστακτ. κόβε! και κόψε! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) φύγε! εξαφανίσου! γκρεμοτσακίσου(!): «κόβε από δω, γιατί θα τις φας! || κόβε, γιατί έρχεται ο δοσατζής σου! || κόψε, γιατί έρχεται η αστυνομία!». (Λαϊκό τραγούδι: μη χτυπιέσαι και κάνεις σαν τρελή· έφυγε και πάει το πουλί· δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, κόψε, στρίψε, και άντε στο καλό). Συνών. δίνε του! / σπάνε! ή σπάσε! / στρίβε! ή στρίψε! β. (απειλητικά ή συμβουλευτικά) κόφ’ το! ή κόψ’ το! πάψε να μιλάς, σταμάτα να με ενοχλείς με την πολυλογία σου: «κόφ’ το, επιτέλους, γιατί δεν αντέχω άλλο!». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το πίτσι πίτσι πίτσι το ’χεις πρήξει το κορίτσι, άσ’ τα κόλπα, βρε Βαγγέλα, κόφ’ το, κάν’ την καραμέλα). Συνήθως η φρ. κλείνει με το είπα ή το λέμε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. (Ακολουθούν 254 φρ.)·
- αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι (ενν. τότε θα κόψει κι αυτός κάτι που του έχει γίνει έξη), βλ. λ. πουτάνα·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του (ενν. τότε θα κόψει κι αυτός κάτι που του έχει γίνει έξη), βλ. λ. παπάς·
- απ’ τον τοίχο θα τα κόψω; ή απ’ τον τοίχο να τα κόψω; (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. τοίχος·
- ας κόψουν το λαιμό τους, βλ. λ. λαιμός·
- για κόψε μούρη να θέλει και... ή για κόψε μούρη που θέλει και..., βλ. λ. μούρη·
- δε με κόφτει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά: «δε με κόφτει, αγόρι μου, τι θα κάνεις»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! βλ. λ. πόδι·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! βλ. λ. χέρι·
- δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα, βλ. λ. γκλάβα·
- δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα, βλ. λ. κεφάλα·
- δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα, βλ. λ. κόκα2·
- δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα, βλ. λ. κούτρα·
- δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. λ. νους·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό, βλ. λ. νιονιό·
- δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό, βλ. λ. ξερό·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! βλ. λ. πόδι·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! βλ. λ. χέρι·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- δεν πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- δεν πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- δεν του κόβει (ενν. η γκλάβα του, το μυαλό του, το νιονιό του, το ξερό του), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφο: «πρέπει να του πεις πολλές φορές κάτι για να το καταλάβει, γιατί δεν του κόβει»·
- έκοψαν μαζί το νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. λ. νήμα·
- έκοψε η μαγιονέζα, βλ. λ. μαγιονέζα·
- έκοψε ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έκοψε τις φλέβες του, βλ. λ. φλέβα·
- έκοψε το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- έκοψε το κρύο, βλ. λ. κρύος·
- έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- έκοψε το χρώμα του, βλ. λ. χρώμα·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- η γλώσσα της κόβει και ράβει, βλ. λ. γλώσσα·
- η πίκρα κόβει γόνατα κι ο λογισμός γερνάει, βλ. λ. πίκρα·
- θα κόψω τις φλέβες μου, βλ. λ. φλέβα·
- θα κόψω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- θα κόψω το λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- θα κόψω το σβέρκο μου, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου κόψω καμιά ή θα σου χώσω μια (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα κ. ά.), θα σε χτυπήσω δυνατά με το χέρι. Λέγεται συνήθως από αγανάκτηση, και το χέρι κινείται ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο θέλει να δώσει κανείς το χτύπημα. Συνών. θα σου σφίξω καμιά ή θα σου σφίξω μια / θα σου χώσω καμιά ή θα σου χώσω μια·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σου κόψω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου κόψω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θα σου κόψω το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- θα σου κόψω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου κόψω το χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- θα σου κόψω τον αφαλό, βλ. λ. αφαλός·
- θα σου κόψω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- θα σου τα κόψω (ενν. τα πόδια, τα χέρια) ή θα σου το κόψω (ενν. το πόδι, το χέρι) απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει σε απαγορευμένο μέρος, ή να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει: «αν ξαναπατήσεις σ’ αυτό το κέντρο, θα στα κόψω || αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο χωρίς να ξέρω, θα στο κόψω»·
- θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του, βλ. λ. αγάς·
- κόβε λάσπη! ή κόψε λάσπη! βλ. λ. λάσπη·
- κόβε ρόδα! ή κόψε ρόδα! βλ. λ. ρόδα·
- κόβει η γκλάβα του, βλ. λ. γκλάβα·
- κόβει η κεφάλα του, βλ. λ. κεφάλα·
- κόβει η κόκα του, βλ. λ. κόκα·
- κόβει η κούτρα του, βλ. λ. κούτρα·
- κόβει η πουτάνα το γαμήσι; βλ. λ. πουτάνα·
- κόβει μπόι, (για ρούχα), βλ. λ. μπόι·
- κόβει ο νους του, βλ. λ. νους·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με το μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- κόβει την τρίχα στα δυο, βλ. λ. τρίχα·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβει το μάτι του, βλ. λ. μάτι·
- κόβει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- κόβει το νιονιό του, βλ. λ. νιονιό·
- κόβει το ξερό του, βλ. λ. ξερό·
- κόβει το σπαθί του, βλ. λ. σπαθί·
- κόβουν τα δόντια του, βλ. λ. δόντι·
- κόβω αλισβερίσι (με κάποιον ή κάτι), βλ. λ. αλισβερίσι·
- κόβω ανάποδο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κόβω απ’ την παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κόβω βλαστήμιες, βλ. λ. βλαστήμια·
- κόβω βόλτες, βλ. λ. βόλτα·
- κόβω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
- κόβω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- κόβω και ράβω, έχω την απόλυτη κυριαρχία σε μια επαγγελματική θέση ή σε ένα κύκλο εργασιών: «ο τάδε κόβει και ράβει μέσ’ στο εργοστάσιο»·
- κόβω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κόβω καρφιά, βλ. λ. καρφί·
- κόβω κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- κόβω κλωστή, βλ. λ. κλωστή·
- κόβω κολοκυθοκορφάδες, βλ. λ. κολοκυθοκορφάδες·
- κόβω κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
- κόβω λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- κόβω λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κόβω μάπα, βλ. λ. μάπα·
- κόβω μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- κόβω μονέδα, βλ. λ. μονέδα·
- κόβω μούρη, βλ. λ. μούρη·
- κόβω μούτρο, βλ. λ. μούτρο·
- κόβω παρά ή κόβω παράδες, βλ. λ. παράς·
- κόβω παρέα ή κόβω την παρέα μου (με κάποιον), βλ. λ. παρέα·
- κόβω παρτίδες, βλ. λ. παρτίδα·
- κόβω πρώτος το νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. λ. νήμα·
- κόβω ρόδα, βλ. λ. ρόδα·
- κόβω ρόδα μυρωμένα, βλ. λ. ρόδο·
- κόβω στη μέση (κάτι), βλ. λ. μέση·
- κόβω σχέση ή κόβω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- κόβω τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- κόβω τα πάρε δώσε (με κάποιον), παύω να έχω κοινωνικές σχέσεις με κάποιον: «απ’ τη μέρα που έμαθα τι κουμάσι είναι, έκοψα τα πάρε δώσε μαζί του»·
- κόβω τα χαρτιά ή κόβω το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- κόβω ταρίφα, βλ. λ. ταρίφα·
- κόβω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- κόβω τη βασιλόπιτα, βλ. λ. βασιλόπιτα·
- κόβω τη λιγούρα, βλ. λ. λιγούρα·
- κόβω τη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- κόβω την άδεια (κάποιου), βλ. λ. άδεια·
- κόβω την κορδέλα, βλ. λ. κορδέλα·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, βλ. λ. κουβέντα·
- κόβω την τράπουλα, βλ. λ. τράπουλα·
- κόβω τις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- κόβω τις γέφυρες (πίσω μου), βλ. λ. γέφυρα·
- κόβω τις φλέβες μου (για κάποιον), βλ. λ. φλέβα·
- κόβω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- κόβω το ηλεκτρικό, βλ. λ. ηλεκτρικό·
- κόβω το καρπούζι στη μέση, βλ. λ. καρπούζι·
- κόβω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβω το λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- κόβω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κόβω το νερό, βλ. λ. νερό·
- κόβω το πιοτό, βλ. λ. πιοτό·
- κόβω το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- κόβω το σβέρκο μου, βλ. λ. σβέρκος·
- κόβω το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- κόβω (το) τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κόβω το τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- κόβω το φως, βλ. λ. φως·
- κόβω το χρήμα, (για κυβερνήσεις) βλ. λ. χρήμα·
- κόβω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- κόβω τον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- κόβω φάτσα, βλ. λ. φάτσα·
- κόβω χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- κόφ’ την πλάκα! ή κόψ’ την πλάκα! βλ. λ. πλάκα·
- κόφ’ την πλάκα ή κόψ’ την πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- κόφ’ το γαζί ή κόψ’ το γαζί, βλ. λ. γαζί·
- κόφ’ το για να μη στο κόψουν ή κόψ’ το για να μην στο κόψουν, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να πάψει να πίνει ή να καπνίζει, γιατί, αν συνεχίσει, θα του το κόψει κάποιος γιατρός, πράγμα που σημαίνει πως θα έχει πειραχτεί σοβαρά η υγεία του·
- κόψε άντρα! ή για κόψε έναν άντρα! βλ. λ. άντρας·
- κόψε κάτι, βλ. λ. κάτι·
- κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα, βλ. λ. μάπα·
- κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, βλ. λ. μούρη·
- κόψε μούτρο και βγάλε συμπέρασμα, βλ. λ. μούτρο·
- κόψε το ζουρνά, βλ. λ. ζουρνάς·
- κόψε το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- κόψε το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- κόψε το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- κόψε τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- κόψε τον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα, βλ. λ. φάτσα·
- μ’ έκοψε, α. με διέκοψε από αυτό που έκανα ή που ήμουν έτοιμος να κάνω: «ήρθε και μ’ έκοψε απ’ τη δουλειά  για να μου πει τον πόνο του || ήρθε και μ’ έκοψε ο βλάκας την ώρα που ήμουν έτοιμος να την πηδήξω». β. με είδε, με διέκρινε: «όσο κι αν προσπάθησα να μπερδευτώ μέσα στο πλήθος, κάποια στιγμή κατάλαβα πως μ’ έκοψε»·
- μ’ έκοψε (η) λόρδα, βλ. λ. λόρδα·
- μ’ έκοψε (η) πείνα, βλ. λ. πείνα·   
- μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, βλ. λ. ιδρώτας·
- μ’ έκοψε λιγούρα, βλ. λ. λιγούρα·
- μ’ έκοψε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μ’ έκοψε τα φτερά, βλ. λ. φτερό·
- με κόβει, είμαι έξυπνος, εφευρετικός, αντιλαμβάνομαι αμέσως πιο είναι το συμφέρον μου, αντιλαμβάνομαι αμέσως μια κατάσταση: «αν δε μ’ έκοβε, όπως λες, δε θα ’χα σήμερα τέτοια επιχείρηση || αν δε μ’ έκοβε να ειδοποιήσω εκ των προτέρων την παρέα μου, θα μ’ είχαν σακατέψει στο ξύλο»·
- με κόβει ή με κόφτει, με ενδιαφέρει: «και βέβαια με κόφτει τι θ’ απογίνει αυτό το παιδί, γιατί είναι ο γιος του φίλου μου»· βλ. και φρ. με κόφτει και με παρακόφτει·
- με κόβει η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- με κόβουν πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- με κόβουν τα παπούτσια μου, βλ. λ. παπούτσι·
- με κόφτει και με παρακόφτει, με ενδιαφέρει πάρα πολύ, απόλυτα: «με κόφτει και με παρακόφτει πώς συμπεριφέρεται αυτό το κορίτσι, γιατί είναι η κόρη τ’ αδερφού μου»·
- με κόφτει και με τσούζει, βλ. φρ. με κόφτει και με παρακόφτει·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, βλ. λ. δάχτυλο·
- μου κόβει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου κόβουν βεντούζες, βλ. λ. βεντούζα·
- μου ’κοψαν το νερό, βλ. λ. νερό·
- μου ’κοψαν το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου ’κοψαν το φως, βλ. λ. φως·
- μου ’κοψε τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου ’κοψε το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- να κόψεις την πρωινή, βλ. λ. πρωινός·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. λ. χέρι·
- να μου κόψεις τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- να πα(ς) να κόψεις τον  κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα, βλ. λ. ράφτης·
- όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις πονάει, βλ. λ. δάχτυλο·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, βλ. λ.γλώσσα·
- περίδρομος να σε κόψει! βλ. λ. περίδρομος·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πού σε πονεί και πού σε κόφτει! βλ. συνηθέστ. πού σε πονεί και πού σε σφάζει! βλ. λ. πονώ·
- τα κόβω (ενν. τ’ αρχίδια μου), κατηγορηματική δήλωση άντρα πως αυτό που λέει είναι πέρα για πέρα σωστό ή πέρα για πέρα αληθινό, και είναι τόσο σίγουρος, που στοιχηματίζει τα αρχίδια του. Έκφραση που προσδίδει βεβαιότητα στα λεγόμενα κάποιου άντρα, γιατί είναι πολύ υποτιμητικό γι’ αυτόν να μείνει χωρίς αρχίδια·
- τα νύχια σου μην κόψεις, αν θέλεις να προκόψεις, βλ. λ. νύχι·
- την έκοψα με την πρώτη ματιά, βλ. λ. ματιά·
- τι με κόβει; ή τι με κόφτει; δηλώνει έλλειψη ενδιαφέροντος: «τι με κόφτει αν έρθει ή αν δεν έρθει ο τάδε;». Συνών. τι μ’ ενδιαφέρει; / τι με μέλει; / τι με νοιάζει(;)·
- το κόβω, α. (για τάβλι) προλαβαίνω να μαζέψω ένα από τα πούλια μου, ώστε να μη χάσω το παιχνίδι διπλό: «ευτυχώς, γιατί με τις εξάρες που έφερα πρόλαβα και το ’κοψα». β. (για ποτά ή τσιγάρα) παύω να πίνω, παύω να καπνίζω: «κάθε τόσο το κόβω για να κάνω αποτοξίνωση || πρέπει να το κόψω το άτιμο, γιατί με πείραξε στα πνευμόνια». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, ζωή σε λόγου μας, πάει κι ο Θοδωρής είναι γιατί το έκοψε κι απ’ την ταβέρνα ξέκοψε, τον χάσαμε νωρίς
- το κόβω μαχαίρι (ενν. το κάπνισμα, το τσιγάρο, το ποτό ή άλλη κακή έξη), βλ. λ. μαχαίρι·
- το κόβω μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- το κόβω ποδαράτα, βλ. λ. ποδαράτα·
- το κόβω ποδαράτο, βλ. λ. ποδαράτο·
- το μυαλό του κόβει ξουράφι, βλ. λ. ξουράφι·
- τον έκοψα με την πρώτη, βλ. λ. πρώτος·
- τον έκοψα με την πρώτη ματιά, βλ. λ. ματιά·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- τον (την, το) κόβω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), στοιχηματίζω με μεγάλη σιγουριά, είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: «εγώ τον κόβω, αν δε γίνουν τα πράγματα όπως σας τα λέω». Η απόλυτη βεβαιότητα της έκφρασης, από το ότι είναι πολύ οδυνηρό και υποτιμητικό για έναν άντρα να μείνει χωρίς πούτσο·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον κόβω από δίπλα ή τον κόβω δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τόσο κόβει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τόσο κόβει το νιονιό του, βλ. λ. νιονιό·
- τόσο του κόφτει, βλ. λ. τόσος·
- του κόβει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι έξυπνο, εφευρετικό, αντιλαμβάνεται αμέσως ποιο είναι το συμφέρον του, αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση: «είναι άνθρωπος που του κόβει και δεν πελαγώνει με το παραμικρό || αν δεν ήταν άνθρωπος που του κόβει, θα είχε τόσο μεγάλη επιχείρηση;»·
- του κόβω κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
- του κόβω τα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- του κόβω τα ήπατα, βλ. λ. ήπατα·
- του κόβω τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- του κόβω τα φτερά, βλ. λ. φτερό·
- του κόβω τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- του κόβω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κόβω τη φόρα, βλ. λ. φόρα·
- του κόβω τη χολή, βλ. λ. χολή·
- του κόβω την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- του κόβω την όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- του κόβω την τύχη, βλ. λ. τύχη·
- του κόβω το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- του κόβω το βήχα, βλ. λ. βήχας·
- του κόβω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του κόβω το νήμα της ζωής, βλ. λ. νήμα·
- του κόβω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- του κόβω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- του ’κοψα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’κοψα ένα μπάτσο ή του ’κοψα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’κοψα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’κοψα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’κοψα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του ’κοψα μηνιάτικο, βλ. λ. μηνιάτικο·
- του ’κοψα μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του ’κοψα μια καρπαζιά, βλ. λ. καρπαζιά·
- του ’κοψα μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- του ’κοψα μια μπουνιά, βλ. λ. μπουνιά·
- του ’κοψα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του ’κοψα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
- του ’κοψα μισθό, βλ. λ. μισθός·
- του ’κοψα την καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- του ’κοψα το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- του ’κοψα το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- του ’κοψα το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι.

κοκαλάκι

κοκαλάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κόκαλο], διακοσμητικό κοκάλινο ή μεταλλικό μικροαντικείμενο, που στολίζει και παράλληλα συγκρατεί τα μαλλιά της γυναίκας: «χτένισε προς τα πίσω τα μαλλιά της και τα ’πιασε μ’ ένα κοκαλάκι». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άφησε τα κοκαλάκια του, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε σε ένα τόπο όπου και θάφτηκε: «άφησε τα κοκαλάκια του στα βουνά της Αλβανίας»·
- γλείφω κανένα (κάνα) κοκαλάκι, α. αποσπώ ένα πολύ μικρό μέρος από κάποιο ωφέλημα ή κέρδος: «δεν είμαι εντελώς δυσαρεστημένος, γιατί κάθε τόσο γλείφω κανένα κοκαλάκι απ’ τη δουλειά που γίνεται». β. δεν απέχω εντελώς από τη σεξουαλική δραστηριότητα: «μπορεί να μην έχω μεγάλες επιτυχίες στις γυναίκες, αλλά κάθε τόσο γλείφω κανένα κοκαλάκι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εγώ. Από την εικόνα του ατόμου που, αφού πρώτα ξεψάχνισε όλο το κρέας, πέταξε το κόκαλο στο σκυλί του για να το γλείψει·
- έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, είναι πολύ τυχερός στη ζωή του, ιδίως στις σχέσεις του με τις γυναίκες: «τι θα γίνει με σένα, ρε παιδάκι μου, το κοκαλάκι της νυχτερίδας έχεις και σε κυνηγάνε όλες οι γυναίκες;». Από τη λαϊκή δοξασία πως το κοκαλάκι της νυχτερίδας έχει μαγικές ιδιότητες, ιδίως ερωτικού φίλτρου. Πρβλ.: δεν έχω άλλη καμιά ελπίδα παρά να πιάσω μια νυχτερίδα και να της πάρω το κοκαλάκι να μ’ αγαπάς κι εσύ λιγάκι (Λαϊκό τραγούδι)·
- ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου, ένιωσα ικανοποιητική ζέστη μετά από χρονικό διάστημα που ήμουν εκτεθειμένος στο κρύο: «μόλις μπήκα στο σπίτι, κάθισα δίπλα στο τζάκι και ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου»·
- θ’ αφήσω εδώ τα κοκαλάκια μου, έκφραση φόβου από άτομο που έχει την εντύπωση πως ο κίνδυνος, που διαγράφεται στο χώρο όπου βρίσκεται, είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχει περίπτωση και να σκοτωθεί: «από παντού μας έχουν βάλει στο σημάδι, κι αν δεν έρθει βοήθεια, νομίζω πως θ’ αφήσω εδώ τα κοκαλάκια μου»·
- θα γλείψουμε κανένα (κάνα) κοκαλάκι; θα υπάρξει, θα προκύψει κάποιο ωφέλημα ή κέρδος, έστω και μικρό για μένα(;): «αν σε βοηθήσω να τελειώσεις τη δουλειά, θα γλείψουμε κανένα κοκαλάκι;». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εμείς. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μου πέταξε ένα κοκαλάκι, μου έδωσε κάποιο μικρό κέρδος από κάτι, ιδίως με προσβλητικό τρόπο: «μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, μου πέταξε ένα κοκαλάκι για τη βοήθεια που του πρόσφερα». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εμένα. Από την εικόνα του ατόμου που, αφού πρώτα ξεψάχνισε το κρέας, πετάει το κόκαλο στο σκυλί του·
- ν’ αγιάσουν τα κοκαλάκια σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον από τον οποίο ζητάμε να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει, με την έννοια να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του, όταν πεθάνει: «ν’ αγιάσουν τα κοκαλάκια σου, δώσε μου, σε παρακαλώ, εκείνα τα λεφτά που σου ζήτησα»·
- ν’ αγιάσουν τα κοκαλάκια του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα, που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, με την έννοια να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «καλά που ήταν κι ο σχωρεμένος, ν’ αγιάσουν τα κοκαλάκια του, που με βοήθησε και ορθοπόδησα πάλι στη δουλειά»·
- ούτε κοκαλάκι, (για παροχές) ούτε το ελάχιστο, καθόλου: «σου ’δωσαν εσένα τίποτα απ’ τα κέρδη; -Ούτε κοκαλάκι»·
- πάγωσε το κοκαλάκι μου, κρύωσα υπερβολικά: «τον περίμενα μια ώρα μέσ’ στο κρύο και πάγωσε το κοκαλάκι μου».

κόκαλο

κόκαλο, το, ουσ. [<αρχ. ὁ κόκκαλος, που έγινε ουδ. κατά το ὀστοῦν], το κόκαλο. 1. ειδικό μικροαντικείμενο από κόκαλο, μέταλλο ή πλαστικό, το οποίο χρησιμοποιούμε για να βάζουμε πιο εύκολα το πόδι στο παπούτσι μας: «επειδή ήταν καινούρια τα παπούτσια του, για να ένα διάστημα τα φορούσε πάντα με το κόκαλο». 2α. η κατάσταση του παγωμένου κορμιού, που προέρχεται από υπερβολικό κρύο ή του κορμιού του ανθρώπου που πέθανε: «τον βρήκαν κόκαλο, σκεπασμένο απ’ τα χιόνια || τον βρήκε ο γιος του κόκαλο πάνω στο κρεβάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αφήσανε στο χιόνι της γειτονιάς το φρόκαλο, τον Τζον Ο’ Χάρα κόκαλο). β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η κατάσταση του χρήστη που βρίσκεται σε πλήρη ακινησία ύστερα από υπερβολική χρήση ναρκωτικού: «ήταν κόκαλο πάνω στο κρεβάτι του μ’ όλα τα σέα γύρω του». 3α. προστακτικό επιφώνημα κόκαλο! με απειλητική διάθεση και με την έννοια μην κουνιέσαι, μην κάνεις την παραμικρή κίνηση. β. ως γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα επιβάλλει πλήρη ακινησία, ιδίως σε στάση προσοχής. 4. το ζάρι και συνήθως στον πλ. τα κόκαλα, (στη γλώσσα της αργκό) τα ζάρια: «έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να ρίχνει τα κόκαλα». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε μπρος και δέκα πίσω και τα κόκκαλα θα ρίξω κι άμα πει κανείς κομμένη θα την έχει και βαμμένη).Από το ότι τα ζάρια είναι κατασκευασμένα από κόκαλο. Υποκορ. κοκαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κοκάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 41φρ.)·
- άφησε τα κόκαλά του, βλ. φρ. άφησε τα κοκαλάκια του, λ. κοκαλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: σ’ εμένα πρέπει μια σπηλιά μ’ αραχνιασμένο χώμα εκεί ν’ αφήσω κόκαλα,ζωή, ψυχή και σώμα
- βράχηκα μέχρι το κόκαλο, βλ. φρ. βράχηκα ως το κόκαλο·
- βράχηκα ως το κόκαλο, βράχηκα πάρα πολύ, καταβράχηκα, έγινα μούσκεμα: «όπως ερχόμουν ξέσπασε τέτοια μπόρα, που βράχηκα ως το κόκαλο»·
- έγινε πετσί και κόκαλο, βλ. λ. πετσί·
- είμαι βρεγμένος μέχρι το κόκαλο ή είμαι βρεγμένος ως το κόκαλο, βλ. φρ. βράχηκα ως το κόκαλο·
- είναι απ’ τα κόκαλα βγαλμένη, (και για τα δυο φύλα) λέγεται για άτομο που είναι πολύ αδύνατο, πολύ κοκαλιάρικο: «νοσηλεύτηκε ένα μήνα στο νοσοκομείο κι όταν βγήκε, τρόμαξα να τον γνωρίσω, γιατί ήταν απ’ τα κόκαλα βγαλμένη». Από παρετυμολογία του στίχου του Εθνικού Ύμνου, απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά·  
- είναι γερό κόκαλο, βλ. φρ. έχει γερό κόκαλο·
- είναι ένα μάτσο κόκαλα, (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ αδύνατος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι ένα μάτσο κόκαλα»·
- είναι κόκαλο, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βρίσκεται σε πλήρη ακινησία ύστερα από υπερβολική χρήση ναρκωτικού: «πήρε τη δόση του, κι άλλη μια καπάκι, κι είναι κόκαλο στο κρεβάτι»·
- είναι μέχρι κόκαλο ή είναι μέχρι το κόκαλο, υποστηρίζει κάτι με φανατισμό, είναι αφοσιωμένος, δοσμένος κάπου ολοκληρωτικά: «είναι μέχρι κόκαλο Παοκτσής || είναι μέχρι το κόκαλο κομμουνιστής || είναι μέχρι κόκαλο ερωτευμένος μ’ αυτή τη γυναίκα»· βλ. και φρ. μέχρι κόκαλο·
- είναι παλιό κόκαλο, είναι ανθεκτικός στις δυσμενείς καταστάσεις, γιατί ασχολείται πολύ καιρό στο συγκεκριμένο χώρο: «αντέχει στις δυσκολίες του εργοστασίου, γιατί είναι παλιό κόκαλο»·
- είναι πετσί και κόκαλο, βλ. λ. πετσί·
- είναι σκέτο κόκαλο, α. είναι πολύ αδύνατος: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο κι είναι σκέτο κόκαλο». β. λέγεται για μερίδα φαγητού με κρέας, όταν υπάρχει ελάχιστο από αυτό: «σου παρήγγειλα κρέας με πατάτες κι αυτό που μου ’φερες είναι σκέτο κόκαλο»·
- είναι σκληρό κόκαλο, βλ. φρ. έχει σκληρό κόκαλο·
- είναι ψάρι χωρίς κόκαλο, βλ. λ. ψάρι·
- έμεινε πετσί και κόκαλο, βλ. λ. πετσί·
- έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, βλ. λ. μαχαίρι·
- έχει βαρύ κόκαλο, αν και είναι αδύνατος, εντούτοις έχει μεγάλο βάρος: «παρόλο που τον βλέπεις έτσι αδύνατο, δυσκολεύεσαι να τον σηκώσεις, γιατί έχει βαρύ κόκαλο»·
- έχει γερό κόκαλο, είναι πολύ ανθεκτικός στην κούραση, στις ασθένειες ή γενικά στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες: «δεν έχει ανάγκη ο τάδε απ’ την ταλαιπωρία, γιατί έχει γερό κόκαλο»·
- έχει σκληρό κόκαλο, βλ. φρ. έχει γερό κόκαλο·
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του σπάει κόκαλα, βλ. λ. γλώσσα·
- θ’ αφήσω εδώ τα κόκαλά μου, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν πρόκειται να φύγει από το μέρος στο οποίο πήγε, αν πρώτα δε φέρει σε πέρας την υπόθεση ή το σκοπό για τον οποίο βρίσκεται εκεί: «είμαι αποφασισμένος ν’ αφήσω εδώ τα κόκαλά μου, αν δεν πάρω την υπογραφή του διευθυντή για να συνεχίσω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. θ’ αφήσω εδώ τα κοκαλάκια μου, λ. κοκαλάκι·
- θ’ αφήσω εδώ τα κόκαλά σου, απειλητική δήλωση σε άτομο πως θα το σκοτώσουμε στο χώρο στον οποίο βρισκόμαστε: «αν δεν υπογράψεις αυτή τη στιγμή το συμβόλαιο, θ’ αφήσω εδώ τα κόκαλά σου»·
- θα τρίζουν τα κόκαλα του πατέρα σου (της μάνας σου) (στον τάφο), επιτιμητική παρατήρηση σε γιο ή σε κόρη για την επιλήψιμη ζωή που κάνουν, σε αντιδιαστολή με την τίμια ζωή του πατέρα (της μητέρας) τους, όταν ζούσε. Το υπονοούμενο είναι ότι εξακολουθούν να τους βασανίζουν ακόμη και στον τάφο, να μην τους αφήνουν να ησυχάσουν ακόμη και νεκροί·
- κόκαλα έχει ο καφές! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που αργεί να μας φέρει τον καφέ που του παραγγείλαμε·
- μένω κόκαλο, α. σαστίζω, παγώνω, μένω άναυδος, εμβρόντητος από έκπληξη, φόβο ή τρόμο: «δε με περίμενε και, μόλις με είδε ξαφνικά μπροστά του, έμεινε κόκαλο || έμεινα κόκαλο, μόλις τον είδα να τραβάει το μαχαίρι του». β. μένω εντελώς ακίνητος σε στάση προσοχής: «μόλις μπήκε μέσα ο διοικητής, πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι και μείναμε κόκαλο». γ. (για τερματοφύλακες) δεν προλαβαίνω να κάνω την παραμικρή κίνηση για να αποκρούσω την μπάλα που κατευθύνεται προς τα δίχτυα της εστίας μου: «ήταν τόσο δυνατό το σουτ του αντίπαλου παίχτη, που έμεινα κόκαλο»·
- μετριούνται τα κόκαλά του, είναι πάρα πολύ αδύνατος: «να του πείτε να σταματήσει τη δίαιτα και ν’ αρχίσει να τρώει, γιατί μετριούνται τα κόκαλά του». Από την εικόνα του πολύ αδύνατου ατόμου, του οποίου τα κόκαλα των πλευρών του είναι ευδιάκριτα·
- μέχρι κόκαλο ή μέχρι το κόκαλο, ολοκληρωτικά, τελειωτικά, εντελώς: «έφαγε την περιουσία του μέχρι κόκαλο || ένιωσα τον πόνο μέχρι το κόκαλο»· βλ. και φρ. είναι μέχρι κόκαλο·
- μούσκεψα μέχρι το κόκαλο, βλ. φρ. μούσκεψα ως το κόκαλο·
- μούσκεψα ως το κόκαλο, βράχηκα πάρα πολύ, καταβράχηκα: «έριχνε τέτοια βροχή, που, μέχρι να ’ρθω, μούσκεψα ως το κόκαλο»·
- ν’ αγιάσουν τα κόκαλά σου, βλ. φρ. ν’ αγιάσουν τα κοκαλάκια σου, λ. κοκαλάκι·
- ν’ αγιάσουν τα κόκαλά του, βλ. φρ. ν’ αγιάσουν τα κοκαλάκια του, λ. κοκαλάκι·
- πετσί παρά κόκαλο! βλ. λ. πετσί·
- σου τρυπάει τα κόκαλα, (για κρύο) είναι πολύ έντονο, είναι διαπεραστικό: «ντύσου καλά, γιατί κάνει τέτοιο κρύο, που σου τρυπάει τα κόκαλα»·
- σπάει κόκαλα, α. (για πρόσωπα) που είναι πολύ λαχταριστός, πολύ ποθητός, πολύ προκλητικός: «αυτή η γκόμενα σπάει κόκαλα». β. που είναι πολύ εντάξει, πολύ καθώς πρέπει: «γνώρισα έναν τύπο που σπάει κόκαλα». γ. που εκφέρει τη γνώμη του χωρίς υπεκφυγές, με τρόπο άμεσο και σκληρό: «η κριτική αυτού του άνθρώπου σπάει κόκαλα». δ. (για καλλιτεχνικά δημιουργήματα ή για καλλιτεχνικά θεάματα) που είναι πολύ αξιόλογος: «αυτός ο πίνακας σπάει κόκαλα || είδαμε ένα έργο που σπάει κόκαλα». ε. (για ενέργειες ή καταστάσεις) που είναι δυσβάσταχτος: «η νέα φορολογία σπάει κόκαλα». στ. (γενικά για αντικείμενα ή μηχανήματα) που είναι πολύ εντυπωσιακός, ο πολύ φανταχτερός: «το καινούριο σου αυτοκίνητο σπάει κόκαλα»·
- στα κόκαλα του πατέρα μου (της μάνας μου, της μητέρας μου), πολύ σοβαρός όρκος, που αναφέρεται στον πεθαμένο πατέρα (μητέρα) και που δίνεται για να γίνει κάποιος πιστευτός: «σ’ ορκίζομαι στα κόκαλα του πατέρα μου πως τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως στα λέω»·
- το μαχαίρι έφτασε μέχρι το κόκαλο ή το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο, βλ. λ. μαχαίρι·
- το φοράει με το κόκαλο, λέγεται ειρωνικά για νεαρό που φοράει πολύ στενό παντελόνι: «είναι τόσο στενό το παντελόνι του, που το φοράει με το κόκαλο». Η έκφραση από την αργκό, και ιδίως αναφορά στην τρόμπα (βλ. λ.) που ήταν το παντελόνι που φορούσαν τα κουτσαβάκια. Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 1960 και σχεδόν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, πολλοί οι νέοι, και ιδίως αυτοί με μεγάλα γεννητικά όργανα, επιδίωκαν να φορούν στενό παντελόνι για να προβάλει εξογκωμένο, για ευνόητους λόγους, το σημείο εκείνο του παντελονιού τους που κάλυπτε τα γεννητικά τους όργανα·
- τον άφησα κόκαλο, τον άφησα άναυδο, εμβρόντητο: «μόλις του ’δωσα χωρίς δεύτερη κουβέντα τα λεφτά που μου ζήτησε, τον άφησα κόκαλο || τον άφησα κόκαλο, μόλις με είδε να συνοδεύω την κόρη του τάδε εφοπλιστή»·
- ως το κόκαλο, βλ. φρ. μέχρι το κόκαλο. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας θεός το ξέρει).

κολάρο

κολάρο, το, ουσ.[<ιταλ. collaro <μσν. λατιν. collarium]. 1. πρόσθετος σκληρός γιακάς, ιδίως σε άσπρο επίσημο πουκάμισο: «το κολάρο σου είναι λερωμένο». 2. το περιλαίμιο των ζώων, ιδίως των σκύλων: «επειδή έχω χάσει το κολάρο του, δεν έβγαλα το σκύλο μου βόλτα απόψε || στο κολάρο του σκύλου μου έχω γραμμένο το τηλέφωνό μου σε περίπτωση που θα χαθεί». 3. ο αφρός της μπίρας στα χείλη του ποτηριού: «θέλω να μου φέρεις ένα ποτήρι μπίρα με κολάρο»·
- θα στο περάσω κολάρο, βλ. φρ. θα στο φορέσω κολάρο·
- θα στο φέρω κολάρο, βλ. συνηθέστ. θα στο φορέσω κολάρο·
- θα στο φορέσω κολάρο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε χτυπήσω στο κεφάλι με αυτό που κρατώ στα χέρια μου και θα το φτάσω ως το λαιμό σου: «πάψε να με κοροϊδεύεις, γιατί θα στο φορέσω κολάρο το κάδρο που έχω για κρέμασμα!»·
- μου ’γινε στενό κολάρο, μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός: «μου ’γινε στενό κολάρο για να του δανείσω κάτι λεφτά»·
- τ’  άσπρα κολάρα, βλ. φρ. τα ψηλά κολάρα·
- τα σκληρά κολάρα, βλ. φρ. τα ψηλά κολάρα. (Τραγούδι: ο άντρας που θα παντρευτώ θα είναι από σόι, σκληρό κολάρο θα φορά θα ’χει χρυσό ρολόι
- τα ψηλά κολάρα, οι αρχές, οι επίσημοι της πολιτείας ή αυτοί που ανήκουν στην αριστοκρατία: «μετά από το σεισμό ήρθαν στην περιοχή μας τα ψηλά κολάρα για να δουν από κοντά τις καταστροφές». Από το ότι τα ψηλά κολάρα φοριούνται συνήθως από τους επισήμους·
- του το πέρασα κολάρο, βλ. φρ. του το φόρεσα κολάρο·
- του το ’φερα κολάρο, βλ. συνηθέστ. του το φόρεσα κολάρο·
- του το φόρεσα κολάρο, τον χτύπησα στο κεφάλι με το αντικείμενο που κρατούσα στα χέρια μου και το κατέβασα ως το λαιμό του: «σήκωσα το κάδρο και του το φόρεσα κολάρο || επειδή τον ειρωνευόταν συνέχεια, άρπαξε την κιθάρα του και του τη φόρεσε κολάρο».

κοριός

κοριός, ο, ουσ. [<αρχ. κόρις], ο κοριός· ειδικός μικροπομπός για την υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή μικροπομπός που τοποθετείται στο σώμα κάποιου για να παρακολουθούν τη συνομιλία που έχει με κάποιον ή για να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή σε ποιο μέρος βρίσκεται: «βρήκε έναν κοριό στην τηλεφωνική του συσκευή και φοβάται πως έχουν μάθει όλα τα μυστικά του || οι αστυνομικοί έβαλαν κοριό στον άνθρωπό τους για να μπορέσουν ν’ ακούσουν όλη τη συνομιλία του με τον έμπορο ναρκωτικών». Συνών. ψείρα·
- θα πιάσουμε κοριούς, έκφραση δυσφορίας σε περίπτωση συνωστισμού πολλών ατόμων σε μικρό, στενό χώρο: «έτσι όπως είμαστε στριμωγμένοι σ’ αυτό το λεωφορείο, θα πιάσουμε κοριούς»· βλ. και φρ. θα πιάσουμε αράχνες, λ. αράχνη·
- κάνω τον κοριό, προσποιούμαι άγνοια, προσποιούμαι πως δεν ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω: «μην κάνεις τον κοριό, κάθε φορά που μιλάμε γι’ αυτό το θέμα!»·
- κάνω τον ψόφιο κοριό, κάνω το παν για να μη γίνει αντιληπτή η παρουσία μου, προσποιούμαι τον κοιμισμένο, γιατί πρόκειται να υποστώ κάποια επίπληξη ή τιμωρία: «όση ώρα ήταν ο πατέρας μου στο σπίτι, έκανα τον ψόφιο κοριό στο κρεβάτι»·
- παριστάνω τον ψόφιο κοριό, βλ. φρ. κάνω τον ψόφιο κοριό·
- πιάσαμε κοριούς, ήμασταν συνωστισμένα πολλά άτομα σε μικρό, σε στενό χώρο: «σε κάθε στάση ανέβαιναν και νέοι επιβάτες, ώσπου στο τέλος πιάσαμε κοριούς»· βλ. και φρ. πιάσαμε αράχνες, λ. αράχνη.

κορνίζα

κορνίζα, η, ουσ. [<ιταλ. cornise], η κορνίζα·
- θα σε κάνω κορνίζα, λέγεται ως πρόθεσή μας, στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον μια σοβαρή εκδούλευση ή ως ένδειξη απέραντης ευγνωμοσύνης σε κάποιον που μας πρόσφερε μια σπουδαία εκδούλευση: «αν με βοηθήσεις να ξεπεράσω αυτή τη δυσκολία, θα σε κάνω κορνίζα». Από το ότι μια ωραία κορνίζα βρίσκεται μέσα στο σπίτι σε θέση περιωπής·
- κάν’ το κορνίζα, λέγεται κυρίως για πτυχίο ή άλλο δίπλωμα, που μας είναι τελείως άχρηστο και η μόνη του λειτουργικότητα είναι να στολίσει ως κάδρο ένα δωμάτιο ή ένα γραφείο, αφού το κορνιζάρουμε ή δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να το κάνω, όταν του δίνουμε κάτι. (Τραγούδι: πάρ’ το Λίζα και κάν’ το κορνίζα και βάλ’ το στην πρίζα να κάνει σουξέ).

κόσκινο

κόσκινο, το, ουσ. [<αρχ. κόσκινον], το κόσκινο· ως επίρρ., γεμάτο τρύπες, κατάτρυπιο: «ήταν ένας γκαζοντενεκές απ’ τις πέτρες κόσκινο». (Λαϊκό τραγούδι: ένα γέρικο καράβι απ’ το κύμα κόσκινο απ’ τ’ αμπάρι του ξεθάβει ένα συρματόσκοινο). Υποκορ. κοσκινάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάλε κόσκινο (ενν. μπροστά στο πρόσωπό σου), λέγεται ειρωνικά σε κείνους που λένε πως ντρέπονται να κάνουν ή να πουν κάτι, ιδίως να εμφανιστούν κάπου: «εσύ πες το, κι αν ντρέπεσαι τόσο πολύ, βάλε κόσκινο || πρέπει να ’ρθεις οπωσδήποτε κι αν ντρέπεσαι πια τόσο πολύ, βάλε κόσκινο»·
- έγινε κόσκινο, το πρόσωπο ή το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, κατατρυπήθηκε από σφαίρες: «όπως έτρεχε, έπεσε πάνω στα πολυβόλα κι έγινε κόσκινο || όπως πυροβολούσαν απ’ όλες τις μεριές οι αστυνομικοί, τ’ αυτοκίνητο έγινε κόσκινο»·
- είναι τρύπιο κόσκινο, είναι πολύ σπάταλος: «δεν μπορεί να βάλει ευρώ στην άκρη, γιατί είναι τρύπιο κόσκινο». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιο χέρι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι· 
- θα κουβαλάω το νερό με το κόσκινο, λέγεται ως ανταπόδοση για τη χάρη που ζητάμε από κάποιον, είτε ειρωνικά, αφού η υπόσχεσή μας δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί (επειδή είναι αδύνατον να κουβαλήσει κανείς νερό με το κόσκινο) είτε κυριολεκτικά, πράγμα που σημαίνει ότι θα καταφέρουμε τα αδύνατα να γίνουν δυνατά, ότι θα κάνουμε το παν, ακόμη και εγχειρήματα ακατόρθωτα, για να ανταποδώσουμε τη χάρη που ζητάμε. Συνήθως, όταν το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε είναι ανύπαντρο, η φρ. πιο ολοκληρωμένη κι εγώ στο γάμο σου θα κουβαλάω το νερό με το κόσκινο·
- με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό, λέγεται στην περίπτωση που ματαιοπονούμε ή που προσπαθούμε να επιτύχουμε κάτι με ψεύτικα μέσα: «χωρίς λεφτά δεν μπορείς να κάνεις σήμερα δουλειά, γιατί με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό»·
- παλιά μου τέχνη κόσκινο ή παλιά μας τέχνη κόσκινο, βλ. λ. τέχνη·
- περνώ απ’ το κόσκινο ή περνώ από κόσκινο ή περνώ από ψιλό κόσκινο, υποβάλλομαι από κάποιον σε εξονυχιστική εξέταση, σε λεπτομερειακή δοκιμασία: «βαρέθηκα να περνώ απ’ το κόσκινο του καθενός, σαν να ’μαι εξωγήινος, για μια θέση εργασίας»· βλ. και φρ. τον περνώ απ’ το κόσκινο·
- την κάνω κόσκινο, (για γυναίκες) της επιβάλλω επανειλημμένα τη σεξουαλική πράξη: «την είχε δυο μέρες στο δωμάτιό του και την έκανε κόσκινο τη φουκαριάρα»·
- το κάνω κόσκινο, (για πράγματα) το γεμίζω με τρύπες, το κατατρυπώ: «άρχισε να πυροβολεί με το δίκαννο σ’ ένα βαρέλι και το ’κανε κόσκινο»·
- το περνώ απ’ το κόσκινο ή το περνώ από κόσκινο ή το περνώ από ψιλό κόσκινο, το εξετάζω πολύ προσεκτικά, πολύ διεξοδικά πριν πάρω την απόφαση να το αγοράσω: «δεν αγοράζει ποτέ του κάτι, αν δεν το περάσει πρώτα από ψιλό κόσκινο»·
- τον κάνω κόσκινο, α. τον κατατρυπώ με σφαίρες: «έπεσε πάνω στα πολυβόλα και τον έκαναν κόσκινο». β. τον κατατροπώνω σε διαλογική συζήτηση, τον ξεγυμνώνω από κάθε επιχείρημά του: «όταν μπήκε και ο τάδε στην κουβέντα, τον έκανε κόσκινο, τον παινεσιάρη»·
- τον περνώ απ’ το κόσκινο ή τον περνώ από κόσκινο ή τον περνώ από ψιλό κόσκινο, τον υποβάλλω σε λεπτομερειακή εξέταση, σε λεπτομερειακή δοκιμασία, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσω για κάποιο σκοπό: «δεν παίρνει κανέναν στη δουλειά του, αν προηγουμένως δεν τον περάσει από ψιλό κόσκινο».

κουβέντα

κουβέντα, η, ουσ. [<μσν. κομβέντος <λατιν. conventus], κουβέντα. 1.  φιλική συνομιλία, φιλική συζήτηση: «πιάσανε με τις ώρες την κουβέντα || με την κουβέντα πέρασε η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: κουβέντες λιγάκι μελό, ας κάνουμε για το καλό). 2. ως επιφών. κουβέντα! έκφραση με την οποία απαγορεύουμε σε κάποιον να μιλήσει, να απαντήσει σε αυτά που του είπαμε. Πολλές φορές, προτάσσεται το σουτ(!). Υποκορ. κουβεντούλα, η. (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα εγώ μιλώ δυο κουβεντούλες θα σου πω). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλάζω μια κουβέντα (με κάποιον), έχω με κάποιον μια σύντομη συνομιλία: «τον είδα τυχαία στο δρόμο κι αλλάξαμε μια κουβέντα για τις δουλειές μας»·
- αλλάζω κουβέντα ή αλλάζω την κουβέντα, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- αλλάξαμε κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- άναψε η κουβέντα, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση, λ. συζήτηση·
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση για τα καλά, λ. συζήτηση·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. φρ. ανοίξαμε συζήτηση, λ. συζήτηση·
- από κουβέντα σε κουβέντα, βλ. συνηθέστ. από λόγο σε λόγο, λ. λόγος·
- αρχίζω την κουβέντα, βλ. φρ. αρχίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αρχίζω την ψιλή κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψιλοκουβεντιάζω·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, παύω να μιλώ χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «δεν αφήνω ποτέ την κουβέντα στη μέση, αν δεν πω πρώτα αυτό που θέλω να πω»·
- γαμάς κουβέντα, εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι ή δεν προσέχεις καθόλου αυτά που σου λέω, ή αλλάζεις ξαφνικά θέμα και δεν αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μια ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς μου συμβαίνει κι εσύ γαμάς κουβέντα»·
- για δυο κουβέντες, χωρίς να ειπωθεί κάτι σοβαρό ή προσβλητικό, χωρίς λόγο: «δεν είναι σωστά πράγματα, για δυο κουβέντες, να ’στε μαλωμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- για να γίνεται κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που κουβεντιάζουν δυο άτομα ή μια ομάδα θέματα περί ανέμων και υδάτων απλώς για να συζητούν, για να περνά η ώρα: «λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του έτσι, για να γίνεται κουβέντα». Συνών. για να γίνεται μουχαμπέτι·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. φρ. γυρίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. φρ. δε γίνεται συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γυρίζει κουβέντα, δεν αντιμιλάει: «έχει τόση καλή γυναίκα που ό,τι και να της πει δε γυρίζει κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου μπατίρησα, μια κουβέντα δε σου γύρισα· ε, ρε φίλε μου, χαλάλι και να το ’βρεις από άλλη
- δε δέχομαι κουβέντα, δεν ανέχομαι καμιά αντίρρηση: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε δέχομαι κουβέντα»·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. φρ. δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα·
- δε θέλω κουβέντα, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε αυτό που σας λέω και δε θέλω κουβέντα». Συνών. δε θέλω λέξη / δε θέλω μιλιά·  βλ. και φρ. δε σηκώνω κουβέντα·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καθαρός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του»·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. φρ. δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, λ. λόγος. Πρβλ.: κανείς καλή κουβέντα δεν θα πει που αγάπησες και αγαπάς ακόμα (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται αντιρρήσεις σε αυτό που λέει ή κάνει και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ αυστηρός ή ολιγόλογος: «δεν έχω σχέσεις μαζί του, γιατί δε σηκώνει πολλές κουβέντες κι εγώ τέτοιους ανθρώπους δεν τους πάω»·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε, χωρίς να προβάλει καμιά δικαιολογία: «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα»·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα·
- δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν, δε λέει ποτέ κάποιον επαινετικό λόγο για κανέναν, συνηθίζει να κακολογεί τους πάντες: «αν θέλεις να μάθεις για το ποιόν κάποιου, μην ρωτήσεις ποτέ τον τάδε, γιατί δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν»·
- δε χωράει κουβέντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «για να γίνει ένα μάτσο σίδερα τέτοιο αυτοκίνητο, δε χωράει κουβέντα πως ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός!»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. φρ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, α. δεν είχαμε την παραμικρή συνομιλία: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν αλλάξαμε κουβέντα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε. β.δεν είχαμε την παραμικρή διαφωνία, δε μαλώσαμε ή δε διαπληκτιστήκαμε ποτέ: «είμαστε είκοσι χρόνια φίλοι κι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας δεν αλλάξαμε κουβέντα»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, δεν αφήνει λεκτική πρόκληση αναπάντητη: «αν του πετάξεις κάποιο υπονοούμενο και το καταλάβει, θα σ’ απαντήσει αμέσως, γιατί δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω»·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπε κουβέντα·
- δεν είπε κουβέντα, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε καθόλου: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου δεν είπε κουβέντα»·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, αν και γνωριζόμαστε, εντούτοις δεν έχουμε ιδιαίτερες φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις μαζί του: «μένουμε χρόνια με τον τάδε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουμε πολλές κουβέντες». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεταξύ μας·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν παίρνει από κουβέντα, είναι αμετάπειστος, δε δέχεται να συζητήσει με κάποιον ένα πρόβλημά του, κάνει του κεφαλιού του: «πώς να συνεννοηθείς μαζί του, που δεν παίρνει από κουβέντα!»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, λ. λέξη·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε δυο λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημες κουβέντες·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- είχαμε την κουβέντα σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε την κουβέντα σου με τα παιδιά»·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- ζυγιάζω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. ζυγιάζω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- ζυγιασμένες κουβέντες, βλ. φρ. μετρημένες κουβέντες·
- η κουβέντα το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να του αποδίδω ιδιαίτερη σημασία ή χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν: «μια που η κουβέντα το φέρνει, πες μου έκανες τίποτα μ’ εκείνο που σου είχα ζητήσει;». Συνών. ο λόγος το φέρνει·
- η κουβέντα ήρθε και… ή ήρθε η κουβέντα και…, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αναφέρθηκε και…: «καθώς είχαμε θυμηθεί τα σχολικά μας χρόνια, η κουβέντα ήρθε και στον παλιό μας γυμνασιάρχη»·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. φρ. ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, λ. λόγος·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια πως θα τον βρίσουμε·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί, πρέπει να συζητηθεί: «δεν μπορώ ακόμα να πάρω απόφαση, γιατί θέλει κουβέντα το πράγμα»·
- καθαρές κουβέντες, βλ. φρ. παστρικές κουβέντες·
- κάνω κουβέντα, α. συνομιλώ, συζητώ: «επειδή είχαμε λεύτερο χρόνο, κάναμε κουβέντα για χίλια δυο πράγματα». β. αναφέρω, αναφέρομαι σε συγκεκριμένο ζήτημα: «κάθε τόσο κάνεις κουβέντα για τα λάθη των άλλων και δε βλέπεις τα δικά σου || θα του κάνω κουβέντα σήμερα και μετά βλέπουμε»· βλ. και φρ. κάνω λόγο·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, διακόπτω μια συνομιλία, μια συζήτηση, την αφήνω ατελείωτη: «ήρθε ο τάδε και μας έκοψε την κουβέντα στη μέση»· βλ. και φρ. αφήνω την κουβέντα στη μέση·
- κουβέντα θ’ ανοίξουμε; α. έκφραση με την οποία αποπαίρνουμε κάποιον που μας ζητάει να του αναλύσουμε κάτι που του λέμε ή που μας διακόπτει κάθε τόσο ζητώντας επεξηγήσεις. β. (γενικά) έκφραση που δηλώνει άρνηση για συζήτηση: «πώς πήγε η δουλειά σου το μήνα που μας πέρασε; -Κουβέντα θ’ ανοίξουμε;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κουβέντα θα κάνουμε; βλ. φρ. κουβέντα θ’ ανοίξουμε(;)·
- κουβέντα να γίνεται, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, συζήτηση που γίνεται απλώς για να περνάει η ώρα: «δεν κουβεντιάζουμε για τίποτα σπουδαία πράγματα, κουβέντα να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το να, έτσι. Συνών. λόγος να γίνεται·
- κουβέντα στην κουβέντα ή κουβέντα την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λόγο στο λόγο, λ. λόγος·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- κουβέντες του ποδαριού, βλ. συνηθέστ. λόγια του ποδαριού, λ. λόγος·
- κούφιες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λέει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, λέει συνετές κουβέντες, μιλάει με περίσκεψη: «πρέπει ν’ ακούς προσεχτικά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί λέει φρόνιμες κουβέντες»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δεν πρέπει να λες μπόσικες κουβέντες»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με δυο κουβέντες, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια κουβέντα, βλ. φρ. με δυο κουβέντες·
- με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «με την κουβέντα, χωρίς να το καταλάβει, αποκάλυψε τους συνεργάτες του || με την κουβέντα ξεχαστήκαμε κι αργήσαμε να πάμε στα σπίτια μας»·
- μεγάλη κουβέντα, α. λόγος που έχει μεγάλη βαρύτητα, είτε θετικά είτε αρνητικά: «πρόσεχε πάρα πολύ καλά τι λες, γιατί τώρα πέταξες μεγάλη κουβέντα και θα πιαστούμε στα χέρια || ξέρεις τι μεγάλη κουβέντα είναι αυτή που είπες, μακάρι να σκέφτονταν κι άλλοι σαν κι εσένα!». (Λαϊκό τραγούδι: ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη, πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δε τα φας, όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι). β. υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθεί. (Τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω για σένα ρωτώ
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μένει εδώ η κουβέντα, ό,τι είπαμε, είπαμε, διακόπτουμε τη συζήτηση: «επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, μένει εδώ η κουβέντα || επειδή πέρασε η ώρα, μένει εδώ η κουβέντα και τα λέμε πάλι αύριο»·
- μεσοβέζικες κουβέντες, που δεν είναι ξεκάθαρες, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «αν θέλεις να συνεννοηθούμε θα μου μιλήσεις ξεκάθαρα, γιατί απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες κουβέντες»·
- μετράω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. μετράω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- μετρημένες κουβέντες, κουβέντες σεμνές, σωστές, συνετές, που λέγονται ύστερα από πολλή σκέψη: «μορφωμένοι άνθρωποι ήταν και με δυο τρεις μετρημένες κουβέντες συνεννοήθηκαν»·
- μη γαμάς κουβέντα! άκουσέ με επιτέλους με προσοχή, πρόσεξε αυτά που σου λέω και μην αλλάζεις ξαφνικά θέμα χωρίς να με αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μη γαμάς κάθε τόσο κουβέντα, μωρ’ αδερφάκι μου, κι άκουσε αυτά που έχω να σου πω!»·
- μη γίνει κουβέντα, παρακλητική ή συμβουλευτική έκφραση, από το άτομο που μας εμπιστεύτηκε ή που έχει την πρόθεση να μας εμπιστευτεί κάτι, να μην το διαδώσουμε, να μην το κοινολογήσουμε: «κι ό,τι σου ’πα, μη γίνει κουβέντα || θέλω να σου πω τον πόνο μου, αλλά μη γίνει κουβέντα». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
- μη σου ξεφύγει κουβέντα, προτροπή σε κάποιον που του έχουμε εμπιστευτεί κάτι, να μη ξεγελαστεί, να μη ξεχαστεί και το αποκαλύψει: «μη σου ξεφύγει κουβέντα απ’ ό,τι σου είπα, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες»· 
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. δε θέλω δεύτερη κουβέντα·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα· βλ. και φρ. μην το κάνεις θέμα, λ. θέμα·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφέρουμε κάτι σχετικό με αυτό που μόλις αναφέρθηκε: «επειδή ο τάδε αναφέρθηκε στα ναρκωτικά, θα ήθελα, μια και το ’φερε η κουβέντα, να προσθέσω και τα εξής»·  
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. φρ. ένας λόγος είναι αυτός, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. φρ. ένας λόγος είναι να…, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είπα, δεν είπα τίποτε σπουδαίο, δεν είχε σημασία αυτό που είπα, ένα αστείο είπα, πλάκα έκανα: «μια κουβέντα είπα κι αυτός παρεξηγήθηκε». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ·
- μπόσικες κουβέντες, αυτές που λέγονται με επιπολαιότητα: «όταν μιλάς μαζί μου θέλω να είσαι σοβαρός, γιατί δεν θέλω μπόσικες κουβέντες»·
- να λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. συνηθέστ. να λείπουν τα πολλά λόγια·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτα λόγια, λ. λόγος·
- ξεκρέμαστες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτες κουβέντες·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- παστρικές κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ειλικρίνεια, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μπορούμε να κουβεντιάσουμε οποιοδήποτε θέμα, αλλά θέλω παστρικές κουβέντες για να μην έχουμε παρεξηγήσεις»·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! παράκληση σε κάποιον να μεσολαβήσει κάπου για μας: «πες καμιά καλή κουβέντα στον τάδε μήπως και με πάρει στη δουλειά του!»·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! (παρακλητικά) συμβούλεψέ τον: «πες του καμιά κουβέντα, γιατί εσένα σ’ εκτιμάει και σ’ ακούει!»·
- πετάει κουβέντες, μιλάει χωρίς να σκέφτεται, απερίσκεπτα: «όταν πει λίγο παραπάνω, πετάει κουβέντες χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα μου γκρινιάζεις και κουβέντες μου πετάς· δαχτυλίδια και ρολόγια, βρε, να σου πάρω μου ζητάς
- πετώ μια κουβέντα, υπαινίσσομαι, δε λέω καθαρά αυτό που θέλω, αλλά αφήνω υπονοούμενα: «δεν είναι σωστό να πετάς μια κουβέντα κι έπειτα ν’ αλλάζεις θέμα. Αν έχεις κάτι μαζί μου, έλα να το συζητήσουμε»·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) κουβέντα·
- πιάνω (την) κουβέντα, αρχίζω να κουβεντιάζω, συζητώ, συνομιλώ με κάποιον: «πιάσαμε την κουβέντα για το χθεσινό επεισόδιο || συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και πιάσαμε κουβέντα για τ’ αυριανό ντέρμπι»·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω·
- πικρές κουβέντες, λόγια που πικραίνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρές κουβέντες για τις οποίες μετάνιωσαν αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: από μια πικρή κουβέντα, που μου είπες κάποιο βράδυ, έγιν’ η καρδιά μου μαύρη!
- σε κουβέντα να βρισκόμαστε, βλ. φρ. κουβέντα να γίνεται·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα, λ. συζήτηση·
- σκληρές κουβέντες, λόγια που πληγώνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρές κουβέντες»·
- σταράτες κουβέντες, λόγια ξεκάθαρα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «είναι μαθημένος να λέει σταράτες κουβέντες»·
- στρογγυλές κουβέντες ή στρόγγυλες κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ξεκάθαρα: «συμφώνησαν αμέσως, γιατί είπαν στρογγυλές κουβέντες»·
- το… είναι μια κουβέντα, είναι πολύ εύκολο να λέει κάποιος πως θα κάνει αυτό που αναφέρει, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το πραγματοποιήσει: «το να κάνω μια δουλειά είναι μια κουβέντα, πώς γίνεται όμως αυτή η δουλειά μπορείς να μου πεις;»·
- το κάνω ολόκληρη κουβέντα, δίνω μεγάλες διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μη δώσεις βάση στη γνώμη του, γιατί συνηθίζει ένα μικρό γεγονός να το κάνει ολόκληρη κουβέντα || του κέρασα κι εγώ μια φορά και το ’κανε ολόκληρη κουβέντα». Συνών. το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·  
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα·
- το στρώνω στην κουβέντα, συζητώ αδιάκοπα για διάφορα θέματα, συζητώ περισσότερο για να περάσει η ώρα μου: «οι πιο πολλοί συνταξιούχοι μαζεύονται στο καφενείο της γειτονιάς και το στρώνουν στην κουβέντα»·
- το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά, μια και το ’φερε η κουβέντα, ασχοληθήκαμε και μ’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα. Κι όπως το ’φερε η κουβέντα μου ’παν όνειρο κι αυτό. Σήκω πήγαινε στην Άννα του Χειμώνα
- του κάνω κουβέντα, του αναφέρω κάποια υπόθεση που με απασχολεί: «αν του κάνεις κουβέντα για το πρόβλημά σου, μπορεί και να σε βοηθήσει»·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, προκαλώ συζήτηση μαζί του για κάποιο σκοπό ή για να του εκμαιεύσω κάτι: «μόλις τον είδα, του ’πιασα κουβέντα μόνο και μόνο για να τον καθυστερήσω, μέχρι να φύγει απ’ το μπαράκι ο αδερφός της γκόμενάς του || μόλις τον είδα τον έπιασα στην κουβέντα μήπως και του ξεφύγει κάτι για την καινούρια δουλειά που ετοιμάζει»·
- φέρνω την κουβέντα (σε κάτι), βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση αλλού, λ. συζήτηση·
- χάνεται για κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για κουβέντα·
- χαμένες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. χαμένα λόγια, λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. φρ. χάνουμε τα λόγια μας, λ. λόγος·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. φρ. χοντρά λόγια, λ. λόγος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς άλλη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή αντιλογία: «τα πράγματα, χωρίς πολλές κουβέντες, θα γίνουν έτσι όπως τα λέω». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές, θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- ψοφάει για κουβέντα, του αρέσει πάρα πολύ να κουβεντιάζει: «αν αρχίσει την πάρλα, θα πιάσετε ξημερώματα, γιατί ψοφάει για κουβέντα».

κουμπί

κουμπί, το, ουσ. [<μσν. κομβίον, υποκορ. του αρχ. κόμβος], το κουμπί. 1. το ευαίσθητο σεξουαλικό σημείο του ανθρωπίνου σώματος: «αφού λες πως την πήδηξες, πες μας πιο είναι το κουμπί της;». 2. το ευαίσθητο σημείο του χαρακτήρα ενός ανθρώπου: «αν τον ξέρεις τόσο καλά όσο μας λες, ποιο είναι το κουμπί του;». 3. το μέσο ή ο τρόπος για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «πες μου, επιτέλους, το κουμπί για να τελειώσω πιο γρήγορα τη δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να στρώσεις ένα σχέδιο μεγάλο, να βρεις τον τρόπο, το λεγόμενο κουμπί, γιατί, αν τύχει και σου βρει αυτή τον κάλο, θα στον πατήσει δυνατά όσο μπορεί!). 4. (στη νεοαργκό) είδος του χαπιού έκσταση και γενικά το ναρκωτικό χάπι: «είχε την τσέπη του γεμάτη με κουμπιά και κάθε τόσο κατάπινε κι από ένα». Από τη σχηματική παρομοίωση του χαπιού με το κουμπί. 5. στον πλ. τα κουμπιά, (στη γλώσσα της αργκό) το σημείο δυο που παρουσιάζουν οι ορατές επιφάνειες των ζαριών, όταν ριχτούν από τον παίχτη, ζαριά που θεωρείται κακή: «δεν μπόρεσα να πάρω παιχνίδι, γιατί έφερνα συνέχεια κουμπιά». Συνών. διπλές / δυάρες. Υποκορ. κουμπάκι, το·
- βρίσκω το κουμπί, βρίσκω το μέσο, τον τρόπο για να πετύχω ή για να φέρω σε πέρας κάτι: «αν δε βρεις το κουμπί της δουλειάς, θα σκοτώνεσαι χωρίς να μπορέσεις να καταφέρεις τίποτα»·
- βρίσκω το κουμπί της, (για γυναίκες) βρίσκω το ευαίσθητο σεξουαλικό σημείο στο κορμί της: «απ’ τη στιγμή που βρήκα το κουμπί της, τρέχει σαν σκυλάκι από πίσω μου»·
- βρίσκω το κουμπί του, (για άντρες) βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του χαρακτήρα του: «απ’ τη μέρα που βρήκε το κουμπί του, τον έχει ταράξει στα δανεικά». (Τραγούδι: αστραπή, αστραπή, αστραπή μου στο λαιμό, στο σφυγμό, στη σιωπή μου αστραπή μου εσύ έχεις βρει το κουμπί μου)· 
- γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ: «γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «με τα λόγια είναι όλα εύκολα, αν σου αναθέσουν όμως να διευθύνεις μια τόσο μεγάλη επιχείρηση, θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισες να κάνεις οικογένεια, θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·
- θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της αδερφής μου στο στόμα σου, θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο· 
- σύρε με νονέ και φέρε με κουμπάρε, βλ. λ. νονός·
- του γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον βρήκε στο καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας». β. τον τιμωρώ σκληρά: «όταν γύρισε στο σπίτι, ο πατέρας του του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας». γ. τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας».

κρέας

κρέας, το, ουσ. [<αρχ. κρέας], το κρέας. 1. άνθρωπος χοντρός, αργοκίνητος: «κουνήσου, ρε κρέας, γιατί θα χάσουμε το τρένο!». 2. άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό το κρέας». 3. το πέος, ο πούτσος: «το κρέας του ξεχώριζε αμέσως απ’ το στενό παντελόνι που φορούσε». 4. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα ή και γυναίκα: «άντε πάρε δρόμο από δω, ρε κρέας!». 5. στον πλ. τα κρέατα, οι παχιές σάρκες χοντρού άντρα, ιδίως χοντρής γυναίκας, που αποκαλύπτονται από το τολμηρό ντύσιμό της: «μόλις είδα τα κρέατά της, μου κόπηκε κάθε διάθεση για έρωτα». Τέλος, στα πολύ δύσκολα προπολεμικά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μόνο όταν η οικογένεια μαγείρευε κρέας έλεγε πως έχει φαγητό. Υποκορ. κρεατάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- ακόμη λέει το κρέας τσιτσί, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας,  θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη λέει το κρέας τσιτσί και θέλει να μας κάνει το δάσκαλο!». Το ότι λέει το κρέας τσιτσί παραπέμπει αμέσως στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- άσπρα κρέατα, το κρέας των ψαριών και των πουλερικών σε αντιδιαστολή με τα κόκκινα κρέατα: «η υγεία μας απαιτεί πολλά άσπρα κρέατα»·
- βάζει κρέας στον κώλο του, λέγεται ιδίως για άντρα που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, πρόκειται για άτομο ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «πώς να δώσεις βάση στα λόγια του, αφού βάζει κρέας στον κώλο του». Συνών. βάζει τη βάρκα στο λιμάνι·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό να μη σου βάλω κρέας, βλ. λ. μυαλό·
- βαφτίζει το κρέας ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- δε βάζει κρέας απάνω του, δεν παχαίνει, δεν μπορεί να παχαίνει, παρά το πολύ φαγητό που καταναλώνει: «όσο και να τρώει αυτό το παιδί, δε βάζει κρέας απάνω του, γιατί όλη τη μέρα τρέχει στους δρόμους»·
- δεν παίρνει κρέας απάνω του, βλ. φρ. δε βάζει κρέας απάνω του·
- δεν πιάνει κρέας απάνω του, βλ. φρ. δε βάζει κρέας απάνω του·
- είναι ένα κρεβάτι κρέας, βλ. λ. κρεβάτι·
- είναι ένα μάτσο κρέας, βλ. φρ. είναι ένα κρεβάτι κρέας·
- είναι νύχι και κρέας, βλ. λ. νύχι·
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δεν έχεις τη δυνατότητα να μου κάνεις κακό: «μην έχεις την εντύπωση πως μ’ αυτά που λες σε φοβάμαι, γιατί θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας». Από το ότι έτσι ή αλλιώς τα μούτρα είναι από κρέας, οπότε δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι παραπάνω· 
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, (ειρωνικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν δε καθίσεις φρόνιμα, θα σου βάλω κρέας στον κώλο, στο λέω»·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, (απειλητικά) θα σε χτυπήσω πολύ άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξαναγυρίσεις μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου κάνω τα μούτρα κρέας»·
- κόκκινα κρέατα, το κρέας των μοσχαριών και των βοδιών σε αντιδιαστολή με τα άσπρα κρέατα: «τα κόκκινα κρέατα είναι απαραίτητα για τον οργανισμό του ανθρώπου, γιατί έχουν πρωτεΐνες»· 
- κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος μένει, α. έκφραση που λέγεται υπό τύπον αστεϊσμού σε άτομο που υποτίθεται πως του προτείνουμε να του επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη, με την έννοια πως όχι μόνο δεν πρέπει να φοβάται αλλά πως θα βρεθεί και ωφελημένος. β. έκφραση που λέγεται ειρωνικά σε άτομο που περνάει δύσκολες καταστάσεις με την έννοια πως ακόμη και από τα χειρότερα μπορεί να υπάρξει κάποια ωφέλεια·
- σαν το νύχι με το κρέας, βλ. λ. νύχι·
- του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) από κρέας, δεν μπόρεσα να του κάνω κάποιο κακό: «όσο κι αν προσπάθησα να τον μειώσω μπροστά στους άλλους, του ’κανα τα μούτρα από κρέας, γιατί αποδείχτηκε πολύ αναίσθητος»·
- του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) κρέας, α. τον χτύπησα άγρια και του προξένησα πολλές πληγές στο πρόσωπο από τα χτυπήματα που του κατάφερα: «του ’δωσε τέτοιο ξύλο του φουκαρά, που του ’κανε τα μούτρα κρέας». β. τον κατατρόπωσα, τον εκμηδένισα σε μια διαλογική συζήτηση: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, που είναι εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος και του ’κανε τα μούτρα κρέας»·
- τρώει τα κρέατά του, είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μην πας να του ζητήσεις τίποτα, γιατί αυτή τη στιγμή τρώει τα κρέατά του». Συνών. τρώει τα μανίκια του / τρώει τις σάρκες του.

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

κωλότριχα

κωλότριχα, η, ουσ. [<κωλο- + τρίχα, κατά το μουνότριχα], συνήθως στον πλ. οι κωλότριχες, οι τρίχες που φυτρώνουν γύρω από τον αντρικό πρωκτό·
- θα σε βγάλω τις κωλότριχες, απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά: «εμένα μη μου κάνεις το μάγκα, γιατί θα σου βγάλω τις κωλότριχες». Από το ότι το βγάλσιμο των τριχών που βρίσκονται γύρω από τον πρωκτό, προκαλεί έντονο πόνο·
- τραβώ τις κωλότριχες μου, βρίσκομαι σε πολύ δυσχερή θέση: «έχασε ένα σωρό λεφτά στην τελευταία δουλειά που έκανε και τώρα τραβάει τις κωλότριχές του». Από το ότι, όταν τραβάει κανείς τις κωλότριχές του, νιώθει έντονο πόνο.

λαγός

λαγός, ο, ουσ. [<μσν. λαγός <αρχ. λαγωός], ο λαγός. 1. άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο λαγός, που, μόλις τον αγριέψεις λιγάκι, τρέμει απ’ το φόβο του». Από την εικόνα του λαγού, που σκιάζεται με τον παραμικρό θόρυβο. 2. λέγεται για άτομο που έχει κάποια υψηλή δημόσια θέση και δημοσιοποιεί κάποια ακραία πρόταση, για να δει τις γενικές αντιδράσεις των ενδιαφερομένων, οι οποίες, αν είναι έντονες, την αποσύρει: «ο υπουργός αποδείχτηκε λαγός, γιατί ανασκεύασε την ανακοίνωση που είχε κάνει για την ιδιωτικοποίηση του κρατικού οργανισμού». 3. (στη γλώσσα του αθλητισμού) αθλητής δρόμου χωρίς μεγάλη αντοχή που από την αρχή του αγώνα τρέχει πολύ γρήγορα για να παρασύρει και τους άλλους αθλητές σε μια γρήγορη κούρσα και εφόσον το επιτύχει αποσύρεται: «μετά την τέταρτη στροφή οι αθλητές έφτασαν και ξεπέρασαν το λαγό, ο οποίος αποχώρησε απ’ τον αγώνα». 4. (ειδικά) κινητό τηλέφωνο το οποίο επιλέγεται τυχαία από ένα κέντρο υποκλοπών, για να επιβεβαιωθεί η δυνατότητα υποκλοπής των συνομιλιών του κατόχου του: «κατάλαβε πως το κινητό του ήταν λαγός, γιατί κάθε τόσο έπιανε διάφορα μυστήρια σήματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει». Η λ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2006, μετά την αποκάλυψη του μεγάλου σκανδάλου των υποκλοπών των κινητών τηλεφώνων του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, πολλών υπουργών της κυβέρνησης, καθώς και άλλων σημαντικών προσώπων της ελληνικής πολιτικής και δημοσιογραφικής ζωής του τόπου. Με τη λ. λαγός, υπάρχει και η εξής δίστιχο εν είδει ταχταρίσματος σε μωρό: πάει λαγός να πιει νερό απ’ του (της) (ακολουθεί όνομα του μωρού ή, αν είναι αβάφτιστο, το μπέμπης ή μπέμπα) το λαιμό γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι· βλ. και λ. γκίλι. Υποκορ. λαγουδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- αν κυνηγάς δύο λαγούς, θα χάσεις και τους δύο, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), βλ. λ. αρκούδα·
- απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός, πολλές φορές η επιτυχία, το κέρδος έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις, που δεν το υπολογίζεις: «περίμενα από έναν γνωστό μου να πάρω τη δουλειά, αλλά στο τέλος μου την ανέθεσε κάποιος, που είχαμε γνωριστεί τυχαία σ’ ένα μπαρ γιατί, πολλές φορές, απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός»·
- άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες, λέγεται στην περίπτωση που, όσο και αν επιχειρεί κάποιος να καταφέρει κάτι, αποδεικνύεται πως ματαιοπονεί·
- βάζω το λαγό στο φούρνο, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «είδα τον τάδε με τη δικιά του, που πήγαινε στην γκαρσονιέρα για να βάλει το λαγό στο φούρνο»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, κατορθώνει απίθανα, ανέλπιστα πράγματα, κατορθώνει τ’ ακατόρθωτα: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά, αυτός σίγουρα θα την καταφέρει, γιατί είναι τύπος που βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του». Αναφορά σε ένα από τα κόλπα ταχυδακτυλουργού· βλ. και φρ. είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του·
- βγάζω λαγό, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) πετυχαίνω ενδιαφέρουσα είδηση, περίπτωση, ανακαλύπτω σπουδαίο μυστικό ή σκάνδαλο: «είναι το καμάρι της εφημερίδας μας, γιατί κάθε τόσο βγάζει κι από έναν λαγό». Από την εικόνα του κυνηγετικού σκυλιού, που ξετρυπώνει μέσα από τους θάμνους το λαγό·
- έγινε  λαγός, έφυγε τρέχοντας, ιδίως από φόβο: «μόλις έμαθε πως ερχόταν να τον πιάσουν, έγινε λαγός». (Λαϊκό τραγούδι: πού να το ’ξευρες καημένε Μουσουλίνι ο στόλος σου και ο στρατός λαγός πως θε να γίνει
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, είχε κάποιο ατού που το χρησιμοποίησε την κατάλληλη στιγμή προς όφελός του: «είχα την εντύπωση πως του είχα αρπάξει τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια του, αλλά αποδείχτηκε πως είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του κι έτσι ανέλαβε πανηγυρικά τη δουλειά»· βλ. και φρ. βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του·
- έχει καρδιά λαγού, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δεν είναι σωστό να τα βάλω μαζί του, γιατί έχει καρδιά λαγού κι όσοι με δουν θα με κοροϊδεύουν!»·
- θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «απ’ το γραφείο σου μπορείς να λες ό,τι θες, όταν κατεβείς όμως να δουλέψεις κι εσύ στην οικοδομή, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «μέχρι τώρα σε τάιζαν οι γονείς σου, απ’ τη στιγμή όμως που έκανες δικό σου σπίτι, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·    
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά:, ιδίως με ξυλοδαρμό «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο· 
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, λέγεται ειρωνικά για άτομα που είναι τα ίδια υπαίτια για το κακό που παθαίνουν, για την καταστροφή τους: «μα είναι δυνατόν αυτό τ’ ανθρωπάκι να θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα; -Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του»·
- μυρίστηκε λαγό, ενδιαφέρεται πολύ σοβαρά για μια δουλειά ή υπόθεση, γιατί έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει πως θα έχει σπουδαίο όφελος: «αυτός για να θέλει να συνεταιριστεί με τον τάδε, προκειμένου ν’ αναλάβουν τη δουλειά, σίγουρα μυρίστηκε λαγό, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι κατά των συνεταιρισμών». Από την εικόνα του κυνηγητικού σκυλιού, που επιδεικνύει έντονη κινητικότητα, όταν μυριστεί λαγό·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να κρύψει τα εμφανή ελαττώματά του ή τις εμφανείς αδυναμίες του, δε θα τα καταφέρει: «εσύ παραπατάς και μου λες πως έκοψες το πιοτό, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν || λέει πως δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, γιατί περπατάει πάντα κουνιστός και λυγιστός»·
- όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, το άτομο που επιδιώκει να πετύχει πολλά πράγματα συγχρόνως, αποτυχαίνει σε όλα: «θα πρέπει ν’ ασχοληθείς αποκλειστικά με τη δουλειά που ξεκίνησες και μην καταπιάνεσαι προς το παρόν με άλλα πράγματα, γιατί, όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν»·
- σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
- σηκώνω λαγό, α. κατορθώνω κάτι που μου αποφέρει γενική καταξίωση: «σήκωσε λαγό, αφού κατάφερε να πάρει συνέντευξη από κοτζάμ πλανητάρχη!». Από την εικόνα του κυνηγού, που πιάνει το λαγό που σκότωσε από τα αφτιά του και τον σηκώνει ικανοποιημένος. β. σκοτώνω λαγό κατά τη διάρκεια κυνηγιού: «τόσα χρόνια κυνηγός, πρώτη φορά μου κατάφερα να σηκώσω λαγό»· βλ. και φρ. βγάζω λαγό·
- τάζω λαγούς με πετραχήλια, για να πετύχω κάποιο σκοπό μου υπόσχομαι πολλά και δυσεκπλήρωτα πράγματα: «της έταζε λαγούς με πετραχήλια για να του πει το ναι». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να τάζεις λαγούς με πετραχήλια, δεν κολατσίζεις από τα δικά μου χείλια). Συνών. τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα·
- τρέχει σαν λαγός, είναι πολύ ταχύς, τρέχει πολύ γρήγορα: «δεν πιάνεται εύκολα, γιατί τρέχει σαν λαγός». Από το ότι ο λαγός έχει πολύ γρήγορο τρέξιμο.

λαιμός

λαιμός, ο, πλ. λαιμοί, οι κ. λαιμά, τα, ουσ. [<αρχ. λαιμός], ο λαιμός. 1. οτιδήποτε έχει μορφή λαιμού, ιδίως η πάνω απόληξη των δοχείων, που είναι λεπτότερη από το υπόλοιπο μέρος: «ο λαιμός του μπουκαλιού». 2. το μέρος του ενδύματος που βρίσκεται κοντά στο λαιμό, που έχει το κόψιμο του λαιμού και είναι στενότερο από το υπόλοιπο ένδυμα: «δε βλέπεις το λαιμό του πουκαμίσου που είναι βρόμικος;». (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- ας κόψουν το λαιμό τους, έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρίας. -Ας κόψουν το λαιμό τους»·
- βάζω θηλιά στο λαιμό μου ή βάζω τη θηλιά στο λαιμό μου, βλ. λ. θηλιά·
- δεν πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. φρ. κόψε το λαιμό σου(!)·
- έβγαλα το λαιμό μου, βλ. φρ. μου βγήκε ο λαιμός·
- είμαι μέσα μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι χρεωμένος ως το λαιμό·
- είμαι μέσα ως το λαιμό, βλ. φρ. είμαι χρεωμένος ως το λαιμό·
- είμαι μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι ως το λαιμό·
- είμαι πνιγμένος μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος ως το λαιμό·
- είμαι πνιγμένος ως το λαιμό, έχω πολύ δουλειά, είμαι πολύ απασχολημένος: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας, γιατί είμαι πνιγμένος ως το λαιμό»·
- είμαι χρεωμένος μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι χρεωμένος ως το λαιμό·
- είμαι χρεωμένος ως το λαιμό, αντιμετωπίζω πολλά χρέη, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε μισό ευρώ, γιατί είμαι χρεωμένος ως το λαιμό»·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό·
- είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό, συμμετέχω ολοκληρωτικά σε μια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «καταδικάστηκα κι εγώ μαζί με τους άλλους, γιατί κατά την ακροαματική διαδικασία αποδείχτηκε πως κι εγώ ήμουν χωμένος μέσα ως το λαιμό στη κομπίνα με τις πλαστές επιταγές»· βλ. και φρ. είμαι χρεωμένος ως το λαιμό·
- είμαι ως το λαιμό, δεν αντέχω άλλο: «σταμάτα, επιτέλους, την γκρίνια σου, γιατί είμαι ως το λαιμό». Παρατηρείται κίνηση κατά την οποία η παλάμη έρχεται και στέκεται οριζόντια με την εσωτερική της κόψη στο ύψος του λαιμού·
- είναι ωραίος λαιμός, βλ. φρ. έχει ωραίο λαιμό·
- έκλεισε ο λαιμός μου, κρυολόγησα ή βράχνιασα: «βγήκα ελαφρά ντυμένος μέσ’ στο κρύο κι έκλεισε ο λαιμός μου || του φώναζα μια ώρα να μ’ ακούσει κι έκλεισε ο λαιμός μου»·
- έχει ωραίο λαιμό, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για τραγουδιστή ή τραγουδίστρια που είναι καλλίφωνος, καλλίφωνη: «στο τάδε μπουζουκτσίδικο φέρανε μια νέα τραγουδίστρια που έχει ωραίο λαιμό»·
- έχω έναν κόμπο στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- η γκαμήλα, αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της, βλ. λ. γκαμήλα·
- θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, βλ. λ. πέτρα·
- θα κόψω το λαιμό μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το λαιμό μου για να πετύχει». Συνών. θα κόψω το κεφάλι μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό! θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό!». Συνών. θα σε γδάρω ζωντανό! / θα σε κρεμάσω ανάποδα! / θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! / θα σε κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι(!)· 
- θα σου κόψω το λαιμό, βλ. φρ. θα σου πάρω το λαιμό·
- θα σου πάρω το λαιμό, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του επιβάλουμε πολύ αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία: «αν μάθω ότι με κατηγορείς, θα σου πάρω το λαιμό και θα τρέχεις να βρεις καινούριο». Συνών. θα σου πάρω το κεφάλι / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θέλει κρέμασμα απ’ το λαιμό, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν παραμελεί τους γέρους γονείς του, θέλει κρέμασμα απ’ το λαιμό». Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό, έκφραση που δηλώνει την έντονη μεταμέλειά μας για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «αν πάνω στην ταραχή μου σε πρόσβαλα, θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό || αν έκανα τέτοια κουταμάρα, θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό». Για συνών. βλ. φρ. θέλω σκότωμα, λ. σκότωμα·
- καθαρίζω το λαιμό μου, βλ. συνηθέστ. καθαρίζω τη φωνή μου, λ. φωνή·
- κλάνει απ’ το λαιμό, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που συνηθίζει να ρεύεται προκλητικά: «δε μας φτάνει η βρόμα του, αλλά κλάνει κι απ’ το λαιμό!»·
- κόβω το λαιμό μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ κόβω το λαιμό μου πως, αφού σου το υποσχέθηκε, θα σου φέρει τα λεφτά που σου χρειάζονται, γιατί είναι άνθρωπος που κρατάει το λόγο του». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το λαιμό μου πως μας λέει ψέματα». Συνών. κόβω το κεφάλι μου / κόβω το σβέρκο μου· 
- κόψε το λαιμό σου! α. δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι καθόλου τι θα κάνεις για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή τι θα κάνεις για να πετύχεις κάτι: «πώς θα μπορέσω να πάρω αυτό το δάνειο; -Κόψε το λαιμό σου!». (Τραγούδι: βρε, κόψε το λαιμό σου, σε βαρέθηκα πέρασαν δυο μήνες κι ούτε που σε σκέφτηκα). β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου: τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω. Συνών. κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)·βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου·
- μ’ έφερε μέχρι το λαιμό ή μ’ έχει φέρει μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. μ’ έφερε ως το λαιμό·
- μ’ έφερε ως το λαιμό ή μ’ έχει φέρει ως το λαιμό, με έχει εκνευρίσει τόσο πολύ, που δεν μπορώ να κάνω άλλο υπομονή και είμαι έτοιμος να ξεσπάσω βίαια εναντίον του ή ξεσπώ βίαια εναντίον του: «ό,τι και να του πω, μου αντιμιλάει αμέσως και μ’ έχει φέρει ως το λαιμό». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη να έρχεται και να κάθεται οριζόντια με την εσωτερική της κόψη στο ύψος του λαιμού·
- μαλάκωσε το λαιμό μου (κάτι), κάποιο καταπραϋντικό έκανε λιγότερο δυνατό τον πόνο που ένιωθα στο λαιμό μου, ανακούφισε κάτι το λαιμό μου: «ήπια ένα ζεστό τσάι και μαλάκωσε το λαιμό μου || αυτή η καραμέλα που πήρα, μαλάκωσε κάπως το λαιμό μου»·
- με γαργαλάει ο λαιμός, αισθάνομαι ελαφρό ερεθισμό, ελαφριά φαγούρα στο εσωτερικό του λαιμού μου, στο φάρυγγά μου: «δώσε μου να πιω λίγο νερό, γιατί με γαργαλάει ο λαιμός μου»·    
- με πήρε στο λαιμό του, με παρακίνησε ή με συμβούλεψε λάθος και έγινε αιτία να πάθω κάποιο κακό: «δε φταίω εγώ για την αποτυχία της δουλειάς, γιατί άλλος με πήρε στο λαιμό του». (Λαϊκό τραγούδι: με τις ψευτιές με γέλασε, γιατί είχε το σκοπό της· ας όψεται η άπονη, με πήρε στο λαιμό της
- μου βγήκε ο λαιμός, φώναζα πάρα πολύ δυνατά, ξελαρυγγίστηκα: «μου βγήκε ο λαιμός να τον φωνάζω ώσπου να μ’ ακούσει»·
- μου κάθεται στο λαιμό, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί μεγάλη δυσφορία: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί, απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου κάθεται στο λαιμό»·
- μου κάθεται σαν τσίτα στο λαιμό, επιτείνει την παραπάνω φράση·  
- μου κάθισε στο λαιμό, βλ. φρ. μου στάθηκε στο λαιμό·
- μου ’ρχεται κόμπος στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- μου στάθηκε στο λαιμό, (για φαγητά) δεν το ευχαριστήθηκα, γιατί το έφαγα πολύ  βιαστικά: «έπρεπε να προλάβω τ’ αεροπλάνο κι ό,τι έφαγα, μου στάθηκε στο λαιμό»·
- μου στέκεται στο λαιμό ή μου στέκεται σαν τσίτα στο λαιμό, βλ. φρ. μου κάθεται στο λαιμό·
- να κόψεις το λαιμό σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «μα πώς θα μπορέσω μέσα σε μια βδομάδα να βρω τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- πιάστηκε ο λαιμός μου, α. έπαθε αγκύλωση: «έγερνα συνεχώς το κεφάλι μου δεξιά για να μπορώ να βλέπω, ώσπου στο τέλος πιάστηκε ο λαιμός μου». β. μιλώ με δυσκολία είτε γιατί κρυολόγησα είτε γιατί μιλούσα, φώναζα ή τραγουδούσα δυνατά ή συνεχώς: «βγήκα ελαφρά ντυμένος στο κρύο και πιάστηκε ο λαιμός μου || του φώναζα μια ώρα από μακριά, μέχρι που πιάστηκε ο λαιμός μου || τον συμβούλευα με τις ώρες, ώσπου πιάστηκε ο λαιμός μου»·
- στέγνωσε ο λαιμός μου, δίψασα πολύ: «τόση ώρα κάτω απ’ τον ήλιο στέγνωσε ο λαιμός μου»·
- στο λαιμό να σου καθίσει, βλ. φρ. στο λαιμό σου(!)·
- στο λαιμό να σου σταθεί, βλ. φρ. στο λαιμό σου(!)·
- στο λαιμό σου! έκφραση που εκφέρεται εν είδει κατάρας σε κάποιον που παίρνει μέρος από το φαγητό μας, χωρίς να του δώσουμε την άδεια, ή σε κάποιον που τρώει και δε μας προσφέρει από το φαγητό του·
- το κρίμα στο λαιμό σου, βλ. λ. κρίμα·
- τον αρπάζω απ’ το λαιμό, α. τον συλλαμβάνω, τον ακινητοποιώ: «την ώρα που έβγαινε απ’ την ταβέρνα, έπεσαν πάνω του οι αστυνομικοί και τον άρπαξαν απ’ το λαιμό». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν τον άρπαζα απ’ το λαιμό, δε θα μου ’δινε τα δανεικά που μου χρωστούσε»·
- τον βουτώ απ’ το λαιμό, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό·
- τον γραπώνω απ’ το λαιμό, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό·
- τον κρέμασε απ’ το λαιμό, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο (γι’ αυτό και δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει): «τον είχε τέτοιο μίσος, που μόλις τον είδε, τον άρπαξε στα χέρια του και τον κρέμασε απ’ το λαιμό». Συνών. τον έγδαρε ζωντανό (α) / τον κρέμασε ανάποδα / τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια / τον κρέμασε στο μεσιανό κατάρτι·
- τον μαγκώνω απ’ το λαιμό, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό·
- τον πιάνω απ’ το λαιμό, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό·
- τον παίρνω στο λαιμό μου, γίνομαι η αιτία του κακού ή της ζημιάς που παθαίνει κάποιος: «τον πήρα στο λαιμό μου με τις συμβουλές που του ’δωσα». Από την εικόνα του αυτόχειρα που κρεμάει μια πέτρα στο λαιμό του και πέφτει στο νερό για να πνιγεί. (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ κακούργα πεθερά τους πήρες στο λαιμό σου, την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου
- του βάζω τη θηλιά στο λαιμό, βλ. λ. θηλιά·
- του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό ή του μπήγω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. λ. μαχαίρι·
- του ’κοψα το λαιμό, τον πλήγωσα στο λαιμό ή τον αποκεφάλισα: «πάνω στα νεύρα μου, τράβηξα το μαχαίρι και του ’κοψα το λαιμό»·
- του παίρνω το λαιμό, α. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «όποιος κάνει κοπάνα στη δουλειά μου, χωρίς άλλη προειδοποίηση του παίρνω το λαιμό». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, άντε στρίβε, ρε άντε, στο καλό, γιατί αν σε γραπώσω σου παίρνω το λαιμό). β. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω: «με μια ξαφνική σπαθιά του πήρε το λαιμό». Συνών. του παίρνω το κεφάλι (α, β) / του παίρνω το σβέρκο.

λάκκος

λάκκος, ο, ουσ. [<αρχ. λάκκος], ο λάκκος· ο τάφος: «μόλις έβαλαν τον πατέρα του στο λάκκο, τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει για πάντα». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου·
- ανοίγω το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο·
- βρίσκομαι στο λάκκο, περνώ δύσκολη οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «όταν βρίσκομαι στο λάκκο, δε θέλω ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω κανέναν»·
- βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια, α. βρίσκομαι σε οικτρή οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «μέρες τώρα δε μιλιέται, γιατί βρίσκεται στο λάκκο με τα φίδια». β. περιστοιχίζομαι από αποβράσματα της κοινωνίας, συναναστρέφομαι πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, μεγάλους απατεώνες: «πολλές φορές στη ζωή μου βρέθηκα στο λάκκο με τα φίδια κι ήμουν πολύ τυχερός που ξεπερνούσα την κατάσταση ανώδυνα»·
- βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια. Αναφορά στο Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης·
- είμαι στο λάκκο, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο·
- είμαι στο λάκκο με τα φίδια, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια·
- είμαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- θα σου ανοίξω το λάκκο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε σκοτώσω και, κατ’ επέκταση, θα σε καταστρέψω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου ανοίξω το λάκκο»·
- κάτι λάκκο έχει η φάβα, βλ. συνηθέστ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα·
- κάποιο λάκκο έχει η φάβα, (ενν. για να πίνει τόσο λάδι), η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να φαίνεται απλή ή τίμια, όμως κάτι ύποπτο συμβαίνει, που μπορεί να κρύβει παγίδες ή να έχει συνέπειες: «για να δεχτεί τόσο εύκολα αυτός να συμφωνήσει με τα λεγόμενά σου, κάποιο λάκκο έχει η φάβα»·
- μου ανοίγει το λάκκο, βλ. φρ. μου σκάβει το λάκκο·
- μου σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό μου, την καταστροφή μου, με υπονομεύει, προσπαθεί να με εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «είμαι σίγουρος πως, επειδή με ζηλεύετε, κάποιος απ’ όλους σας μου σκάβει το λάκκο». (Λαϊκό τραγούδι: φίλος και γυναίκα το λάκκο μου μου σκάψανε, με κάψανε, αχ! με κάψανε! 
- μπήκε στο λάκκο, πέθανε: «αυτόν που ζητάς, μπήκε στο λάκκο πριν από ένα χρόνο»·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, λέγεται για τους διπρόσωπους που όταν είμαστε παρόντες προσποιούνται το φίλο ενώ μόλις αποχωρούμε μηχανεύονται το κακό μας: «να προσέχεις τον τάδε γιατί, ενώ μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους». Συνών. μπρος φίλος και πίσω σκύλος·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. φρ. όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, όποιος μηχανεύεται το κακό ή την καταστροφή κάποιου, όποιος υπονομεύει κάποιον, πολλές φορές πέφτει ο ίδιος θύμα των μηχανορραφιών του·
- πέφτω σε λάκκο ή πέφτω στο λάκκο, α. κάνω λάθος σε κάτι και αντιμετωπίζω σοβαρό πρόβλημα: «εδώ και καιρό έχω πέσει σε λάκκο και δεν μπορώ ακόμα να ξεμπλέξω». β. αντιμετωπίζω δύσκολη οικονομική κατάσταση: «είναι σε μαύρα χάλια, γιατί έπεσε στο λάκκο με την τελευταία δουλειά που επιχείρησε να κάνει»·
- πέφτω στο λάκκο με τα φίδια, καταντώ να συναναστρέφομαι με αποβράσματα της κοινωνίας, με πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, με μεγάλους απατεώνες: «απ’ τη μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, δεν τον θέλει κανένας στην παρέα του || απ’ τη μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, καταστράφηκε»·
- πέφτω στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο λάκκο με τα φίδια·
- σκάβω μόνος μου τα λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, ενεργώ τόσο ανεύθυνα ή τόσο παράτολμα, που είναι σαν να επιδιώκω την καταστροφή μου: «πρόσεξε καλά γιατί, αν συμφωνήσεις σ’ αυτή τη δουλειά, είναι σαν να σκάβεις το λάκκο σου με τα ίδια σου τα χέρια»·
- σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- τον παράχωσαν στο λάκκο του, τον έθαψαν: «μόλις τον παράχωσαν στο λάκκο του, τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει μια για πάντα»·
- του ανοίγει το λάκκο, βλ. συνηθέστ. του σκάβει το λάκκο·
- του σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό του, την καταστροφή του, τον υπονομεύει, προσπαθεί να τον εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «τον πλησίασε μόνο και μόνο για να του σκάψει το λάκκο κι αυτός δεν παίρνει μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: άλατης διαβολάκο, τ’ αφεντικά της κόλασης σου σκάψανε το λάκκο).

λαμπάδα

λαμπάδα, η, ουσ. [<μσν. λαμπάδα <αρχ. λαμπάς], η λαμπάδα· κορμί ψηλό, αδύνατο και στητό: «όλοι οι νέοι στην παρέλαση ήταν σαν λαμπάδες». (Λαϊκό τραγούδι: έχει ένα μπόι λεβεντιά, σαν τη λαμπάδα· να ξέρεις, μάνα μου, τρελά τον αγαπώ κι όπως πάω, αν δεν τον πάρω, θα χτικιάσω γι’ αυτόνε, μάνα μου, στη μαύρη γη θα μπω
- ανάβω λαμπάδα, (στη γλώσσα της αργκό) δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «θα σ’ ανάψω λαμπάδα, αν ξαναπειράξεις την κόρη μου || μ’ άναψε λαμπάδα όποιος κάρφωσε στη γυναίκα μου πως έχω γκόμενα». Από το ότι συχνά καταγράφονται διάφορα ατυχήματα που προκαλούν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της νύχτας της Αναστάσεως, όταν, μετά το Δεύτε λάβετε φως, ανάβουν τις λαμπάδες τους και περιμένουν μέχρι τον αναστάσιμο ύμνο. Συνών. ανάβω δαδί / ανάβω καντήλα / ανάβω λάμπα / ανάβω φιτίλια / ανάβω φόκο / ανάβω φωτιά (β)·
- έγινε λαμπάδα, κάηκε ολοκληρωτικά: «ξέχασαν τη σόμπα αναμμένη κι έγινε το σπίτι λαμπάδα»·
- θα σου ανάψω λαμπάδα, λέγεται στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον να μας βοηθήσει, με την έννοια θα σου είμαι εξαιρετικά υπόχρεος· η φρ. πιο ολοκληρωμένη θα σου ανάψω λαμπάδα (στο) σαν το μπόι σου ή θα σου ανάψω μια λαμπάδα (στο) σαν το μπόι σου. Από την εικόνα του ατόμου που τάζει σε κάποιον άγιο ότι θα του ανάψει λαμπάδα από ευγνωμοσύνη, αν ευοδωθεί κάποια δουλειά του ή αν ξεπεράσει ανώδυνα κάποια δύσκολη κατάσταση·
- κάηκε σαν λαμπάδα ή κάηκε σαν τη λαμπάδα, (για πρόσωπα ή πράγματα) κάηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και με ένταση: «οι πυροσβέστες τυλίχτηκαν στις φλόγες και κάηκαν σαν λαμπάδα || το σπίτι τυλίχτηκε στις φλόγες και κάηκε σαν τη λαμπάδα»·
- κερί κεράκι, λαμπάδα λαμπαδάκι, βλ. λ. κερί·
- κορμί (σαν) λαμπάδα, που είναι ψηλό, αδύνατο και στητό: «χαιρόσουν να τον βλέπεις, γιατί είχε ένα κορμί λαμπάδα»·
- μετά φανών και λαμπάδων, λέγεται για θριαμβευτική, για μεγαλόπρεπη υποδοχή κάποιου μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα: «ο λαός υποδέχτηκε τους Ολυμπιονίκες μας μετά φανών και λαμπάδων».

λαρύγγι

λαρύγγι, το, ουσ. [<μτγν. λαρύγγιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λάρυγξ], ο λάρυγγας. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- βαθύ λαρύγγι, α. (ειρωνικά ή θαυμαστικά) γυναίκα που επιδίδεται μετά μανίας στο στοματικό έρωτα: «δεν ξέρω τι κάνει εκείνη, αλλά η τάδε είναι βαθύ λαρύγγι». Η φρ. άρχισε να χρησιμοποιείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εποχή που κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα το ομώνυμο βιβλίο της Ξαβιέ Χολάντερ. β. ο άγνωστος πληροφοριοδότης: «όλοι μέσα στο κόμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ψάχνουν να βρουν το βαθύ λαρύγγι που διέρρευσε την πληροφορία στην κυβέρνηση ότι ο αρχηγός της αντιπολίτευσης είχε την πρόθεση να υποβάλει πρόταση μομφής κατά του υπουργού οικονομικών (Ιούνιος 2005)». Έτσι είχε χαρακτηριστεί ο Μαρκ Φελτ ο οποίος το 1976 είχε αποκαλύψει μέσω δυο δημοσιογράφων το σκάνδαλο Γουότεργκεητ, που ανάγκασε σε παραίτηση τον Ρίτσαρντ Νίξον·
- βρέχω το λαρύγγι μου, πίνω, ξεδιψώ: «αν δεν έβρεχα το λαρύγγι μου, θα ’σκαζα απ’ τη δίψα». Πολλές φορές, το ξεδίψασμα γίνεται με οινοπνευματώδες ποτό: «μόλις έβρεξα το λαρύγγι μου με λίγο ουζάκι, ήρθα και στανιάρισα»·
- δροσίζω το λαρύγγι μου, βλ. συνηθέστ. βρέχω το λαρύγγι μου·
- έβγαλα το λαρύγγι μου, βλ. φρ. μου βγήκε το λαρύγγι·
- έχει ωραίο λαρύγγι, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για τραγουδιστή ή τραγουδίστρια που είναι καλλίφωνος, καλλίφωνη: «στο τάδε μαγαζί τραγουδάει ένας νέος τραγουδιστής που έχει ωραίο λαρύγγι»·  
- θα σου κόψω το λαρύγγι, θα σε αποκεφαλίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου κόψω το λαρύγγι»·
- θα σου στρίψω το λαρύγγι, θα σε πνίξω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναβάλεις στο στόμα σου τ’ όνομα της οικογένειάς μου, θα σου στρίψω το λαρύγγι»·
- θα σου φάω το λαρύγγι, βλ. συνηθέστ. θα σου φάω το καρύδι, λ. καρύδι·
- μου βγήκε το λαρύγγι, φώναζα πάρα πολύ δυνατά, ξελαρυγγίστηκα: «μου βγήκε το λαρύγγι να τον φωνάζω κι αυτός δε μ’ άκουγε»· 
- ξεράθηκε το λαρύγγι μου, βλ. φρ. στέγνωσε το λαρύγγι μου·
- πρώτο λαρύγγι, (ειρωνικά ή θαυμαστικά) γυναίκα που κάνει πάρα πολύ καλό στοματικό έρωτα: «γνώρισα πολλές τσιμπουκλούδες στη ζωή μου, αλλά η τάδε είναι πρώτο λαρύγγι»· βλ. και φρ. χρυσό λαρύγγι·
- στέγνωσε το λαρύγγι μου, α. δίψασα πολύ: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το λαρύγγι μου». β. έχω μεγάλη επιθυμία να πιω οινοπνευματώδες ποτό: «πάμε να πιούμε κάνα ουζάκι, γιατί στέγνωσε το λαρύγγι μου»·
- τον πιάνω απ’ το λαρύγγι, α. τον πιέζω φορτικά: «επειδή έμαθε πως είναι καλόψυχος, τον έπιασε απ’ το λαρύγγι για να τον βοηθήσει». β. απαιτώ φορτικά από κάποιον κάτι που μου ανήκει: «αν δεν τον έπιανα απ’ το λαρύγγι, δε θα ’παιρνα πίσω τα δανεικά που του ’χα δώσει»·
- του ’κοψα το λαρύγγι, τον έσφαξα, τον αποκεφάλισα: «πάνω στα νεύρα μου, τράβηξα την κάμα απ’ τη μέση μου και του ’κοψα το λαρύγγι»·
- του ’στριψα το λαρύγγι, τον στραγγάλισα: «πάνω στα νεύρα μου τον έπιασα απ’ το λαιμό και του ’στριψα το λαρύγγι»·
- του ’φαγα το λαρύγγι, βλ. συνηθέστ. του ’φαγα το καρύδι, λ. καρύδι·
- χρυσό λαρύγγι, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πάρα πολύ καλή φωνή: «το νεοελληνικό τραγούδι έχει να επιδείξει πολλά χρυσά λαρύγγια». Συνών. χρυσή φωνή.

Λίβανος

Λίβανος, ο, [<αραβ. al-Lubnaniya], ο Λίβανος·
- έγινε Λίβανος, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «όταν πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια έγινε Λίβανος». Αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στο Λίβανο τη δεκαετία του 1970. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·
- θα γίνει Λίβανος, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα γίνει Λίβανος». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας.     

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

μαθαίνω

μαθαίνω, ρ. [<ἔμαθον, αόρ. του αρχ. ρ. μανθάνω], μαθαίνω. 1. πληροφορούμαι: «έμαθα ότι με κακολόγησες || μαθαίνω πως πας πολύ καλά στη δουλειά σου». 2. αποκτώ πείρα: «αν δεν πάθεις πολλά στη ζωή σου, δε μαθαίνεις». 3. συνηθίζω σε κάτι: «έμαθε στο πιοτό || έμαθε στα χαρτιά || έμαθε να λέει ψέματα || έμαθε στην καλοπέραση και δε θέλει να δουλέψει». (Ακολουθούν 39 φρ.)·
- από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να μάθει, έκφραση με την οποία δικαιολογούμε μια δυναμική ενέργειά μας εναντίον κάποιου, με την έννοια ότι ενεργήσαμε έτσι για να τον σωφρονίσουμε: «επειδή έκανε συνέχεια αταξίες, του ’δωσα ένα χέρι ξύλο για να μάθει»·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. λ. δουλειά·
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. λ. γάιδαρος·
- έμαθα κι απόμαθα, χέζω και το μάστορά μου, βλ. λ. μάστορας·
- έμαθα να βελονιάζω και γαμώ το μάστορή μου, βλ. λ. μάστορας·
- έμαθα να μαστορεύω και γαμώ το μάστορή μου, βλ. λ. μάστορας·
- έμαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- έμαθε πολλά, βλ. λ. πολύς·
- έμαθε το μάθημα απ’ έξω ή το ’μαθε καλά το μάθημα ή το ’μαθε το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- έμαθε το ποίημα απ’ έξω ή το ’μαθε καλά το ποίημα ή το ’μαθε το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- έτσι σ’ έμαθαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- η κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, ξέχασε το δικό της, βλ. λ. κουρούνα·
- θα σε μάθω! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του φερθούμε με τον ίδιο άσχημο τρόπο με τον οποίο μας φέρεται ή πως θα ’ρθει ο καιρός που θα τον εκδικηθούμε για κάτι κακό που μας έχει κάνει ή πως θα του συμπεριφερθούμε γενικά με σκληρότητα, πως θα τον τιμωρήσουμε: «αν με κατηγορήσεις ξανά, θα σε μάθω! || αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε μάθω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εγώ·
- θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, βλ. λ. κώλος·
- μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- μαθαίνουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, βλ. λ. μπιλιάρδο·
- μαθαίνουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. λ. σκάκι·
- μαθαίνω απ’ έξω (κάτι), βλ. λ. έξω·
- μαθαίνω γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- μαθαίνω να κάνω (κάτι), αποκτώ την ευχέρεια, τη γνώση ή την πείρα να ενεργώ ή να κατασκευάζω κάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο: «έμαθε να κάνει ωραίες φιγούρες, όταν χορεύει || έμαθε να κάνει ξυλόγλυπτα διακοσμητικά αντικείμενα»·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- μαθαίνω τα μυστικά του επαγγέλματος, βλ. λ. μυστικό·
- μάθανε πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι, βλ. λ. γύφτος·
- μάθανε πως είμαστε πουτάνες, πλακώσανε οι γαμιάδες, βλ. λ. γαμιάς·
- μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν πεινάσεις, πιάσ’ τηνε ή μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν τη χρειαστείς, πιάσ’ τηνε, βλ. λ. τέχνη·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- το ’μαθα απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. έξω·
- το μαθαίνω νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το μαθαίνω νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το μαθαίνω ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- τον έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. έξω·
- τον έμαθα απ’ την καλή, βλ. λ. καλός·
- τον έμαθα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα, βλ. λ. γεράματα·
- χείλι με χείλι το μαθαίνουν χίλιοι, βλ. λ. χείλι.

μακριά

μακριά, επίρρ. [<μσν. επίρρ. μακρέα]. 1. σε απόσταση (χρονική ή τοπική): «στεκόταν ο ένας μακριά απ’ τον άλλο || του είπα να περιμένει ένα μήνα ακόμα, αλλά του φάνηκε μακριά και μου ’στειλε τον κλητήρα για κατάσχεση || μένω μακριά από δω που βρισκόμαστε». 2. σε απόσταση με αποτρεπτική έννοια: «μακριά απ’ αυτόν τον άνθρωπο, αν θέλεις να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο || μακριά από παρόμοιες σκέψεις, γιατί θα βρεθείς μπλεγμένος». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- από μακριά, από μακρινή απόσταση: «η φωνή ακούστηκε από μακριά || δεν άκουσε, επειδή του φώναξε από μακριά»·
- από μακριά και φίλοι, βλ. λ. φίλος·
- από μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
- βλέπω μακριά, είμαι διορατικός: «αν δεν έβλεπα μακριά, θα ’πεφτα σ’ ένα σωρό παγίδες»·
- δεν είναι μακριά, δεν αργεί να έρθει, δε θα αργήσει να έρθει κάποιος ή κάτι: «όπου να ’ναι έρχεται, γιατί δεν είναι μακριά || δεν είναι μακριά το καλοκαίρι || με τη ζωή που κάνει δεν είναι μακριά απ’ την καταστροφή του»·
- δεν είσαι μακριά, (για τόπο και χρόνο) δεν απέχεις πολύ από την πραγματικότητα: «με τη μεγάλη ζωή που άρχισε να κάνει ο τάδε, μου φαίνεται πως θα χρεοκοπήσει. -Δεν είσαι μακριά || σαν απατεώνας μου φαίνεται αυτός ο άνθρωπος. -Δεν είσαι μακριά»·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- είμαστε μακριά, οι απόψεις μας ή οι όροι μας θέλουν πολύ ακόμα για να συμπέσουν, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία: «οι διαπραγματεύσεις μας βρίσκονται σε καλό δρόμο, αλλά είμαστε μακριά ακόμα για να υπογράψουμε τα συμβόλαια»·
- είναι μακριά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι μακριά ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είσαι μακριά, απέχεις πολύ από την πραγματικότητα: «για να πέσει έξω μια τέτοια επιχείρηση, σίγουρα δεν είχε καλό κουμάντο. -Είναι κι αυτός ένας λόγος, αλλά είσαι μακριά»·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- η αρχοντιά μυρίζει από μακριά, βλ. λ. αρχοντιά·
- θα πάει μακριά η βαλίτσα; βλ. λ. βαλίτσα·
- θα πάει μακριά η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- θα πάει πολύ μακριά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτή η αφόρητη κατάσταση, αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «τι γίνεται, ρε παιδιά! Θα πάει μακριά αυτός ο θόρυβος;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει μακριά η δουλειά(;)·
- κάλλιο μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
- κρατώ μακριά μου (κάποιον ή κάτι), αποφεύγω κάποιον ή κάτι, δεν έρχομαι σε επαφή μαζί του: «κρατώ μακριά μου αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι απατεώνας || κρατώ μακριά μου τα ναρκωτικά»·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. κώλος·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είναι και τόσο, βλ. λ. κώλος·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- μακριά από δω! (ενν. από το χώρο που βρισκόμαστε), βλ. φρ. μακριά από μας(!)·
- μακριά από λόγου μας! βλ. φρ. μακριά από μας(!)·
- μακριά από μας! (ενν. που είμαστε τώρα συγκεντρωμένοι), ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό που κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Μακριά από μας! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, μακριά από μας, και τραβιέται με τους γιατρούς!». Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / Θεός φυλάξοι(!)·
- μακριά από μένα, λέγεται από άτομο σε κάποιον που επιχειρεί να του αποδώσει λόγους ή προθέσεις που δεν εγκρίνει, που δεν είναι της φιλοσοφίας του: «μακριά από μένα τέτοια λόγια, γιατί εγώ ποτέ δεν υποστήριξα πως πρέπει ν’ αποκλείσουμε απ’ την κοινωνία μας τους χρήστες ναρκωτικών»·
- μακριά τα χέρια από…, βλ. λ. χέρι·
- μένω μακριά (από κάποιον ή από κάτι), βλ. φρ. κρατώ μακριά μου·
- μην πας μακριά, δε χρειάζεται να σκεφτείς ή να ψάξεις πολύ: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι. -Μην πας μακριά, να δεις που σε λίγο θα το διαλύσουν || αν θες να δεις την κατάληξη του ανθρώπου που μπλέκει με τα ναρκωτικά, μην πας μακριά. Δες τι έπαθε ο γείτονάς σου»·
- πάει μακριά η βαλίτσα, βλ. λ. βαλίτσα·
- πάει μακριά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πάει πολύ μακριά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «κάντε και λίγη ησυχία, ρε παιδιά, γιατί πάει μακριά αυτός ο θόρυβος μεσημεριάτικα». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει μακριά η δουλειά·   
- πάμε μακριά, απομακρυνόμαστε από το θέμα που μας απασχολεί, από το θέμα που κουβεντιάζουμε: «μη θίξεις αυτό το θέμα, γιατί τότε πάμε μακριά»·
- που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, βλ. λ. αγάλια·
- τα ψεύτικα τα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- φωνάζει από μακριά, βλ. λ. φωνάζω.

μαλακία

μαλακία, η, ουσ. [<αρχ. μαλακία], ο αυνανισμός. 1. βλακώδης λόγος ή ενέργεια, ανόητη πράξη ή λόγος: «τι μαλακία ήταν αυτή που είπες! || τι μαλακία ήταν αυτή που έκανες!». 2. έργο τέχνης ή δημόσιο θέαμα πολύ κακής ποιότητας: «διάβασα ένα βιβλίο που ήταν μαλακία || είδα ένα κινηματογραφικό έργο σκέτη μαλακία». 3. στον πλ. οι μαλακίες, λόγια ψεύτικα, ανόητα, χωρίς περιεχόμενο, πράξεις ανόητες, χωρίς περιεχόμενο: «άσε τις μαλακίες και μίλα σοβαρά». Υποκορ. μαλακιούλα, η. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να ’χει το γαμήσι, έκφραση που υποστηρίζει πως πολλές φορές η μαλακία προσφέρει μεγαλύτερη ηδονή από τη σεξουαλική πράξη. (Τραγούδι: αλλά εγώ το ’χα αποφασίσει αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να ’χει το γαμήσι κι ώσπου να ’ρθει αυτό που θα με συγκλονίσει, θα ταξιδεύω μόνος μου στον κόσμο της ντροπής
- βαράω μαλακία, βλ. φρ. τραβώ μαλακία·  
- βαράω μια μαλακία, βλ. φρ. τραβώ μια μαλακία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι, λέει και κάνει συνεχώς ανοησίες, βλακείες, είναι πολύ μαλάκας, μεγάλος μαλάκας: «κάνει ό,τι του κατέβει, γιατί η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι»·
- η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. φρ. η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι·
- η μαλακία του κατεβάζει ντακότα, βλ. φρ. η μαλακία του σταματάει τρένο·
- η μαλακία του πλέκει πουλόβερ, βλ. συνηθέστ. η μαλακία του σταματάει τρένο·
- η μαλακία του ρίχνει ντουβάρι, βλ. φρ. η μαλακία του σταματάει τρένο·
- η μαλακία του σταματάει τρένο, είναι πολύ ανόητος, πολύ βλάκας, πολύ μαλάκας: «είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η μαλακία του σταματάει τρένο || είναι τόσο μαλάκας, που η μαλακία του σταματάει τρένο»·
- θα σε φάει η μαλακία, λέγεται υποτιμητικά σε άτομο που κάνει συνεχώς βλακείες, ανοησίες·
- κάνω μαλακία ή κάνω μαλακίες, α. ενεργώ απερίσκεπτα, ηλίθια: «αφού κάνεις μαλακίες, καλά να πάθεις τώρα που τα τραβάς». β. κάνω άσχημα μια εργασία, μια κατασκευή: «ποιος έκανε αυτή τη μαλακία και θέλει λεφτά κι από πάνω!»·
- λέω μαλακία ή λέω μαλακίες, λέω ανοησίες, βλακείες: «κάθε φορά που θ’ ανοίξεις το στόμα σου, δε λες τίποτ’ άλλο από μαλακίες»·
- μαλακία που τον δέρνει! α. έκφραση που χαρακτηρίζει μειωτικά τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου: «πάλι έχασε όλα του τα λεφτά στα χαρτιά. -Μαλακία που τον δέρνει! || ερωτεύτηκε μια πιτσιρίκα και θέλει να χωρίσει τη γυναίκα του. -Μαλακία που τον δέρνει!». β. έκφραση που χαρακτηρίζει μειωτικά τη μαλθακότητα, τη χαυνότητα κάποιου: «τι μαλακία που τον δέρνει! Με το ρυθμό που δουλεύει, δε θα τελειώσει τη δουλειά ούτε σε δέκα χρόνια!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι μαλακία(!)·
- μαλακία το ανάγνωσμα ή μαλακίες το ανάγνωσμα, βλ. λ. ανάγνωσμα·
- με βρήκες μαλακό κι εκμεταλλεύεσαι τη μαλακία μου, λογοπαίγνιο που γίνεται ανάμεσα στο μαλακός και μαλακία·
- πετώ μαλακία ή πετώ μαλακίες, βλ. φρ. λέω μαλακία·
- ρίχνω μια μαλακία, λέω μια ανοησία, μια βλακεία: «έριξες μια μαλακία και μας έκανες άνω κάτω!»· βλ. και φρ. τραβώ μια μαλακία·
- τον δέρνει μαλακία! βλ. φρ. μαλακία που τον δέρνει(!)·
- τραβώ μαλακία, αυνανίζομαι και, κατ’ επέκταση, χάνω τον καιρό μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «τον έπιασα να τραβάει μαλακία μέσ’ στ’ αποχωρητήριο || εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τραβάει μαλακία»· βλ. και φρ. τραβώ μια μαλακία·
- τραβώ μια μαλακία, αυνανίζομαι: «χτες βράδυ τράβηξα μια μαλακία, που την κατευχαριστήθηκα»·
- χτυπώ μαλακία, βλ. συνηθέστ. τραβώ μαλακία·
- χτυπώ μια μαλακία, βλ. συνηθέστ. τραβώ μια μαλακία.

μαλλί

μαλλί, το, ουσ. [<μσν. μαλλίν <μαλλίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μαλλός], το μαλλί. 1. (στη γλώσσα της αργκό) τα λεφτά, τα χρήματα: «όταν έχεις μαλλί, όλοι σε υπολογίζουν». 2. στον πλ. ως επιφών. μαλλιά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά αγόρασε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά αγόρασε ο τάδε καινούριο αυτοκίνητο!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). (Ακολουθούν 80 φρ.)·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ζωή·
- αρπάζω την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ευκαιρία·
- αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά, (ιδίως για γυναίκες) συνεπλάκησαν άγρια, μαλλιοτραβήχτηκαν: «κάποια στιγμή νευρίασαν τόσο πολύ κι οι δυο, που αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά». Από το ότι, όταν συμπλέκονται δυο γυναίκες, συνήθως αρπάζονται από τα μαλλιά, σε αντίθεση με τους άντρες που γρονθοκοπούνται·
- άσπρα μαλλιά, μαύρα γαμήσια, βλ. φρ. άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής·
- άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή, έκφραση με ειρωνική διάθεση σε άτομο που έχουν αρχίσει να ασπρίζουν τα μαλλιά του, πράγμα που δείχνει πως έχει αρχίσει να γερνάει με όλα τα αρνητικά επακόλουθα των γηρατειών: «τη μια η πίεση, την άλλη το ουρικό οξύ, την παράλλη κάτι ταχυπαλμίες, μ’ έχουν κάνει να τρέχω συνέχεια από γιατρό σε γιατρό. -Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής, ότι και παραπάνω με κύρια αναφορά στις αρνητικές επιπτώσεις στο σεξ·  
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. συνηθέστ. άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής·
- άσπρισαν τα μαλλιά μου ή άσπρισε το μαλλί μου, α. γέρασα ή γέρασα πρόωρα από τους πόνους και τις ταλαιπωρίες της ζωής: «άσπρισαν τα μαλλιά μου κι ούτε κατάλαβα για πότε πέρασε η ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μόνη κι έρημη στο σπίτι κλαις κι εσύ τη συμφορά μου για το άμυαλο παιδί σου και ασπρίσαν τα μαλλιά σου). β. απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή, ιδίως λόγω της μεγάλης ηλικίας μου: «σε μένα μη κάνεις τον έξυπνο, γιατί άσπρισαν τα μαλλιά μου σ’ αυτή τη ζωή». γ. περιμένω σε κάποιο ραντεβού πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «άντε, βρε παιδάκι μου, άσπρισαν τα μαλλιά μου να σε περιμένω». δ. πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής μου, μέχρι να καταφέρω να πραγματοποιήσω κάτι: «άσπρισαν τα μαλλιά μου, μέχρι να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή». ε. εργάστηκα σε κάποια συγκεκριμένη επιχείρηση ανελλιπώς για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «δεν μπορεί κανείς να τον διώξει απ’ την επιχείρηση, γιατί μέσα σ’ αυτή άσπρισαν τα μαλλιά του». στ. ένιωσα έντονο τρόμο, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να πετάγεται βραδιάτικα απ’ τη γωνιά με το μαχαίρι στο χέρι, άσπρισαν τα μαλλιά μου». Από το ότι τυχαίνει, όταν κάποιος νιώσει έντονο τρόμο, να ασπρίσουν τα μαλλιά του·
- αφήνω μαλλί ή αφήνω μαλλιά, δεν τα κουρεύω σκόπιμα για να μακρύνουν: «αφήνει κι αυτός μαλλιά, γιατί είναι πάλι της μόδας»·
- βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του, βλ. συνηθέστ. βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, λ. μαλλιοκέφαλα·
- γίναμε μαλλιά κουβάρια, μαλώσαμε άγρια, πιαστήκαμε στα χέρια και κυλιστήκαμε στο χώμα, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «είχαμε εκνευριστεί και οι δυο τόσο πολύ, που κάποια στιγμή αρπαχτήκαμε και γίναμε μαλλιά κουβάρια». (Λαϊκό τραγούδι: αδελφές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια). Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- δεν έχει δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δίνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. δίνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- είναι (για) να τραβάς τα μαλλιά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! λέγεται για να δείξουμε την έντονη αντιπάθεια ή δυσαρέσκειά μας για κάποιον ή για κάτι: «δεν τον μπορώ τον τάδε, γιατί είναι για να τραβάς τα μαλλιά σου με τον παλιοχαρακτήρα που έχει! || μην πας να δεις την τάδε ταινία, γιατί είναι να τραβάς τα μαλλιά σου! || είναι τόσο βρομιάρης, που είναι για να τραβάει κανείς τα μαλλιά του!»·
- είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, λέγεται για άποψη, εκδοχή, συμπέρασμα, παρομοίωση ή συσχετισμό που στερείται παντελώς λογικής βάσης ή που φτάνει στα όρια της υπερβολής: «το να λες πως το κατσαριδάκι σου μπορεί ν’ αναπτύξει διακόσια είκοσι χιλιόμετρα την ώρα, είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά»·
- έπεσαν τα μαλλιά μου ή μου ’πεσαν τα μαλλιά, ένιωσα μεγάλη έκπληξη για κάτι θετικό ή αρνητικό που έπεσε στην αντίληψή μου: «οδηγούσε μια αυτοκινητάρα, που μου ’πεσαν τα μαλλιά, μόλις τον είδα || όταν τον είδα να σηκώνει το χέρι του για να χτυπήσει τον πατέρα του, μου ’πεσαν τα μαλλιά»· βλ. και φρ. μου πέφτουν τα μαλλιά·
- έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. φαλακρός·
- έρχονται (τα) χιόνια στα μαλλιά μου ή έρχονται στα μαλλιά μου (τα) χιόνια, βλ. λ. χιόνι·
- έχω μαλλί να ξάνω, έχω πολλή δουλειά μπροστά μου: «παιδιά, εγώ πρέπει να πάω στο γραφείο μου, γιατί έχω μαλλί να ξάνω». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί, ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο·
- θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε ξεμαλλιάσω, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα»·
- θα σου κόψω τα μαλλιά, θα σε τιμωρήσω, θα σε ντροπιάσω: «αν πεις ξανά κακό για το φίλο μου, θα σου κόψω τα μαλλιά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν σου πάει κάθε μέρα να γυρεύεις παντρειά, κάτσε φρόνιμα, γκρινιάρα, θα σου κόψω τα μαλλιά!). Από το ότι το κόψιμο των μαλλιών στη γυναίκα, και το ξύρισμα του κεφαλιού στον άντρα ήταν παλιότερα τρόπος προσβολής της προσωπικότητας, διαπόμπευσης ή σπάσιμο του ηθικού, λόγος για τον οποίο ο στρατός ήθελε τους νεοσύλλεκτους κεκαρμένους. Εξάλλου, στη δεκαετία του 1960, με τους περίφημους γιαουρτοπολέμους, η πολιτεία είχε ψηφίσει το νόμο 4000, περί τεντιμποϊσμού, που από τις βασικές ποινές του ήταν το ξύρισμα του κεφαλιού του ενόχου και η διαπόμπευσή του στους δρόμους·   
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί, παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κάνω τα μαλλιά μου, (και για τα δυο φύλα) χτενίζομαι: «κάνω τα μαλλιά μου χωρίστρα || κάνω τα μαλλιά μου περμανάντ || κάνω τα μαλλιά μου αλογουρά || μισό λεπτό να κάνω τα μαλλιά μου κι έρχομαι»·
- κατέβαινε το μαλλί! απειλητική έκφραση, με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «κατέβαινε γρήγορα το μαλλί, γιατί θα σε σύρω στα δικαστήρια! || έλα δω, ρε μπαταχτσή, κατέβαινε αμέσως το μαλλί που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε τα λεφτά! / κατέβαινε το παραδάκι! / κατέβαινε το χρήμα(!)· βλ. και φρ. να πέφτει το μαλλί(!)·
- κλάνω μαλλί, δειλιάζω, φοβάμαι: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, ο δικός σου έκλασε μαλλί και το βούλωσε»·
- μ’ άσπρισε τα μαλλιά, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε υπερβολικά: «ήταν τόσο τζαναμπέτικο παιδί, που μ’ άσπρισε τα μαλλιά μέχρι να το μεγαλώσω»·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, βλ. λ. αρνί·
- μακραίνω τα μαλλιά μου ή μακραίνω το μαλλί μου, τα αφήνω να μεγαλώσουν: «μακραίνει τα μαλλιά του, γιατί είναι της μόδας»·
- μακριά μαλλιά και λίγη γνώση ή μακρύ μαλλί και λίγη γνώση, α. λέγεται ειρωνικά για κείνους τους νεαρούς, που αφήνουν τα μαλλιά τους μακριά, υπονοώντας πώς δεν έχουν μυαλό, επειδή μιμούνται τους ξένους. Έκφραση που άρχισε να ακούγεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν επικράτησε η μόδα στους νεαρούς να αφήνουν μακριά μαλλιά, θέλοντας να μιμηθούν τους τραγουδιστές ξένων μουσικών συγκροτημάτων, ιδίως τους Μπητλς. β. λέγεται και για γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα που δε μοιάζει με καμιά, με μακριά μαλλιά και λίγη γνώση κι όταν θα πάθεις στη ζωή καμιά ζημιά, τότε θα δούμε ποιος θα σε γλιτώσει
- μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι, βλ. λ. ψωλή·
- μαλλιά αγγέλου, ο φιδές: «χτες βράδυ, επειδή έκανε κρύο, η μητέρα μου μαγείρεψε μια σούπα με μαλλιά αγγέλου»·
- μαλλιά σαν βούρτσα, μαλλιά πολύ σκληρά και συνήθως κοντά: «σπάζει δυο χτένες, όταν χτενίζεται, γιατί έχει κάτι μαλλιά σαν βούρτσα»·
- με γεια το μαλλί! φιλοφρονητική έκφραση σε κάποιον που κουρεύτηκε πρόσφατα·
- μοιραίο μαλλί, (ιδίως γυναικεία) που είναι μακριά και καλύπτουν επιτηδευμένα μέρος του προσώπου: «πέρασε πάλι εκείνη η ξιπασμένη με το μοιραίο μαλλί»·
- μου πέφτουν τα μαλλιά ή μου πέφτει το μαλλί, έχω τριχόπτωση: «πρέπει να πάω να με δει κάποιος ειδικός, γιατί τον τελευταίο καιρό μου πέφτουν τα μαλλιά || δε θυμάμαι από πότε άρχισε να μου πέφτει το μαλλί»· βλ. και φρ. έπεσαν τα μαλλιά μου·
- μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. φρ. μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. φρ. μ’ άσπρισε τα μαλλιά. (Λαϊκό τραγούδι: σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει άσπρα τα μαλλιά, μαύρη την καρδιά. Σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει το φτωχό κορμί σαν το δέντρο που το κάψαν χίλιοι κεραυνοί. Γιατί με πρόδωσες, γιατί;
- να πέφτει το μαλλί! κατηγορηματική έκφραση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, να πέφτει το μαλλί!»· βλ. και φρ. κατέβαινε το μαλλί(!)·
- ξοδεύω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. ξοδεύω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, βλ. λ. λύκος·
- ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, όταν κανείς κινδυνεύει, χρησιμοποιεί ακόμα και τους πιο μάταιους, τους πιο απεγνωσμένους τρόπους για να σωθεί·
- πέσε το μαλλί! βλ. φρ. να πέφτει το μαλλί(!)·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, βλ. λ. πέτρα·
- πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, ενώ υπολόγιζε πως θα κερδίσει ή θα ωφεληθεί από κάποιον ή από κάτι, στο τέλος, όχι μόνο δεν κέρδισε ή δεν ωφελήθηκε, αλλά βγήκε και χαμένος, ζημιωμένος: «ήθελε να τον συναντήσει για να του ζητήσει δανεικά, αλλά πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος γιατί όχι μόνο δεν του πήρε δανεικά, αλλά του ’δωσε κι αυτά τα λίγα που είχε απάνω του». (Λαϊκό τραγούδι: εδώ να κάτσεις φρόνιμα, τ’ ακούς ξεμυαλισμένη; Γιατί, αν ήρθες για μαλλί, άμυαλη, θα φύγεις κουρεμένη
- πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, βλ. λ. αστακός·
- πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά ή πιάστηκαν μαλλί με μαλλί ή πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά, (ιδίως για γυναίκες) συνεπλάκησαν, τραβώντας η μια τα μαλλιά της άλλης (συνηθισμένος άλλωστε τρόπος μαλώματος των γυναικών): «επειδή είχε την εντύπωση πως κολλούσε τον άντρα της, την περίμενε έξω απ’ το κομμωτήριο και πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά || κάποτε ήταν αγαπημένες φιλενάδες, αλλά πιάστηκαν μαλλί με μαλλί για έναν άντρα»·
- πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- πόσο πάει το μαλλί; πόσο κοστίζει, πόσο στοιχίζει, πόσο τιμάται: «είναι πολύ ωραίο ρολόι, αλλά πόσο πάει το μαλλί;»·
- στρώνω τα μαλλιά μου ή στρώνω το μαλλί μου, τα χτενίζω, τα φορμάρω με τη χτένα ή τις παλάμες μου: «καθόταν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσε να στρώσει τα μαλλιά της || έστρωσε τα μαλλιά του με τις παλάμες του και κινήθηκε προς το μέρος της || στρώσε το μαλλί σου, γιατί πετάει απ’ τα πλάγια»·
- τ’ άσπρα μαλλιά, α. χαρακτηρίζει τη γεροντική ηλικία: «όταν βλέπεις άσπρα μαλλιά, να σηκώνεσαι και να παραχωρείς τη θέση σου || να σέβεσαι και να τιμάς τ’ άσπρα μαλλιά». β. χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ανεξαρτήτου ηλικίας, που πέρασε πολλές πίκρες, πολλές στενοχώριες, πολλά βάσανα στη ζωή του: «απ’ τ’ άσπρα μαλλιά του μπορείς να καταλάβεις τι πέρασε αυτός ο άνθρωπος μέσ’ στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: τι πόνους κρύβει μες την καρδιά του το μαρτυράνε τ’ άσπρα μαλλιά του, του σπιτιού κολόνα είναι ο πατέρας, σαν το βράχο στέκει σ’ ό,τι κι αν συμβεί
- τα γκρίζα μαλλιά, χαρακτηρίζουν το άτομο που έχει αρχίσει να γερνάει: «τα γκρίζα μαλλιά δίνουν μια ήρεμη γοητεία στον άντρα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά μου κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τα κάνω μαλλιά κουβάρια, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, επιφέρω μεγάλη καταστροφή, ιδίως σε κάποιο κλειστό χώρο: «μπήκε νευριασμένος μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα μαλλιά κουβάρια». β. μπερδεύω, χαλώ μια δουλειά ή μια υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη: «τον άφησα για λίγες μέρες υπεύθυνο στη δουλειά μου και μου τα ’κανε μαλλιά κουβάρια»·
- τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- της γριάς το μαλλί ή το μαλλί της γριάς, βλ. λ. γριά·
- της κακής κυράς και τα μαλλιά της φταίγουν, βλ. λ. κυρά·
- της κακιάς ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, βλ. λ. ψωλή·
- τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά, α. τον συλλαμβάνω βίαια, τον ακινητοποιώ: «κάποια στιγμή προσπάθησε να του ξεφύγει, αλλά αυτός τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τον γονάτισε». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν τον άρπαζα απ’ τα μαλλιά, δε θα μου επέστρεφε τα δανεικά που μου χρωστούσε»·
- τον βουτώ απ’ τα μαλλιά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον γραπώνω απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον μαγκώνω απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον πιάνω απ’ τα μαλλιά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά. (Λαϊκό τραγούδι: κι απάνω στη στερνή γουλιά δίνουν οι άντρες δρασκελιά πιάνουν το Χάρο απ’ τα μαλλιά τον σέρνουν και τρεκλίζει. Και η ζωή ανθίζει)·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, τον ξεμάλλιασε, τον ξυλοκόπησε άγρια και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά: «όταν είδε ο πατέρας του πως ήταν πάλι μεθυσμένος, του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα»·
- του μάδησε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του μάδησε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- του ξερίζωσε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ξερίζωσε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- τους κάνω μαλλιά κουβάρια, με διαβάλματα ή άλλες ενέργειες δημιουργώ φασαρία, αναστάτωση, σε μια ομάδα ή σε ένα κύκλο ατόμων, ιδίως σε συγγενείς ή φίλους: «μπήκε στην παρέα τους και με διάφορα υπονοούμενα τους έκανε μαλλιά κουβάρια τους ανθρώπους»·
- τραβήχτηκαν απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά·
- τραβώ τα μαλλιά μου, α. νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, μεγάλη απελπισία, μεγάλη απογοήτευση, μετανιώνω πικρά: «όταν την είχα, δεν ήξερα τι διαμάντι γυναίκα ήταν και τώρα που χωρίσαμε, τραβάω τα μαλλιά μου || τον βοήθησα οικονομικά, αλλά έμαθα πως ήταν απατεώνας, και τώρα τραβώ τα μαλλιά μου». β. νιώθω μεγάλη έκπληξη για καλό ή για κακό: «αν τον έβλεπες τι γυναικάρα κυκλοφορούσε, θα τραβούσες τα μαλλιά σου || τράβηξα τα μαλλιά μου, μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: πάει ο κάβουρας το βράδυ, βρίσκει το τσαρδί ρημάδι! Ψάχνει για τη φαμελιά του και τραβάει τα μαλλιά του
- τρώω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- χάνω τα μαλλιά μου, μου πέφτουν από κάποια ασθένεια ή από γηρατειά: «έκανε κάτι χημικές ακτινοβολίες για να καταπολεμήσει τον καρκίνο που είχε, κι έχασε τα μαλλιά του || οι περισσότεροι άντρες, καθώς γερνούν, χάνουν τα μαλλιά τους»·
- χάνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- χέζω μαλλί, φοβάμαι υπερβολικά, τρομοκρατούμαι: «χέζω μαλλί, κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- χρωστώ τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. χρωστώ τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα.

μανούλα

μανούλα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. μάνα]. 1. μάνα μικρής ηλικίας: «στα δεκαεπτά της είχε γίνει μανούλα». 2. χαϊδευτική προσφώνηση της μάνας. (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα,θα φύγω, μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω
- είναι μανούλα (σε κάτι), είναι ικανότατος, πολύ επιτήδειος, πολύ έμπειρος σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη: «ο τάδε είναι μανούλα γι’ αυτή τη δουλειά που θέλεις να κάνεις || σ’ αυτού του είδους τις κατασκευές είναι μανούλα ο τάδε»·
- θα κλάψουν μανούλες, θα γίνει μεγάλο κακό, μεγάλη αναταραχή, θα επιβληθούν αυστηρές ποινές, σκληρές τιμωρίες: «αν δεν τελειώσει η δουλειά στη συγκεκριμένη ημερομηνία, θα κλάψουν μανούλες». (Λαϊκό τραγούδι: θα γίνει χαμός, μεγάλος χαμός, θα κλάψουν μανούλες απόψε
- μανούλα μου! α. χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο η οποία δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «άργησες, μανούλα μου, και μ’ έφαγε η αγωνία || όλο το βράδυ, μανούλα μου, το πέρασα με τη σκέψη σου». (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα μου μανίτσα μου θα πάρω τη βαλίτσα μου). β. επιφωνηματική έκφραση φόβου: «μανούλα μου, θα σκοτωθούμε!»·
- να μη χαρώ τη μανούλα μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «να μη χαρώ τη μανούλα μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να χαρείς τη μανούλα σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς τη μανούλα σου, βοήθησέ με να τελειώσω αυτή τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·  
- ωχ, μανούλα μου! επιφωνηματική έκφραση πόνου, παράπονου, απελπισίας ή απογοήτευσης: «ωχ, μανούλα μου, δεν αντέχω άλλα βάσανα!».  

μασέλα

μασέλα, η, ουσ. [<ιταλ. mascella], η μασέλα· η ξένη οδοντοστοιχία: «έχει τόσα πολλά χαλασμένα δόντια, που πρέπει να περάσει ολόκληρη μασέλα»·
- θα τρώμε με δέκα μασέλες, πρόβλεψη ή υπόσχεση σε κάποιον ή κάποιους για μελλοντική ευημερία: «υπομονή, γιατί, μόλις έρθει το κόμμα μας στα πράγματα, θα τρώμε με δέκα μασέλες»·
- θα τρώμε με διπλές μασέλες, βλ. φρ. θα τρώμε με δέκα μασέλες·
- του ’φυγε η μασέλα, α. δέχτηκε ισχυρότατο χτύπημα στη σιαγόνα του: «έφαγε τέτοια μπουνιά, που του ’φυγε η μασέλα». β. ξεκαρδίστηκε στα γέλια: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο, που, σαν άρχισε να γελάει, του ’φυγε η μασέλα». γ. έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις την είδε αγκαλιά με το φίλο του άντρα της, του ’φυγε η μασέλα». Από το ότι, όταν κάποιος κυριεύεται από μεγάλη έκπληξη, πολλές φορές ανοίγει υπερβολικά το στόμα του·
- τρώει με δέκα μασέλες, εκμεταλλεύεται στο έπακρο μια κατάσταση για προσωπικό του όφελος: «απ’ τη μέρα που βγήκε το κόμμα του, τρώει με δέκα μασέλες»·
- τρώει με διπλές μασέλες, βλ. συνηθέστ. τρώει με δέκα μασέλες.

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μεγαλόσταυρος

μεγαλόσταυρος, ο, ουσ. [<μεγαλο- + σταυρός], ο μεγαλόσταυρος· (ειρωνικά) η σύφιλη: «αφού γυρνούσε μ’ όλες τις βρομιάρες, καλά να πάθει που άρπαξε το μεγαλόσταυρο». Από τους σταυρούς που φαίνονται στην ανάλυση αίματος του συφιλιδικού·
- θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο, έκφραση αγανάκτησης, ιδίως προς τροχονόμο που δεν ενέδωσε στα παρακάλια μας να μη μας επιδώσει την κλήση για τροχαία παράβαση ή παράνομο παρκάρισμα, ή έκφραση αγανάκτησης προς ευθυνόφοβο δημόσιο υπάλληλο που δε μας εξυπηρέτησε, παρακάμπτοντας ανώδυνα τη γραφειοκρατία, ή έκφραση αγανάκτησης προς κάποιον που χωρίς ιδιαίτερο λόγο ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε. Αναφορά στο ανώτατο ελληνικό παράσημο. Συνών. θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά ή θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά / θα πάρεις το μετάλλιο ή θα σου δώσουν το μετάλλιο / θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης / θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό.

μούρη

μούρη, η, ουσ. [<μσν. μούρη <γενουατ. muro]. 1. το πρόσωπο, το μούτρο, η φάτσα, (για ζώα) η μουσούδα: «του ’δωσε μια μπουνιά στη μούρη και τον πήραν τα αίματα || το γουρούνι έχωσε τη μούρη του μέσα στις λάσπες». (Λαϊκό τραγούδι: για πρόσεξέ με, βλάμισσα, κοίτα με και στη μούρη, κοίτα να δεις αν φαίνομαι, αν μοιάζω για καψούρι // κυρά, τη μούρη του μικρού καθάρισε λιγάκι, παιδάκι μου, κοίτα εδώ που βγαίνει το πουλάκι). 2. η πρόσοψη οικοδομήματος: «οι ένοικοι αποφάσισαν να βάψουν τη μούρη της πολυκατοικίας τους». 3. το μπροστινό τμήμα του αυτοκινήτου, καθώς και κάθε τροχοφόρου ή μεταφορικού μέσου: «όπως έτρεχε με τ’ αυτοκίνητό του, χτύπησε με τη μούρη πάνω σε μια κολόνα, αλλά ευτυχώς δεν πειράχτηκε η μηχανή || τ’ αεροπλάνο έγειρε με τη μούρη του μπροστά και σύρθηκε για πολλά μέτρα πάνω στο διάδρομο προσγειώσεως». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- βάζει μούρη, (και για τα δυο φύλα) του αρέσει να κάνει γλειφομούνι, της αρέσει να κάνει τσιμπούκι: «πάντα στα προκαταρκτικά γουστάρει να βάζει μούρη». Συνών. βάζει μουσούδα·
- βάζει παντού τη μούρη του ή βάζει τη μούρη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μούρη του·
- για δε(ς) μούρη να θέλει και... ή για δε(ς) μούρη που θέλει και..., βλ. φρ. για κόψε μούρη να θέλει και(…)·
- για κόψε μούρη να θέλει και... ή για κόψε μούρη που θέλει και…, πώς αποτολμάς να θέλεις, με τι προσόντα αποτολμάς να θέλεις, να απαιτείς κάτι: «για δες μούρη που θέλει να γίνει και διευθυντής!»·
- είναι πολλή μούρη, (στη νεοαργκό) είναι πολύ εμφανίσιμος, πολύ εντυπωσιακός, πολύ όμορφος, είναι μουράτος: «η γυναίκα του τάδε είναι πολλή μούρη || ο γκόμενος της τάδε είναι πολλή μούρη»·
- έσπασε τη μούρη του, βλ. φρ. έφαγε τη μούρη του·
- έφαγε η μούρη του χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε κάποια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, αλλά έφαγε η μούρη του χώμα»·
- έφαγε τη μούρη του, α. χτύπησε, τραυματίστηκε, ιδίως σε τροχαίο ατύχημα: «όπως πήγε να πάρει τη στροφή με τη μοτοσικλέτα του, βγήκε απ’ το δρόμο κι έφαγε τη μούρη του». β. (γενικά) απέτυχε να πραγματοποιήσει το σκοπό του: «ζήτησε μια βδομάδα άδεια από το διευθυντή του κι έφαγε τη μούρη του, γιατί του την αρνήθηκε || τα ’ριξε στην τάδε γκόμενα κι έφαγε τη μούρη του, γιατί του ’δωσε χυλόπιτα»·
- έχει παντού τη μούρη του ή έχει τη μούρη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μούρη του·
- έχω μούρη, α. είμαι υπολογίσιμος σε ένα κύκλο ανθρώπων, μετρώ: «ο τάδε έχει μούρη στο εμπορικό κύκλωμα». β. έχω εμπιστοσύνη στην εμφάνισή μου, είμαι μουράτος: «γιατί να μην αρέσω στη γκόμενα που θα φέρεις, μήπως δεν έχω μούρη;». γ. έχω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου, στις δυνατότητές μου ή στις ικανότητές μου: «έχεις μούρη να τα βάλεις μαζί του; || έχεις μούρη ν’ ασχοληθείς μ’ αυτή τη δουλειά;»·
- η μούρη σου (του, της), περιφρονητικά αντί του εσύ (αυτός, αυτή): «τι θέλει πάλι η μούρη σου εδώ; || ήρθε πρωί πρωί η μούρη του και μου ζητούσε δανεικά»·
- ήρθα μούρη με μούρη (με κάποιον), α. συναντήθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «όπως έστριψα απ’ τη γωνιά, ήρθα μούρη με μούρη με τον τάδε». Από την εικόνα δυο ατόμων που συναντιούνται ξαφνικά και κοιτάζονται κατά πρόσωπο. β. ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον, έτοιμος να μαλώσω μαζί του: «μου πέταξε ένα υπονοούμενο κι ήρθα μούρη με μούρη μαζί του, κι αν δεν έμπαιναν οι άλλοι στη μέση, θα γινόμασταν μπίλιες». Από την εικόνα των ατόμων που λίγο πριν μαλώσουν, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια ή ύβρεις πλησιάζοντας απειλητικά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου για να δείξουν πως δε φοβούνται·
- θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο, (στη νεοαργκό) θα κάνω τα αδύνατα δυνατά, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω το σκοπό μου: «απ’ τη στιγμή που στο υποσχέθηκα, θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο για να σε βοηθήσω»·
- θα σου πέσει η μούρη; βλ. φρ. θα σου πέσει το καπέλο; λ. καπέλο·
- θα σου σπάσω τη μούρη, βλ. συνηθέστ. θα σου σπάσω τα μούτρα, λ. μούτρο·
- θα στο τρίψω στη μούρη, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα αντιδράσω δυναμικά, στην περίπτωση που μου δώσει κάτι, το οποίο δε με ικανοποιεί ή με δυσαρεστεί: «για να τόλμησε να μου φέρεις σκάρτο εμπόρευμα και θα στο τρίψω στη μούρη!»·
- θα σου τρίψω τη μούρη, θα σε τιμωρήσω αυστηρά, θα σε δείρω άγρια: «αν δε μου φέρεις μέχρι αύριο τα λεφτά, θα σου τρίψω τη μούρη, όπου κι αν τον βρω»·
- κατεβάζω μούρη ή κατεβάζω τη μούρη ή κατεβάζω τη μούρη μου, βλ. συνηθέστ. κατεβάζω μούτρα·
- κόβω μούρη, προσπαθώ να ψυχολογήσω κάποιον για να δω τι μέρος του λόγου είναι, εξετάζοντας προσεκτικά το πρόσωπό του και γενικά το παρουσιαστικό του: «θέλω να κόψεις μούρη τον τάδε και να μου πεις τη γνώμη σου»·
- κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, δε χρειάζεται καν να προσπαθήσει κανείς να καταλάβει τι σόι άνθρωπος είναι κάποιος ή να τον ψυχολογήσει, γιατί από την πρώτη στιγμή που θα τον δει, μπορεί αμέσως να καταλάβει πως δεν είναι εντάξει άνθρωπος. Η φρ. συνοδεύεται και από μια περιφρονητική χειρονομία κατά την οποία, το χέρι σηκώνεται με τεντωμένη την παλάμη προς το πρόσωπο του ατόμου στο οποίο απευθύνεται η φρ. και ξαναπέφτει χτυπώντας ελαφρά στο μηρό·
- με κουκούλα στη μούρη κούκλα είναι, βλ. λ. κουκούλα·
- όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
- πετάει μούρη, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) βλ. λ. μουριάζει·
- πουλώ μούρη, α. κάνω φιγούρα, λεζάντα, επιδεικνύομαι, φέρομαι υπεροπτικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, πουλάει μούρη, γιατί νομίζει πως έγινε κάποιος». β. προσπαθώ να πείσω τους άλλους για τις δυνάμεις μου, τις δυνατότητές μου, τις ικανότητές μου, τα πλεονεκτήματά μου, τα προτερήματά μου, την περιουσία μου, που όμως στην πραγματικότητα δεν έχω, προσποιούμαι ότι είμαι σπουδαίος, πως είμαι κάτι: «εμένα μη μου πουλάς μούρη, γιατί ξέρω καλά τι σόι άνθρωπος είσαι || της πουλάει μούρη πως είναι λεφτάς»·
- σκατά στη μούρη σου! βλ. λ. σκατά·
- σκάω μούρη, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι κάπου ύστερα από καιρό απουσίας: «πήρε τα λεφτά κι εξαφανίστηκε, μόλις όμως σκάσει μούρη, θα τον σπάσω στο ξύλο || είχα καιρό να δω τον τάδε, ώσπου χτες βράδυ έσκασε μούρη στο μπαράκι». Συνών. σκάω μύτη·
- του ’κανα τη μούρη από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τη μούρη εμπριμέ (σουμπλιμέ, τρικολόρε, τρίο καρό, ψηφιδωτό), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- του ’κανα τη μούρη κρέας, βλ. λ.κρέας·
- του ’σπασα τη μούρη, βλ. συνηθέστ. του ’σπασα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- του στραπατσάρω τη μούρη, του προξενώ σοβαρές κακώσεις στο πρόσωπο, τον δέρνω πολύ άγρια: «του ’δωσε με δύναμη μια γροθιά και του στραπατσάρισε τη μούρη»·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- του το πέταξα στη μούρη, βλ. συνηθέστ. του το πέταξα στα μούτρα, λ. μούτρο·
- του το ’τριψα στη μούρη, του έδειξα με πλήρη ικανοποίηση το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας που υποστήριζε πως δεν ήμουν άξιος να πετύχω: «με ειρωνευόταν πως δε θα κατάφερνα να πάρω το πτυχίο μου και, μόλις το πήρα, του το ’τριψα στη μούρη»·
- του ’τριψα τη μούρη στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- του τσαλάκωσα τη μούρη, βλ. φρ. του τσαλάκωσα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- του χάλασα τη μούρη, βλ. φρ. του χάλασα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- τρίψ’ το στη μούρη σου! απάντηση αδιαφορίας που δίνεται σε κάποιον, όταν μας ρωτάει τι θα κάνει με κάτι που δεν τον ικανοποιεί ή που του δημιουργεί προβλήματα: «αφού το παράγγειλες, ή φά’ το ή τρίψ’ το στη μούρη σου και μη μας σκοτίζεις άλλο!»·
- τρώω στη μούρη, βλ. συνηθέστ. τρώω στη μάπα, λ. μάπα·
- φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- χώνει παντού τη μούρη του ή χώνει τη μούρη του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έχει τη μανία να χώνει παντού τη μούρη του, μέχρι που θα το φάει το κεφάλι του». Συνών. χώνει παντού τη μύτη του / χώνει παντού την ουρά του.

μουστάκι

μουστάκι, το, ουσ. [<μτγν. μουστάκιον <μυστάκιον, υποκορ. του αρχ. μύσταξ], το μουστάκι. 1. έντονα ίχνη που μένουν στο πάνω χείλος, όταν πίνουμε, ιδίως γάλα, μπίρα, ή τρώμε κάτι, ιδίως γλυκό με σαντιγί ή φαγητό με σάλτσα: «ήπιε ένα ποτήρι μπίρα με αφρό κι άφησε στο χείλι του ένα μουστάκι». 2. μακριές τρίχες που φυτρώνουν στο πάνω χείλος πολλών ζώων (γάτας, ποντικού, λιονταριού) καθώς και σε ορισμένα ψάρια  (μπαρμπούνι). (Λαϊκό τραγούδι: στ’ αγκίστρι του τσιμπά μπαρμπούνι με μουστάκια). 3. συνήθως στον πλ. τα μουστάκια, νηματοειδείς αποφύσεις ορισμένων φυτών, ιδίως του καλαμποκιού: «πριν βάλει το καλαμπόκι στα κάρβουνα, το καθάριζε απ’ το περίβλημά του και τα μουστάκια του». Υποκορ. μουστακάκι, το. (Ακολουθούν 15 φρ.)· 
- ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι ή ακόμη δεν έβγαλε μουστάκια, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη, λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι και θέλει να μας κάνει το δάσκαλο». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- ασικλίδικο μουστάκι, βλ. λ. ασικλίδικο·
- αφήνει μουστάκι ή αφήνει μουστάκια, δεν το ξυρίζει σκόπιμα για να μεγαλώσει: «αφήνει μουστάκι, γιατί νομίζει πως θα δείχνει σκληρός άντρας». Ο πλ. ίσως από το ότι πολλοί άντρες που διατηρούν μουστάκι, ακριβώς στη μέση αφήνουν ένα χώρισμα, οπότε φαίνεται πως στο πάνω χείλος υπάρχουν δυο μουστάκια·
- γελάνε και τα μουστάκια του, είναι τόσο ευχαριστημένος, τόσο ικανοποιημένος από την έκβαση κάποιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης, που είναι αδύνατο να το κρύψει: «απ’ τη μέρα που πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο, γελάνε και τα μουστάκια του»·
- γελώ κάτω απ’ τα μουστάκια μου ή γελώ κάτω απ’ το μουστάκι μου, είμαι πολύ ευχαριστημένος, πολύ ικανοποιημένος από την έκβαση κάποιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης, αλλά συγκρατώ, προσπαθώ να κρύψω τη χαρά που νιώθω: «πολύ τον έξυπνο μας έκανε αυτός ο τύπος, γι’ αυτό, μόλις την πάτησε, τόσο πολύ το φχαριστήθηκα, που γελούσα κάτω απ’ τα μουστάκια μου». (Τραγούδι: τώρα τα τραγούδια μας τους πέφτουνε λίγα, και κάτω από τα μουστάκια τους γελάν οι παλιοί, έχουν βλέπεις πίσω τους τη λάμψη του ’60, καθάρισαν αυτοί
- έφαγαν τα μουστάκια τους, λογομάχησαν ή μάλωσαν πολύ άγρια: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκαν χωρίς λόγο κι έφαγαν τα μουστάκια τους». Από την εικόνα δυο ατόμων που, καθώς λογομαχούν, πλησιάζουν απειλητικά ο ένας κοντά στο κεφάλι του άλλου τόσο, που σχεδόν τα πρόσωπά τους ακουμπούν, πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα να φάει ο ένας το μουστάκι του άλλου·
- θα σου δώσω να φας το μουστάκι σου, βλ. φρ. θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι (και θα στο δώσω να το φας), απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθώ πολύ προσβλητικά, πως θα τον εξευτελίσω: «αν πειράξεις ξανά την κόρη μου, θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας». Από το ότι ήταν πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, ιδίως λαϊκό ή ρεμπέτη να του ξυρίσουν το μουστάκι, πόσο περισσότερο μάλιστα και να του το δώσουν να το φάει. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, θεωρούνταν μεγάλη βρισιά να απειλήσεις κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι. (Λαϊκό τραγούδι: μπάτσοι και χωροφυλάκοι, βρε, μας ξυρίσαν το μουστάκι
- θα σου φάω το μουστάκι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ σκληρά: «αν πειράξεις ξανά τα κορίτσια της γειτονιάς μου, θα σου φάω το μουστάκι». (Λαϊκό τραγούδι: αν ξαναμπώ στη φυλακή με τον Καπετανάκη θε να σου φάω το μουστάκι
- θα φάμε τα μουστάκια μας, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «αν μάθω πως είπες ξανά κακιά κουβέντα για μένα, θα φάμε τα μουστάκια μας». Πολλές φορές, όταν αυτός που απειλεί δεν έχει μουστάκι, η φρ. κλείνει με το κι επειδή δεν έχω εγώ μουστάκι ό,τι φάμε θα φάμε απ’ το δικό σου·
- θρέφει μουστάκι ή θρέφει μουστάκια, (ειρωνικά) διατηρεί, δεν το ξυρίζει σκόπιμα για να  μεγαλώσει: «για να κάνει τον άγριο, θρέφει μουστάκι». Ο πλ. ίσως από το ότι πολλοί άντρες που διατηρούν μουστάκι, ακριβώς στη μέση αφήνουν ένα χώρισμα, οπότε φαίνεται πως στο πάνω χείλος υπάρχουν δυο μουστάκια·
- μουρμουρίζω κάτω απ’ τα μουστάκια μου, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι με τέτοιο τρόπο, που δε γίνεται αμέσως αντιληπτό: «οι άλλοι δεν κατάλαβαν, αλλά εγώ, που σε ξέρω, κατάλαβα απ’ την πρώτη στιγμή πως μουρμούριζες κάτω απ’ τα μουστάκια σου για την εύνοια που του έδειξαν»·
- μουστάκι σαν τσιγκέλι ή μουστάκια σαν τσιγκέλι, βλ. λ. τσιγκέλι·
- να χέσω τα μουστάκια σου! ή να χέσω το μουστάκι σου! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άντρα άσχετα αν έχει μουστάκι ή όχι με την έννοια είσαι άξιος περιφρόνησης: «να χέσω τα μουστάκια σου, πάλι λάθος έκανες τη δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη – αν του χέσω το μουστάκι!).β. απευθύνεται και με συμπάθεια σε οικείο ή φιλικό άτομο: «πάλι χτύπησες, να χέσω τα μουστάκια σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το χέσω· 
- το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη, βλ. φρ. το μουστάκι και το μούσι είν’ ο φερετζές του πούστη·
- το μουστάκι και το μούσι είν’ ο φερετζές του πούστη, από το ότι, υπάρχει σε ορισμένους η εντύπωση πως, μερικοί πούστηδες που θέλουν να κρύψουν την ιδιότητά τους, αφήνουν μουστάκι και μούσι για να δείχνουν ανδροπρεπείς.

μούτρο

μούτρο, το, ουσ. [<ιταλ. mutria], το μούτρο. 1. ο αλήτης, ο απατεώνας, ο ανήθικος και για το λόγο αυτό ο επικίνδυνος άνθρωπος, ο κακοποιός, ο παλιάνθρωπος: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτό το μούτρο, γιατί σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει και θα ’χεις τραβήγματα». 2α. (χαϊδευτικά) άνθρωπος έξυπνος, παμπόνηρος, καπάτσος: «δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι μεγάλο μούτρο». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήτανε ο Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς που ’φτιαξε τ’ αλογάκι, τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη). β. χαϊδευτική προσφώνηση σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο: «πώς από δω, ρε μούτρο!». Υποκορ. μουτράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μουτράκλα, η. (Ακολουθούν 91 φρ.)·
- απ’ τα μούτρα του φαίνεται (ακολουθεί συνήθως κακός χαρακτηρισμός), από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μπορεί κανείς να καταλάβει το ποιόν του: «απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι εγκληματίας || απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι έκφυλος άνθρωπος»·
- βάζω τα μούτρα μου (με κάποιον), επιδιώκω, προσπαθώ να συγκριθώ με κάποιον: «δεν έχεις τα φόντα να βάλεις τα μούτρα σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί αυτός είναι επιστήμονας κι εσύ είσαι ένας απλός εργατάκος». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου με μας τα παλικάρια
- δεν είναι για τα μούτρα μου (σου, του, της κ.λπ. κάποιος ή κάτι), (υποτιμητικά) δεν προορίζεται για μένα (για σένα γι’ αυτόν, γι’ αυτήν κ.λπ), δε μου αξίζει, είναι πολύ πιο ανώτερος από μένα: «αυτή η γυναίκα δεν είναι για τα μούτρα σου || πες του να μη χαίρεται, γιατί η θέση που χηρεύει δεν είναι για τα μούτρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσ’ η κούτρα σου δεν είναι για τα μούτρα σου στη γκόμενά μου μην ξανακολλάς
- δεν έχω μούτρα να..., ντρέπομαι να...: «δεν έχω μούτρα να τον συναντήσω, γιατί τον κατηγόρησα άδικα στον προϊστάμενό του»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να(…)·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, ντρέπομαι ή νιώθω ενοχή για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην τολμώ να συναναστραφώ τους ανθρώπους: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία || απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε η κατάχρηση που έκανα στην εταιρεία μου, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι μεγάλο μούτρο, είναι μεγάλος απατεώνας, είναι επικίνδυνος κακοποιός: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν, γιατί είναι μεγάλο μούτρο και θα βρεθείς μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβεις»·
- είναι πατάτες για τα μούτρα σου, βλ. λ. πατάτα·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έσπασε τα μούτρα του, α. απέτυχε τελείως, ολοκληρωτικά: «πήγε να κάνει μια δουλειά που δεν την ήξερε κι έσπασε τα μούτρα του». β. απέτυχε να συνάψει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα, γιατί δέχτηκε την άρνησή της: «της έκανε πρόταση να φτιάξουν, αλλά έσπασε τα μούτρα του, γιατί η τύπισσα είναι ερωτευμένη με άλλον». γ. χτύπησε άγρια στο πρόσωπό του: «όπως έτρεχε γλίστρησε κι έσπασε τα μούτρα του πάνω στο πεζοδρόμιο»·
- έφαγε τα μούτρα του, βλ. φρ. έσπασε τα μούτρα του· 
- έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα, έφυγε θυμωμένος: «επειδή του έκανε παρατήρηση ο μπάρμαν να μη φωνάζει, έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- έφυγε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με (τα) μούτρα κατεβασμένα·
- έφυγε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- έχει μούτρα και μιλάει! παρ’ όλη την αποτυχία που είχε, εξακολουθεί να προβάλλει ή να υποστηρίζει τη θέση του ή, παρ’ όλα αυτά τα άσχημα που έχει κάνει, εξακολουθεί να προσπαθεί να δικαιολογηθεί: «από μια λανθασμένη κίνησή του χάσαμε ένα σωρό λεφτά κι έχει μούτρα και μιλάει! || τον έπιασαν στα πράσα να βάζει χέρι στο ταμείο κι έχει μούτρα και μιλάει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ακόμα·
- ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα, ήρθε θυμωμένος: «μάλωσε το πρωί με τη γυναίκα του κι ήρθε στο γραφείο με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- ήρθε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·  
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου σπάσω τα μούτρα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «μη μου κολλάς, γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα»· 
- κάνω μούτρα, θυμώνω, κατσουφιάζω: «μια φορά να μην του δώσεις κάτι που σου ζητάει, κάνει αμέσως μούτρα»·
- κατεβάζω μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα μου, α. δείχνω έντονα τη δυσαρέσκειά μου, δυσαρεστούμαι, θυμώνω: «επειδή δεν του ’δωσα τα δανεικά που μου ζητούσε, κατέβασε τα μούτρα κι έφυγε». β. νιώθω έντονο παράπονο: «όταν έμαθε πως κόπηκε στις εξετάσεις, κατέβασε τα μούτρα του κι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα». γ. αναγνωρίζω, παραδέχομαι σιωπηρά το σφάλμα μου: «έκανε ένα σωρό βλακείες, κι όταν του ’βαλα τις φωνές, κατέβασε τα μούτρα του και δεν είπε κουβέντα»·
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. φρ. κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη·
- κόβω μούτρο, βλ. συνηθέστ. κόβω μούρη, λ. μούρη·
- κόψε μούτρο και βγάλε συμπέρασμα, βλ. συνηθέστ. κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, λ. μούρη·
- κρατώ μούτρα, σκυθρωπιάζω για να κάνω φανερή τη δυσαρέσκειά μου, χολώνομαι: «δεν τον προσκάλεσε ο τάδε στο πάρτι του και κρατάει μούτρα»· βλ. και φρ. κάνω μούτρα·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, θύμωσε, δυσαρεστήθηκε πάρα πολύ, πράγμα που έγινε αμέσως αντιληπτό από την έκφραση του προσώπου του: «δεν του ενέκρινε ο διευθυντής του την άδεια που του ζήτησε και κρέμασε τα μούτρα του ένα πήχη»·
- κρεμώ μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα μου, βλ. φρ. κατεβάζω μούτρα·
- κρύβω τα μούτρα μου, δε βλέπω κάποιον κατάματα από ντροπή, ιδίως από ενοχή (και κατεβάζω το κεφάλι μου έτσι ώστε να μην μπορεί να δει το πρόσωπό μου): «κάθε φορά που συναντιέμαι με τον τάδε κρύβω τα μούτρα μου, γιατί κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο»·
- μας κάνει μούτρα ή μου κάνει μούτρα, είναι θυμωμένος μαζί μου ή προσποιείται το θυμωμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τα βράδια συναντιόμαστε κρυφά απ’ αυτόν, μας κάνει μούτρα || μια φορά δεν του ’κανα τη χάρη που μου ζήτησε και μας κάνει μούτρα || μπορείς να μου πεις γιατί μου κρατάς μούτρα;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με τι μούτρα να…! λέγεται στην περίπτωση που δεν τολμάμε να ενεργήσουμε, να συμπεριφερθούμε όπως θέλουμε ή όπως αρμόζει, γιατί για κάποιο λόγο αισθανόμαστε ντροπή ή ενοχή για κάτι που κάναμε: «με τι μούτρα να τον δω, που κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο! || με τι μούτρα να του ζητήσω δανεικά, απ’ τη στιγμή που του χρωστώ ακόμη απ’ την προηγούμενη φορά που του δανείστηκα! || με τι μούτρα να πάω στο σπίτι του, αφού δεν του ευχήθηκα μια φορά καλορίζικο απ’ τη μέρα που το αγόρασε!»· βλ. και φρ. δεν έχω μούτρα να(…)·
- μου το χτυπάει στα μούτρα, μου αναφέρει, μου υπενθυμίζει συχνά και με προκλητικό ή υποτιμητικό τρόπο κάτι καλό που μου έχει κάνει στο παρελθόν: «με βοήθησε κάποτε και συνέχεια μου το χτυπάει στα μούτρα || μου ’δωσε κάποτε τ’ αυτοκίνητό του και κάθε τόσο μου το χτυπάει στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα σου χτυπά στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της
- μούτρα για σιδέρωμα ή μούτρο για σιδέρωμα, λέγεται για άτομο που είναι άσχημο ή ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «με τέτοια μούτρα για σιδέρωμα, μας περνιέται και για γκόμενος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σπουδαία ή το σπουδαίο· 
- μούτρα για φτύσιμο ή μούτρο για φτύσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρα για χέσιμο ή μούτρο για χέσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρο αγάνωτο, άνθρωπος τιποτένιος, αναιδής, πρόστυχος, αισχρός: «τον είχαμε για σοβαρό άνθρωπο, αλλά αποδείχτηκε μούτρο αγάνωτο»·
- μούτρο ξεγάνωτο, βλ. φρ. μούτρο αγάνωτο·
- να, στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας που συνήθως συνοδεύεται και από τη χαρακτηριστική χειρονομία της μούντζας·
- να χέσω τα μούτρα σου! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο με την έννοια είσαι άξιος περιφρόνησης: «να χέσω τα μούτρα σου, αφού δεν κατάφερες να τελειώσεις ούτε κι αυτή τη δουλειά!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να χέσω. β. απευθύνεται και με συμπάθεια σε οικείο ή φιλικό άτομο: «έλα δω ρε, να χέσω τα μούτρα σου, πού γυρίζεις απ’ το πρωί και σε ψάχνω για να με βοηθήσεις!»·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, αναφέρεται στην αδιαντροπιά που χαρακτηρίζει τους δυο αυτούς τύπους ανθρώπων, του μεν πρώτου λόγω ανήθικης συμπεριφοράς, του δε δεύτερου λόγω πλούτου και ισχύος που του δίνουν την άνεση να συμπεριφέρεται όπως θέλει·
- ξινίζω τα μούτρα μου, νιώθω έντονη δυσαρέσκεια που τη δείχνω με μορφασμό του προσώπου μου: «μόλις του ανακοίνωσαν πως δε δικαιούται να πάρει άδεια, ξίνισε τα μούτρα του»·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, ανάλογα με τις ενέργειες, τις προσπάθειές σου θα είναι και η ανταμοιβή σου, η απολαβή σου: «αφού δε δούλεψες στη ζωή σου μην παραπονιέσαι που είσαι φτωχός, γιατί ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει»·
- παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, αποχωρώ από κάπου ντροπιασμένος: «μόλις ήρθε ο τάδε και του ’βγαλε τ’ άπλυτα στη φόρα, πήρε τα μούτρα του κι έφυγε»·
- πέφτουν τα μούτρα μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «ισχυριζόταν πως την είχε κάποτε γκόμενα, αλλά, μόλις ήρθε αυτή και του ζήτησε το λόγο, έπεσαν τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κάνει κάτι αξιοκατάκριτο, κατεβάζει το κεφάλι του από ντροπή·
- πέφτω με τα μούτρα, κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο: «κάθε φορά που πλησιάζουν οι εξετάσεις, πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα || μόλις σέρβιραν το φαγητό στα πιάτα, έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έπεσε με τα μούτρα στο ποτό»·
- πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί, ασχολούμαι, ενδιαφέρομαι συστηματικά για το σεξ: «μόλις κατάλαβε τη γλύκα που έχει η γυναίκα, έπεσε με τα μούτρα στο κεχρί». Αναφέρεται συνήθως σε νεαρό που μετά την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία ασχολείται συστηματικά με τα σεξουαλικά· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- πέφτω με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο ψητό, α. κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο, ιδίως πέφτω με πάθος στο φαγητό: «όταν ήρθε, μας βρήκε στο τραπέζι κι επειδή τρελαίνεται για μουσακά, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό». β. ασχολούμαι, εργάζομαι εντατικά σε μια δουλειά που μου αποδίδει πολύ: «μόλις είδε πως τα κονομάει μ’ αυτό που κάνει, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό»· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κεχρί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο ψητό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- ρίχνω τα μούτρα μου, αφήνω την αδιάλλακτη στάση μου και κάνω πρώτος μια συμβιβαστική χειρονομία: «παρόλο που είμαι μεγαλύτερός του κι έχω και το δίκιο με το μέρος μου, έριξα τα μούτρα μου και θέλησα να συμβιβαστούμε»·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. φρ. ρίχνω τα μούτρα μου·
- σκατά στα μούτρα σου! βλ. λ. σκατά·
- σπάω τα μούτρα μου, α. αποτυχαίνω ολοκληρωτικά: «δε βαρέθηκες, άνθρωπέ μου, να σπας τα μούτρα σου με τις δουλειές που κάνεις;». β. αποτυχαίνω να κατακτήσω μια γυναίκα: «σ’ όποια κάνει πρόταση, σπάει τα μούτρα του, αλλά δεν το βάζει κάτω». γ. χτυπώ άσχημα στο πρόσωπό μου: «σφίχτηκε η καρδιά μου, μόλις τον είδα να πέφτει κάτω και να σπάει τα μούτρα του»·
- στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας ή ανταπόδοση κακού χαρακτηρισμού. Πρβλ.: αυτό ’ναι χάρισμά σας, στα μούτρα τα δικά σας (Παιδικό τραγούδι)· 
- στραβώνω τα μούτρα μου, βλ. φρ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- στυφίζω τα μούτρα μου, βλ. συνηθέστ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- τα ’κανε σαν τα μούτρα του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, τα θαλάσσωσε: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τα μούτρα του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να μου κάνει κάτι σχέδια της οικοδομής και μου τα ’κανε σαν τα μούτρα του»·
- τον αρπάζω απ’ τα μούτρα, ξαφνικά τον στριμώχνω άγρια με κατά μέτωπο επίθεση, ιδίως τον στριμώχνω άγρια απευθύνοντάς του αλλεπάλληλες ερωτήσεις ή επιτιμώντας τον συνεχώς αυστηρά: «μόλις μπήκε μέσα, τον άρπαξα απ’ τα μούτρα και ζητούσα επίμονα να μου πει γιατί με κάρφωσε στο διευθυντή μας»·
- τον παίρνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον πιάνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον φτύνω στα μούτρα, του προσβάλλω την τιμή και την αξιοπρέπειά του, δεν τον υπολογίζω διόλου: «δεν έχεις το δικαίωμα, όσο κι αν δεν τον εκτιμάς, να τον φτύνεις στα μούτρα μπροστά στον κόσμο»·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κανα τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ (σουμπλιμέ, τρικολόρε, τρίο καρό, ψηφιδωτό), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- του ’κανα τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, βλ. λ. πατσάς·
- του ’κανα τα μούτρα πελτέ, βλ. λ. πελτές·
- του κάνω μούτρα, βλ. φρ. του κρατώ μούτρα·
- του κατεβάζω τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. του κατεβάζω τη μάπα, λ. μάπα·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του κρατώ μούτρα, είμαι θυμωμένος, χολωμένος μαζί του: «είναι καιρός τώρα που του κρατώ μούτρα, γιατί με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- του ’σπασα τα μούτρα, τον έδειρα άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο: «όταν μ’ εκνεύρισε πολύ, τον έπιασα στα χέρια μου και του ’σπασα τα μούτρα»·
- του τα χτύπησα στα μούτρα, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «απ’ τη στιγμή που μου ζήτησε τη γνώμη μου, του τα χτύπησα στα μούτρα κι από δω και πέρα ας κάνει ό,τι θέλει»·
- του το πέταξα στα μούτρα, του επέστρεψα κάτι με απότομο και περιφρονητικό τρόπο: «κάθε φορά που μαλώνουμε, μου ζητάει πίσω το ρολογάκι που μου ’κανε δώρο στη γιορτή μου, οπότε κι εγώ του το πέταξα στα μούτρα  κι ησύχασα»·
- του το ’τριψα στα μούτρα, βλ. φρ. του το ’τριψα στη μούρη, λ. μούρη·
- του το ’φερα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του το χτύπησα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του τσαλάκωσα τα μούτρα, τον έδειρα πολύ άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο, τον ξυλοφόρτωσα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξα στα χέρια μου και του τσαλάκωσα τα μούτρα»·
- του χάλασα τα μούτρα, βλ. φρ. του τσαλάκωσα τα μούτρα·
- τρώω τα μούτρα μου, βλ. φρ. σπάω τα μούτρα μου·
- τσικνίζω τα μούτρα μου, μορφάζω από ειρωνεία ή από δυσαρέσκεια: «κάθε φορά που δεν είναι ευχαριστημένος απ’ τη μοιρασιά, τσικνίζει τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει την τσίκνα του καμένου κρέατος και μορφάζει από αηδία ή από στενοχώρια·
- χαρά στα μούτρα! ή χαρά στο μούτρο! ή χαρά το μούτρο! α. δεν αξίζει τα όσα καλά λέγονται ή γίνονται γι’ αυτόν: «χαρά στα μούτρα, που θέλετε να τον κάνετε και διευθυντή!». β. ειρωνική ή υποτιμητική έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που το θεωρούμε πολύ κατώτερο από εμάς ή από κάποιον άλλον, ή που λέγεται σε κάποιον με παρηγορητική διάθεση, όταν αναφερόμαστε σε ανάξιο άνθρωπο ή σε ενέργεια που δεν αξίζει να τη λάβουμε υπόψη μας: «χαρά στο μούτρο που θέλει να μπει και στην παρέα μας! || χαρά στο μούτρο που θα κάτσεις να στενοχωρηθείς, επειδή είπε αυτές τις ανοησίες για σένα!»·
- χτυπώ στα μούτρα (κάποιου κάτι), μιλώ, επαναλαμβάνω προκλητικά, υποτιμητικά ή προσβλητικά σε κάποιον κάτι: «επειδή κάποτε με βοήθησε, μου το χτυπάει συνέχεια στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα στο χτυπά στα μούτρα σου πως πήρες τα λεφτά της).  

μπαλκόνι

μπαλκόνι, το, ουσ. [<ιταλ. balcone], το μπαλκόνι. 1. τα κάγκελα ή το κτιστό περιτείχισμα του μπαλκονιού: «ακούμπησε με τα χέρια του στο μπαλκόνι και παρακολούθησε για λίγο τον κόσμο που πηγαινοερχόταν μέσα στο δρόμο». 2. τοποθεσία σε υψόμετρο με μεγάλη και ωραία θέα: «στη Βέροια, απ’ το μπαλκόνι της Ελιάς, μπορείς να δεις όλον τον Βεριώτικο κάμπο». 3. στον πλ. τα μπαλκόνια, το γυναικείο στήθος, τα γυναικεία βυζιά, ιδίως τα μεγάλα: «φορούσε ένα μεγάλο ντεκολτέ για να κάνει μόστρα τα μπαλκόνια της». Υποκορ. μπαλκονάκι, το·
- βγάζω μπαλκόνι, κατασκευάζω, φτιάχνω μπαλκόνι: «γκρέμισε τον τοίχο της κουζίνας κι έβγαλε μπαλκόνι, γιατί δεν είχε»·
- βγαίνω στο μπαλκόνι, εκφωνώ πολιτικό λόγο μπροστά σε συγκεντρωμένο πλήθος και κατ’ επέκταση, ασχολούμαι με την πολιτική, πολιτεύομαι: «τώρα που πλησιάζουν οι εκλογές, θα τους δούμε πάλι να βγαίνουν στα μπαλκόνια και να μας αραδιάζουν ένα σωρό ψέματα || αποφάσισα να βγω κι εγώ στο μπαλκόνι, γιατί οι άλλοι που βγήκαν νομίζεις πως έχουν περισσότερο μυαλό από μένα;»·
- έπεσε απ’ το μπαλκόνι, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι του: «είχε πολλά ψυχολογικά προβλήματα κι έπεσε απ’ το μπαλκόνι». Ο τρόπος αυτός της αυτοκτονίας, παρουσιάστηκε έντονος με το μεγάλο οικονομικό κραχ του 1930 στην Αμερική, όπου διάφοροι χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες έπεφταν στο κενό από το μπαλκόνι του γραφείου τους. Συνών. έπεσε απ’ το παράθυρο·
- θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, γιατί δεν αντέχω άλλο». Συνών. θα πέσω απ’ το παράθυρο.

μπαλόνι

μπαλόνι, το, ουσ. [<γαλλ. ballon], το μπαλόνι· στον πλ. τα μπαλόνια, (στη ναυτική γλώσσα) προστατευτικοί πλαστικοί κύλινδροι ή μπάλες για την προστασία των πλαϊνών των πλοίων, καθώς και της πλώρης και της πρύμνης, όταν το πλοίο πλευρίζει άλλο πλοίο ή στην αποβάθρα: «λίγο πριν πλευρίσει το πλοίο στην αποβάθρα οι ναύτες έριξαν στα πλαϊνά του τα προστατευτικά μπαλόνια». Υποκορ. μπαλονάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μπαλονάρα, η·
- θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε φουσκώσω σαν μπαλόνι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, πως θα τον δείρουμε πολύ άγρια, πως θα τον πρήξουμε από το ξύλο που θα του δώσουμε: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα μου στο στόμα σου, θα σε φουσκώσω σαν μπαλόνι»·
- ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι, α. έχασε όλη την έπαρση που είχε: «μόλις τον ξεμπρόστιασε ο άλλος, λέγοντας πως κι αυτός είχε υπογράψει το χαρτί για την απόλυση μέρους των εργατών, ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι και κατέβασε το κεφάλι του». β. αποδείχτηκε κενός, άδειος: «μας έκανε το μορφωμένο, αλλά, μόλις άρχισαν να τον ρωτούν διάφορα πράγματα, ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι, γιατί δεν ήξερε τίποτα». γ.  έχασε την παλιά του αίγλη, τη φήμη, πέρασε η μόδα του: «μόλις βγήκαν τα φιντανάκια στη δισκογραφία κι άρχισαν να κάνουν σουξέ, ο τάδε ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι και δουλεύει τώρα σε κάτι σκυλάδικα της εθνικής οδού». δ. λέγεται για κάτι, που δεν έχει αντίκρισμα: «μου ’δωσε χίλιες δυο υποσχέσεις, αλλά ξεφούσκωσαν σαν μπαλόνι, γιατί δεν κράτησε καμία»·
- την κάνω μπαλόνι (ενν. την κοιλιά μου), τρώω υπερβολικά: «δεν μπορώ να φάω ούτε μπουκιά, γιατί την έκανα μπαλόνι». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χαϊδεύει όλη την έκταση της κοιλιάς, ενώ το πρόσωπο να παίρνει μια βαριεστημένη έκφραση ικανοποίησης, ή, άλλες φορές, παράλληλα με το χάιδεμα της κοιλιάς, να ακούγεται ένα έντονο ξεφύσημα θέλοντας να υποδηλώσει τη δυσφορία από το πολύ φαγητό που προηγήθηκε·
- της την έκανα μπαλόνι (ενν. την κοιλιά της), την άφησα έγκυο: «τώρα που της την έκανες μπαλόνι, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους δικούς της»·
- τον έκανε μπαλόνι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω μπαλόνι, τον νευριάζω πάρα πολύ, τον εκνευρίζω έντονα: «μόλις τον είδε, άρχισε να τον δουλεύει για την ήττα της ομάδας του και τον έκανε μπαλόνι».

μπαμ

μπαμ, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.]. 1. χαρακτηρίζει τον ήχο που κάνει το πυροβόλο όπλο όταν εκπυρσοκροτεί: «το μπαμ που ακούστηκε ήταν η αιτία να γενικευτεί η ένοπλη σύρραξη». (Παιδικό τραγούδι: στου Μανώλα την ταβέρνα έπεσε μια ντουφεκιά, μπαμ! και τρυπήσαν τα βαρέλια και χυθήκαν τα κρασιά φιςςς!). 2. δυνατός και κοφτός κρότος: «από πού ακούστηκε αυτό το μπαμ; || τι ήταν αυτό το μπαμ;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) είδος ζεϊμπέκικου χορού: «χορεύει μόνο το μπαμ». 4. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) η έντονη επιτάχυνση της μοτοσικλέτας σε κάποια περιοχή στροφών: «θα βάλω πίσω τρία δόντια για καλύτερο μπαμ». 5. ως επιφών. μπαμ! τρόπος με τον οποίο επιχειρούμε να τρομάξουμε κάποιον: «πήγε κρυφά από πίσω του και μ’ ένα μπαμ που του ’κανε, πετάχτηκε ο άλλος μέχρι το ταβάνι». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- έγινε μπαμ, προκλήθηκε σοβαρή εντύπωση: «έγινε μπαμ μόλις μ’ είδαν να περνώ από μπροστά τους με την αυτοκινητάρα μου!»·
- έγινε το μεγάλο μπαμ, α. προκλήθηκε μεγάλη έκπληξη, έντονη εντύπωση από την εξέλιξη κάποιου γεγονός: «μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο, έγινε το μεγάλο μπαμ κι εξαντλήθηκε μέσα σε λίγο καιρό!». β. ξέσπασε κάποια κακή κατάσταση που εγκυμονούσε: «με τέτοια αναδουλειά τον τελευταίο καιρό, έγινε το μεγάλο μπαμ στην αγορά κι άρχισαν να κλείνουν συνέχεια οι επιχειρήσεις η μια μετά την άλλη». γ. ξέσπασε κάποιο μεγάλο σκάνδαλο: «παρόλο που κινητοποιήθηκε όλο ο κομματικός μηχανισμός, δεν μπόρεσαν να καλύψουν τα σκάνδαλα του υπουργού, ώσπου κάποια στιγμή έγινε το μεγάλο μπαμ». δ. προκλήθηκε, κηρύχθηκε πόλεμος: «μόλις το 1940 έγινε το μεγάλο μπαμ, όλοι οι νέοι έτρεξαν να καταταγούν στις τάξεις του στρατού»·
- είναι μπαμ, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι καλός, ωραίος, εξαιρετικός: «η καινούρια του γκόμενα είναι μπαμ! || αγόρασε ένα αυτοκίνητο που είναι πολύ μπαμ!»·
- είναι μπαμ και κάτω, (και για τα δυο φύλα) ερωτεύεται αμέσως, με το πρώτο: «μόλις του γνωρίσεις καμιά ωραία κοπέλα, είναι μπαμ και κάτω»·
- ιμάμ, μαμ και μπαμ, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- είναι μαμ και μπαμ, βλ. λ. μαμ·
- θα κάνω μπαμ, α. δεν μπορώ να συγκρατήσω άλλο τα νεύρα μου και ετοιμάζομαι να ξεσπάσω: «κράτα με, γιατί θα κάνω μπαμ μ’ αυτές τις βλακείες που μας λέει μια ώρα». β. νιώθω έντονη ψυχική πίεση: «έχω τόσα πολλά προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που θα κάνω μπαμ»·
- και μπαμ και μπουμ ή και μπαμ μπουμ, α. αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί: «οι κουμπουροφόροι γυρνούσαν όλη τη νύχτα μέσα στους δρόμους της πόλης και μπαμ και μπουμ τρομοκρατούσαν τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε δυο μπορντέλα). β. αλλεπάλληλοι ήχοι από νταούλι. (Δημοτικό τραγούδι: και μπαμ και μπουμ και ταραραράμ βαράνε τα νταούλια)· βλ. και φρ. το (τα) μπαμ μπουμ·
- κάνω μπαμ, προκαλώ μεγάλη εντύπωση, έχω μεγάλη επιτυχία: «είναι τόσο ωραίος, που, όπου κι αν πάει, κάνει μπαμ || ένα βιβλίο έγραψε και μέσα σε λίγες μέρες έκανε μπαμ». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε κάνεις μπαμ, απόψε κάνεις μπαμ, σε βλέπουν και φρενάρουνε και σταματούν τα τραμ!)· βλ. και φρ. κάνω μπουμ, λ. μπουμ1·
- κάνω μπαμ από μακριά, α. είμαι πολύ ευδιάκριτος, ξεχωρίζω έντονα από την ομορφιά μου ή γενικά το παρουσιαστικό μου: «ήταν ντυμένος στην τρίχα κι έκανε μπαμ από μακριά». β. είναι ευδιάκριτη επάνω μου μια ψυχολογική κατάσταση ή γενικά η κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «κατάλαβα πως κάτι σου συμβαίνει, γιατί κάνεις μπαμ από μακριά || κάνεις μπαμ από μακριά πως τα έχεις κοπανήσει». Ακούγεται και κάνω μπαμ από εκατό (χίλια) μέτρα ή και κάνω μπαμ από εκατό (χίλια) χιλιόμετρα·
- κάνω το μεγάλο μπαμ, προκαλώ πολύ μεγάλη εντύπωση, έχω πολύ μεγάλη επιτυχία, συζητιέμαι, αναφέρομαι συνεχώς, ιδίως για κάτι καλό: «με το πρώτο βιβλίο που δημοσίευσε έκανε το μεγάλο μπαμ»·
- μπαμ και κάτω! αμέσως, στη στιγμή, απότομα και ξαφνικά: «όλες οι δουλειές πρέπει να γίνονται μπαμ και κάτω || την ερωτεύτηκε μπαμ και κάτω». (Τραγούδι: μπαμ και κάτω, έτσι απλά μωράκι μου φευγάτο ήρθες και έφερες τα πάνω κάτω
- μπαμ μπουμ! αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί και, κατ’ επέκταση, ο πόλεμος. (Λαϊκό τραγούδι: μπαμ μπουμ ντουφεκιές, μπαμ μπουμ κουμπουριές
- το (τα) μπαμ μπουμ, α. ο μονότονα επαναλαμβανόμενος δυνατός κρότος: «κάνουν κάτι μετατροπές στο πάνω διαμέρισμα κι όταν αρχίζουν τα μπαμ μπουμ, με παίρνουν το κεφάλι». β. άγριος καβγάς με ανταλλαγή δυνατών χτυπημάτων: «κάποια στιγμή άρχισαν τα μπαμ μπουμ και δεν τολμούσε κανένας να μπει στη μέση να τους χωρίσει».

μπελάς

μπελάς κ. μπελιάς, ο, ουσ. [<τουρκ. bela]. 1. ενοχλητική ή δυσάρεστη κατάσταση: «δεν ξέρεις τι μπελάς είναι να έχεις γκρινιάρα γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι η μόρτισσα η Κική που ήμουν δυο μήνες φυλακή, γιατί ’ν’ τα γούστα μου τρελά και δε φοβάμαι τον μπελά). 2. η φασαρία, η σκοτούρα, η στενοχώρια, η δυσκολία, η αντιξοότητα: «οι μπελάδες είναι για τους ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: μπελάδες και τραβήγματα, ξενύχτια, φασαρίες, και ταχτικά τραβιόμουνα και πλήρωνα αμαρτίες). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- ανοίγω μπελά ή ανοίγω μπελάδες, βλ. φρ. μπαίνω σε μπελά·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, ασχολούμαι με κάποιον ή με κάτι που μου δημιουργεί δυσκολίες, στενοχώριες, ενοχλητικές ή δυσάρεστες καταστάσεις: «έβαλα μπελά στο κεφάλι μου, απ’ τη μέρα που συνεργάστηκα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι πολύ στραβόξυλο»·
- βάζω σε μπελά ή βάζω σε μπελάδες (κάποιον), α. ζητώ εξυπηρέτηση, γίνομαι φορτικός, προκαλώ ενόχληση, στενοχώρια σε κάποιον: «το ξέρω ότι σε βάζω σε μπελά, αλλά σου το ζητώ σαν χάρη || διαρκώς μας βάζει σε μπελάδες αυτό το παιδί με τις αταξίες του!». β. γίνομαι αιτία να μπλεχτεί κάποιος σε ενοχλητική ή δυσάρεστη κατάσταση, σε φασαρία: «μεταφέρει διαρκώς τα λόγια του ενός στον άλλον και τους βάζει σε μπελάδες». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου -ρε, τ’ είν’ αυτά;- μυαλό πια δεν αλλάζεις
- βρε μπελά που (τον) βρήκα! ή βρε μπελά που (τον) βρήκαμε! έκφραση αγανάκτησης για κάποιον ή για κάτι, που μας δημιουργεί συνέχεια δυσκολίες, προβλήματα, ενοχλητικές ή δυσάρεστες καταστάσεις: «βρε μπελά που τον βρήκα, να ’ρχεται κάθε τόσο και να μου ζητάει δανεικά! || βρε μπελά που βρήκαμε απ’ το θόρυβο που κάνει ο γείτονας!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- βρίσκω μπελά ή βρίσκω τον μπελά μου, α. μπλέκομαι σε ενοχλητική ή δυσάρεστη υπόθεση: «θέλησα να τον βοηθήσω και βρήκα τον μπελά μου». (Δημοτικό τραγούδι: κι όμως με τον Λια σ’ είδανε αγκαλιά και θα βρεις μπελιά). β. ενοχοποιούμαι: «κάποιος παραγνώρισε στο πρόσωπό μου έναν απ’ τους ληστές και βρήκα τον μπελά μου στα καλά καθούμενα». (Λαϊκό τραγούδι: την πρώτη σου τη χάρισα, τη δεύτερη, κυρά μου, θα σε τρελάνω στις κλοτσιές και θα βρω τον μπελά μου
- είναι σωστός μπελάς, α. (για πρόσωπα) είναι άνθρωπος που δημιουργεί καβγάδες, φασαρίες, που δημιουργεί προβλήματα: «όταν με την παρέα πηγαίνουμε στα μπουζούκια δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί είναι σωστός μπελάς κι όλο κάπου μας μπλέκει».β. (για μηχανήματα ή καταστάσεις) πρόκειται για κάτι που συνήθως προκαλεί προβλήματα ή δυσάρεστες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι σωστός μπελάς || έμπλεξα με μια δουλειά, που είναι σωστός μπελάς»·    
- είναι του μπελά, (για πρόσωπα) συνηθίζει να δημιουργεί καβγάδες, φασαρίες. Συνήθως αναφέρεται και το γένος του προσώπου, π.χ.: είναι άντρας του μπελά ή είναι γυναίκα του μπελά. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, ρε τ’ είν’ αυτά, μυαλό πια δεν αλλάζεις
- έχω μπελάδες, περνώ διάφορες αντίξοες καταστάσεις, που μου δυσκολεύουν τη ζωή: «έχω μπελάδες με τη δουλειά μου και δεν μπορώ τα βράδια να κοιμηθώ || πρέπει να βρω έναν καλό δικηγόρο, γιατί έχω μπελάδες με το γείτονά μου». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω ρετσίνα, φέρε κλαρίνα, φέρε σαντούρια και βιολιά, έχω μπελάδες, πάλι νταλγκάδες, πάλι θα πιάσω τα παλιά
- θα με βάλεις σε μπελά ή θα με βάλεις σε μπελάδες, με τον τρόπο που ενεργείς ή που συμπεριφέρεσαι απέναντί μου ή σε κάποιον γνωστό μου θα με υποχρεώσεις να σε αντιμετωπίσω τόσο δυναμικά, που θα πρέπει να λογοδοτήσω στη δικαιοσύνη: «πολύ φοβάμαι πως, αν συνεχίσεις μ’ αυτόν τον προκλητικό τρόπο, θα με βάλεις σε μπελά || πρόσεχε, γιατί, αν εξακολουθήσεις να ενοχλείς την κόρη μου, θα με βάλεις σε μπελάδες». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι καπάτσα, βρε Σμυρνιά, θες να μας βάλεις σε μπελά, πες μας τον ποιόνε αγαπάς, πριν μεγαλώσει ο σαματάς
- (κακός) μπελάς που με βρήκε! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κάποιον ή για κάτι, που μας ενοχλεί, μας ταλαιπωρεί (πολύ), που μας δημιουργεί συνέχεια (μεγάλα) προβλήματα και φασαρίες: «κακός μπελάς που με βρήκε, απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο! || κακός μπελάς που με βρήκε, απ’ τη μέρα που αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε·
- μου ’γινε (κακός) μπελάς, μου έγινε (πολύ) ενοχλητικός, (πολύ) φορτικός ή μου δημιουργεί συνέχεια (μεγάλα) προβλήματα ή φασαρίες: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου ’γινε κακός μπελάς και δε λέει να ξεκολλήσει από δίπλα μου || απ’ τη μέρα που ήρθε στο διπλανό διαμέρισμα ο τάδε, μου ’γινε κακός μπελάς με τις ιδιοτροπίες του || απ’ τη μέρα που αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου ’γινε κακός μπελάς, γιατί μου βγάζει συνεχώς κουσούρια». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα κόλπα και τέτοιο ψάρι, βρε μαγκίτη, δε μασάς, πάλι στο ’πα καταλαβαίνεις πως μου ’γινες μπελάς
- μπαίνω σε μπελά ή μπαίνω σε μπελάδες, αναλαμβάνω έργο, δουλειά ή υπόθεση με ατέλειωτες δυσκολίες και προβλήματα: «το ’ξερα πως θα μπω σε μπελάδες, αλλά κάποτε έπρεπε να ξεκαθαρίσει αυτή η κατάσταση». (Λαϊκό τραγούδι: μωρή Ντουντού, κάτσε καλά, δεν πρέπει να ’μπω σε μπελά
- μπελά δεν είχαμε και μπελά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που υποχρεωνόμαστε να κάνουμε κάτι που μας είναι ανεπιθύμητο ή που το βρίσκουμε ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που υποχρεωνόμαστε να κάνουμε κάτι που μας είναι ανεπιθύμητο ή που το βρίσκουμε ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μπλέκομαι σε μπελά ή μπλέκομαι σε μπελάδες, μπλέκομαι σε ενοχλητικές, σε δυσάρεστες καταστάσεις, ανακατεύομαι, παίρνω μέρος σε μαλώματα, σε φασαρίες: «κάτσε καλά και μην μπλέκεσαι σε μπελάδες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου!». (Λαϊκό τραγούδι: σε χίλιους δυο μπελάδες για σένα μπλέκομαι, στη γειτονιά σου όλοι χαμίνι μ’ έχουνε)·  
- τον μπελά σου γυρεύεις! έκφραση με την οποία αποτρέπουμε ένα άτομο να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι, γιατί θα μπει σε δυσκολίες, σε ενοχλητικές ή δυσάρεστες καταστάσεις: «άσε τους συνεταιρισμούς μ’ αυτόν τον απατεώνα, τον μπελά σου γυρεύεις!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι·
- τον μπελά σου θες! ή τον μπελά σου θέλεις! βλ. φρ. τον μπελά σου γυρεύεις!

μπόγιας

μπόγιας, ο, ουσ. [<ιταλ. boja (= δήμιος)]. 1. ο υπάλληλος του δήμου που φροντίζει για το μάζεμα από τους δρόμους των αδέσποτων σκυλιών. (Λαϊκό τραγούδι: πρώτα θα το τσακώσω εγώ και τα μαλλιά θα κόψω κι ύστερα, βρε Ποπίτσα μου, στον μπόγια θα το δώσω). 2. άνθρωπος άκαρδος, σκληρός, σκληρόκαρδος: «πού να συμπονέσει άνθρωπο αυτός ο μπόγιας!»·
- θα σε μαζέψει ο μπόγιας, λέγεται για εκφοβισμό σε μικρό παιδί που δεν τρώει το φαγητό του ή που κάνει αταξίες: «αν δε φας το φαγητό σου, θα σε μαζέψει ο μπόγιας || αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα σε μαζέψει ο μπόγιας»·
- θα σε πάρει ο μπόγιας, βλ. συνηθέστ. θα σε μαζέψει ο μπόγιας·
- θα τον (την) μαζέψει ο μπόγιας, είναι εξαιρετικά άσχημος, (τόσο, που μπορεί να προκαλέσει και τον μπόγια): «αν τον δεις, θα καταλάβεις αμέσως για ποιον πρόκειται, γιατί είναι σαν αυτόν που λέμε, θα τον μαζέψει ο μπόγιας»·
- θα τον (την) πάρει ο μπόγιας, βλ. συνηθέστ. θα τον (την) μαζέψει ο μπόγιας.

μπουμπρέκι

μπουμπρέκι, το, ουσ. [<τουρκ. böbrek], το νεφρό: «με πονάει το δεξί μπουμπρέκι μου». Ακούγεται και μπουμπουρέκι, το·
- θα σου φάω τα μπουμπρέκια, βλ. συνηθέστ. θα σου φάω τα συκώτια, λ. συκώτι·
- μου ’πρηξε τα μπουμπρέκια ή μου ’χει πρήξει τα μπουμπρέκια, βλ. συνηθέστ. μου ’πρηξε τα συκώτια, λ. συκώτι·
- μου ’φαγε τα μπουμπρέκια ή μου ’χει φάει τα μπουμπρέκια, βλ. συνηθέστ. μου ’φαγε τα συκώτια, λ. συκώτι.

μπουσουλώ

μπουσουλώ κ. μπουσουλάω κ. μπουσουλίζω, ρ. [<ίσως από το μπούσουλας ή το αλβαν. bishulla (= με τα τέσσερα)]. 1. (για νήπια) περπατώ με τα χέρια και με τα πόδια συγχρόνως, περπατώ με τα τέσσερα και, κατ’ επέκταση, περπατώ άστατα από υπερβολική κούραση, νύστα ή μεθύσι: «το μωρό μπουσουλούσε στο σαλόνι || εγώ φεύγω, γιατί έχω τόση νύστα, που σε λίγο θα μπουσουλώ». 2α. μπουσουλώντας,δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, όταν βέβαια τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά ή όταν εξελίσσονται με μεγάλη δυσκολία ή με πολλά προβλήματα. β. με προθυμία, γρήγορα, αμέσως, με κάθε τρόπο, ικετευτικά, επιθυμώντας έντονα κάτι: «λες να ’ρθει στο πάρτι μου, αν του πω πως θα ’ναι και η τάδε; -Μπουσουλώντας!». Τέλος, αν δούμε να μπουσουλά κάποιο νήπιο μέσα στο σπίτι μας τότε, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, θα δεχτούμε επισκέψεις· 
- θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, θα τον κάνω να έρθει παρακαλώντας για κάτι: «αρνείται να δεχτεί την πρόσκλησή μου, αλλά θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας»·

μυαλό

μυαλό, το, ουσ. [<μσν. μυαλόν <μτγν. μυαλός <αρχ. μυελός], το μυαλό, ο εγκέφαλος. 1. η αντίληψη, η εξυπνάδα: «το μυαλό είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ’ τα ζώα». 2. η σύνεση: «όταν ενεργεί κανείς χωρίς μυαλό, μπαίνει σε περιπέτειες». 3. ο αρχηγός, αυτός που αποφασίζει και οργανώνει ένα σχέδιο, μια επιχείρηση, νόμιμη ή παράνομη: «το μυαλό εδώ μέσα είμαι εγώ, κι αν έχει κανείς αντίρρηση, να το πει απ’ την αρχή». 4. στον πλ. τα μυαλά, φαγητό που αποτελείται κυρίως από μυαλό: «μυαλά πανέ || μυαλά σοτέ». Υποκορ. μυαλουδάκι, το (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και μυαλός, ο. (Ακολουθούν 322 φρ.)·
- αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό, άνθρωπος που δεν αλλάζει γνώμη και όταν ακόμη έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «απ’ τη στιγμή που επιμένει σ’ αυτό που σου είπε, μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί έχει αγύριστο μυαλό». Συνών. αγύριστο κεφάλι·
- αδειάζω το μυαλό μου, σβήνω κάθε σκέψη από τη μνήμη μου, δε σκέφτομαι τίποτα: «μόλις πέφτω στο κρεβάτι, κοιμάμαι αμέσως, γιατί έχω μάθει ν’ αδειάζω το μυαλό μου, κι έτσι, δε με απασχολεί τίποτα, που θα μπορούσε να με κρατήσει ξυπνητό»· βλ. και φρ. άδειασε το μυαλό μου·
- άδειασαν τα μυαλά του, βλ. συνηθέστ. χύθηκαν τα μυαλά του·
- άδειασε το μυαλό μου, έπαθα αμνησία, δε θυμάμαι τίποτα: «κοιτούσα μια ώρα τον μπατζανάκη μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος είναι, λες και άδειασε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. αδειάζω το μυαλό μου·
- ακονίζω το μυαλό μου, εξασκώ το μυαλό μου πάνω σε κάτι: «όταν έχω ελεύθερο καιρό, λύνω διάφορες μαθηματικές ασκήσεις για ν’ ακονίζω το μυαλό μου»·
- ακονισμένο μυαλό, χαρακτηρίζει το πανέξυπνο άτομο: «έχω γνωρίσει πολλούς έξυπνους ανθρώπους, αλλά τέτοιο ακονισμένο μυαλό πρώτη μου φορά συνάντησα»·
- αλλάζω μυαλό ή αλλάζω μυαλά, αλλάζω συμπεριφορά, συνετίζομαι, σταματώ μια κακή μου δραστηριότητα: «όλοι του ’λεγαν ν’ αλλάξει μυαλό, γιατί θα καταστραφεί, αλλά αυτός συνέχισε να χαρτοπαίζει, ώσπου έχασε όλη του την περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά, σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άνθρωπος με μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. φρ. από μυαλό να φάν’ κι οι κότες·
- από μυαλό να φάν’ κι οι κότες, λέγεται με ειρωνική διάθεση για άτομο που είναι ανόητο, κουτό: «έχει καθόλου μυαλό ο τάδε, για να του αναθέσω μια δουλειά; -Τι να σου πω, από μυαλό να φαν’ κι οι κότες»· βλ. και φρ. … να φάν’ κι οι κότες, λ. κότα·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου ή βάζω στο μυαλό μου κάτι, σκέφτομαι επίμονα να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι: «αν βάλει κάτι στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το πραγματοποιήσει»·
- βάζω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι, φαντάζομαι, λογαριάζω, σχεδιάζω: «κάθε φορά που πλησιάζει καλοκαίρι, βάζω με το μυαλό μου να πάω στα νησιά, αλλά πού τέτοια τύχη!». β. θεωρώ ενδεχόμενο κάτι, υποθέτω, υποπτεύομαι: «δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ, εγώ όμως βάζω με το μυαλό μου πως κι ο τάδε είναι μπερδεμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά»·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, κάνω διάφορες σκέψεις, ιδίως δυσάρεστες: «όταν αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι»·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, συνετίζομαι, φρονιμεύω: «αν δε βάλεις μυαλό, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουνε ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, σκέφτομαι, υποπτεύομαι πολλά, ιδίως δυσάρεστα: «πρώτη φορά είναι που δεν έρχεται ο τάδε στο ραντεβού μας, γι’ αυτό βάζω πολλά με το μυαλό μου»·
- βάζω στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στο νου μου, λ. νους·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω το κακό με το νου μου, λ. νους·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, χρησιμοποιώ το μυαλό μου, κάνω τους απαραίτητους λογικούς συνδυασμούς, ενεργώ έξυπνα: «για να πιάσεις το νόημα, πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει || βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και θα βρεις την άκρη του προβλήματός σου»·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! (κατηγορηματικά) κατάλαβέ το! χώνεψέ το(!): «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! || βάλ’ το καλά στο μυαλό σου πως τα ξενύχτια θα σε καταστρέψουν». (Λαϊκό τραγούδι: δε σε μισώ κι αν μου ’φυγες και βάλ’ το στο μυαλό σου,αχάριστα κι αν φέρθηκες δε θέλω το κακό σου
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας (ενν. στον κώλο σου), συμμορφώσου, γιατί αλλιώς θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, συμμορφώσου, γιατί θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «στο λέω για τελευταία φορά, βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας»·
- βασανίζω το μυαλό μου, α. σκέφτομαι πάρα πολύ, εξετάζω λεπτομερειακά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν πάρω μια απόφαση ή πριν προβώ σε μια ενέργεια: «βασάνισα πολύ το μυαλό μου, ώσπου να καταλήξω στην απόφαση ν’ αναλάβω τη δουλειά». β. σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα: «βασανίζει το μυαλό του με την ιδέα πως τον απατάει η γυναίκα του»· βλ. και φρ. στύβω το μυαλό μου·
- βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το μυαλό του πως τον κατηγορώ». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το μυαλό του χίλια δυο ψέματα για να μου πάρει τη δουλειά μεσ’ απ’ τα χέρια». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «με την κρίση που υπάρχει στην αγορά, έβγαλα απ’ το μυαλό μου πως μπορώ ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου ξαναδώσω δανεικά, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου πως σε απάτησε αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το μυαλό σου βγάλε το ό,τι έχω καμωμένο, γιατί κοντά σε σένανε πάντα πιστή θα μένω). Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- γεννάει το μυαλό του, είναι επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί είναι άνθρωπος που γεννάει το μυαλό του»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. λ. γλώσσα·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, εντύπωσέ το καλά στη μνήμη σου, να το θυμάσαι. Λέγεται περισσότερο με απειλητική διάθεση: «γράψ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου αυτό που είπες για μένα, γιατί δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της, πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά, μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά
- γυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), α. (με συναισθηματική φόρτιση) θυμάμαι, νοσταλγώ κάτι : «πάντα γυρίζει στο μυαλό μου η γειτονιά που μεγάλωσα». β. δεν μπορώ να ξεχάσω, μου γίνεται έμμονη ιδέα κάτι: «γυρίζει στο μυαλό μου συνέχεια η προσβολή που μου έχεις κάνει»·
- γυρίζει το μυαλό μου, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, ιδίως λόγω πολλών προβλημάτων: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το μυαλό μου»·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «χίλιες φορές τον έχω συμβουλέψει ν’ αφήσει αυτές τις παλιοπαρέες, αλλά δε βάζει μυαλό». (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη, αλλά μυαλό δεν έχεις βάλει
- δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, δεν ξεχνώ, δεν μπορώ να ξεχάσω, ιδίως κάτι κακό: «δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου πώς κάθισε και είπε τέτοιες ανοησίες για μένα»· βλ. και φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου·
- δε θέλει μυαλό ή δε θέλει και πολύ μυαλό, είναι αυτονόητο: «αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί, έτσι δεν είναι; -Δε θέλει και πολύ μυαλό»·
- δε σκοτίζει το μυαλό του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται για κάτι, αδιαφορεί εντελώς: «δε σκοτίζει το μυαλό του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: δε σκοτίζω το μυαλό μου· θα χορέψω ζεϊμπεκιά· κι αν μου έφυγε η μικρή μου δεν θα στενοχωρηθώ· θα τραβήξω τα ποτήρια και θα πάω να κοιμηθώ
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, έχει διανοητικά προβλήματα, είναι πειραγμένος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί δε στέκει καλά στα μυαλά του ο άνθρωπος»·
- δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου·
- δεν αλλάζει μυαλά ή δεν αλλάζει μυαλό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν αλλάζει τις κακές του συνήθειες, δε συμμορφώνεται: «ο γιατρός τον συμβούλεψε να κόψει το τσιγάρο μαχαίρι, αλλά αυτός δεν αλλάζει μυαλά και καπνίζει σαν φουγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. φρ. δε στέκει καλά στα μυαλά του·
- δεν είναι στα μυαλά του, δε σκέφτεται σωστά, λογικά, έχει διανοητικά προβλήματα και, κατ’ επέκταση, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που λέει, γιατί δεν είναι στα μυαλά του ο άνθρωπος». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν έπηξαν ακόμα τα μυαλά του ή δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του, δεν ωρίμασε διανοητικά, ενεργεί, συμπεριφέρεται ανόητα, επιπόλαια: «μην του εμπιστεύεσαι δύσκολες δουλειές, γιατί είναι παιδί και δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του». (Λαϊκό τραγούδι: για κόψε τις φιγούρες σου και τα παινέματά σου, χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί δεν πήξαν τα μυαλά σου;
- δεν έχει δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, της γειτονιάς το βλάμη; Τον λένε μαχαλόμαγκα, μυαλό δεν έχει δράμι)·
- δεν έχει καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει κουκούτσι μυαλό, α. είναι ολωσδιόλου άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «ακόμα και στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο ο τάδε θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα τέτοιο σάλτο, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό»·
- δεν έχει μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει μυαλό, α. είναι άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «δεν μπορώ να κάνω δουλειά μαζί του, γιατί δεν έχει μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «βεβαίως και δεν τολμώ να κάνω ό,τι κάνει ο τάδε, γιατί αυτός δεν έχει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- δεν έχει μυαλό για…, δεν έχει τη διάθεση, την όρεξη, δεν είναι συγκεντρωμένος για να κάνει κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή την κοπέλα, δεν έχει μυαλό για διάβασμα»·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν έχει μυαλό·
- δεν έχει μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, δε σκέφτεται σωστά, δεν ενεργεί σωστά, όχι επειδή έχει διανοητικά προβλήματα, αλλά γιατί απασχολεί τη σκέψη του κάτι άλλο από αυτό που κάνει, γιατί είναι αφηρημένος: «μπορεί να διαβάζει απ’ το πρωί, αλλά δεν έμαθε τίποτα, γιατί δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του»·
- δεν κατεβάζει το μυαλό του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «με την παραμικρή δυσκολία τα χάνει, γιατί δεν κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. δεν κατεβάζει η γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του· βλ. και φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του, λ. στροφή·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του το δείξεις πολλές φορές πώς να το κάνει, γιατί δεν κόβει το μυαλό του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, έχω έμμονη ιδέα για κάποιον ή για κάτι: «δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως η γυναίκα μου έχει εραστή || δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως με πρόδωσε ο φίλος, μου»·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «απ’ τη στιγμή που δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, πώς θέλεις να σου πω τι θα κάνει;»·
- δεν ορίζω το μυαλό μου, βλ. φρ. δεν ορίζω το νου μου, λ. νους·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, δεν τα υποθέτω, δεν τα φαντάζομαι, είναι πραγματικά, αληθινά αυτά που σου λέω, δεν είναι δικά μου κατασκευάσματα: «θέλω να πιστέψεις αυτά που σου λέω, γιατί δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου». Συνών. δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν οι γονείς του να τον προγυμνάσουν, ε, δεν τα παίρνει το μυαλό του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα παίρνει το ξερό του·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει το μυαλό μου(!)·
- δεν το χωράει το μυαλό μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει το μυαλό μου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν το χωράει το μυαλό κι ο νους μ’ ακόμα μέχρι χτες φιλιά στο στόμα μου ’δινες εσύ. Γιατί κακούργα αχ! γιατί να με προδώσεις, σε μια νύχτα να μου φέρεις την καταστροφή;
- δεν του ’μεινε δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό, από ένα σημείο και πέρα η συμπεριφορά του έγινε ακόμα χειρότερη, έχασε εντελώς το μυαλό του, θεωρείται πια εντελώς ανεύθυνος, ασύνετος, δε λογαριάζει τίποτε: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη σουρλουλού, δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- δεν του ’μεινε μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δουλεύει το μυαλό του, είναι εύστροφος, έξυπνος, επινοητικός: «δε σταματάει μπροστά σε κανένα εμπόδιο, γιατί δουλεύει το μυαλό του»·
- δράμι μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- έγινε το μυαλό μου κουρκούτι ή έγινε κουρκούτι το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κουρκούτιασε το μυαλό μου·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο είπε ή έκανε κάποιος κάτι, όχι γιατί μας λείπει η νοημοσύνη, αλλά επειδή το θεωρούμε πέρα για πέρα έξω από τα παραδεκτά όρια: «σκότωσε το παιδί του, γιατί πήγε κινηματογράφο χωρίς να πάρει την άδειά του. -Εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου»·
- είναι ανάπηρος στο μυαλό, (ειρωνικά) είναι διανοητικά καθυστερημένος: «μην τον μαλώνεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ανάπηρος στο μυαλό»·
- είναι ανοιχτό μυαλό, βλ. φρ. έχει ανοιχτό μυαλό·
- είναι αργός στο μυαλό, είναι αργόστροφος, είναι βραδύνους: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις πολλές φορές, γιατί είναι αργός στο μυαλό»·
- είναι γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι καλό μυαλό, σκέφτεται σωστά, έξυπνα: «όταν έχω κάποιο πρόβλημα, παίρνω τη γνώμη του τάδε, γιατί είναι καλό μυαλό»·
- είναι κοφτερό μυαλό, βλ. φρ. έχει κοφτερό μυαλό·
- είναι μεγάλο μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι μικρός στο μυαλό, είναι μικρόνους, δεν είναι έξυπνος: «μην του βάλεις να κάνει δύσκολα πράγματα, γιατί είναι μικρός στο μυαλό και δε θα τα καταφέρει»·
- είναι να χάνεις το μυαλό σου! έκφραση έντονης απορίας για κάτι που βλέπουμε ή μας λένε ή για κάτι που έγινε ή γίνεται και που είναι αδύνατο να το πιστέψουμε: «είναι να χάνεις το μυαλό σου πώς τα κατάφερε απ’ τη μια μέρα στην άλλη αυτός ο άνθρωπος κι έγινε ζάμπλουτος!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι να χάνεις το μυαλό σου εδώ και πέρα, μας έχουν πάρει οι γυναίκες τον αέρα
- είναι πειραγμένο το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- είναι( πολύ) μυαλό, α. είναι (πολύ) έξυπνος, είναι τετραπέρατος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις, γιατί είναι πολύ μυαλό και πάντα βρίσκει τον τρόπο να ξεγλιστρά». β. είναι (πολύ) ειδικός σε μια τέχνη: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι πολύ μυαλό». γ. (γενικά) έχει (πολλές) γνώσεις, είναι διάνοια: «ό,τι και να τον ρωτήσεις, το ξέρει, γιατί είναι πολύ μυαλό»·
- είναι σκόρπιο το μυαλό μου, βλ. φρ. σκόρπισε το μυαλό μου·
- είναι στενό μυαλό, βλ. φρ. έχει στενό μυαλό·
- είναι φτενό μυαλό, βλ. φρ. έχει φτενό μυαλό·
- είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, βλ. λ. φτωχός·
- έλα στα μυαλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «με την οικονομική κρίση που υπάρχει, δεν είναι για εμπορικά ανοίγματα, έλα στα μυαλά σου». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμεινε στο μυαλό μου (κάτι) ή μου ’μεινε στο μυαλό (κάτι), βλ. φρ. έμεινε στη μνήμη μου (κάτι), λ. μνήμη·
- ένα μυαλό κι αυτό ρωμαίικο! βλ. φρ. ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι·
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε, όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι και δεν μπορούμε, ή όταν μας παρατηρεί κάποιος ότι ξεχάσαμε κάτι, που ίσως δεν έπρεπε να το είχαμε ξεχάσει. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί τη φρ. το τι περιμένεις ή το τι περίμενες·
- έπαθε το μυαλό του, έχει διανοητικό πρόβλημα, έχει βλάβη στο μυαλό: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έπαθε το μυαλό του και δε θέλει να δει άνθρωπο»·
- έπηξαν τα μυαλά του ή έπηξε το μυαλό του, ωρίμασε διανοητικά και συμπεριφέρεται σωστά, λογικά: «τώρα που έπηξαν τα μυαλά του, μπορώ να του δώσω λεφτά για να κάνει κάποια δικιά του δουλειά || τώρα που έπηξαν τα μυαλά του μπορεί, αν θέλει, να παντρευτεί»·
- επικοινωνείς με το μυαλό σου; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι συμβαίνει γύρω του, πως δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας και συμπεριφέρεται παράλογα ή μας ζητάει παράλογα πράγματα: «επικοινωνείς με το μυαλό σου που θέλεις να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα; || μόλις τελειώσω τη δουλειά θέλω να μου δώσεις τα διπλάσια απ’ όσα συμφωνήσαμε. -Επικοινωνείς με το μαυλό σου, άνθρωπέ μου;»·
- έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), θυμάμαι κάτι, αναλογίζομαι: «κάθε τόσο έρχεται στο μυαλό μου η παιδική μου παρέα και μελαγχολώ»·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. φρ. μου ’φυγε το μυαλό·
- έχασε τα μυαλά του ή έχασε το μυαλό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ερωτευμένο: «απ’ την ώρα που την είδε, έχασε το μυαλό του γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα έχω χάσει το μυαλό μου και πνίγομαι μες τα ρηχά νερά. Για σένανε μικρό μελαχρινό μου βουτήχτηκα στη μαύρη συμφορά). β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με κάτι, που θέλει πάρα πολύ να το αποκτήσει: «έχασε το μυαλό του μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσει αν δεν τ’ αγοράσει»·
- έχε το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου! λ. νους·
- έχε το μυαλό σου, βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου, λ. νους·  
- έχει αλλού το μυαλό του, είναι αφηρημένος, δεν παρακολουθεί αυτά που λέγονται ή γίνονται κάποια συγκεκριμένη στιγμή: «τον πέταξε ο καθηγητής έξω απ’ την τάξη γιατί, όση ώρα παρέδιδε, αυτός είχε αλλού το μυαλό του»·
- έχει ανοιχτό μυαλό, έχει ευρύτητα σκέψης, δεν έχει προκαταλήψεις: «παρόλο που είναι ηλικιωμένος, έχει ανοιχτό μυαλό, γι’ αυτό και συνεννοείται μια χαρά με τη νεολαία»· 
- έχει άχυρα στο μυαλό, βλ. λ. άχυρο·
- έχει βλάβη στο μυαλό, βλ. λ. βλάβη·
- έχει γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει ελεφαντίαση στο μυαλό, βλ. λ. ελεφαντίαση·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, δεν τον απασχολεί κάποιο πρόβλημα, οπότε έχει τη δυνατότητα να κρίνει ή να αποφασίζει σωστά για κάτι: «όταν ο άνθρωπος έχει καθαρό μυαλό, παίρνει και τις σωστές αποφάσεις»·
- έχει καλό μυαλό, βλ. φρ. είναι καλό μυαλό·
- έχει κάλο στο μυαλό, βλ. λ. κάλος·
- έχει κόλλημα στο μυαλό, είναι προσκολλημένος σε μια ιδέα, έχει μονομανίες ή είναι συντηρητικός: «έχει τέτοιο κόλλημα στο μυαλό, που δεν παντρεύεται, αν δε βρει παρθένα γυναίκα»·
- έχει κουινάκια στο μυαλό του, βλ. λ. κουινάκι·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, βλ. λ. κουρκουμπίνι·
- έχει κοφτερό μυαλό, α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αντιλαμβάνεται τα πάντα στη στιγμή: «πήγε μπροστά στη ζωή του, γιατί έχει κοφτερό μυαλό». β. έχει πολλές γνώσεις, είναι διάνοια: «μας διδάσκει ένας καθηγητής, που έχει πολύ κοφτερό μυαλό». γ. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι αργόστροφος: «αν πεις για τον τάδε, έχει τόσο κοφτερό μυαλό, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι!»·
- έχει λίγο μυαλό, βλ. φρ. είναι φτωχός στο μυαλό, λ. φτωχός·
- έχει μονόπλευρο μυαλό, σκέπτεται, υπολογίζει μόνο για τον εαυτό του: «όταν πρόκειται για θέματα κέρδους αφήνει κατά μέρος τη δημοκρατική του ιδεολογία, γιατί έχει μονόπλευρο μυαλό»·
- έχει μυαλό, είναι γνωστικός, συνετός: «μόλις κατάλαβε πως θα γινόταν φασαρία, σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί έχει μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει μυαλό αλφάδι, είναι πολύ συγκροτημένος: «κάθε μου πρόβλημα το συζητώ με τον τάδε, γιατί έχει μυαλό αλφάδι και πάντοτε μου βρίσκει λύση»·
- έχει μυαλό καδρόνι, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, είναι βλάκας: «με τέτοιο μυαλό καδρόνι που έχει, πώς να καταλάβει τι του λες;»·
- έχει μυαλό κότας, είναι εντελώς άμυαλος, εντελώς ανόητος, είναι πολύ βλάκας: «αυτός δεν είναι για δουλειά, γιατί έχει μυαλό κότας»·
- έχει μυαλό ξουράφι, α. είναι πανέξυπνος, έχει κοφτερό μυαλό: «αυτός έχει μυαλό ξουράφι και δύσκολα μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει». β. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι πολύ αργόστροφος: «έχει τόσο μυαλό ξουράφι ο τύπος, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι»·
- έχει μυαλό οκάδες, είναι πανέξυπνος: «κανένας δεν μπορεί να ξεγελάσει αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μυαλό οκάδες»·
- έχει πειραγμένο μυαλό, έχει διανοητικά προβλήματα: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί έχει πειραγμένο μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει πίτουρα στο μυαλό, βλ. λ. πίτουρο·
- έχει πολλά στο μυαλό του, έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες ή έχει πολλές ιδέες στο κεφάλι του: «είναι πολύ στενοχωρημένος, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του || πάντα να ρωτάς τον τάδε, όταν θέλεις να κάνεις κάτι, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του»·
- έχει πολύ μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει πριονίδια στο μυαλό, βλ. λ. πριονίδι·
- έχει ρόζο στο μυαλό, βλ. λ. ρόζος·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, βλ. λ. ροκανίδι·
- έχει σκατά στο μυαλό, βλ. λ. σκατά·
- έχει στενό μυαλό, έχει περιορισμένη αντίληψη, είναι μικρόνους, στενόμυαλος: «δεν μπορεί να πιάσει τέτοια υψηλά νοήματα, γιατί έχει στενό μυαλό»·
- έχει στόκο στο μυαλό, βλ. λ. στόκος·
- έχει σύφιλη στο μυαλό, βλ. λ. σύφιλη·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, είναι άμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος ή ριψοκίνδυνος: «μην κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του || μην πας για ορειβασία μαζί του στον Όλυμπο, γιατί αυτός έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του»·
- έχει τα μυαλά της πούτσας μου ή έχει το μυαλό της πούτσας μου, βλ. λ.πούτσα·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί, έχει συνέχεια τη σκέψη του σε κάτι που του ευχαριστεί απόλυτα, ιδίως στο σεξ: «απ’ τη μέρα που πήγε με γυναίκα και κατάλαβε τη γλύκα ο πιτσιρικάς, έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψητό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό, ενδιαφέρεται συνέχεια για το προσωπικό του συμφέρον: «απ’ τη μέρα που έκανε μια δουλειά και τα κονόμησε, έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του στη θέση του, α. είναι γνωστικός, συνετός, είναι άνθρωπος προσγειωμένος: «δε λέει πράγματα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του». β. δεν είναι παράτολμος, δεν είναι ριψοκίνδυνος: «δεν κάνει επικίνδυνα ανοίγματα στη δουλειά του, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του»·
- έχει φρέσκο μυαλό, είναι ξεκούραστος, οπότε μπορεί να σκεφτεί γόνιμα, δημιουργικά: «ξεκουράστηκε μια χαρά στις διακοπές του και τώρα που επέστρεψε, έχει φρέσκο μυαλό και είναι έτοιμος για διάφορες δουλειές»·
- έχει φτενό μυαλό, δεν έχει πολύ μυαλό, είναι ανόητος, κουτός: «μην είσαι σίγουρος πως θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί έχει φτενό μυαλό και με την παραμικρή δυσκολία κομπλάρει»·
- έχει φωτεινό μυαλό, διαθέτει ευρύτητα πνεύματος, δέχεται καθετί που είναι νέο, σύγχρονο, προοδευτικό: «μας λύνει κάθε μας απορία, γιατί έχει φωτεινό μυαλό αυτός ο άνθρωπος || μπορεί να είναι ηλικιωμένος, αλλά έχει φωτεινό μυαλό και αφουγκράζεται τις ανησυχίες της νεολαίας καλύτερα από κάθε άλλον, δήθεν προοδευτικό»·
- έχει χοντρό μυαλό, α. δυσκολεύεται να καταλάβει, να κατανοήσει κάτι, είναι ανόητος, βλάκας, χοντροκέφαλος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί έχει χοντρό μυαλό». β. επιμένει στην άποψή του, ακόμη και αν αυτή είναι λανθασμένη, είναι πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί έχει χοντρό μυαλό»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- έχω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), α. σκέφτομαι κάποιον ή κάτι: «όσον καιρό έλειπες, σ’ είχα στο μυαλό μου || πάντα έχω στο μυαλό μου τις ευτυχισμένες μέρες που περάσαμε μαζί»·
- έχω στο μυαλό μου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να…, λ. νους·
- έχω το μυαλό μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. φρ. έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), λ. νους·
- έχω το μυαλό μου όλο…, επιδιώκω συστηματικά κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, έχω το μυαλό μου όλο στα ταξίδια || τα παιδιά έχουν το μυαλό τους όλο στο παιχνίδι»·
- ηρέμησε το μυαλό μου, απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το μυαλό μου || τώρα που παντρεύτηκε η κόρη μου ηρέμησε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, άρχισε πάλι να σκέφτεται σωστά, λογικά: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως οι παλιοπαρέες θα τον κατέστρεφαν, ήρθε το μυαλό του στη θέση του και τις έκοψε μαχαίρι»·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. φρ. ήρθε το μυαλό του στη θέση του·
- θα μου στρίψει το μυαλό, αντιμετωπίζω απανωτές δυσκολίες, απανωτά προβλήματα και δεν μπορώ να βρω διέξοδο, να βρω λύση, κινδυνεύω να τρελαθώ: «αν συνεχίσει αυτή η αναδουλειά, θα μου στρίψει το μυαλό, γιατί δεν μπορώ να βρω τρόπο ν’ αντεπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό) ·
- θα μου φύγει το μυαλό, έκφραση απορίας για κάτι που μας συνέβη και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε: «εδώ άφησα τον αναπτήρα μου, πώς χάθηκε ξαφνικά· θα μου φύγει το μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: εχτές ακόμα έφκιαχνα καράβια με χαρτόνια μα θα μου φύγει το μυαλό, στα σωστά· πώς πέρασαν τα χρόνια;)· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θα σου στρίψει το μυαλό, θα νιώσεις πολύ μεγάλη έκπληξη, θα νιώσεις κατάπληξη για κάτι καλό ή κακό: «αν δεις τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο άτιμος, θα σου στρίψει το μυαλό»·
- θα σου φύγει το μυαλό, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, έκφραση απελπισίας κάποιου με τη έννοια πως θα αυτοκτονήσει με πυροβόλο όπλο: «περνώ τόσο δύσκολη περίοδο, που θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- θα χάσεις το μυαλό σου, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα χάσω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θηλυκό μυαλό, είναι πολύ επινοητικός, είναι πολυμήχανος, γεννάει το μυαλό του: «δεν μπορείς από πουθενά να τον στριμώξεις, γιατί είναι θηλυκό μυαλό και πάντα βρίσκει τρόπο να ξεφεύγει»·
- θόλωσε το μυαλό μου απ’ την πείνα ή το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μυαλό του, δεν άντεξε, ήρθε σε απόγνωση και δεν ήξερε πώς να ενεργήσει, ή ενήργησε καταστροφικά εναντίον κάποιου ή ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του: «όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον, θόλωσε το μυαλό του και τους σκότωσε με το πιστόλι του || θόλωσε το μυαλό του απ’ την ανέχεια κι έπεσε απ’ τον έκτο όροφο στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: από το ντέρτι το πολύ θολώνει το μυαλό μου και η καρδιά μου η δύστυχη σπαράζει απ’ τον καημό μου
- θόλωσε το μυαλό του απ’ την πείνα, βλ. συνηθέστ. γυαλίζει το μάτι του απ’ την πείνα, λ. μάτι·
- καθαρό μυαλό, που είναι απαλλαγμένο από έγνοιες ή προβλήματα: «χωρίς καθαρό μυαλό δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση»·
- καθόλου μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- και τα μυαλά στα κάγκελα, έκφραση με την οποία κάποιος φίλαθλος δηλώνει με φανατισμό την αγάπη του για κάποια ποδοσφαιρική ομάδα ή για κάποια ομάδα μπάσκετ. (Λαϊκό τραγούδι: κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού). Η πατρότητα του συνθήματος ανήκει στους ευρηματικούς φιλάθλους της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης·
- καλά μυαλά! ευχή που δίνεται συνήθως από τους μεγαλύτερους προς τους νεότερους για να ενεργούν ή να συμπεριφέρονται σωστά, αλλά και μεταξύ των νέων, όταν κάποιος τους φαίνεται εντελώς ελαφρόμυαλος ή όταν θέλουν να προσποιηθούν τους έμπειρους ή τους μυαλωμένους: «άντε καλά μυαλά και καλά καμάκια τώρα που φεύγεις για διακοπές»·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, ενεργεί όπως θέλει, όπως του αρέσει, και συνήθως χωρίς περίσκεψη: «δεν είναι σοβαρός άνθρωπος, γιατί κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του»·
- κατεβάζει απ’ το μυαλό του, σκέφτεται ή λέει πράγματα που δεν έγιναν, τα υποθέτει, τα φαντάζεται: «κάθε τόσο κατεβάζει απ’ το μυαλό του απίθανα πράγματα και το κακό είναι πως στο τέλος τα πιστεύει»· βλ. και φρ. γεννάει το μυαλό του·
- κατεβάζει το μυαλό του, είναι έξυπνος, επινοητικός: «ξεπερνάει όλες τις δυσκολίες, γιατί κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλούβιο μυαλό, χαρακτηρίζει τον ανόητο, τον κουτό, τον βλάκα: «μήπως περίμενες καλύτερη συμπεριφορά από έναν άνθρωπο με κλούβιο μυαλό;»·
- κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), απασχολεί επίμονα τη σκέψη μου, επανέρχεται επίμονα στη σκέψη μου κάποιος ή κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου || τον τελευταίο καιρό κλωθογυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεσκάσω λιγάκι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλο και πιο συχνά το συνέχεια·
- κόβει το μυαλό του ή κόφτει το μυαλό του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «ευτυχώς που κόβει το μυαλό του και ξεπερνάει με ευκολία τις δυσκολίες που του τυχαίνουν». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή ποιο είναι το συμφέρον του: «μόλις του τύχει κάποια ευκαιρία, την αρπάζει αμέσως, γιατί κόβει το μυαλό του». Συνών. κόβει η γκλάβα του / κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- κολλημένο μυαλό, βλ. φρ. έχει κόλλημα στο μυαλό·
- κόλλησε το μυαλό μου, α. αδράνησε η σκέψη ή η μνήμη μου, έχω προσωρινό κενό, δυσκολία να θυμηθώ ή να σκεφτώ κάτι: «έλα πες τ’ όνομά του, γιατί εμένα κόλλησε το μυαλό μου και δεν μπορώ να θυμηθώ». β. δεν μπορώ να σκεφτώ το σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσω για να βγω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι: «είχα τέτοια ταραχή, που κόλλησε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι να κάνω για να τους αποφύγω»·
- κουκούτσι μυαλό! χαρακτηρίζει άτομο που είναι ολωσδιόλου άμυαλο, ανόητο, κουτό, βλάκας: «ε, βρε, αυτό το παιδί, κουκούτσι μυαλό!». Πρβλ.: για σένα ό,τι και δεν είχα το χάλασα κορίτσι μου τρελό κι αν πάντα σου ξηγιόμουνα στην τρίχα, κουκούτσι εσύ δεν έβαλες μυαλό (Λαϊκό τραγούδι)·
- κουρκούτιασε το μυαλό μου, έχασα την πνευματική μου διαύγεια, την ευθυκρισία μου, τη μνήμη μου, λόγω υπερβολικής πνευματικής κούρασης, λόγω πολλών προβλημάτων ή λόγω προχωρημένων γηρατειών: «διάβασα τόσο πολύ, που στο τέλος κουρκούτιασε το μυαλό μου || με απασχολούν τόσα πολλά προβλήματα, που κουρκούτιασε το μυαλό μου || είναι τόσο γέρος, που κουρκούτιασε το μυαλό του»·
- κρατώ στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ στο νου μου, λ. νους·  
- λέω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι χωρίς να εκφέρω τη γνώμη μου: «μόλις είδα να σκουραίνουν τα πράγματα, δε φεύγεις, λέω με το μυαλό μου, κι έφυγα αμέσως». β. λογαριάζω, υπολογίζω: «είναι το τρίτο καλοκαίρι που λέω με το μυαλό μου να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά δε βλέπω πάλι να τα καταφέρνω»·
- μαζεύω τα μυαλά μου ή μαζεύω το μυαλό μου, αφήνω την άστατη ζωή, συγκεντρώνομαι: «αν δε μαζέψεις τα μυαλά σου, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε ν’ αλλάξεις γνώμη, να μαζέψεις τα μυαλά σου κι αν σου μείνει μια δεκάρα, να τη φέρνεις στα παιδιά σου
- με καθαρό μυαλό ή με μυαλό καθαρό ή με καθαρό το μυαλό ή με το μυαλό καθαρό, χωρίς να το απασχολεί κάτι σοβαρό, οπότε μπορεί κανείς να κρίνει ή να αποφασίσει σωστά: «πήρε την απόφασή του με καθαρό μυαλό || όταν πρόκειται να πάρει μια μεγάλη απόφαση, την παίρνει πάντοτε με καθαρό το μυαλό»·
- με τα μυαλά που έχει… ή με το μυαλό που έχει…, με τον τρόπο που σκέφτεται ή που ενεργεί κάποιος και που δεν είναι ο ενδεδειγμένος: «με τα μυαλά που έχει περί γάμου, τον βλέπω να μένει γεροντοπαλίκαρο»· βλ. και φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει(…)·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του·
- με τα μυαλά που κουβαλάει ή με το μυαλό που κουβαλάει, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι δεν είναι έξυπνος, ότι δεν έχει αντίληψη ή σύνεση, ή ότι είναι παράτολμος ή ριψοκίνδυνος, και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να φέρει σε πέρας αυτό που έχει αναλάβει ή αυτό που επιδιώκει, ή, γενικά, πως θα αποτύχει στη ζωή του: «με τα μυαλά που κουβαλάει, δεν τη γλιτώνει τη χρεοκοπία || με το μυαλό που κουβαλάει, τον βλέπω να καταλήγει στη φυλακή». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αγόρι μου ή με το κορίτσι μου, ανάλογα με το φύλο στο οποίο απευθυνόμαστε· βλ. και φρ. με τα μυαλά που έχει(…)·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, με τον τρόπο που σκέφτεται θα καταστραφεί: «έχει ολόκληρη περιουσία, αλλά με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, γιατί η νύχτα δε βγάζει ποτέ σε καλό»·
- με τα μυαλά που κυβερνάει ή με το μυαλό που κυβερνάει, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις και μου λες, πως δεν φοβάσαι μαχαιριές. Το κεφαλάκι σου θα φας, με τα μυαλά που κυβερνάς!)
- με το μυαλό του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το μυαλό του είναι μεγάλος και τρανός || με το μυαλό του όλα μπορεί να τα κατορθώσει»·
- με το φτωχό μου το μυαλό, βλ. λ. φτωχός·
- μεγάλο μυαλό, βλ. συνηθέστ. μεγάλο κεφάλι, λ. κεφάλι·
- μέχρις εκεί πάει το μυαλό του ή μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί πάει το μυαλό του·
- μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό, παρακλητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζαλίζεις το μυαλό, μόνο εσένα αγαπώ). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια / μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μη μου ζαλίζεις τον έρωτα·
- μηδενίζει το μυαλό μου, χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι ορθά, παραφρονώ: «όταν βλέπω κάποιον να χτυπά γέρο άνθρωπο, μηδενίζει το μυαλό μου και δεν ξέρω τι κάνω». Από την εικόνα του μετρητή που δείχνει μηδέν·
- μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μάταια προσπαθείς να θυμηθείς κάτι ή μην προσπαθείς να θυμηθείς κάτι είτε γιατί δε θα μπορέσεις να το θυμηθείς είτε γιατί δεν έχει σημασία: «μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν πρόκειται να θυμηθείς το άτομο που σου λέω || μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν έχει πια σημασία ποιος έκανε την αρχή στο μάλωμα, αφού πάλι μόνοιασαν»·
- μου γύρισαν τα μυαλά ή μου γύρισε το μυαλό, εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «μόλις τον άκουσα να βρίζει το γέρο πατέρα του, μου γύρισαν τα μυαλά κι ήθελα να τον σπάσω στο ξύλο»· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά·    
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, μου έκανε να χάσω την πνευματική μου διαύγεια από την ακατάσχετη φλυαρία του, με ζάλισε με την πολυλογία του: «μ’ είχε δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι»·
- μου καρφώθηκε στο μυαλό, μου έγινε κάτι έμμονη ιδέα και δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτή: «όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό πως με απατούσε η γυναίκα μου, κινδύνεψα να τρελαθώ»·
- μου μπαίνει στο μυαλό, βλ. φρ. μου μπαίνει στο νου, λ. νους·
- μου ξεσήκωσε τα μυαλά, α. με παρέσυρε να ενεργήσω επικίνδυνα, με παρέσυρε να ενεργήσει παραπέρα από τις δυνατότητές του: «του ξεσήκωσαν τα μυαλά πως μπορούσε να συναγωνιστεί ένα μεγαλοβιομήχανο κι έχασε ό,τι λεφτά είχε στην άκρη». β. με ξεμυάλισε: «με μια της ματιά μου ξεσήκωσε τα μυαλά». (Λαϊκό τραγούδι: έρχεσαι με κοροϊδεύεις κι όλο λες πως μ’ αγαπάς. Τα μυαλά μου ξεσηκώνεις πονηρά σαν με κοιτάς
με ξεμυάλισε: «με το πες πες, μου ξεσήκωσε τα μυαλά και θα πάω κι εγώ μαζί του στις διακοπές»·
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, α. σκέφτηκα στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να του ζητήσω το λόγο, αλλά μετά το μετάνιωσα για να μη γίνει φασαρία ». β. υποπτεύθηκα, υποψιάστηκα κάτι: «για να σου πω την αλήθεια, κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό πως εσύ έβαλες χέρι στο ταμείο»·
- μου πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, α. (για γυναίκες), την έχω ερωτευτεί σφόδρα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρες την καρδιά μου, πήρες το μυαλό μου, πάρε να φοράς και το πουκάμισό μου // όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά // με μία νοικιασμένη κούρσα όλο φιγούρα κι όλο λούσα ο μορφονιός σου έχει πάρει τα μυαλά ). β. (γενικά) με ζάλισε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μου μιλούσε δύο ώρες συνέχεια και μου πήρε το μυαλό». γ. εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από κάτι και το σκέφτομαι συνεχώς: «μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσω, αν δεν τ’ αγοράσω»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, βρίσκομαι σε απόγνωση, που κινδυνεύω να αποφασίσω να αυτοκτονήσω με πυροβόλο όπλο: «με βασανίζουν τόσα πολλά προβλήματα, που μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- μου ’ρχεται στο μυαλό (κάποιος ή κάτι), θυμάμαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό η πρώτη μου αγάπη || πολύ συγκινούμαι κάθε φορά που μου ’ρχεται στο μυαλό η παλιά μου γειτονιά»·
- μου σήκωσε τα μυαλά, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά. (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω! 
- μου σφηνώθηκε στο μυαλό, βλ. φρ. μου καρφώθηκε στο μυαλό·
- μου τρέλανε το μυαλό, α. με ξετρέλανε: «μου έδειξε την καινούρια του γκόμενα και μου τρέλανε το μυαλό». (Τραγούδι: είναι φίνος κανταδόρος κι όπου πάει γίνεται ντόρος και μ’ αυτό μας τρελαίνει το μυαλό). β. με εκνεύρισε με την επιμονή του πάνω σε κάποιο θέμα: «είχε ανάγκη από λεφτά και με τρέλανε το μυαλό να τον βοηθήσω, μέχρι που του τα δίνει κι ησυχάζω»·
- μου ’φυγε το μυαλό, α. ένιωσα έντονη έκπληξη: «μόλις τον είδα με τι γκομενάρα κυκλοφορούσε, μου ’φυγε το μυαλό». β. αντιμετώπισα πολλές αντίξοες καταστάσεις και δεν ήξερα πώς να ενεργήσω: «τον τελευταίο καιρό μου ’φυγε το μυαλό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζω και δεν ξέρω με ποιο να πρωτοκαταπιαστώ»·
- μουχλιασμένα μυαλά ή μουχλιασμένο μυαλό, λέγεται για άτομο με απαρχαιωμένες ιδέες: «με τέτοια μουχλιασμένα μυαλά πώς θα μπορέσεις να καταλάβεις τους σημερινούς νέους;»·
- μπίτ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- μπλόκαρε το μυαλό μου ή μπλοκάρισε το μυαλό μου, σταμάτησα να σκέφτομαι προσωρινά, έχασα την ικανότητά μου να ενεργώ ή να κρίνω σωστά: «όταν μπλόκαρε το μυαλό μου, δεν ήξερα πώς να συνεχίσω τη συζήτηση || κάποια στιγμή μπλοκάρισε το μυαλό μου και δεν ήξερα πόσο κάνουν ένα κι ένα»·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο μυαλό σου πως σαν τη γυναίκα σου καμιά άλλη δε θα σ’ αγαπήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο μυαλό σου, υπενθύμιση σε κάποιον να θυμάται, να μην ξεχάσει κάτι: «γυρνώντας, να πας να ξοφλήσεις την εφορία, να το ’χεις στο μυαλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: μα θα στο πω, μικράκι μου, να το ’χεις στο μυαλό σου, πως άλλη τέτοια μια καρδιά δε θα ’χεις στο πλευρό σου)· 
- νερούλιασε το μυαλό μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, λογικά, ξεκούτιανα, ξεμωράθηκα: «στην ηλικία που έφτασα πώς να μη νερουλιάσει το μυαλό μου!»·
- νερουλιασμένο μυαλό, που δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί σωστά, λογικά: «κάθε φορά που πίνω πολύ, το πρωί ξυπνώ με νερουλιασμένο μυαλό»·
- ντιπ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- ξεγράφω απ’ το μυαλό μου, α. παύω οριστικά να περιμένω πως θα μου συμβεί κάτι καλό, παύω οριστικά να σκέφτομαι κάτι: «αφού δεν υπάρχουν χρήματα, ξέγραψα απ’ το μυαλό κου τις καλοκαιρινές διακοπές». β. ξεχνώ οριστικά κάποιον, διαγράφω οριστικά κάποιον από τη σκέψη μου: «απ’ τη στιγμή που σε ξέγραψα απ’ το μυαλό μου, είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ για μένα»·
- ξεδίνει το μυαλό μου, φεύγω από την καθημερινή πληκτικότητα και το ρίχνω στις διασκεδάσεις, στην ψυχαγωγία, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, το ρίχνω έξω: «κάθε Σαββατοκύριακο γλεντώ με την παρέα μου για να ξεδίνει το μυαλό μου»·
- ξεθόλωσε το μυαλό μου, ξαναβρήκε την πνευματική του διαύγεια, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να κρίνω σωστά: «μόνο όταν ξεθόλωσε το μυαλό μου, μπόρεσα να πάρω τη σωστή απόφαση»·
- ξεκαθάρισε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ξεθόλωσε το μυαλό μου·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια, όποιος δεν προνοεί, όποιος δε σκέφτεται, δε μελετάει καλά κάποια ενέργειά του, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «πάνω στη βιασύνη μου, ξέχασα το χαρτοφύλακα με τα συμβόλαια στο γραφείο μου. -Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια», δηλ. τώρα θα αναγκαστείς να ξαναπάς στο γραφείο σου να πάρεις το χαρτοφύλακά σου και να ξανάρθεις. Συνών. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. φρ. όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους σου! λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του άνθρώπου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! λ. νους·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, οτιδήποτε σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, οτιδήποτε και αν βασανίζει τη σκέψη σου: «μόλις σου εξηγήσει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό θα σου φύγει αμέσως και θα ησυχάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό την υποψία βγάλ’ την, είμαι σε σένανε πιστός και μη με λες μπερμπάντη
- ούτε για δείγμα μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- πάει να μου φύγει το μυαλό, έχω πολλά και πιεστικά προβλήματα: «δεν ξέρω πώς να βολέψω τις δυσκολίες που προέκυψαν και πάει να μου φύγει το μυαλό»·
- παίρνει μυαλά, (για πρόσωπα ή πράγματα στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «γνώρισα μια γυναικάρα, που παίρνει μυαλά || διάβασα ένα βιβλίο, που παίρνει μυαλά || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που παίρνει μυαλά»·
- παίρνει στροφές το μυαλό μου, βλ. λ. στροφή·
- παλιά μυαλά, που δεν έχουν σύγχρονες, μοντέρνες αντιλήψεις, που είναι απαρχαιωμένα: «η δικιά μας η γενιά έχει παλιά μυαλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη νεολαία»·
- παραδέρνει το μυαλό μου, ταλαντεύομαι να πάρω τη μια ή την άλλη απόφαση: «έχω προβλήματα με το γιο μου και παραδέρνει το μυαλό μου αν πρέπει ν’ ακολουθήσω αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγώγησης ή τον άλλο»·
- πας καλά με το μυαλό σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά με το μυαλό σου που πιστεύεις πως, αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο, δε θα σκοτωθείς; || πας καλά με το μυαλό σου, που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου θέλεις να σου πληρώσω δυο χιλιάδες ευρώ;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά ή το μωρέ·
- πειράχτηκε το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. πέρασε απ’ το νου μου·
- πετάει το μυαλό του ή πετάνε τα μυαλά του, σκέφτεται άλλα πράγματα από αυτά που γίνονται ή λέγονται, είναι φαντασιόπληκτος: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί πετάνε τα μυαλά του». (Λαϊκό τραγούδι: για να σε κάνω άνθρωπο ήπια τόσα φαρμάκια, μα το δικό σου το μυαλό πετάει στα σοκάκια
- πετώ με το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. πετώ με το νου μου·
- πετώ τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. συνηθέστ. τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, ιδίως μετά από πρόσκαιρη ή ανέλπιστη επιτυχία του και μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που έγινε υποδιευθυντής, πήραν τα μυαλά του αέρα κι ούτε που μας χαιρετάει». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι π’ αγαπούσα πήρε αέρα στα μυαλά, με άλλον τα ’χει ξελογιάσει και δεν με προσέχει πια
- πλάθει με το μυαλό του, υποθέτει, φαντάζεται κάτι: «πλάθει με το μυαλό του διάφορες ιστορίες πως δήθεν τον απατάει η γυναίκα του και κάθε βράδυ έχουν φασαρίες στο σπίτι || πλάθει με το μυαλό του διάφορες περιπέτειες κι ύστερα μας τις πασάρει για αληθινές»·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; α. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που διατείνεται πως είναι έξυπνος, πως έχει μυαλό. β. λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ενεργεί ανόητα ή παράτολμα: «αφού είδες πως υπάρχει αναδουλειά, δεν έπρεπε να επιχειρήσεις νέα επέκταση στη δουλειά σου, αλλά ποιος έχασε το μυαλό του, να το βρεις εσύ;»·
- πονάει το μυαλό μου, βασανίζουν τη σκέψη μου πολλά προβλήματα που επιζητούν άμεση λύση: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που πονάει το μυαλό μου»·
- πού αρμενίζει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού βόσκει το μυαλό σου; γιατί δεν προσέχεις αυτά που λέγονται ή γίνονται αυτή τη στιγμή, γιατί ονειροπολείς, γιατί είσαι αφηρημένος(;): «για πες μου, πού βόσκει το μυαλό σου και δεν παρακολουθείς αυτά που λέγονται για να σχηματίσεις κι εσύ μια προσωπική γνώμη;»·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το ’χεις το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού μυαλό! Λέγεται για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «έπρεπε να διαβάσει προσεκτικά το συμβόλαιο, πριν το υπογράψει, αλλά αυτός, πού μυαλό, και τώρα τραβιέται στα δικαστήρια!»·
- πού μυαλό για…, δηλώνει πως για κάποιο συγκεκριμένο λόγο δεν υπάρχει η διάθεση σε κάποιον να κάνει κάτι, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί για να κάνει κάτι: «με τόσα προβλήματα που έχει ο φουκαράς, πού μυαλό για διασκέδαση || απ’ τη μέρα που ερωτεύτηκε ο γιος μου, πού μυαλό για διάβασμα»·
- πού να βάλει μυαλό! δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «όποτε τον συναντώ, τον συμβουλεύω με τις ώρες να ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του, αλλά αυτός πού μυαλό!»·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. φρ. πού να βάλει ο νους μου! λ. νους·
- πού παράτησες το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού πετάει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού ταξιδεύει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού το ’χες το μυαλό σου; τι σκεφτόσουν; γιατί ήσουν αφηρημένος(;): «πού το ’χες το μυαλό σου και δεν άκουγες αυτά που έλεγα;»·   
- πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, βλ. λ. γλώσσα·
- σάλεψε το μυαλό του, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκε όλη η οικογένεια του σ’ ένα τροχαίο, σάλεψε το μυαλό του»·
- σβήνω απ’ το μυαλό μου, διαγράφω από τη μνήμη μου, λησμονώ τελείως κάτι θεληματικά: «προσπαθώ να σβήσω απ’ το μυαλό μου όλες τις αδικίες που μου ’χεις κάνει, αλλά μου είναι αδύνατο || θέλω να σβήσω απ’ το μυαλό μου την αγάπη που σου είχα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα·
- σκόρπισε το μυαλό μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ λόγω πολλών προβλημάτων, με απασχολούν πολλά προβλήματα ταυτόχρονα και δεν μπορώ να πάρω μια απόφαση, να βρω μια λύση: «μου ’πεσαν τόσα προβλήματα μαζεμένα, που σκόρπισε το μυαλό μου και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
- σκοτείνιασε το μυαλό του, βλ. φρ. θόλωσε το μυαλό του·
- σκοτίζω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάποιον ή κάτι: «μέρες τώρα σκοτίζω το μυαλό μου πού τον έχω συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο και δεν μπορώ να θυμηθώ»·
- στάθηκε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου·
- σταλιά μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- σταμάτησε το μυαλό μου, έπαψε προς στιγμή να λειτουργεί, έπαψα προς στιγμή να σκέφτομαι, ιδίως επειδή είμαι φορτωμένος με πολλές έγνοιες ή προβλήματα: «έπεσαν όλες οι δυσκολίες μαζεμένες και σταμάτησε το μυαλό μου»·
- στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), με απασχολεί έντονα κάτι, σκέφτομαι συνέχεια κάτι, δεν μπορώ να απαλλαγώ από κάποια επίμονη σκέψη: «έχω χάσει την ηρεμία μου, γιατί τον τελευταίο καιρό στριφογυρίζει στο μυαλό μου πως η γυναίκα μου με απατά κι έχω χάσει τον ύπνο μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το συνέχεια·
- στύβω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι ή προσπαθώ επίμονα να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσω: «στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πού γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο || στύβω το μυαλό μου να βρω τρόπο να ξεμπερδέψω μ’ αυτή την υπόθεση»·
- συγκοινωνείς με το μυαλό σου! βλ. φρ. επικοινωνείς με το μυαλό σου(!)·
- τα βγάζει απ’ το μυαλό του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του, γιατί τα βγάζει απ’ το μυαλό του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κατεβάζει απ’ το μυαλό του, βλ. συνηθέστ. τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) ή το μυαλό σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που λέει ή κάνει ανόητα πράγματα, ή που λέει πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «τα μυαλά σου και μια λίρα, που θα μπορέσεις να στήσεις ολόκληρο εργοστάσιο με πέντε χιλιάδες ευρώ»·
- τα μυαλά του είναι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. έχει τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι του·
- ταξιδεύει το μυαλό του, δεν προσέχει αυτά που του λέει ή αυτά που κάνω, που γίνονται, είναι αφηρημένος, ονειροπολεί: «εγώ του μιλάω για σοβαρά πράγματα κι αυτός κοιτάζει τη θάλασσα και ταξιδεύει το μυαλό του»·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; τι φαντάζεσαι; τι υποπτεύεσαι(;): «μπορείς να μου πεις το λόγο που μου κάνεις μούτρα; Τι βάζεις με το μυαλό σου; Νομίζεις πως εγώ είμαι αυτός που σε κάρφωσα στην αστυνομία;». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται τις φρ. καιάλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το δηλαδή·
- τι έχεις στο μυαλό σου; τι σκέφτεσαι; πώς σκέφτεσαι να ενεργήσεις; τι σχεδιάζεις να κάνεις(;): «τι έχεις στο μυαλό σου και σε βλέπω σκεφτικό; || τι έχεις στο μυαλό σου για κείνη τη δουλειά, θα την αναλάβεις;». (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;
- τι λέει το μυαλό σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- τι σου είναι το μυαλό! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να σκεφτεί ή να φανταστεί κάποιος: «και για να δεις εσύ τι σου είναι το μυαλό, φαντάστηκα πως ήμουν αστροναύτης!». (Λαϊκό τραγούδι: χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα
- τίναξε τα μυαλά του, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: προτού τα βάσανά μου γίνουνε πιο πολλά, πάρε πιστόλι πιο καλά και τίναξέ μου τα μυαλά
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα , αυτοκτόνησε με πυροβόλο όπλο πυροβολώντας στο κεφάλι του: «μπήκε πολύ μέσα με την τελευταία δουλειά που έκανε, και για να μην πάει φυλακή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα»·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. συνηθέστ. το βάζει ο νους σου; λ. νους·
- το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, σκέφτεται συνέχεια το σεξ: «απ’ τη μέρα που ένιωσε τη γλύκα της γυναίκας ο γιος μου, το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό»·
- το μυαλό του έκανε τιλτ ή έκανε τιλτ το μυαλό του, βλ. λ. τιλτ·
- το μυαλό του κόβει ξουράφι βλ. συνηθέστ. έχει μυαλό ξουράφι·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, σκέφτεται, υποθέτει κάτι, ιδίως κακό, που είναι διαφορετικό από την πραγματικότητα: «μην έχεις πολλά αστεία με τη γυναίκα του, γιατί το μυαλό του πάει αλλού». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αμέσως·
- το μυαλό του πάει στο κακό ή πάει στο κακό το μυαλό του, α. σκέφτεται άσχημες, οδυνηρές καταστάσεις ή συνέπειες: «κάθε φορά που τον καλεί ο διευθυντής του, το μυαλό του πάει στο κακό». β. σκέφτεται μοιραία γεγονότα, ιδίως όταν κάποιος αργοπορεί να φτάσει κάπου: «όταν αργούν τα παιδιά του να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι, πάει στο κακό το μυαλό του». Συνήθως μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί το αμέσως ή το όλο ή το πάντα·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το πίσω μέρος του μυαλού (κάποιου), οι κρυφές, οι απώτερες σκέψεις κάποιου: «κανείς μας δεν ξέρει τι έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του»·
- το ’χω στο μυαλό μου, βλ. φρ. το ’χω στο νου μου, λ. νους·
- το χωράει το μυαλό σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις; μπορείς να το διανοηθείς(;): «το χωράει το μυαλό σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, παύω να τον σκέφτομαι και, κατ’ επέκταση, παύω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που ο ίδιος δε θέλει να ενδιαφερθεί για τη δουλειά του, τον έβγαλα κι εγώ απ’ το μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: και για να μην τρελαθώ, γυρίζω τις νύχτες, για να μην τρελαθώ, χορεύω στις πίστες και να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου προσπαθώ
- τον έχω στο μυαλό μου, βλ. φρ. τον έχω στο νου μου, λ. νους·
- τόσο δουλεύει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- τόσο κόβει το μυαλό του, (υποτιμητικά) δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει σοβαρά πράγματα: «μην τον πιέζεις τον άνθρωπο να καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αφού τόσο κόβει το μυαλό του»·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- του αλλάζω τα μυαλά ή του αλλάζω το μυαλό, βλ. φρ. του γυρίζω τα μυαλά·
- του βάζω μυαλό, τον συνετίζω, τον σωφρονίζω: «αν δε του βάλεις μυαλό εσύ που σε υπολογίζει, τότε δε θα μπορέσει κανένας άλλος»·
- του γεμίζω το μυαλό, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το μυαλό να πάρει τη δουλειά και τώρα με σχωρνάει || εσύ φταις, που του γέμισες το μυαλό μ’ αυτές τις ιδέες και κάθεται όλη τη μέρα και τεμπελιάζει»·
- του γυρίζω τα μυαλά ή του γυρίζω το μυαλό, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι σχεδίαζε, ιδίως έπειτα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «ήταν έτοιμος να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά μπόρεσα και του γύρισα τα μυαλά και τους άφησε στα κρύα του λουτρού». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς)· βλ. και φρ. του γυρίζω το νου, λ. νους·
- του ’κανα το μυαλό κουρκούτι, ε την ακατάσχετη φλυαρία μου, με την πολυλογία μου, τον έκανα να χάσει την πνευματική του διαύγεια: «τον είχα δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και του ’κανα το μυαλό κουρκούτι»·
- του λείπει το μυαλό, δεν έχει μυαλό, είναι κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην παίρνεις στα σοβαρά τα καμώματά του, γιατί του λείπει το μυαλό του φουκαρά»·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, α. τον κάνω να με ερωτευτεί παράφορα, τον ξελογιάζω, τον ξεμυαλίζω: «αυτή η παρδαλή του πήρε τα μυαλά και διέλυσε την οικογένεια του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε αλάνη, μη γυρεύεις να με βάλεις σε μπελά, να ’χεις κι άλλες γιαβουκλούδες να σου παίρνουν τα μυαλά). β. τον απασχολώ διαρκώς και τον κάνω να αλλάξει συμπεριφορά: «του πήρε τα μυαλά η νέα δουλειά που ανέλαβε κι έχει εξαφανιστεί απ’ τα γνωστά μας στέκια». γ. τον εκνευρίζω, του χαλώ την ησυχία: «αν είναι να μου πάρεις το μυαλό με τις φωνές σου, να στο κάνω το χατίρι να ησυχάσω!»·
- του πιπιλίζω το μυαλό, του επαναλαμβάνω επίμονα κάτι για να προχωρήσει σε κάποια ενέργεια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, του πιπιλίζω το μυαλό να κάνουμε μαζί μια δουλειά || πηγαίνω κάθε μέρα στο γραφείο του και του πιπιλίζω το μυαλό ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε σε κάποιον φίλο μου»·
- του σηκώνω τα μυαλά ή του σηκώνω το μυαλό, βλ. συνηθέστ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- του ’στριψε το μυαλό, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «περνούσε τέτοιες δυσκολίες, που του ’στριψε το μυαλό, γιατί δεν μπορούσε να βρει διέξοδο». (Λαϊκό τραγούδι: φοβούμαι μήπως τηνε πάθω για καλά κι απ’ την αγάπη μου μού στρίψουν τα μυαλά
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τον σκότωσε πυροβολώντας τον στο κεφάλι: «ένα βράδυ τον παραφύλαξε σ’ ένα στενό και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα»·
- του φουσκώνω τα μυαλά ή του φουσκώνω το μυαλό, τον κάνω να πιστεύει πράγματα που είναι εκτός πραγματικότητας: «του φούσκωσε τα μυαλά και νομίζει πως μπορεί με πενταροδεκάρες να στήσει ολόκληρη επιχείρηση»· βλ. και φρ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- τρέχει αλλού το μυαλό μου ή τρέχει το μυαλό μου αλλού, σκέφτομαι πράγματα που δεν έχουν σχέση με αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα: «δεν καταλαβαίνω τίποτα, παιδιά, απ’ ό,τι λέτε, γιατί εμένα τρέχει αλλού το μυαλό μου»· 
- τροχίζω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ακονίζω το μυαλό μου·
- τυπώνω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), συγκρατώ στη μνήμη μου, εντυπώνω στη μνήμη μου κάποιον ή κάτι: «όταν δω κάποιον μια φορά, δεν τον ξεχνώ, γιατί τον τυπώνω στο μυαλό μου || μια φορά είδα εκείνον τον πίνακα και τον τύπωσα στο μυαλό μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- φέρνω στο μυαλό μου, α. ενθυμούμαι: «δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του || δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τι ακριβώς μου είπε αυτός ο άνθρωπος». β. αναλογίζομαι, αναπολώ: «πάντα φέρνω στο μυαλό μου τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί»·
- φράκαρε το μυαλό μου ή φρακάρισε το μυαλό μου, βλ. φρ. μπλόκαρε το μυαλό μου·
- φτωχό είναι το μυαλό σου, βλ. λ. φτωχός·
- φύρανε το μυαλό του, αποβλακώθηκε, ιδίως λόγω γήρατος, ξεκούτιανε, ξεμωράθηκε: «έχει πάει εκατό χρονών ο άνθρωπος κι εσύ απορείς γιατί φύρανε το μυαλό του;»·
- χάνω τα μυαλά μου ή χάνω το μυαλό μου, α. σαστίζω, τα χάνω από τη μεγάλη έκπληξη που νιώθω: «έχασα τα μυαλά μου, μόλις τον είδα με την καινούρια αυτοκινητάρα του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό και αποφάσισα να γίν’ αριστοκράτης· κάθε μικρή που θα με δει θα χάνει τα μυαλά της). β. χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, έχασε ο καημένος το μυαλό του και δεν ξέρει τι κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα σε βλέπω κι έρχεσαι απ’ τη γωνιά του δρόμου και σχίζεται η καρδούλα μου και χάνω το μυαλό μου
- χαράζω στο μυαλό μου, βλ. φρ. χαράζω στη μνήμη μου, λ. μνήμη· 
- χύθηκαν τα μυαλά του, τραυματίστηκε θανατηφόρα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι: «έπεσε ολόκληρο καντρόνι στο κεφάλι του και χύθηκαν τα μυαλά του». Όταν πρόκειται για θανατηφόρο τροχαίο, ακούγεται συχνά η φρ. χύθηκαν τα μυαλά του στην άσφαλτο·
- ως εκεί πάει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί φτάνει το μυαλό του·
- ως εκεί φτάνει το μυαλό του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει ευρεία αντίληψη, είναι κοντόφθαλμο: «δεν μπορεί να καταλάβει πως χωρίς νέα τεχνολογία δεν μπορεί να μπει στη μάχη του ανταγωνισμού, αλλά βλέπεις, ως εκεί φτάνει το μυαλό του».

μύγα

μύγα, η, ουσ. [<μσν. μύγα <αρχ. μυῖα], η μύγα. Υποκορ. μυγούλα, η και μυγάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βαράω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, είναι πολύ τσιγκούνης: «αυτός βγάζει κι απ’ τη μύγα ξίγκι κι εσύ έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσει δανεικά!»·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, α. δεν ανέχεται καμιά αντιλογία, καμιά αντίρρηση ή καμιά παρατήρηση, είναι απόλυτος: «όταν πάρει μιαν απόφαση, δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». β. είναι πολύ ευέξαπτος: «πρόσεχε τα λόγια και τις χειρονομίες σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». Πρβλ.: μύγα στο σπαθί μου δεν αγγίζει, φύγε κι άσε με, δε με φοβίζεις την περηφάνια μου, δεν την πατάω και σαν κειμήλιο θα την κρατάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. φρ. δε δέχεται μύγα στο σπαθί του·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. συνηθέστ. δεν περνάει κουνούπι, λ. κουνούπι·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και είναι εντελώς ανίκανοι, εντούτοις πετυχαίνουν στη ζωή τους: «μωρέ, ντιπ κούτσουρο αυτός ο άνθρωπος κι όμως, έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, που απόκτησε κάποια μικρή οικονομική δύναμη ή κοινωνική επιρροή και συμπεριφέρεται με έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε μερικά λεφτουδάκια, μας έγινε ακατάδεχτος. -Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. φρ. πέθαιναν σαν μύγες. (Εβραίικο τραγούδι: σαν τα ζουρλά μας ντύσανε με μπλε και άσπρες ρίγες. Κι από τον καημό τ’ αδέλφια μας έπεφταν σαν τις μύγες
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει τη μύγα, βλ. φρ. όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, (απειλητικά) α. θα γίνει μεγάλη καταστροφή, μεγάλος χαλασμός: «αν κοροϊδέψεις ξανά το φίλο μου, θα ’ρθω με την παρέα μου στο μαγαζί σου και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». β. θα επιβληθούν αυστηρότατες ποινές, θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα: «αν δεν αρχίσετε να δουλεύετε όπως πρέπει, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». γ. θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες: «όταν αναλάβω εγώ τη διεύθυνση του εργοστασίου, θα διώξω όλους τους κοπανατζήδες και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, μέχρι να ορθοποδήσει πάλι η επιχείρηση». δ. είναι και φορές που η φρ. χρησιμοποιείται για προσδοκώμενη ευχάριστη κατάσταση: «ε, ρε, αν ξαναμαζευτεί, όπως παλιά, η παρέα μας και πάμε στα μπουζούκια, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, προσκολλούμαι σε κάποιον και του γίνομαι  φορτικός, δεν ξεκολλώ από κοντά του: «απ’ την ώρα που με συνάντησε, κόλλησε σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι και δεν ξεκόλλησε από κοντά μου μέχρι αργά τα μεσάνυχτα». Η έκφραση δεν έχει σχέση με την προσκόλληση σε κάποιον για την αποκόμιση κάποιας υλικής ωφέλειας, αλλά περισσότερο για συντροφιά·
- κυνηγώ μύγες, βλ. συνηθέστ. σκοτώνω μύγες·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω, δεν υπολογίζω διόλου αυτά που μου λέει ή που με συμβουλεύει κάποιος: «δεν πρέπει τώρα να παραπονιέσαι, γιατί, όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο»·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, αυτό που δεν μπορείς να πετύχεις χρησιμοποιώντας βία, προσπάθησε με ήπιο, με μαλακό τρόπο: «αφού δεν μπορείς να τον συμμορφώσεις με το άγριο, προσπάθησε με το καλό, γιατί μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι»·
- μύγα σε τσίμπησε; έκφραση απορίας ή ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο ή αιτία, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα: «τι φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, στα καλά καθούμενα, μύγα σε τσίμπησε;». Από την εικόνα αρκετών ζώων που, όταν τα τσιμπούν μύγες, ταράζονται και αντιδρούν είτε αναταράζοντας νευρικά το δέρμα τους είτε κλοτσώντας·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, είδος κατάρας, με την έννοια να ταλαιπωρηθείς· βλ. και φρ. τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- ντουφεκάω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, αποτελεί χτυπητή αντίθεση με τον περίγυρό του, αποτελεί έντονη παραφωνία, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «ήταν όλοι τους με σμόκιν και κουστούμια, κι όπως είχε πάει αυτός με τα ρούχα της δουλειάς, ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα». Συνών. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι / ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, όποιος δεν είναι εντελώς αθώος ή αμέτοχος σε κάποια παρανομία ή παρατυπία, με τον παραμικρό υπαινιγμό επάνω σε αυτό το θέμα έχει την εντύπωση πως τον υποπτεύονται κι εμφανίζεται ως θιγμένος: «κάθε φορά που γίνεται λόγος μπροστά του για τη ληστεία της τράπεζας κάνει πως θυμώνει, γιατί όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τις ψευτιές που σου έλεγα κι έτσι, εννοείται, ξεγελάστηκες και βγήκες χαμένος: «να μην παραπονιέσαι τώρα που έχασες τα λεφτά σου γιατί, όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες»·   
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, η κακιά έξη του ανθρώπου, δύσκολα αποβάλλεται: «μου έχει ορκιστεί χίλιες φορές πως θα κόψει το χαρτί, αλλά συνεχίζει να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες, γιατί ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει»·  
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στον τελευταίο πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες || κάποτε η ελονοσία ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια κι οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες». Από την εικόνα τις εξόντωσης των μυγών με εντομοκτόνο. Συνών. πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, πήρε ή κέρδισε κάτι εντελώς ελάχιστο, σχεδόν τίποτα, τίποτα: «οι άλλοι πήραν κανονικά το μερίδιό τους κι αυτός, επειδή είναι ανόητος, πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση κοινού, παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή: «μόλις έμαθαν πως η είσοδος ήταν ελεύθερη πλάκωσαν όλοι σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση ατόμων με κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους με σκοπό την αποκόμιση οφέλους ή κέρδους: «μόλις πέθανε ο γέρος, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι συγγενείς του για την περιουσία του || μόλις ανέλαβε το κόμμα τους την εξουσία, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι υμέτεροι για να τα κονομήσουν». Από το ότι στις ακαθαρσίες ανθρώπων ή ζώων, παρατηρείται αθρόα συγκέντρωση μυγών·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα (ενν. ξεχωρίζει), βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, λέγεται για τους έξυπνους, για τους ικανούς ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους ξεγελάσει, που δηλαδή δε χάφτουν μύγες: «είσαι πολύ μικρός για να ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί, σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει»·
- σκοτώνω μύγες, α. δεν έχω δουλειά, δεν παρατηρείται προσέλευση πελατών στο μαγαζί μου, έχω κεσάτια: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί όλο το μήνα σκοτώνει μύγες». (Τραγούδι: Αύγουστο μήνα στη Σαλαμίνα σκοτώνω μύγες. Κι εσύ μαικήνα τα χρόνια εκείνα πες μου πού πήγες).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς πνιγόμασταν στη δουλειά κι αυτός σκότωνε μύγες». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο, κυνηγάει και σκοτώνει τις μύγες·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας ρωτάει να μάθει πότε θα του επιστρέψουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό χρονικό διάστημα: «πότε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω; Τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες || τα λεφτά που του δάνεισες θα τα πάρεις τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες». Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’ αγελαδοκούρεμα / με τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια / ε τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια· βλ. και φρ. να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και για το λόγο αυτό δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «απαξιώ να συγκριθώ μαζί του, γιατί τον βλέπω σαν τη μύγα». Από το ότι η μύγα είναι πάρα πολύ μικρή σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, τον κατανίκησε με μεγάλη ευχέρεια: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν τη μύγα». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει τη μύγα χτυπώντας τη με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι·
- τον έπιασε μύγα, βλ. συνηθέστ. τον τσίμπησε μύγα·
- τον τσίμπησε μύγα, άρχισεξαφνικά να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα, οργίστηκε, εκνευρίστηκε χωρίς προφανή λόγο ή αιτία: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, άρχισε να τα σπάζει όλα λες και τον τσίμπησε μύγα». Πολλές φορές, ως είδος μύγας αναφέρονται η αλογόμυγα και η τσε τσε·
- χάφτει μύγες, α. δεν κάνει τίποτα, είναι αργόσχολος, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμασταν στη δουλειά κι αυτός μας έβλεπε κι έχαφτε μύγες». β. είναι εύπιστος, είναι αφελής, ιδίως λόγω απειρίας: «ό,τι του λέει ο καθένας, το κάνει, γιατί χάφτει μύγες ο άνθρωπος». (Παιδικό τραγούδι: σας δίνουμ’ ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει
- χτυπώ μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες.

μυρμήγκι

μυρμήγκι κ. μερμήγκι, το, ουσ. [<μτγν. μυρμήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μύρμηξ], το μυρμήγκι. 1. άνθρωπος χωρίς την παραμικρή κοινωνική, οικονομική ή σωματική δύναμη και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «με τι φόντα αυτό το μυρμήγκι πήγε να τα βάλει με τον τάδε, που είναι μεγιστάνας του πλούτου;». 2. (ιδίως για ζώντες οργανισμούς) χαρακτηρίζει το πολύ μικρόμέγεθος. (Τραγούδι: μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, το μεγαλύτερο ανάκτορο μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι). 3. στον πλ. τα μυρμήγκια, μεγάλο πλήθος κόσμου: «όταν ο καιρός είναι καλός, σαν τα μυρμήγκια ο κόσμος ξεχύνεται στην παραλία». Υποκορ. μυρμηγκάκι και μερμηγκάκι, το. Μεγεθ. μύρμηγκας και μέρμηγκας, ο. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι, ξίγκι, λέγεται για τους τσιγκούνηδες, για τους φιλάργυρους που προσπαθούν να αποκομίσουν κέρδος και από τις πιο μικρές ευκαιρίες: «είναι ο μεγαλύτερος φιλάργυρος του κόσμου γιατί, αυτός που βλέπεις, βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι από κουνούπι ξίγκι»·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, είναι τόσο καλοκάγαθος, τόσο πονετικός, τόσο πονόψυχος, που δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό κακό σε κανέναν: «αποκλείεται να σε κάνει κακό αυτός ο άνθρωπος, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι»·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, (για χώρους) δεν πηγαίνει απολύτως κανένας: «έκανε ένα σωρό έξοδα για ν’ ανοίξει αυτό το μαγαζί, αλλά δεν πατάει ούτε μυρμήγκι»· βλ. και φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δουλεύει σαν μυρμήγκι ή δουλεύει σαν το μυρμήγκι, εργάζεται σκληρά, εντατικά και υπομονετικά: «από μικρό παιδί δουλεύει σαν το μυρμήγκι, γι’ αυτό πρόκοψε στη ζωή του». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι. Για συνών. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, λέγεται ειρωνικά για εκείνους που, ενώ είναι πολύ αδύνατοι κι ανήμποροι, παριστάνουν το θυμωμένο, το γενναίο επιδιώκοντας να φοβίσουν τους άλλους: «άντε βρε, που θα φοβηθώ αυτό τ’ ανθρωπάκι επειδή έβαλε τις φωνές! Δεν το βλέπεις; Έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι»· 
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, είναι πολύ υπομονετικός προκειμένου να πετύχει κάτι: «ό,τι και να βάλει στο μυαλό του αργά ή γρήγορα το πετυχαίνει, γιατί έχει υπομονή μυρμηγκιού»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το μυρμήγκι, (απειλητικά) θα σε συντρίψω: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα σε πατήσω σαν μυρμήγκι»·
- και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, ο καθένας, με τα δικά του κριτήρια, θεωρεί πως είναι πολύ πιο ικανός από ό,τι πραγματικά είναι: «μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του πως είναι πιο άξιος απ’ όλους μας, μην ξεχνάς όμως πως, και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει»·  
- και το μυρμήγκι έχει το βάρος του, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους σε φτασμένος και παρακατιανούς γιατί απ’ τον πατέρα μου έμαθα πως, και το μυρμήγκι έχει το βάρος του». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / κάθε τρίχα με τον ίσκιο της·
- μαζεύει σαν μυρμήγκι ή μαζεύει σαν το μυρμήγκι, αποθησαυρίζει συστηματικά και υπομονετικά: «όταν οι άλλοι σκορπούσαν τα λεφτά τους, αυτός τα μάζευε σαν το μυρμήγκι και σήμερα είναι μεγάλος και τρανός». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, καθιστά ανόητο ο Θεός αυτόν που θέλει να καταστρέψει και τον βάζει να καταπιαστεί με πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του: «μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα μ’ αυτή την επιτυχία σου γιατί, όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, κατάλαβες;»·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! προειδοποιητική, απειλητική ή έκφραση αγανάκτησης από αποφασισμένο άτομο για δυναμική αναμέτρηση με άτομο το οποίο είναι κατά πολύ ισχυρότερό του με την έννοια, η αγανάκτησή μου με κάνει θηρίο: «αρκετά ανέχτηκα μέχρι τώρα τις προσβολές σου κι από δω και πέρα πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι!». Από την εντύπωση που μας κάνει ένα μυρμήγκι, όταν το βλέπουμε να κουβαλάει κάτι που είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το ίδιο·
- τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι, είμαι κατά πολύ ανώτερος ή ισχυρότερός του, δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «πώς να τα βάλω μ’ αυτόν τον τύπο, αφού τον βλέπω σαν το μυρμήγκι». Από το ότι το μυρμήγκι είναι πολύ μικρό σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα·
- τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «μόλις τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα·
- τον πάτησε (κάτω) σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «τον άρπαξε στα χέρια του και τον πάτησε κάτω σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του.

νερό

νερό κ. νιρό, το, ουσ. [<πρώιμο μσν. νερόν <μτγν. νηρόν <αρχ. επίθ. νεαρόν ὕδωρ (= φρέσκο νερό)], το νερό. 1. το νερό της βροχής, η βροχή: «τ’ απόγευμα έριξε τόσο νερό, που έπνιξε την πόλη». Πρβλ.: αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα. 2. η επανάληψη του ξεπλύματος ενός ρούχου μετά το πλύσιμό του με σαπούνι ή απορρυπαντικό: «επειδή το πουκάμισο ήταν πολύ λερωμένο το ’κανε δυο νερά». 3. το υγρό που μαζεύεται σε κάποιο σημείο του σώματος από παθολογικά αίτια: «η πληγή του άρχισε να μαζεύει νερό». 4. (για φαγητά) που περιέχουν πολύ περισσότερο νερό ή άλλο υγρό από το κανονικό, το νερομπούλι: «η φασουλάδα ήταν σκέτο νερό». 5α. στον πλ. τα νερά, κυματοειδείς αποχρώσεις σε μάρμαρο, κρύσταλλο ή ξύλο: «τα νερά του ξύλου ήταν εμφανέστατα || τα νερά του μάρμαρου σου έδιναν την εντύπωση πως σχημάτιζαν διάφορες μορφές». β. το αυλάκι που αφήνει πίσω του το σκάφος που πλέει: «κάθε τόσο βουτούσαν οι γλάροι μέσα στα νερά που άφηνε πίσω του το καράβι». γ. λέγεται για θάλασσα ή για τμήμα θάλασσας, ή για ποσότητα νερού ποταμού ή λίμνης: «το πρωί το καράβι μπήκε στα νερά της πατρίδας μας || τα νερά του Αιγαίου || τα νερά του ποταμού πλημμύρισαν τον κάμπο». Υποκορ. νεράκι κ, νιράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 119 φρ.)·
- άγνωστα νερά, περιοχές ή καταστάσεις που δε γνωρίζουμε, στις οποίες δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε ή να συμπεριφερθούμε: «δεν μπορούσα να συμπεριφερθώ με άνεση, γιατί βρισκόμουν σε άγνωστα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάμε πάμε μακριά, σ’ άλλους τόπους σ’ άγνωστα νερά). Από τη ναυτική ορολογία·
- αθάνατο νερό, βλ. λ. αθάνατος·
- ακόμη λέει το νερό μπου, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «δε βλέπει που ακόμη λέει το νερό μπου, θέλει να μου υποδείξει πώς θα επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητο!». Από το ότι το μπου παραπέμπει στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, οι ανοιξιάτικες βροχές είναι πολύ χρήσιμες στη γεωργία·  
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, παρέχω νερό σε μια περιοχή που βρίσκεται σε αρδευτικά κανάλια: «οι υπεύθυνοι άνοιξαν τα νερά για να ποτίσουν οι αγρότες τον κάμπο»·
- ανοίγω το νερό, ανοίγω τη βρύση ή το διακόπτη του δικτύου της ύδρευσης για να τρέξει το νερό: «τώρα που επιδιόρθωσα τη βλάβη, μπορείς ν’ ανοίξεις το νερό»·
- απότομα νερά, (για θάλασσες, ποταμούς, λίμνες) αυτά που βαθαίνουν απότομα και υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψει να πνιγεί κάποιος: «πρόσεχε εκείνο το σημείο, γιατί υπάρχουν απότομα νερά»· 
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, (στη γλώσσα της αργκό) μπλέκομαι σε δουλειές, καταστάσεις ή υποθέσεις που είναι πέρα από τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «από τον καιρό που άρχισε ν’ αρμενίζει σε βαθιά νερά, έχει ένα  σωρό προβλήματα»·
- αρμυρό νερό, το νερό της θάλασσας σε αντιδιαστολή με το νερό των ποταμών και των λιμνών που είναι γλυκό: «κατάπιε πολλούς λεβέντες τ’ αρμυρό νερό». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες το γιαλό, άντε, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό
- βάζω νερό στο κρασί μου, α. μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου: «αν δεν έβαζα νερό στο κρασί μου, θα είχαμε γίνει βίδες». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί του για να μετριάσει τη δύναμη του αλκοόλ. β. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «λέω να βάλω λίγο νερό στο κρασί μου για να μπορέσουμε να κλείσουμε τη συμφωνία»·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, α. τακτοποιώ με επιτυχία τις υποθέσεις μου: «τώρα που έβαλα το νερό στο αυλάκι, μπορώ να πάω κι εγώ διακοπές». β. δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επαγγελματική ή την οικονομική  μου αποκατάσταση: «τώρα που πήρα κι εγώ το πτυχίο του μηχανικού, έβαλα το νερό στ’ αυλάκι»·
- βγάζω νερό, αντλώ: «έφερα το κατάλληλο μηχάνημα για να βγάλω νερό στο χωράφι»·
- βγαίνω απ’ τα νερά μου, βρίσκομαι έξω από το γνωστό περιβάλλον μου και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα: «κάθε φορά που βγαίνω απ’ τα νερά μου, νιώθω σαν μηδενικό». Από την εικόνα του ψαριού που τινάζεται στη στεριά και σπαρταράει τρομαγμένο, ή από την εικόνα του πλοίου που χάνει τη ρότα του και πλέει χωρίς να ξέρει πού πάει·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, έχω κάποιο όφελος, κάποια ωφέλεια: «όλη μου τη ζωή δούλεψα σκληρά και μόνο τον τελευταίο καιρό βλέπω νερό στην αυλή μου || τώρα που βγήκε το κόμμα μας, θα δούμε νερό στην αυλή μας»·
- γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών σε αντιδιαστολή με το νερό της θάλασσας που είναι αρμυρό·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, βλ. λ. ιδέα·
- δεν παίρνει άλλο νερό, η δουλειά ή η υπόθεση δεν μπορεί να μεταβληθεί περαιτέρω προς όφελός μας: «ό,τι κάναμε, κάναμε, γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε, γιατί δεν παίρνει άλλο νερό η υπόθεση». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει τη δυνατότητα να βάλει περισσότερο νερό στο κρασί του, γιατί ήδη έχει βάλει αρκετό·
- έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τα νερά μου·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ένα νερό, ένα ποτήρι νερό: «σε παρακαλώ, μου δίνει ένα νερό;». (Δημοτικό τραγούδι: ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο να πιω
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι, βλ. λ. άγγελος·
- έρχομαι στα νερά του, βλ. συνηθέστ. πάω με τα νερά του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε λοιπόν, άντε, κυρά μου, να πεις στη μάνα σου τη μπλου, πες της να ’ρθει με τα νερά μου κι να μη ξηγιέται φλου, ω, μάμυ μπλου
- έσπασαν τα νερά της, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα του τοκετού ή άρχισε η διαδικασία του τοκετού: «την ώρα που την έβαζαν στο χειρουργείο, έσπασαν τα νερά της και η γέννα είχε ομαλή εξέλιξη»·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, οι προσπάθειές του, ο αγώνας του, για κάποιον λόγο δεν απέδωσε την τελευταία στιγμή τα αναμενόμενα οφέλη, ωφελήματα·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. φρ. έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. φρ. τρέχει νερό στις φλέβες του·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η δουλειά κάνει νερά, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά σηκώνει νερό, βλ. λ. δουλειά·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό ή η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, θα περάσει πολύς καιρός ακόμα για να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι: «φέτος μπήκε στο πανεπιστήμιο και θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα μέχρι να πάρει το πτυχίο του στο χέρι»·
- θα πούμε το νερό νεράκι, θα έχουμε σοβαρή έλλειψη νερού: «αν συνεχιστεί αυτή η ανομβρία, θα πούμε το νερό νεράκι»·
- θολώνω τα νερά, προκαλώ σύγχυση για να καλύψω κάποια πράξη ή ενέργειά μου, ιδίως παράνομη: «όταν θέλει να κάνει κάποια κομπίνα, είναι μάνα στο να θολώνει τα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, μα δε με ξεγελάς, στο λέω καθαρά).Από την εικόνα της σουπιάς, που, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, αφήνει πίσω της μελάνι για να ξεφύγει από το διώκτη της. Συνών. αμολάω μελάνι (β)·
- ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- κανόνι νερού, βλ. λ. κανόνι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω νερά, α. προσπαθώ να ενεργήσω ή ενεργώ διαφορετικά από ότι υποσχέθηκα, δεν κρατώ το λόγο μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα με βοηθήσει, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε νερά». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο γιατρός κάνει νερά, γιατί δεν έχει τυχερά, ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο). Από την εικόνα της βάρκας που κάνει νερά και δεν έχει καμιά σταθερότητα ή κινδυνεύει να βουλιάξει. β. δεν είμαι πιστός στην επίσημη ερωτική μου σχέση, στον επίσημο ερωτικό μου δεσμό ή στο γάμο μου, τσιλημπουρδίζω: «δεν υπάρχει σήμερα κανένας άντρας που να μην κάνει νερά στη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μου το ’παν στο φλιτζάνι, καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά, πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά). γ. (για μηχανήματα) παρουσιάζω προβλήματα στη λειτουργία μου, χρειάζομαι επισκευή ή είμαι για πέταμα: «τις τελευταίες μέρες μου κάνει νερά το αυτοκίνητο και πρέπει να το πάω στο μηχανικό»·
- κάνω νερό, έχω ευκοιλιότητα: «όταν είμαι κρυωμένος κάνω νερό κάθε φορά που ενεργούμαι»·
- κάνω το νερό μου, κατουρώ, αφοδεύω: «πρέπει να πάω στην τουαλέτα, γιατί θέλω να κάνω το νερό μου»·
- κόβω το νερό, διακόπτω την παροχή του: «λόγο των έργων που γίνονται στην τάδε περιοχή, ο Ο.Υ.Θ. έκοψε το νερό»·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, λέγεται γι’ αυτούς που δεν αμείβονται ικανοποιητικά από την εργασία που προσφέρουν σε κάποιον: «έτσι κορόιδο θα είναι μια ζωή, γιατί κουβαλάει κρασί και πίνει νερό»·
- κουβαλάει νερό με το κοφίνι, βλ. λ. κοφίνι·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- μάγκας του γλυκού νερού, βλ. λ. μάγκας·
- μάτι νερού, βλ. λ. νερομάνα·
- με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό, βλ. λ. κόσκινο·
- μέσ’ στο νερό, σιγουρότατα: «μπορεί να πουληθεί πεντακόσια ευρώ μέσ’ στο νερό || είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει κι ο τάδε; -Μέσ’ στο νερό»·
- μήπως έχει κάτι το νερό; ή μήπως έχει το νερό κάτι; α. λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κάποιο τόπο και που συχνά πυκνά επανερχόμαστε σε αυτόν: «μήπως έχει κάτι το νερό και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την πόλη;». Πρβλ.: Θεσσαλονίκη μου, αρχόντισσα μεγάλη, η πιο περήφανη πατρίδα του ντουνιά, Θεσσαλονίκη είσαι μάγισσα μεγάλη κι απ’ το νερό σου όποιος πιει δεν σε ξεχνά! (Λαϊκό τραγούδι). β. λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο τόπο, σε κάποια περιοχή, συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές ή που συμβαίνουν πολύ σπάνια: «μήπως έχει κάτι το νερό στη Μύκονο και όλοι ερωτεύονται με το πρώτο; || στην Κρήτη και η πιο μικρή προσβολή ξεπλένεται με αίμα. -Μήπως έχει το νερό κάτι;». Συνών. στο κρύο το νερό·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μου πάει νερό, α. έχω έντονη διάρροια: «κάθε φορά που κάθομαι σε ρεύμα, μέσα σε λίγη ώρα μου πάει νερό». Συνών. μου πάει ζουμί (α) / μου πάει τσίρλα (α). β. φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «μα και βέβαια μου πάει νερό να τα βάλω μ’ αυτόν το γίγαντα || κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει νερό». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, η δουλειά, η υπόθεση που με απασχολούσε, ύστερα από πολλούς κόπους και προσπάθειες μπήκε στο σωστό δρόμο και ακολουθεί τη φυσική της εξέλιξη: «είχα πολλά προβλήματα με την δουλειά, αλλά τώρα που μπήκε το νερό στ’ αυλάκι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος»·
- νερό κι αλάτι (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε), έκφραση που δηλώνει αποδοχή πρότασης για συμφιλίωση: «τι λες τώρα, θα δώσουμε τα χέρια να φιλιώσουμε; -Νερό κι αλάτι». Από το ότι το νερό λιώνει το αλάτι, εικόνα που επεκτείνεται στο λιώσιμο κάθε ψυχρότητας που χώριζε δυο άτομα·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, μόνο από τους πλούσιους μπορεί να περιμένει κανείς οφέλη: «ψάχνεις λεφτά για την εγχείρηση της γυναίκας σου, αλλά μην τα ζητάς από μας τα φτωχαδάκια και πάνε σε κάναν πλούσιο, γιατί όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- πάω με τα νερά του ή πηγαίνω με τα νερά του, δεν τον εναντιώνομαι, προσποιούμαι πως συμφωνώ μαζί του, συμφωνώ μαζί του ιδίως για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «κάθε φορά που θέλει να πάρει δανεικά από κάποιον, πάει με τα νερά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά // άφησε τα κορδελάκια, όμορφα να την περνάς· πήγαινε με τα νερά μου, βρε, και φιγούρες μη ζητάς
- πάω προς νερού μου, πηγαίνω για κατούρημα ή να αφοδεύσω: «λείπει ο τάδε, γιατί πήγε προς νερού του»·
- πέφτω στο νερό, κολυμπώ: «επειδή το πρωί έβγαλε αέρα, δεν έπεσα στο νερό»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, α. τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι απεριόριστα, γιατί έχω δεχτεί από αυτόν σπουδαία βοήθεια: «πίνω νερό στ’ όνομα του τάδε, γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ’μουν σήμερα φυλακή». β. τον αγαπώ υπερβολικά: «πίνει νερό στ’ όνομα της γυναίκας του»·
- πληρώνω το νερό, πληρώνω στην αρμόδια επιχείρηση το λογαριασμό για την κατανάλωση νερού που έχω κάνει: «ξέχασα να πληρώσω το νερό και φοβάμαι μήπως μου το κόψουν»·
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια γουλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, πελαγώνει, τα χάνει με το παραμικρό πρόβλημα ή με την παραμικρή δυσκολία και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «πρέπει να ’σαι συνέχεια δίπλα να τον συμβουλεύεις, γιατί πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Συνών. πνίγεται στα ρηχά·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, δίνω σε κάποιον επιχειρήματα να αντεπεξέλθει σε μια αντιπαράθεσή του με κάποιον: «αν δεν έριχνες εσύ νερό στο μύλο του, δε θα μπορούσε ν’ αντικρούσει αυτά που υποστήριζα»·
- σαν νερό, λέγεται για οτιδήποτε εξαντλείται πολύ γρήγορα, ιδίως χωρίς να το αντιληφθούμε: «τον άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία κι αυτός την ξόδεψε σαν νερό κάνοντας τη μεγάλη ζωή || πέρασε η ζωή μου σαν νερό». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό,μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- σαν τα κρύα νερά ή σαν τα κρύα τα νερά ή σαν το κρύο νερό ή σαν το κρύο το νερό, (ιδίως για γυναίκα) που είναι πολύ γοητευτική, πολύ όμορφη, πολύ ωραία: «γνώρισα μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά || είναι όμορφη η γκόμενα του τάδε; -Σαν τα κρύα τα νερά»·
- σηκώνει νερό, α. λέγεται για λόγο ή πράξη που προκαλεί αρνητική εντύπωση και επισύρει σοβαρές συνέπειες: «αυτό που είπες σηκώνει νερό και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί μου». β. λέγεται για λόγο ή πράξη που αμφισβητείται και πρέπει να δοθούν διευκρινίσεις: «αυτό που είπες, σηκώνει νερό και πρέπει εδώ και τώρα να μου δώσεις εξηγήσεις». Από την εικόνα πολλών φαγητών που, όταν χυλώσουν, μπορεί κανείς να τα αραιώσει με νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση, για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η υπόθεση»·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, όποιος είναι ολιγαρκής στο φαγητό του έχει πολύ καλή υγεία: «ποτέ δε φουσκώνει την κοιλιά του όταν τρώει, γιατί όπως του έλεγε και ο παππούς του, σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό»·
- στάζει νερό από πάνω μου, τρέχει πολύς ιδρώτας από το κορμί μου: «κάθε φορά που κουράζομαι πολύ, στάζει νερό από πάνω μου»·
- στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα·
- στεκάμενα νερά ή στεκούμενα νερά, τα λιμνάζοντα: «η τάδε περιοχή είναι προβληματική, γιατί υπάρχουν πολλά στεκούμενα νερά || τα στεκάμενα νερά είναι πηγή ασθενειών»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- στο κρύο το νερό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού οφείλεται ώστε στον τόπο, στην περιοχή που βρισκόμαστε, να συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν ή που συμβαίνουν σπάνια σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές: «πού οφείλεται και δε μαλώνετε μεταξύ σας σ’ αυτό το χωριό; -Στο κρύο το νερό || που οφείλεται και στο χωριό σας η κάθε οικογένεια έχει πάνω από τέσσερα παιδιά; -Στο κρύο το νερό || πού οφείλεται και με το παραμικρό μαλώνετε στο χωριό σας; -Στο κρύο το νερό». Συνών. μήπως έχει κάτι το νερό(;)·  
- τα θολά νερά, κατάσταση όπου επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «ποτέ μου δεν ενεργώ στα θολά νερά». (Λαϊκό τραγούδι: τη μελάνη σου αμολούσες πάντα πονηρά, σαν τυφλό με περπατούσες στα θολά νερά
- τα νερά του πλοίου, η γραμμή η οποία  χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας, η ίσαλος γραμμή, τα ίσαλα του πλοίου·
- τα νερά του χαρτιού, εσωτερικές ραβδώσεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να τις δει, να τις ξεχωρίσει: «τα νερά του χαρτιού μπορούν να τα ξεχωρίσουν μόνο πεπειραμένοι χαρτέμποροι και τυπογράφοι». Όταν σκίζεις με τα χέρια σου ένα χαρτί προς τη φορά που είναι τα νερά του, τότε σχίζεται πολύ εύκολα και ίσια, όταν όμως επιχειρήσεις να το σκίσεις με φορά κόντρα προς τα νερά του, τότε σκίζεται κάπως πιο δύσκολα και ποτέ ίσια·
- τα φέρνω ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- ταράζω τα νερά, α. κάνω αίσθηση, προκαλώ, προτείνω κάτι καινούργιο που ανατρέπει τη δεδομένη κατάσταση: «μόλις έριξε το τάδε προϊόν στην αγορά, τάραξε τα νερά και τώρα όλοι προσπαθούν να τον μιμηθούν || το καλό που σου θέλω μην ταράζεις τα νερά, είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι και δεν θ’ αλλάξουν τώρα συμπεριφορά». β. ανακινώ ζήτημα, επαναφέρω στην επικαιρότητα παλιά υπόθεση: «με την πρότασή του, τάραξε τα νερά γύρω απ’ το θέμα των ναρκωτικών». Από την εικόνα της ταραγμένης θάλασσας, της φουρτούνας που φέρνει στην επιφάνεια πράγματα που ήταν στο βυθό·
- ταράζω τα νερά (κάποιου), εμβάλλω ανησυχίες, υπόνοιες σε κάποιον, ιδίως ως προς την ειλικρίνεια των αισθημάτων του ατόμου που τον ενδιαφέρει ερωτικά: «κάπου κάπου ταράζω τα νερά για να με προσέχει περισσότερο, κι αυτό είναι παλιό γυναικείο κόλπο»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
- το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, με την επιμονή και την υπομονή, με τη συνεχή προσπάθεια, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ να φτάσεις στην επιτυχία, γιατί το ήσυχο νερό τρυπάει το βουνό». Συνών. κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη / στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι· 
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- το νερό που καίει, κάθε οινοπνευματώδες ποτό και ιδίως το ουίσκι ή τα διαφανή ποτά (βότκα, τζιν, τεκίλα), επειδή μοιάζουν με το νερό: «βάλε μου ένα από κείνο το νερό που καίει»·
- το νερό της λησμονιάς, βλ. λ. λησμονιά·
- το ξέρω νερό, βλ. φρ. το ξέρω νεράκι, λ. νεράκι·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- του γλυκού νερού, άπειρος, αδέξιος, ακατάρτιστος και, κατ’ επέκταση, επαγγελματίας χωρίς την πείρα του επαγγέλματος που ασκεί, ή άτομο που δεν έχει πείρα στη ζωή του, που δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό που απόκτησε πείρα ένεκα των πολλών δυσκολιών και ταλαιπωριών που παρουσιάζει το ναυτικό επάγγελμα·
- τραβώ νερό, αντλώ: «για να ποτίζω τα λουλούδια του κήπου μου, τραβώ νερό από ένα γειτονικό πηγάδι»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, βλ. λ. μύτη·
- τρέχει νερό στις φλέβες του, α. δε θυμώνει εύκολα, δεν είναι οξύθυμος, είναι πολύ μαλακός, πολύ πράος: «ό,τι και να τον κάνεις, δε θυμώνει, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του». β. κατ’ επέκταση, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δε μαλώνει με κανέναν, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του»·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. λ. ιδρώτας·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- φέρνω με τα νερά μου (κάποιον), βλ. φρ. φέρνω στα νερά μου (κάποιον)·
- φέρνω στα νερά μου (κάποιον), κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου, προσεταιρίζομαι κάποιον: «ήταν τόσο ανένδοτος, που είδα κι έπαθα να τον φέρω στα νερά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά μου να σε φέρω στα νερά μου)·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- χάνεται σε μια κουταλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνω τα νερά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τα νερά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πώς μ’ έμπλεξες, κυρά μου, πώς μ’ έμπλεξες, κυρά, να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά)·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη·
- ψαρεύει σε θολά νερά ή ψαρεύει στα θολά νερά, α. προσπαθεί να αποκομίσει διάφορα προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση στην οποία επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «είναι στο στοιχείο του όταν ψαρεύει σε θολά νερά, γιατί πάντα βγαίνει κερδισμένος». β. ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα, επικίνδυνα με επιδιωκόμενο σκοπό το προσωπικό κέρδος: «πότε έχει και πότε δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάθε τόσο ψαρεύει σε θολά νερά»·    
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.

νους

νους, ο, ουσ. [<αρχ. νοῦς], ο νους, το μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: βασίλισσα της Βενετιάς κι αν ήσουνα, πουλί μου, το νου μου δεν τον έπαιρνες από την κεφαλή μου). (Ακολουθούν 114 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. φρ. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- αλλάζω νου, βλ. συνηθέστ. αλλάζω μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου,γιατί, και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, κοπιάζει διπλά: «αφού δεν υπολόγισες καλά τις δουλειές σου, τρέχα τώρα να προλάβεις, γιατί άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος». Συνών. όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια·
- αυτό βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. φρ. αυτό βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- βάζω κάτι στο νου μου ή βάζω στο νου μου κάτι, βλ. φρ. βάζω κάτι στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι να ’ναι, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, λ. μυαλό·
- βάζω νου, βλ. φρ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω πολλά με το νου μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω στο νου μου (κάτι), σκοπεύω να κάνω κάτι ή υποθέτω κάτι: «έβαλα στο νου μου ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο || κάποια στιγμή έβαλα στο νου μου πως ήσουν εσύ αυτός που με κατηγόρησε»·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, υποψιάζομαι πως θα συμβεί κάτι κακό, κακομελετώ: «κάθε φορά που αργούν να επιστρέψουν τα παιδιά του στο σπίτι, αμέσως βάζει το κακό με το νου του». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου τι μου μαγειρεύει, τέτοια ώρα τι γυρεύει; Άντρα μου, μη μου γκρινιάζεις και κακό στο νου μη βάζεις
- βάζω το νου μου να δουλέψει, βλ. συνηθέστ. βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, λ. μυαλό·
- βάλ’ το (καλά) στο νου σου! βλ. φρ. βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! λ. μυαλό·
- βγάζω απ’ το νου μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το νου του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το νου του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μην έρθει στη δουλειά». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το νου μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) /  βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το νου σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «βγάλ’ το απ’ το νου σου πως θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το νου σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου·
- δε βγαίνει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δε σκοτίζει το νου του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται, αδιαφορεί για κάτι: «απ’ ό,τι ξέρω, δε σκοτίζει το νου του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ ευτυχής ο άνθρωπος π’ αγάπη δε γνωρίζει και για γυναίκες όμορφες το νου του δε σκοτίζει
- δε φεύγει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν κατεβάζει ο νους του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν ορίζω το νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, δεν μπορώ να σκεφτώ: «μόλις πιω τέσσερα πέντε ποτήρια, δεν ορίζω το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω κι απ’ την πολλή τη σούρα μου το νου μου δεν ορίζω
- δεν το βάζει ο νους μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει ο νους μου(!)·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν το χωράει ο νους μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει ο νους μου μετά από τέτοια αγάπη που είχαν να φτάσουν στο χωρισμό!»·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. φρ. εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λ. μυαλό·
- εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού, η δουλειά ή η υπόθεση χρειάζεται πολλή σκέψη, πολλή εξέταση, δεν πρέπει να την αντιμετωπίσουμε επιπόλαια: «δεν μπορώ να κάνω βιαστικές δουλειές, γιατί εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού»·
- έρχεται στο νου μου (κάτι), βλ. φρ. έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), λ. μυαλό·
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, α. εισαγωγική πρόταση σε κάποιον που θέλουμε να ζητήσουμε τη γνώμη του για κάτι: «εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, τι πρέπει να κάνω τώρα για να βγω απ’ αυτή τη δυσκολία;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για πες μας ή το για πες μου. Κατάλοιπο του αινίγματος εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει(;). β. λέγεται και ειρωνικά σε άτομο που κάνει διαρκώς τον έξυπνο, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα· βλ. και λ. κατεβάζω·
- έχασε το νου του, βλ. φρ. έχασε τα μυαλά του, λ. μυαλό·
- έχε το νου σου! πρόσεχε, φυλάξου(!): «έχε το νου σου στ’ αυτοκίνητο που έρχεται!». (Λαϊκό τραγούδι: κάποτε θα ’ρθουν γνωστικοί, λογάδες και γραμματικοί για να σε πείσουν. Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, θα σε πουλήσουν
- έχε το νου σου, πρόσεχε, ανάλαβε την ευθύνη: «έχε το νου σου στο παιδί όσο θα λείπω»·
- έχε το στο νου σου, μην το αμελήσεις, μην το ξεχάσεις: «έχε το στο νου σου να τακτοποιήσεις κι εκείνη την υπόθεση». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ε ή με το έτσι·
- έχει αλλού το νου του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο κεχρί ή έχει το νου του συνέχεια στο κεχρί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο τσιτσί ή έχει το νου του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψαχνό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψητό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψητό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό, λ. μυαλό.
- έχω κατά νου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να(…)·
- έχω στο νου μου, βλ. φρ. έχω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- έχω στο νου μου να…, προτίθεμαι, σκοπεύω, λογαριάζω να…: «φέτος το καλοκαίρι έχω στο νου μου να πάω διακοπές στα νησιά»·
- έχω το νου μου, προσέχω: «κάθε φορά που παίζω χαρτιά μαζί του, έχω το νου μου να μη με κλέβει»·
- έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. προσέχω, παρακολουθώ κάποιον ή κάτι: «θα καθίσω κοντά στο παράθυρο και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει ο τάδε || έχω το νου μου να σου δείξω, αν περάσει, ποιο αυτοκίνητο μου αρέσει». β. προσέχω, ενδιαφέρομαι να μη συμβεί κάτι κακό σε κάποιον ή σε κάτι: «πήγαινε εσύ στη δουλειά σου κι εγώ θα ’χω το νου μου στο παιδί || άσε σ’ αυτό το μέρος τ’ αυτοκίνητό σου και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει κανένας τροχονόμος»·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα μου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα σου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου φύγει ο νους, βλ. φρ. συνηθέστ. θα σου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα χάσεις το νου σου, βλ. συνηθέστ. θα χάσεις το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- θα χάσω το νου μου, βλ. συνηθέστ. θα χάσω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- κάνει με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κατά το νου και γνώση ή κατά το νου κι η γνώση, βλ. συνηθέστ. κοντά στο νου και γνώση·
- κατεβάζει ο νους του, είναι εύστροφος, επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί κατεβάζει ο νους του». (Λαϊκό τραγούδι: άσε το πείσμα κατά μέρος και το νάζι και τα κολπάκια που μου κάνεις τα πολλά, μ’ αυτές τις πονηριές που ο νους σου κατεβάζει,κατεργάρα, στο ’πα θα με βάλεις σε μπελά). Οι πιο παλιοί θα θυμούνται το: εσύ που ξέρεις τα πολλά, κι ο νους κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει; που λεγόταν με ειρωνική διάθεση υπό τύπου αινίγματος σε άτομο που έκανε τον πολύ έξυπνο. Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλωθογυρίζει στο νου μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), λ. μυαλό·
- κόβει ο νους του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κοντά στο νου και γνώση ή κοντά στο νου κι η γνώση, α. όταν κανείς χρησιμοποιεί το μυαλό του, τότε γίνεται φρόνιμος και προνοητικός, η εμπειρία αποκτιέται μόνο όταν υπάρχει γνώσηή συναίσθηση των πράξεων μας: «εγώ δεν τρέχω σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί κοντά στο νου κι η γνώση πως με το παραμικρό μπορεί να σκοτωθώ». β. το πράγμα είναι τόσο αυτονόητο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται άλλη κουβέντα ή ιδιαίτερη επεξήγηση: «κοντά στο νου και γνώση πως, αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί»·
- κρατώ στο νου μου, θυμάμαι: «κρατώ στο νου μου τις καλές στιγμές που πέρασα μαζί σου»·
- λέω με το νου μου, βλ. φρ. λέω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- με το νου του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το νου του νομίζει πως είναι μεγάλος και τρανός»·
- μου μπαίνει στο νου, κάνω τη σκέψη, σκέφτομαι επίμονα κάτι: «όταν μου μπει στο νου κάτι πρέπει να το πραγματοποιήσω, γιατί αλλιώς θα σκάσω»·
- μου ξεσήκωσε το νου, βλ. φρ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά, λ. μυαλό·
- μου πέρασε απ’ το νου, σκέφτηκα, συνήθως στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το νου να σου τηλεφωνήσω, αλλά ήρθε ο τάδε και ξεχάστηκα». (Λαϊκό τραγούδι: μη σου περάσει απ’ το νου πως σε ζηλεύω και πως μπορείς εσύ να μ’ έχεις για ρεζέρβα, απλώς σου κάνω θεωρία μη τυχόν παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις πως θα παρεξηγηθείς
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. φρ. μου πήρε το μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: νου και λογισμό μου παίρνεις βρε, τα ματόκλαδά σου γέρνεις // λούνα λουνέρο πλάνο φεγγάρι ένα όμορφο κορίτσι το νου μου ’χει πάρει (Τραγούδι)·
- μου ’ρχεται στο νου (κάτι), βλ. φρ. μου ’ρχεται στο μυαλό (κάτι), λ. μυαλό·
- μου σήκωσε το νου, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε το νου. (Λαϊκό τραγούδι: μωρή Ντουντού, μωρή Ντουντού, εσύ μου σήκωσες το νου
- μου ’φυγε ο νους, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το μυαλό, λ. μυαλό·
- να το βάλεις στο νου σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο νου πως άλλη φορά δε θα σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: γυναίκες, φίλους και λεφτά, όσα κι αν θέλεις κάνεις, μανούλα δεν θα ξαναβρείς, στο νου σου να το βάλεις). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο νου σου, βλ. φρ. έχε το στο νου σου·
- να ’χουμε και το νου μας ή να ’χουμε το νου μας, ας είμαστε επιφυλακτικοί, προσεκτικοί, ας προσέχουμε: «όταν γνωρίζουμε κάποιον καινούριο άνθρωπο, να ’χουμε το νου μας»·
- νου μου! το ξέρω, το θυμάμαι, το ’χω υπόψη μου. Έκφραση που λέγεται στο παιδικό παιχνίδι γιάντες (βλ. λ.)·
- ξεδίνει ο νους μου, βλ. φρ. ξεδίνει το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- ο κοινός νους, η δυνατότητα του μέσου ανθρώπου να σκέφτεται ορθά, η κοινή λογική: «ο κοινός νους λέει πως, όταν υπάρχει οικονομική κρίση, πρέπει να γίνονται περικοπές στα έξοδα»·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πάει στο κακό ή πάει στο κακό ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πετάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει στο κακό ή πετάει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του πετάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του ταξιδεύει,
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει στο κακό, λ. μυαλό·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- ό,τι βάλει ο νους σου! τα πάντα: «αυτό το σούπερ μάρκετ, έχει ό,τι βάλει ο νους σου! || εκεί που θα πάμε, μπορείς να κάνεις ό,τι βάλει ο νους σου!»·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. φρ. ό,τι βάλει ο νους σου(!)·
- πάει να μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. πάει να μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- πέρασε απ’ το νου μου, α. σκέφτηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου να πάω να τον βρω στο γραφείο του, αλλά το μετάνιωσα». β. φαντάστηκα, υποπτεύθηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου πως εσύ ήσουν αυτός που με κάρφωσε»·
- πετώ με το νου μου, ονειροπολώ, δεν προσέχω σε αυτό που γίνεται ή λέγεται μπροστά μου: «άλλη φορά να μην πετάς με το νου σου και να προσέχεις αυτά που σου λέω»·
- πού αρμενίζει ο νους σου; βλ. φρ. πού αρμενίζει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού βόσκει ο νους σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. φρ. πού έχεις το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού να βάλει ο νους μου! πώς να το σκεφτώ, πώς να το υπολογίσω: «μου είχε ορκιστεί πως δε θα ξανάπαιζε χαρτιά. Πού να βάλει ο νους μου πως τα βράδια που χωρίζαμε για τα σπίτια μας αυτός πήγαινε στη λέσχη!». (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα, σαν ήρθες, πως τη ζυγαριά από λίγες πίκρες θα την ξαλαφρώσεις, πού να βάλει ο νους μου ότι μια βραδιά και με προδοσία θα μου τη φορτώσεις)· 
- πού ταξιδεύει ο νους σου; βλ. φρ. πού ταξιδεύει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τον είχες το νου σου; βλ. φρ. πού το ’χες το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τρέχει ο νους σου; βλ. φρ. πού τρέχει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- σάλεψε ο νους του, βλ. φρ. σάλεψε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σβήνω απ’ το νου μου, διαγράφω από τη σκέψη μου: «ήταν τόσο κακιά γυναίκα που την έσβησα απ’ το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιο ποτάμι και ποια θάλασσα μεγάλη θα βρεθεί, να σε ξεπλύνει απ’ τη ντροπή; Να πνιγείς σε μια καινούρια παραζάλη και να σβήσεις απ’ το νου μου ένα πρωί!
- σκοτείνιασε ο νους του, βλ. συνηθέστ. σκοτείνιασε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σκοτίζω το νου μου, βλ. φρ. σκοτίζω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- στάθηκε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. στάθηκε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- σταμάτησε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τα βγάζει απ’ το νου του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις που σου λέει πως όλοι  τον εχθρεύονται, γιατί τα βγάζει απ’ το νου του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- ταξιδεύει ο νους του, βλ. φρ. ταξιδεύει το μυαλό του. (Λαϊκό τραγούδι: κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούει μόνο την πενιά κι ο νους του ταξιδεύει
- τι βάζεις με το νου σου; βλ. φρ. τι βάζεις με το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι έχεις στο νου σου; βλ. φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- το βάζει ο νους σου; μπορείς να το διανοηθείς; να το φανταστείς(;): «το βάζει ο νους σου πως τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παλιογυναίκα;»·
- το νου σου! συγκοπή της φρ. έχε το νου σου(!)·
- το ’χω στο νου μου, δεν το ξέχασα, εξακολουθεί να απασχολεί τη σκέψη μου: «θα μου στείλεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στο νου μου»·
- το χωράει ο νους σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις(;): «το χωράει ο νους σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το νου μου, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τον έχω στο νου μου, τον σκέφτομαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε, τον έχω συνέχεια στο νου μου»·     
- του γυρίζω το νου, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, ιδίως ύστερα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «με το πες πες του γύρισα το νου και ξέκοψε απ’ την αλητεία». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα να σου ’λεγα καμπόσα, κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβαν τη γλώσσα)· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- του λείπει ο νους, βλ. φρ. του λείπει το μυαλό, λ. μυαλό·
- του παίρνω το νου, βλ. φρ. του παίρνω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- τρέχει ο νους του, βλ. φρ. τρέχει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- φέρνω στο νου μου, βλ. φρ. φέρνω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- χάνω το νου μου, βλ. φρ. χάνω το μυαλό μου, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα, φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω).

νταραβέρι

νταραβέρι κ. νταλαβέρι, το, ουσ. [<ιταλ. dare avere (= δούναι λαβείν)], (στη γλώσσα της αργκό) 1. εμπορική δοσοληψία, εμπορική συναλλαγή, το αλισβερίσι: «δεν είχαμε καλό νταραβέρι σήμερα στην αγορά». (Τραγούδι: μα εκείνος δε γουστάριζε να ξέρει οχτάωρο, μωρό μου, τι εστί, τα βρόντηξε και άρχισε τα βράδια νταλαβέρι και τα ’παιρνε κι από τις τραβεστί). β. η ίδια ερμηνεία και στη γλώσσα των ναρκωτικών 2. κοινωνική σχέση, σχέση οικειότητας: «έχουμε νταραβέρι από μικρά παιδιά». 3. ερωτική σχέση: «έχει δυο χρόνια μαζί της νταραβέρι». 4. ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «από δω να σου γνωρίσω την αδερφή μου κι από δω το νταραβέρι μου». 5. κίνηση, φασαρία: «κάθε απόγευμα στην παραλία έχει πολύ νταραβέρι». 6. γενική ονομασία που δίνουμε σε μικροαντικείμενα ή μικροεργαλεία αντί για την πραγματική τους, είτε γιατί δεν τη γνωρίζουμε είτε γιατί την έχουμε λησμονήσει είτε γιατί δε θέλουμε να την αναφέρουμε, μόνο και μόνο για να κάνουμε εντύπωση: «για δώσε μου αυτό το νταραβέρι για να ξεκολλήσω αυτό το μαδέρι». Συνών. καβουρντιστήρι (6) / καλαμπούρι (2) / καυλιτζέκι / κολπέτο (2) / μαντζαφλάρι (1) / μαραφέτι (1) / μαρκούτσι (4) / μασπάτι (2) / παπαράκι / παραμύθι (3) / σκατουλάκι (4)·
- γίνεται νταραβέρι, α. παρατηρείται εμπορική συναλλαγή, εμπορική κίνηση, γίνονται εμπορικές δοσοληψίες, εμπορικές συναλλαγές: «είναι δυνατό να γίνεται νταραβέρι στην αγορά μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναστάτωση που υπάρχει;». Συνών. γίνεται αλισβερίσι. β. γίνεται καβγάς, φασαρία: «μόλις έμαθαν πως γίνεται νταραβέρι στο μπαράκι, έτρεξαν όλοι να κάνουν χάζι»·
- έχει τα νταραβέρια της, (για γυναίκες) έχει τα ρούχα της, τα έμμηνά της, την περίοδό της: «δε θα ’ρθει μαζί μας για μπάνιο η γυναίκα μου, γιατί έχει τα νταραβέρια της»·
- έχω νταραβέρι, α. έχω εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες με κάποιον : «με τον τάδε εξαγωγικό οίκο έχω νταραβέρι πολλά χρόνια». β. έχω κοινωνικές, φιλικές ή ερωτικές σχέσεις με κάποιον, με κάποια: «έχω νταραβέρι μ’ αυτή την οικογένεια απ’ τη μέρα που εγκαταστάθηκα σ’ αυτή τη γειτονιά || έχω νταραβέρι με την κόρη του μπακάλη μας». Συνών. έχω αλισβερίσι· βλ. και φρ. κάνω νταραβέρι·
- έχω νταραβέρια, έχω διάφορες φασαρίες, διάφορες υποθέσεις, διάφορες εκκρεμότητες με κάποιον που μου δημιουργούν προβλήματα: «έχω νταραβέρια με το γείτονά μου και μου φαίνεται πως δε θα τα γλιτώσουμε τα δικαστήρια»·
- θα ’χουμε νταραβέρια, (απειλητικά) θα έχουμε φασαρίες, θα μαλώσουμε: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα ’χουμε νταραβέρια»·
- κάνω νταραβέρι, α. συναλλάσσομαι, έχω εμπορικές δοσοληψίες με κάποιον: «μαζί του κάνω νταραβέρι από χρόνια». Συνών. κάνω αλισβερίσι. β. δημιουργώ καβγά, φασαρία: «όποιος τολμήσει να κάνει νταραβέρι, θα φάει της χρονιάς του».

νύχτα

νύχτα, η, ουσ. [<μσν. νύκτα <αρχ. νύξ], η νύχτα. 1. ως επίρρ., κατά τη διάρκεια της νύχτας: «ήρθε νύχτα και μου χτυπούσε την πόρτα». 2. όχι με την ορθή, με τη σωστή διαδικασία, αλλά βιαστικά και απροειδοποίητα και, κατ’ επέκταση, όχι νόμιμα: «η κυβέρνηση πέρασε νύχτα το νομοσχέδιο για το πάγωμα των μισθών και των συντάξεων». (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- αγγείο της νύχτας ή αγγείο της νυκτός, βλ. λ. αγγείο·
- Άγια Νύχτα, η νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός. (Χριστουγεννιάτικο τραγούδι: Άγια Νύχτα σε προσμένουν με χαρά η Χριστιανοί και με πίστη ανυμνούνε το Θεό δοξολογούνε
- άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα, βλ. λ. φανάρι·
- άνθρωπος της νύχτας, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ τη μέρα ως τη νύχτα, κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου: «δουλεύει σκληρά απ’ τη μέρα ως τη νύχτα»·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη νύχτα ως τη νύχτα, όλο το εικοσιτετράωρο: «απ’ τη νύχτα ως τη νύχτα μπεκρουλιάζει στις διάφορες ταβέρνες»·
- γυναίκα της νύχτας, βλ. λ. γυναίκα·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε η νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, έγινε άγριο αιματοκύλισμα ανάμεσα σε δυο ομάδες ανθρώπων: «κάποια στιγμή πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου μέσα στο μαγαζί». Αναφορά στη μεγάλη σφαγή των Προτεσταντών από τους Ρωμαιοκαθολικούς στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1572·
- έγινε νύχτα (κάτι), έγινε με τρόπο όχι νόμιμο: «η υπογραφή του συμβολαίου έγινε νύχτα, χωρίς να λάβουν γνώση όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας»·
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, βλ. λ. όνομα·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έφυγε νύχτα, έφυγε κρυφά από κάπου, γιατί δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί επάξια σε αυτό που του ανέθεσαν, σε αυτό που ανέλαβε: «ανέλαβε να βάλει σε μια τάξη την ομάδα μας, αλλά έφυγε νύχτα, γιατί επικρατούσε μεγάλη διάλυση»· βλ. και φρ. φεύγω νύχτα·
- έχει νύχτα, βλ. συνηθέστερο έχει μεσάνυχτα, λ. μεσάνυχτα·
- η μεγάλη νύχτα, μεγάλη χρονική περίοδος που τη χαρακτηρίζουν δυσάρεστα ή καταστρεπτικά γεγονότα για ένα τόπο: «μετά από τέσσερα μαύρα χρόνια, πέρασε η μεγάλη νύχτα της Κατοχής»·
- η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, λέγεται για τις παρασκηνιακές ενέργειες και όλες τις διεργασίες που προηγούνται για την ανάδειξη ατόμου ή ατόμων σε κάποια υψηλή θέση ή αξίωμα·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, τα νυχτερινά γλέντια και οι διασκεδάσεις έχουν κακά επακόλουθα: «μάθε να διασκεδάζεις με μέτρο τα βράδια, γιατί η νύχτα δε βγάζει σε καλό»·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, απειλητική προειδοποίηση για άγριο αιματοκύλισμα: «μην ξανακούσω πως με κατηγόρησες, γιατί θα ’ρθω με την παρέα μου εκεί που συχνάζεις και θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου»·
- θα είναι μακριά η νύχτα ή η νύχτα θα είναι μακριά, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο σπουδαίο θέμα, θα μας απασχολήσει ολόκληρη τη διάρκεια της νύχτας μέχρι να βρεθεί μια λύση, να παρθεί μια απόφαση ή να κατασταλάξει κάπου το πράγμα: «τα αποτελέσματα που έβγαιναν απ’ τις κάλπες έδειχναν πως θα είναι μακριά η νύχτα μέχρι να ξεχωρίσει ο νικητής των εκλογών»·
- θα είμαι μεγάλη η νύχτα ή η νύχτα θα είναι μεγάλη, βλ. φρ. θα είναι μακριά η νύχτα·
- θα φύγει νύχτα, απαισιόδοξη πρόβλεψη πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί επάξια σε αυτό που του ανέθεσαν, σε αυτό που ανέλαβε και πως θα φύγει κρυφά: «τον έφεραν στην ομάδα για καλό προπονητή, αλλά θα φύγει νύχτα». Συνήθως, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το μου φαίνεται·
- καλή σου νύχτα! βλ. λ. καληνύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, δουλεύει πάρα πολύ σε διάρκεια (τόσο, που παίρνει ώρες και από τη νύχτα): «είναι τόσο δουλευταράς, που κάνει τη νύχτα μέρα»· βλ. και φρ. τη νύχτα την κάνει μέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- λευκή νύχτα, κατά τη διάρκεια της οποίας ένα ζευγάρι, συνήθως παντρεμένο, δεν ήρθε σε σεξουαλική επαφή: «ήμασταν τόσο κουρασμένοι μετά το γάμο μας, που περάσαμε λευκή νύχτα στο ξενοδοχείο, γιατί μόλις ξαπλώσαμε μας πήρε ο ύπνος»·
- μ’ έπιασε η νύχτα, άργησα πολύ, νυχτώθηκα: «είχα ξεχαστεί στο γραφείο μου με κάτι έγγραφα που έπρεπε να συντάξω, και μ’ έπιασε η νύχτα»·
- μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά! λέγεται ειρωνικά για άτομο το οποίο δεν καταλαβαίνει τίποτα από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του, που γενικά έχει πλήρη άγνοια: «το ’μαθαν κι οι πέτρες πως η γυναίκα του έχει γκόμενο κι αυτός, μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά!». Από το στρατιωτικό εμβατήριο μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά στους κάμπους πέφτει χιόνι·
- με βρήκε η νύχτα, βλ. φρ. με πήρε η νύχτα·
- με πήρε η νύχτα, νύχτωσε, πριν προλάβω να τελειώσω αυτό που ήθελα ή αυτό που είχα αναλάβει: «επειδή ήρθαν κάτι φίλοι και με την κουβέντα με πήρε η νύχτα, πρέπει να συνεχίσω αύριο για να τελειώσω τη δουλειά»·
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μέσα σε μια νύχτα, σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: «μέσα σε μια νύχτα έχασε όλη του την περιουσία»·
- να κλάνεις όλη νύχτα, περιπαικτική απάντηση σε άτομο που το βράδυ, την ώρα που αποχωριζόμαστε, μας εύχεται καληνύχτα·
- νύχτα κατράμι, πολύ σκοτεινή νύχτα: «ήταν νύχτα κατράμι και δεν μπορούσες να δεις ούτε δυο βήματα μπροστά»·
- νύχτα πήρες το δίπλωμα; ή νύχτα σου δώσανε το δίπλωμα; ειρωνική παρατήρηση σε ατζαμή οδηγό: «πρόσεχε, ρε παιδάκι μου, θα μας πατήσεις! Νύχτα σου δώσανε το δίπλωμα;»·
- νύχτα πήρες το πτυχίο; ή νύχτα σου δώσανε το πτυχίο; ειρωνική παρατήρηση σε ακατάρτιστο επιστήμονα: «αμάν, μωρέ παιδάκι μου, για να μου βγάλεις ένα δόντι τράβηξα του Χριστού τα Πάθη! Νύχτα πήρες το πτυχίο!»·
- νύχτες και νύχτες, πάρα πολλές νύχτες: «νύχτες και νύχτες πέρασε πάνω στο προσκεφάλι του, όταν ήταν άρρωστος»·
- ο κόσμος της νύχτας, βλ. λ. κόσμος·
- οι νονοί της νύχτας, βλ. λ. νονός·
- όνειρο θερινής νυκτός, βλ. λ. όνειρο·
- όποιος τη νύχτα περπατά, κάτουρα και σκατά πατά ή όποιος τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί, όποιος δεν προσέχει τις συναναστροφές του, τις ενέργειές του, βγαίνει συνήθως ζημιωμένος. Συνών. όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει·
- περάσαμε χίλιες και μία νύχτες, (ιδίως για νυχτερινή διασκέδαση) περάσαμε έξοχα, παραμυθένια: «χτες βράδυ πήγαμε στο τάδε κλαμπ και περάσαμε χίλιες και μία νύχτες». Ο πλ. γιατί για νυχτερινή διασκέδαση βγαίνει κανείς συνήθως με παρέα. Αναφορά στα παραμύθια της Χαλιμάς·
- σε μια νύχτα, βλ. φρ. μέσα σε μια νύχτα. (Λαϊκό τραγούδι: σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει άσπρα τα μαλλιά, μαύρη την καρδιά. Σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει το φτωχό κορμί, σαν το δέντρο που το δέρνουν χίλιοι κεραυνοί
- τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, βλ. λ. γαϊδούρι·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, το άτομο, συνήθως νήπιο, για το οποίο γίνεται λόγος, για κάποιο λόγο κοιμάται κατά τη διάρκεια της μέρας και μένει ξυπνητό τη νύχτα: «επειδή βγάζει δοντάκια το μωρό, όλη τη μέρα κλαίει και τη νύχτα την κάνει μέρα»· βλ. και φρ. κάνει τη νύχτα μέρα· 
- το άστρο της νύχτας, βλ. λ. άστρο·
- το βασίλειο της νύχτας, βλ. λ. βασίλειο·
- το πέρασε νύχτα, (ιδίως για κυβέρνηση, υπουργό) λέγεται για κάτι που γίνεται γρήγορα και απροειδοποίητα για να αποφύγουμε ή να προλάβουμε διάφορες αρνητικές αντιδράσεις: «το νομοσχέδιο που αναφερόταν στην περικοπή του κοινωνικού επιδόματος, ο υπουργός το πέρασε νύχτα»· 
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, ό,τι γίνεται ή ό,τι συμφωνείται τη νύχτα, δεν μπορεί παρά να είναι ελαττωματικό ή να μην τηρηθεί, πράγμα που αποδεικνύεται το πρωί·
- φεύγω νύχτα (από κάπου), φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός από κάπου: «δεν τον πήρε κανείς μυρουδιά πότε έφυγε, γιατί έφυγε νύχτα». (Λαϊκό τραγούδι: μπήκες μόνος σου στη μαύρη λίστα, κοίτα, έρχεσαι και φεύγεις νύχτα).

ξανακούγομαι

ξανακούγομαι, ρ. [<ξανακούω], ξανακούγομαι·
- θα ξανακουστούμε, έκφραση αποχαιρετισμού στο συνομιλητή μας, πριν διακόψουμε τη συνδιάλεξή μας με την έννοια πως θα ξανακουβεντιάσουμε, θα ξαναμιλήσουμε. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε·
- πού ξανακούστηκε; έκφραση  δυσφορίας ή έκπληξης για κάτι δυσάρεστο ή παράλογο που ακούμε από κάποιον: «πού ξανακούστηκε το παιδί να δέρνει το γονιό του; ||  πού ξανακούστηκε να βάλουν ταμία της επιχείρησης κάποιον που είχε καταδικαστεί για κατάχρηση;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αυτό.

ξύλο

ξύλο, το, ουσ. [<αρχ. ξύλον <ξύω], το ξύλο. 1. ο ξυλοδαρμός, το ξυλοκόπημα: «σου χρειάζεται πολύ ξύλο με τις βλακείες που κάνεις». 2. στον πλ. τα ξύλα, τα καυσόξυλα: «πήγε ν’ αγοράσει ξύλα για το τζάκι». (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- άγιο ξύλο, ξύλο από το σταυρό του Μαρτυρίου του Χριστού με θαυματουργές ιδιότητες. (Λαϊκό τραγούδι: φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο, πού να βρω για να της στείλω;). Υποκορ. ξυλάκι κ. ξυλαράκι, το (βλ. λ.)·
- άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δίνω ξύλο, α. δέρνω, ξυλοκοπώ κάποιον: «κάθισε φρόνιμα, γιατί θα σου δώσω πολύ ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα σου δώσει ξύλο,από εχθρό τον κάνω φίλο). β. συμπεριφέρομαι, συνήθως άγρια, δυναμικά: «κάτσε καλά, γιατί εγώ δίνω ξύλο και δεν είμαι μαλακός σαν τους άλλους»·
- είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, βλ. λ. φαΐ·
- είναι για ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού αντιμίλησε με τέτοιο άσχημο τρόπο στους γονείς του, είναι για ξύλο». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι
- έπεσε ξύλο, δημιουργήθηκε καβγάς και οι αντίπαλοι αντάλλαξαν χτυπήματα: «κάποια στιγμή η διαφωνία τους έφτασε στα άκρα κι έπεσε ξύλο»·
- έπεσε το ξύλο της αρκούδας, έπεσε άγριος ξυλοδαρμός: «όταν οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, έπεσε το ξύλο της αρκούδας». Από την εικόνα του αρκουδιάρη που φέρεται βάναυσα στην αρκούδα προκειμένου να την υποχρεώσει να κάνει τα ακροβατικά ή τα κόλπα που της έμαθε ·
- έπεσε χοντρό ξύλο, βλ. φρ. έπεσε το ξύλο της αρκούδας·
- έπεφτε ξύλο, συνηθιζόταν ο ξυλοδαρμός: «στα δικά μας τα χρόνια που πηγαίναμε σχολείο, με το παραμικρό έπεφτε ξύλο»·
- επί ξύλου κρεμάμενος, άνθρωπος εντελώς φτωχός και εγκαταλελειμμένος από όλους, που δεν έχει δουλειά, που δεν έχει καμιά προοπτική στη ζωή του: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω στις δουλειές του, είναι επί ξύλου κρεμάμενος». Από την εικόνα του Χριστού πάνω στον ξύλινο σταυρό και γενικά των καταδικασμένων σε θάνατο με τον τρόπο της σταύρωσης·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «επειδή στενοχώρησε τη μάνα του, έφαγε ένα χέρι ξύλο απ’ τον πατέρα του»·
- έφαγε ξύλο μετά μουσικής, ξυλοκοπήθηκε άγρια: «όταν ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, έφαγε ξύλο μετά μουσικής από το δικό σου»· βλ. και φρ. ξύλο μετά μουσικής·
- έφαγε το ξύλο της αρκούδας, βλ. φρ. έφαγε το ξύλο της ζωής του·
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, ξυλοκοπήθηκε πάρα πολύ άγρια από κάποιον: «τον έβαλαν στη μέση οι άλλοι κι έφαγε το ξύλο της ζωής του ο δικός σου»·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. φρ. έφαγε το ξύλο της ζωής του·
- έχει τίμιο ξύλο απάνω του, είναι πάρα πολύ τυχερός. Λέγεται ιδίως για εκείνον που γλιτώνει ανώδυνα από κάποιο σοβαρό ατύχημα: «έπεσε απ’ τον γκρεμό και δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά, λες κι είχε τίμιο ξύλο απάνω του». Από το ότι στο τίμιο ξύλο αποδίδουν θαυματουργικές ιδιότητες·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σε κάνω άλογο στο ξύλο»·
- θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε μαυρίσω στο ξύλο·
- θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν πεις ξανά κακό για το φίλο μου, θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο»·
- θα σε κάνω μπαούλο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν τολμήσεις να κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά, θα σε κάνω τόπι στο ξύλο»· 
- θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τούμπανο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο·
- θα σε λιώσω στο ξύλο, θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε εξαφανίσω, θα σε ισοπεδώσω: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της μητέρας μου στο στόμα σου, θα σε λιώσω στο ξύλο»·
- θα σε μαυρίσω στο ξύλο, θα σε δείρω πολύ άγρια: «αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- θα σε σαπίσω στο ξύλο, θα σου δώσω ανελέητο ξύλο: «αν μάθω πως ξαναμέθυσες, θα σε σαπίσω στο ξύλο»·  
- κάθε ξύλο έχει τον καπνό του, βλ. λ. καπνός1·
- μάζεψε ξύλο, ξυλοκοπήθηκε άγρια: «πήγε να τα βάλει μ’ έναν γίγαντα και μάζεψε ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: στις ξένες έγνοιες πάντοτε μεγάλο δείχνει ζήλο κι όπου καυγάς στο μαχαλά μαζεύει αυτός το ξύλο
- να χτυπήσω ξύλο! βλ. συνηθέστ. χτύπα ξύλο(!)·
- ξύλο απελέκητο, κατάλοιπο της φρ. άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο·
- ξύλο και γαμήσι δεν ξεχνιούνται, (για άντρες) βλ. λ. γαμήσι·
- ξύλο μετά μουσικής, άγριος ξυλοδαρμός. Από το ότι, όταν παλιότερα ξυλοκοπούσαν κάποιον στα υπόγεια της Ασφάλειας, για να μην ακούγονται οι κραυγές του, άνοιγαν το ραδιόφωνο στη διαπασών. Αλλά και στα μπαρ (σαλούν) της αμερικάνικης Δύσης, όταν ξεσπούσε καβγάς, ο πιανίστας έπαιζε δυνατά για να καλύψει το θόρυβο· βλ. και φρ. έφαγε ξύλο μετά μουσικής και του δίνω ξύλο μετά μουσικής·
- ξύλο που θα φας! θα φας πολύ ξύλο: «ξύλο που θα φας αν σε πιάσω!». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μεθυσμένος είσαι, πάλι τα ποτήρια σπας, και το κουτσαβάκι κάνεις αχ, ξύλο που θα φας). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- ξύλο που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «ξύλο που σου χρειάζεται, κοτζάμ άντρας, να βρίζεις γέρο άνθρωπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
- παίξαμε ξύλο, μαλώσαμε ανταλλάσσοντας χτυπήματα, ξυλοκοπηθήκαμε: «επειδή είχαμε παλιά προηγούμενα, μόλις συναντηθήκαμε παίξαμε ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως έχεις φίλο, πονηρή σουπιά, πριν να παίξουμε και ξύλο,μάζεψέ τα πια
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), έκφραση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος πως έχει μεγάλο χρονικό διάστημα να επισκεφθεί αυτόν που τον υποδέχεται με το καλώς το(νε!)
- πέφτει ξύλο, γίνεται καβγάς με ξυλοδαρμό: «πάμε στο τάδε μπαράκι, γιατί έμαθα πως πέφτει ξύλο»·
- πλακώνομαι στο ξύλο, μαλώνω με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα:  «είχαν παλιές διαφορές μεταξύ τους και μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- ρίχνω ξύλο, αντιδρώ δυναμικά, δέρνω: «μην τον παρενοχλείς αυτόν τον τύπο, γιατί ρίχνει ξύλο»· βλ. κ. φρ. δίνω ξύλο·
- τίμιο ξύλο, βλ. φρ. άγιο ξύλο·
- το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο, επιβάλλεται ο ξυλοδαρμός, ιδίως στα μικρά παιδιά που ατακτούν, γιατί φέρνει πολλές φορές άριστα αποτελέσματα. (Λαϊκό τραγούδι: μα τα σημερινά όμως τ’ αγόρια είναι μαγκάκια, δε σηκώνουν πονηριές, κι αφού -λεν- βγήκε απ’ τον παράδεισο το ξύλο, θα πρέπει και να τρων κάποιος ξυλιές).Από το συνδυασμό του «ξύλου της γνώσης» του Παραδείσου με το ξυλοκόπημα ως μέθοδο σωφρονισμού και γνώσης·
- το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει, βλ. λ. φωτιά·
- τον άγιασε στο ξύλο, τον εξουθένωσε στο ξύλο: «ήταν τόσο νευριασμένος, που, όταν τον έπιασε στα χέρια του, τον άγιασε στο ξύλο». Αναφορά στα βασανιστήρια των πρώτων χριστιανών από τους ειδωλολάτρες·
- τον αλάλιασε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο άγρια που τον ζάλισε: «επειδή συνέχεια έβριζε και απειλούσε, τον έπιασε στα χέρια του και τον αλάλιασε στο ξύλο»·
- τον αλώνισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «κάποια στιγμή έπεσε απάνω του και τον αλώνισε στο ξύλο». Από την εικόνα του αλωνιστή που χτυπάει τα στάχυα στο πέτρινο αλώνι για να τα διαχωρίσει από τον καρπό τους·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια, τον ξυλοφόρτωσε: «όταν πιάστηκαν στα χέρια, τον έκανε άλογο ο δικός σου». (Λαϊκό τραγούδι: μη γυρίζεις με τον Ντα που λεν πως έχεις φίλο, που θα τον κάνω σαν τον βρω σαν άλογο στο ξύλο).Από την εικόνα του αναβάτη που χτυπάει για κάποιο λόγο το άλογό του ανελέητα·
- τον έκανε ασήκωτο στο ξύλο, βλ. φρ. τον έκανε μπαούλο στο ξύλο·
- τον έλιωσε στο ξύλο, τον παραμόρφωσε από το πολύ ξύλο που του έδωσε: «ήταν τόσο αγριεμένος, που, όταν τον έπιασε στα χέρια του, τον έλιωσε στο ξύλο»·
- τον έκανε μαύρο στο ξύλο, βλ. φρ. τον μαύρισε στο ξύλο·
- τον έκανε μπαλόνι στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε μπαλόνι στο ξύλο»·
- τον έκανε μπαούλο στο ξύλο, βλ. φρ. τον μπαούλιασε στο ξύλο·
- τον έκανε μπλε στο ξύλο, βλ. φρ. τον μελάνιασε στο ξύλο·
- τον έκανε παστό στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον πάστωσε στο ξύλο·
- τον έκανε πίτα στο ξύλο, βλ. φρ. τον έκανε τόπι στο ξύλο·
- τον έκανε τόπι στο ξύλο, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «επειδή δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε τόπι στο ξύλο»·
- τον έκανε τουλούμι στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον έκανε τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έκανε τουλούμι στο ξύλο·
- τον έκανε τούμπανο στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουμπάνιασε στο ξύλο·
- τον έπρηξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον έσπασε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ άγρια, τον ξυλοφόρτωσε: «όταν τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, σηκώθηκε έξαλλος και τον έσπασε στο ξύλο»·
- τον ζούρλανε στο ξύλο, βλ. φρ. τον μούρλανε στο ξύλο·
- τον λύσσαξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σκότωσε στο ξύλο·
- τον μαύρισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «τον έπιασε σ’ ένα απόμερο στενάκι και τον μαύρισε στο ξύλο»·
- τον μελάνιασε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο πολύ, που του άφησε μελανά  σημάδια στο κορμί του: «τον χτυπούσε με τόση μανία, που τον μελάνιασε στο ξύλο»·
- τον μούρλανε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο άγρια που έχασε τα λογικά του. (Λαϊκό τραγούδι: τον μάγκα τον τσακώσανε, τη μάπα του την πήραν, στο ξύλο τον μουρλάνανε, στη φυλακή τον κλείσαν
- τον μπαούλιασε στο ξύλο, τον ξυλοφόρτωσε άγρια: «όταν πιάστηκαν στα χέρια, ο φίλος σου τον μπαούλιασε στο ξύλο, γιατί ήταν πολύ πιο δυνατός»·
- τον πάστωσε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια: «τον έπιασε να ενοχλεί την κόρη του και τον πάστωσε στο ξύλο». Από την πίεση που καταβάλλει κανείς στις σαρδέλες, όταν τις παστώνει στο βαρέλι ·
- τον πέθανε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου: «τον άρπαξε έξαλλος στα χέρια του και τον πέθανε στο ξύλο τον φουκαρά!»·
- τον πλάκωσε στο ξύλο, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε: «επειδή του ’βρισε τη μάνα, τον πλάκωσε στο ξύλο»·
- τον ρήμαξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σάπισε στο ξύλο·
- τον σακάτεψε στο ξύλο, βλ. φρ. τον έσπασε στο ξύλο·
- τον σάπισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σάπισε στο ξύλο»·
- τον σκότωσε στο ξύλο, τον έδειρε πάρα πολύ, τον εξουθένωσε στο ξύλο: «τον έπιασε τον άνθρωπο έξω απ’ το καφενείο και τον σκότωσε στο ξύλο»·
- τον στρώνω στο ξύλο, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «είναι πολύ αυστηρός δάσκαλος κι όποιος μαθητής κάνει αταξίες, τον στρώνει στο ξύλο»·
- τον τάραξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σκότωσε στο ξύλο·
- τον τουλούμιασε στο ξύλο, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «κάποια στιγμή νευρίασε τόσο πολύ από τις βλακείες που έλεγε ο άλλος, που σηκώθηκε ο δικός σου και τον τουλούμιασε στο ξύλο»·
- τον τουμπάνιασε στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον τρέλανε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον μούρλανε στο ξύλο. (Λαϊκό τραγούδι: τον μάγκα τον τσακώσανε, τη μάπα του την πήραν, στο ξύλο τον τρελάνανε, στη φυλακή τον κλείσαν
- τον τσάκισε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έσπασε στο ξύλο·
- τον φούσκωσε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έπρηξε στο ξύλο·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του δίνω ξύλο, τον δέρνω: «όποιος πάει να μου κάνει τον έξυπνο, του δίνω ξύλο για να ξέρει με ποιον έχει να κάνει»·
- του δίνω ξύλο αλύπητο, τον ξυλοκοπώ χωρίς έλεος: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που αποκάλεσε πουτάνα της αδερφή του, τον έπιασε και του ’δωσε ξύλο αλύπητο». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω ένα ξύλο από οξιά κι επάνω της το σπάω, της δίνω ξύλο αλύπητο,φεύγω κι ακόμα πάω
- του δίνω ξύλο μετά μουσικής, τον ξυλοκοπώ άγρια: «όποιος πάνω στα νεύρα του μου βρίζει τη μάνα, του δίνω ξύλο μετά μουσικής»· βλ. και φρ. ξύλο μετά μουσικής·
- του δίνω το ξύλο της χρονιάς του, τον ξυλοκοπώ άγρια: «επειδή δεν έπαιρνε από λόγια του ’δωσε το ξύλο της χρονιάς του για να βάλει μυαλό»·
- του ’λυσε τον αφαλό απ’ το ξύλο, βλ. λ. αφαλός·
- του πατώ ένα ξύλο, τον ξυλοκοπώ: «επειδή δεν καθόταν φρόνιμα, του πάτησε ένα ξύλο για να ηρεμήσει»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο· 
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «να δεις για πότε συμμορφώθηκε, μόλις του ’ριξα ένα χέρι ξύλο»·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. συνηθέστ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- τρώω ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πάμε γρήγορα να βοηθήσουμε τον τάδε, γιατί έμαθα πως τρώει ξύλο στην κάτω γειτονιά». (Παιδικό τραγούδι: αχ κουνελάκι, κουνελάκι ξύλο που θα το φας, μέσα σε ξένο περιβολάκι τρύπες να μην τρυπάς
- χτύπα ξύλο! α. έκφραση με την οποία ευχόμαστε να μη συμβεί και σε μας το κακό ή το δυσάρεστο που συζητούμε: «ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του κι έγινε κομμάτια, χτύπα ξύλο!». β. έκφραση με την οποία ευχόμαστε να μην αλλάξει η ευνοϊκή κατάσταση στην οποία αναφερόμαστε: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές πάνε μια χαρά!». Συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά μας να χτυπάει δυο τρεις φορές ελαφρά κάτι που να είναι καμωμένο από ξύλο (τραπέζι, καρέκλα) και είναι φορές που χάριν αστεϊσμού, αντί για ξύλο, χτυπάμε το κεφάλι του διπλανού μας ή του συνομιλητή μας.

ξυρίζω

ξυρίζω, ρ. [<μτγν. ξυρίζω <αρχ. ξυρῶ + κατάλ. -ίζω], βλ. λ. ξουρίζω·
- θα μας ξυρίσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξυρίσεις τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας τα ξυρίσεις (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα μου τα ξυρίσεις (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. φρ. θα μας τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια), λ. κλάνω·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι (και θα στο δώσω να το φας), βλ. λ. μουστάκι·
- στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό, βλ. λ. γαμπρός.

όνομα

όνομα, το, ουσ. [<αρχ. ὄνομα], το όνομα. Υποκορ. ονοματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ονοματάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- ακούει στ’ όνομα, ονομάζεται: «θα βρεις κάποιον που ακούει στ’ όνομα Περικλής»·
- ακούω τ’ όνομά μου, ο νονός ή η νονά δίνει στο εγγόνι μου κατά το μυστήριο της βάπτισης το όνομά μου: «προχτές βάφτισαν τον εγγονό του κι είναι όλος χαρά, γιατί άκουσε τ’ όνομά του»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, άλλος έχει τη φήμη πως αξίζει ή πως είναι ικανός σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα άλλος έχει αυτές τις ιδιότητες: «μου λέγατε πως είναι καλό παιδί, όμως, άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, γιατί καλό παιδί αποδείχτηκε ο αδερφός του, ενώ αυτός είναι μεγάλος μπαγάσας»·
- αμαυρώνω τ’ όνομά μου, ενώ είμαι ευυπόληπτος αποκτώ με τις πράξεις μου κακή φήμη: «κατάγεται από μεγάλη οικογένεια, αλλά αμαύρωσε τ’ όνομά του με τους αλήτες που μπλέχτηκε»·
- αποκτώ όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- αφήνω όνομα, μνημονεύομαι για την καλή ή κακή δράση μου: «άφησε όνομα όσο καιρό είχε τη διεύθυνση του εργοστασίου, γιατί όλοι ήταν ευχαριστημένοι || μπορεί να πέθανε φτωχός, αλλ’ άφησε όνομα με τα ολονύχτια όργιά του»·
- αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. φρ. γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι)·
- βάζω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου, βλ. φρ. πιάνω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου·
- βάζω τ’ όνομά μου, υπογράφω: «αφού διάβασα πρώτα το συμβόλαιο, έβαλα τ’ όνομά μου»·
- βγάζω όνομα, α. αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος για κάτι καλό ή κακό: «με το πρώτο βιβλίο που έγραψε, έβγαλε αμέσως όνομα || πώς να μη βγάλεις όνομα με τους αλήτες που κάνεις παρέα!». β. χάνω τη φερεγγυότητά μου: «κάποτε ήταν καλός έμπορος, αλλά έβγαλε όνομα απ’ τη μέρα που άρχισε να παίζει χαρτιά, γιατί δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βαφτίζω κάποιον ή κάποια και του δίνω όνομα ίδιο με το δικό μου: «βάφτισε κάποιο άπορο παιδί κι επειδή δεν είχε παιδιά, έβγαλε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για την αγάπη σου και για την ομορφιά σου, θε να βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’ όνομά σου)· βλ. και φρ. δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)·   
- βγαίνει τ’ όνομά μου, διασύρεται η υπόληψή μου: «πρέπει να καταλάβεις πως με τους αλήτες που κάνεις παρέα, βγαίνει τ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πια να ξαναρθείς κρυφά από τη μαμά σου, για μένα, το παλιόπαιδο, να βγαίνει τ’ όνομά σου
- για ένα όνομα ζούμε, δηλώνει πως στη ζωή η υπόληψη του ατόμου και η καλή του φήμη είναι υπεράνω όλων: «δε θέλω να ’χω ανάμειξη σε απατεωνιές και λοβιτούρες, γιατί για ένα όνομα ζούμε»·
- για όνομα! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού(!)·
- για (τ’) όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- γίνομαι όνομα, βλ. λ. κάνω όνομα·
- γιορτάζω τ’ όνομά μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου Γεωργίου γιορτάζω τ’ όνομά μου»·
- γνωστό όνομα, α. είναι διάσημος, φημισμένος: «μα και βέβαια τον ξέρω τον τάδε, αφού είναι γνωστό όνομα». β. έχω την εντύπωση πως γνωρίζω το άτομο του οποίου αναφέρεται το όνομα, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος, ή απλά έχω ακούσει το όνομά του κάπου σε κάποια συζήτηση: «γνωστό όνομα, κάτι μου λέει, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πού συναντηθήκαμε»·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κάποιο όνομα), πίστωσέ το στον…: «θ’ αγοράσω αυτό το πουκάμισο και γράφ’ το στ’ όνομα του φίλου μου του Νίκου»·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), ορίζω με διαθήκη σε κάποιον την κυριότητα επί της περιουσίας μου μετά το θάνατό μου: «λίγο πριν πεθάνει, έγραψε στ’ όνομα του γιου του όλη την περιουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν είχα τα ’γραψα απάνω στ’ όνομά της κι ένα πρωί με διώξανε αυτή και η μαμά της
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τ’ όνομά μου·
- δε λέμε ονόματα, δεν κατονομάζουμε κανέναν, ιδίως όταν δεν είναι παρών: «στην παρέα μας, όταν κουβεντιάζουμε για σοβαρά πράγματα και δεν είμαστε όλοι παρόντες, δε λέμε ονόματα για ν’ αποφεύγονται διάφορες παρεξηγήσεις»· βλ. και φρ. ονόματα να μη λέμε·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, δε φαίνεται με κάποιο νόμιμο έγγραφο να έχει στην ιδιοκτησία του οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και φτωχός: «επειδή κάνει μεγάλα ανοίγματα στη δουλειά του, έχει μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία στη γυναίκα του και δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του». Πολλές φορές, μετά το τίποτα ακολουθεί το γραμμένο·
- δεν κρατώ ονόματα, δε σημειώνω ή δεν μπορώ να θυμάμαι ονόματα: «συναναστρέφομαι με τόσο πού κόσμο, που δεν κρατώ ονόματα»·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια), παντρεύομαι κάποια: «εγώ σου ’δωσα τ’ όνομά μου και δε θέλω να το ντροπιάσεις». Από το ότι παλιότερα, όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε το οικογενειακό όνομα του άντρα της· βλ. και φρ. παίρνω τ’ όνομα (κάποιου)·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), α. υιοθετώ κάποιο παιδί: «επειδή δεν μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου παιδί, πήρα ένα αγοράκι απ’ το ορφανοτροφείο και του ’δωσα τ’ όνομά μου». β. αναγνωρίζω νόμιμα ένα νόθο παιδί μου: «συζούσα με την τάδε κι έκανα μαζί της ένα κοριτσάκι, όμως του ’δωσα τ’ όνομά μου για να ’μαι εντάξει με τη συνείδησή μου»· βλ. και φρ. βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)   
- έβγαλα κακό όνομα, βλ. φρ. μου βγήκε τ’ όνομα·
- είναι πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, πρόκειται για πολύ διάσημο πρόσωπο σε ένα χώρο επαγγελματικό, καλλιτεχνικό ή κοινωνικό: «ο κύριος τάδε είναι πρώτο όνομα στο χώρο της ιατρικής || η τάδε είναι το πρώτο όνομα στο χώρο του κινηματογράφου»·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, πρόκειται για πρόσωπο που κυριαρχεί στις παράνομες υποθέσεις που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι δηλαδή διάσημος μπράβος, νονός, εκβιαστής, έμπορος ναρκωτικών ή έμπορος λευκής σαρκός: «όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του, γιατί είναι πρώτο όνομα στη νύχτα»· βλ. και φρ. είναι πρώτο όνομα στην πίστα·
- είναι πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην πίστα, πρόκειται για καλλιτέχνη, ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, που κυριαρχεί στη νυχτερινή διασκέδαση: «η τάδε είναι το πρώτο όνομα στην πίστα»·
- είναι στ’ όνομά του (κάτι), είναι στην κυριότητά του, είναι ιδιοκτήτης του: «δεν είναι φτωχός, γιατί αυτή η βιλάρα που βλέπεις είναι στ’ όνομά του»·
- εν ονόματι του νόμου, δυνάμει του νόμου: «εν ονόματι του νόμου, συλλαμβάνεστε»·
- εξ ονόματος του..., εκ μέρους του..., ως εκπρόσωπος του…: «έρχομαι εξ ονόματος του τάδε»· βλ. και φρ. τον γνωρίζω εξ ονόματος·
- επ’ ονόματι, στο όνομα κάποιου: «το λογαριασμό θα τον ανοίξεις επ’ ονόματι της γυναίκας μου»·
- έχει ένα όνομα, είναι ευυπόληπτος: «δε θέλει να κάνει παρέα μ’ αλήτες, γιατί έχει ένα όνομα!». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα όνομα, είχα ένα σπίτι, είχα και μιαν αγάπη στην καρδιά κι άξαφνα κατάντησα σαν τον πρώτο αλήτη μια πληγή, μια σκέτη μαχαιριά 
- έχει κακό όνομα, α. δεν είναι ευυπόληπτος, έχει κακή φήμη: «να πεις το γιο σου να μην κάνει παρέα με τον τάδε, γιατί έχει κακό όνομα». β. δεν είναι φερέγγυος: «δεν του κάνει κανείς πίστωση, γιατί έχει κακό όνομα στην αγορά»·
- έχει καλό όνομα, α. είναι ευυπόληπτος, έχει καλή φήμη: «από τη μέρα που κάθισε σ’ αυτή τη γειτονιά, έχει καλό όνομα και τον εκτιμούν όλοι». β. είναι φερέγγυος: «όλοι θέλουν να συνεργάζονται μαζί του, γιατί έχει καλό όνομα στην αγορά»·
- έχει όνομα, είναι διάσημος, ικανός, είναι φημισμένος για κάτι: «χρόνια έχει όνομα με τα βιβλία που γράφει || κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί έχει όνομα»·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), αποδεικνύει με νόμιμο έγγραφο την κυριότητά του επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας: «αυτός ο άνθρωπος έχει στ’ όνομά του τέτοια περιουσία, που μπορεί για χρόνια να θρέφει όλη την πόλη μας»·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. γιορτάζω τ’ όνομά μου·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, θα σε καταντροπιάσω, θα σε καταξεφτιλίσω: «αν σε δω να βρίζεις πάλι τους γονείς σου, θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα». Πολλές φορές, ακολουθούν διάφοροι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, μεταξύ των οποίων, αλήτη ή παλιοαλήτη ή κοπρόσκυλο ή ρεμάλι·
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, απαιτώ τεκμήρια και να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «δε θέλω να μου μιλάς αφηρημένα, θέλω ονόματα». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, απαιτώ την πλήρη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, ιδίως ύποπτης: «είναι έξαλλος ο διευθυντής, γιατί πιστεύει πως η παραγωγή σκάρτου εμπορεύματος οφείλεται σε σαμποτάζ, γι’ αυτό θέλει διευθύνσεις και ονόματα, αλλιώς θα μας απολύσει όλους»·  
- θέλω ονόματα, απαιτώ να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «αν θέλεις να συμβάλεις στην έρευνα που κάνω, θέλω ονόματα»·
- κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάνω όνομα, αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος: «απ’ τη μέρα που βγήκε στην τηλεόραση, έκανε όνομα»·
- κατ’ όνομα, α. μου είναι γνωστός μόνο ως όνομα, δεν τον γνωρίζω προσωπικά: «δεν τον έχω δει ποτέ μου αυτόν που μου λες, αλλά τον ξέρω κατ’ όνομα». β. δεν έχω προσωπική αντίληψη για κάποιον, ό,τι γνωρίζω γι’ αυτόν, προέρχεται από πληροφορίες: «ξέρω μόνο κατ’ όνομα πως είναι τίμιος έμπορος, αλλά δεν είχα ποτέ μου αλισβερίσι μαζί του». γ. τυπικά, όχι ουσιαστικά: «αυτός κατ’ όνομα είναι διευθυντής του εργοστασίου, γιατί στην πραγματικότητα άλλος το διευθύνει»·
- κηλιδώνω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- κοινό όνομα, συνηθισμένο: «το όνομα Γιάννης είναι το πιο κοινό όνομα στην Ελλάδα»·
- κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), το εντυπώνω στο μυαλό μου ή το σημειώνω σε κάποιο σημειωματάριο: «κράτησες τ’ όνομα του κυρίου που με ζήτησε;»·
- λέει για τ’ όνομά μου, αναφέρεται σε μένα θετικά ή αρνητικά: «κάναμε παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές μας κι ακόμα λέει για τ’ όνομά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου, για τα καλά που πέρασες στα χέρια τα δικά μου
- λεκιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- λερώνω τ’ όνομά μου, προσβάλλω, διασύρω με τις πράξεις μου, τη συμπεριφορά μου το καλό όνομα που έχω: «προσπαθώ να φέρομαι πάντα ευγενικά και τίμια, γιατί δεν έχω σκοπό να λερώσω τ’ όνομά μου»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πράγμα·
- με τ’ όνομα, με ουσιαστική, με πραγματική αξία για την ιδιότητα που αναφέρεται πως έχει κάποιος: «να τους πεις πως είμαι ο μάστρο Βαγγέλης με τ’ όνομα»·
- μεγάλα ονόματα, πρόσωπα εξέχοντα: «στη δεξίωση ήταν παρόντα όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης μας»·
- μεγάλο όνομα, διάσημος, φημισμένος: «έχω γνωρίσει πολλά μεγάλα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας». (Λαϊκό τραγούδι: κι άμα θες ακόμα κάνουμε κουμπάρο μ’ όνομα μεγάλο, τον Βασίλη τον Τσιτσάνη. Πες μου το ναι λοιπόν κι αγάπα με κι εσύ!
- μη για όνομα της Παναγίας! βλ. λ. Παναγία·
- μη για όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας: «μπορεί να έγινε μεγάλο και τρανός, αλλά μεταξύ μας μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά»·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, προσβάλλουν, διασύρουν την υπόληψή μου, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα: «εγώ ξέρω πως είμαι τίμιος, γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει αν μου βγάζουν κάθε τόσο τ’ όνομα». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ αλανιάρα μερακλού, φουμάρω το χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως αγαπώ ντερβίση
- μου βγήκε τ’ όνομα, α. απόκτησα κακή φήμη: «απ’ τη μέρα που διέδωσε κάποιος πως έχω μπλέξει με ναρκωτικά, μου βγήκε τ’ όνομα». β. έχασα τη φερεγγυότητά μου: «μια φορά δεν πλήρωσα μια επιταγή κι αμέσως μου βγήκε τ’ όνομα»·
- να μη λέμε ονόματα βλ. φρ. ονόματα να μη λέμε·
- να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! α. ευχή σε κάποιον επ’ ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τη γιορτή σου! β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αποδίδει στο όνομά του αξία την οποία όμως εμείς αμφισβητούμε: «σε μένα μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί εγώ είμαι ο τάδε. -Να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! Λες και δεν ξέρουμε τι κουμάσι είσαι»·
- ντροπιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. ρεζιλεύω τ’ όνομά μου·
- ντρόπιασε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες), βλ. φρ. ρεζίλεψε τ’ όνομά μου·
- ξέχασε τ’ όνομά του, α. ζαλίστηκε πολύ ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι και ξέχασε τ’ όνομά του». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές να παθαίνει πρόσκαιρη αμνησία κάποιος, όταν δέχεται χτύπημα στο κεφάλι. β. ένιωσε μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση ή μεγάλη έκπληξη ή απορία: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό που έφαγε, που ξέχασε τ’ όνομά του || μόλις με είδε να κυκλοφορώ με τέτοια αυτοκινητάρα, ξέχασε τ’ όνομά του || του γνώρισα μια γυναίκα, που, μόλις την είδε, ξέχασε τ’ όνομά του»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- οικογενειακό όνομα, το επίθετο, το επώνυμο κάποιου: «ξέρω πως ονομάζεται Γιώργος, αλλά δεν ξέρω να σου πω το οικογενειακό του όνομα»·
όνομα και μη χωριό, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ ο συνομιλητής μας γνωρίζει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έκανε τη λοβιτούρα, όνομα και μη χωριό»·
όνομα και πράμα, αυτό που λέγεται για κάποιον ή για κάτι δεν είναι μόνο φήμη, αλλά και πραγματικότητα, ανταποκρίνεται απόλυτα στη φήμη του: «είχε μια γκομενάρα μαζί του σκέτη νεράιδα, όνομα και πράμα σου λέω»·
- όνομα κι εξυπηρέτηση, δηλώνει πως το όνομα που αναφέρεται, ιδίως ονομασία εμπορικής φίρμας, παρέχει στους πελάτες πολλούς τρόπους αγοράς, μεγάλη εξυπηρέτηση προκειμένου να αγοράσει κανείς κάτι. Θυμηθείτε το σλόγκαν: Κωτσόβολος, όνομα κι εξυπηρέτηση·
- ονόματα να μη λέμε, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ, τις πιο πολλές φορές ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έβαλε χέρι στο ταμείο, ονόματα να μη λέμε»· βλ. και φρ. δε λέμε ονόματα·
- ορκίζομαι στ’ όνομά του, βλ. φρ. πίνω νερό στ’ όνομά του·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), α. λέγεται σε περιπτώσεις που, σύμφωνα με το έθιμο, ένα παιδί βαφτίζεται με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς ή άλλου στενού συγγενικού προσώπου, ή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις νέες συνήθειες, κάποια άλλη αιτία δίνει όνομα στο παιδί: «όταν γεννήθηκα, έτυχε να έχει μόλις πεθάνει η αδερφή της μάνας μου και πήρα τ’ όνομα που είχε || από πού πήρες τ’ όνομα Αλίκη; -Τότε ήταν της μόδας οι ταινίες της Βουγιουκλάκη κι η μάνα μου ήταν φαν». β. παντρεύομαι κάποιον: «μετά από πέντε χρόνια δεσμό, επιτέλους πήρε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά). Από το ότι, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, παίρνει το οικογενειακό όνομα του συζύγου της. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε δυναμικά στην παραγωγή και πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματά της σαν άτομο στην κοινωνία, αυτό δεν είναι απόλυτο και στο εξής είτε η γυναίκα κρατάει το οικογενειακό της όνομα είτε μετά το δικό της έπεται του συζύγου της, π.χ.: Ελένη Κατσούλη-Κάτου, δηλ. η Ελένη Κατσούλη παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Κάτο·  
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου βλ. συνηθέστ.  πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου·
- πες για τ’ όνομά μου, ρώτησε να μάθεις για το ποιόν μου, για το χαρακτήρα μου, ρώτησε να μάθεις τι σόι άνθρωπος είμαι: «πες για τ’ όνομά μου, όπου θέλεις, κι αν ακούσεις κακή λέξη, να με φτύσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πιστεύεις, ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο για την παλικαριά μου
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, κακολογώ κάποιον: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. νερό·
- πίνω στ’ όνομα (κάποιου), πίνω στην υγεία κάποιου: «λείπει ο φίλος μας στο εξωτερικό και πίνουμε στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: τους μάγκες όλους γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ’ όνομά σου, Γιάννη μου, τα πίνουν και ρα σπάνε
- ρεζιλεύω τ’ όνομά μου, το διασύρω, το εξευτελίζω: «ρεζίλεψες τ’ όνομά σου με τους αλήτες που κάνεις παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ τη ντροπή μου
- ρεζίλεψε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες) η γυναίκα με την οποία είμαι παντρεμένος με απάτησε: «δε θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου, γιατί ρεζίλεψε τ’ όνομά μου»·
- στ’ όνομα (κάποιου), για λογαριασμό, κυριότητα κάποιου: «πέρασε κάποιος κι άφησε αυτό το δέμα στ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου στείλω στ’ όνομά σου τέλια για τον μπαγλαμά σου
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, λέγεται στην περίπτωση που η φήμη ενός ανθρώπου δε συμβαδίζει με τον πλούτο: «σπουδαίος συγγραφέας, δε λέω, αλλά τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, γιατί να φάει δεν έχει ο φουκαράς!»·
- της βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή της διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά γεγονότα, ιδίως ερωτικά: «βγήκε η κοπέλα μια φορά μαζί του και της έβγαλε τ’ όνομα χωρίς λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: της το βγάλανε της Άννας τ’ όνομά της κρυφά από τη μαμά της
- το βαφτιστικό όνομα (κάποιου), βλ. φρ. το μικρό όνομα (κάποιου)·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, αυτός που έχει καλό παρελθόν, υπολογίζεται πάντοτε και εκτιμάται: «απ’ τα νιάτα του ήταν καλό κι ευγενικό παιδί και τον θυμάμαι γιατί, το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται»· 
- το μεγάλο όνομα (κάποιου), το οικογενειακό όνομα κάποιου, το επώνυμό του: «το μεγάλο όνομα του βιβλιοπώλη που έχει το “Κατώι του Βιβλίου”, είναι Μπαρμπουνάκης»·
- το μικρό όνομα (κάποιου), το όνομα που δίνει ο νονός ή η νονά σε κάποιον κατά τη βάφτισή του: «το μικρό όνομα του βιβλιοπώλη Μπαρμπουνάκη είναι Μανώλης και επιμένει να γράφει το όνομά του με ωμέγα»·
- τον γνωρίζω εξ ονόματος, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον έχω ακουστά: «ξέρω για ποιον μου μιλάς, γιατί τον γνωρίζω εξ ονόματος»·
- του βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή του, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα σε βάρος του: «δε μπορεί κανείς να του βγάλει τ’ όνομα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι άμεμπτος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή και στου Καπετανάκη – γιαβρούμ, γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα πώς πίνω το μαυράκι – αμάν
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. φρ. του (της) δίνω τ’ όνομα·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, του (της) δίνω ένα όνομα κατά τη βάφτισή του (της), τον (την) ονομάζω: «η νονά της της έδωσε τ’ όνομα Δέσποινα»·
- φτιάχνω όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- φτύνω στ’ όνομά του, δεν κρύβω τη μεγάλη έχθρα που έχω για το άτομο που γίνεται λόγος: «είναι πολύ παλιάνθρωπος ο τάδε και φτύνω στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε μας δουλειά δε δίνουνε και στ’ όνομά του φτύνουνε
- φωνάζουν τ’ όνομά μου, με καλεί κάποιος από μακριά ονομαστικά: «μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου»·
- φωνάζω με τ’ όνομά του (κάποιον), καλώ ονομαστικά κάποιον: «καλά, δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουν με τ’ όνομά σου;».

ουρλιάζω

ουρλιάζω, ρ. [<αρχ. ὠρύομαι], ουρλιάζω·
- θα ουρλιάξω! λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον πως εξαντλήθηκε η υπομονή μας: «σε παρακαλώ, πάψε να λες βλακείες, γιατί θα ουρλιάξω!». Συνών. θα σε ξεφωνίσω! / θα τσιρίξω!

πάγκος

πάγκος, ο κ. μπάγκος, ο, ουσ. [<ιταλ. banco], ο πάγκος. 1. ειδικά διαμορφωμένος χώρος του μπαρ, όπου κάθονται οι πελάτες για να πιουν: «ακούμπησαν με τους αγκώνες τους στον πάγκο και παράγγειλαν από ένα ουί». Ο πάγκος λέγεται και μπαρ. 2. ειδικό επίμηκες τραπέζι, όπου οι μικροπωλητές των λαϊκών αγορών τοποθετούν τα εμπορεύματά τους: «σήμερα οι πάγκοι της αγοράς ήταν γεμάτοι ζαρζαβατικά». 3. αμμώδης ή βραχώδης έκταση ανυψωμένου βυθού της θάλασσας, που δε φαίνεται και δεν επιτρέπει την πλεύση των σκαφών, η ξέρα, ο ύφαλος: «στα δεξιά του μυχού υπάρχει ένας πάγκος, που τον αποφεύγουν όλοι οι ναυτικοί». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο χώρος όπου κάθονται οι αναπληρωματικοί παίχτες καθώς και αυτοί οι ίδιοι οι αναπληρωματικοί παίχτες: «όποιος δεν είναι σε φόρμα, ο προπονητής τον κρατάει στον πάγκο || με την επίτευξη του γκολ όλος ο πάγκος πετάχτηκε όρθιος και ζητωκραύγαζε». Υποκορ. παγκάκι, το (βλ. λ.)·
- έχει βαθύ πάγκο, (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) η ομάδα για την οποία γίνεται λόγος έχει πολλούς και ικανούς αναπληρωματικούς παίχτες: «ο προπονητής μπορεί να κάνει διάφορες αλλαγές στο παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας έχει βαθύ πάγκο»·
- έχει βάθος πάγκου, βλ. φρ. έχει βαθύ πάγκο· 
- θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) α. θα σε τιμωρήσω σκληρά, θα σε εκδικηθώ: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, αλλά θα ’ρθει καιρός που θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου». β. λέγεται στην περίπτωση που μας αρνείται κάποιος τη βοήθειά του και τον προειδοποιούμε πως, αν φτάσει και αυτός στην περίπτωση να ζητήσει τη βοήθειά μας, θα του συμπεριφερθούμε με τον ανάλογο τρόπο: «μια φορά σου ζήτησα κάτι και μου το αρνήθηκες, αλλά πού θα πάει, θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου!». Από το ότι, στην Οθωμανική Τουρκία, ένα είδος τιμωρίας ήταν να ακινητοποιούν τον ένοχο μπρούμυτα σε ένα πάγκο και να τον ξυλοκοπούν. γ. (συνήθως ως υπενθύμιση) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη: «αργά ή γρήγορα, κοπέλα μου, θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου!». Από το ότι, πολλές φορές, μετά το ξυλοκόπημα του ενόχου, έτσι όπως ήταν μπρούμυτα ακινητοποιημένος του επέβαλαν και τη σεξουαλική πράξη·
- κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, βλ. λ. κατεργάρης·
- όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο, δεν υπάρχει ευχέρεια για την παρουσίαση διαφορετικών επιλογών ή προτάσεων: «το κομμουνιστικό κόμμα κατηγόρησε τους συνομιλητές του ότι, αφού αυτοί είναι υπέρ της Ενωμένης Ευρώπης δεν έχουν να παρουσιάσουν κάποια καινούρια πρόταση, γιατί όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο»·  
- τον αφήνω στον πάγκο, (για ποδοσφαιριστές) ως προπονητής τον αφήνω έξω από την ομάδα για λόγους πειθαρχίας, ιδίως όμως επειδή βρίσκεται σε κακή αγωνιστική κατάσταση: «επειδή είχε χάσει πολλές προπονήσεις, ο προπονητής τον άφησε στον πάγκο». Συνών. τον πετώ στην κερκίδα (α).

παίζω

παίζω, ρ. [<αρχ. παίζω], παίζω. 1α. συμμετέχω σε κάποιο παιχνίδι ψυχαγωγικό ή σε αθλοπαιδιά: «θα παίξεις μαζί μου τάβλι; || θέλεις να παίξουμε χαρτιά; || θα παίξεις μαζί μας μπάλα;». (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρεις για να παίξουμε μαζί μια παρτιδούλα, πιάσε τα ζάρια όμορφα και άσε τη μανούρα).β. (στη νεοαργκό) παίρνω μέρος, συμμετέχω, συμβάλλω: «θα παίξεις στο ρεφενέ που κάνουμε για να βοηθήσουμε τον τάδε; || εγώ δε θα δώσω άλλα λεφτά, γιατί έχω παίξει». 2. παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή κυβοπαιξία ή και σε λαχείο: «όταν μάθεις να παίζεις, δεν ξεκολλάς εύκολα || είναι η δεύτερη φορά που παίζω εθνικό λαχείο». 3. στοιχηματίζω, ποντάρω: «παίζω στο εφτά κόκκινο». 4. ερωτοτροπώ από μικρή απόσταση, φλερτάρω: «δυο μήνες παίζω με τη μικρή που κάθεται στην απέναντι πολυκατοικία». 5. χειρίζομαι κάποιο μουσικό όργανο: «τι όργανο παίζεις; || εγώ παίζω κιθάρα κι ο αδερφός μου παίζει βιολί». (Λαϊκό τραγούδι: η μια παίζει τον μπαγλαμά η άλλη το μπουζούκι κι η τρίτη η μικρότερη τρελή στο μαστουρλούκι).6. εκτελώ με κάποιο όργανο ένα μουσικό κομμάτι: «έπαιξε με την κιθάρα του κομμάτια του Πάρι Παρασχόπουλου». 7. εκπέμπω τραγούδια ή μουσική στο ραδιόφωνο: «βάλε τον τάδε σταθμό για παίζει πολύ ωραία τραγούδια». 8. αναπαράγω μουσική ή τραγούδια με τη βοήθεια κασετοφώνου ή πικάπ: «παίξε καμιά κασέτα, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω τις βλακείες του καθένα». 9. είμαι ηθοποιός στο επάγγελμα: «παίζω στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος». 10. υποδύομαι, παριστάνω ως ηθοποιός κάποιο ρόλο στο θέατρο, κινηματογράφο ή στην τηλεόραση: «παίζω τον Οιδίποδα || τι παίζεις στο έργο του τάδε σκηνοθέτη; || τι παίζεις στο νέο σήριαλ;». 11. προβάλλω στην κινηματογραφική οθόνη ή στην τηλεόραση: «τι έργο παίζει ο τάδε κινηματογράφος; || το βράδυ η τηλεόραση παίζει το τάδε έργο». 12. ανεβάζω στη θεατρική σκηνή: «το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παίζει τους Φοιτητές του Γρ. Ξενόπουλου». 13. ριψοκινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο: «οι εργάτες οικοδομών παίζουν κάθε μέρα της ζωή τους ψηλά στις σκαλωσιές || όποιος καπνίζει, παίζει με την υγεία του». 14. δεν έχω κάποια σταθερότητα, αυξομειώνομαι: «οι τιμές παίζουν στην αγορά». 15α. στο γ΄ εν. παίζει, κάνει ταλάντευση, κινείται ρυθμικά: «ο δείκτης της βενζίνας παίζει και πρέπει να βρω βενζινάδικο για να γεμίσω το ρεζερβουάρ μου || όταν τη βλέπεις να παίζει τα βλέφαρά της, αυτό σημαίνει πως καμακώνει κάποιον γκόμενο». β. (για γυναίκες) ανταποκρίνεται στα ερωτικά μου νοήματα, στο ερωτικό μου παιχνίδι ή επιδιώκει το φλερτ: «της έκανα μερικά νοήματα και βλέπω ότι παίζει, γι’ αυτό θα καθίσω ακόμη λίγο μπας και γίνει τίποτα». γ. συζητείται: «για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών παίζει και το όνομα του τάδε». δ. (για κινηματογράφους) προβάλλει: «τι παίζει ο τάδε κινηματογράφος;». ε. (στη νεοαργκό) συμβαίνει αυτή τη στιγμή κάτι: «απ’ ό,τι έμαθα, στο μπαράκι παίζει μια πολύ σπουδαία φάση, γι’ αυτό θα πάω να δω τι γίνεται». στ. εξαρτάται: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Παίζει, γιατί, αν δε βρω λεφτά, δε θα ’ρθω». ζ. έχει κάποια χρησιμότητα, χρησιμεύει: «παίζει αυτό το ποτήρι ή να το πάρω; || παίζουν όλα τα ποτήρια ή να πάρω μερικά;». (Ακολουθούν 243 φρ.)· 
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- δε με παίζουν, με απομονώνουν από την παρέα, δε με συναναστρέφονται: «απ’ τη μέρα που έμαθαν πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά δεν τον παίζουν κι έχει μείνει ολομόναχος». Συνών. μ’ έχουν στη δίαιτα·
- δεν είναι παίξε γέλασε, η περίπτωση είναι πολύ σοβαρή: «πρέπει να οργανωθούμε πάρα πολύ καλά, γιατί αυτή η δουλειά που αναλάβαμε δεν είναι παίξε γέλασε». (Τραγούδι: άσε τα θαύματα τη μάσκα πέταξε, εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε
- δεν ξέρω τι ρόλο παίζει, βλ. λ. ρόλος·
- δεν παίζει (κανένα) ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- δεν παίζουμε πεντόβολα, βλ. λ. πεντόβολα·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- δεν παίζουμε σπιτάκια, βλ. λ. σπιτάκι·
- δεν παίζουμε (τα) κότσια, βλ. λ. κότσι·
- δεν παίζουμε την τυφλόμυγα, βλ. λ. τυφλόμυγα·
- δεν παίζουμε (τις) αμάδες, βλ. λ. αμάδα·
- δεν παίζουμε τις καβάλες, βλ. λ. καβάλα·
- δεν παίζουμε τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- δεν παίζουμε τις κουμπάρες, βλ. λ. κουμπάρα·
- δεν παίζουμε τις πούτσες, βλ. λ. πούτσα·
- δεν παίζουμε τις ψωλές, βλ. λ. ψωλή·
- δεν παίζουμε το α μπε μπαμπλόν, βλ. λ. α μπε μπαμπλόν·
- δεν παίζουμε το ένι μένι ντουντουμένι, βλ. λ. ένι μένι ντουντουμένι·
- δεν παίζουμε το τσινκοκολέτα, βλ. λ. τσινκοκολέτα·
- δεν παίζω, α. μιλώ πολύ σοβαρά, δεν αστειεύομαι: «πρόσεξε καλά αυτά που θα σου πω, γιατί δεν παίζω». β. ενεργώ με μεγάλη σοβαρότητα, με πολλή περίσκεψη: «σε θέματα εμπορίου δεν παίζει, γιατί δεν έχει σκοπό να χάσει λεφτά». γ. ενεργώ δυναμικά, σκληρά: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν παίζει ο άνθρωπος και θα στις βρέξει». δ. δε δέχομαι τους όρους που θέτει κάποιος, αρνούμαι να συνεχίσω κατ’ αυτόν τον τρόπο: «α, δεν παίζω, γιατί αλλιώς μου τα ’χεις πει στην αρχή». ε. (χαδιάρικα ή παραπονιάρικα) δε μου συμπεριφέρεται σωστά, αρνείται να πραγματοποιήσει κάτι που μου υποσχέθηκε ή να μου κάνει κάποιο χατίρι: «δεν παίζω, μου ’χες τάξει ότι σήμερα θα πηγαίναμε εκδρομή || δεν παίζω, πού ’ναι το δαχτυλίδι που μου υποσχέθηκες;». Από το λεξιλόγιο των μικρών παιδιών που, όταν σε κάποιο παιχνίδι τους θυμώνουν, γιατί δεν τους γίνεται μια χάρη ή παραχώρηση, πεισμώνουν και απειλούν ότι θα πάψουν να συμμετέχουν, ότι θα βγουν από αυτό·
- δεν τον παίζουμε, δεν τον κάνουμε παρέα, δεν τον συναναστρεφόμαστε, δεν έχουμε αλισβερίσι μαζί του: «είναι πολύ στραβόξυλο, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον παίζουμε»·
- εγώ τι ρόλο παίζω; βλ. λ. ρόλος·
- εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, βλ. λ. Βαλκάνια·
- εμείς τι κάνουμε, (τις) αμάδες (σπιτάκια, τα κότσια, την τυφλόμυγα, τις καβάλες, τις κούκλες, τις κουμπάρες, τις πούτσες, τις ψωλές, το α μπε μπαμπλόν, το γγέω Βαγγέω, το ένι μένι ντουντουμένι, το κουπεπέ, το τσινκοκολέτα) παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- έπαιξα, έχασα, βλ. λ. χάνω·
- η κοιλιά μου παίζει βιολί, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει μαντολίνο, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπούρλο, βλ. λ. κοιλιά·
- θα μας (μου) τον (την, το) παίξεις (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), δε σε φοβάμαι, δε σε υπολογίζω, δεν μπορείς να μου κάνεις το παραμικρό (το μόνο δηλ. που θα μπορέσεις να μου κάνεις, είναι να παίξεις με τον πούτσο μου, να μου τραβήξεις μαλακία): «αν έχεις την εντύπωση πως θα μπορέσεις να μου κάνεις κάτι κακό, σε πληροφορώ πως θα μου τον παίξεις». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά της, βλ. λ. γατί·
- κάποιο ρόλο παίζουμε κι εμείς, βλ. λ. ρόλος·
- κι εμείς τι ρόλο παίζουμε! βλ. λ. ρόλος·
- μας έπαιξαν βρόμικα, βλ. λ. βρόμικος·
- μας έπαιξαν καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- μας έπαιξε βρόμικα, βλ. λ. βρόμικος·
- μας έπαιξε καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- μας παίζανε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας παίζει μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας παίζει τον παπά ή μου παίζει τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- μας την έπαιξε ή μου την έπαιξε, α. με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «με βρήκε μπόσικο και μου την έπαιξε». β. δεν μπόρεσε να μου κάνει το παραμικρό κακό: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, μόλις συναντηθήκαμε, μας την έπαιξε». γ. (ιδίως για γυναίκα) μου τράβηξε μαλακία: «επειδή είχε τα ρούχα της και δεν μπορούσα να την πηδήξω, την έβαλα και μου την έπαιξε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. του τις έπαιξε·
- με παίζει, α. (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα) ερωτοτροπεί μαζί μου από κάποια απόσταση, ανταποκρίνεται στα ερωτικά μου νεύματα. (Λαϊκό τραγούδι: στο διπλανό τραπέζι ένα κορμί με παίζει). β. με κοροϊδεύει, με εμπαίζει: «με παίζει ολόκληρο μήνα και με πηγαίνει συνέχεια από αύριο σε αύριο για να μου δώσει τα λεφτά»·
- με παίζουν μπαλαντέρ, βλ. λ. μπαλαντέρ·
- με παίζουν πάσα πάσα, βλ. λ. πάσα·
- μην παίζεις με τα σίδερα! βλ. λ. σίδερο·
- μην παίζεις με τη φωτιά! βλ. λ. φωτιά·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε ματσαράγκα, βλ. λ. ματσαράγκα·
- μου ’παιξε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε σκληρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μπορώ να παίξω; (κάτι), (στη νεοαργκό) μπορώ να το χρησιμοποιήσω(;): «μπορώ να παίξω αυτό το ποτήρι; || μπορώ να παίξω λίγο τον αναπτήρα σου;»·
- ο Εβραίος παίζει λαχείο κι όχι λαχεία, βλ. λ. Εβραίος·
- ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθάει, λαϊκό απόφθεγμα για τις βλαβερές συνέπειες της χαρτοπαιξίας, του τζόγου, καθώς και της οινοποσίας·
- όποιος παίζει με τα σπίρτα, καίγεται, βλ. λ. σπίρτο·
- όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, βλ. λ. φωτιά·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπως του παίζουν, χορεύει, βλ. συνηθέστ. όπως του βαρούν, χορεύει, λ. βαρώ·
- όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ.γάτος·
- όχι παίζουμε! βλ. λ. όχι·
- παίζει ακόμη με τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- παίζει βρόμικο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει για την εξέδρα, βλ. λ. εξέδρα·
- παίζει για την κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- παίζει διπλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει διπλό ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζει ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- παίζει κωμωδία, βλ. λ. κωμωδία·
- παίζει λόρδα ή παίζει μια λόρδα! βλ. λ. λόρδα·
- παίζει με δυο καρδιές, βλ. λ. καρδιά·
- παίζει με τα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- παίζει με τον πόνο μου, βλ. λ. πόνος·
- παίζει μόνος του μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει ρόλο διπρόσωπο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- παίζει σε διπλό ταμπλό ή το παίζει σε διπλό ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- παίζει σε δυο ταμπλό ή το παίζει σε δυο ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- παίζει στ’ άλογα, βλ. λ. άλογο·
- παίζει τη βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- παίζει τη ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- παίζει τις κάλτσες του, βλ. λ. κάλτσα·
- παίζει το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- παίζει το μάτι του (της), βλ. λ. μάτι·
- παίζει το πετσάκι του, βλ. λ. πετσάκι·
- παίζει το ρόλο του φούρναρη, βλ. λ. φούρναρης·
- παίζει το τρίτο το μακρύτερο, βλ. λ. τρίτος·
- παίζει φάση, βλ. λ. φάση·
- παίζουμε καρπαζιές, βλ. λ. καρπαζιά·
- παίζουμε κοκονίδια, βλ. λ. κοκονίδι·
- παίζουμε κωλιές, βλ. λ. κωλιά·
- παίζουμε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- παίζουμε στο πάτσι ή παίζουμε το πάτσι, βλ. λ. πάτσι·
- παίζουμε σφαλιάρες, βλ. λ. σφαλιάρα·
- παίζουμε την κολοκυθιά, βλ. λ. κολοκυθιά·
- παίζουμε κρυφτούλι ή παίζουμε το κρυφτούλι, βλ. λ. κρυφτούλι·
- παίζουμε τις κυρίες; βλ. λ. κυρία·
- παίζουμε ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, βλ. λ. μπιλιάρδο·
- παίζουν με τις φανέλες, βλ. λ. φανέλα·
- παίζουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. λ. σκάκι·
- παίζω άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- παίζω ανοιχτά, βλ. λ. ανοιχτός·
- παίζω για τη φανέλα ή παίζω για τη φανέλα μου, βλ. λ. φανέλα·
- παίζω εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- παίζω εντός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- παίζω επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- παίζω θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- παίζω καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- παίζω καρεκλιές, βλ. λ. καρεκλιά·
- παίζω κουκλοθέατρο, βλ. λ. κουκλοθέατρο·
- παίζω λαχεία, βλ. λ. λαχείο·
- παίζω μ’ ανοιχτά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- παίζω μάνα ή παίζω τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- παίζω με γερά χαρτιά ή παίζω με γερό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω με κλειστά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω με τα αισθήματα (κάποιου), βλ. λ. αίσθημα·
- παίζω με τα κανάλια, βλ. λ. κανάλι·
- παίζω με τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- παίζω με τη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίζω με το πουλάκι μου, βλ. λ. πουλάκι·
- παίζω με το πουλί μου, βλ. λ. πουλί·
- παίζω μια ζαριά (κάτι), βλ. λ. ζαριά·
- παίζω μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίζω μπασαβιόλα, βλ. λ. μπασαβιόλα·
- παίζω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω πασιέντζες, βλ. λ. πασιέντζα·
- παίζω πεντόβολα, βλ. λ. πεντόβολο·
- παίζω πιστολίδι, βλ. λ. πιστολίδι·
- παίζω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- παίζω ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω σόλο μαντολίνο, βλ. λ. μαντολίνο·
- παίζω σπιτάκια, βλ. λ. σπιτάκι·
- παίζω σπουδαίο ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω στα τελικά, βλ. λ. τελικός·
- παίζω στην άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- παίζω στην έδρα μου, βλ. λ. έδρα·
- παίζω στην επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- παίζω στο γήπεδό μου, βλ. λ. γήπεδο·
- παίζω στο κέντρο, βλ. λ. κέντρο·
- παίζω στον τελικό, βλ. λ. τελικός·
- παίζω τα κότσια, βλ. λ. κότσι·
- παίζω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- παίζω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. λ. ζωή·
- παίζω τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- παίζω τη ρεβάνς, βλ. λ. ρεβάνς·
- παίζω την τυφλόμυγα, βλ. λ. τυφλόμυγα·
- παίζω (τις) αμάδες, βλ. λ. αμάδες·
- παίζω τις καβάλες, βλ. λ. καβάλα·
- παίζω τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- παίζω τις κουμπάρες, βλ. λ. κουμπάρα·
- παίζω τις πούτσες, βλ. λ. πούτσα·
- παίζω τις ψωλές, βλ. λ. ψωλή·
- παίζω το α μπε μπαμπλόν, βλ. λ. α μπε μπαμπλόν·
- παίζω το ένι μένι ντουντουμένι, βλ. λ. ένι μένι ντουντουμένι·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- παίζω το κουπεπέ, βλ. λ. κουπεπέ·
- παίζω το μέλλον μου, βλ. λ. μέλλον·
- παίζω το παιχνίδι μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω το παιχνίδι του, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- παίζω το πουλί μου, βλ. λ. πουλί·
- παίζω το ρόλο μου, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω το τελευταίο μου χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- παίζω το τσινκοκολέτα, βλ. λ. τσινκοκολέτα·
- παίζω το τσουτσούνι μου, βλ. λ. τσουτσούνι·
- παίζω το χαρτί μου, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- παίζω τον πρώτο ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίξαμε γροθιές, βλ. λ. γροθιά·
- παίξαμε κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- παίξαμε μποξ, βλ. λ. μποξ·
- παίξαμε μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- παίξαμε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- παίξε μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίξτε μπάλα ρεεε! βλ. λ. μπάλα·
- ποιο μάτι μου παίζει; βλ. λ. μάτι·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- τα παιδία παίζει, (η γνωστή αττική σύνταξη) δεν κάνει τίποτα, δεν κάνουμε τίποτα, χάνει τον καιρό του, χάνουμε τον καιρό μας, τεμπελιάζει, τεμπελιάζουμε: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι από κει τα παιδία παίζει»·
- τα παίζω (ενν. τα λεφτά μου), έχω τη μανία να παίζω τα λεφτά μου σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «ό,τι λεφτά βγάζει το μήνα απ’ τη δουλειά του, πάει και τα παίζει»· βλ. κ. φρ. τα ’παιξα·
- τα παίζω κορόνα γράμματα ή το παίζω κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- τα παίζω μονά ζυγά ή το παίζω μονά ζυγά, βλ. λ. μονός·
- τα παίζω όλα για όλα ή το παίζω όλα για όλα, βλ. λ. όλος·
- τα ’παιξα ή τα ’χω παίξει, α. τρόμαξα, φοβήθηκα υπερβολικά: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, τα ’παιξα». β. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, έμεινα εμβρόντητος: «τα ’παιξα, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα». γ. κουράστηκα υπερβολικά, πνίγηκα στη δουλειά: «μου προέκυψε μεγάλο μανίκι η τάδε υπόθεση και τα ’παιξα, για να την καταφέρω». δ. τρελάθηκα, δεν ξέρω τι μου γίνεται: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που τα ’χω παίξει». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το κανονικά·
- τα ’παιξε ή τα ’χει παίξει, (για μηχανήματα ή αντικείμενα) χάλασε, καταστράφηκε: «έτρεχα με τ’ αυτοκίνητο όλη τη μέρα μέσα στα χωράφια, ώσπου τα ’παιξε || καθόμουν ήσυχα κι έβλεπα τηλεόραση και ξαφνικά τα ’παιξε || πρέπει ν’ αγοράσω καινούριο πλυντήριο, γιατί αυτό που έχω τα ’χει παίξει». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το κανονικά·
- τα ’παιξε στα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- την κολοκυθιά παίζουμε; βλ. λ. κολοκυθιά·
- τι νόμισες, πεντόβολα παίζουμε; ή τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε; ή τι νόμισες, (τα) κότσια παίζουμε; ή τι νόμισες, την τυφλόμυγα παίζουμε; ή τι νόμισες, (τις) αμάδες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις καβάλες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις κούκλες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις πούτσες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις ψωλές παίζουμε; ή τι νόμισες, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; ή τι νόμισες, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; ή τι νόμισες, το κουπεπέ παίζουμε; ή τι νόμισες, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τι παιχνίδι παίζει; βλ. λ. παιχνίδι·
- τι ρόλο παίζει; βλ. λ. ρόλος·
- τις κούκλες παίζατε; βλ. λ. κούκλα·
- τις κουμπάρες παίζατε; βλ. λ. κουμπάρα·
- το παίζει, α. προσποιείται, υποκρίνεται: «κατά βάθος θέλει πάρα πολύ να μπει στην παρέα μας, αλλά το παίζει αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: γνώρισα μια παντρεμένη που γουστάρει τη στολή και στον άντρα της το παίζει λούφα και παραλλαγή).β. έχει υιοθετήσει ψεύτικο, επιτηδευμένο στιλ, όχι φυσικό, προσποιείται πως είναι κάτι: «ωραίος γκόμενος, δε λέω, αλλά το παίζει πολύ και χάνει»·
- το παίζει άνετος, βλ. λ. άνετος·
- το παίζει αφασία, βλ. λ. αφασία·
- το παίζει βαρύ πεπόνι, βλ. λ. πεπόνι·
- το παίζει βαρύς, βλ. λ. βαρύς·
- το παίζει βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- το παίζει γούστο γουστίνο, βλ. λ. γούστο·
- το παίζει δίπορτο, βλ. λ. δίπορτο·
- το παίζει εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- το παίζει ερωτύλος, βλ. λ. ερωτύλος·
- το παίζει ζετέμ, βλ. λ. ζετέμ·
- το παίζει καμπαλέρος, βλ. λ. καμπαλέρος·
- το παίζει κάπως, βλ. λ. κάπως·
- το παίζει κουλ, βλ. λ. κουλ·
- το παίζει κυρία, βλ. λ. κυρία·
- το παίζει κυριλέ, βλ. λ. κυριλέ·
- το παίζει μάγκας, βλ. λ. μάγκας·
- το παίζει μεγάλος και τρανός, βλ. λ. μεγάλος·
- το παίζει μπεμπέκα, βλ. λ. μπεμπέκα·
- το παίζει μπρούκλης, βλ. λ. μπρούκλης·
- το παίζει ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- το παίζει ντιμπισφιρίκ, βλ. λ. ντιμπισφιρίκ·
- το παίζει ντούμπλεξ, βλ. λ. ντούμπλεξ·
- το παίζει παιδούλα, βλ. λ. παιδούλα·
- το παίζει παράγοντας, βλ. λ. παράγοντας·
- το παίζει σόλο, βλ. λ. σόλο·
- το παίζει σταρ, βλ. λ. σταρ·
- το παίζει στιλάκι, βλ. λ. στιλάκι·
- το παίζει στο έτσι στιλ, βλ. λ. στιλ·
- το παίζει τζέντλεμαν, βλ. λ. τζέντλεμαν·
- το παίζει φίρμα, βλ. λ. φίρμα·
- το παίζει φρικιό, βλ. λ. φρικιό·
- το παίζει χάπι, βλ. λ. χάπι·
- το παίζει ψυχεδέλεια, βλ. λ. ψυχεδέλεια·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το παίζω διπλό, (για προπό) βλ. λ. διπλό·
- το παίζω τριπλό, (για προπό) βλ. λ. τριπλό·
- το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), βλ. λ. δάχτυλο·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), βλ. λ. χέρι·
- το παίξε παίξε, φέρνει και το μπήξε μπήξε, βλ. λ. μπήγω·
- τον (την, το) παίζω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), α. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τον παίζει». β. τραβώ μαλακία, μαλακίζομαι, αυνανίζομαι: «όταν έχει καιρό να πάει με γυναίκα, κάθεται και τον παίζει»·
- τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι, βλ. λ. γάτα·
- τον παίζουμε, τον κοροϊδεύουμε: «γιατί τον παίζετε τον άνθρωπο;»·
- τον παίζω στα δάχτυλά (μου), βλ. λ. δάχτυλο·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του τις έπαιξε (ενν. τις μπάτσες, τις μπουνιές, τις σφαλιάρες κ.λπ.), τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τους τις έπαιξε κι ησύχασε»·
- τους παίζαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. καρέ.

παίρνω

παίρνω, ρ. [<μσν. παίρνω <ἐπαίρνω <αρχ. ἐπαίρω], παίρνω. 1. (και για τα δυο φύλα), παντρεύομαι: «πήρε μια πάρα πολύ καλή κοπέλα». (Δημοτικό τραγούδι: δεν την παίρνω, θα την πάρεις, άλλα λόγια λέτε βρε παιδιά, τι καμώματα είναι τούτα, με το ζόρι παντρειά). 2. αισθάνομαι, δοκιμάζω: «πήρα τέτοια χαρά, που δε θα την ξεχάσω ποτέ! || πήρα τέτοιο φόβο, που ακόμα τρέμω!». 3. αγοράζω: «πήρα καινούριο αυτοκίνητο || πήρα καινούρια τηλεόραση || πήρα δυο κιλά ντομάτες». (Νησιώτικο τραγούδι: πόσο πουλιέται το φιλί στη Δύση, στην Ανατολή; Της παντρεμένης τέσσερα, της χήρας δεκατέσσερα, της λεύτερης το πιο γλυκό το παίρνεις με το χωρατό).4. τρώω ή πίνω: «πήρα μόνο ένα μεζεδάκι, γιατί ήμουν χορτάτος || όσο σε περίμενα να ’ρθεις, πήρα δυο ουισκάκια». 5. νικώ κάποιον αντίπαλο σε πάλη: «παλέψαμε και τον πήρα μέσα σε δυο λεπτά». 6. νικώ, κερδίζω κάποιον αντίπαλο σε κάποιο παιχνίδι, ιδίως επιτραπέζιο (χαρτιά, τάβλι, σκάκι, κ.λπ.) ή σε κάποιο άλλο αθλητικό παιχνίδι (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, κ.λπ.): «παίξαμε μια μπιρίμπα και τον πήρα || παίξαμε τάβλι και τον πήρα || την προηγούμενη φορά που παίζαμε με την ομάδα τους, τους πήραμε πανηγυρικά». 7. (για τάβλι), βλ. συνηθέστ. μαζεύω. 8. εισπράττω, κερδίζω χρήματα από τη δουλειά μου, την εργασία μου ή από κάποιο τυχερό παιχνίδι: «εργάζομαι σ’ ένα τεχνικό γραφείο και κάθε μήνα παίρνω διακόσιες χιλιάδες καθαρά || παίζαμε πόκα και πήρα εκατό χιλιάρικα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα δεκαοχτώ χιλιάδες απ’ τον μπακαρά, να γλεντήσω με ζουρνάδες θέλω μια φορά). 9. αρπάζω, κλέβω: «μέσα στο συνωστισμό, του πήραν το πορτοφόλι χωρίς να το καταλάβει». 10. εκπορθώ, κυριεύω, κατακτώ: «οι Τούρκοι πήραν την Πόλη στις 29 Μαΐου του 1453». (Τραγούδι: βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του μ’ όλα τα φτερά, κι ένα βράδυ με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε το φουκαρά). Πρβλ.: πήραν την Πόλη, πήρα την, πήραν τη Σαλονίκη (Δημοτικό). 11. στο α΄ πλ. πρόσ. του αορ. πήραμε, λέγεται συνήθως επαναλαμβανόμενο ως ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας προτείνει να αγοράσουμε κάτι ή που μας προτείνει κάτι που καταφανέστατα είναι σε βάρος μας. Συνών. δώσαμε. (Ακολουθούν 940 φρ.)·     
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- απ’ την πόρτα με πήρες, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το στόμα μου το πήρες, βλ. λ. στόμα·
- αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, βλ. λ. σάρκα·
- ας τα πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- ας το πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βράδυ πήρες το δίπλωμα; βλ. λ. βράδυ·
- για ποιον με παίρνεις; βλ. λ. ποιος·
- για ποιον με πήρες; βλ. λ. ποιος·
- γιατί, φάρμακο θα πάρεις; βλ. λ. φάρμακο·
- γιατί, χάπι θα πάρεις; βλ. λ. χάπι·
- γίνε προφήτης και πάρε τα μισά, βλ. λ. προφήτης·
- δε θα πάρει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- δε θα σε πάρω στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- δε θα τα πάρεις μαζί σου (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), λέγεται ειρωνικά σε άτομο που από τσιγκουνιά δεν απολαμβάνει τα χρήματα που κερδίζει: «γλέντα τη ζωή σου, βρε βλάκα, γιατί δε θα τα πάρεις μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες, μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά, μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν). Πολλές φορές, στον τύπο, μαζί σου θα τα πάρεις; Δε θα τα πάρεις μαζί σου, που είναι ερώτηση και απάντηση από το ίδιο πρόσωπο·
- δε θα το πάρω κι επί πόνου, βλ. λ. πόνος·
- (δε) με παίρνει, (δε) μου είναι δυνατό, (δε) μου είναι επιτρεπτό: «δε με παίρνει να πάω σ’ αυτό το ξενοδοχείο γιατί είναι πανάκριβο || δε με παίρνει να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός που ήρθε δε σηκώνει τ’ αστεία || όταν καταλαβαίνω ότι με παίρνει να πω κι εγώ κάτι, δε χάνω την ευκαιρία»·
- δε με παίρνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δε με παίρνει η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- δε με παίρνει ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- δε με παίρνει ο χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- δεν έχω (το) κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. λ. νερό·
- δεν παίρνει αναβολή (κάτι), βλ. λ. αναβολή·
- δεν παίρνει (από) κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνει από λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δεν παίρνει από παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι·
- δεν παίρνει από συμβουλές, βλ. λ. συμβουλή·
- δεν παίρνει γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δεν παίρνει γρήγορα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει γρήγορα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει η κόκα του, βλ. λ. κόκα2·
- δεν παίρνει κάβο, βλ. λ. κάβος·
- δεν παίρνει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δεν παίρνει με το καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν παίρνει μερεμέτι, βλ. λ. μερεμέτι·
- δεν παίρνει στροφές (ενν. το μυαλό του), βλ. λ. στροφή·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν παίρνει χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις απ’ τα χείλη του, βλ. λ. λέξη·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- δεν παίρνω αναπνοή ή δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν παίρνω ανάσα ή δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν παίρνω από αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν παίρνω γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- (δεν) παίρνω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- δεν παίρνω μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
- δεν παίρνω μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- δεν παίρνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- δεν παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή δεν παίρνω την υπογραφή μου πίσω, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, βλ. λ.λόγος·
- δεν παίρνω φυλλωσιά, βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν παίρνω χαρτωσιά, βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πήρα αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν πήρα ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν τα παίρνει (ενν. τα λεφτά), δε δωροδοκείται, δε χρηματίζεται: «μην προσπαθήσεις να του τα χώσεις, γιατί δεν τα παίρνει»·
- δεν τα παίρνει (ενν. τα γράμματα), δεν έχει ευκολία στη μάθηση: «ο πατέρας του ήθελε να τον σπουδάσει, αλλά, μια κι είδε πως δεν τα ’παιρνε, τον έβαλε να μάθει μια τέχνη»·
- δεν τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. γκλάβα·
- δεν τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλα·
- δεν τα παίρνει τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κόκα2·
- δεν τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κούτρα·
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. μυαλό·
- δεν τα παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. νιονιό·
- δεν τα παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. ξερό·
- δεν του παίρνεις λέξη, βλ. λ. λέξη·
- διαλέγετε και παίρνετε, βλ. λ. διαλέγω·
- δίνει και παίρνει, βλ. λ. δίνω·
- δίνω και παίρνω, βλ. λ. δίνω·
- δίνω παίρνω, βλ. λ. δίνω·
- δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, βλ. λ. δρόμος·
- δώσ’ του να πάρει μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- εεε, οοο, το πήραμε, το πήραμε το ευρωπαϊκό! βλ. λ. ευρωπαϊκός·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- έλα να δεις και μην πάρεις, βλ. λ. έλα·
- έλα ύπνε και πάρε το, βλ. λ. ύπνος·
- έτσι θα πάρουμε την Πόλη; βλ. λ. Πόλη·
- ευχαριστώ, δε θα πάρω! βλ. λ. ευχαριστώ·
- ευχή γονέων πάρε και στα βουνά περπάτα, βλ. λ. ευχή·
- έχει πάρει (ενν. σασί), α. είναι ελαττωματικός στο μυαλό, είναι λειψός, βλαμμένος, φαντασιόπληκτος: «μην τον παρεξηγείς για τα καμώματά του, γιατί έχει πάρει ο άνθρωπος». β. (για αυτοκίνητα) το σασί του έχει χάσει την ευθυγράμμισή του έπειτα από τρακάρισμα και κινείται ελαττωματικά: «το ’χεις τρακάρει άσχημα τ’ αυτοκίνητο, γιατί απ’ ό,τι βλέπω έχει πάρει»·
- έχει πάρει σασί ή πήρε σασί, βλ. λ. σασί·
- η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, βλ. λ. νύφη·
- ήρθα να πάρω τα χαλιά, βλ. λ. χαλί·
- θα πάρεις τη γλύκα! βλ. λ. γλύκα·
- θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- θα πάρεις το μεγαλόσταυρο, βλ. λ. μεγαλόσταυρος·
- θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- θα πάρεις τον αργυρό σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- θα πάρεις φόρα και θα μας (μου) τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. φόρα1·
- θα πάρω πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. λ. καπέλο·
- θα σε πάρει και θα σε σηκώσει! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ αυστηρά, πώς θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!»·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- θα σε πάρει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. γράμμα·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- θα σου πάρω τα μέτρα! βλ. λ. μέτρο·
- θα σου πάρω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου πάρω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θα σου πάρω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα το πάρω ντέρτι! βλ. λ. ντέρτι·
- θα τον πάρει ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- θα τον (την) πάρει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- … και πάρ’ τον κάτω, βλ. λ. κάτω·
- και να μου το χάριζαν, δε θα το ’παιρνα, βλ. λ. χαρίζω·
- και πάρε και δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του παρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- κάτι πήρε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- κι όποιον πάρει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- κι όποιον πάρει η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- κι όποιον πάρει ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- κι όποιον πάρει το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- κόβω τα πάρε δώσε (με κάποιον), βλ. λ. κόβω·
- λεφτά θα πάρεις, βλ. λ. λεφτά·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μαζί σου θα τα πάρεις; (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), βλ. φρ. δε θα τα πάρεις μαζί σου·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, βλ. λ. αρνί·
- μας πήρανε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μας πήρε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- μας τα πήρε μέχρι φράγκο ή μου τα πήρε μέχρι φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
- με παίρνει; μου είναι δυνατό, επιτρεπτό να ενεργήσω με τον τρόπο που θέλω, που επιθυμώ(;): «με παίρνει να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια; || με παίρνει να πω κι εγώ δυο κουβέντες για την υπόθεση;»·
- με παίρνει για..., έχει τη γνώμη ότι είμαι…, με θεωρεί, νομίζει: «με παίρνει για χαζό και θέλει να με ξεγελάσει». (Τραγούδι: χωρίς λεφτά, χωρίς σταυρό, άλλοι με παίρνουν για μωρό κι άλλοι για δολοφόνο).Συνών. με περνάει για(…)·
- με παίρνει το παράπονο, βλ. λ. παράπονο·
- με παίρνουν κι εμένα τα σκάγια, βλ. λ. σκάγι·
- με παίρνουν στρατιώτη, βλ. λ. στρατιώτη·
- με παίρνουν τα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- με παίρνουν τα δάκρυα ή με παίρνει το δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ·
- με παίρνουν τα ζουμιά, βλ. λ. ζουμί·
- με παίρνουν τα κλάματα ή με παίρνει το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- με παίρνουν τα πετμέζια, βλ. λ. πετμέζι·
- με παίρνουν τα σκάγια, βλ. λ. σκάγι·
- με παίρνουν τα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- με παίρνουν φαντάρο, βλ. λ. φαντάρος·
- με πήραν είδηση, βλ. λ. είδηση·
- με πήραν οι σάλτσες, βλ. λ. σάλτσα·
- με πήραν πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- με πήραν τα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- με πήρε, (για χρονικό διάστημα) διέθεσα, ξόδεψα: «με πήρε δυο μήνες μέχρι να τελειώσω τη δουλειά || με πήρε ένας μήνας μέχρι να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- με πήρε από κάτω, βλ. λ. κάτω·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- με πήρε από… μέχρι…, διάρκεσε κάποια προσπάθειά μου από… μέχρι…: «τον έψαχνα σ’ όλη την πόλη και για να τον βρω με πήρε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ || για να τελειώσω τη δουλειά με πήρε απ’ τη Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή»·     
- με πήρε για τον..., νόμισε πως ήμουν ο..., με εξέλαβε για τον...: «με είδε από μεγάλη απόσταση και με πήρε για τον τάδε»·
- με πήρε είδηση, βλ. λ. είδηση·
- με πήρε η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- με πήρε η μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- με πήρε η νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- με πήρε και με σήκωσε, α. ταλαιπωρήθηκα πολύ: «μπλέχτηκα με μια δουλειά, που με πήρε και με σήκωσε, μέχρι να την παραδώσω». β. με καθύβρισε κάποιος: «με τσάκωσε ο διευθυντής μου να πηγαίνω καθυστερημένος στη δουλειά και με πήρε και με σήκωσε»·
- με πήρε μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- με πήρε ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- με πήρε πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- με πήρε στο λαιμό του, βλ. λ. λαιμός·
- με πήρε το μεσημέρι, βλ. λ. μεσημέρι·
- με πήρε το ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- με το κουτάλι μου το δίνει, με τη χουλιάρα μου το παίρνει, βλ. λ.χουλιάρα·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, βλ. λ. αφτί·
- μήπως πήρε το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- μου παίρνει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου παίρνει χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- μου παίρνουν αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου παίρνουν βεντούζες, βλ. λ. βεντούζα·
- μου παίρνουν τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου πήραν και τα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια ή μου πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. λ. αβγό·
- μου πήραν τη φάτσα, βλ. λ. φάτσα·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου πήρε παρθενιά ή μου πήρε την παρθενιά ή πήρε την παρθενιά μου, βλ. λ. παρθενιά·
- μου πήρε τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. λ. νους·
- μου τα παίρνει, μου αποσπά συστηματικά χρήματα: «έχω μια μικρούλα που μου τα παίρνει, αλλά χαλάλι της». (Λαϊκό τραγούδι: μην κάνεις κόλπα ψεύτικα και λες πως με λατρεύεις, γιατί σε σακουλεύτηκα πως θες να μου τα παίρνεις
- μου τα παίρνουν, μου κερδίζουν συστηματικά τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «τον τελευταίο καιρό έχω γκίνια και μου τα παίρνουν, θα γυρίσει όμως το φύλλο και θα τους τα πάρω πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα ’παίρναν και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- να με πάρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να με πάρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να με πάρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να με πάρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να με πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να παρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να παρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να παρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να παρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να σε πάρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να σε πάρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να σε πάρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να σε πάρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να σε πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να τα πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- να το πάρει το ποτάμι; βλ. λ. ποτάμι·
- να το πάρεις το κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- νύχτα πήρες το δίπλωμα; βλ. λ. νύχτα·
- νύχτα πήρες το πτυχίο; βλ. λ. πτυχίο·
- ο βλάχος κι αν αγίασε, σκατένια δόξα πήρε, βλ. λ. βλάχος·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
- όποιος πολύ διαλέγει, τ’ αποδιαλεγούδια παίρνει, βλ. λ. αποδιαλεγούδι·
- όπως θες (θέλεις) πάρ’ το, βλ. λ. όπως·
- όπως και να το πάρει κανείς ή όπως και να το πάρεις, βλ. λ. όπως·
- όπως το πάρει κανείς, ανάλογα πως θα το αξιολογήσει κανείς: «το δικό μου τ’ αυτοκίνητο είναι πολύ καλύτερο απ’ το δικό σου. -Όπως το πάρει κανείς». Συνών. όπως το δει κανείς·
- όσα δίνεις, τόσα παίρνεις, βλ. λ. όσος·
- όσο δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο παίρνει, βλ. λ. όσος·
- όσο παίρνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, λέγεται στην περίπτωση που πρέπει να εκμεταλλευτούμε αμέσως την ευκαιρία που μας δίνεται, αν θέλουμε να πετύχουμε κάτι: «κοίταξε τώρα που υπάρχει αναμπουμπούλα να κερδίσεις όσα μπορείς, γιατί σήμερα η ζωή είναι ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά και η λεχώνα στο κρεβάτι». Από το έθιμο που εξακολουθεί να υπάρχει στην ευλογημένη επαρχία, να πετούν οι συγγενείς και οι φίλοι χρήματα ή χρυσαφικά στο νυφικό κρεβάτι την παραμονή του γάμου, ή από το έθιμο να κάνουν διάφορα δώρα στη νύφη οι συγγενείς και οι φίλοι που παραβρέθηκαν στην εκκλησία κατά το μυστήριο του γάμου (χρυσαφικά, που της τα κρεμούν στο λαιμό, ή χαρτονομίσματα, που τα καρφιτσώνουν στο νυφικό της), τη στιγμή που τη χαιρετούν για να της ευχηθούν βίον ανθόσπαρτον, καθώς και στη λεχώνα, που μετά τη γέννα δε βγαίνει για σαράντα μέρες από το σπίτι της, κι έτσι πηγαίνουν οι διάφοροι συγγενείς και φίλοι να δουν αυτή και το μωρό της, προσκομίζοντας και τα απαραίτητα δώρα τους· βλ. και φρ. η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, λ. νύφη· 
- όχι δε θα πάρω ή όχι δε θα πάρουμε, βλ. λ. όχι·
- πάει να πάρει τον αέρα του, βλ. λ. αέρας·
- παίρνει αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει έκταση (κάτι), βλ. λ. έκταση·
- παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνει με το πρώτο φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει μυαλά, βλ. λ. μυαλό·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνει στροφές το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- παίρνει τρεις κι εξήντα, βλ. λ. τρεις·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει τρελό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- παίρνει ύφος δικαστή, βλ. λ. δικαστής·
- παίρνει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει χοντρό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- παίρνει χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- παίρνει ώρα ή παίρνει ώρες (κάτι), βλ. λ. ώρα·
- παίρνουν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω αβίζο, βλ. λ. αβίζο·
- παίρνω άδεια ή παίρνω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω άδεια απ’ τη σημαία, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- παίρνω αμπάριζα και βγαίνω, βλ. λ. αμπάριζα·
- παίρνω αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- παίρνω αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω ανάποδες (ενν. στροφές), βλ. λ. ανάποδος·
- παίρνω ανάποδες στροφές, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- παίρνω ανάστημα, βλ. λ. ανάστημα·
- παίρνω ανοιχτά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή ανοιχτά, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- παίρνω απάντηση, βλ. λ. απάντηση·
- παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω απάνω μου το βάρος ή παίρνω το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω απάνω μου το ρίσκο ή παίρνω το ρίσκο απάνω μου, βλ. λ. ρίσκο·
- παίρνω από αίσθημα, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. αίσθημα·
- παίρνω απόσταση (από κάτι), βλ. λ. απόσταση·
- παίρνω απουσία, βλ. λ. απουσία·
- παίρνω απουσίες, βλ. λ. απουσία·
- παίρνω απόφαση ή παίρνω την απόφαση, βλ. λ. απόφαση·
- παίρνω άριστα, βλ. λ. άριστα·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. λ. άσχημος·
- παίρνω άφεση αμαρτιών, βλ. λ. αμαρτία·
- παίρνω βαθιά αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω βαθιά ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- παίρνω βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- παίρνω βάρος, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- παίρνω βίζα, βλ. λ. βίζα·
- παίρνω βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- παίρνω βράση, (ιδίως για φαγητό), βλ. λ. βράση·
- παίρνω γαλόνι, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. γαλόνι·
- παίρνω γεύση, (για φαγητά) βλ. λ. γεύση·
- παίρνω γι’ αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- παίρνω γι’ αστεία ή παίρνω γι’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, βλ. λ. γουρούνι·
- παίρνω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- παίρνω γύρα, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω δέκα, (ιδίως για μαθητική βαθμολογία) βλ. λ. δέκα·
- παίρνω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
- παίρνω δημοσιότητα, βλ. λ. δημοσιότητα·
- παίρνω διορία, βλ. λ. διορία·
- παίρνω δίπλα τα βουνά, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω δύναμη ή παίρνω δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- παίρνω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- παίρνω εκδίκηση, βλ. λ. εκδίκηση·
- παίρνω ελαφρά (κάτι), βλ. λ. ελαφρός·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω (ένα) μπίστο, βλ. λ. μπίστο·
- παίρνω ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- παίρνω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- παίρνω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- παίρνω έτσι ή παίρνω στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- παίρνω ζαλίκα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. ζαλίκα·
- παίρνω θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- παίρνω θέση, βλ. λ. θέση·
- παίρνω ιδιαίτερα, βλ. λ. ιδιαίτερος·
- παίρνω ίσες αποστάσεις, βλ. λ. απόσταση·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω κάβο, βλ. λ. κάβος·
- παίρνω και τα ρέστα του, βλ. λ. ρέστα·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω καπάρο, βλ. λ. καπάρο·
- παίρνω κατά γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- παίρνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω κεφτέ, βλ. λ. κεφτές·
- παίρνω κιλά, βλ. λ. κιλό·
- παίρνω κλειστά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή κλειστά, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω κόζι, βλ. λ. κόζι·
- παίρνω κουλούρα (κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρα·
- παίρνω κουλούρι (κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρι·
- παίρνω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- παίρνω κουταλιά ή παίρνω κουταλιές, βλ. λ. κουταλιά·
- παίρνω κουτρουβάλες, βλ. λ. κουτρουβάλα·
- παίρνω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω κωλοτούμπες, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- παίρνω λαφριά (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. λαφρύς·
- παίρνω λαχτάρα ή παίρνω τη λαχτάρα, βλ. λ. λαχτάρα·
- παίρνω λίγο αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω μαθήματα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω με το μέρος μου, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- παίρνω μεζεδάκι, βλ. λ. μεζεδάκι·
- παίρνω μερεμέτι, βλ. λ. μερεμέτι·
- παίρνω μέρος, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω μηδέν, βλ. λ. μηδέν·
- παίρνω μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω μια γύρα, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω μια γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- παίρνω μια θέση, βλ. λ. θέση·
- παίρνω μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- παίρνω μια κατρακύλα, βλ. λ. κατρακύλα·
- παίρνω μια λαχτάρα! βλ. λ. λαχτάρα·
- παίρνω μια πίπα, βλ. λ. πίπα·
- παίρνω μια στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω μια τούμπα, βλ. λ. τούμπα·
- παίρνω μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίρνω μπαξίσι, βλ. λ. μπαξίσι·
- παίρνω μπόι, βλ. λ. μπόι·
- παίρνω μπόσικα (κάτι), βλ. λ. μπόσικος·
- παίρνω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- παίρνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- παίρνω μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- παίρνω ναρκωτικά, βλ. λ. ναρκωτικό·
- παίρνω νόγα, βλ. λ. νόγα·
- παίρνω ντουμάνι, (για φωτιά), βλ. λ. ντουμάνι·
- παίρνω ξυστρί, βλ. λ. ξυστρί·
- παίρνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- παίρνω παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- παίρνω παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- παίρνω παραμάζωμα, βλ. λ. παραμάζωμα·
- παίρνω παραμάζωμα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. παραμάζωμα·
- παίρνω παραμάσχαλα, βλ. λ. παραμάσχαλα·
- παίρνω παράσημο, βλ. λ. παράσημο·
- παίρνω παράτα, βλ. λ. παράτα1·
- παίρνω παρθενιά ή παίρνω την παρθενιά, βλ. λ. παρθενιά·
- παίρνω παρουσίες, βλ. λ. παρουσία·
- παίρνω παρτούζα (με κάποιον), βλ. λ. παρτούζα·
- παίρνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- παίρνω πασαπόρτι ή παίρνω το πασαπόρτι μου, βλ. λ. πασαπόρτι·
- παίρνω πενταροδεκάρες, βλ. λ. πενταροδεκάρες·
- παίρνω πεσκέσι, βλ. λ. πεσκέσι·
- παίρνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή παίρνω την υπογραφή μου πίσω, βλ. λ. υπογραφή·
- παίρνω πίσω το αίμα μου ή παίρνω το αίμα μου πίσω, βλ. λ. αίμα·
- παίρνω πίσω το δίκιο μου ή παίρνω το δίκιο μου πίσω, βλ. λ. δίκιο·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω πόδι, βλ. λ. πόδι·
- παίρνω πόζα, βλ. λ. πόζα·
- παίρνω πόντους, βλ. λ. πόντος·
- παίρνω πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- παίρνω πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- παίρνω πρωτιά ή παίρνω την πρωτιά, βλ. λ. πρωτιά·
- παίρνω ραπόρτο, βλ. λ. ραπόρτο·
- παίρνω ροδέλα, βλ. λ. ροδέλα·
- παίρνω ρότα, βλ. λ. ρότα·
- παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- παίρνω σειρά, βλ. λ. σειρά·
- παίρνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- παίρνω σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- παίρνω σινιάλο, βλ. λ. σινιάλο·
- παίρνω σκούπα (κάτι), βλ. λ. σκούπα·
- παίρνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- παίρνω σουτάρισμα, βλ. λ. σουτάρισμα·
- παίρνω στ’ αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- παίρνω στ’ αστεία ή παίρνω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- παίρνω στα γιούχα ή παίρνω στο γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- παίρνω στα μπαγάζια μου, βλ. λ. μπαγάζια·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- παίρνω στη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- παίρνω στην ποδιά μου, βλ. λ. ποδιά·
- παίρνω στην τύχη, βλ. λ. τύχη·
- παίρνω στο κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- παίρνω στο μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- παίρνω (στο) σερί, βλ. λ. σερί·
- παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- παίρνω στο τηλέφωνο (ακολουθεί όνομα η υπηρεσία), βλ. λ. τηλέφωνο·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω στροφές, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω στροφή ή παίρνω τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω σύνταξη, βλ. λ. σύνταξη·
- παίρνω συχωροχάρτι, βλ. λ. συχωροχάρτι·
- παίρνω τ’ απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- παίρνω τ’ άρματα, βλ. λ. άρμα·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), βλ. λ. όνομα·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- παίρνω τα βουνά, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω τα βουνά και τα λαγκάδια, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω τα γαλόνια μου, βλ. λ. γαλόνι·
- παίρνω τα ηνία, βλ. λ. ηνία·
- παίρνω τα κατσάβραχα, βλ. λ. κατσάβραχα·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω τα μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω τα μέτρα μου, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, βλ. λ. μούτρο·
- παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω, βλ. λ. μπογαλάκι·
- παίρνω τα μπόσικα, βλ. λ. μπόσικος·
- παίρνω τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- παίρνω τα όρη τ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- παίρνω τα πάνω μου, βλ. λ. πάνω·
- παίρνω τα πατήματα του πατέρα μου, βλ. λ. πάτημα·
- παίρνω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τα πρωτεία, βλ. λ. πρωτεία·
- παίρνω τα σοκάκια, βλ. λ. σοκάκι·
- παίρνω τα συμπράγκαλά μου και φεύγω, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- παίρνω τα χαμπέρια (μου), βλ. λ. χαμπέρι·
- παίρνω τέλος, βλ. λ. τέλος·
- παίρνω τη βαλίτσα μου (και φεύγω), βλ. λ. βαλίτσα·
- παίρνω τη βάση, (για σπουδαστές), βλ. λ. βάση·
- παίρνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τη βούρτσα, βλ. λ. βούρτσα·
- παίρνω τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- παίρνω τη δόση μου, βλ. λ. δόση·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω τη ζωή (κάποιου), βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη ζωή μου (έτσι) όπως (μου) έρχεται, βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη θέση (κάποιου), βλ. λ. θέση·
- παίρνω τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- παίρνω τη μόστρα, βλ. λ. μόστρα·
- παίρνω τη μάχη, βλ. λ. μάχη·
- παίρνω τη νίκη, βλ. λ. νίκη·
- παίρνω τη ρεβάνς, βλ. λ. ρεβάνς·
- παίρνω τη σκυτάλη, βλ. λ. σκυτάλη·
- παίρνω τη στροφή ανοιχτά ή παίρνω ανοιχτά τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω τη στροφή κλειστά ή παίρνω κλειστά τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω τηλέφωνο (από κάποιον), βλ. λ. τηλέφωνο·
- παίρνω την άδεια, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω την αμαρτία πάνω μου, βλ. λ. αμαρτία·
- παίρνω την αφρόκρεμα. βλ. λ. αφρόκρεμα·
- παίρνω την καρδιά του (της), βλ. λ. καρδιά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω την κατηφόρα, βλ. λ. κατηφόρα·
- παίρνω την κατηφοριά, βλ. λ. κατηφοριά·
- παίρνω την κατιούσα, βλ. λ. κατιούσα·
- παίρνω την κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω την κόντρα μου ή παίρνω τις κόντρες μου, βλ. λ. κόντρα·
- παίρνω (την) κούρσα, βλ. λ. κούρσα·
- παίρνω την κουταλιά μου ή παίρνω τις κουταλιές μου, βλ. λ. κουταλιά·
- παίρνω την κρυάδα (μου), βλ. λ. κρυάδα·
- παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου ή παίρνω την ομάδα στις πλάτες μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω την ομάδα στους ώμους μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω την ξούρα μου ή παίρνω τις ξούρες μου, βλ. λ. ξούρα·
- παίρνω την πάνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τις ανάλιες μου, βλ. λ. ανάλια·
- παίρνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω τις γυροβολιές μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- παίρνω τις θάλασσες, βλ. λ. θάλασσα·
- παίρνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω το βάπτισμα, βλ. λ. βάπτισμα·
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός, βλ. λ. βάπτισμα·
- παίρνω το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το δαχτυλίδι (από κάποιον), βλ. λ. δαχτυλίδι·
- παίρνω το διαβατήριο, βλ. λ. διαβατήριο·
- παίρνω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω το ελεύθερο, βλ. λ. ελεύθερος·
- παίρνω το θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- παίρνω το θυμιατήρι, βλ. λ. θυμιατήρι·
- παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- παίρνω το κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- παίρνω το κολάι, βλ. λ. κολάι·
- παίρνω το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- παίρνω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω το λουτρό μου, βλ. λ. λουτρό·
- παίρνω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω το μέρος του, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω το μήνυμα, βλ. λ. μήνυμα·
- παίρνω το μπάνιο μου, βλ. λ. μπάνιο·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το ξεσκιζόλ μου, βλ. λ. ξεσκιζόλ·
- παίρνω το οκέι, βλ. λ. οκέι·
- παίρνω το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω το παιχνίδι στους ώμους μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- παίρνω το πρωινό μου, βλ. λ. πρωινός·
- παίρνω το ρίσκο, βλ. λ. ρίσκο·
- παίρνω το σκονάκι μου, βλ. λ. σκονάκι·
- παίρνω το σκονάκι μου ή παίρνω τα σκονάκια μου, βλ. λ. σκονάκι·
- παίρνω το στίγμα του, βλ. λ. στίγμα·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω το τρίποντο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. τρίποντο·
- παίρνω το τσάρτερ, βλ. λ. τσάρτερ·
- παίρνω το χρυσό δοντάκι ή παίρνω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- παίρνω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω τον αέρα μου, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω τον αθέρα, βλ. λ. αθέρας·
- παίρνω τον απολυσώνα μου (στο χέρι), βλ. λ. απολυσώνας·
- παίρνω τον αφρό, βλ. λ. αφρός·
- παίρνω τον κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- παίρνω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω τον πούλο μου (ενν. και φεύγω), βλ. λ. πούλος·
- παίρνω τον ύπνο μου, βλ.λ. ύπνος·
- παίρνω τούμπα ή παίρνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- παίρνω τους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω τράτο, βλ. λ. τράτο·
- παίρνω υπό μάλης, βλ. λ. μάλη·
- παίρνω υπό την προστασία μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. προστασία·
- παίρνω υπόψη (μου), βλ. λ. υπόψη·
- παίρνω ύφος, βλ. λ. ύφος·
- παίρνω ύψος, βλ. λ. ύψος·
- παίρνω φάιροπ, βλ. λ. φάιροπ·
- παίρνω φακελάκι, βλ. λ. φακελάκι·
- παίρνω φάτσες, βλ. λ. φάτσα·
- παίρνω φατσούλες, βλ. λ. φατσούλα·
- παίρνω φευγάλα, βλ. λ. φευγάλα·
- παίρνω φόκο, βλ. λ. φόκο·
- παίρνω φόρα, βλ. λ. φόρα·
- παίρνω φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. λ. φύλλο·
- παίρνω φύσημα, βλ. λ. φύσημα·
- παίρνω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνω φωτογραφία (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. φωτογραφία·
- παίρνω χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- παίρνω χαμπέρι ή παίρνω χαμπέρια, βλ. λ. χαμπέρι·
- παίρνω χάρη, βλ. λ. χάρη·
- παίρνω χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίρνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
- παίρνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- παίρνω ψήφο, βλ. λ. ψήφος·
- πάρ’ έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), βλ. λ. ξύλο·
- πάρ’ ένα παπάρι, βλ. λ. παπάρι·
- πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το ή πάρ’ τ’ αβγό και κούρεφ’ το βλ. λ. αβγό·
- πάρ’ τα! ή πάρ’ τα να μην στα χρωστάω! υβριστική ή υποτιμητική έκφραση που συνοδεύεται πάντοτε από μούντζα. (Τραγούδι: πάρ’ τα Λίζα και κάν’ τα κορνίζα και βάλ’ τα στην πρίζα να κάνεις σουξέ). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ρε·
- πάρ’ το αλλιώς (ενν. το τιμόνι), βλ. λ. αλλιώς·
- πάρ’ το χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- πάρ’ τον ξάπλα, βλ. λ. ξάπλα·
- πάρ’ τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πάρ’ του το κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- πάρε δέκα! βλ. λ. δέκα·
- πάρε δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- πάρε δώσε, α. οι κοινωνικές σχέσεις: «δε θέλω να ’χω μαζί σου πάρε δώσε, γιατί συνέχεια με προσβάλλεις». β. το εμπορικό αλισβερίσι, οι εμπορικές συναλλαγές: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος μπαταχτσής»·
- πάρε κόλλα και γράφε, βλ. λ. κόλλα·
- πάρε κόσμε! ή πάρ’ τε κόσμε! βλ. λ. κόσμος·
- πάρε μας μια πίπα! βλ. λ. πίπα·
- πάρε με στο τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πάρε μια βέργα και δώσ’ το(νε!)· βλ. λ. βέργα·
- πάρε πέντε! βλ. λ. πέντε·
- πάρε τα πόδια σου! βλ. λ. πόδι·
- πάρε τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- πάρε την κουδουνίστρα και στο πάρκο σου, βλ. λ. κουδουνίστρα·
- πάρε την μπανάνα και στο κλαδί σου, βλ. λ. μπανάνα·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάρε τον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, βλ. λ. κώλος·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα γαλόνια ή πήρα τα γαλόνια μου, βλ. λ. γαλόνι·
- πήρα έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα ένα τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- πήρα έναν φόβο! βλ. λ. φόβος·
- πήρα κίτρινο (ενν. φύλλο αγώνα), βλ. λ. κίτρινος·
- πήρα μια βούτα ή πήρα βούτα, βλ. λ. βούτα·
- πήρα μια γεύση, βλ. λ. γεύση·
- πήρα μια γλίστρα ή πήρα γλίστρα, βλ. λ. γλίστρα·
- πήρα μια κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- πήρα μια τρομάρα! ή πήρα τρομάρα, βλ. λ. τρομάρα·
- πήρα να…, άρχισα να κάνω κάτι: «επειδή είχα λεύτερο χρόνο, πήρα να φτιάχνω το υπόγειο || όπως έφτιαχνα το υπόγειο, πήρα να τραγουδώ»·
- πήρα ντουμάνι, βλ. λ. ντουμάνι·
- πήρα τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα την παρθενιά της ή της πήρα την παρθενιά, βλ. λ. παρθενιά·
- πήρα το (πρώτο) λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- πήρα τον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- πήρα τον πρώτο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- πήραν διαζύγιο, βλ. λ. διαζύγιο·
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, βλ. λ. μπατζάκι·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήραν τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. λ. πιρούνι·
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πήραν την κερκίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. κερκίδα·
- πήραν την κλάση μου, βλ. λ. κλάση·
- πήραν τον ανήφορο, (για τιμές αγαθών), βλ. λ. ανήφορος·
- πήραν τον κατήφορο, (για τιμές αγαθών), βλ. λ. κατήφορος·
- πήραν τον πούλο τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. πούλος·
- πήρε αέρας, βλ. λ. αέρας·
- πήρε αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. διαβατήριο·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, βλ. λ. γλώσσα·
- πήρε κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- πήρε κλότσο, βλ. λ. κλότσος·
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία (κάποιος), βλ. λ. θέση·
- πήρε να…, άρχισε να εξελίσσεται κάτι προς το καλό ή προς το κακό: «από το πες πες των φίλων του πήρε να καλμάρει || ο καιρός πήρε ν’ αγριεύει». (Λαϊκό τραγούδι: σε μια κολόνα στέκομαι και πήρε να νυχτώνει, δεν λογαριάζω τη βροχή όσο κι αν δυναμώνει
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε ο στραβός κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- πήρε όλα τα τερτίπια (του τάδε), τερτίπι·
- πήρε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
- πήρε όλο το πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- πήρε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- πήρε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- πήρε όσκαρ βλακείας, βλ. λ. όσκαρ·
- πήρε όσκαρ ηθοποιίας, βλ. λ. όσκαρ·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- πήρε πολλούς μαζί του, βλ. λ. μαζί·
- πήρε πολύ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- πήρε σάρκα και οστά, βλ. λ. σάρκα·
- πήρε σασί, βλ. λ. σασί·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πήρε τ’ άπλυτά του κι έφυγε, βλ. λ. άπλυτα·
- πήρε τα βρε(γ)μένα του κι έφυγε, βλ. λ. βρε(γ)μένος·
- πήρε τα κατουρημένα του κι έφυγε, βλ. λ. κατουρημένος·
- πήρε τα χεσμένα του κι έφυγε, βλ. λ. χεσμένος·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. ώμος·
- πήρε τη γλάστρα παραμάσχαλα, βλ. λ. παραμάσχαλα·
- πήρε τη θέση του, βλ. λ. θέση·
- πήρε τη φάση απάνω του, βλ. λ. φάση·
- πήρε την καρό σημαία, βλ. λ. σημαία·
- πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε το δρόμο της η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, βλ. λ. κορμί·
- πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- πήρε το τρίτο το μακρύτερο, βλ. λ. τρίτος·
- πήρε τον πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- πήρε φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα, βλ. λ. φωτιά·
- πήρε χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του ή πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- πόσα παίρνεις; (ενν. το μήνα), ποιος είναι ο μηνιαίος μισθός σου(;)· (για εργασίες ιδίως τεχνικές ή κατασκευαστικές) πόσα χρήματα θέλεις για να αναλάβεις να την κάνεις(;)· 
- που να πάρει, έκφραση δυσαρέσκειας: «που να πάρει, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπάω που να πάρει κι ας με πήρανε χαμπάρι
- που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; βλ. λ. αέρας·
- σαν πολύ θάρρος πήρες! ή σαν πολύ θάρρος δεν πήρες; βλ. λ. θάρρος·
- σε πήρα για τον τάδε, σε εξέλαβα, σε παραγνώρισα: «με συγχωρείς για το αστείο που σου ’κανα, αλλά σε πήρα για έναν φίλο μου»·
- σε πήρα για τριαντάφυλλο, μα βγήκες γαϊδουράγκαθο, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- σιγά, θα μας πάρουν τα σορόπια! βλ. λ. σορόπι·
- τα παίρνει, (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα) α. κερδίζει αρκετά χρήματα από κάποια δουλειά ή από χαρτοπαίγνιο: «έστησε μια καινούρια δουλειά κι είναι πολύ ευχαριστημένος, γιατί τα παίρνει || κάθε φορά που παίζει τα παίρνει». (Λαϊκό τραγούδι: με αυτά που μας σκαρώνεις, από μας δε τη γλιτώνεις, ή σπαθί θα μας τα πάρεις ή αλλιώς θα μας ρεφάρεις). β. (ιδίως για υπαλλήλους του δημοσίου) δωροδοκείται, λαδώνεται, χρηματίζεται: «δύσκολα θα βρεις σήμερα υπάλληλο του δημοσίου να μην τα παίρνει». Συνών. τ’ αρπάζει / τα πιάνει / τα σβερκώνει / τα τσακώνει / τα τσιμπάει / τα χουφτώνει· βλ. και φρ. της τα παίρνει·
- τα παίρνει εύκολα (ενν. τα γράμματα), έχει ευκολία στη μάθηση: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως τα παίρνει εύκολα ο γιος του, είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να τον σπουδάσει»·
- τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. γκλάβα·
- τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλα·
- τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κόκα·
- τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κούτρα·
- τα παίρνει κανονικά, βλ. λ. κανονικός·
- τα παίρνει σε κόντρες, βλ. λ. κόντρα·
- τα παίρνει τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- τα παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. νιονιό·
- τα παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. ξερό·
- τα παίρνει χοντρά, βλ. λ. χοντρά·
- τα (το) παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- τα παίρνω κόντρα (ενν. τα γένια μου), βλ. λ. κόντρα·
- τα παίρνω όλα επ’ ώμου, βλ. λ. ώμος·
- τα παίρνω πίσω (ενν. τα λόγια μου, αυτά που είπα) ή το παίρνω πίσω (ενν. αυτό που είπα), βλ. λ. πίσω·
- τα παίρνω υπό μάλης (ενν. τα πράγματά μου, τα μπογαλάκια μου, τα συμπράγκαλά μου), βλ. λ. μάλη·
- τα πάρε δώσε, οι κοινωνικές σχέσεις: «να κόψεις τα πάρε δώσε μαζί του, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος»· βλ. και φρ. πάρε δώσε·
- τα πήρα ή τα ’χω πάρει, (στη νεοαργκό) εκνευρίστηκα έντονα, έγινα έξαλλος: «κάποια στιγμή τα πήρα με τις μαλακίες που έλεγε συνέχεια, και τον πλάκωσα στο ξύλο || σταμάτα να λες άλλες μαλακίες, γιατί τα ’χω πάρει»·
- τα πήρα ζεστά (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. ζεστός·
- τα πήρα στην κούτρα, βλ. λ. κούτρα·
- τα πήρα στο εθνόσημο, βλ. λ. εθνόσημο·
- τα πήρα στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- τα πήρα στο κρανίο, βλ. λ. κρανίο·
- τα πήρα στον εγκέφαλο, βλ. λ. εγκέφαλος·
- τα πήρε επ’ ώμου (ενν. κι έφυγε), βλ. λ. ώμος·
- τα πήρε ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- τα πήρε όλα κι έφυγε, επωφελήθηκε απόλυτα από μια περίπτωση ή κατάσταση, επωφελήθηκε στο έπακρο: «δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή στην αγορά, γι’ αυτό τα πήρε όλα κι έφυγε». (Λαϊκό τραγούδι: τα πήρες όλα κι έφυγες, μα απ’ τον καημό δεν ξέφυγες
- τα σχόλια δίνουν και παίρνουν, βλ. λ. σχόλιο·
- την παίρνω νυχτιά, βλ. λ. νυχτιά·
- την παίρνω στο δωμάτιο, βλ. λ. δωμάτιο·
- την πήραν τα σορόπια, βλ. λ. σορόπι·
- την πήραν τα φλόκια, βλ. λ. φλόκια·
- την πήραν τα χοντράδια, βλ. λ. χοντράδια·
- την πήρε για τα λεφτά της, βλ. λ. λεφτά·
- την πήρε γυμνή, βλ. λ. γυμνός·
- την πήρε δόξη και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με δόξα και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με παπά και με κουμπάρο, βλ. λ. παπάς·
- την πήρε με στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- την πήρε ξεβράκωτη, βλ. λ. ξεβράκωτη·
- την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, βλ. λ. μάνα·
- την πήρε τσιτσίδι, βλ. λ. τσιτσίδι·
- της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, (για άντρες) βλ. λ. πολύτιμος·
- της πήρε το παιδί, (για μαιευτήρες) βλ. λ. παιδί·
- της πήρε το παιδί με καισαρική, (για μαιευτήρες) βλ. λ. παιδί·
- της τα παίρνει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), (για άντρες) παίρνει από τη γυναίκα του, ιδίως από την ερωμένη του που την εκμεταλλεύεται ως νταβατζής όλα τα χρήματα που βγάζει από τον έρωτα που προσφέρει: «έχει βρει μια πιτσιρίκα που την έσπρωξε στο επάγγελμα και της τα παίρνει». (Λαϊκό τραγούδι: σαν κορόιδο στα ’φερνα ενώ έπρεπε να στα ’παιρνα)· βλ. και φρ. του τα παίρνει·  
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; βλ. λ. κεφάλι·
- το παίρνει ο δρόμος, (για κτίσματα ή οικόπεδα) βλ. λ. δρόμος·
- το παίρνω αλά κάπα, βλ. λ. αλά·
- το παίρνω αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- το παίρνω ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- το παίρνω απ’ την ανάποδη, βλ. λ. ανάποδος·
- το παίρνω απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- το παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- το παίρνω απόφαση, βλ. λ. απόφαση·
- το παίρνω άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- το παίρνω βαριά, βλ. λ. βαρύς·
- το παίρνω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- το παίρνω επί πόνου, βλ. λ. πόνος·
- το παίρνω εργολαβία, βλ. λ. εργολαβία·
- το παίρνω ζεστά ή το παίρνω στα ζεστά, βλ. λ. ζεστός·
- το παίρνω κατάκαρδα, βλ. λ. κατάκαρδα·
- το παίρνω κομπολόι, βλ. λ. κομπολόι·
- το παίρνω λάσκα, βλ. λ. λάσκα·
- το παίρνω μεροκάματο, βλ. λ. μεροκάματο·
- το παίρνω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- το παίρνω πατιτούρα, βλ. λ. πατιτούρα·
- το παίρνω πατριωτικά, βλ. λ. πατριωτικά·
- το παίρνω πίσω (ενν. αυτό που είπα), βλ. λ. πίσω·
- το παίρνω ποδαράτα, βλ. λ. ποδαράτα·
- το παίρνω ποδαράτο, βλ. λ. ποδαράτο·
- το παίρνω προσωπικά, βλ. λ. προσωπικός·
- το παίρνω σκοινί γαϊτάνι ή το παίρνω σκοινί κορδόνι, βλ. λ. σκοινί·
- το παίρνω σοβαρά ή το παίρνω στα σοβαρά, βλ. λ. σοβαρός·
- το παίρνω στη ράχη μου, βλ. λ. ράχη·
- το παίρνω στην πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- το παίρνω στην πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- το παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- το παίρνω στραβά, βλ. λ. στραβός·
- το παίρνω τοις μετρητοίς, βλ. λ. μετρητοίς·
- το παίρνω του θανατά, βλ. λ. θανατάς·
- το παίρνω ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- το πήρα από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το πήρα μια κι έξω, βλ. λ. έξω·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήρε (για) ψωμοτύρι ή το ’χει πάρει (για) ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- το πήρε το μάτι μου ή το ’χει πάρει το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, βλ. λ. αέρας·
- τον (την, το) παίρνει (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), α. (για γυναίκες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, είναι γυναίκα που δεν πρέπει να την έχει κανείς εμπιστοσύνη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αυτή τον παίρνει από μικρό κορίτσι || πρόσεχε μ’ αυτή την τύπισσα που κάνεις παρέα, γιατί τον παίρνει». β. (για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη, είναι πούστης και, κατ’ επέκταση, είναι άντρας που δεν πρέπει να του έχει κανείς εμπιστοσύνη: «είναι να λυπάται κανείς, όταν βλέπει τέτοιον παίδαρο να τον παίρνει || πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έμαθα πως τον παίρνει». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία, το μεσαίο δάχτυλο λυγισμένο και τεντωμένο προς τα έξω, κινείται παλινδρομικά υπονοώντας το πέος κατά τη σεξουαλική πράξη. Είναι και φορές που η χειρονομία αντικαθιστά τη φρ.: «πρόσεχε τον τάδε γιατί… (ακολουθεί χειρονομία)»· βλ. κ. φρ. τον παίρνω·
- τον (την, το) παίρνει από πίσω (απ’ τον κεφτέ, απ’ τον κώλο, απ’ το στόμα, ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τον (την, το) παίρνει πίπα (γλειφιτζούρι, κλαρίνο, κορνέτα, μινέτο, μπιμπερό, πίπα, πίπιζα, πιπίλα, πνευστό, σαξόφωνο, τσιμπούκι, υδραυλικό, φλογέρα ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τον παίρνει το σχέδιο, βλ. λ. σχέδιο·
- τον παίρνω, τον κερδίζω, τον νικώ σε πάλη ή σε κάποιο παιχνίδι: «αυτόν που εσείς λέτε πως είναι δυνατός, εγώ τον παίρνω όποια ώρα θέλω || κάθε φορά που παίζω μαζί του τάβλι, τον παίρνω»· βλ. και λ. παίρνω (5, 6)· βλ. και φρ. τον πήρα και τον παίρνει·
- τον παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- τον παίρνω απ’ τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- τον παίρνω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- τον παίρνω από κοντά, βλ. λ. κοντά·
- τον παίρνω από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- τον παίρνω γι’ αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- τον παίρνω για κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- τον παίρνω για παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- τον παίρνω καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- τον παίρνω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- τον παίρνω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον παίρνω λάου λάου, βλ. λ. λάου λάου·
- τον παίρνω με τα γιούχα ή τον παίρνω στα γιούχα ή τον παίρνω στο γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- τον παίρνω με το μαλακό, βλ. λ. μαλακός·
- τον παίρνω παραμάσχαλα, παραμάσχαλα·
- τον παίρνω πίσω (ενν. το λόγο μου), βλ. λ. πίσω·
- τον παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- τον παίρνω στη σκιά μου, βλ. λ. σκιά·
- τον παίρνω στο κυνήγι, βλ. λ. κυνήγι·
- τον παίρνω στο λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- τον παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- τον παίρνω χαμαλίκα, βλ. λ. χαμαλίκα·
- τον πήρα, αποκοιμήθηκα: «ήμουν τόσο κουρασμένος που, μόλις κάθισα λίγο, τον πήρα πάνω στην καρέκλα»· βλ. και φρ. τον παίρνω·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- τον πήρα για…, τον θεώρησα, σχημάτισα τη γνώμη, νόμισα: «στην αρχή τον πήρα για έξυπνο, αλλά στη συνέχεια αποδείχτηκε μεγάλος βλάκας». Συνών. τον πέρασα για (…)·
- τον πήρα για (τον τάδε), τον εξέλαβα για κάποιον άλλον, τον παραγνώρισα: «καθώς ερχόμουν, είδα τον αδερφό σου από μακριά και τον πήρα για τον τάδε». Συνών. τον πέρασα για (τον τάδε)·
- τον πήρα με το άγριο, βλ. λ. άγριος·
- τον πήρα με το κακό, βλ. λ. κακός·
- τον πήρα με το καλό, βλ. λ. καλός·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, βλ. λ. καλός·
- τον πήρα στην πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- τον πήραν με τ’ αβγά, βλ. λ. αβγό·
- τον πήραν με τα γιαούρτια, βλ. λ. γιαούρτι·
- τον πήραν με τα σκουπόξυλα, βλ. λ. σκουπόξυλο·
- τον πήραν με τις λεμονόκουπες, βλ. λ. λεμονόκουπα·
- τον πήραν με τις ντομάτες, βλ. λ. ντομάτα·
- τον πήραν με τις πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήραν με το φορείο, βλ. λ. φορείο·
- τον πήραν μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον πήραν (οι) τέσσερις, βλ. λ. τέσσερις·
- τον πήραν σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- τον πήραν στα νέα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- τον πήραν στην αεράμυνα, βλ. λ. αεράμυνα·
- τον πήραν στο ψιλό, βλ. λ. ψιλός·
- τον πήραν τα κλάματα ή τον πήρε το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- τον πήραν τα ντοματόζουμα, βλ. λ. ντοματόζουμο·
- τον πήραν τα πετμέζια, βλ. λ. πετμέζι·
- τον πήραν τα σορόπια, βλ. λ. σορόπι·
- τον πήραν τσουβαλάτο, βλ. λ. τσουβαλάτος·
- τον πήραν φαντάρο, βλ. λ. φαντάρος·
- τον πήρε από κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τον πήρε η κατρακύλα, βλ. λ. κατρακύλα·
- τον πήρε η κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τον πήρε η κουτρουβάλα, βλ. λ. κουτρουβάλα·
- τον πήρε η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η σφαίρα, βλ. λ. σφαίρα·
- τον πήρε και τον σήκωσε, τιμωρήθηκε σκληρά, παραδειγματικά, όπως του άξιζε: «μόλις τον είδε ο πατέρας του να βάζει χέρι στο ταμείο, τον πήρε και τον σήκωσε»·
- τον πήρε καταπόδι, βλ. λ. καταπόδι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον πήρε με τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τον πήρε μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε ξώφαλτσα (κάτι), βλ. λ. ξώφαλτσα·
- τον πήρε ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε, βλ. λ. διάβολος·
- τον πήρε ο θάνατος, βλ. λ. θάνατος·
- τον πήρε ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- τον πήρε ο ποταμός, βλ. λ. ποταμός·
- τον πήρε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- τον πήρε στο φιλικό, βλ. λ. φιλικός·
- τον πήρε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρε το όριο ηλικίας, βλ. λ. όριο·
- τον πήρε το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών, βλ. λ. βοήθεια·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνω τα μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- του παίρνω την υπογραφή, βλ. λ. υπογραφή·
- του παίρνω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- του παίρνω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- του παίρνω το νου, βλ. λ. νους·
- του παίρνω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- του παίρνω το τσερβέλο, βλ. λ. τσερβέλο·
- του παίρνω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- του (της) παίρνω τον κεφτέ, βλ. λ. κεφτές·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του πήρα τη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του πήρα το θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- του πήραν και τα καλτσάκια, βλ. λ. καλτσάκι·
- του πήραν και το παντελόνι ή του πήραν και τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- του πήραν και το σώβρακο ή του πήραν και τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- του πήραν και τις κάλτσες, βλ. λ. κάλτσα·
- του πήρε η μηχανή το χέρι (το πόδι), βλ. λ. μηχανή·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. πόδι·
- του πήρε τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- του πήρε τη μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- του πήρε την ταυτότητα, βλ. λ. ταυτότητα·
- του πήρε το πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- του τα παίρνει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), (για γυναίκες) παίρνει από το σύζυγό της, ιδίως από τον εραστή της, ό,τι λεφτά κερδίζει: «η γυναίκα του είναι τόσο μέγαιρα, που κάθε πρώτη του μηνός που πληρώνεται του τα παίρνει μέχρι ευρώ και δεν του αφήνει ούτε για να πιει ένα καφέ || τα ’χει με μια πιτσιρίκα που του τα παίρνει, αλλά δε νοιάζεται, γιατί περνάει μια χαρά μαζί της»· βλ. και φρ. της τα παίρνει·  
- του τα παίρνεις ένα ένα με την πένσα ή του τα παίρνεις με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. πένσα·
- του τα παίρνεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα παίρνεις με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τανάλια·
- του τα παίρνεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα παίρνεις με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιμπίδα·
- του τα παίρνεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα παίρνεις με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τιρμπουσόν·
- του τα παίρνεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιγκέλι·
- τους παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- τους παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- τους πήραμε και τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- τους πήραμε και τα σωβρακάκια, βλ. λ. σωβρακάκι·
- τους πήραμε μπαράζ, βλ. λ. μπαράζ·
- τους πήραμε φαλάγγι, βλ. λ. φαλάγγι·
- τους πήραν τα σερμπέτια, βλ. λ. σερμπέτι·
- τους τα παίρνω, τους κερδίζω τα χρήματα στα χαρτιά ή στα ζάρια: «έχω βρει κάτι κορόιδα και τους τα παίρνω». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, βρε Μανωλάκη, να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα να τους τα πάρουμε
- τους τα παίρνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- τώρα τον πήρε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, βλ. λ. ύπνος·
- ψυχή θα πάρει! βλ. λ. ψυχή.

παντελόνι

παντελόνι κ. πανταλόνι, το, ουσ. [<ιταλ. pantaloni <γαλλ. pantalon], το παντελόνι. 1. η τσέπη, το πορτοφόλι, ιδίως αυτό που είναι γεμάτο με λεφτά: «όταν έχεις παντελόνι, δε φοβάσαι τίποτα». 2. συχνά ο πλ. με τη σημασία του εν. αριθμού: «σου ’πεσαν τα παντελόνια || κούμπωσε με τρόπο τα παντελόνια του».Υποκορ. παντελονάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αν έχεις παντελόνια, έλα, βλ. συνηθέστ. αν φοράς παντελόνια, έλα·
- αν φοράς παντελόνια, έλα, αν είσαι πράγματι άντρας έλα (ενν. να αναμετρηθούμε δυναμικά): «εμένα δε με τρομάζεις με τα λόγια κι αν φοράς παντελόνια, έλα»·
- απ’ το παντελόνι μου (σου, του κ.λπ.), από τα λεφτά μου (σου, του κ.λπ.), από την τσέπη μου (σου, του κ.λπ.): «όλη αυτή τη σπιταρόνα που βλέπεις, την έφτιαξα απ’ το παντελόνι μου»·
- βράζει το παντελόνι του, βρίσκεται πάνω στα νιάτα του, πάνω στη σεξουαλική του ορμή: «το μυαλό του γιου μου είναι συνέχεια στις γυναίκες, γιατί βράζει το παντελόνι του»·
- έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι, πρόκειται για πάρα πολύ φτωχό άτομο: «εσύ δεν είσαι τόσο φτωχός, γιατί ξέρω κάποιον που έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι»·
- θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, θα σε καταξεφτιλίσω, θα σε καταντροπιάσω: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου βγάλω τα παντελόνια μπροστά στον κόσμο»·
- και φοράς (και) παντελόνια! βλ. φρ. κρίμα στα παντελόνια σου(!)·
- κατεβάζω το παντελόνι ή κατεβάζω το παντελόνι μου ή κατεβάζω τα παντελόνια ή κατεβάζω τα παντελόνια μου, αποδέχομαι όλες τις απαιτήσεις κάποιου, υποκύπτω ολοκληρωτικά στις απαιτήσεις κάποιου: «για να πάρει μια θέση στο εργοστάσιο, κατέβασε και τα παντελόνια του στο διευθυντή»·
- κοντό παντελόνι, βλ. λ. παντελονάκι·
- κρίμα στα παντελόνια σου! ή κρίμα στα παντελόνια που φοράς! υποτιμητική ή επιτιμητική έκφραση σε άντρα που συμπεριφέρεται ανάρμοστα ή δειλά σε αντιδιαστολή με τον πραγματικό άντρα, που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει ή με γενναιότητα: «δε ντρέπεσαι να δέρνεις μικρό παιδί, κρίμα στα παντελόνια που φοράς! || σαν δε ντρέπεσαι να φοβάσαι αυτό το σκυλάκι, κρίμα στα παντελόνια σου!»·
- μακρύ παντελόνι, που τα μπατζάκια του καλύπτουν τα πόδια μέχρι τους αστραγάλους
- παντελόνι σωλήνας, που έχει στενά μπατζάκια και για το λόγο αυτό είναι πολύ εφαρμοστό στα πόδια: «το παντελόνι σωλήνας ήταν κάποτε πολύ της μόδας»·
- τα κάνω παντελόνια (ενν. τα πούλια μου), (για τάβλι) συσσωρεύω πολλά πούλια μου πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή σε πόρτα μου: «αφού έτσι μου ’ρχεται το ζάρι, είμαι υποχρεωμένος να τα κάνω παντελόνια». Από το μήκος που δημιουργείται, όταν συσσωρεύονται τα πούλια το ένα πάνω στο άλλο, κάτι που παρομοιάζεται με το μπατζάκι του παντελονιού. Συνών. τα κάνω κοκορέτσι·
- τα ’χω στο παντελόνι (ενν. τα χρήματα), έχω λεφτά (χωρίς απαραίτητα να είμαι και πλούσιος): «σήμερα που πληρώθηκα και τα ’χω στο παντελόνι, μπορώ να πάω να σας κεράσω από ένα ουίσκι»·
- τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που έχω, βλ. συνηθέστ. τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ·
- τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ, συμπεριφέρομαι ως πραγματικός άντρας: «σαν άντρας έχω μια αξιοπρέπεια, γι’ αυτό τιμώ τα παντελόνια που φορώ»·
- του ’πεσαν τα παντελόνια, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να τραβάει το περίστροφό του, του ’πεσαν τα παντελόνια»·
- του πήραν και το παντελόνι ή του πήραν και τα παντελόνια, του πήραν όλα τα χρήματα που είχε επάνω του, ιδίως του κέρδισαν όλα τα χρήματα σε χαρτοπαίγνιο: «έκατσε να παίξει με τα σαΐνια της πιάτσας και του πήραν και τα παντελόνια».

παράσημο

παράσημο, το, ουσ. [<αρχ. παράσημον, ουδ. του επιθ. παράσημος <παρά + σῆμα], το παράσημο· αφροδίσιο νόσημα: «πρόσεχε τα παράσημα μ’ αυτές τις άπλυτες που γυρνάς»·
- έχει πλάκα τα παράσημα, βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια, λ. πλάκα·
- θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, έκφραση αγανάκτησης που απευθύνεται σε τροχονόμο που δεν ενέδωσε στα παρακάλια μας να μην μας επιδώσει την κλήση για τροχαία παράβαση ή παράνομο παρκάρισμα, ή έκφραση αγανάκτησης σε ευθυνόφοβο υπάλληλο που δε μας εξυπηρέτησε παρακάμπτοντας ανώδυνα τη γραφειοκρατία ή έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε. Συνών. θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά ή θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά / θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο / θα πάρεις μετάλλιο ή θα σου δώσουν μετάλλιο / θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό·  
- θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. φρ. θα πάρεις το παράσημο·
- κολλώ παράσημο, βλ. φρ. παίρνω παράσημο·
- παίρνω παράσημο, κολλώ κάποιο αφροδίσιο νόσημα: «αφού πήγαινες συνέχεια με πόρνες του δρόμου, πώς να μην πάρεις παράσημο!»·
- πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, δεν πήρε απολύτως τίποτα: «του είχαν τάξει χίλια δυο, αν τέλειωνε έγκαιρα τη δουλειά, κι όταν την τέλειωσε, πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης»·
- το μεγάλο παράσημο, η σύφιλη: «τα παλιότερα χρόνια πολλοί ναυτικοί δεν κατάφεραν να γλιτώσουν απ’ το μεγάλο παράσημο»·
- το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, (ειρωνικά) η μούντζα, το μούντζωμα: «πάνω στα νεύρα τους άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης»·
- του δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. συνηθέστ. του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του ’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. φρ. πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, τον μουντζώνω, ιδίως από μακριά: «όπως περνούσε πατητός από δίπλα μου κορνάροντας, του ’στειλα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης».

πατώ

πατώ κ. πατάω, ρ. [<αρχ. πατῶ], πατώ. 1. εισέρχομαι, μπαίνω σε ένα χώρο: «μόλις πάτησε στο μαγαζί, άρχισε τις παρατηρήσεις». 2. συχνάζω σε ένα χώρο: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, δεν πατάει στο μπαράκι μας». 3. πιέζω κάτι με το δάχτυλό μου: «πάτησε το κουδούνι, που βρισκόταν δίπλα απ’ την πόρτα». (Παιδικό τραγούδι: πατώ ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ). 4. εμφανίζομαι σε ένα χώρο: «μήπως πάτησε ο τάδε από δω;». 5. ακουμπώ με τα πόδια μου τον πυθμένα, ιδίως της θάλασσας, πατώνω: «επειδή δεν ξέρει καλό μπάνιο, πηγαίνει μέχρι εκεί που πατάει». 6. εισβάλλω, λεηλατώ, ληστεύω: «πάτησαν κλέφτες το χωριό». 7. κυριεύω: «οι στρατιώτες μας πάτησαν και το τελευταίο οχυρό του εχθρού». (Δημοτικό τραγούδι: σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά πάνε για να πατήσουν μωρ’ την Τριπολιτσά). 8. μπαίνω σε κάποιο έτος της ηλικίας μου: «τον άλλον μήνα πατώ τα εξήντα». (Τραγούδι: σαν πατήσεις κάποια μέρα τα σαράντα, στης ζωής το περιθώριο να μην μπεις). 9. σιδερώνω κάποιο ρούχο, ιδίως βιαστικά, πρόχειρα: «βρε γυναίκα, πάτησέ μου τάκα τάκα το παντελόνι, γιατί βιάζομαι να φύγω». 10. (για τροχοφόρα) συνθλίβω κάποιον ή κάτι περνώντας με τους τροχούς από πάνω του: «όπως περνούσε το δρόμο, γλίστρησε και τον πάτησε ένα αυτοκίνητο, που ερχόταν με ταχύτητα». 11. (για πράγματα) εφαρμόζω στο δάπεδο, στο έδαφος: «φώναξε το γκαρσόν να διορθώσει τη θέση του τραπεζιού, γιατί δεν πατούσε καλά στο τσιμέντο της αυλής». 12. στην προστακτ. πάτα, (γενικά για τροχοφόρα) προτροπή στον οδηγό για να αναπτύξει ταχύτητα: «πάτα ρε λίγο γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε». (Λαϊκό τραγούδι: πάτα το μηχανάκι για τη μονάδα σου, εγώ θα ’μαι για πάντα η φιλενάδα σου). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. λ. αλλού·
- βγάζω τη σκούφια μου και την πατώ, βλ. λ. σκούφια·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, βλ. λ. καπέλο·
- δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, α. έχω χάσει τον προσανατολισμό μου: «έμεινα από βενζίνη σε μια ερημική τοποθεσία και δεν ήξερα πού πατούσα και πού πήγαινα κι αν δε μ’ έβρισκε ένας τσομπάνης, θα χανόμουν στο βουνό». β. είμαι πολύ μεθυσμένος: «όταν πιω λίγο παραπάνω, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω»·
- δεν πατάει, α. δε συχνάζει σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο: «συνήθως δεν πατάει στις χαρτοπαιχτικές λέσχες». β. δεν έρχεται, δεν πηγαίνει κάπου: «εδώ στο σπίτι του δεν πατάει, περιμένεις να ’ρθει στο δικό σου!». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως παίζεις ζάρια στις λέσχες πως γυρνάς, και στο σπίτι σου τα βράδια ποτέ σου δεν πατάς
- δεν πατάει άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν πατάει κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πατάει πόδι, βλ. λ. πόδι·
- δεν πατάει στη γη, βλ. λ. γη·
- δεν πατάει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν πατώ στο κατώφλι του ή δεν πατώ το κατώφλι του, βλ. λ. κατώφλι·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- έγινε χαλί να τον πατήσω, βλ. λ. χαλί·
- εδώ πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. λ. αλλού·
- εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, βλ. λ. εδώ·
- είναι σαν να τον πάτησε ελέφαντας, βλ. λ. ελέφαντας·
- θα γίνω γη να με πατήσεις, βλ. λ. γη·
- θα γίνω χαλί να με πατήσεις, βλ. λ. χαλί·
- θα σε πατήσω (κάτω), α. θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε λιώσω: «αν ξαναπείς κακιά κουβέντα για μένα, θα σε πατήσω». β. (για παιχνίδια, ιδίως επιτραπέζια) θα σε κατανικήσω: «αν παίξουμε οι δυο μας τάβλι, θα σε πατήσω || παίξαμε χαρτιά και τον πάτησα κάτω». γ. θα σε εξαντλήσω, θα σε κατακουράσω: «αν είσαι κουρασμένος, καλύτερα μην πας να τον βοηθήσεις, γιατί έχει τόσο πολλή δουλειά, που θα σε πατήσει κάτω»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- θα σου πατήσω ένεση, βλ. λ. ένεση·
- θα σου πατήσω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- κάτι πατώ! ή κάτι πατάμε! βλ. λ. κάτι·
- με το που πάτησε το πόδι του, βλ. λ. πόδι·
- μη μου πατάς στον κάλο ή μη μου πατάς τον κάλο βλ. λ. κάλος·
- μην πατάς το φίδι στην ουρά, βλ. λ. φίδι·
- μου πάτησε στον κάλο ή μου πάτησε τον κάλο, βλ. λ. κάλος·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- όποιος τη νύχτα περπατά, κάτουρα και σκατά πατά ή όποιος τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί, βλ. λ. νύχτα·
- όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει ή όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, βλ. λ. χορτάρι·
- όσο πατά η γάτα, βλ. λ. γάτα·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- πάτα μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- πάτα την (ενν. τη μοτοσικλέτα), αύξησε την ταχύτητά της: «πάτα την, ρε παιδάκι μου, τώρα που δεν έχει κίνηση»·
- πάτα το (ενν. το αυτοκίνητο, το γκάζι), αύξησε την ταχύτητά του: «πάτα το, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο»·
- πάτα του μια ένεση, βλ. λ. ένεση·
- πατάει αλλού και βρίσκεται αλλού, βλ. λ. αλλού·
- πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού, βλ. λ. αλλού·
- πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί, βλ. λ. εδώ·
- πατάει και τρέμει ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- πατάει σαν τη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- πατάει στα νύχια, βλ. λ. νύχι·
- πατάει σταφύλια, βλ. λ. σταφύλι·
- πατείς με πατώ σε, τόσο μεγάλος συνωστισμός, που ο ένας πατάει επάνω στα πόδια του άλλου: «υπήρχε τόσος πολύς κόσμος, που ήμασταν πατείς με πατώ σε»·
- πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου, βλ. λ. βάρκα·
- πάτησε ένα τρεχιό! ή πάτησε τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- πάτησε μια τρεχάλα! ή πάτησε τρεχάλα, βλ. λ. τρεχάλα·
- πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε τον ουρανό, βλ. λ. αβγό·
- πάτησες στην πίτα! ή πάτησες την πίτα! βλ. λ. πίτα·
- πατώ αργιλέ ή πατώ τον αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- πατώ γερά, βλ. λ. γερός·
- πατώ γερά (πάνω) στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ γκάζι, βλ. λ. γκάζι·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πατώ επί πτωμάτων, βλ. λ. πτώμα·
- πατώ καλά, βλ. λ. καλός·
- πατώ μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- πατώ μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- πατώ ντιλίτ, βλ. λ. ντιλίτ·
- πατώ πεντάλ, βλ. λ. πεντάλ·
- πατώ πόδι (ποδάρι) βλ. λ. πόδι·
- πατώ πρόγκα ή πατώ μια πρόγκα, βλ. λ. πρόγκα·
- πατώ σ’ αναμμένα κάρβουνα, βλ. λ. κάρβουνο·
- πατώ (σε) γερό σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- πατώ (σε) σάπιο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- πατώ σε στέρεο έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- πατώ στα δάχτυλα (των ποδιών μου), βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια (των ποδιών μου), βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- πατώ στην πίτα ή πατώ την πίτα, βλ. λ. πίτα·
- πατώ στις μύτες, βλ. λ. μύτη·
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ στο σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- πατώ τα γέλια ή πατώ το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πατώ τα κλάματα ή πατώ το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- πατώ τετάρτη ή πατώ την τετάρτη, βλ. λ. τετάρτη·
- πατώ τη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- πατώ τη νάρκα, βλ. λ. νάρκα·
- πατώ τη σκαντάλη, βλ. λ. σκαντάλη·
- πατώ την αγκινάρα, βλ. λ. αγκινάρα·
- πατώ (την) κόρνα, βλ. λ. κόρνα·
- πατώ την μπανανόφλουδα, βλ. λ. μπανανόφλουδα·
- πατώ την πεπονόφλουδα, βλ. λ. πεπονόφλουδα·
- πατώ (τις) τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- πατώ (τις) φωνές, βλ. λ. φωνή·
- πατώ το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- πατώ το λουλά, βλ. λ. λουλάς·
- πατώ το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- πατώ το στεφάνι μου, βλ. λ. στεφάνι·
- πατώ το φρένο, βλ. λ. φρένο·
- πατώ τον όρκο μου, βλ. λ. όρκος·
- πατώ τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- πατώ τρίτη, βλ. λ. τρίτη·
- πατώ φρένο, βλ. λ. φρένο·
- σιγά, θα πατήσεις τη φούστα σου βλ. λ. φούστα·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δε πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- τα πατώ, έχω πολλά χρήματα, είμαι πλούσιος: «όταν τα πατάς, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις». Από την εικόνα του ατόμου, που πιέζει τα χαρτονομίσματα για να χωρέσουν μέσα στο συρτάρι του ταμείου του·
- τα πατώ γερά, βλ. λ. γερός·
- την πάτησα για καλά ή την πάτησα για τα καλά, βλ. λ. καλός·
- την πάτησα στην έδρα μου, βλ. λ. έδρα·
- την πάτησε άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- την πάτησε σαν αγράμματος, βλ. λ. αγράμματος·
- την πατώ, α. αποτυχαίνω να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «νόμιζα πως θα τέλειωνα γρήγορα τη δουλειά, αλλά την πάτησα, γιατί είχε απρόβλεπτες δυσκολίες». Από την εικόνα του ατόμου που πατάει την αγκινάρα, την μπανανόφλουδα, την πεπονόφλουδα και πέφτει κάτω. β. (γενικά) αποτυχαίνω: «την πάτησα στις εξετάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: έναν άντρα στη ζωή μου μοναχά αγάπησα, θα τον πάρω κι ας μου λένε πως την πάτησα). γ. ξεγελιέμαι, πέφτω θύμα απάτης: «νόμιζα πως ήταν τίμιος, αλλά την πάτησα και μου ’φαγε ένα κάρο λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: μην κάνεις έτσι και θ’ αρρωστήσεις, γυναίκες θα ’βρεις ένα σωρό. Τι μάγκας είσαι να την πατήσεις; Κρίμας που κάνεις τον πονηρό). δ. ερωτεύομαι παράφορα: «μια φορά την πάτησε ο άνθρωπος κι επειδή του βγήκε σκάρτη η γυναίκα, το σκέφτεται πολύ να ξανακάνει δεσμό». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά μπερδεύομαι, πρώτη φορά αμάν, αμάν, πρώτη φορά που την πατώ, τα λάθη της τα συγχωρώ, πρώτη φορά που συμφωνώ και ρίχνω τον εγωισμό). ε. (για μοτοσικλέτες) αυξάνω την ταχύτητά της, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα: «όταν θέλω να τρέξω, πηγαίνω στην εθνική κι εκεί την πατώ και το ευχαριστιέμαι»·
- της πάτησα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- της πατώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- το πατώ (ενν. το γκάζι του αυτοκινήτου), αυξάνω την ταχύτητα του αυτοκινήτου, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα: «δεν το πατώ, όταν βρίσκομαι μέσα στην πόλη, για να μην κάνω κανένα δυστύχημα»·
- τον πάτησα κάτω, α. τον έδειρα πολύ άγρια, τον ξυλοκόπησα: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον πάτησε κάτω». Από την εικόνα του παλαιστή που πατάει με το πόδι του το στήθος του ηττημένου αντιπάλου του. β. (ιδίως για επιτραπέζια παιχνίδια) τον κατανίκησα: «παίξαμε τάβλι και τον πάτησα κάτω». γ. τον κατακούρασα, τον εξάντλησα: «πήγα να τον βοηθήσω στη μετακόμιση που έκανε κι αυτός με πάτησε κάτω».
- τον πάτησε (κάτω) σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- τον πάτησε (κάτω) σαν σκουλήκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- του πατώ αβανιά ή του πατώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του πατώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του πατώ ένα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- του πατώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσο·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του πατώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του πατώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του πατώ μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του πατώ (μια) κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- του πατώ όλα τα γκάζια (ενν. του αυτοκινήτου μου), βλ. λ. γκάζι·
- του πατώ τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- του πατώ τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- του πατώ (το) μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του πατώ τον κάλο, βλ. λ. κάλος·
- τους πατήσαμε (κάτω), (για αθλητικά παιχνίδια, ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) τους κατανικήσαμε: «μόλις άρχισαν τα παιδιά να παίζουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, τους πατήσαμε κάτω»·
-του πατώ φρένο, βλ. λ. φρένο.

πελέκι

πελέκι, το, ουσ. [<μτγν. πελέκιον, υποκορ. του ουσ. πέλεκυς], τσεκούρι: «πήρε το πελέκι του και πήγε να κόψει ξύλα»·
- έπεσε πελέκι, επιβλήθηκε αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία, ιδίως καθαιρέθηκαν υπάλληλοι που κατείχαν διευθυντικές θέσεις: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, έπεσε πελέκι σ’ όλους τους μεγαλόμισθους των δημόσιων υπηρεσιών»·
- θα πέσει πελέκι, (απειλητικά) θα επιβληθεί αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία, ιδίως θα γίνουν καθαιρέσεις σε υπαλλήλους που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, θα ξεκαθαρίσει γενικά η κατάσταση και θα επικρατήσει τάξη, δικαιοσύνη: «σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις του κόμματος, μόλις αναλάβει την κυβέρνηση, θα πέσει πελέκι σ’ όλους τους μεγαλόμισθους των δημόσιων υπηρεσιών».

πέτρα

πέτρα, η, ουσ. [<αρχ. πέτρα], η πέτρα. 1. ο πολύτιμος λίθος, το πετράδι: «της αγόρασε ένα δαχτυλίδι, που είχε απάνω του μια πέτρα να!». 2. πετρώδης σχηματισμός, που δημιουργείται στον οργανισμό, ιδίως στα νεφρά, στη χολή ή στα δόντια: «έχει πέτρα στα νεφρά || θα κάνει εγχείρηση, γιατί έχει πέτρα στη χολή || πήγε στον οδοντογιατρό του για να του καθαρίσει την πέτρα απ’ τα δόντια». 3. καθετί που είναι σκληρό σαν πέτρα: «το ψωμί έγινε πέτρα και δεν τρώγεται». 4. η τσακμακόπετρα: «τέλειωσε η πέτρα και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσακμάκι μου». 5. (στη γλώσσα της αργό) τα καταναγκαστικά έργα: «άμα περάσεις απ’ την πέτρα, δεν την ξεχνάς ποτέ». Υποκορ. πετρούλα κ. πετρίτσα, η κ. πετραδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- αλέθω πέτρες, βλ. φρ. το στομάχι μου αλέθει και πέτρες·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, α. εκμεταλλεύεται στο έπακρο και την παραμικρή ευκαιρία, αποκομίζει κέρδος και από κει που κανείς δεν το περιμένει: «είναι τόσο καπάτσος άνθρωπος, που βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». β. είναι πάρα πολύ δυνατός: «δεν τολμάει κανείς να τα βάλει μαζί του, γιατί βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει με μεγάλη δύναμη μια πέτρα μέσα στη χούφτα του (και βγαίνει λάδι, όπως όταν συνθλίβεται μια ελιά)·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. φρ. δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, καταστράφηκαν, ισοπεδώθηκαν τα πάντα: «τ’ αεροπλάνα βομβάρδιζαν κατά κύματα την πόλη, ώσπου στο τέλος δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Το ίδιο και για καιρικά ή άλλα φαινόμενα: «απ’ όπου πέρασε ο τυφώνας, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα || ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Πρβλ.: κάψτε τα όλα μη μείνει τίποτα, πέτρα στην πέτρα όλα διαλύστε τα (Λαϊκό τραγούδι)·   
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έκλαιγαν κι οι πέτρες ή έκλαψαν κι οι πέτρες, εκτυλίσσονταν, εκτυλίχθηκαν τόσο σπαρακτικές σκηνές, που έκλαιγαν, έκλαψαν οι πάντες: «τη στιγμή που ήταν να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο, έπεσε ο γιος με σπαρακτικές φωνές πάνω στο νεκρό κι έκλαψαν κι οι πέτρες»·
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, βρίσκομαι σε τόσο δεινή οικονομική ή ψυχολογική θέση, που σκέφτομαι να αυτοκτονήσω: «είμαι σε τόσο απελπιστική κατάσταση, που θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-τζίτζικα, συμπάθα με που δε σε σιγοντάρω, μ’ απ’ όλα αυτά που πάθαμε μου ’ρχεται να φουντάρω, να βάλω πέτρα στο λαιμό και μια και δυο στον ποταμό).Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το και θα φουντάρω ή με το και θα φουντάρω στη θάλασσα. Από το ότι, συνήθως παλιότερα, πολλοί αυτόχειρες έδεναν μια πέτρα στο λαιμό τους και έπεφταν στη θάλασσα·
- θα πάρω πέτρα, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, σκληρά: «κάτσε καλά, γιατί θα πάρω πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα, αλλιώς θα πάρω πέτρα
- θα σηκωθούν κι οι πέτρες, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα υπάρξει καθολική αντίδραση: «αν το δικαστήριό σας καταδικάσει αυτόν τον αθώο άνθρωπο, θα σηκωθούν κι οι πέτρες»·
- κάνω πέτρα την καρδιά ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φαίνομαι ψύχραιμος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έκανε την καρδιά του πέτρα για να μη δείχνει τον πόνο του στους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: ήσουνα ξελογιασμένη και με άλλονε μπλεγμένη· τώρα κλαις· δε σε λυπάμαι, ούτε σε πονώ· την καρδιά μου θα την κάνω πέτρα, σαν βουνό
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- μη ρίχνεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε, βλ. λ. πηγάδι·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, χώνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις, είναι παντού αναμεμειγμένος: «είναι σε όλους γνωστός, γιατί, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: όποια πέτρα να σηκώσεις, θα ’μαι από κάτω. Όποια πόρτα κι αν κλειδώσεις μέσα θα με βρεις
- πέτρα πέτρα ή πέτρα την πέτρα, βλ. συνηθέστ. πετραδάκι πετραδάκι, λ. πετραδάκι·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, α. αρνητική έκφραση για άτομο που δε στεριώνει, που δε ριζώνει σε καμιά δουλειά, σε καμιά θέση εργασίας: «αν μου πεις και για τον τάδε, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, γιατί έχει πάει μέχρι σήμερα σ’ ένα σωρό δουλειές κι ύστερα από λίγο ή φεύγει ή τον διώχνουν». Από την εικόνα της πέτρας που, επειδή βρίσκεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ίδιο σημείο, η βάση της καλύπτεται από διάφορους μύκητες, που εκλαμβάνονται ως μαλλί. β. το ενεργητικό άτομο δεν αποτελματώνεται, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνει τις ικανότητές του: «το μικρό μου το γιο δε τον φοβάμαι καθόλου, γιατί είναι ζωντανό κι αεικίνητο παιδί και, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει». Συνών. τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει·
- πέτρα του σκανδάλου, αιτία που προκαλεί σκάνδαλο ή φιλονικία: «δεν ξέρει κανείς γιατί μάλωσαν, αλλά όλοι υποπτεύονται πως πέτρα του σκανδάλου υπήρξε μια γυναίκα»·
- πετώ την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) ή ρίχνω πέτρα (πίσω μου), φεύγω από ένα μέρος ή από έναν τόπο με την απόφαση να μην ξαναγυρίσω ποτέ πίσω: «επειδή ήταν φτωχός κι όλοι τον κορόιδευαν στο χωριό, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και πήγε στην ξενιτιά». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- ρίχνω την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- σηκώθηκαν κι οι πέτρες, υπήρξε καθολική αντίδραση: «μόλις μαθεύτηκε πως κι ο υπουργός ήταν μπλεγμένος στο ροζ σκάνδαλο, σηκώθηκαν κι οι πέτρες»·
- σκάει η πέτρα, κάνει αβάσταχτη, ανυπόφορη ζέστη: «τις περισσότερες χρονιές τον Ιούλιο μήνα στον τόπο μας σκάει η πέτρα». Συνών. σκάει ο τζίτζικας·
- στις πέτρες να φυτρώνει! (για ποτά, ιδίως τσίπουρα, ούζα, κρασιά) ευχή που ανταλλάσσουν οι πότες τη στιγμή που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, με την έννοια να υπάρχει άφθονο ποτό, να το βρίσκει κανείς παντού·
- στύβω την πέτρα, είμαι πάρα πολύ δυνατός, είμαι χειροδύναμος: «όταν ήμουν στα νιάτα μου, έστυβα την πέτρα»·
- Συμπληγάδες Πέτρες, κάθε επικίνδυνη ή προβληματική κατάσταση, την οποία δύσκολα μπορεί να αποφύγει ή να ξεπεράσει κανείς με επιτυχία: «οι Συμπληγάδες Πέτρες της παγκοσμιοποίησης || οι Συμπληγάδες Πέτρες του κυπριακού προβλήματος». Αναφορά στους δυο μυθικούς βράχους, που ανοιγόκλειναν, συνθλίβοντας τα καράβια που επιχειρούσαν να περάσουν ανάμεσά τους, γνωστοί από την Αργοναυτική εκστρατεία· 
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, πρόκειται για άνθρωπο που είναι δυνατός και έξυπνος, που έχει μεγάλες ικανότητες: «όλοι θέλουν να τον έχουν στην παρέα τους γιατί, είναι άνθρωπος που την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει»·
- το ξέρουν κι οι πέτρες, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πια σε όλους γνωστό: «μπορώ να σου πω πώς ακριβώς έγινε η δουλειά, γιατί το ξέρουν κι οι πέτρες»·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, έγινε σκληρό, ψυχρό και ανέκφραστο: «μόλις έμαθε τα δυσάρεστα νέα, το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα»·
- το στομάχι μου αλέθει και πέτρες, βλ. λ. στομάχι·
- τον βρήκε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον έβαλαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό), βλ. φρ. τον έριξαν στην  πέτρα·
- τον έριξαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό) τον καταδίκασαν σε καταναγκαστικά έργα: «δεν μπόρεσε ν’ αποδείξει την αθωότητά του και τον έριξαν πέντε χρόνια στην πέτρα». Η ποινή αυτή επιβαλλόταν σε παλιότερες εποχές. Σήμερα, κατάλοιπο ίσως της προηγούμενης ποινής, είναι η κοινωνική προσφορά που προσφέρει για ένα χρονικό διάστημα ο καταδικασθείς, τόσο, όσο όρισε ως ποινή ο δικαστής για ελαφρά βεβαίως αδικήματα, κυρίως νέων·
- τον ξέρουν κι οι πέτρες, είναι πολύ γνωστός, είναι πασίγνωστος: «αυτόν που μου λες, τον ξέρουν κι οι πέτρες»·
- τον πήραν με τις πέτρες, α. (για δημόσιους αγορητές ή πολιτικούς) αντέδρασαν επιθετικά, τον γιουχάισαν άγρια, τον προπηλάκισαν: «μόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, όσοι ήταν μαζεμένοι, τον πήραν με τις πέτρες»· βλ. και φρ. τον πήραν με τ’ αβγά, λ. αβγό. β. (γενικά) τον κυνήγησαν με άγριες διαθέσεις, τον πετροβόλησαν: «μόλις αντιλήφθηκε ο κόσμος ποιος ήταν ο παιδεραστής, τον πήραν με τις πέτρες». Ίσως από αφορμή της καταδίκης σε θάνατο δια λιθοβολισμού, σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο·
- τον πέτυχε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), α. τον έτυχε, τον πέτυχε, τον χτύπησε, ιδίως στο κεφάλι: «μόλις έβγαλε το κεφάλι απ’ τη γωνιά να δει τι γίνεται, τον πήρε η πέτρα». β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι βλαμμένος, που παρουσιάζει κάποια βλάβη στο μυαλό, που είναι αργόστροφος: «δεν φταίει ο καημένος, φταίει που τον πήρε η πέτρα, όταν ήταν μικρός»·
- τον πήρε η πέρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον σιχαίνονται κι οι πέτρες, με τις πράξεις του και γενικά με τη συμπεριφορά του προκαλεί υπερβολική απέχθεια στους άλλους: «δεν τον θέλει κανένας στην παρέα μας, γιατί με τα καμώματά του τον σιχαίνονται κι οι πέτρες».

πετρέλαιο

πετρέλαιο, το, ουσ. [<πέτρα + έλαιον], το πετρέλαιο. 1. το χρήμα ως κινητήριος δύναμη: «όταν σου λείπει το πετρέλαιο, είσαι ένα τίποτα». Από το ότι το πετρέλαιο είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει ομαλά η σύγχρονη ζωή, απαραίτητο για τη βιομηχανία και γενικά για τον πλουτισμό μιας χώρας. 2. οινοπνευματώδες ποτό κακής ποιότητας, νοθευμένο, που φέρνει αμέσως ζαλάδα ή στομαχικές διαταραχές: «μην πας στο τάδε μπαράκι, γιατί σερβίρουν πετρέλαιο». Συνών. μπόμπα (2) / χειροβομβίδα. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- βρήκα πετρέλαιο, βλ. συνηθέστ. χτύπησα πετρέλαιο·
- δεν υπάρχει πετρέλαιο, είμαι τελείως άφραγκος: «μη μου ζητάς ούτε δραχμή, γιατί δεν υπάρχει πετρέλαιο»·
- έγινε πετρέλαιο (κάτι), απέτυχε: «κάποια στιγμή άρχισαν οι διαφωνίες κι έγινε πετρέλαιο η υπόθεση»·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, βλ. λ. δουλειά·
- θα σου αλλάξω τα πετρέλαια, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε δείρω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε κατανικήσω: «αν σε πάρω στη δουλειά μου, να ’χεις υπόψη σου πως θα σου αλλάξω τα πετρέλαια || δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως θα του αλλάξω τα πετρέλαια || μην παίξεις τάβλι μαζί μου, γιατί θα σου αλλάξω τα πετρέλαια»·
- καίει πετρέλαιο, (για πρόσωπα) είναι μικρόνους, δεν παίρνει γρήγορα στροφές το μυαλό του και ενοχλεί τους άλλους με τις βλακείες που λέει: «μην του μπαίνεις του καημένου, δεν τον βλέπεις που καίει ακόμη πετρέλαιο!». Αναφορά στα αυτοκίνητα παλιάς τεχνολογίας, στα γκαζοζέν, που κινούνταν με πετρέλαιο και δεν ήταν αποδοτικά όσο τα σημερινά που κινούνται με βενζίνη ή στην ελαττωματική μηχανή αυτοκινήτου, που καταναλώνει πετρέλαιο πολύ πιο πέρα από το κανονικό·
- μου άλλαξε τα πετρέλαια, α. με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, με κατανίκησε: «δεν τα βάζω μαζί μου, γιατί την προηγούμενη φορά μου άλλαξε τα πετρέλαια». β. (και για τα δυο φύλα) με εξουθένωσε κατά τη σεξουαλική πράξη: «ήταν τόσο θερμή γυναίκα, που μου άλλαξε τα πετρέλαια». Συνών. μου άλλαξε τα φώτα·   
- της αλλάζω τα πετρέλαια, την εξουθενώνω από τη συνεχή επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα και της άλλαξα τα πετρέλαια». Συνών. της αλλάζω τα πετρέλαια· βλ. και φρ. του αλλάζω τα πετρέλαια· 
- του αλλάζω τα πετρέλαια, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον πήρα μαζί μου να με βοηθήσει στη μετακόμιση που έκανα και του άλλαξα τα πετρέλαια στο κουβάλημα || τον άρπαξε στα χέρια του και του άλλαξε τα πετρέλαια || παίξαμε τάβλι και του άλλαξα τα πετρέλαια». Συνών. του αλλάζω τα φώτα· βλ. και φρ. της αλλάζω τα πετρέλαια·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω (του κάνω, του πατώ, του τραβώ) ένα κλύσμα με πετρέλαιο, βλ. λ. κλύσμα·
- τραβώ πετρέλαιο, αντλώ από το δοχείο ή από το βαρέλι: «τράβηξε πετρέλαιο απ’ το βαρέλι για να το βάλει στη θερμάστρα»· βλ. και φρ. τραβώ το πετρέλαιο·
- τραβώ το πετρέλαιο, το αντλώ από την πηγή του, από τη φλέβα του: «μετά την ανακάλυψη του κοιτάσματος, οι τεχνικοί προετοιμάζονται να τραβήξουν το πετρέλαιο»· βλ. και φρ. τραβώ πετρέλαιο·
- χτύπησα πετρέλαιο, βρήκα το μέσο ή τον τρόπο να περνώ άνετη και πλούσια ζωή: «πάλι χτύπησε πετρέλαιο ο τύπος με τη γνωριμία που έκανε με την κόρη του εφοπλιστή». Από την εικόνα του γεωτρύπανου που χτυπάει φλέβα πετρελαίου.

πετσί

πετσί, το, ουσ. [<μσν. πετσίν, υποκορ. του ιταλ. pezzo <pezza]. 1. το δέρμα, η επιδερμίδα: «το πετσί μου γέμισε γρατσουνιές απ’ τ’ αγκάθια». 2. δέρμα ζώου, συνήθως κατεργασμένο: «αγόρασε μια τσάντα από πετσί». 3. πολύ σκληρό κρέας, που δεν έβρασε ή που δεν ψήθηκε καλά: «μου ’φερε μια μπριτζόλα σκέτο πετσί». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) φανατικός οπαδός ποδοσφαιρικής ιδίως ομάδας: «είναι πετσί Παοκτσής». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το πορτοφόλι: «έχει πάντα γεμάτο το πετσί του». 6. στον πλ. τα πετσιά, λεπτά βραχιόλια που κατασκευάζονται από πετσί: «τον θυμόμουν ακόμη να φοράει τα πετσιά και να το παίζει φρικιό και, μόλις τον είδα γιάπη, έπαθα». Υποκορ. πετσάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δε χωράει στο πετσί του, είναι πολύ ανήσυχος, είναι ανάστατος, δεν μπορεί να μείνει για πολύ σε μια θέση: «απ’ την ώρα που ήρθε, δε χωράει στο πετσί του, γιατί έμαθε πως τουμπάρισε ένα πούλμαν με φιλάθλους και δε γνωρίζει αν ήταν μέσα σ’ αυτό κι ο γιος του»·
- έγινε πετσί και κόκαλο, αδυνάτισε πάρα πολύ από αρρώστια, δίαιτα ή νηστεία: «είπαμε, ρε παιδάκι μου, να κάνεις λίγη δίαιτα, αλλά εσύ έγινες πετσί και κόκαλο»·
- είναι γερό πετσί, είναι μαθημένος στις κακουχίες, είναι σκληραγωγημένος, αντέχει στις δύσκολες συνθήκες: «φόρτωσέ τον όσο θέλεις, γιατί είναι γερό πετσί || όποια δυσκολία και να του τύχει, την ξεπερνάει, γιατί είναι γερό πετσί»·
- είναι πετσί και κόκαλο, είναι πάρα πολύ αδύνατος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι πετσί και κόκαλο»·
- είναι σκληρό πετσί, είναι πολύ αυστηρός, είναι άτεγκτος, δε δέχεται ατασθαλίες ιδίως στη δουλειά του, στην υπηρεσία του: «όλοι μας είμαστε πολύ τυπικοί στη δουλειά μας, γιατί ο νέος διευθυντής είναι σκληρό πετσί»·
- έμεινε πετσί και κόκαλο, αδυνάτισε πάρα πολύ ύστερα από αρρώστια, δίαιτα ή νηστεία: «τον είχαν δυο μήνες στο νοσοκομείο κι έμεινε πετσί και κόκαλο || το ’χε βάλει πείσμα ν’ αδυνατίσει, όμως αυτός, ρε παιδάκι μου, έμεινε πετσί και κόκαλο»·
- θα πουλήσω ακριβά το πετσί μου, βλ. συνηθέστ. θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, λ. τομάρι·
- μου σηκώθηκε το πετσί ή σηκώθηκε το πετσί μου, βλ. συνηθέστ. μου σηκώθηκε η τρίχα, λ. τρίχα·
- μπήκα στο πετσί του, κατάλαβα απόλυτα το χαρακτήρα του: «αν του πεις αυτό το πράγμα, θ’ αντιδράσει απότομα, ξέρω τι λέω γω, γιατί μπήκα στο πετσί του». (Τραγούδι: κι εγώ τη βρήκα πολύ μαζί του, μπορώ να πω πως μπήκα στο πετσί του
- μπήκε στο πετσί του (κάτι), του έγινε τόσο έντονη συνήθεια κάτι, που δεν μπορεί να το απαρνηθεί, να το ξεπεράσει: «δεν έχει γιατρειά ο άνθρωπος, γιατί η χαρτοπαιξία μπήκε στο πετσί του»·
- μπήκε στο πετσί του ρόλου του, (για ηθοποιούς) απέδωσε με μεγάλη επιτυχία το ρόλο που υποδυόταν: «λες και ζούσε την κάθε στιγμή του ήρωα στο έργο που έπαιζε, γιατί μπήκε στο πετσί του ρόλου του»·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, βλ. λ. λύκος·
- πετσί παρά κόκαλο! ειρωνική απάντηση σε άτομο που μας ρωτά τι ώρα είναι, ενώ εμείς δεν έχουμε ρολόι. Συνήθως προηγείται χειρονομία με την η παλάμη του ενός χεριού, αρχίζοντας από τον καρπό, να σέρνεται για λίγο πάνω στο άλλο χέρι και ανασηκώνοντας ελαφρά το μανίκι, να προσποιούμαστε πως βλέπουμε το ρολόι που έχουμε δήθεν περασμένο στον καρπό·
- πούλησε ακριβά το πετσί του, βλ. συνηθέστ. πούλησε ακριβά το τομάρι του, λ. τομάρι· 
- το ’νιωσα στο πετσί μου, έχω προσωπική πείρα για την κακή ή οδυνηρή κατάσταση που λέει πως πέρασε κάποιος, και είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσο άσχημα αισθάνεται: «καταλαβαίνω απόλυτα, φίλε μου, τον πόνο σου, γιατί αυτό που μου λες το ’νιωσα στο πετσί μου»·
- το ’χει στο πετσί του, βλ. συνηθέστ. το ’χει στο αίμα του, λ. αίμα·
- του άργασα το πετσί, βλ. φρ. του άργασα το τομάρι, λ. τομάρι·
- του ’φαγαν το πετσί, (στη γλώσσα της αργκό) του έκλεψαν το πορτοφόλι: «μέσα στο συνωστισμό του ’φαγαν το πετσί χωρίς να το πάρει μυρουδιά»·
- χοντρό πετσί, βλ. λ. χοντρόπετσος.

πιπέρι

πιπέρι, το, ουσ. [<μσν. πιπέρι(ον) <αρχ. πέπερι], το πιπέρι·
- θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «με τα λόγια είναι όλα εύκολα, αν βγεις όμως στην αγορά να πουλήσεις άγνωστο προϊόν, θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις τις πραγματικές δυσκολίες της: «όσο σε τάιζαν οι γονείς σου, ήταν όλα εύκολα, απ’ τη στιγμή όμως που αποφάσισες να κάνεις δική σου οικογένεια, θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι». Από το ότι κατά τη βυζαντινή περίοδο το πιπέρι το άλεθαν οι τιμωρημένοι καλόγεροι (εξού και το παιγνιώδες δημοτικό τραγούδι: πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι, με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν), οπότε ο χορευτής γονατιστός στο ένα του πόδι τρίβει με κυκλικές κινήσεις το γόνατό του στο πάτωμα υπονοώντας το τρίψιμο του πιπεριού. Εκτός από το γόνατο, υπάρχει αναφορά στη μύτη, στον κώλο και στο τσουτσούνι. Τότε ο χορευτής πέφτει μπρούμυτα, και στηριζόμενος στα δυο του χέρια κάνει τις κυκλικές κινήσεις του τριψίματος με τη μύτη ή το τσουτσούνι του. Στην περίπτωση του κώλου, γυρίζει ανάσκελα και στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια κάνει τις απαραίτητες κυκλικές κινήσεις με τον κώλο του. Όλες αυτές οι στάσεις για να καταδείξουν τη δυσκολία με την οποία γινόταν το τρίψιμο του πιπεριού. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·
- θα σου βάλω πιπέρι (ενν. στη γλώσσα σου, στο στόμα σου), λέγεται ειρωνικά, με την έννοια της τιμωρίας, σε άτομο που αισχρολογεί, που κατηγορεί κάποιον ή που γενικά λέει πράγματα που δε μας είναι αρεστά, ή σε παιδί που λέει άσχημα λόγια, που βρίζει ανάρμοστα για την ηλικία του: «αν ξαναβρίσεις, θα σου βάλω πιπέρι || αν ξαναπείς κακό για κανέναν, θα σου βάλω πιπέρι»·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. φρ. θα σου βάλω πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. φρ. θα σου βάλω πιπέρι·
- θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο·
- να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου, αν λείψουν οι γνωριμίες σου, οι υποστηρικτές σου, τότε θα φανεί η πραγματική σου αξία, τότε θα φανεί, αν έχεις ικανότητες: «σίγουρα θα πρόκοβες στη ζωή σου απ’ τη στιγμή που από παντού έχεις βοήθεια, όμως, να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου»·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι υπερβολικά σπάταλο, ή που, γενικά, είναι υπερβολικό στις ενέργειές του: «πήγε με την παρέα του στα μπουζούκια κι έκαιγε τα πενηντάρικα στην πίστα. -Όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα». Συνών. όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. συνηθέστ. όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα·
- πώς το τρίβουν το πιπέρι, έκφραση που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο αυνανίζονται οι γυναίκες: «έμαθε από μικρή πώς το τρίβουν το πιπέρι». Από την κυκλική κίνηση των δακτύλων, καθώς η γυναίκα πιέζει με τις άκρες τους την κλειτορίδα της πράγμα που παρομοιάζεται με τις κινήσεις του ατόμου που αλέθει το πιπέρι μέσα στο γουδί με το γουδοχέρι.

πίτα

πίτα, η, ουσ. [<μσν. πίτα <αρχ. πίττα], η πίτα. 1. η βασιλόπιτα: «σε ποιον έπεσε το φλουρί της πίτας;». 2. αγαθό προς διανομή: «όλοι οι εργολάβοι δημόσιων έργων ενδιαφέρονται να πάρουν ένα μέρος της πίτας απ’ τα έργα της Ολυμπιάδας». 3. στον πλ. οι πίτες, (στη γλώσσα της αργκό) είδος χτενίσματος με τούφες μαλλιών προς το μέτωπο και λίγο πλάγια που από την πολλή μπριγιαντίνη ήταν πλακουτσωτές: «παρόμοιο χτένισμα με πίτες, έκαναν οι κουτσαβάκηδες»· βλ. και λ. αφέλεια (2β). 4α. ως επίρρ. (για χώρους) εντελώς γεμάτος: «είναι πίτα το μαγαζί || είναι πίτα το θέατρο». β. (για ανθρώπους ή αντικείμενα) πολύ στριμωχτά: «τα βάλαμε πίτα για να χωρέσουν τόσα ρούχα σ’ ένα βαλιτσάκι || καθίσαμε τέσσερις στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου και φτάσαμε πίτα». Υποκορ. πιτούλα, η και πιτίτσα, η και πιτάκι, το. (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «με την τακτική που ακολουθεί, θ’ αποτύχει στη δουλειά του, αλλά από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί;». Συνών. δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς! / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά! / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής(!)·
- γίναμε πίτα, στριμωχτήκαμε, συμπιεστήκαμε πάρα πολλά άτομα μαζί, ιδίως σε ένα κλειστό και δυσανάλογο για το πλήθος χώρο: «μπήκε τόσο πολύς κόσμος στο λεωφορείο, που γίναμε πίτα». Συνών. γίναμε αντσούγιες ή γίναμε σαν τις αντσούγιες / γίναμε σάντουιτς / γίναμε σαρδέλες ή γίναμε σαν τις σαρδέλες·
- γίνομαι πίτα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθεται να πιει, γίνεται πίτα». (Τραγούδι: έφαγα ήττα, έγινα πίτα και βγήκα. Πήρα από σένα τζάμια σπασμένα για προίκα). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι· βλ. και φρ. έγινε πίτα·
- έγινε πίτα, καταστράφηκε εντελώς, ιδίως ύστερα από βίαιη πρόσκρουση ή γιατί καταπλακώθηκε από κάτι. Λέγεται συνήθως για αυτοκίνητα: «τράκαρε με μια νταλίκα κι έγινε πίτα το Φολξβάγκεν || γκρέμισε ολόκληρος τοίχος απάνω του κι έγινε πίτα τ’ αυτοκίνητο»·
- είμαι πίτα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα απ’ αυτά που μου λες, γιατί είμαι πίτα». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
- ένα κομμάτι απ’ την πίτα, λέγεται για κάποιο αγαθό που προσφέρεται σε ένα σύνολο από κάποια αρχή και από το οποίο ο καθένας μπορεί να επωφεληθεί ή να κερδίσει, αν έχει τις κατάλληλες ικανότητες ή τα κατάλληλα προσόντα: «όλοι οι μεγαλοεργολάβοι δημόσιων έργων εντείνουν τις ενέργειές τους εν όψει της Ολυμπιάδας του 2004, γιατί θα υπάρξουν τόσες δουλειές, που όλοι θα μπορέσουν να πάρουν ένα κομμάτι απ’ την πίτα». Από την εικόνα της πίτας, που, όταν βρίσκεται ακόμη στο ταψί ή στη λαμαρίνα άψητη, τη χαράζει η νοικοκυρά σε ομοιόμορφα περίπου κομμάτια, για να μπορέσει να πάρει πιο εύκολα, όταν αυτή ψηθεί αυτός που θα θελήσει να φάει·
- η πίτα τρώγεται ζεστή, λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «αν πρόκειται να κάνουμε αυτή τη δουλειά, πρέπει να την κάνουμε τώρα, γιατί η πίτα τρώγεται ζεστή, αλλιώς θα μάθουν και οι άλλοι περί τίνος πρόκειται και θα πετάξει το πουλί». Συνών. κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- θα μας καεί η πίτα, α. θα μας πάρει πολύ περισσότερο χρόνο από τον κανονικό, θα καθυστερήσουμε αρκετά: «αν πάμε από το δρόμο που λες εσύ, θα μας καεί η πίτα». Από την εικόνα της νοικοκυράς που αφήνει την πίτα στο φούρνο πολύ περισσότερο από το κανονικό και την καίει. β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να βιαστεί να τελειώσει αυτό που κάνει ή να βιαστεί στο περπάτημα: «τέλειωνε μ’ αυτό που άρχισες, ρε παιδάκι μου, γιατί θα μας καεί η πίτα || άνοιξε το βήμα σου, ρε παιδάκι μου, θα μας καεί η πίτα». Από την εικόνα της νοικοκυράς που, καθώς ασχολείται με τα οικιακά της, θυμάται ξαφνικά πως ψήνει πίτα στο φούρνο και τρέχει να προλάβει για να μην της καεί. γ. όταν η έκφραση δίνεται σε ερωτηματικό τύπο με την πρόταξη πολλές φορές του γιατί ή του γιατί, μήπως, δηλώνει πλήρη αδιαφορία: «τέλειωνε, ρε παιδάκι μου, την κουβέντα με το φίλο σου για να φύγουμε. -Γιατί, μήπως θα μας καεί η πίτα;», δηλ. δεν υπάρχει κανένας λόγος που μας υποχρεώνει να βιαστούμε·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θέλει και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο, λέγεται για πλεονέκτη ή για τσιγκούνη, που θέλει να απολαμβάνει ή να πετυχαίνει το σκοπό του, χωρίς να κουράζεται ή να πληρώνει το αντίτιμο·
- και η πίτα αφάγωτη και ο σκύλος χορτάτος ή και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος ή και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια τελική συμφωνία ή λύση ικανοποιεί όλους τους ενδιαφερόμενους·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κότα·
- κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν, βλ. λ. καρύδι·
- μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί, βλ. συνηθέστ. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί(;)·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
- πάτησες στην πίτα! ή πάτησες την πίτα! έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε σε κάποιον, που μας ζητάει κάτι, ότι ήρθε σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή, γιατί δεν έχουμε προς το παρόν αυτή τη δυνατότητα: «δώσε μου, σε παρακαλώ, εκατό χιλιάδες δανεικά. -Πάτησες την πίτα, γιατί μόλις πλήρωσα μια επιταγή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- πατώ στην πίτα ή πατώ την πίτα, αποτυχαίνω να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, μου τυχαίνει ακριβώς αυτό που θέλω να αποφύγω: «ήθελα να παραδώσω τη δουλειά στην ημερομηνία της, αλλά πάτησα στην πίτα, γιατί μου ’τυχαν χίλιες δυο αναποδιές και καθυστέρησα»·
- πέσε πίτα να σε φάω, λέγεται ειρωνικά για άτομα που περιμένουν επιτυχίες ή οφέλη, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια: «στη ζωή δεν είναι πέσε πίτα να σε φάω, γιατί, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια»·
- τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα, τον καθένα τον συμπεριφερόμαστε, τον περιποιούμαστε ανάλογα με το ποιόν του χαρακτήρα του ή την κοινωνική του θέση: «όταν έρχεται ο τάδε στο σπίτι του σκοτώνεται να τον εξυπηρετήσει κι όταν έρχεται ο άλλος, κάνει αμάν και πώς για να τον διώξει, γιατί βλέπεις, τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα»· 
- το ’κανε πίτα, το κατέστρεψε εντελώς, ιδίως ύστερα από βίαιη πρόσκρουση ή γιατί καταπλακώθηκε από κάτι. Λέγεται συνήθως για αυτοκίνητα: «έριξε τ’ αμάξι του πάνω σ’ ένα τοίχο και το ’κανε πίτα || με το σεισμό έπεσε ένα τριώροφο κι όσα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα δίπλα στο πεζοδρόμιο, τα ’κανε πίτα»·
- τον έκανε πίτα στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω πίτα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι γίνεται από το πολύ μεθύσι: «όποιος καθίσει να πιει μαζί του, τον κάνει πίτα κι ύστερα τον αφήνει να σέρνεται». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
- τσίτα πίτα, πολύ όμορφα, πολύ προσεγμένα και με πολύ φροντίδα: «έχει πάντα τα ρούχα του τσίτα πίτα || το δωμάτιό του ήταν τσίτα πίτα». Συνών. στην πένα / στην τρίχα / τσίτα κόρδα·
- χωριάτικη πίτα, πίτα που είναι φτιαγμένη με αγνά υλικά: «μ’ αρέσουν όλες οι χωριάτικες πίτες, γιατί είναι νοστιμότατες».

πλάκα

πλάκα, η, ουσ. [<μσν. πλάκα <αρχ. πλάξ], η πλάκα. 1. η ταφόπετρα: «πάνω στην πλάκα του έγραψαν τ’ όνομά του και την ημερομηνία θανάτου του». 2. δίσκος γραμμοφώνου: «έχει τη μανία να κάνει συλλογή πλάκες με παλιά τραγούδια». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μια καινούρια πλάκα, ταβερνιάρη, στο πικάπ, φέρε ένα κιλό κρασάκι, να το πιούμ’ οι δυο μαζί· μόνο εκείνος που γλεντάει ξέρ’ αληθινά να ζει). 3. όροφος πολυκατοικίας: «έχω ολόκληρη την πλάκα». 4. ακτινογραφία: «στην πλάκα φαίνεται καθαρά το κάταγμα που έχω στο πόδι μου». 5. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ποσότητα συσκευασμένου χασισιού: «αν θέλεις να κάνεις κάνα τσιγαράκι, πήγαινε στον τάδε, γιατί έχει ολόκληρη πλάκα». 6. (σε παλιότερες εποχές) ο ατομικός πίνακας που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές αντί τετραδίου. 7. πειραχτικό αστείο και η κατάσταση του γέλιου που προέρχεται από αυτό, το καλαμπούρι: «στην παρέα μας δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πλάκα». Υποκορ. πλακίτσα, η (βλ. λ.) κ. πλακούλα, η κ. πλακάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. πλακάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 58 φρ.)·
- άσ’ την πλάκα, βλ. φρ. κόφ’ την πλάκα·
- βγάζω πλάκα ή βγάζω πλάκες, βγάζω ακτινογραφία μέρος ή όργανο του σώματός μου για να διαγνώσει ο αρμόδιος γιατρός σε ποια κατάσταση βρίσκεται: «πάω να βγάλω πλάκες τα πνευμόνια μου, γιατί νιώθω μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή μου»·
- για πλάκα ή για την πλάκα, α. μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί αστεία κατάσταση: «του πέταξε για πλάκα ένα ποτήρι νερό». β. όχι σοβαρά: «δε μας απασχολούσε τίποτα το σπουδαίο και κουβεντιάζαμε για πλάκα»·
- για πλάκα ή για την πλάκα ή για την πλάκα μου, για προσωπική μου ευχαρίστηση: «κάποτε είχε πει χίλια δυο για μένα αλλά για την πλάκα μου τον βοήθησα». (Λαϊκό τραγούδι: κι ακόμα με απείλησες κι αυτή μου τη ζωή! Μα ’γω, τρελή, για πλάκα μου την καίω και την κάπα μου και τότε γράψ’ αλίμονο, αχάριστη ζωή!).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι. Τις φορές που λέγεται με επιθετική διάθεση στο συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει με το εσένα τι σε κόφτει ή το εσένα τι σε νοιάζει ή το εσύ τι ενδιαφέρεσαι ή το εσύ γιατί ενδιαφέρεσαι, για να συνεχίσει πολλές φορές και με το δικηγόρο σε βάλαμε; ή το δικηγόρο σε βάλανε(;): «γιατί τον ενοχλείς τον άνθρωπο; -Έτσι για την πλάκα μου, εσένα δικηγόρο σε βάλανε;»·
- δε σηκώνω πλάκα ή δε σηκώνω πλάκες, δε δέχομαι να δημιουργούν αστείες καταστάσεις σε βάρος μου, δε δέχομαι αστεία, είμαι σοβαρός, αυστηρός: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δε σηκώνει πλάκες»·
- δεν κάνω πλάκα, δεν αστειεύομαι, σοβαρολογώ: «τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως στα λέω, και θέλω να με πιστέψεις, γιατί δεν κάνω πλάκα»·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε πλάκα, δημιουργήθηκε αστεία κατάσταση: «έγινε πλάκα, μόλις έπεσε ο άλλος με το καινούριο του κουστούμι μέσα στις λάσπες»·
- είναι πλάκα, (για γυναίκες) είναι το κορμί της χωρίς καμπύλες, ιδίως χωρίς καθόλου στήθος, καθόλου βυζιά: «έχει όμορφο προσωπάκι, αλλά κατά τ’ άλλα είναι πλάκα». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη σε θέση παράλληλη με το στήθος να κατεβαίνει κάθετα από το λαιμό μέχρι την κοιλιά, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση που η γυναίκα έχει αναπτυγμένο στήθος, γιατί τότε και οι δυο οι παλάμες κατεβαίνουν από το ύψος του στήθους προς την κοιλιά και κάνουν μια καμπυλωτή κίνηση προς τα έξω, υπονοώντας τα βυζιά·
- είναι πλάκα, (για ρόδες) είναι τελείως ξεφούσκωτη: «σταμάτησα ν’ αλλάξω τη δεξιά μπροστινή ρόδα του αυτοκινήτου μου, γιατί ήταν πλάκα || η μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου είναι πλάκα»·    
- έχει πλάκα! ή έχει πλάκα να..., α. εξορκισμός να μη συμβεί το αντίθετο από αυτό που μας συμφέρει ή από αυτό που περιμένουμε: «έχει πλάκα να μην υπογράψει το συμβόλαιο!». β. ευχή να συμβεί αυτό που περιμένουμε ή αυτό που ποθούμε: «έχει πλάκα να μου πέσει το λαχείο!»·
- έχει πλάκα, α. (για πρόσωπα) έχει την ικανότητα να προκαλεί το γέλιο στην παρέα: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί έχει πλάκα αυτός ο άνθρωπος». β. δεν είναι σοβαρός, δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά: «κάθεσαι κι εσύ σαν μικρό παιδί και τον πιστεύεις. Αφού έχει πλάκα ο άνθρωπος». γ. (για θεάματα) είναι ευχάριστο, προκαλεί το γέλιο: «να πας να δεις την τάδε ταινία, γιατί έχει πολύ πλάκα»·
- έχει πλάκα τα γαλόνια, α. είναι πολύ ικανός στην τέχνη ή στο επάγγελμα για το οποίο κουβεντιάζουμε: «στο ’χω πει πως, αν έχεις πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό σου, πήγαινε στον τάδε μηχανικό που έχει πλάκα τα γαλόνια». β. είναι ανώτατος αξιωματικός: «ας μην ήταν ο θείος του που έχει πλάκα τα γαλόνια, και σου ’λεγα ’γω αν θα ’παιρνε κάθε τόσο άδεια!». Και στις δυο περιπτώσεις η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χτυπάει το πάνω μέρος του ώμου, στο σημείο εκείνο που βρίσκεται η επωμίδα των αξιωματικών, υπονοώντας τα γαλόνια·
- έχει πλάκα τα παράσημα, βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια. (Τραγούδι: το ’χω πάρει απόφαση να ’σαι στη ζωή μου η βαθιά πληγή μου από δω και μπρος. Πλάκα τα παράσημα τα ’χω γω παιδί μου θα ’μαι μοναχή μου νύφη και γαμπρός
- η πλάκα είναι που… ή η πλάκα είναι ότι…, δηλώνει τη δυσαρέσκεια ή τη δυσφορία μας πάνω σε κάποιο θέμα ή κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή που είναι αντίθετη προς την επιθυμία μας: «η πλάκα είναι που πήρε τα λεφτά και υποστηρίζει πως δεν τα πήρε || θέλουμε να πάμε εκδρομή, αλλά η πλάκα είναι ότι δε βοηθάει ο καιρός»·
- θα πάθεις και την πλάκα σου, επιτείνει την παρακάτω έννοια·
- θα πάθεις πλάκα ή θα πάθεις την πλάκα σου, θα εντυπωσιαστείς πάρα πολύ από κάτι καλό ή κακό: «μόλις δεις τι γυναικάρα συνοδεύει ο φίλος σου, θα πάθεις την πλάκα σου || οδηγούσε τέτοιο αυτοκίνητο, που έπαθα πλάκα μόλις τον είδα»·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μια πλάκα, ξαφνιάζω δυσάρεστα κάποιον, τον κοψοχολιάζω, σκαρώνω απάτη σε βάρος κάποιου: «του ’κανα μια πλάκα, που θα τη θυμάται για καιρό και θα φεύγει μακριά, κάθε φορά που θα με βλέπει! || μη συνεργαστείς μαζί του, γιατί έκανε του τάδε μια πλάκα κι έχασε όλα του τα λεφτά»·
- κάνω πλάκα, α. αστεΐζομαι, κοροϊδεύω, πειράζω: «σε παρακαλώ, μη μου κάνεις πλάκα, γιατί είμαι στενοχωρημένος». β. δε μιλώ σοβαρά: «στην αρχή με πήγε τρεις τριανταμία μ’ αυτό που είπε, αλλά στο τέλος κατάλαβα ότι κάνει πλάκα, κι ησύχασα». γ. ευχαριστιέμαι, διασκεδάζω με κάτι: «πάνε να κάνεις πλάκα στο μπαράκι, γιατί είναι όλοι μαζεμένοι κι είναι η ώρα του παιδιού»·
- κάνω πλάκα (σε κάποιον), βλ. φρ. του έκανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα·
- κάνω πλάκες, δημιουργώ φάρσες, δημιουργώ ευχάριστες, αστείες καταστάσεις, ιδίως μέσα σε μια παρέα (λέγεται και για τηλεφωνικές φάρσες): «καλά που έχουμε και τον τάδε στην παρέα μας και κάνει κάθε τόσο μερικές πλάκες για να γελάμε || τα πρωινά που λείπουμε απ’ το σπίτι, κάθεται ο γιος μου μπροστά στο τηλέφωνο και κάνει πλάκες σ’ όλο τον κόσμο»·
- κάνω την πλάκα μου, κάνω αυτό που μου αρέσει, αυτό που με ευχαριστεί: «όταν πρόκειται να κάνω την πλάκα μου, δε λογαριάζω πόσα χρήματα θα ξοδέψω»·
- κάνω τρελές πλάκες, δημιουργώ για την παρέα μου καταστάσεις πολύ διασκεδαστικές: «όταν έχει κέφια  ο άτιμος, κάνει τρελές πλάκες και το  ευχαριστιόμαστε όλοι μέσα στην παρέα μας»·
- κάνω χοντρές πλάκες, βλ. φρ. κάνω τρελές πλάκες· βλ. και φρ. παθαίνω χοντρή πλάκα·
- κόφ’ την πλάκα! ή κόψ’ την πλάκα! έκφραση αμφισβήτησης, απορίας ή θαυμασμού για κάτι που μας ανακοινώνει κάποιος: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Κόψ’ την πλάκα, αυτός μέχρι χτες δεν είχε να φάει!»·
- κόφ’ την πλάκα ή κόψ’ την πλάκα, συμβουλευτική ή απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να αστειεύεται σε βάρος μας: «έλα, κόφ’ την πλάκα, γιατί το παρατράβηξες»·
- να πάθεις και την πλάκα σου, βλ. φρ. θα πάθεις και την πλάκα σου·
- να πάθεις πλάκα ή να πάθεις την πλάκα σου, βλ. φρ. θα πάθεις πλάκα ή θα πάθεις την πλάκα σου·
- να πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. φρ. θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου·
- παθαίνω και την πλάκα μου, επιτείνει την παρακάτω έννοια·
- παθαίνω πλάκα ή παθαίνω την πλάκα μου, α. εκπλήσσομαι, εντυπωσιάζομαι από κάτι καλό ή κακό: «συνόδευε τέτοια γυναικάρα, που έπαθα πλάκα || μόλις τον είδα μέσα στην καινούρια αυτοκινητάρα του, έπαθα πλάκα || έπαθα πλάκα μόλις αντίκρισα την αθλιότητα στην οποία ζούσαν». β. φοβάμαι, τρομάζω: «έπαθα την πλάκα μου, μόλις τους είδα και τους δυο να ’ρχονται καταπάνω μου και το ’βαλα στα πόδια». Συνών. παθαίνω ζαβλαμά·
- παθαίνω την πλάκα της ζωής μου, επιτείνει την παραπάνω έννοια· βλ. και φρ. παθαίνω χοντρή πλάκα·
- παθαίνω χοντρή πλάκα, α. υφίσταμαι πολύ δυσάρεστη κατάσταση: «έπαθα χοντρή πλάκα, όταν έμαθα πως μέσα στο πούλμαν που τράκαρε ήταν κι ο γιος μου». β. παθαίνω μεγάλη ζημιά: «με την υποτίμηση της δραχμής έπαθα χοντρή πλάκα, γιατί δεν πρόλαβα να αλλάξω τα λεφτά μου σε δολάρια»· βλ. και φρ. παθαίνω και την πλάκα μου·
- πλάκα μας κάνεις; ή πλάκα μου κάνεις; έκφραση απορίας, αλλά και με επιθετική διάθεση, όταν αντιλαμβανόμαστε πως κάποιος επιδιώκει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει ή να μας κοροϊδέψει: «καθώς ερχόμουν είδα τον τάδε. -Πλάκα μου κάνεις; Αυτός λείπει στο εξωτερικό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πλάκα μου κάνεις ή σοβαρολογείς). Ο πλ. και όταν το άτομο αναφέρεται μόνο στον εαυτό του·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. συνηθέστ. πλάκα στην πλάκα·
- πλάκα πλάκα, χωρίς να το περιμένει κανείς πως θα συμβεί, γιατί το θεωρούσε απίθανο και επιπλέον το κορόιδευε, το ειρωνευόταν, αλλά στο τέλος αυτό πραγματοποιήθηκε: «δεν τον πίστεψε κανένας, όταν μας ανακοίνωσε πως θα κόψει το τσιγάρο, αλλά πλάκα πλάκα το ’κοψε και μας κούφανε!»·
- πλάκα στην πλάκα, κάνοντας διαδοχικά αστεία: «πλάκα στην πλάκα, στο τέλος παρεξηγήθηκαν κι ήταν έτοιμοι να πλακωθούν στο ξύλο»·  
- πλάκα τα γαλόνια! (ενν. έχει), βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια·
- ρίχνω πλάκα, χύνω μπετόν αρμέ σε ειδικά καλούπια για να κατασκευάσω το δάπεδο του κάθε ορόφου σε μια πολυκατοικία: «αύριο ρίχνω πλάκα στον τέταρτο»· βλ. και φρ. το ρίχνω στην πλάκα·
- σπάω πλάκα ή σπάω την πλάκα μου, α. διασκεδάζω με τα ανέκδοτα, τα αστεία, τα καλαμπούρια που λέει κάποιος: «σπάμε μεγάλη πλάκα, κάθε φορά που μας λέει ο τάδε ανέκδοτα». β. γελώ, διασκεδάζω με τα παθήματα κάποιου, με τη διακωμώδηση κάποιου χωρίς αυτός να το αντιλαμβάνεται: «τον είχε στριμώξει ο αδερφός της γκόμενάς του στη γωνιά κι εμείς βλέπαμε από μακριά και σπάζαμε πλάκα». γ. δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός σπάει την πλάκα του»·
- της πλάκας, α. (για πρόσωπα ή πράγματα) χωρίς καμιά σπουδαιότητα, χωρίς καμιά αξία: «διαδίδει πως είναι βιομήχανος, αλλά είναι της πλάκας, γιατί έχει μια ασήμαντη βιοτεχνία || αν θέλουμε να πάει η ομάδα μας μπροστά, δεν πρέπει να κάνουμε μεταγραφές της πλάκας || έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε μια βιντεοκάμερα της πλάκας». β. (για θεατρικά, κινηματογραφικά, λογοτεχνικά ή άλλα καλλιτεχνικά έργα) χωρίς κανένα ενδιαφέρον, χωρίς καμιά σπουδαιότητα ή αξία: «μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί είναι της πλάκας || έγραψε κι αυτός ένα βιβλίο της πλάκας και περνιέται για συγγραφέας»·
- το γυρίζω στην πλάκα, βλ. φρ. το ρίχνω στην πλάκα· 
- το κάνω (για) πλάκα, κάνω κάτι μόνο και μόνο για να διασκεδάσω την ομήγυρη ή για να δημιουργήσω πρόβλημα σε κάποιον, ώστε να γελάσουμε σε βάρος του: «θα του πω πως έπιασε το σπίτι του φωτιά, αλλά μην τρομάξετε, γιατί θα το κάνω για πλάκα»·
- το παίρνω στην πλάκα, βλ. φρ. το ρίχνω στην πλάκα·
- το ρίχνω στην πλάκα, δεν αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με σοβαρότητα: «εγώ σε συμβουλεύω μια ώρα για το καλό σου κι εσύ το ρίχνεις στην πλάκα || μην το ρίχνεις στην πλάκα, γιατί τα πράγματα άλλαξαν και πρέπει να προσέχεις»· βλ. και φρ. ρίχνω πλάκα·
- τον κάνω πλάκα, είναι άνθρωπος που μου προκαλεί ευχάριστη διάθεση, που με διασκεδάζει, που είναι της αρεσκείας μου: «το μεγάλο τον αδερφό του δεν έτυχε να τον γνωρίσω, αλλά τον πιο μικρό τον κάνω πολύ πλάκα»·
- τον ρήμαξα στις πλάκες, βλ. συνηθέστ. τον τρέλανα στις πλάκες·
- τον σκέπασε η (μαύρη) πλάκα, πέθανε: «πάει καιρός που τον σκέπασε η μαύρη πλάκα»·
- τον τάραξα στις πλάκες, βλ. φρ. τον τρέλανα στις πλάκες·
- τον τρέλανα στις πλάκες, του σκάρωσα πολλές απανωτές φάρσες ή τον κορόιδεψα επανειλημμένα πολύ άγρια: «όποτε με βλέπει, αλλάζει δρόμο, γιατί θυμάται πως, όταν ήμασταν στο στρατό, τον τρέλανα στις πλάκες»·
- του έκανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα, με λόγια ή πράξεις δημιούργησα κάτι δυσάρεστο σε βάρος του, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «απ’ τη στιγμή που περνιόταν για πιο μάγκας από μένα, του την έκανα την πλάκα και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει». (Λαϊκό τραγούδι: ι αν αντιμιλήσεις και δεν θα μ’ ακολουθήσεις, θα σου κάνω πλάκα απ’ τις λίγες, μαυρομάτα!
- του σκάρωσα πλάκα ή του τη σκάρωσα την πλάκα, βλ. φρ. του έκανα την πλάκα·
- του την έσκασα την πλάκα, βλ. φρ. του την έκανα την πλάκα. (Λαϊκό τραγούδι: σου τη σκάσανε την πλάκα,σαν να ήσουνα πρωτάρης, κάτσε τώρα στη φυλάκα μισαδάκι να φουμάρεις
- τρελές πλάκες, καταστάσεις πολύ διασκεδαστικές: «χτες βράδυ στην παρέα μας είχαμε τρελές πλάκες»·
- χοντρές πλάκες, βλ. φρ. τρελές πλάκες·
- χωρίς πλάκα, σοβαρότατα, αληθέστατα: «χωρίς πλάκα, σου λέω, αποφάσισα να παντρευτώ || χωρίς πλάκα, είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα».

πλευρό

πλευρό, το, ουσ. [<αρχ. πλευρόν], το πλευρό. 1. το πλαϊνό μέρος του ανθρώπινου σώματος ή του σώματος των ζώων: «με πονάει το δεξί μου πλευρό». 2. το καθένα από τα κόκαλα του θώρακα των ανθρώπων και των θηλαστικών, το παΐδι: «έφαγα τόσο ξύλο, που ακόμα με πονάει το πλευρό μου»· βλ. και λ. πλευρά·
- αλλάζω πλευρό, γυρίζω από την άλλη πλευρά του κορμιού μου, ενώ είμαι ξαπλωμένος ή κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: «το βράδυ στον ύπνο σου άλλαζες συνέχεια πλευρό»·
- βρίσκομαι στο πλευρό του, βλ. φρ. είμαι στο πλευρό του·
- είμαι στο πλευρό του, του συμπαραστέκομαι, τον υποστηρίζω, τον βοηθώ: «τον αγαπώ και τον υπολογίζω τόσο πολύ, που, ό,τι και να του τύχει, θα ’μαι στο πλευρό του». (Λαϊκό τραγούδι: μη φοβάσαι, σου το λέω, και καρδιοχτυπάς, θα ’μαι πάντα στο πλευρό σου, γιατί μ’ αγαπάς
- έχω στο πλευρό μου (κάποιον ή κάποιους), έχω τη συμπαράσταση, την υποστήριξη κάποιου: «όσο έχω στο πλευρό μου το φίλο μου, δε φοβάμαι τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχω στο πλευρό μου εσάς τους τρεις, δεν μπορεί να με πικράνει πια κανείς
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή πως θα γίνουν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν·
- ξύπνησε από λάθος πλευρό, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς, γιατί ξύπνησε από λάθος πλευρό και είναι μέσα στα νεύρα του». Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- στέκομαι στο πλευρό του, βλ. φρ. είμαι στο πλευρό του.

πόδι

πόδι, το, ουσ. [<αρχ. πόδιον, υποκορ. του ουσ. πούς], το πόδι. 1. στήριγμα επίπλου: «το πόδι της καρέκλας || το πόδι του κρεβατιού». 2. χερσόνησος: «το Άγιο Όρος βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής». Υποκορ. ποδαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- ακολουθώ κατά πόδας (κάποιον), παρακολουθώ στενά κάποιον, βρίσκομαι συνέχεια από πίσω του: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον ακολούθησα κατά πόδας και κατέγραψα όλες τις κινήσεις του»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «η ζωή δεν είναι εύκολη κι αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- άναψαν τα πόδια μου, ζεστάθηκαν πάρα πολύ από την ορθοστασία, την πεζοπορία, από το ότι έχω μεγάλο χρονικό διάστημα να βγάλω τα παπούτσια μου ή από τα συνεχή τρεξίματα για διάφορες δουλειές, για διάφορες υποθέσεις: «έχω ολόκληρη μέρα να βγάλω τα παπούτσια μου κι άναψαν τα πόδια μου || άναψαν τα πόδια μου σήμερα, μέχρι να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που είχα»·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αφού ξέρω πως αυτή ανοίγει τα πόδια της από μικρή». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα σκέλια της· βλ. και φρ. σηκώνει τα πόδια της·
- άνοιξε τα πόδια σου! προτροπή ή παράκληση σε κάποιον να επιταχύνει το βηματισμό του: «άνοιξε τα πόδια σου, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. άνοιξε το βήμα σου(!)·
- αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- απλώνω τα πόδια μου, επεκτείνω τις ασχολίες μου, τη δουλειά μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα: «οι καιροί είναι πονηροί, γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου όπου να ’ναι»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, ενεργώ σύμφωνα με τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλα ανοίγματα στη ζωή μου, γιατί πάντα απλώνω τα πόδια μου, μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα»· βλ. και φρ. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λ. πάπλωμα·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- βάζω πόδι, κατοχυρώνω μια εργασιακή θέση: «τώρα που έβαλε πόδι στο εργοστάσιο, δεν τον διώχνει κανένας, γιατί είναι πολύ εργατικός και τίμιος»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, α. κάθομαι αναπαυτικά: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο κι αφοσιώθηκε στο έργο». β. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους». Πρβλ.: το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρει και τσιγάρο (Λαϊκό τραγούδι)·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), εισέρχομαι σε έναν εργασιακό χώρο με σκοπό να εδραιωθώ επαγγελματικά: «έτσι όπως άρχισε αυτός, θα βάλει το πόδι του σε κάθε μορφή εμπορικής δραστηριότητας». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα και στο Χόλιγουντ θα βάλω το ποδάρι, που ’ναι στρωμένο μάλαμα και με μαργαριτάρι  
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιά ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιές, α. είμαι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο: «όταν αρχίζω να τρέχω, δεν μπορεί κανένας να με φτάσει, γιατί βγάζουν τα πόδια μου φωτιές || ειδοποίησε τον τάδε πως ήρθε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, αλλά θέλω να βγάλουν φωτιά τα πόδια σου»· βλ. και φρ. άναψαν τα πόδια μου·
- βγήκε το πόδι μου, εξαρθρώθηκε: «όπως έτρεχα, παραπάτησα και βγήκε το πόδι μου»·
- βρίσκομαι στο πόδι, βλ. φρ. είμαι στο πόδι·
- γίγαντας με πήλινα πόδια, βλ. λ. γίγαντας·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «το βρίσκεις σωστό μια τόσο σοβαρή δουλειά να γίνεται στο πόδι;»·
- γράφει με τα πόδια, είναι πολύ κακογράφος, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφει: «αποκλείεται να διαβάσεις αυτά που σου ’γραψε, γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει με τα πόδια»·
- γράφει στο πόδι, βλ. συνηθέστ. γράφει στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. συνηθέστ. γράφω στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γύρισε το πόδι μου, το στραμπούλιξα και πιο σπάνια το έσπασα: «όπως πήγα να πηδήξω πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρισε το πόδι μου κι έκατσα αμέσως στα πλακάκια απ’ τον πόνο που ένιωσα»·
- (δε) βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, (δεν) παίρνει μέρος σε φάσεις που χρειάζεται δυναμική επέμβαση, (δε) διστάζει να διεκδικήσει δυναμικά την μπάλα: «είχε ένα πρόσφατο τραυματισμό στην κνήμη του, γι’ αυτό δε βάζει το πόδι του στη φωτιά»·
- δε με βαστούν τα πόδια μου, βλ. φρ. δε με κρατούν τα πόδια μου·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος, είμαι πολύ εξαντλημένος: «έχω τέτοια κούραση, που δε με κρατούν τα πόδια μου». Πρβλ.: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «θα πας κι εσύ στο μαγαζί του τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας για την είσοδο σε κάποιο χώρο: «πήγες μια φορά στο μαγαζί του κι έδωσες αξία σ’ αυτόν τον απατεώνα. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια!»·
- δείχνω τα πόδια μου, με τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου αποκαλύπτω το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου: «περίμενε πρώτα να δείξει τα πόδια του και μετά τον μονιμοποιούμε στη δουλειά || με την πρώτη δυσκολία έδειξε τα πόδια του και τον έδιωξαν πυξ λαξ»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου, που δηλώνει πως δε θα ξαναπάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «πήγα στο τάδε μέρος για διακοπές, αλλά δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου!»·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να πάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου, που θα πάω να ζήσω στην Αθήνα να με πνίγει όλη τη μέρα το τσιμέντο!»·
- δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, είναι πολύ μικρό;, είναι νήπιο και δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, να περπατήσει: «πόσο χρονώ είναι ο γιος σου; -Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορεί, ακούγεται το ακόμα, ενώ της φρ. προτάσσεται το α·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, α. είμαι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να περπατήσω: «αν δε σταματήσεις να ξεκουραστούμε λίγο, θα πέσω κάτω, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να περπατήσω: «είχαν κι ένα γεροντάκι μαζί τους, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του»·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, α. είναι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος: «σήκω να καθίσω, γιατί είχα τόσα τρεξίματα σήμερα, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να σταθώ όρθιος: «ο παππούς μας είναι τόσο γέρος, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορώ, ακούγεται το άλλο ή το πια·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δεν πατάει πόδι, βλ. συνηθέστ. δεν πατάει άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, (δεν) πηγαίνω, (δε) συχνάζω κάπου: «είναι τόσο κακόφημο μπαράκι, που δεν πατώ το πόδι μου || ο μόνος απ’ την παρέα που πατάει το πόδι του σ’ αυτό το μπαράκι είμαι εγώ»·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία μου για κάτι: «δίνω το ένα μου πόδι για να πάω έστω και μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έβαλε τα πόδια του στον ώμο, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια του στον ώμο·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια του, βλ. λ. καντήλα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σε ένα χώρο: «απ’ την ώρα που ήρθε αυτός ο αλήτης στη γιορτή σου, είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω»· 
- είμαι στο πόδι, α. είμαι όρθιος, είμαι ξυπνητός: «είμαι στο πόδι απ’ τις έξι το πρωί». β. είμαι σε έντονη ενεργοποίηση: «απ’ το πρωί όλα τα στελέχη ήταν στο πόδι για να πετύχει η υποδοχή του αρχηγού του κόμματος»·
- είμαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- είμαι στο πόδι όλη μέρα (όλη νύχτα) ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα (όλη τη νύχτα), δεν κάθισα καθόλου, δεν ξεκουράστηκα καθόλου λόγω υπερβολικής δουλειάς ή άλλων ασχολιών και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ εξαντλημένος: «σήκω να καθίσω λιγάκι, γιατί είμαι στο πόδι όλη μέρα»·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γραμμένο με πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να διαβάσω το σημείωμα που μου ’στειλε, γιατί είναι γραμμένο με τα πόδια»·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. φρ. είναι γραμμένο στο γόνατο·
- είναι γρήγορος στα πόδια, τρέχει πολύ γρήγορα: «όσο και να τον κυνηγάς, δεν μπορείς να τον πιάσεις, γιατί είναι γρήγορος στα πόδια»·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, α. είναι υπερβολικά ηλικιωμένος: «είναι απ’ τα μυστήρια της φύσεως αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο και ζει!». β. είναι εντελώς σίγουρο πως πεθαίνει, πεθαίνει: «ο άρρωστος είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους»·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, α. είναι πολύ ηλικιωμένος: «τον αφιλότιμο, είναι με το ένα πόδι του στον τάφο κι ακόμα δε λέει να πεθάνει!». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος είναι με το ένα πόδι του στον τάφο»·
- είναι όλοι στο πόδι, είναι όλοι έντονα ενεργοποιημένοι: «απ’ την ώρα που μαθεύτηκε πως ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί την πόλη μας, είναι όλοι στο πόδι για να του ετοιμάσουν θριαμβευτική υποδοχή»·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έφαγα τα πόδια μου, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως από πολύωρο περπάτημα: «έφαγα τα πόδια μου, καθώς έψαχνα να σε βρω από μπαράκι σε μπαράκι»·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, έτρεξε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που έδινε την εντύπωση από μακριά πως τα πόδια του ακουμπούσαν στον ώμο του: «έκανε τέτοιο τρέξιμο, όταν τον κυνήγησαν οι αστυνομικοί, που έφτασαν τα πόδια στον ώμο του»·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει καλό πόδι (για ποδοσφαιριστές) έχει πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ: «όλα τα φάουλ τα χτυπάει ο τάδε, γιατί έχει καλό πόδι»·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φιλοσοφεί»·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- ζωγραφίζει με τα πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία την μπάλα, είναι δεινός μπαλαδόρος: «ο τάδε είναι άπιαστος παίχτης κι έρχονται στιγμές που ζωγραφίζει με τα πόδια». Ίσως αναφορά στον καλλιτέχνη που, λόγω ελλείψεως των χεριών του, απόκτησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει με το πόδι·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει κάπου που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπάς σ’ αυτό το κέντρο, θα σου κόψω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα πόδια·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω αυστηρά, αν ξανακάνει κάτι που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα πόδια·
- κεντάει με τα πόδια, βλ. φρ. ζωγραφίζει με τα πόδια·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- κόπηκαν τα πόδια μας ή μας κόπηκαν τα πόδια, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας: «απ’ τη στιγμή που φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, κόπηκαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε με πεσμένο το ηθικό»·
- κόπηκαν τα πόδια μου ή μου κόπηκαν τα πόδια, α. κουράστηκα υπερβολικά, εξαντλήθηκα, με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου: «κόπηκαν τα πόδια μου, μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα τον άλλον να τραβάει το μαχαίρι του, μου κόπηκαν τα πόδια». γ. αποθαρρύνθηκα: «όταν έμαθα το ποσό που έπρεπε να διαθέσω για ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου κόπηκαν τα πόδια κι έκανα πίσω»·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο»·
- κουλάθηκε το πόδι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’δωσε τόσο δυνατή κλοτσιά, που κουλάθηκε το πόδι μου»·
- κούνα τα πόδια σου! βλ. συνηθέστ. πάρε τα πόδια σου(!)·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
- λιώνει στα πόδια του, α. εξαντλείται καθημερινά, ιδίως από χρόνια ασθένεια, χωρίς όμως να μένει στο κρεβάτι του: «λιώνει στα πόδια του απ’ την κακιά και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα». β. κουράζεται καθημερινά υπερβολικά: «λιώνει κάθε μέρα στα πόδια του για να τα φέρει βόλτα στο φτωχικό του». γ. υποφέρει αβάσταχτα από ερωτικό πόθο που δεν έχει ανταπόκριση: «λιώνει στα πόδια του ο δόλιος για πάρτη της κι αυτή ούτε που νοιάζεται»·
- λύγισαν τα πόδια μου, α. δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο το βάρος που κουβαλούσα, και κατέρρευσα: «είχα παραφορτωθεί και κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου». β. εξουθενώθηκα στην κούραση από πολύωρη ορθοστασία και δεν μπόρεσα να μείνω άλλο όρθιος: «κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου περιμένοντάς την, γι’ αυτό πήγα και κάθισα στο παγκάκι»·
- λύθηκαν τα πόδια του, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, μετά από ένα διάστημα άρχισε να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «λίγη ώρα μετά την είσοδο του παίχτη στον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα από τις πρώτες πάσες που δέχτηκε απ’ τους συμπαίχτες του, λύθηκαν τα πόδια του κι άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο γήπεδο»·  
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), με ορίζει κάποιος αντικαταστάτη του ή πληρεξούσιό του, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που λείπει τ’ αφεντικό μου απ’ τη δουλειά, μ’ αφήνει στο πόδι του»·
- με τα πόδια ή με το πόδι, πεζή, ποδαράτα, περπατώντας: «ήρθα με τα πόδια, γιατί δεν έβρισκα ταξί || έφυγε με τα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα παίρναν’ και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- με το που πάτησε το πόδι του, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του, της παρουσίας του σε κάποιο χώρο: «ο νέος διοικητής, με το που πάτησε το πόδι του στο στρατόπεδο, μας πήδηξε στα καψώνια || με το που πάτησε το πόδι του ο τάδε στο μπαράκι, άρχισε τη φασαρία»·
- με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- μένω στο πόδι του, είμαι αντικαταστάτης του ή πληρεξούσιός του, τον αντικαθιστώ, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που φεύγει ο διευθυντής μας στο εξωτερικό, μένω στο πόδι του»·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα το πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι πάρα πολύ νωθρό, πάρα πολύ αργοκίνητο και, κατ’ επέκταση, που είναι τεμπέλης: «κάναμε δέκα ώρες να έρθουμε, γιατί συνόδευα τον τάδε, που, μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο || μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο και θα σου την τελειώσει το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του ·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μην κοιτάς τα στραβά πόδια μου, κοίτα την ίσια τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, α. παρεμβάλλεται με το σώμα του και εμποδίζει την κίνησή μου: «είναι που είναι μικρό το γραφείο μας, μπερδεύεται κι αυτός ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να κινηθώ με άνεση». β. ανακατεύεται στις δουλειές μου, στις υποθέσεις μου και μου δημιουργεί προβλήματα: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μπερδεύεται κάθε τόσο ανάμεσα στα πόδια μου και χάνω ένα σωρό δουλειές»·  
- μπλέκει ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου ή μπλέκεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα ξαναπάει, δε θα ξαναπεράσει από έναν χώρο: «αν ξανάρθω εγώ στο μαγαζί σου, να μου κοπούν τα πόδια»·
- να μου ξεραθούν τα πόδια ή να μου ξεραθεί το πόδι, βλ. συνηθέστ. να μου κοπούν τα πόδια·
- να σπάσεις το πόδι σου! ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ τους ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. σκατά(!)·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, περπατώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος: «όλη τη μέρα, σήμερα, έτρεχα μέσα στους δρόμους για διάφορες δουλειές και τώρα νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι»·
- ξένο πόδι, δηλώνει το άγνωστο άτομο, τον άγνωστο άνθρωπο: «στο σπίτι του δεν πατάει ποτέ ξένο πόδι»·
- ξεράθηκε το πόδι μου, δεν το νιώθω, αναισθητοποιήθηκε, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’ρθε μια πετριά στο γόνατο και ξεράθηκε το πόδι μου»·
- ξεροσταλιάζω στα πόδια μου, παραμένω για πολλή ώρα όρθιος σε ένα μέρος: «ξεροστάλιασα στα πόδια μου να σε περιμένω»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, βλ. λ. κόσμος·
- οικονομία με πήλινα πόδια, βλ. λ. οικονομία·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. λ. μυαλό·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να μην έμπλεκες μ’ αυτούς τους αλήτες για να μη σε κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. συνηθέστ. όσο πατάει η γάτα, λ. γάτα·
- πάγωσαν τα πόδια μου, βλ. φρ. πάγωσα απ’ το φόβο μου, λ. φόβος·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο·
- παίρνω πόδι, α. με διώχνουν από τη θέση εργασίας που κατέχω σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση, με διώχνουν από την υπηρεσία μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πόδι μαζί με μερικούς άλλους». β. (για δημόσιους υπαλλήλους) παίρνω δυσμενή μετάθεση: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, όσοι ήταν υποστηρικτές της προηγούμενης, πήραν πόδι σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές». γ. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «βρήκε κάποιον λεφτά και πήρα πόδι»·
- παίρνω τα πόδια μου, περπατώ, προχωρώ, ιδίως αποχωρώ από κάπου: «παιδιά, εγώ παίρνω τα πόδια μου για το σπίτι, γιατί με περιμένουν οι δικοί μου»·
- πάρε τα πόδια σου! α. περπάτα πιο γρήγορα, τάχυνε το βήμα σου, βιάσου: «άντε, πάρε τα πόδια σου, γιατί, όπως πάμε, δε φτάνουμε ούτε αύριο!». β. μάζεψε τα πόδια σου, συμμαζέψου, μην κάθεσαι απλωτά: «πάρε τα πόδια σου να περάσω»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ πόδι, α. απαιτώ κάτι έντονα, ζητώ άφοβα το δίκιο μου, επιμένω στην αξίωσή μου: «πρέπει να πατήσεις πόδι για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν». β. επιβάλλω δυναμικά τη γνώμη μου, τη θέλησή μου: «οι εργάτες πάτησαν πόδι με τις απεργίες τους κι αντικατέστησαν τον εργοδηγό τους». γ. έθιμο κατά την τελετή του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, όποιος από τους δύο νεόνυμφους προλάβει να πατήσει το πόδι του άλλου, όταν ακούγεται το ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα, αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο στην οικογένεια: «πρόσεξε μη σου πατήσει πόδι η νύφη και ξεφτιλιστείς μέσα στην εκκλησία!»·
- πατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, δεν έχω την ανάγκη βοήθειας κανενός, γιατί μπορώ και στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις: «από μικρός έχω μάθει να πατώ σταθερά στα πόδια μου και δεν είμαι σε κανέναν υποχρεωμένος»·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ το πόδι μου, πηγαίνω σε ένα μέρος, κάνω την εμφάνισή μου κάπου: «μόλις πάτησε το πόδι του στο μπαράκι, άρχισαν οι φασαρίες || δε θέλω ξανά να πατήσεις το πόδι σου στο μαγαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίχνω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πέφτω στα πόδια του, τον εκλιπαρώ, τον ικετεύω για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήθελε να τον απολύσει, έπεσε στα πόδια του, μήπως και του αλλάξει γνώμη»·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου·
- πιάστηκε το πόδι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «καθόμουν μια ώρα σταυροπόδι και πιάστηκε το πόδι μου»·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), συνάντησε κάποιο εμπόδιο, μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «όπως πήγα να σκαρφαλώσω στο φράχτη, πιάστηκε το πόδι μου σε κάτι σύρματα»·
- πίνω στο πόδι, πίνω βιαστικά: «ήπιε στο πόδι ένα σφηνάκι κι έφυγε»·
- πριονίζω τα πόδια (κάποιου), υπονομεύω, φθείρω, αποδυναμώνω κάποιον αργά και μεθοδικά, μέχρι να καταρρεύσει: «από μπροστά του ’κανε το φίλο, αλλά μυστικά και ύπουλα του πριόνιζε τα πόδια για να του φάει τη θέση»·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια μου, αγωνίζεται να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αγωνίζεται ύστερα από κάποια οικονομική ή ψυχική καταστροφή να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο του εαυτό: «προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ύστερα απ’ τη χρεοκοπία του || του στοίχισε πολύ η απιστία της γυναίκας του, αλλά η ζωή συνεχίζεται και προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του». Συνήθως μετά το πρώτο ρ. της φρ. και πιο αραιά το δεύτερο ακολουθεί το πάλι·
- ρέβει στα πόδια του, βλ. φρ. λιώνει στα πόδια του·
- ρίχνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνω τα πόδια μου, περπατώ με μεγάλη δυσκολία είτε λόγω υπερβολικής κούρασης είτε λόγω γηρατειών: «φεύγω απ’ το πρωί για τη δουλειά κι όταν γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, σέρνω τα πόδια μου || είναι τόσο ηλικιωμένος, που, όταν περπατάει, σέρνει τα πόδια του»·
- σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, α. αναστατώθηκαν όλοι από φόβο ή εξεγέρθηκαν από αγανάκτηση: «μόλις έμαθαν πως οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν κάπου στη γειτονιά τους, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι || είχε το ραδιοφωνάκι του μεσάνυχτα στη διαπασών και σηκώθηκαν όλοι στο πόδι». β. ενεργοποιήθηκαν όλοι έντονα: «σηκώθηκαν όλοι στο πόδι μέσα στην πόλη μας για την υποδοχή του πρωθυπουργού»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «έναν καφέ να την κεράσεις, σηκώνει αμέσως τα πόδια της». Από την εικόνα της γυναίκας που σηκώνει τα πόδια της κατά τη σεξουαλική πράξη για την ευκολότερη και καθολική είσοδο του πέους στον κόλπο της· βλ. και φρ. ανοίγει τα πόδια της·
- σηκώνω όλους στο πόδι, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω όλους να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι του και με τις φωνές του σήκωνε όλους στο πόδι μέσα στην πολυκατοικία»·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σκουπίζω στα πόδια του, πρόληψη, σύμφωνα με την οποία, όταν σκουπίζουν μπροστά στα πόδια κάποιου, δε θα παντρευτεί: «καλέ, μη σκουπίζεις στα πόδια του, κι είναι αρραβωνιασμένο το παλικάρι!»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, βλ. λ. χαλάκι·
- στέκομαι στα πόδια μου, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή, καταφέρνω σε μια δύσκολη στιγμή να στηριχθώ με επιτυχία στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μετά τη χρεοκοπία μου, δε γονάτισα και στάθηκα στα πόδια μου». (Λαϊκό τραγούδι: παραιτήθηκα, στα πόδια να σταθώ δε φοβήθηκα, καλύτερη δουλειά θα βρω, τ’ ορκίστηκα, παραιτήθηκα
- στέκομαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- στήθηκε στα πόδια του, α. ανέλαβε τις δυνάμεις του, ιδίως μετά από αρρώστια: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο, τον άρχισε η γυναίκα του στις κοτόσουπες και στις κρεατόσουπες και μέσα σε λίγο καιρό στήθηκε στα πόδια του». β. ξεπέρασε κάποια σοβαρή δυσκολία που είχε, ορθοπόδησε: «στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, αλλά με τον καιρό στήθηκε πάλι στα πόδια του || μπορεί να έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως βρήκε τρόπο και στήθηκε πάλι στα πόδια του». γ. προέβαλε αντίσταση, αντιστάθηκε σθεναρά: «στην αρχή δείλιασε να του αντιμιλήσει, αλλά κάποια στιγμή στήθηκε στα πόδια του και του τα ’πε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη»·
- στηρίζομαι στα πόδια μου, έχω εμπιστοσύνη, αγωνίζομαι αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις: «δε συνεταιρίζεται με κανένα, γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του»·
- στο πόδι! προσταγή για ετοιμότητα αναχώρησης: «μετά από λίγη ώρα ανάπαυλας ακούστηκε η φωνή του λοχαγού μας: στο πόδι!»·
- στο πόδι, στα όρθια, βιαστικά και πρόχειρα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και τα ’παμε στο πόδι»·
- στυλώνομαι στα πόδια μου, δυναμώνω, τονώνομαι οικονομικά ή σωματικά, αναλαμβάνω οικονομικά ή σωματικά: «βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά με τα λεφτά που μου ’δωσε ο φίλος μου, στυλώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα τη δουλειά || μετά την εγχείρηση το ’ριξα στο φαγητό και σε λίγο καιρό στυλώθηκα πάλι στα πόδια μου»·
- στυλώνω τα πόδια μου, πεισμώνω πολύ, μένω αμετακίνητος στη γνώμη μου, στην άποψή μου, υποστηρίζω τα επιχειρήματά μου, ακόμη και αν αυτά δεν είναι σωστά: «αν τύχει και στυλώσει τα πόδια του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα πολλών ζώων, ιδίως του γαϊδάρου ή του αλόγου, που, όταν πεισμώσουν, στυλώνουν μπροστά τα δυο τους πόδια και δε λένε να περπατήσουν·
- σωριάστηκε στα πόδια του, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του: «μόλις του είπαν πως χτύπησε το γιο του αυτοκίνητο, σωριάστηκε στα πόδια του»·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος ή τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «τον κακόμαθαν το μοναχογιό τους και τα θέλει όλα στα πόδια του || αυτός, αγόρι μου, δεν είναι για δουλειά, γιατί όλα στα πόδια του τα θέλει»·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του ή τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του ή τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος, που του ετοιμάζουν τα πάντα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «του έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία οι γονείς του, που τα ’χει όλα στα πόδια του»·
- τα χρυσά πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χαρακτηρισμός των ποδιών ποδοσφαιριστή που πετυχαίνει πολλά γκολ: «είναι ο πιο αγαπημένος παίχτης της ομάδας, γιατί με τα χρυσά του πόδια ανέβασε την ομάδα μας στον πίνακα της βαθμολογίας»·     
- τη βγάζω στο πόδι, στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο που έχω στη δουλειά μου, που για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βγάζω στο πόδι»·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. φρ. την πέρασα στο πόδι·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) γιατρεύτηκα χωρίς να μείνω στο κρεβάτι: «πριν από καιρό είχα μια γερή γρίπη, αλλά την πέρασα στο πόδι»·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε ολόκληρη βραδιά στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα πόδια»·
- της (του) δίνω πόδι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, διώχνω το ερωτικό μου ταίρι: «μόλις αρχίζει να του μιλάει για γάμο η γυναίκα που συνδέεται μαζί του, της δίνει πόδι»·
- το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή επειδή με καταδιώκουν, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι του, το ’βαλα στα πόδια || μόλις τους είδα να τρέχουν προς το μέρος μου, το ’βαλα στα πόδια». (Τραγούδι: τώρα κατάλαβα τα λόγια, τώρα κατάλαβα γιατί, γιατί το έβαλα στα πόδια, γιατί δεν ήρθα στη γιορτή
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) το πόδι εκείνο που χρησιμοποιεί με επιτυχία για να σημειώσει γκολ (δηλ., αν είναι δεξιός, το δεξί του πόδι, αν είναι αριστερός, το αριστερό του): «ο παίχτης έφερε την μπάλα στο καλό πόδι και σουτάρισε με δύναμη προς την αντίπαλη εστία»·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, διανύω μια απόσταση με τα πόδια, πεζοπορώ: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, το ’κοψα με τα πόδια για το σπίτι»·
- τον αφήνω στο πόδι μου, τον αφήνω αντικαταστάτη μου ή πληρεξούσιό μου: «επειδή έλειψα δυο βδομάδες απ’ τη δουλειά μου, τον άφησα στο πόδι μου να επιβλέπει τους εργάτες»·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. φρ. τον αφήνω στο πόδι μου·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, τον συναντώ συνέχεια μπροστά μου, ιδίως ως εμπόδιο: «τι κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όπου κι αν πάω, τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου και καθυστερώ να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- τον έστησα στα πόδια του, τον σήκωσα όρθιο και τον υποχρέωσα να πατήσει στα πόδια του: «επειδή ο γιατρός μας συνέστησε πως ο άρρωστος πρέπει να περπατάει, τον σήκωσα απ’ το κρεβάτι του και τον έστησα στα πόδια του»·
- τον έχω ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. φρ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- τον έχω στο ένα πόδι, τον ελέγχω απόλυτα, τον έχω υποχείριό μου: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που τον έχει στο ένα πόδι». Συνών. τον έχω σούζα·
- τον έχω στο πόδι, τον έχω σε διαρκή ετοιμότητα: «μόλις του πεις τ’ όνομά μου, θα σ’ εξυπηρετήσει αμέσως, γιατί του μίλησα για σένα και τον έχω στο πόδι»·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, α. τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον αναγκάζω να υποκύψει, να γίνει πειθήνιος ή ακίνδυνος: «ήταν ο πιο τσαμπουκάς της παρέας μας, αλλά, μόλις ήρθε ο τάδε, του ’βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τον έκανε αρνάκι». β. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να ενεργοποιηθεί έντονα, κάτι που δεν έκανε προηγουμένως: «όσο ήταν ο παλιός διευθυντής, το εργοστάσιο ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε, μόλις ήρθε όμως ο καινούριος, τους έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, του περιορίζω την ελεύθερη διακίνησή του και, κατ’ επέκταση, τον καταπιέζω, ιδίως για να τον σωφρονίσω: «είναι άνθρωπος που κανείς δεν μπορεί να του βάλει το πόδι του στο γύψο». Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 και η πατρότητά της ανήκει στο δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο·
- του δίνω πόδι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «όποιος απ’ τους υπαλλήλους του κάνει κοπάνα, του δίνει αμέσως πόδι»·
- του κόβω τα πόδια, τον εμποδίζω, ιδίως τον αποθαρρύνω να πραγματοποιήσει κάτι: «ήθελε ν’ ανοίξει τη δουλειά του και στο χώρο των ηλεκτρονικών, αλλά του ’κοψα τα πόδια, γιατί υπάρχει κρίση»·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πάνω στην προσπάθειά του να αποσπάσει την μπάλα από τον αντίπαλο παίχτη, τον κλότσησε στα πόδια και τον σώριασε κάτω: «μόλις ο επιθετικός τον προσπέρασε, ο αντίπαλος αμυντικός του πήρε τα πόδια»·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρέμουν τα πόδια μου, α. δεν μπορώ να μείνω άλλο όρθιος ή νηστικός, γιατί εξουθενώθηκα από την κούραση, την πολύωρη ορθοστασία ή την πείνα: «μόλις ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου, βρήκα μια θέση και θρονιάστηκα του καλού καιρού || δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί τρέμουν τα πόδια μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις αγρίεψε ο άλλος και κινήθηκε εναντίον μου, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου»·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρώω στο πόδι, τρώω βιαστικά και πρόχειρα: «όταν έχω πολλή δουλειά τρώω στο πόδι, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στο εστιατόριο»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φιλώ πόδια, ταπεινώνομαι για να πετύχω κάτι: «φίλησε πόδια προκειμένου να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου , βλ. λ. έδαφος·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. φρ. χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο.

πόλεμος

πόλεμος, ο, ουσ. [<αρχ. πόλεμος], ο πόλεμος. 1. η περίοδος που διαρκεί η εμπόλεμη κατάσταση: «γεννήθηκε στον πόλεμο». 2. η συντονισμένη  προσπάθεια εναντίον κάποιου ή ενάντια σε κάτι: «η εφορία εξαπέλυσε πόλεμο κατά  των φοροφυγάδων || η κυβέρνηση εξαπέλυσε πόλεμο κατά των ναρκωτικών || ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα ενταθεί, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος». 3. έντονη λεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «ο πόλεμος ύβρεων μεταξύ των διαφωνούντων ανάγκασε τον πρόεδρο να διακόψει τη συνεδρίαση». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- ακήρυχτος πόλεμος, α. εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ δυο κρατών που δεν έχει αναγγελθεί, κηρυχθεί επίσημα: «τα δυο κράτη ταλανίζονταν χρόνια από τον ακήρυχτο πόλεμο, που είχε ξεσπάσει ανάμεσά τους». β. εχθρικές και ύπουλες ενέργειες που έχουν σκοπό να βλάψουν κάποιον: «μεταξύ των δυο οικογενειών έχει ξεσπάσει ένας ακήρυχτος πόλεμος για τα περιουσιακά»· 
- άναψε ο πόλεμος, γενικεύτηκε, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «μόλις μπήκε η άνοιξη άναψε ο πόλεμος»·
- ανοίγω πόλεμο (σε κάποιον), βρίσκομαι σε συνεχή προσπάθεια για την εξουδετέρωση κάποιου: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο τάδε τον κατηγόρησε, του άνοιξε πόλεμο και δε θα ησυχάσει, αν δεν τον διώξει απ’ τη δουλειά του»·
- βρόμικος πόλεμος, η χρησιμοποίηση αθέμιτων ή απάνθρωπων μέσων για την εξουδετέρωση κάποιου: «δε θα πετύχεις τίποτα με το βρόμικο πόλεμο, γιατί ο άνθρωπος είναι εγνωσμένης αξίας || ο βρόμικος πόλεμος του Βιετνάμ || ο βρόμικος πόλεμος του Ιράκ»·
- έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «κάποιος πέταξε ένα υπονοούμενο κι όταν αρπάχτηκαν οι δυο παρέες στα χέρια, έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα στο μαγαζί». Αναφορά στο καταστροφικότατο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Βιετνάμ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε Λίβανος / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·  
- έχουμε πόλεμο, βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση ή βρισκόμαστε σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον ή κάποιους: «όλοι οι νέοι τρέχουν να καταταγούν στο στρατό, γιατί έχουμε πόλεμο || με τον τάδε έχουμε πόλεμο, γιατί φερόμαστε και οι δυο ως κάτοχοι του ιδίου οικοπέδου»· βλ. και φρ. κάνουμε πόλεμο·
- ήχησαν τα τύμπανα του πολέμου, βλ. λ. τύμπανο·
- θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειας μου στο στόμα σου, θα γίνει δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Βιετνάμ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας. Ακούγεται και Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος·
- ιερός πόλεμος, ο πόλεμος που γίνεται εναντίον των απίστων στο όνομα του Θεού και με την ευλογία του Θεού: «οι Παλαιστίνιοι απειλούν το Ισραήλ με ιερό πόλεμο || οι Ιρακινοί κήρυξαν ιερό πόλεμο κατά των Άγγλων και των Αμερικάνων κατακτητών»·  
- κάνουμε πόλεμο, βρισκόμαστε σε έντονο συναγωνισμό, σε έντονη άμιλλα: «κάνουμε πόλεμο μεταξύ μας για το ποιος θα παραδώσει την ποιο τέλεια δουλειά»· βλ. και φρ. έχουμε πόλεμο·
- κάνω πόλεμο, πολεμώ εναντίον κάποιου: «η Τουρκία ήθελε να κάνει πόλεμο με την Ελλάδα». (Δημοτικό τραγούδι: μήνα σε γάμο ρίχνονται (ενν. οι ντουφεκιές) μήνα σε χαροκόπι; Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι. Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια) ·
- μη πόλεμος! προτροπή σε κάποιους που φιλονικούν να μονοιάσουν: «αμάν, ρε παιδιά, εσείς είστε φίλοι, μη πόλεμος!». Αναφορά στη χαρακτηριστική φρ. του Αντρέα Παπανδρέου·
- μου κάνει ψυχρό πόλεμο, κρατάει απέναντί μου μια συγκαλυμμένη εχθρική στάση και χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα να με εξουδετερώσει ή να κάμψει σταδιακά το ηθικό μου, χωρίς να έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση ή σύγκρουση μαζί μου: «απ’ τη μέρα που πήρα προαγωγή, μου κάνει ψυχρό πόλεμο, γιατί θεωρούσε τη θέση αυτή δική του»·
- ο πόλεμος της αφίσας, βλ. λ. αφίσα·
- ο πόλεμος της μαρκίζας, βλ. λ. μαρκίζα·
- παίζω πόλεμο (με κάποιον), έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, ανοίγουμε διαμάχη ή πιανόμαστε στα χέρια: «αν τολμήσει να πει έστω και μια κουβέντα, θα παίξουμε πόλεμο». Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι του πετροπόλεμου·
- πήρε τον πόλεμο, νίκησε: «αν και ο εχθρός υπερτερούσε σε δυνάμεις, ο στρατός μας πήρε τον πόλεμο». (Λαϊκό τραγούδι: μου κέρδισες τη μάχη μου πήρες και τον πόλεμο μ’ αυτό το λάγνο βλέμμα σου το καθαρόαιμο
- πόλεμος εντυπώσεων, αντιπαράθεση δυο ατόμων ή δυο ομάδων με μόνο σκοπό τον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης: «κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν επιδοθεί σ’ έναν πόλεμο εντυπώσεων λόγω των επικείμενων εκλογών»·
- πόλεμος λάσπης, προσπάθεια σπίλωσης ατόμου με αισχρές συκοφαντίες: «επειδή ορισμένοι δε θέλουν ν’ ανέβει ο τάδε στην ιεραρχία του κόμματος, έχουν εξαπολύσει εναντίον του πόλεμο λάσπης»·
- πόλεμος νεύρων, συνεχής προσπάθεια με τη χρήση διαφόρων ψυχολογικών μεθόδων για την κάμψη του ηθικού κάποιου: «στο τέλος απέδωσε ο πόλεμος νεύρων εναντίον του, γιατί ο τάδε, μη αντέχοντας άλλο, υπέβαλε την παραίτησή του»·
- πόλεμος χαρακωμάτων, α. που διεξάγεται μέσα από τα χαρακώματα: «ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε πόλεμος χαρακωμάτων». β. αντιπαράθεση μεταξύ δυο ατόμων ή δυο ομάδων, χωρίς άμεση ρήξη, όπου επιδιώκεται η σταδιακή φθορά του αντιπάλου: «η αντιπολίτευση έχει επιδοθεί σ’ ένα πόλεμο χαρακωμάτων, προσπαθώντας να φέρει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση»·
- πρώτος πόλεμος ή δεύτερος πόλεμος, για συντομία, η διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου ή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου: «στον πρώτο πόλεμο ήμουν δέκα πέντε χρονών και θυμάμαι πολλά γεγονότα || ο δεύτερος πόλεμος, όπως και ο πρώτος, προκλήθηκε απ’ τη Γερμανία»·
- του κάνει πόλεμο λάσπης, προσπαθεί να σπιλώσει άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αισχρές συκοφαντίες: «επειδή έχουν παλιές διαφορές, του κάνει πόλεμο λάσπης για να τον εκθέσει»·
- του κάνω πόλεμο, διάκειμαι εχθρικά απέναντί του και προσπαθώ να του κάνω κακό: «όποτε βρω ευκαιρία, του κάνω πόλεμο αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι μεγάλος παλιάνθρωπος»·
- του κάνω πόλεμο νεύρων, με συνεχή χρήση διάφορων ψυχολογικών μεθόδων προσπαθώ να κάμψω το ηθικό του: «αν εξακολουθήσεις να του κάνεις πόλεμο νεύρων, στο τέλος θα υποκύψει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα ’ρθω πάλι να στα ψάλλω, ίσως μυαλό λιγάκι να σου βάλω, τον πόλεμο των νεύρων που μου κάνεις,εσύ μικρή μου πρώτη θ’ αποκάνεις
- χάνω τον πόλεμο, α. νικιέμαι: «ευτυχώς που η ναζιστική Γερμανία έχασε τον πόλεμο». (Τραγούδι: στρατιώτη, αν θες τη μάχη μα κερδίσεις, μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις, όποιος το γυρισμό σκοπό δεν κάνει, στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει).β. χάνω κάποια υπόθεση: «όταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, έχασα τον πόλεμο κι αναγκάστηκα να τον αποζημιώσω»·
- ψυχρός πόλεμος, σύγκρουση που δεν εκδηλώνεται καθαρά, αλλά υποφώσκει, εχθρική στάση που χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα, για να πραγματοποιήσει την εξουδετέρωση του αντιπάλου, ιδίως για να κάμψει σταδιακά το ηθικό του, χωρίς να χρησιμοποιεί ένοπλη βία: «μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησε μεγάλη περίοδος ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις».

ποτήρι

ποτήρι, το, ουσ. [<μσν. ποτήριν <αρχ. ποτήριον], το ποτήρι. 1. το περιεχόμενο του ποτηριού: «βάλε μου να πιω ένα τελευταίο ποτήρι και να φύγω». (Λαϊκό τραγούδι: ζητάς μεζέ, γουστάρεις και ποτήρι και μένα μες τα καπηλειά μ’ αφήνεις ξεροσφύρι). 2. η υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, η οινοποσία: «τον κατάστρεψε το ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: κόλπα όμορφα σκαρώνει ο Αγαθοκλής, στο χορό και στο ποτήρι είναι μερακλής).Υποκορ. ποτηράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα ένα ποτηράκι, ακόμα ένα τραγουδάκι). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- αγαπάει το ποτήρι ή τ’ αγαπάει το ποτήρι, του αρέσει να πίνει οινοπνευματώδη ποτά: «δεν μπορώ να πω ότι είναι κανένας μπεκρής, αλλά τ’ αγαπάει το ποτήρι»·
- άνθρωπος του ποτηριού, βλ. λ. άνθρωπος·
- βλέπει το ποτήρι μισοάδειο, γενικά είναι απαισιόδοξος: «με την παραμικρή του ατυχία φέρνει αμέσως την καταστροφή, γιατί πάντα βλέπει το ποτήρι μισοάδειο»·
- βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, γενικά είναι αισιόδοξος: «και στη μεγαλύτερη δυσκολία δε χάνει το κέφι του, γιατί είναι απ’ αυτούς που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- είναι γερό ποτήρι, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο ποτό, γιατί είναι γερό ποτήρι»·
- είναι δυνατό ποτήρι, βλ. φρ. είναι γερό ποτήρι·
- είναι να την πιεις στο ποτήρι, είναι πολύ όμορφη, πολύ λαχταριστή, πολύ ποθητή: «έχει μια κόρη ο τάδε, που είναι να την πιεις στο ποτήρι»·
- είναι τρύπιο ποτήρι, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανείς να τον παραβγεί στο ποτό, γιατί είναι τρύπιο ποτήρι και τους μεθάει όλους». Από την εικόνα του πότη που αδειάζει συνέχεια το ποτήρι του, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως το ποτήρι του είναι τρύπιο. Το άτομο αυτό, πολλές φορές, μόλις αδειάζει το ποτήρι του, το σηκώνει επιδεικτικά και κοιτάζει, χάριν αστεϊσμού, απορημένο τον πάτο του ποτηριού, ψάχνοντας δήθεν να βρει ή να δει την τρύπα του ποτηριού·
- εις υγεία(ν) των ερώτων, στο ποτήρι μας το πρώτον, βλ. λ. υγεία·
- η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, βλ. λ. σταγόνα·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, θα υποστώ, θα υπομένω και αυτή την οδυνηρή κατάσταση ή περίπτωση που μου έτυχε: «δεν το περίμενα πως θα μπορούσε ποτέ να με προδώσει ο καλύτερος φίλος μου, όμως θα πιω κι αυτό το ποτήρι»·
- ξεχείλισε το ποτήρι, δενμπορώ να κάνω άλλο υπομονή, δεν αντέχω περισσότερο να ανέχομαι τις αδικίες, τις παρατυπίες ή την κακή διαγωγή κάποιου σε βάρος μου ή σε βάρος άλλου ή άλλων: «αν συνεχίσεις αυτή την γκρίνια, θα χωρίσουμε, γιατί ξεχείλισε το ποτήρι || από δω και πέρα, όποιος τολμήσει να κοροϊδέψει ξανά αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο, θα ’χει να κάνει καλά μαζί μου, γιατί ξεχείλισε το ποτήρι»·
- πικρό ποτήρι, οποιαδήποτε οδυνηρή περίπτωση ή κατάσταση τυχαίνει σε κάποιον: «πέρασε πολλά στη ζωή του, αλλά, όταν έμαθε πως ο γιος του πιάστηκε για κατάχρηση, δεν άντεξε κι αυτό το πικρό ποτήρι κι αυτοκτόνησε». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα ’χασα στον κόσμο έχω πια καταστραφεί και το πιο πικρό ποτήρι για μια γυναίκα το ’χω πιει). Πρβλ.: ἀπελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο·
- πίνουμε ένα (κάνα) ποτήρι (ποτηράκι), λέγεται σε περιπτώσεις οινοποσίας ή γενικά σε περιπτώσεις που πίνουμε με κάποιον οινοπνευματώδες ποτό, και ταυτίζεται με την έννοια της συντροφικής οινοποσίας, της παρέας, της συγκέντρωσης φίλων: «έλα απ’ το σπίτι το βράδυ, γιατί έχω καλέσει κι άλλους φίλους, να πιούμε ένα ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: Σαββατοκύριακο του κόσμου πανηγύρι, Σαββατοκύριακο ανάσα της ζωής, πάμε, κορίτσι μου, να πιούμε ένα ποτήρι,πάμε ν’ ακούσουμε μπουζούκι να χαρείς // αυτά με καταστρέψανε και μ’ άφησαν μπατίρη, τώρα δεν έχω δίφραγκο να πιω κάνα ποτήρι
- πίνω το πικρό ποτήρι, υπομένω κάποια οδυνηρή κατάσταση ή περίπτωση που μου έτυχε: «πίνω το πικρό ποτήρι της χρεοκοπίας του γιου μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα χέρια μου σε παίρνουν και στα χείλη μου μου φέρνουν το πικρότερο ποτήρι και να το πιω δίχως αναπνοή
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνω το ποτήρι, βλ. φρ. υψώνω το ποτήρι·
- στραγγίζω το ποτήρι, δεν αφήνω ούτε σταγόνα από το νερό ή το ποτό που υπάρχει μέσα στο ποτήρι, το πίνω όλο: «διψούσε τόσο πολύ, που στράγγιξε το ποτήρι»·
- το ρίχνω στο ποτήρι, αρχίζω να πίνω, ιδίως λόγω διάφορων προβλημάτων: «κάθε φορά που έχει προβλήματα, το ρίχνει στο ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε πάλι στο ποτήρι θα το ρίξω και στο μεθύσι το γλυκό θα ζαλιστώ και τα φαρμάκια μου μέσα σ’ αυτό θα πνίξω για να μπορέσω μια στιγμή να ξεχαστώ
- τραβώ το ποτήρι μου (το ποτηράκι μου), πίνω το περιεχόμενο του ποτηριού, που είναι πάντοτε αλκοόλ και συνήθως ούζο ή κρασί: «κάθε βράδυ πηγαίνει στην ταβέρνα και τραβάει τα ποτηράκια του». (Λαϊκό τραγούδι: δε με συγκινούν αγάπες, φτάνει να καλοπερνώ· κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου
- τρικυμία σε ποτήρι, λέγεται ειρωνικά για ασήμαντη υπόθεση ή για ασήμαντο εμπόδιο στο οποίο δίνει κάποιος διαστάσεις χωρίς λόγο: «μα επειδή σου έφυγε ένας εργάτης, θέλεις να σταματήσεις τη δουλειά; Τρικυμία σε ποτήρι, φίλε μου»· 
- φίλοι του ποτηριού, λέγεται ειρωνικά για τις πρόσκαιρες και επιπόλαιες φιλίες που δημιουργούνται πίνοντας μέσα στα μπαρ και τις ταβέρνες: «οι φίλοι του ποτηριού πολλές φορές είναι μόνο για μια νύχτα». Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναπτυχθεί μεταξύ ανθρώπων που πίνουν μεγάλες και δυνατές φιλίες. Συνών. φίλοι της κούπας / φίλοι της ταβέρνας / φίλοι του καφενείου / φίλοι του μπαρ·
- υψώνω το ποτήρι μου, πίνω εις υγείαν κάποιου ή κάποιων, κάνω πρόποση: «μόλις υπόγραψαν τα συμβόλαια, ύψωσαν όλοι τα ποτήρια τους κι ευχήθηκαν καλά κέρδη».

πουτάνα

πουτάνα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. πουτάνα <ιταλ. puttana <putta)]. 1. η πόρνη: «έφυγε μικρή απ’ το σπίτι της, κι αντί να βρει κάποια δουλειά και να ζήσει τίμια, πήγε κι έγινε πουτάνα». (Λαϊκό τραγούδι πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Γιώργος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα). 2. γυναίκα πονηρή, έξυπνη, καπάτσα: «την παραδέχομαι αυτή τη γυναίκα, γιατί είναι πολύ πουτάνα στη δουλειά της!». 3. γυναίκα ανήθικη, άτιμη, μπαμπέσα, ύπουλη: «μπορεί να σου ’δωσε το λόγο της, αλλά μην την πιστεύεις, γιατί είναι πουτάνα και θα σε ρίξει». 4. λέγεται και για άντρα: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι μεγάλη πουτάνα». 5α. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα, αλλά και σε άντρα: «ουστ από δω, πουτάνα, που μας έκανες άνω κάτω!». β. εκστομίζεται ως βρισιά σε κάτι: «αχ, βρε πουτάνα, φτώχεια, ως πότε θα με βασανίζεις!». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν το κλάμα μου μουντό σαν κάτι να ’θελα να πω, μα δε με νιώσανε, μια λυπημένη αναπνοή για την πουτάνα τη ζωή, που μου χρεώσανε). 6. φιλική ή απειλητική προσφώνηση σε γυναίκα, αλλά και σε άντρα: «έλα δω, ρε πουτάνα, πού χάθηκες τόσον καιρό; || όποια πουτάνα πήρε τον αναπτήρα μου, να μου τον δώσει αμέσως!». Υποκορ. πουτανίτσα, η κ. πουτανάκι κ. πουτανίδιο, το (βλ. λ.). Μεγεθ. πουτανάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι (ενν. τότε θα κόψει κι αυτός κάτι που του έχει γίνει έξη), ειρωνική έκφραση πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδύνατο να αποβάλει κάτι που του έχει γίνει έξη: «αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι, τότε θα κόψει κι αυτός το τσιγάρο (το ποτό, το ξενύχτι, τα χαρτιά, κ.ά.)». Συνών. αν κόψει ο παπάς τα γένια του· με τη λ. πουτάνα υπάρχει και το παρακάτω λογοπαίγνιο που είναι και δημοτικό τραγούδι: μωρή πού τα μωρή πού τα μωρή πού τα ’βρες τα λεφτά, πήγα και γά- πήγα και γά- πήγα και γάζωσα βρακιά όπου το λογοπαίγνιο γίνεται με τη συγκοπή πού τα της φρ. πού τα ’βρες που παραπέμπει στη λ. πουτάνα και στη συγκοπή γά- της λ. γάζωσα που παραπέμπει στη λ. γάμησα. Παρόμοιο λογοπαίγνιο υπάρχει και με τη λ. κερί (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουτάνας, βλ. λ. άνθρωπος·
- αρσενικιά πουτάνα, α. άντρας με συμπεριφορά πουτάνας, ανήθικος, μπαμπέσης, ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτή την αρσενικιά πουτάνα που κάνεις παρέα, γιατί δεν έχει καθόλου μπέσα». β. άντρας που πηγαίνει αδιακρίτως με κάθε γυναίκα αντί χρηματικού ποσού: «αυτή η αρσενικιά πουτάνα δε λέει όχι ούτε και σε ογδοντάρα, αρκεί να πέσει το παραδάκι». γ. άντρας που δέχεται για ένα χρονικό διάστημα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη επί χρήμασι χωρίς να είναι πούστης: «η κάθε φυλακή έχει και την αρσενικιά πουτάνα της, που, μόλις αποφυλακίζεται, επανέρχεται στ’ αντρικά του καθήκοντα»·
- γαμώ την πουτάνα μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «όλα τα δύσκολα, γαμώ την πουτάνα μου, σε μένα τυχαίνουν!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την πουτάνα σου! ή σου γαμώ την πουτάνα! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί, γαμώ την πουτάνα σου, την κάνεις συνέχεια κοπάνα απ’ τη δουλειά! || σου γαμώ την πουτάνα, αν ξαναπειράξεις την κόρη μου!». Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·  
- γκραν  πουτάνα, η πολύ μεγάλη πουτάνα: «έμπλεξε με μια γκραν πουτάνα και κοντεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- έγινε της πουτάνας, βλ. φρ. έγινε της πουτάνας το κάγκελο·
- έγινε της πουτάνας το κάγκελο, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν τα κορίτσια του στριπτιζάδικου να κάνουν στριπτίζ, έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια κι έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «όταν άνοιξαν οι πόρτες του γηπέδου, έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέχρι να μπούμε μέσα». Από το θόρυβο που δημιουργούσε παλιότερα η μαρίδα της γειτονιάς κρεμασμένη στα κάγκελα της αυλής της μονοκατοικίας, όπου εκδιδόταν η πουτάνα. Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- έγινε της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. φρ. έγινε της πουτάνας το κάγκελο. Από τη συνήθεια που είχαν παλιότερα οι λαϊκές πόρνες, που εκδίδονταν σε παλιές συνήθως μονοκατοικίες, να έχουν στη μέση του δωματίου ένα μαγκάλι για να ζεσταίνει το δωμάτιο τις κρύες μέρες του χειμώνα, εξαιτίας του οποίου όμως ήταν φορές που τα άτομα δηλητηριάζονταν από τις αναθυμιάσεις, πράγμα που επέφερε στη συνέχεια μεγάλη αναστάτωση·
- είναι παλιά πουτάνα, (και για τα δυο φύλα) έχει μεγάλη πείρα στη ζωή: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί είναι παλιά πουτάνα»·
- είναι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- είναι πουτάνα στην ψυχή, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος (και αν είναι γυναίκα, ανεξάρτητα από την ηθική της) είναι πολύ κακό: «μπορεί να είναι όμορφος άντρας, αλλά είναι πουτάνα στην ψυχή || παρόλο που είναι όμορφη γυναίκα, είναι πουτάνα στην ψυχή»·  
- είναι πουτάνας γιος, α. είναι αισχρός, ανήθικος, γεμάτος κακές συνήθειες και ελαττώματα: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι πουτάνας γιος και εκτίθεσαι στη γειτονιά». β. είναι πανέξυπνος και για το λόγο αυτό επικίνδυνος για οποιαδήποτε σχέση: «πρόσεχε στη δουλειά που κάνεις με τον τάδε, γιατί είναι πουτάνας γιος και δεν ξέρεις πότε και από πού θα στη φέρει»·
- η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. συνηθέστ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λ. διάβολος·
- η πουτάνα του χωριού, λέγεται για γυναίκα που είναι επιρρεπής στα σεξουαλικά, που δίνεται με μεγάλη ευκολία στους άντρες, που τη συναναστρέφονται για ευνόητους λόγους: «εμείς στην παρέα μας δεν έχουμε πρόβλημα από γυναίκα, γιατί έχουμε την πουτάνα του χωριού». Από το ότι, όπως σχεδόν κάθε χωριό έχει τον τρελό του, υποτίθεται πως έχει και την πουτάνα του· βλ. και φρ. ο τρελός του χωριού, λ. τρελός·  
- θα γίνει της πουτάνας, βλ. φρ. θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο·
- θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν τολμήσεις να πειράξεις ξανά τα κορίτσια της γειτονιάς μου, θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «αύριο το βράδυ θα πάω στο γάμο του τάδε, γιατί, όπως μου είπαν, θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα γίνει της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. φρ. θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο·
- κακιά πουτάνα, (και για τα δυο φύλα) που είναι ενοχλητικός, ιδιότροπος, στρυφνός: «πρόσεχε, γιατί είναι κακιά πουτάνα και θα ’χεις μπερδέματα μαζί του»·
- κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού, δηλώνει πως δεν αντέχεται η γυναίκα που μιλάει πολύ, ιδίως με αυθάδεια, με θρασύτητα: «Θεός να σε φυλάει, παιδάκι μου, από γλωσσού γυναίκα γι’ αυτό, κάλλιο πουτάνα, παρά γλωσσού»·
- κόβει η πουτάνα το γαμήσι; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που κάποιος μας δίνει την εντύπωση ή την υπόσχεση ότι έχει διορθώσει κάποια κακή συμπεριφορά του, ότι έχει ξεχάσει κάποια κακή συνήθειά του, αλλά τα γεγονότα αποδεικνύουν το αντίθετο: «μα είσαι τόσο χαζός και πίστεψες πως θα κόψει τα χαρτιά, βρε κόβει η πουτάνα το γαμήσι;»·
- κρυφή πουτάνα, α. (και για τα δυο φύλα) που είναι επικίνδυνος, ύπουλος, δόλιος, που ξεγελάει με την εμφάνισή του, με το παρουσιαστικό του, γιατί εμπνέει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε πολύ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κρυφή πουτάνα και δεν ξέρεις πότε θα στη φέρει». β. λέγεται ειρωνικά ή και θαυμαστικά για άτομο για το οποίο ανακαλύπτουμε ξαφνικά ελαττώματα ή και προτερήματα που δε γνωρίζαμε προηγουμένως: «πού να ’ξερα πως ήταν κρυφή πουτάνα και πως θα προσπαθούσε να με παρασύρει και μένα στα ναρκωτικά! || κι όμως, χωρίς τη βοήθεια κανενός τέλειωσε την πιο δύσκολη δουλειά. -Κρυφή πουτάνα, έτσι!». Συνών. κρυφός πούστης·
- μάθανε πως είμαστε πουτάνες, πλακώσανε οι γαμιάδες, βλ. λ. γαμιάς·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας  μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, βλ. λ. μούτρο·
- όπου χτυπά καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, έκφραση απελπισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε·
- πουτάνα Πατρινιά, α. χαρακτηρίζει την πολύ μεγάλη πουτάνα: «μην μπλέξεις μαζί της, γιατί είναι γνωστή πουτάνα Πατρινιά και θα ’χεις μπλεξίματα». β. υβριστική ή και φιλική προσφώνηση σε γυναίκα αλλά και σε άντρα: «ουστ από δω, μωρή πουτάνα Πατρινιά || έλα δω, ρε πουτάνα Πατρινιά, και σε ψάχνω όλη τη μέρα». Αναφορά σε πολύ μεγάλη πουτάνα που η καταγωγή της ήταν από την Πάτρα·  
- πουτάνες στα κρεβάτια σας! α. επιθετική επιφωνηματική έκφραση ατόμου, καθώς εισβάλλει απότομα σε ένα χώρο προτρέποντας τους πάντες να καθίσουν ήσυχα στις θέσεις τους. β. λέγεται και με επιθετική διάθεση, όταν ξαφνικά κάποιος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων: «τώρα που μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου, πουτάνες στα κρεβάτια σας!». γ. λέγεται και με παικτική διάθεση εν είδει χαιρετισμού από κάποιον που εισβάλλει απότομα στο χώρο που είναι μαζεμένη η παρέα του·
- στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε ή στην πουτάνα πουτανιές δε χωράνε, σε έναν έξυπνο άνθρωπο δεν έχουν πέραση οι εξυπνάδες, ένας έξυπνος άνθρωπος δεν ξεγελιέται εύκολα από δόλιες, από μπαμπέσικες πράξεις: «εγώ είμαι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι και μην προσπαθήσεις να με ρίξεις, γιατί στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε»·
- του γαμώ την πουτάνα, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή, κάθε φορά που μεθούσε, έδερνε τη γυναίκα του, τον έπιασε ο κουνιάδος του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πουτάνα». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις ο πατέρας του τον είδε μεθυσμένο, του γάμησε την πουτάνα || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την πουτάνα». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.  

πούτσος

πούτσος κ. μπούτσος, ο κ. πούτσα κ. μπούτσα, η, ουσ. [<ίσως από το σλαβ. butsa (= εξόγκωμα, προεξοχή)· κατ’ άλλους από το αρχ. ουσ. πόσθη], το αντρικό σεξουαλικό όργανο, το πέος: «έχει έναν πούτσο, που είναι σαν αγγούρι». Με τη λ. γίνεται και το εξής λογοπαίγνιο. Αυτός που κουβεντιάζει με κάποιον, αλλάζει εντελώς ξαφνικά την κουβέντα και του λέει: σε ζητούσε ο Ηρακλής. -Ποιος Ηρακλής; -Ο πούτσος μου ο μερακλής· βλ. και λ. Φούφουτος. (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- δε δίνω έναν πούτσο, αδιαφορώ τελείως για κάποιον ή για κάτι: «απ’ τη στιγμή που δεν άκουγες τις συμβουλές μου, τώρα δε δίνω έναν πούτσο για το τι θα κάνεις»·
- δε θέλω κεχαγιά στον πούτσο μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στον πούτσο μας, βλ. φρ. κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει στρούγκα ή είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει τυροπωλείο, βλ. λ. τυρί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. φρ. μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι·
- έφαγα έναν πούτσο ή έφαγα τον πούτσο μου, απέτυχα να πραγματοποιήσω το σκοπό που επιδίωκα: «της έκανα πρόταση να τα φτιάξουμε κι έφαγα έναν πούτσο || προσκόμισα όλα τα δικαιολογητικά για να πάρω τη θέση που είχε προκηρυχτεί, αλλά στο τέλος έφαγα τον πούτσο μου»·
- θα μας κλάσεις τον πούτσο ή θα μου κλάσεις τον πούτσο, δε θα μου κάνεις τίποτα, δεν μπορείς να με βλάψεις, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να μου κάνεις κάτι, σε πληροφορώ πως θα μας κλάσεις τον πούτσο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- και καλά μουνιά στους πούτσους μας! ή και καλό μουνί στον πούτσο μας! βλ. λ. μουνί·
- κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κόβω τον πούτσο μου, στοιχηματίζω με μεγάλη σιγουριά, είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω τον πούτσο μου πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σου τα λέω || κόβω τον πούτσο μου πως ήταν ο τάδε». Έκφραση που προσδίδει απόλυτη βεβαιότητα στα λεγόμενα κάποιου άντρα, γιατί είναι πολύ υποτιμητικό γι’ αυτόν να μείνει χωρίς πούτσο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, α. (για γυναίκες) ενώ με τη συμπεριφορά της ή με τα λόγια της υποσχόταν ερωτικές καταστάσεις, την τελευταία στιγμή έφυγε χωρίς να δεχτεί να της επιβάλω τη σεξουαλική πράξη: «ξαπλώσαμε στο κρεβάτι κι αρχίσαμε τα ζαχαρώματα, αλλά, μόλις επιχείρησα να την ξεντύσω, σηκώθηκε κι έφυγε και μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι». β. με εγκατέλειψε κάποιος με ανεκπλήρωτες τις επιθυμίες μου, διέψευσε τις προσδοκίες μου για αποκόμιση ωφελημάτων που μου είχε υποσχεθεί: «κι ενώ μου ’χε υποσχεθεί ένα σωρό πράγματα για να του τελειώσω γρήγορα τη δουλειά, μόλις του την τέλειωσα, μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι». Συνών. μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι / μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι / μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, με συνέλαβε επ’ αυτοφώρω: «την ώρα που άνοιγα το ταμείο, μπήκε ο πατέρας μου στο μαγαζί και μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι». Από την εικόνα του ατόμου που τον πετυχαίνει κανείς τη στιγμή που αυνανίζεται. Συνών. μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι / μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι / μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι·
- μου ’κλασε τον πούτσο, δεν έκανε τίποτα από όλα εκείνα που απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, μόλις με δει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου ’κλασε τον πούτσο»·
- ξεπετιέται σαν πούτσος (στη μέση) ή ξεπετιέται σαν τον πούτσο (στη μέση), βλ. φρ. πετιέται σαν πούτσος (στη μέση)·
- πετιέται σαν πούτσος (στη μέση) ή πετιέται σαν τον πούτσο (στη μέση), βλ. συνηθέστ. πετιέται σαν ψωλή (στη μέση), λ. ψωλή·
- πήρα τον πούτσο μου, δεν αποκόμισα κανένα κέρδος, κανένα όφελος, δεν πήρα τίποτα: «υπολόγιζα πως θα κερδίσω απ’ αυτή τη δουλειά, αλλά στο τέλος πήρα τον πούτσο μου»·
- ρίχνω έναν πούτσο, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «μέρα παρά μέρα ρίχνω ένα πούτσο στην κυρά μου»·
- στάζει ο πούτσος μου, πάσχω από βλεννόρροια: «πήγα με μια άπλυτη πριν από μια βδομάδα και τώρα στάζει ο πούτσος μου»·
- στον πούτσο μας! ή στον πούτσο μου! δε με μέλει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στον πούτσο μου αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει ο τάδε». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να πέφτει κάθετα με την κόψη της και να δείχνει το σημείο εκείνο του κορμιού όπου βρίσκεται ο πούτσος. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. στην ψωλή μας! ή στην ψωλή μου! / στο καυλί μας! ή στο καυλί μου(!)· βλ. και λ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- στοιχηματίζω τον πούτσο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον πούτσο μου πως αυτός ήταν που μας κάρφωσε στην Ασφάλεια». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό για ένα άντρα να μην έχει πούτσο·
- τα γράφω όλα στον πούτσο μου ή τα έχω γραμμένα όλα στον πούτσο μου, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, τα γράφω όλα στον πούτσο μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στον πούτσο μου ή τα έχω γραμμένα στον πούτσο μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «πάψε, ρε παιδάκι μου, να μιλάς, αφού ξέρεις πως ό,τι λες τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·    
- τα ρίχνω όλα έναν πούτσο ή τα ρίχνω όλα στον πούτσο μου, βλ. συνηθέστ. τα γράφω όλα στον πούτσο μου·
- την υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις πού τα βάζεις, βλ. λ.υπογραφή·
- της πατώ έναν πούτσο, βλ. φρ. της ρίχνω έναν πούτσο·
- της ρίχνω έναν πούτσο, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρε στην γκαρσονιέρα του και της έριξε έναν πούτσο»·
- τον γράφω στον πούτσο μου ή τον έχω γραμμένο στον πούτσο μου, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε, πάντως εγώ τον έχω γραμμένο στον πούτσο μου». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι: «αν σε ξαναπεί πως θέλει να με δείρει, να του πεις πως τον έχω γραμμένο στον πούτσο μου». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον ρίχνω έναν πούτσο, τον παραμελώ εντελώς, δεν τον υπολογίζω, δεν τον λογαριάζω: «όποιος δε μου φέρεται καλά, τον ρίχνω ένα πούτσο κι ησυχάζω»·
- του αγίου Πούτσου ή του αγίου Πούτσου ανήμερα, βλ. λ. άγιος·
- του πατώ έναν πούτσο, βλ. φρ. του ρίχνω έναν πούτσο·
- του ρίχνω έναν πούτσο, του επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «ήθελε να με βάλει στο χέρι, αλλά στο τέλος του ’ριξα έναν πούτσο κι ησύχασε»·
- τους ρίχνω όλους έναν πούτσο, δεν υπολογίζω κανέναν, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα και για κανέναν: «μη μου μιλάς για πολιτικούς, γιατί τους ρίχνω όλους έναν πούτσο»·
- του τραβώ έναν πούτσο, βλ. φρ. του ρίχνω έναν πούτσο·
- τρέχει ο πούτσος μου, βλ. συνηθέστ. στάζει ο πούτσος μου·
- τρίβω τον πούτσο μου, βλ. συνηθέστ. τρίβω τ’ αρχίδια μου, λ. αρχίδι.

πρά(γ)μα

πρά(γ)μα, το, ουσ. [<αρχ. πρᾶγμα <πράσσω], το πράγμα. 1. οτιδήποτε κατέχει κανείς, ιδίως αντικείμενο, σκεύος, έπιπλο: «αύριο κάνω μετακόμιση κι έχω να μεταφέρω πολλά πράγματα». 2. οτιδήποτε παράγει κανείς, το προϊόν, ιδίως το βιομηχανικό: «τι πράγματα βγάζετε στο εργοστάσιο που δουλεύεις;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα λαθραίο, παράνομο: «τον έπιασαν μ’ όλο το πράμα στο τελωνείο || βρήκαν όλο το πράμα, που είχε κλέψει, καταχωνιασμένο στο υπόγειο του σπιτιού του». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το ναρκωτικό: «με το κυνήγι που κάνει η αστυνομία, δεν μπορείς να βρεις σήμερα εύκολα πράμα στην πιάτσα». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το αιδοίο, το μουνί: «μόλις έσβησαν τα φώτα, έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το φουστάνι της κι άρχισε να χαϊδεύει το πράμα της». 6. άνθρωπος εντελώς άβουλος, ανάξιος λόγου: «εγώ δε θέλω να ’χω ένα πράμα σαν και σένα δίπλα μου, αλλά άνθρωπο έξυπνο, που, να μπορεί να με βοηθήσει και να με συμβουλέψει || κουβαλάει ένα πράμα μαζί της, που κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, αμολάει κοτσάνες». 7. η συμπεριφορά, η διαγωγή και, κατ’ επέκταση, ο ίδιος ο άνθρωπος σε σχέση με τη συμπεριφορά του: «τον ξέρω τρία χρόνια, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμη τι πράγμα είναι || μα είναι πράγμα να θέλεις να παρατήσεις τις σπουδές σου;». 8. η υπόθεση, η κατάσταση, το γεγονός, ό,τι συμβαίνει σε κάποιον: «έμπλεξα μ’ ένα πράγμα, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που το ανέλαβα || πώς πάει το πράμα που είχες ξεκινήσει; || μ’ έπιασε ένα πράμα στο λεωφορείο και δεν μπορούσα να αναπνεύσω!». 9α. στον πλ. τα πρά(γ)ματα, οι διάφορες εργασίες, οι διάφορες ασχολίες του ανθρώπου: «σήμερα έχω να κάνω πολλά πράγματα, γιατί έχω να πάω στην τράπεζα, στη Δ.Ε.Η., στον Ο.Τ.Ε. κι ύστερα να πάω να δω ένα φίλο μου, που είναι στο νοσοκομείο». β. τα προσωπικά είδη, αντικείμενα, τα ρούχα, οι αποσκευές: «έβαλε τα πράγματά του στη βαλίτσα του κι έφυγε απ’ το σπίτι || όταν έρθει το ταξί, θα πρέπει να ’στε όλοι έτοιμοι με τα πράγματά σας στο πεζοδρόμιο». γ. τα εμπορεύματα, τα καταναλωτικά προϊόντα: «αυτό το μαγαζί έχει καλά πράγματα || βγήκα με πεντακόσια ευρώ στην αγορά και στο τέλος δε μου ’μεινε ευρώ, γιατί αγόρασα πολλά πράγματα». 10. οι γνώσεις, η εμπειρία της ζωής: «αυτός γύρισε όλον τον κόσμο και ξέρει πολλά πράγματα στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας Αρμένης φιλαράκος που ’ξερε πράματα πολλά, μου ’πε πως η ευτυχία μοιάζει με γράμματα ψιλά). 11. τα βοσκήματα (γίδια, πρόβατα κ.λπ.): «βγήκε από νωρίς να ποτίσει τα πράματα στη στέρνα». Υποκορ. πρα(γ)ματάκι κ. πρα(γ)ματούλι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 265 φρ.)·
- αγρίεψαν τα πράγματα, επιδεινώθηκε η κατάσταση, ξέφυγε από τον έλεγχο: «μόλις φάνηκαν τα Μ.Α.Τ. και κατάλαβα πως αγρίεψαν τα πράγματα, βρήκα μια καλή κρυψώνα και περίμενα να δω τι θα επακολουθήσει»·
- άκου πράματα! ή άκουσε πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε το συνομιλητή μας, όταν θέλουμε να του εξιστορήσουμε ένα συμβάν ή μια υπόθεση·
- ακούστηκαν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα· 
- ακούστηκαν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα·
- ακούστηκαν φοβερά πράγματα, α. αποκαλύφθηκαν δημόσια από κάποιον συγκλονιστικά μυστικά σε βάρος κάποιου: «κατά τη συνέντευξη του αποχωρήσαντος βουλευτή, ακούστηκαν φοβερά πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο αρχηγός του κόμματος στους συνεργάτες του». β. εκτοξεύτηκαν ακατονόμαστες ύβρεις από τα άτομα που ήρθαν σε αντίθεση ή από τα άτομα που μάλωσαν: «κάποια στιγμή ήταν κι οι δυο τους εκτός εαυτού κι ακούστηκαν φοβερά πράγματα»·  
- αλαλούμ πράγματα, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικα πράγματα·
- αλαμπουρνέζικα πράγματα, α. καταστάσεις, υποθέσεις μπερδεμένες: «ό,τι είναι να κάνουμε, θα το γράψουμε στο χαρτί και θα το υπογράψουμε, γιατί εμένα δε μ’ αρέσουν αλαμπουρνέζικα πράγματα». β. λόγια διφορούμενα, ασαφή, μπερδεμένα: «τι αλαμπουρνέζικα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου, αλλά τώρα, που μου εξήγησες γιατί ενήργησες μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλάζει το πράγμα». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το θέμα·
- άλλαξαν τα πράγματα ή τα πράγματα άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική πολιτική ή οικονομική κατάσταση προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, θα δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα || τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, πρέπει να κάνουμε οικονομία»·
- άλλο πράγμα, διαφορετικό: «δε σου είπα αυτό, σου είπα άλλο πράγμα»·
- άλλο πράμα! α. (για πρόσωπα, ιδίως για γυναίκες αλλά και για πράγματα) που είναι πολύ καλός, πολύ εντυπωσιακός, εξαιρετικός, εξαίσιος, ιδιαίτερα ξεχωριστός: «γνώρισα χτες βράδυ μια γυναικάρα, άλλο πράμα! || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, άλλο πράγμα!». β. εκφράζει και εντελώς αντίθετη έννοια, επιτείνοντας κάποια κακή ιδιότητα, συμπεριφορά ή χαρακτηρισμό: «είναι γκρινιάρης, χαρτοπαίχτης, μεθύστακας, άλλο πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλφα πράμα, α. (για πρόσωπα) πολύ καλός, εξαιρετικός, εξαίσιος: «ο φίλος σου είναι άλφα πράμα». β. (ιδίως για γυναίκα) πολύ όμορφη, εξαιρετική, εξαίσια: «είδα το φίλο σου να κυκλοφορεί με μια γυναίκα άλφα πράμα!». Από το ότι το πράμα σημαίνει και μουνί. γ. (για εμπορεύματα ή ναρκωτικά) πρώτης ποιότητας: «το μαγαζί αυτό διαθέτει πάντα άλφα πράμα || στην πιάτσα κυκλοφορεί άλφα πράμα»·
- ανεβασμένα πράγματα! καταστάσεις πολύ ευχάριστες, πολύ εντυπωσιακές, πολύ εύθυμες,  πολύ καθώς πρέπει: «έγινε ένα γλέντι που δεν ξανάγινε. Ανεβασμένα πράγματα! || στη δεξίωση ήταν όλη η αφρόκρεμα της πόλης μας. Ανεβασμένα πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω τρέλα, θέλω πράγματα ανεβασμένα, μα όλα αυτά χωρίς εσένα δε θα έχουνε σκοπό). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- απ’ τα πράγματα, (για καταστάσεις) από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται: «απ’ τα πράγματα φαίνεται πως το χρηματιστήριο δεν πάει καθόλου καλά»· βλ. και φρ. από τα πράγματα·
- απλά πράγματα, λέγεται για κάτι που δεν είναι τόσο δύσκολο ή επικίνδυνο όσο φαίνεται ή όσο παρουσιάζεται: «θα διατάξουν μια ένορκη διοικητική εξέταση και με τον καιρό θα κουκουλώσουν το σκάνδαλο, απλά πράγματα»·
- από τα πράγματα, βλ. φρ. εκ των πραγμάτων·
- αστεία πράγματα! ή αστείο πράγμα! α. έκφραση πλήρους συναίνεσης στην πρόταση κάποιου: «σε παρακαλώ, θα μπορέσεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια θα σε βοηθήσω. β. χαρακτηρισμός υπόθεσης ή εργασίας που αναλαμβάνουμε ως πολύ εύκολης, πολύ απλής για τις δυνατότητές μας: «θα μπορέσεις να κουβαλήσεις αυτό το κιβώτιο μόνος σου; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια μπορώ να το κουβαλήσω· βλ. και φρ. γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα(!)·
- άτιμο πράγμα ή άτιμα πράγματα, α. ενέργεια ανέντιμη, δόλια: «αυτό που έκανες στον άνθρωπο ήταν πολύ άτιμο πράγμα || εγώ δε σ’ είχα μαθημένο γι’ άτιμα πράγματα». β. λέγεται για κάτι συνήθως μικροαντικείμενα ή μικροσυσκευές, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν ή τη χρησιμότητά τους: «τι άτιμο πράγμα είναι αυτό και για ποιο λόγο τ’ αγόρασες, δεν μπορώ να καταλάβω»·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «δεν έχει καμιά σχέση αυτό που μου λες με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε, γιατί αυτό είν’ άλλο πράγμα». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, αφήνω τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, χωρίς να επεμβαίνω ή να εκβιάζω την έκβασή τους: «έχει προβλήματα με τη γυναίκα του και τον συμβούλεψα ν’ αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους και ο καιρός θα δείξει τι πρέπει να κάνει»·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, α. διευθετώ μια διαφορά ή μια παρεξήγηση που υπάρχει: «τώρα που βάλαμε τα πράγματα στη θέση τους μπορούμε να δώσουμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου τις τόσες, θα σ’ αφήσω, σου το λέω, να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους,συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις). β. αποκαθιστώ την αλήθεια, λέω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: «μόλις ήρθε ο τάδε κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, τότε μόνο μπορέσαμε κι εμείς να μάθουμε την πραγματική αλήθεια»·
- βερέμικο πράμα, βλ. λ. βερέμικος·
- βήτα πράμα, βλ. συνηθέστ. δεύτερο πράμα·
- βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα ή βλέπω της μάνας μου το πράμα, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα για να θρέψω την οικογένειά μου». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον να βλέπει της γιαγιάς του ή της μάνας του το αιδοίο και από αισθητική, αλλά περισσότερο από ηθική άποψη· βλ. και φρ. είδα της γιαγιάς μου το πράμα·
- βρήκε στρωμένα τα πράγματα ή βρήκε τα πράγματα στρωμένα, α. δε βρήκε καμιά δυσκολία, κανένα εμπόδιο σε κάποια δουλειά ή σε κάποια υπόθεση: «μόλις ανέλαβε τη δουλειά, άρχισε αμέσως την παραγωγή, γιατί βρήκε τα πράγματα στρωμένα». β. βρήκε την πολιτική κατάσταση στη χώρα για την οποία γίνεται λόγος, ήρεμη, ομαλή: «γύρισε μετά την πτώση της χούντας και βρήκε στρωμένα τα πράγματα, για να μας παρουσιάζεται μετά και αντιστασιακός!»·   
- γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα! καταστάσεις ασήμαντες, φαιδρές, ανάξιες λόγου: «δε θέλω να ’ρχεσαι κάθε τόσο και να μ’ ενοχλείς για γελοία πράγματα!»·
- για δε(ς) πράματα! βλ. φρ. για κοίτα πράματα(!)·
- για δε(ς) κάτι πράματα! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι που μας δημιουργεί κακή εντύπωση. (Τραγούδι: για δες κάτι πράματα, να γυρίζεις μες τ’ άγρια χαράματα)· βλ. και φρ. κοίτα πράματα(!)·
- για κοίτα πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- γίνονται πράματα και θάματα, α. συμβαίνουν πολλά ευχάριστα και αξιοθαύμαστα: «κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης γίνονται πράματα και θάματα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για καταστάσεις που έχουν αρνητικό αντίκτυπο: «όταν γυρίζει το βράδυ μεθυσμένος, γίνονται στο σπίτι του πράματα και θάματα»·
- γυναικουλίστικα πράγματα, βλ. λ. γυναικουλίστικος·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα ή δε χρειάζεται ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα ή δε χρειάζεται φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. φρ. δε λέει (και) πολλά, λ. πολύς·
- δεν είναι αστείο πράγμα να…, το ζήτημα είναι σοβαρό, πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα: «σήμερα δεν είναι αστείο πράγμα να κάνει κανείς έρωτα δίχως προφυλακτικό»·
- δεν είναι για μεγάλα πράγματα, δεν έχει την ικανότητα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να κατορθώσει κάτι σπουδαίο: «έχω την εντύπωση πως ο τύπος είναι μόνο λόγια και πως δεν είναι για μεγάλα πράγματα»·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρει κάποιος ένα γεγονός: «ακούω με προσοχή αυτά που λες, αλλά με συγχωρείς που θα σε διακόψω, γιατί δεν είναι έτσι τα πράγματα». Συνών. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, διέρχεται κρίση, εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό δεν είναι καλά τα πράγματα στον τόπο μας, γι’ αυτό πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό»· βλ. και φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- δεν είναι λίγο πράγμα να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- δεν είναι μικρό πράγμα να…, δεν είναι καθόλου ασήμαντο, απεναντίας είναι πολύ σοβαρό, πολύ σπουδαίο: «δεν είναι μικρό πράγμα να χρωστάς ένα σωρό λεφτά και να κινδυνεύεις να πας φυλακή, επειδή δεν έχεις να τα πληρώσεις || δεν είναι μικρό πράγμα να περάσεις κολυμπώντας τα στενά της Μάγχης»·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή! λ. δουλειά·
- δεν είναι σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά, βλ. λ. σόι·
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους δεν προβλέπεται ευοίωνη: «ο κόσμος όλος ανησυχεί, γιατί αντιλαμβάνεται πως δεν έρχονται καλά τα πράγματα»·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. φρ. δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, λέγεται σε περιπτώσεις που επιχειρούμε να εξομοιώσουμε ασυμβίβαστα μεταξύ τους πράγματα είτε υποτιμώντας είτε υπερτιμώντας τα: «θα πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τους επιστήμονες απ’ τους απλούς ανθρώπους, γιατί δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι»·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, α. η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους δεν έχει ευοίωνη προοπτική: «όταν βλέπεις να πέφτουν οι τιμές στο χρηματιστήριο, να ’σαι σίγουρος πως δεν πάνε καλά τα πράγματα στον τόπο μας || όταν βλέπεις τις οικογένειες να διαλύονται η μια πίσω απ’ την άλλη, τότε να ξέρεις πως γενικά δεν πάνε καλά τα πράγματα». β. η οικονομική κατάσταση ή η υγεία ενός ατόμου δεν έχει ευοίωνη προοπτική και γενικά η εξέλιξη κάποιας δουλειάς ή υπόθεσης δεν έχει το ποθητό αποτέλεσμα, γιατί παρουσιάζει πολλές δυσκολίες: «το ’χει καταλάβει πως δεν πάνε καλά τα πράγματα με την υγεία του και προσπαθεί να μη χάσει την ψυχραιμία του || δεν πάνε καλά τα πράγματα στη δουλειά του και ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του»· βλ. και φρ. δεν είναι καλά τα πράγματα·
- δεν προχωράει το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα, δεν εξελίσσεται: «πώς τα πας με τη δουλειά σου; -Έχω πέσει σε κάτι απρόβλεπτες δυσκολίες και δεν προχωράει το πράγμα»·
- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους εγκυμονεί δυσάρεστες καταστάσεις: «τον τελευταίο καιρό, μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα»·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το καλοβλέπω το πράγμα, θεωρώ πως κάπου κάτι είναι ύποπτο: «για να κάθεται αυτός ο τύπος με τις ώρες στη γωνία και να μας παρακολουθεί, δεν το καλοβλέπω το πράγμα»·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δες πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας βαδίζοντας λικνιστικά. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως οι πωλητές ψαριών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση το εμπόρευμά τους στο δρόμο ή στην ψαραγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει μουνί·
- δεύτερο πράμα, εμπόρευμα κατώτερης ποιότητας, δεύτερης διαλογής: «δεν έπρεπε να δώσεις τόσα λεφτά γι’ αυτό το ρολόι, γιατί είναι δεύτερο πράμα»·
- διαφέρει το πράγμα, βλ. φρ. αλλάζει το πράγμα·
- δυσκολεύουν τα πράγματα, βλ. φρ. σκουραίνουν τα πράγματα·
- δύσκολο πράγμα είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολο πράγμα είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, άλλοτε πάλι προτάσσεται ή ακολουθεί της φρ. το νομίζεις, ενώ είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και ταυτόχρονα κλείνει με το νομίζεις·
- έγιναν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν φοβερά πράγματα, δημιουργήθηκαν συγκλονιστικά επεισόδια, έγιναν πολύ μεγάλες παρατυπίες ή παρανομίες: «όταν τα Μ.Α.Τ. επιτέθηκαν στους διαδηλωτές, έγιναν φοβερά πράγματα, γιατί χτυπούσαν στα τυφλά || η αντιπολίτευση κατήγγειλε φοβερά πράγματα για τις απευθείας αναθέσεις διαφόρων δημοσίων έργων»·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. φρ. έγινε σκατά το πράμα·
- έγινε σκατά το πράμα ή το πράμα έγινε σκατά, λέγεται σε περίπτωση που κάποιο αντικείμενο καταστράφηκε, που κάποια υπόθεση στράβωσε και δεν είχε αίσιο τέλος ή που δεν μας ικανοποιεί πια: «έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, καλύτερα πέτα το κι αγόρασε ένα κασετόφωνο της προκοπής || έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, δεν ξαναπατάω στο μαγαζί του να βλέπω όλα τα τσογλάνια να πουλάνε μούρη»·
- εδώ το καλό το πράμα! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως φρούτων και λαχανικών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση τα εμπορεύματά τους στο δρόμο ή στην αγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είδα της γιαγιάς μου το πράμα ή είδα της μάνας μου το πράμα, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μόλις αντιλήφθηκα τον τάδε να βάζει χέρι στο ταμείο του φίλου του, είδα της γιαγιάς μου το πράμα»· βλ. και φρ. βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα·
- είμαι μέσα στα πράγματα, α. συμμετέχω στη διαμόρφωση των εξελίξεων, είμαι στα κέντρα αποφάσεων: «έλα να σε βολέψω τώρα που είμαι μέσα στα πράγματα, γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται αργότερα!». β. είμαι γνώστης των όσων συμβαίνουν σε ένα χώρο ή σε ένα τόπο: «διαβάζω όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούν, γιατί θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα»·
- είμαι στα πράγματα, έχω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ ή ανήκω στην κυβερνητική παράταξη: «τώρα που είμαι στα πράγματα, θα βοηθήσω αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη»·
- είναι εντάξει τα πράγματα ή τα πράγματα είναι εντάξει (γενικά) οι διαφορές διευθετήθηκαν, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου εξελίσσεται ομαλά: «κάνουν πάλι παρέα, γιατί τώρα είναι εντάξει τα πράγματα, μια και ξέχασαν τις παλιές τους έχθρες || τον τελευταίο καιρό είναι εντάξει τα πράγματα στην αγορά || τα πράγματα είναι εντάξει με τη γειτονική μας χώρα»·
- είναι ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. είναι στριμόκωλα τα πράγματα·
- είναι μεγάλο πράγμα, έχει μεγάλη σημασία, μεγάλη σπουδαιότητα: «είναι μεγάλο πράγμα να υπάρχει αλληλοκατανόηση σ’ ένα ζευγάρι || είναι μεγάλο πράγμα η υγεία στον άνθρωπο». (Τραγούδι: η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα,σαν ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα
- είναι πολύ πράμα! βλ. φρ. πολύ πράμα(!)·
- είναι πράγματα αυτά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «είναι πράγματα αυτά να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || είναι πράγματα  αυτά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || είναι πράγματα αυτά να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ με το θόρυβο που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το όχι πες μου σε παρακαλώ·  
- είναι πράμα απ’ τη Δράμα! α. το εμπόρευμα είναι πάρα πολύ καλό, είναι γνήσιο: «αγόρασα ένα ρολόι, φίλε μου, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Η αναφορά στη Δράμα, ίσως από το ότι εκεί καλλιεργούσαν χασίσι πρώτης ποιότητας. β. (για γυναίκες) είναι πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γκόμενα, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είναι προχωρημένα τα πράγματα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος έχει ήδη εξελιχθεί: «τώρα δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη δουλειά, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα || δεν υπάρχει περίπτωση να συμφιλιωθούν, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα μεταξύ τους». β. (ειδικά) το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ήδη προχωρήσει στην ερωτική πράξη, οπότε η γυναίκα δεν είναι πια παρθένα: «απ’ τη στιγμή που είναι προχωρημένα τα πράγματα μαζί της, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους γονείς της»·
- είναι σκούρα τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής γενικά έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ: «όσο υπάρχει ακυβερνησία, είναι σκούρα τα πράγματα για τον τόπο μας || μετά την πτώση των αξιών στο χρηματιστήριο, είναι σκούρα τα πράγματα για την οικονομία μας || μετά την εξέταση που μ’ έκανε ο γιατρός, με προειδοποίησε πως είναι σκούρα τα πράγματα για την υγεία μου»·
- είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- είναι στα πράγματα, α. (για παρατάξεις ή για πολιτικά) είναι στην εξουσία, κυβερνά, κατέχει κάποιο πόστο: «ποια παράταξη είναι τώρα στα πράγματα στη χώρα σας; || όταν ήταν ο τάδε υπουργός στα πράγματα, όλα δούλευαν ρολόι». β. (για πρόσωπα) που ανήκει στην κυβερνητική παράταξη, που έχει κάποια εξουσία ή που διαθέτει κάποιο πολιτικό μέσο: «μόνο ο τάδε μπορεί να σε βοηθήσει, γιατί τώρα αυτός είναι στα πράγματα || όταν ήταν στα πράγματα, έκανε πως δε μας ήξερε!». γ. λέγεται και για άνθρωπο που βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων, που είναι δραστήριος, που έχει μεγάλη εμπειρία, μεγάλη γνώση σε κάποιο χώρο, ιδίως σε θέματα καθημερινής ζωής: «για πες μου εσύ, που είσαι στα πράγματα, πού θα βρω έναν εργάτη για κάτι μερεμέτια;»·
- είναι στριμόκωλα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στριμόκωλα, α. βρισκόμαστε σε περίοδο έντονης οικονομικής ανέχειας ή σε περίοδο σκλήρυνσης της κυβερνητικής πολιτικής και των εκτελεστικών της οργάνων, ή, γενικά, η παγκόσμια κατάσταση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους: «απ’ τη στιγμή που η κυβέρνηση επανέφερε την προσωποκράτηση για χρέη προς το δημόσιο, είναι στριμόκωλα τα πράγματα || με όλη αυτή τη ρευστότητα που υπάρχει στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι στριμόκωλα τα πράγματα». β. (γενικά) η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζονται μεγάλες αντιξοότητες, χρειάζεται μεγάλη προσοχή: «έχω σκοπό να μην ξεκινήσω καμιά καινούρια δουλειά, γιατί είναι στριμόκωλα τα πράγματα»·
- είναι στρωμένα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στρωμένα, α. δεν υπάρχει καμιά πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία, ή, αν υπήρχε, έχει ξεπεραστεί: «τον τελευταίο καιρό επικρατεί ηρεμία στον τόπο μας και γενικά είναι στρωμένα τα πράγματα». β. δεν υπάρχουν διαφορές ή εκκρεμότητες ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες, ή, αν υπήρχαν, έχουν διευθετηθεί: «κάποτε ήταν μαλωμένοι, αλλά τώρα είναι στρωμένα τα πράγματα και κάνουν πάλι παρέα»·
- είναι το ίδιο πράγμα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά: «αυτό που μου λες, είναι το ίδιο πράγμα μ’ αυτό που σου λέω κι εγώ»·
- εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από τα πράγματα, από την κρατούσα κατάσταση: «είμαι υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να μειώσω το προσωπικό μου, γιατί η δουλειά έχει πέσει κατακόρυφα»·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, στην πιο καίρια στιγμή που θα πετύχαινε κανείς κάτι έπειτα από πολλές προσπάθειες: «εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα και να πέσουν οι υπογραφές, ζήτησε μια προθεσμία για να ξαναμελετήσει το συμβόλαιο»· βλ. και φρ. εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, λ. γλυκός·  
- έρχομαι στα πράγματα, α. αναλαμβάνω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ: «όσοι έρχονται στα πράγματα, το πρώτο που κάνουν είναι να βολέψουν όλους τους δικούς τους στο δημόσιο». β. ανήκω στο κόμμα εκείνο που ανέλαβε την εξουσία: «τώρα που ήρθαμε στα πράγματα, θα τρελαθούμε στη μάσα»·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να ξεχάσετε όλα όσα ακούσατε, γιατί έτσι έχουν τα πράγματα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το θέμα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, έχει υπερβολικά μεγάλο πέος: «μια φορά πήγε η τάδε μαζί του και δεν έχει σκοπό να ξαναπάει, γιατί ο τύπος έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι». Η αναφορά στο βγαλμένο χέρι, γιατί ο παθών το αφήνει να κρέμεται, μέχρι να δεχτεί τις πρώτες βοήθειες, κι έτσι, γίνεται αντιληπτό όλο το μήκος του, κάτι που παρομοιάζεται με το πέος που κρέμεται μπροστά·
- έχει πολύ πράμα! έκφραση θαυμασμού για όμορφη γυναίκα που έχει καλοσχηματισμένα και ωραία πιασίματα: «είναι μια γκομενάρα, που έχει πολύ πράμα!»·
- έχει πολύ πράμα, υπάρχει υπεραφθονία αγαθών: «το πρωί έκανα μια βόλτα στην αγορά κι είδα πως έχει πολύ πράμα»·
- έχω πείρα του πράγματος, βλ. λ. πείρα·
- ζορίζουν τα πράγματα, α. η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, επιβάλλει τη λήψη σκληρών μέτρων: «τα δυο τελευταία χρόνια άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, γι’ αυτό απαιτείται σκληρή λιτότητα». β. (γενικά) παρουσιάζονται δυσκολίες, αντιξοότητες, χρειάζεται στο εξής μεγαλύτερη προσοχή: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί ζορίζουν τα πράγματα || έχω περικόψει όλα τα περιττά έξοδα, γιατί ζορίζουν τα πράγματα»·
- ζορίζω τα πράγματα, α. εκβιάζω μια κατάσταση ή μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «απ’ τη στιγμή που σου υποσχέθηκε πως μέσα στο μήνα θα σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, μη ζορίζεις άλλο τα πράγματα». β. ασκώ πίεση για να εξελιχθεί μια δουλειά ή μια υπόθεσή μου γρηγορότερα: «αν δε ζόριζα τα πράγματα, δε θα ’χα πάρει ακόμα το δάνειο»· 
- ζόρικο πράμα, α. (για γυναίκες) πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γυναίκα, πολύ ζόρικο πράμα». β. (για πράγματα) που είναι εντυπωσιακό, που είναι αξίας: «αγόρασε ένα ρολόι, ζόρικο πράμα || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, πολύ ζόρικο πράμα». γ. (για καταστάσεις) που προκαλεί ψυχική καταπίεση, ψυχική δυσφορία: «δεν υπάρχει πιο ζόρικο πράγμα να χάνεις τη γυναίκα που αγαπάς || ζόρικο πράγμα για έναν πατέρα να βλέπει την κατάντια του γιου του»·
- ζυγιάζω τα πράγματα, υπολογίζω σοβαρά, προσεκτικά μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, πριν αποφασίσω να ενεργήσω: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν ζυγιάσει πρώτα καλά τα πράγματα»·
- η πορεία των πραγμάτων, βλ. λ. πορεία·
- η φορά των πραγμάτων, βλ. λ. φορά·
- ηρεμώ τα πράγματα, τακτοποιώ, διευθετώ μια έκρυθμη κατάσταση: «με την απειλή πως θα καλέσω την αστυνομία, ηρέμησα τα πράγματα και οι δυο παρέες κάθισαν φρόνιμα στα τραπεζάκια τους»·
- θα δείξει το πράγμα, βλ. φρ. θα φανεί το πράγμα·
- θα το κανονίσουμε το πράγμα, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «αποφάσισε πρώτα εσύ να πάρεις μέρος στη δουλειά και θα το κανονίσουμε το πράγμα»·
- θα φανεί το πράγμα, κατά τη διάρκεια της συναναστροφής ή της εξέλιξής του, θα αποδειχθεί, θα αποκαλυφθεί αν κάποιος ή κάτι έχει θετικά ή αρνητικά στοιχεία: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, αλλά ας τον βάλουμε στην παρέα μας και θα φανεί το πράγμα || ας ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά και στην πορεία θα φανεί το πράγμα»· 
- θέλει (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει κουβέντα το πράγμα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει σκέψη το πράγμα, βλ. λ. σκέψη·
- θέλει συζήτηση το πράγμα, βλ. λ. συζήτηση·
- καθαρά πράγματα, βλ. φρ. καθαρισμένα πράγματα·
- καθαρισμένα πράγματα, βλ. συνηθέστ. ξεκαθαρισμένα πράγματα·
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. φρ. σειρά·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. φρ. ώρα·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγό κόκκινο το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. κολιός·
- καλώς εχόντων των πραγμάτων, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αν όλα εξελίσσονται ομαλά: «βέβαια, καλώς εχόντων των πραγμάτων, η δουλειά θα πρέπει να τελειώσει τέλος του μηνός»·
- κάνει πράματα και θάματα, είναι σπάνιος τεχνίτης ή είναι άφταστος στο επάγγελμα που κάνει και γενικά, με οτιδήποτε καταπιάνεται, έχει άριστα αποτελέσματα: «αυτός ο μηχανικός κάνει πράματα και θάματα || αυτός ο χειρούργος κάνει πράματα και θάματα»·
- κάνει τρελά πράγματα, α. συμπεριφέρεται παράλογα: «κάθε φορά που τον παίρνουμε μαζί μας, γινόμαστε ρεζίλι, γιατί κάνει συνέχεια τρελά πράγματα». β. (για τεχνίτες, μηχανικούς) είναι ικανότατος: «κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, που κάνει τρελά πράγματα»·
- κανονίζω τα πράγματα, α. τακτοποιώ, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δεν κανονίσω πρώτα τα πράγματα που με απασχολούν, δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές». β. βρίσκω λύση σε κάποιο πρόβλημα, συμβιβάζω διαφορές: «επειδή δεν μπορούσαν να τα βρουν μόνοι τους στη μοιρασιά, φώναξαν ένα τρίτο να κανονίσει τα πράγματα»·
- κανονίστηκε το πράγμα ή το πράγμα κανονίστηκε, η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος συμφωνήθηκε, διευθετήθηκε: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά που ήταν ν’ αναλάβεις; -Κανονίστηκε το πράγμα || είσαι ακόμα στα μαχαίρια με τον τάδε; -Το πράγμα κανονίστηκε, γιατί δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις»·   
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. φρ. κατά πώς δείχνουν τα πράγματα·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, σύμφωνα με την πορεία, με την εξέλιξη των πραγμάτων, σύμφωνα με τους οιωνούς: «κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, θα ’χουμε γρήγορα εκλογές»·
- κατά πώς έρχονται τα πράγματα, αναλόγως με τις συνθήκες που επικρατούν, αναλόγως των περιστάσεων: «έχω μάθει να μη βιάζομαι και πάντα ενεργώ κατά πώς έρχονται τα πράγματα»·
- κοίτα πράματα! έκφραση απορίας, θαυμασμού ή έκπληξης για κάτι που ακούμε, βλέπουμε ή πληροφορούμαστε: «κοίτα πράγματα, κοτζάμ άντρας, να συνερίζεται αυτό το μικρό παιδί! || κοίτα πράγματα που γίνονται στην ιατρική επιστήμη!». (Τραγούδι: σαν κλεμμένο ξωκλήσι, έτσι μ’ έχεις αφήσει και μου πήρες σταυρούς και μαλάματα, κοίτα πράματα!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για και μετά το ρ. ακολουθεί το κάτι· βλ. και φρ. για δε(ς) κάτι πράματα(!)·
- κορίτσι πράμα! βλ. λ. κορίτσι·
- κρίθηκε το πράγμα, αποφασίστηκε οριστικά, τελεσίδικα κάτι: «τη δουλειά θα την αναλάβει ο τάδε, γιατί έχει πολύ πιο πολλά προσόντα από σένα, κρίθηκε το πράγμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πάει·
- κρύωσε το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να έχει ενδιαφέρον: «μετά από τόσες υπαναχωρήσεις, κρύωσε το πράγμα»·
- λάσπωσαν τα πράγματα ή λάσπωσε το πράγμα, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά, λ. δουλειά·
- λέει πράματα και θάματα! το άτομο ή το ανάγνωσμα για το οποίο γίνεται λόγος, μιλάει για πάρα πολύ ενδιαφέροντα και θαυμαστά πράγματα: «κάθε φορά που γυρίζει ο θείος μου από ταξίδι, μας λέει πράματα και θάματα || αυτό το βιβλίο λέει πράματα και θάματα για την Αφρική!»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, ό,τι λέω, το λέω ντόμπρα και σταράτα: «δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα να παρεξηγήσει τα λόγια μου, γιατί λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους»·
- λέω τα πράγματα όπως είναι, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λέω τα πράγματα όπως έχουν, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λίγα πράγματα! βλ. φρ. μικρά πράγματα(!)·  
- λίγο πράγμα είναι να… ή λίγο πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. μικρό πράγμα είναι να(…)·
- μαλακίστηκε το πράγμα, η δουλειά, η υπόθεση ή η συζήτηση έφτασε σε σημείο να χάσει τη σοβαρότητα που είχε, και στο εξής δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον: «από ένα σημείο και πέρα μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι άρχισαν σιγά σιγά ν’ αποχωρούν || ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του, ήρθε και μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι κοιτάζαμε πότε να περάσει η ώρα να φύγουμε»· 
- μην το φιλοσοφείς το πράγμα, βλ. συνηθέστ. μην το ψάχνεις το πράγμα·
- μην το ψάχνεις το πράγμα, α. μην το σκέφτεσαι, μην το εξετάζεις, γιατί η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος δε χρειάζεται πολύ σκέψη, είναι αυτονόητη, είναι ευνόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διευκολύνσεις, θα τελειώσουμε στο άψε σβήσε τη δουλειά, γι’ αυτό μην το ψάχνεις το πράγμα κι έλα να υπογράψουμε τα συμβόλαια», δηλ. υπάρχει σίγουρη επιτυχία. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι, γιατί δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν εκλεγούν, κάνουν εντελώς άλλα, γι’ αυτό σου λέω μην το ψάχνεις το πράγμα»·
- μικρά πράγματα! α. λέγεται για προσπάθεια, που αποφέρει ασήμαντα αποτελέσματα, ασήμαντα κέρδη: «θέλησα να φορτσάρω για να προχωρήσω τη δουλειά, αλλά μικρά πράγματα, γιατί έπεσα πάνω σε γιορτές και σε αργίες! || κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είχα αρκετή δουλειά, αλλά όταν έκλεισα ταμείο, διαπίστωσα μικρά πράγματα!». β. λέγεται για να απαλύνει τη στενοχώρια κάποιου που μας προκάλεσε κάποια ζημιά: «έλα, μη στενοχωριέσαι για το βάζο που έσπασες. Μικρά πράγματα, σου λέω, γιατί ήταν και ραγισμένο!»· 
- μικρό πράγμα είναι να… ή μικρό πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα, γενικά στη ζωή μου, στις δουλειές μου, αντιμετωπίζω προβλήματα: «πρέπει να κάνω κανένα ευχέλαιο, γιατί τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα, γενικά όλα στη ζωή μου, στις δουλειές μου, μου έρχονται ευνοϊκά, εξελίσσονται ευνοϊκά: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, Θεούλη μου, γιατί εδώ και καιρό μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. φρ. μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα·
- μπαλώνω τα πράγματα, βλ. φρ. τα μπαλώνω, λ. μπαλώνω·
- μπατάλικο πράμα, αντικείμενο χοντροκομμένο, κακοδουλεμένο και χωρίς τις σωστές του αναλογίες: «πήγες κι έδωσες ένα κάρο λεφτά γι’ αυτό το μπατάλικο πράμα!»·
- μπερδεμένα πράγματα, α. καταστάσεις ή υποθέσεις χωρίς διαφάνεια, ύποπτες: «όλα θα τα βάλουμε επί τάπητος και θα τα συζητήσουμε απ’ την αρχή, γιατί δε μ’ αρέσουν μπερδεμένα πράγματα». β. λόγια ασαφή, από τα οποία δεν μπορεί κανείς να βγάλει νόημα: «τι μπερδεμένα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- μπερδεύεται με πολλά πράγματα ή μπερδεύεται σε πολλά πράγματα, δεν έχει μια μόνιμη δουλειά, αλλά ασχολείται με διάφορες δουλειές, με διάφορες υποθέσεις: «δεν ήταν από κείνους που θα μπορούσαν να στεριώσουν κάπου μόνιμα, γιατί έμαθε να μπερδεύεται με πολλά πράγματα»·
- μπερδεύω τα πράγματα, α. δημιουργώ συνειδητά αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, ιδίως για προσωπικό μου όφελος: «έτσι όπως μπέρδεψε τα πράγματα, χάλασε η δουλειά και την πήρε ένας δικός του || όπως μπέρδεψε τα πράγματα, δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη κι έτσι δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτα». β. δημιουργώ άθελα ή από άγνοια αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου, αλλά, επειδή δεν ήξερε τη δουλειά, μπέρδεψε τα πράγματα και τώρα προσπαθώ να τα ξεμπερδέψω». γ. παρανοώ κάτι: «ραντεβού είχαμε στις δέκα κι όχι στις δώδεκα κι απορώ πώς μπέρδεψες τα πράγματα!»·
- μπλέκω τα πράγματα, φέρνω μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια κατάσταση στο απροχώρητο λόγω κακών ιδίως χειρισμών: «όπως έμπλεξες τα πράγματα, δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο θα συνεχίσεις τη δουλειά»·
- μπουρδουκλώνω τα πράγματα, α. μπερδεύω, ανακατώνω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «έτσι όπως τα μπουρδούκλωσες τα πράγματα, να δούμε ποιος θα μπορέσει να βγάλει άκρη!». β. ενεργώ κατάλληλα, ώστε να καλύψω μια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τα πράγματα και να κάνουν έλεγχο στο ταμείο σε μερικές μέρες, μόλις βάλω πίσω τα λεφτά που πήρα»·
- μυστήριο πράμα! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, που μας φαίνεται περίεργο, παράξενο, ανεξήγητο και που μας βάζει σε υποψίες, όσον αφορά τη νομιμότητά του, την προέλευσή του ή τις προθέσεις του: «ο τάδε αγόρασε μια βίλα στη Χαλκιδική. -Μυστήριο πράμα, αυτός μέχρι τα χτες ήταν να πάει φυλακή από χρέη! || ο τάδε με προσκάλεσε να μου κάνει το τραπέζι. -Μυστήριο πράμα, αυτός δεν δίνει τ’ αγγέλου του νερό, γι’ αυτό πρόσεχέ τον, μη θέλει κάτι από σένα! || τι μυστήριο πράμα που είναι η δημιουργία της ζωής!». Συνήθως συνοδεύεται με την ανάλογη έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού έντονα αποτυπωμένη στο πρόσωπο·
- να το δω το πράγμα, να σκεφτώ, να μελετήσω, να υπολογίσω την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «έτσι όπως μας τα λες, όλα είναι εύκολα, αλλά να το δω το πράγμα και θα σ’ απαντήσω»·
- νέα τάξη πραγμάτων, βλ. λ. τάξη·
- νοικοκυρεμένα πράγματα, δουλειά ή ενέργεια που γίνεται με επιμέλεια και τάξη, που χαρακτηρίζεται από σύνεση: «μ’ όποιον κι αν κάνει δουλειά, θέλει νοικοκυρεμένα πράγματα»·
- νοικοκυρίστικα πράγματα, βλ. φρ. νοικοκυρεμένα πράγματα·
- ντροπής πράγμα! ή ντροπής πράγματα! βλ. λ. ντροπή·
- ξεγυρισμένα πράγματα, δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβητήσεις, παρεξηγήσεις ή σχόλια: «ό,τι συμφωνήσουμε θα το τηρήσουμε κατά γράμμα, ξεγυρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένο πράμα·
- ξεγυρισμένο πράμα, α. γυναίκα πολύ όμορφη: «παλιά είχε μια γκόμενα που δε βλεπότανε, αλλά η καινούρια του είναι πολύ ξεγυρισμένο πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. οτιδήποτεθεωρείται πολύ ωραίο, πολύ ικανοποιητικό για τις ανάγκες ή τα γούστα μας: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο πολύ ξεγυρισμένο πράμα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένα πράγματα·
- ξεκαθαρίζω τα πράγματα, α. εκκαθαρίζω οικονομικές ή προσωπικές διαφορές που έχω με κάποιον ή με κάποιους: «αν δεν ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν κάνω άλλη δουλειά μαζί σου || και οι δυο έχουμε την εντύπωση πως φταίχτης είναι ο άλλος, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα». β. αποσαφηνίζω κάτι, κατασταλάζω σε κάτι: «ξεκαθάρισε, επιτέλους, τα πράγματα και μη μας τα λες μια έτσι και μια αλλιώς || πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα μέσα στο μυαλό σου κι ύστερα ν’ αποφασίσεις με τι θέλεις ν’ ασχοληθείς στη ζωή σου». γ. επιλέγω, διαλέγω από ένα πλήθος τα ουσιαστικά, τα απαραίτητα στοιχεία, τακτοποιώ: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και ξεκαθαρίζει τα πράγματα, γιατί με τα χρόνια μαζεύτηκε πολύ σαβούρα»·    
- ξεκαθαρισμένα πράγματα, α. δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που είναι αποσαφηνισμένες στην εντέλεια: «θέλω να μου παρουσιάσεις ξεκαθαρισμένα πράγματα, για να συνεταιριστώ μαζί σου». β. κατηγορηματική δήλωση πως θα πραγματοποιήσουμε την απειλή μας: «αν αντιληφθώ πως πας να κάνεις την παραμικρή απατεωνιά, θα σε κλείσω φυλακή, ξεκαθαρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεκομμένα πράγματα·
- ξεκομμένα πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δεν επιδεχόμαστε αντίρρηση, αντίλογο σε αυτό που είπαμε: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, ξεκομμένα πράγματα, κι όποιον δεν του αρέσει, να πάει σπίτι του»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)· 
- ξηγημένα πράγματα, έκφραση με την οποία προειδοποιούμε το συνομιλητή μας πως δε θα ανεχτούμε καμιά παρέκκλιση από όσα συμφωνήσουμε: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, ξηγημένα πράγματα, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)·
- όνομα και πράμα, βλ. λ. όνομα·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, οπωσδήποτε: «όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, εγώ θα την παντρευτώ || ξεκίνα εσύ τη δουλειά κι όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, θα σε βοηθήσω»·
- όπως και να ’χει το πράγμα ή όπως και να ’χουν τα πράγματα, όπως και αν διαμορφώθηκε η κατάσταση ή όπως και αν διαμορφωθεί η κατάσταση, σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως, οπωσδήποτε: «όπως και να ’χει το πράγμα, η ουσία είναι πως θα ξεπεράσουμε τη δύσκολη στιγμή στην οποία βρισκόμαστε || όπως και να ’χει το πράγμα, αυτό που σου ’ταξα θα στο δώσω»·
- ούτως εχόντων των πραγμάτων, επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, επειδή έτσι διαμορφώθηκε η κατάσταση: «ούτως εχόντων των πραγμάτων, μην αμφιβάλλεις ότι θα πετύχει η δουλειά»·
- πάει αλυσίδα το πράμα, βλ. λ. αλυσίδα·
- πάει σερί το πράμα, βλ. λ. σερί·
- παιδί πράμα! βλ. λ. παιδί·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, αντιμετωπίζω τις καταστάσεις που μου προκύπτουν με στωικότητα: «δε χάνω την ψυχραιμία μου και πάντα παίρνω τα πράγματα έτσι όπως μου έρχονται»·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. φρ. το παίρνω τοις μετρητοίς, λ. μετρητά·
- παράγινε το πράγμα! η υπόθεση ξέφυγε από τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού: «παράγινε το πράγμα με τις ανοησίες σου! || παράγινε το πράγμα με την γκρίνια σου! || παράγινε το πράγμα, κάθε φορά που σου χρειάζονται λεφτά, να ’ρχεσαι σε μένα!»·
- παραπήγε το πράγμα! βλ. φρ. παράγινε το πράγμα(!)
- παρατράβηξε το πράγμα! βλ. Φρ. παράγινε το πράγμα(!)·   
- παραφουσκώνω τα πράγματα, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, παρουσιάζω με υπερβολικό τρόπο κάποιο γεγονός, με σκοπό να εντυπωσιάσω ή να ξεγελάσω κάποιον ή κάποιους: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί παραφουσκώνεις τα πράγματα, αφού δεν έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο! || μας διηγιόταν πώς είχε μπλέξει σ’ έναν καβγά και, μόλις ήρθε στην παρέα μας και η τάδε, άρχισε να παραφουσκώνει τα πράγματα για να κάνει το κομμάτι του»·     
- παραχόντρυνε το πράγμα! βλ. λ. παράγινε το πράγμα(!)·
- πεθαμένα πράγματα, δουλειά, κατάσταση ή υπόθεση που δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και, κατ’ επέκταση, που στερείται ενδιαφέροντος, ιδίως οικονομικού: «πώς πήγε σήμερα η δουλειά; -Πεθαμένα πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- περπατάει το πράγμα, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «δεν μπορώ να πω πως έχω τρελή δουλειά, αλλά περπατάει το πράγμα || απ’ τη μέρα που ανέλαβε την υπόθεση ο τάδε δικηγόρος, περπατάει το πράγμα». β. (για προϊόντα) κυκλοφορεί με ευχέρεια στην αγορά, έχει ζήτηση: «έριξα ένα νέο είδος στην αγορά κι απ’ ό,τι βλέπω περπατάει το πράγμα»·
- ποιος σου ’πε τέτοιο πράγμα ή ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τα άσχημα λόγια που ειπώθηκαν για κάποιον και που αποδίδονται σε εμάς. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου, ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα και είσαι όλο παράπονα και κλάματα, ποιος σου ’πε πως εγώ μια άλλη αγαπώ, αφού καλά το ξέρεις μακριά σου πως δε ζω
- πολύ πράμα! α. θαυμαστικό επιφώνημα που αναφέρεται σε ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα, πλήθος ή διάρκεια ενός γεγονότος ή ενός πράγματος: «είχε κόσμο στη συγκέντρωση του κόμματος; -Πολύ πράμα! || η τελευταία ταινία του έχει διάρκεια τέσσερις ώρες -Πολύ πράμα!». β. θαυμαστικό επιφώνημα για πανέμορφη γυναίκα: «για δες αυτή τη γυναίκα, σ’ αρέσει; -Πολύ πράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. γ. θαυμαστικό επιφώνημα για καθετί που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «αγόρασε στη γυναίκα του ένα δαχτυλίδι για τα γενέθλιά της πολύ πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «δε θα ’σαι σίγουρα με τα καλά σου, γιατί, πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα, να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις!»·
- πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο πως, παρόλο που θέλουμε να μας συμβεί αυτό που μας λέει ο συνομιλητής μας, αυτό που επιθυμούμε, εντούτοις έχουμε την εντύπωση πως δε θα μας συμβεί: «θα πας φέτος διακοπές; -Πού τέτοιο πράγμα!», δηλ. αν και θέλω δε θα πάω. (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω θαύματα, πού τέτοια πράγματα, αγάπη θέλω μόνο, να με κοιτάς να λιώνω). Συνών. πού τέτοια τύχη(!)·
- πράγμα αβέβαιο, που δεν είναι σίγουρο αν πραγματοποιηθεί ή όχι, που είναι διφορούμενο: «περιμένω από μέρα σε μέρα την έγκριση του δανείου μου απ’ την τράπεζα αλλά προς το παρόν είναι πράγμα αβέβαιο»·
- πράγμα βέβαιο, που είναι σίγουρο, που θεωρείται ήδη τετελεσμένο: «μόλις πάρεις το δάνειο, πράγμα βέβαιο απ’ ότι έχω μάθει, θέλω να με διευκολύνεις μ’ ένα μικρό ποσό»·
- πράγμα που…, γεγονός, στοιχείο, απόδειξη που…: «θέλει να ’ρθει να σου μιλήσει, πράγμα που σημαίνει πως θέλει να μονοιάσετε || θέλει να ’ρθει επίσημα στο σπίτι σου, πράγμα που δείχνει πως ενδιαφέρεται σοβαρά για την κόρη σου»·
- πράγμα της δεκάρας, που δεν έχει καμιά αξία: «έχει μανία ν’ αγοράζει πράγματα της δεκάρας και να στολίζει το δωμάτιο του»·
- πράγματα που καίνε, υποθέσεις ή καταστάσεις που εντυπωσιάζουν αρνητικά, που ενοχοποιούν κάποιον ή επισύρουν εισαγγελική παρέμβαση: «αν ανοίξω το στόμα μου, θα πω για τον τάδε πράγματα που καίνε και δε θέλω να ’μαι εγώ αυτός που θα τον καταστρέψει»·
- πράμα για πέταμα, α. αντικείμενο όχι απαραίτητο: «απ’ τη στιγμή που τ’ αγόρασες και δεν ξέρεις πού να το βάλεις ή πώς να το χρησιμοποιήσεις, είναι πράμα για πέταμα». β. αντικείμενο άχρηστο από την πολυκαιρία ή μηχάνημα άχρηστο από βλάβη: «έχω πολλά πράματα για πέταμα κάτω στο υπόγειο || αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’χω απ’ τις αρχές του 1970, πώς να μην είναι πράμα για πέταμα»·
- πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. συνηθέστ. χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, λ. χωριό·
- πράμα του πελάγου ή πράμα του πελάου, (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα, ιδίως ύφασμα κατώτερης ποιότητας, που υποτίθεται ότι το έφερε λαθραία ναυτικός και πωλείται σε λαϊκές γειτονιές ή σε λαϊκές αγορές από δήθεν ναυτικό ως εξαιρετικής ποιότητας και σε πολύ καλή τιμή: «έραψε ένα παντελόνι μ’ ένα ύφασμα, που αγόρασε από ’ναν ναυτικό, αλλά του πάσαρε πράμα του πελάγου, γιατί μέσα σε λίγο καιρό ξέφτισε»·
- πράματα και θάματα! α. μεγάλη ποικιλία αγαθών: «στην αγορά σήμερα υπήρχαν πράματα και θάματα!». β. αφάνταστα, απίστευτα γεγονότα ή απίθανα νέα: «στη ζωή του είδε πράματα και θάματα || ελάτε να σας πω πράματα και θάματα!»· βλ. και φρ. γίνονται πράματα και θάματα και κάνει πράματα και θάματα·
- πρόσωπα και πράγματα, βλ. λ. πρόσωπο·
- πρόχειρα πράγματα, δουλειά ή υπόθεση που αντιμετωπίστηκε με βιασύνη και προχειρότητα: «αν δω πρόχειρα πράγματα, θα ξανακάνετε τη δουλειά απ’ τη αρχή || τι πρόχειρα πράγματα είναι αυτά που μου παρουσιάζετε;»·
- προχωρημένα πράγματα! βλ. φρ. ανεβασμένα πράγματα(!)·
- πρώτο πράμα, α. (ιδίως για γυναίκες, αλλά για άντρες) που είναι όμορφη, ωραία, που έχει ιδιαίτερα  ανεπτυγμένες τις ιδιότητες του φύλου της: «γνώρισα μια γυναίκα πρώτο πράμα || ο φίλος σου είναι πρώτο πράμα». (Λαϊκό τραγούδι: γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με κάμα). Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. (για προϊόντα) που είναι πρώτης ποιότητας: «αγοράζω πάντα απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί πουλάει πρώτο πράμα»·
- πώς είναι τα πράγματα; τι κατάσταση επικρατεί(;): «πώς είναι τα πράγματα στη νέα σου δουλειά; || πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι;»·
- πώς έχουν τα πράγματα; πώς έγινε, πώς διαδραματίστηκε κάτι(;): «για πες μου, πώς έχουν τα πράγματα κι έφτασαν στο σημείο να μαλώσουν;»· βλ. και φρ. πώς είναι τα πράγματα(;)·  
- πώς πάν’ τα πράγματα; α. έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για τη δουλειά και γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «ω, καιρό έχω να σε δω, πώς πάν’ τα πράγματα;». β. η έκφραση δείχνει και πολιτικό ενδιαφέρον·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; ποια είναι η γνώμη σου, πώς κρίνεις, πώς εκτιμάς κάποια κατάσταση γενική, κοινωνική ή πολιτική(;): «πώς βλέπεις τα πράγματα με την επέκταση που έκανε ο τάδε στη δουλειά του; || πώς τα βλέπεις τα πράγματα με την παραίτηση του τάδε υπουργού;»·
- ρίχνει πράμα! α. (για πρόσωπα) τρώει πάρα πολύ: «ρίχνει πράμα, σου λέω, που μπορεί να φάει κι ένα βόδι στην καθισιά!». β. (για βροχή, χιόνι, όχι για χαλάζι, γιατί αυτό πέφτει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα) πέφτει πάρα πολύ δυνατά, πάρα πολύ πυκνά και σε διάρκεια: «δεν μπορείς να φύγεις τώρα, γιατί έξω ρίχνει πράμα!»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, σε όλες τις εκδηλώσεις, σε όλες τις ενέργειες υπάρχει ένα επιτρεπτό, ένα ανεκτό σημείο, πέραν του οποίου γίνεται κατάχρηση δικαιώματος ή παρατηρείται παρεκτροπή: «σ’ είπαν να φας κι εσύ ξεκοιλιάστηκες, ρε παιδάκι μου. Σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο! || είπαμε να ’σαι αυστηρός, αλλά εσύ το παράκανες, γιατί πρέπει να ξέρεις πως σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο»·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σιάξανε τα πράγματα, ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες, τα προβλήματα, εξομαλύνθηκε η κατάσταση, ιδίως η οικονομική ή η πολιτική: «τώρα που σιάξανε τα πράγματα, θα πάρω κι εγώ την οικογένειά μου και θα πάω διακοπές || μόλις σιάξανε τα πράγματα στον τόπο μας, ήρθαν ένα σωρό τύποι απ’ το εξωτερικό κι άρχισαν να μας μοστράρουν για αντιστασιακοί»·
- σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! βλ. φρ. σπουδαίο πράγμα! (Τραγούδι: το καινούριο πράγμα είν’ άλλο πράγμα να σ’ αγκαλιάσει, να σ’ ανεβάσει μπορεί ρίχνουμε ένα κλάμα, σιγά το πράγμα παλιορεκλάμα ζωή)·
- σιχαμερά πράγματα, πράξεις ή λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που κάνεις! – τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που λες!»·
- σκάρτο πράγμα, εμπόρευμα άχρηστο, χωρίς καμιά αξία: «δε δίνω ούτε δραχμή, γιατί είναι σκάρτο πράγμα αυτό που θέλεις να μου πουλήσεις»·
- σκοτωμένα πράγματα, δηλώνει απραξία εμπορικών συναλλαγών και γενικά την αναδουλειά: «πως πας από δουλειά; -Σκοτωμένα πράγματα || είχατε χτες βράδυ δουλειά στο κλαμπ; -Σκοτωμένα πράγματα»· βλ. και φρ. πεθαμένα πράγματα·
- σκουραίνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, προβλέπεται δύσκολη, παρουσιάζονται εμπόδια που δυσχεραίνουν ή και αποκλείουν την ομαλή εξέλιξη: «μετά την ανοιχτή σύγκρουση της κυβέρνησης με τα εργατικά συνδικάτα, σκουραίνουν τα πράγματα || μετά το κλείσιμο των συνόρων με το γειτονικό κράτος, σκουραίνουν τα πράγματα»·
- σου είναι ένα πράμα! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά επιτήδειο, παμπόνηρο ή φαύλο και δεν μπορεί κανένας να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μην μπλέξεις μαζί του, γιατί σου είναι ένα πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι πράμα! ή με το Θεός να σε φυλάει·
- σπέσιαλ πράμα, α. εμπόρευμα ή αντικείμενο εξαιρετικό, ιδιαίτερα ξεχωριστό: «έφερα απ’ το εξωτερικό σπέσιαλ πράμα για τις γιορτές || αγόρασα ένα αυτοκίνητο σπέσιαλ πράμα». β. λέγεται και για όμορφη γυναίκα:  «γνώρισα μια γυναίκα σπέσιαλ πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα, λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και, σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο! -Σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαίο το πράγμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα(!)·  
- σπουδαίο πράγμα να…, είναι σημαντικό γεγονός να…: «σπουδαίο πράγμα να ’χει κανείς έναν πιστό φίλο στη ζωή του»·
- σπρώχνω τα πράγματα, πιέζω, προωθώ μια υπόθεση ή κατάσταση: «σπρώξε κι εσύ τα πράγματα να πάρω εκείνο το δάνειο απ’ την τράπεζα  όπου εργάζεσαι!»·
- στα πράματα! επιφώνημα που δηλώνει συναγερμό. Ίσως από την έκφραση των τσομπάνων που, όταν αντιλαμβάνονταν λύκους ή ζωοκλέφτες γύρω από το μαντρί, προέτρεπαν τους δικούς τους να πάνε κοντά στα πράματα (= πρόβατα, γίδια κ.λπ.) για να τα προφυλάξουν·
- στα πράματα, προτροπή για έναρξη εργασίας ή κάποιας ενέργειας: «άιντε παιδιά, αρκετά ξεκουραστήκαμε, μπρος στα πράματα». Συνών. στα όπλα·
- στενεύουν τα πράγματα, οι περιστάσεις, οι πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες γίνονται όλο και περισσότερο δυσχερείς, πλησιάζουν σε επικίνδυνο σημείο ή περιορίζουν την ελευθερία των κινήσεων: «απ’ τη μέρα που άρχισε ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στενεύουν συνεχώς τα πράγματα για την πατρίδα μας || από τότε που έκανε και το τέταρτο παιδί, στένεψαν γι’ αυτόν τα πράγματα κι έχει χαθεί απ’ τα γλέντια μας»·
- στο πράμα μου! α. (για γυναίκες) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στο πράμα μου αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει!». Πολύ συχνά παρατηρείται η ίδια χειρονομία με του άντρα, όταν λέει στ’ αρχίδια μου! ή στον πούτσο μου(!). β. ακούγεται και από άντρες·
- στρώνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία που είχε παρατηρηθεί πριν από καιρό, αρχίζει σταδιακά να εξομαλύνεται, να ξεπερνιέται, αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια καλυτέρευσης ή και επιτυχίας: «ευτυχώς, γιατί με το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης άρχισαν να στρώνουν τα πράγματα || τώρα που στρώνουν τα πράγματα, μπορούμε να κάνουμε εκείνη τη δουλειά που μου ’λεγες»·
- στρώνω τα πράγματα, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δε στρώσω πρώτα τα πράγματα, δεν μπορώ να φύγω για διακοπές»·
- συμβιβάζω τα πράγματα, συνδυάζω, συνταιριάζω δυο αντίθετες ιδιότητες που έχω: «πώς συμβιβάζεις τα πράγματα, απ’ τη μια να μας κάνεις τον κομμουνιστή κι απ’ την άλλη να ’σαι τοκογλύφος;»·
- συνηθισμένα πράγματα, λόγος ή υπόθεση χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «είπατε κάτι ενδιαφέρον όσο έλειπα; -Μπα, τα ίδια και τα ίδια, συνηθισμένα πράγματα || έγινε κάτι σπουδαίο εκεί και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; -Συνηθισμένα πράγματα, τράκαραν δυο αυτοκίνητα»·
- σφίγγουν τα πράγματα, βλ. φρ. στενεύουν τα πράγματα·
- τα βλέπω σκούρα τα πράγματα, α. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα υπάρξουν δυσκολίες ή αντίξοες κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές καταστάσεις: «με την αστάθεια που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα». β. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα περάσω δύσκολη οικονομική κατάσταση ή πως θα έχω σοβαρό πρόβλημα με την υγεία μου, γενικά πως θα αντιμετωπίσω δυσκολία ή αποτυχία σε μια επιδίωξή μου: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο γιατρός, τα βλέπει σκούρα τα πράγματα με τα πνευμόνια μου»·
- τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα ζόρικα, λ. ζόρικος·
- τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα σκούρα, λ. σκούρος·
- τα βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα στενά, λ. στενός·
- τα βρήκε έτοιμα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα έτοιμα, λ. έτοιμος·
- τα βρήκε στρωμένα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα στρωμένα, λ. στρωμένος·
- τα δημόσια πράγματα, η δημόσια ζωή και γενικά η πολιτική, οι υποθέσεις του κράτους: «από μικρός έδειχνε ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα, γι’ αυτό δεν εκπλήσσομαι που εκλέχτηκε βουλευτής στο νομό του || τα δημόσια πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, επικρατεί ενδιάμεση κατάσταση, είναι και φορές που δεν μπορεί κανείς να εκφέρει με σιγουριά μια γνώμη: «στην πολιτική τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής εξελίσσεται πολύ άσχημα: «μετά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής επιδεινώνεται συνεχώς: «με τέτοιους πολιτικούς που έχουμε, τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο στον τόπο μας || οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους, γιατί τα πράγματα για τον ασθενή πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- τα πράγματα φωνάζουν από μόνα τους, λέγεται για κάτι για το οποίο δε χρειάζεται κανείς να προσπαθήσει να αποδείξει, που είναι ολοφάνερο, αυταπόδεικτο. Συνών. φωνάζει από μόνο του·
- τελειωμένα πράγματα, α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε σε κάποιον πως η υπόθεσή του περατώθηκε με επιτυχία ή θα περατωθεί σίγουρα με επιτυχία και για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να τον απασχολεί ή να τον στεναχωρεί άλλο: «μόλις θα ’ρθει ο διευθυντής, θα τον βάλω να υπογράψει το συμβόλαιο, τελειωμένα πράγματα». β. έκφραση με την οποία δεν επιδεχόμαστε αμφισβήτηση ή άρνηση σε αυτό που λέμε ή προστάζουμε: «όταν σου λέω κάτι, θέλω να το πιστεύεις, τελειωμένα πράγματα || η δουλειά θα γίνει έτσι όπως σας λέω εγώ, τελειωμένα πράγματα». γ. έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε ρητά σε κάποιον ή κάποιους πως θα ενεργήσουμε με τον τρόπο που εμείς κρίνουμε σκόπιμο: «όποιος κάνει κοπάνα, θα παίρνει δρόμο απ’ τη δουλειά, τελειωμένα πράγματα»·
- τέλειωσε το πράγμα, βλ. φρ. κρίθηκε το πράγμα·
- τεφαρίκι πράμα, βλ. λ. τεφαρίκι·
- τζάμπα πράμα! έκφραση με την οποία κάποιος πλανόδιος μικρέμπορος ή κάποιος έμπορος λαϊκής αγοράς διαλαλεί την πραμάτεια του, και σημαίνει ότι πουλάει πάρα πολύ φτηνά: «πάρ’ τε κόσμε, τζάμπα πράμα!»·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου) το πράμα (ενν. γαμώ), απευθύνεται ως μεγάλη βρισιά·
- τι πράγμα! έκφραση έκπληξης για κάτι που μας λένε, ιδίως για κάτι που μας ζητάνε και που δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, γιατί δεν το περιμέναμε: «μπορείς να μου δανείσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα; -Τι πράγμα!»·
- τι πράγμα θέλεις; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου εδώ; τι επιθυμείς(;): «τι πράγμα θέλεις και μου χτυπάς νυχτιάτικα την πόρτα;»·
- τι πράγμα μου λες τώρα; α. έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι δυσάρεστο που μας ανακοινώνει κάποιος ξαφνικά: «βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσω ότι πέθανε ο τάδε. -Τι πράγμα μου λες τώρα;». β. έκφραση έκπληξης, χαράς ή ενθουσιασμού για κάτι απίθανο που μας ανακοινώνει κάποιος αναπάντεχα: «αποφάσισα να σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι που θα κάνω στο εξωτερικό κι όλα τα έξοδά σου θα ’ναι πληρωμένα. -Τι πράγμα μου λες τώρα;»·
- τι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου: «σου είπα χίλιες φορές να καθίσεις φρόνιμα και να μην κάνεις θόρυβο, τι πράγματα είν’ αυτά! || τι πράγματα είν’ αυτά! Πώς αντιμιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο σε γέρο άνθρωπο;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;). Συνών. τι καμώματα είν’ αυτά(;)·
- τι πράμα είν’ αυτός! ή τι πράμα είν’ ετούτος! ή τι πράμα είναι τούτος! έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για άτομο που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέμε ή του ζητάμε, που γενικά κρατάει περίεργη στάση: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω αυτό, αλλά το άλλο. Τι πράμα είναι τούτος!». Πολλές φορές, αυτός που μιλάει, στρέφει το πρόσωπό του προς κάποιον φανταστικό ακροατή που υποτίθεται πως παρακολουθεί τη σκηνή, σαν να θέλει να του δώσει δίκιο·
- τι σόι πράγματα είν’ αυτά; βλ. φρ. τι πράγματα είν’ αυτά(;)·
- τι σόι πράμα είναι, βλ. λ. σόι·
- τίμια πράγματα! βλ. λ. τίμιος·
- το αστείο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. αστείος·
- το γελοίο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. γελοίος·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί το καλό το πράγμα αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. φρ. άκου πως έχει το πράγμα·
- το πράγμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. θέλει συζήτηση το πράγμα·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο εξόφθαλμο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά εξήγηση: «δε χρειάζεται να σας πω περισσότερα, γιατί το πράγμα μιλάει μόνο του πώς ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο»·
- το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό το πράγμα·
- το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- το πράμα είναι να..., η ουσία, το σημαντικό σημείο μιας υπόθεσης, το φλέγον ζήτημα είναι να…: «το πράμα είναι να καταφέρω τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά»·
- του ρίχνω πράμα, τον κατσαδιάζω έντονα, τον βρίζω, τον καθυβρίζω: «επειδή συνηθίζει ν’ αργεί το πρωί στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’ριξε πράμα, που ακούστηκε σ’ όλο το εργοστάσιο»·
- τους στρώνω τα πράγματα, βλ. συνηθέστ. τους συμβιβάζω τα πράγματα·
- τους συμβιβάζω τα πράγματα, α. διευθετώ παλιά έχθρα τους, τους κάνω να μονιάσουν: «δεν μπορούσα να βλέπω άλλο δυο αδέρφια μαλωμένα για ηλίθιο λόγο, γι’ αυτό τους συμβίβασα τα πράγματα». β. (για ερωτικά ζευγάρια ή για παντρεμένους) διαμεσολαβώ και κατορθώνω να τους κάνω να μονοιάσουν: «ήταν άδικο να χωρίσουν για ένα πείσμα, γι’ αυτό επενέβην και τους συμβίβασα τα πράγματα»·
- τρελά πράγματα, απίθανες, περίεργες καταστάσεις: «τι τρελά πράγματα είναι αυτά που κάνεις; || έχω μάθει να μην υπόσχομαι τρελά πράγματα, αλλά μόνο ό,τι μπορώ να πραγματοποιήσω»·
- φουσκώνω τα πράγματα, βλ. φρ. παραφουσκώνω τα πράγματα·
- χαζά πράγματα! καθετί ανόητο, φαιδρό, ανάξιο λόγου για να απασχολήσει κάποιον: «δεν ασχολούμαι με χαζά πράγματα!»·
- χαρά στο πράγμα! ή χαρά το πράγμα! βλ. λ. χαρά·
- χρειάζεται (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- χρειάζεται (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- ψόφια πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δε συμβαίνει ή δε συνέβη κάτι ενδιαφέρον, ευχάριστο ή σημαντικό: «τι γίνεται στο μπαράκι μας; -Ψόφια πράγματα || περάσατε καλά στην εκδρομή; -Ψόφια πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- ωραίο πράμα! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα: «την ξέρεις την αδερφή του τάδε; -Ωραίο πράμα!»·
- ωρίμασε το πράγμα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση έφτασε πια στο σημείο, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει κάποιος με ελπίδες επιτυχίας: «νομίζω πως μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά, γιατί, απ’ τη στιγμή που μας υποστηρίζει και η τράπεζα, ωρίμασε το πράγμα». β. υπάρχει η εντύπωση πως έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες ή προϋποθέσεις για να τακτοποιηθεί, να διευθετηθεί μια υπόθεση ή μια κατάσταση που ήταν σε εκκρεμότητα: «με αφορμή το θάνατο του πατέρα τους νομίζω πως ωρίμασε το πράγμα να μονοιάσουν τα δυο αδέρφια».

προκόβω

προκόβω, ρ. [<αρχ. προκόπτω], προκόβω. 1. προοδεύω στη δουλειά μου και γενικά στη ζωή μου, αναπτύσσομαι, ευδοκιμώ: «είναι για ν’ απορεί κανείς πόσο πολύ πρόκοψε αυτό το παιδί! || ξεκίνησε με ένα τόσο δα μαγαζάκι και μετά από δυο χρόνια πρόκοψε η επιχείρηση και άνοιξε και υποκατάστημα». 2. (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις στη ζωή να προκόψεις,τις τρέλες σου αυτές πρέπει πια να κόψεις). 3. (για φυτά) αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, ευδοκιμώ: «για να προκόψουν οι λεμονιές, θέλουν κάθε χρόνο κλάδεμα»·
- θα σε προκόψει! ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας αναφέρει κάποιον ως πολύ καλό φίλο του και εμείς γνωρίζουμε γι’ αυτόν πως είναι απατεώνας. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- μου τα πρόκοψες, (ειρωνικά) απέτυχες να διεκπεραιώσεις, απέτυχες να φέρεις σε αίσιο τέλος τη δουλειά που σου ανέθεσα: «μια φορά σου ανέθεσα να μου κάνεις μια δουλειά και μου τα πρόκοψες»·
- πρόκοψε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πρόκοψε στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τα νύχια σου μην κόψεις, αν θέλεις να προκόψεις, βλ. λ. νύχι·
- τα πρόκοψες, (ειρωνικά) απέτυχες: «πήγες να κάνεις κι εσύ μια δουλειά και τα πρόκοψες»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! βλ. λ. δουλειά.

πρωτοσέλιδος

πρωτοσέλιδος, -η, -ο, επίθ. [<πρωτο- + σελίδα + κατάλ. -ος], πρωτοσέλιδος· στον πλ. τα πρωτοσέλιδα, οι κύριοι τίτλοι των ημερησίων εφημερίδων: «απ’ τις εφημερίδες διαβάζει μόνο τα πρωτοσέλιδα»·
- θα γίνουμε πρωτοσέλιδο, (απειλητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλο κακό: «αν εξακολουθήσεις να ενοχλείς την κόρη μου, θα γίνουμε πρωτοσέλιδο». Συνών. θα μας γράψουν οι εφημερίδες·
- κάνω πρωτοσέλιδο (ένα θέμα), το προβάλλω δεόντως, το διατυμπανίζω: «έκανε πρωτοσέλιδο το χωρισμό του». Από το ότι οι εφημερίδες βάζουν στην πρώτη σελίδα τα θέματα που θέλουν να προβάλλουν·
- τον έκανα πρωτοσέλιδο, πρόβαλλα, κοινολόγησα, διατυμπάνισα κάποια πράξη του ή συμπεριφορά του που στρεφόταν εναντίον του: «τον έκανα πρωτοσέλιδο τον κερατά που πήγε κι έβαλε χέρι στο ταμείο μου!».

ράβδος

ράβδος, η, ουσ. [<αρχ. ῥάβδος], η ράβδος· το μεγάλο ραβδί·
- έπεσε η αγία ράβδος, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό προς σωφρονισμό: «μόλις αντιλήφθηκε ο πατέρας του πως ήταν μεθυσμένος, τον άρπαξε στα χέρια του κι έπεσε η αγία ράβδος». Από το ότι σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- θα πέσει (η) αγία ράβδος, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό για να τον σωφρονίσουμε: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα πέσει η αγία ράβδος»·
- όπου δεν πίπτει (πέφτει) λόγος, πίπτει (πέφτει) ράβδος, βλ. λ. λόγος·
- ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, λέγεται για αστήρικτο και παράλογο συμπέρασμα, για συλλογισμό που δεν έχει λογική, που είναι ασυνάρτητος: «υποστηρίζει πως η νυχτερινή διασκέδαση συμβάλλει στην υπογεννητικότητα. -Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει». Συνών. από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.

ρίχνω

ρίχνω, ρ. [<μσν. ρίχτω <ρίχνω <αρχ. ῥίπτω], ρίχνω. 1. εκσφενδονίζω κάτι από μακριά ή μακριά: «μόλις τον είδε να φεύγει, του ’ριξε μια πέτρα και τον πέτυχε στο κεφάλι». 2. πυροβολώ: «μόλις τον είδαν οι αστυνομικοί, άρχισαν να ρίχνουν όλοι μαζί». 3. χαλώ το κέφι, την καλή διάθεση κάποιου, τον καταθλίβω, τον στενοχωρώ: «κάθε φορά που πίνω ούζο, με ρίχνει». 4. καταφέρνω κάποιον με δόλια μέσα να ανταποκριθεί στις διαθέσεις μου ή στις επιδιώξεις μου, τον πείθω, εξαπατώ: «άρχισε την κλάψα για να του δώσω δανεικά και λέγε λέγε, μ’ έριξε || πρόσεξε μη σε ρίξει και δεχτείς να υπογράψεις, γιατί θα το μετανιώσεις». (Λαϊκό τραγούδι: οι φίλοι σου κι οι συγγενείς κοιτάζουν να σε ρίξουν· μέσα σε μια γουλιά νερό, όταν σε βρουν, αχ, ζητάνε να σε πνίξουν).5. καταφέρνω, πείθω κάποιον να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί μου: «πώς την έριξες τέτοια γυναικάρα; || πώς τον έριξες τέτοιον παίδαρο;». (Λαϊκό τραγούδι: κι άλλες πολλές θελήσανε με κλάμα να με ρίξουν, μ’από γυναίκας δάκρυα δεν παίρνω εγώ χαμπάρι και δε σηκώνω από καμιά ποτέ μου χαλινάρι). 6. αποστρέφομαι, δε βοηθώ, απαξιώνω κάποιον: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον έριξαν όλοι». (Λαϊκό τραγούδι: οι φίλοι μου με ρίξανε, οι εχτροί μου με μισούνε, οι συγγενείς με βρίζουνε κι οι ξένοι μ’ αδικούνε). 7. εγκαταλείπω το ερωτικό μου ταίρι και συνάπτω ερωτικό δεσμό με άλλο άτομο: «επειδή ήταν φτωχή, την έριξε για μια πλούσια». (Λαϊκό τραγούδι: μην πιστεύεις στης γυναίκας την καρδιά, θα σε ρίξει για έναν άλλον μια βραδιά). 8. δεν πάω στο ραντεβού που έχω με κάποιον, τον αφήνω να περιμένει μάταια: «στα ραντεβού μου είμαι Εγγλέζος και δεν υπάρχει άνθρωπος να ισχυριστεί πως τον έριξα». 9. αδικώ κάποιον σε συναλλαγή, εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον: «την επόμενη φορά που θα σε ρίξει, να του κάνεις μήνυση». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει θέλει θέλει ψεύτικε ντουνιά, σ’ έμαθα εντέλει δε με ρίχνεις πια). 10. δεν πληρώνω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις: «είναι πολύ αφερέγγυο άτομο κι έχει ρίξει όλους τους εμπόρους της αγοράς». 11. ξοδεύω: «έριξα πολλά λεφτά για να χτίσω αυτό το σπίτι». 12. τοποθετώ κάπου χρήματα, συμμετέχω οικονομικά: «έριξα κι εγώ λεφτά σ’ αυτή την επιχείρηση». 13. οδηγώ κάποιον σε πολύ δύσκολη κατάσταση: «το πάθος του για το πιοτό, τον έριξε σ’ αυτή την αθλιότητα». 14. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) πετώ στο τραπέζι ένα από τα φύλα που κρατώ στα χέρια μου: «έριξα την ντάμα κούπα». 15. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κάνω ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικού: «απ’ το ρίξε ρίξε, έκαψε όλες τις φλέβες του». (Ακολουθούν 467 φρ.)·
- αν δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, βλ. λ. πετονιά·
- αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, βλ. λ. ρούχο·
- έριξα κοιλιά ή έριξα κοιλιές, βλ. λ. κοιλιά·
- έριξε ένα τρεχιό! ή έριξε τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- έριξε μια ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά·
- έριξε μια τρεχάλα! ή έριξε τρεχάλα, βλ. λ. τρεχάλα·
- έριξε μαύρο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. λ. μαύρος·
- έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι, βλ. λ. πορδή·
- έριξε την μπηχτή του, βλ. λ. μπηχτή·
- έριξε το δηλητήριό του, βλ. λ. δηλητήριο·
- έριξε το φαρμάκι του, βλ. λ. φαρμάκι·
- θα σε ρίξω στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- θα σου τη ρίξω στον τραγουδιστή, βλ. λ. τραγουδιστής·
- θα το ρίξω! έκφραση με την οποία ζητάμε από κάποιον να μας δώσει να δοκιμάσουμε λίγο από αυτό που τρώει. Από το ότι επικρατεί η εντύπωση πως, όταν κάποια γυναίκα που είναι έγκυος δε φάει λίγο από το φαγητό που βλέπει να τρώει κάποιος ή αν δε φάει λίγο από το φαγητό που της μύρισε, θα αποβάλει (θα ρίξει το παιδί)·
- η μαλακία του ρίχνει ντουβάρι, βλ. λ. μαλακία·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το (ρίχ’ το) στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει, βλ. λ. καρφίτσα·
- μ’ έριξε έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- μ’ έριξε έξω, βλ. λ. έξω·
- μ’ έριξε στα δίχτυα της, βλ. λ. δίχτυ·
- μ’ έριξε στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος
- με ρίχνει από αναβολή σε αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- με ρίχνει από αύριο σ’ αύριο, βλ. λ. αύριο·
- με ρίχνει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- με ρίχνει από Δευτέρα σε Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. λ. μέρα·
- με ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με ρίχνει στο κρεβάτι (ενν. κάποια ασθένεια), βλ. λ. κρεβάτι·
- με ρίχνουν στην απέξω, βλ. λ. απέξω·
- με ρίχνουν στην καλλιόπη ή με ρίχνουν στις καλλιόπες, βλ. λ. καλλιόπη·
- μη ρίχνεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε, βλ. λ. πηγάδι·
- μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου την έριξε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου την έριξε στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- μου το ’ριξε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, βλ. λ. Θεός·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ρίξ’ τα! ή ρίχ’ τα! (στη γλώσσα της αργκό) α. επιφών. ενθουσιασμού που απευθύνεται σε λαϊκό ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια ή σε λαϊκό οργανοπαίχτη, την ώρα που τραγουδάει, ή που παίζει, και υποδηλώνει την απέραντη ευχαρίστησή μας για το τραγούδι ή τη μουσική που ακούμε. β. προτρεπτικό ή κυρίως απειλητικό επιφώνημα σε κάποιον να μας καταβάλει αμέσως τα χρήματα που μας χρωστάει ή τα χρήματα που δικαιούμαστε να πληρωθούμε για κάποια δουλειά που του κάναμε: «ρίχ’ τα τώρα που σε βρήκα, γιατί ένας Θεός ξέρει πότε θα σε ξαναβρώ». γ. προτροπή σε κάποιον να μιλήσει, (να διηγηθεί, να ομολογήσει, να δικαιολογηθεί). δ. (για κυβοπαιξία) προτροπή στον παίχτη να ρίξει τα ζάρια.
- ρίξ’ τα (ρίχ’ τα) στην απέξω τσέπη (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), βλ. λ. τσέπη·
- ρίξ’ το! ή ρίχ’ το! προτρεπτικό ή ενθαρρυντικό επιφώνημα σε κάποιον να πει αυτό που θέλει να πει, αλλά που για κάποιο λόγο διστάζει·
- ρίξ’ το με φόρα ή ρίχ’ το με φόρα ή ρίξ’ τα με φόρα ή ρίχ’ τα με φόρα, βλ. λ. φόρα1·
- ρίχνει άντερα (ενν. ο Θεός, ο ουρανός), βλ. λ. άντερο·
- ρίχνει βατράχια, βλ. λ. βατράχι·
- ρίχνει καλαπόδια, βλ. λ. καλαπόδι·
- ρίχνει καρεκλοπόδαρα, βλ. λ. καρεκλοπόδαρο·
- ρίχνει κοτρόνες, βλ. λ. κοτρόνα·
- ρίχνει νερό με το τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
- ρίχνει παπάδες, βλ. λ. παπάς·
- ρίχνει πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνει τα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- ρίχνει τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ρίχνει το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- ρίχνουμε το λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- ρίχνουμε τον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- ρίχνουν ντουφεκιές, βλ. λ. ντουφεκιά·
- ρίχνουν στην καμπούρα μου (κάτι), βλ. λ. καμπούρα·
- ρίχνω αγκίστρι, βλ. λ. αγκίστρι·
- ρίχνω άγκυρα, βλ. λ. άγκυρα·
- ρίχνω άδεια (ενν. για να πιάσω γεμάτα), βλ. λ. άδειος·
- ρίχνω άδεια και πιάνω γεμάτα, βλ. λ. άδειος·
- ρίχνω αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- ρίχνω αλάτι σε παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- ρίχνω ανάστημα, βλ. λ. ανάστημα·
- ρίχνω άντερα ή ρίχνω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- ρίχνω απ’ το θρόνο του (κάποιον), βλ. λ. θρόνος·
- ρίχνω (άπλετο) φως (ιδίως σε κάποια υπόθεση), βλ. λ. φως·
- ρίχνω βολές εναντίον (κάποιου), βλ. λ. βολή2·
- ρίχνω βολή, (για αθλητές), βλ. λ. βολή2·
- ρίχνω βολίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. βολίδα·
- ρίχνω γαμωσταυρίδια ή ρίχνω τα γαμωσταυρίδια μου, βλ. λ. γαμωσταυρίδι·
- ρίχνω γατοκέφαλα, βλ. λ. γατοκέφαλο·
- ρίχνω γέλια ή ρίχνω γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- ρίχνω γέφυρα ή ρίχνω γέφυρες, βλ. λ. γέφυρα·
- ρίχνω για δόλωμα ή ρίχνω δόλωμα, βλ. λ. δόλωμα·
- ρίχνω δίσκο, βλ. λ. δίσκος·
- ρίχνω δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα μου, βλ. λ. δίχτυ·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω ένα βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα·
- ρίχνω ένα βλέφαρο, βλ. λ. βλέφαρο·
- ρίχνω ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- ρίχνω ένα σουτ, βλ. λ. σουτ·
- ρίχνω ένα τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- ρίχνω ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- ρίχνω ένα φιστίκι, βλ. λ. φιστίκι·
- ρίχνω ένα φοινίνι, βλ. λ. φοινίκι·
- ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- ρίχνω έναν πρωινό, βλ. λ. πρωινός·
- ρίχνω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- ρίχνω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- ρίχνω αντίσκηνο, βλ. λ. αντίσκηνο·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω έξω το καράβι ή ρίχνω το καράβι έξω, βλ. λ. καράβι·
- ρίχνω θεμέλια ή ρίχνω τα θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω καμπάνα ή ρίχνω καμπάνες, βλ. λ. καμπάνα·
- ρίχνω κανόνι, βλ. λ. κανόνι·
- ρίχνω κανονιά, βλ. λ. κανονιά·
- ρίχνω καντήλια, βλ. λ. καντήλι·
- ρίχνω κάρβουνα στη φωτιά, βλ. λ. κάρβουνο·
- ρίχνω καρεκλιές, βλ. λ. καρεκλιά·
- ρίχνω καρφί ή ρίχνω καρφιά ή ρίχνω τα καρφιά μου, βλ. λ. καρφί·
- ρίχνω κάτι απάνω μου, βλ. λ. κάτι·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, βλ. λ. μάτι·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- ρίχνω κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- ρίχνω κουτουρού ή ρίχνω στα κουτουρού, βλ. λ. κουτουρού·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- ρίχνω λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- ρίχνω λάσπη στον ανεμιστήρα, βλ. λ. ανεμιστήρας·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω μαύρες κατάρες, βλ. λ. κατάρα
- ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) ή ρίχνω πέτρα (πίσω μου), βλ. λ. πέτρα·
- ρίχνω μια βόλτα ή ρίχνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- ρίχνω μια γνώμη, βλ. λ. γνώμη·
- ρίχνω μια γνώμη στο τραπέζι, βλ. λ. γνώμη·
- ρίχνω μια γύρα ή ρίχνω τη γύρα μου, βλ. λ. γύρα·
- ρίχνω μια γυροβολιά ή ρίχνω τη γυροβολιά μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- ρίχνω μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- ρίχνω μια μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- ρίχνω μια ματιά, βλ. λ. ματιά·
- ρίχνω μια ξερή ( ενν. μαλακία), βλ. λ. ξερός·
- ρίχνω μια παχιά (ενν. μαλακία), βλ. λ. παχύς·
- ρίχνω μια πρόταση ή ρίχνω την πρόταση, βλ. λ. πρόταση·
- ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. λ. πρόταση·
- ρίχνω μια πρωινή, βλ. λ. πρωινός·
- ρίχνω μια σπόντα ή ρίχνω σπόντες ή ρίχνω σπόντα ή ρίχνω τη σπόντα ή ρίχνω τη σπόντα μου, βλ. λ. σπόντα·
- ρίχνω μια στροφή ή ρίχνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- ρίχνω μια φτηνή, βλ. λ. φτηνή·
- ρίχνω μούντζα ή ρίχνω μούντζες ή ρίχνω τις μούντζες μου, βλ. λ.μούντζα·
- ρίχνω μπάζα, βλ. λ. μπάζα2·
- ρίχνω μπόι, βλ. λ. μπόι·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, βλ. λ. νερό·
- ρίχνω ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- ρίχνω οικοδομή, βλ. λ. οικοδομή·
- ρίχνω όλο το βάρος μου (σε κάτι), βλ. λ. βάρος·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω όλο το κέντρο βάρους, βλ. λ. κέντρο·
- ρίχνω παλαμάρι, βλ. λ. παλαμάρι·
- ρίχνω παντού τα δίχτυα μου, βλ. λ. δίχτυ·
- ρίχνω παραγάδι, βλ. λ. παραγάδι·
- ρίχνω πασιέντζες, βλ. λ. πασιέντζα·
- ρίχνω πιστολιές, βλ. λ. πιστολιά·
- ρίχνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- ρίχνω ρίζες (κάπου), βλ. λ. ρίζα·
- ρίχνω σκιά ή ρίχνω τη σκιά μου, βλ. λ. σκιά·
- ρίχνω σκόνη στα μάτια, βλ. λ. σκόνη·
- ρίχνω στα γεμάτα, βλ. λ. γεμάτος·
- ρίχνω στα γερά, βλ. λ. γερός·
- ρίχνω στα τυφλά, βλ. λ. τυφλός·
- ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- ρίχνω στη θάλασσα (κάποιον), βλ. λ. θάλασσα·
- ρίχνω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- ρίχνω στην κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- ρίχνω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- ρίχνω στην πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
- ρίχνω στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- ρίχνω στο σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- ρίχνω στο σωρό, βλ. λ. σωρός·
- ρίχνω στο ψαχνό, βλ. λ. ψαχνό·
- ρίχνω στον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ρίχνω στον κουβά (κάποιον), βλ.λ. κουβάς·
- ρίχνω στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- ρίχνω στου Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·
- ρίχνω στούφα ή ρίχνω στούφες ή ρίχνω τις στούφες μου ή το ρίχνω στη στούφα ή το ρίχνω στις στούφες μου, βλ. λ. στούφα·
- ρίχνω σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- ρίχνω τ’ ανάθεμα (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- ρίχνω τ’ άρματα, βλ. λ. άρμα·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- ρίχνω τα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- ρίχνω τα λεφτά μου (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. λ. μούτρο·
- ρίχνω τα μπετά, βλ. λ. μπετόν·
- ρίχνω τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- ρίχνω τα τσιμέντα, βλ. λ. τσιμέντο·
- ρίχνω τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ρίχνω τη δόση μου, βλ. λ. δόση·
- ρίχνω τη ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- ρίχνω τη ζεϊμπεκιά μου ή ρίχνω τις ζεϊμπεκιές μου, βλ. λ. ζεϊμπεκιά·
- ρίχνω τη ματιά μου, βλ. λ. ματιά·
- ρίχνω τη μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- ρίχνω τη σημαία, βλ. λ. σημαία·
- ρίχνω την αγορά, βλ. λ. αγορά·
- ρίχνω την ακαριαία, βλ. λ. ακαριαίος·
- ρίχνω την κόντρα μου ή ρίχνω τις κόντρες μου, βλ. λ. κόντρα·
- ρίχνω την κυβέρνηση, βλ. λ. κυβέρνηση·
- ρίχνω την ξούρα μου ή ρίχνω τις ξούρες μου, βλ. λ. ξούρα·
- ρίχνω την πέτρα  τ’ αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- ρίχνω την τζίφρα μου, βλ. λ. τζίφρα·
- ρίχνω την τιμή ή ρίχνω τις τιμές, βλ. λ. τιμή·
- ρίχνω την υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- ρίχνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- ρίχνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- ρίχνω τις γυροβολιές μου, γυροβολιά·
- ρίχνω τις καβάλες μου, βλ. λ. καβάλα·
- ρίχνω τις καβαλίκες μου, βλ. λ. καβαλίκα·
- ρίχνω τις κουρτίνες, βλ. λ. κουρτίνα·
- ρίχνω τις στροφές ή ρίχνω τις στροφές της (ενν. της μηχανής, μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου), βλ. λ. στροφή·
- ρίχνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- ρίχνω τις χλέπες μου, βλ. λ. χλέπα·
- ρίχνω το άδικο (σε κάποιον), βλ. λ. άδικος·
- ρίχνω το βλέμμα μου, βλ. λ. βλέμμα·
- ρίχνω το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- ρίχνω το επίπεδο, βλ. λ. επίπεδο·
- ρίχνω το μπαλάκι (σε κάποιον), βλ. λ. μπαλάκι·
- ρίχνω το παιδί, (για γυναίκες) βλ. λ. παιδί·
- ρίχνω το προσωπείο, βλ. λ. προσωπείο·
- ρίχνω το σύνθημα, βλ. λ. σύνθημα·
- ρίχνω τον αβλέμονα, βλ. λ. αβλέμονας·
- ρίχνω τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- ρίχνω τον άμπακα, βλ. λ. άμπακας·
- ρίχνω τον εγωισμό μου, βλ. λ. εγωισμός·
- ρίχνω τον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- ρίχνω τον λίθο του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- ρίχνω τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- ρίχνω τούφα ή ρίχνω τούφες ή ρίχνω τις τούφες μου ή το ρίχνω στην τούφα ή το ρίχνω στις τούφες, βλ. λ. τούφα·
- ρίχνω τρελά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω τρελή μάσα ή ρίχνω τρελές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- ρίχνω ύψος, βλ. λ. ύψος·
- ρίχνω φαλιμέντο, βλ. λ. φαλιμέντο·
- ρίχνω φάσκελα ή ρίχνω τα φάσκελά μου, βλ. λ. φάσκελο·
- ρίχνω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- ρίχνω φόλα, βλ. λ. φόλα·
- ρίχνω φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. λ. φύλλο·
- ρίχνω χοντρά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω Χριστοπαναγίες, βλ. λ. Χριστοπαναγία·
- ρίχνω Χριστούς και Παναγίες, βλ. λ. Χριστός·
- σε ποιον να το ρίξω, στο γείτονα; βλ. λ. γείτονας·
- τα ’ριξα χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- τα ρίχνει, ο τραγουδιστής, η τραγουδίστρια ή ο λαϊκός οργανοπαίχτης για τον οποίο γίνεται λόγος, τραγουδάει ή παίζει πάρα πολύ καλά: «όσο για τον τάδε που λες τον κάνω πολύ κέφι, γιατί τα ρίχνει μια χαρά»·
- τα ρίχνω, πληρώνω τοις μετρητοίς: «όποια αγορά και να κάνω, τα ρίχνω αμέσως κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- τα ρίχνω κορόνα γράμματα ή το ρίχνω κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- τα ρίχνω όλα έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τα ρίχνω όλα έναν πούτσο ή τα ρίχνω όλα στον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- τα ρίχνω όλα στη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- τη ρίχνω, (για γυναίκες) την πείθω να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί μου, την κατακτώ ερωτικά: «είναι τόσο γόης, που, όποια γυναίκα και να βάλει στο μάτι, τη ρίχνει»·
- τη ρίχνω ανάσκελα ή τη ρίχνω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) βλ. λ. ανάσκελα·
- τη ρίχνω μπρούμυτα ή τη ρίχνω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες)βλ. λ. μπρούμυτα·
- τη ρίχνω στο κρεβάτι, (για γυναίκες) βλ. λ. κρεβάτι·
- της έριξα ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- της έριξα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- της ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- της ρίχνω ματιές, βλ. λ. ματιά·
- της ρίχνω όλα τα γκάζια, (για μοτοσικλέτες) βλ. λ. γκάζι·
- της τα ’ριξα στα ίσια, βλ. λ. ίσιος·
- της τα ρίχνω, (για γυναίκες) της μιλώ με υπονοούμενα για να καταλάβει το ερωτικό μου ενδιαφέρον γι’ αυτήν, τη φλερτάρω: «μόλις δει καμιά καινούρια στην παρέα μας, την πλευρίζει και της τα ρίχνει». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές της τα ’ριξα,δε θέλει να με ξέρει· τι θ’ απογίνω σκέφτομαι, όπως μου τα ’χει φέρει;
- τις ρίχνει (ενν. τις πενιές), (στη γλώσσα της αργκό) ο μπουζουκτσής αρχίζει να παίζει: «μόλις άρχισε ο μπουζουκτσής να τις ρίχνει, σηκώθηκε μερακλωμένο το φιλαράκι μου να ρίξει τις βόλτες του»·
- το ’ριξα στα γέλια ή το ’ριξα στο γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- το ’ριξε στα κλάματα ή το ’ριξε στο κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- το ’ριξε στα χαρτιά ή το ’ριξε στο χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- το ’ριξε στο κρασί, βλ. λ. κρασί·
- το ’ριξε στο μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- το ’ριξε στο πιοτό, βλ. λ. πιοτό·
- το ’ριξε στο ποτό, βλ. λ. ποτό·
- το ’ριξε στο ρεμπελιό, βλ. λ. ρεμπελιό·
- το ρίχνει από αναβολή σε αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- το ρίχνει από αύριο σ’ αύριο, βλ. λ. αύριο·
- το ρίχνει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- το ρίχνει από Δευτέρα σε Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. λ. μέρα·
- το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- το ρίχνει στη μαναβέλα, βλ. λ. μαναβέλα·
- το ρίχνει στη χειροκίνητη, βλ. λ. χειροκίνητη·
- το ρίχνει στη χειροποίητη, βλ. λ. χειροποίητη·
- το ρίχνει στη χειροτεχνία, βλ. λ. χειροτεχνία·
- το ρίχνουμε μονοκούκι, βλ. λ. μονοκούκι·
- το ρίχνω…, κάνω κάτι με πάθος και συνέχεια: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στο διάβασμα, γιατί πλησιάζουν οι εξετάσεις || απ’ τη μέρα που κέρδισα το λαχείο, το ’ριξα στα ταξίδια || αν κερδίσω το λαχείο, θα το ρίξω στα ταξίδια»·
- το ρίχνω δαγκωτό, βλ. λ. δαγκωτό·
- το ρίχνω έξω, βλ. λ. έξω·
- το ρίχνω στ’ αραλίκι, βλ. λ. αραλίκι·
- το ρίχνω στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- το ρίχνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- το ρίχνω στη λούφα, βλ. λ. λούφα·
- το ρίχνω στη ρουλέτα, βλ. λ. ρουλέτα·
- το ρίχνω στη σπάτουλα, βλ. λ. σπάτουλα·
- το ρίχνω στη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- το ρίχνω στην απέξω, βλ. λ. απέξω·
- το ρίχνω στην εργασία, βλ. λ. εργασία·
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- το ρίχνω στην κούρα, βλ. λ. κούρα·
- το ρίχνω στην ξάπλα, βλ. λ. ξάπλα·
- το ρίχνω στην παλαβή, βλ. λ. παλαβή·
- το ρίχνω στην πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- το ρίχνω στην τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- το ρίχνω στην τρελή, βλ. λ. τρελός·
- το ρίχνω στην τριανταμία, βλ. λ. τριανταμία·
- το ρίχνω στην τύχη, βλ. λ. τύχη·
- το ρίχνω στο άσμα, βλ. λ. άσμα·
- το ρίχνω στο αστείο, βλ. λ. αστείος·
- το ρίχνω στο βουλευτιλίκι, βλ. λ. βουλευτιλίκι·
- το ρίχνω στο γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- το ρίχνω στο γλέντι, βλ. λ. γλέντι·
- το ρίχνω στο εργόχειρο, βλ. λ. εργόχειρο·
- το ρίχνω στο καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- το ρίχνω στο κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- το ρίχνω στο κουβεντολόι, βλ. λ. κουβεντολόι·
- το ρίχνω στο ξεσκονιστήρι, βλ. λ. ξεσκονιστήρι·
- το ρίχνω στο περιγητηλίκι, βλ. λ. περιγητηλίκι·
- το ρίχνω στο πλιάτσικο, βλ. λ. πλιάτσικο·
- το ρίχνω στο ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- το ρίχνω στο σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- το ρίχνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- το ρίχνω στο σπαστό, βλ. λ. σπαστό·
- το ρίχνω στο τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- το ρίχνω στο τσάμικο, βλ. λ. τσάμικο·
- το ρίχνω στο φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- το ρίχνω στον καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- το ρίχνω στον καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- τον έριξα να κολυμπήσει, βλ. λ. κολυμπώ·
- τον έριξα τέζα, βλ. λ. τέζα·
- τον έριξαν στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- τον έριξε κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τον έριξε στα μαλακά, βλ. λ. μαλακός·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έριξε στο κανναβάτσο, βλ. λ. κανναβάτσο·
- τον έριξε στο χαντάκι, βλ. λ. χαντάκι·
- τον έριξε τέζα, βλ. λ. τέζα·
- τον ρίχνω, α. δεν πηγαίνω στο ραντεβού που έχω μαζί του, τον αφήνω να περιμένει μάταια, τον στήνω: «είχα ραντεβού μαζί του στην Καμάρα, αλλά τον έριξα, γιατί μου ’τυχε μια γκόμενα». Συνών. τον στήνω· β. τον αδικώ, τον εξαπατώ σε συναλλαγή ή σε διαπραγμάτευση και γενικά τον εξαπατώ: «κάθε φορά που κάθονται να κάνουν μοιρασιά στα κέρδη τους, τον ρίχνει». (Λαϊκό τραγούδι: η γυναίκα, όσο μπέσα κι αν σου δείξει, να το ξέρεις, πως μια μέρα θα σε ρίξει). γ. δεν πληρώνω τις οικονομικές υποχρεώσεις που έχω σε κάποιον: «επειδή είναι φίλος του, τον ρίχνει και πληρώνει άλλους που είναι πιο απαιτητικοί». δ. τον νικώ στο πάλεμα: «όσες φορές κι αν παλέψαμε, τον έριξα».
- τον ρίχνω ανάσκελα ή τον ρίχνω τ’ ανάσκελα, βλ. λ. ανάσκελα·
- τον ρίχνω έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τον ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τον ρίχνω έξω, βλ. λ. έξω·
- τον ρίχνω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τον ρίχνω μπρούμυτα ή τον ρίχνω τα μπρούμυτα, βλ. λ. μπρούμυτα·
- τον ρίχνω νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
- τον ρίχνω ξάπλα, βλ. λ. ξάπλα·
- τον ρίχνω πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- τον ρίχνω ράχη, βλ. λ. ράχη·
- τον ρίχνω στα κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- τον ρίχνω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- τον ρίχνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον ρίχνω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- τον ρίχνω στη στρουγκού, βλ. λ. στρουγκού·
- τον ρίχνω στη φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον ρίχνω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- τον ρίχνω στην καπάντζα, βλ. λ. καπάντζα·
- τον ρίχνω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- τον ρίχνω στην τρύπα, βλ. λ. τρύπα·
- τον ρίχνω στην ψειρού, βλ. λ. ψειρού·
- τον ρίχνω στις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- τον ρίχνω στο Γεντί, βλ. λ. Γεντί·
- τον ρίχνω στο κρεβάτι, (για ασθένειες) βλ. λ. κρεβάτι·  
- τον ρίχνω στο μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- τον ρίχνω στο μπουντρούμι, βλ. λ. μπουντρούμι·
- τον ρίχνω στο σπαστό, βλ. λ. σπαστό·
- τον ρίχνω στο σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- τον ρίχνω στο φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τον ρίχνω στο φρέσκο, βλ. λ. φρέσκο·
- τον ρίχνω τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- του ’ριξα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’ριξα ένα μπάτσο ή του ’ριξα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσος·
- του ’ριξα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’ριξα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’ριξα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του ’ριξα μια ανάποδη, βλ. λ. ανάποδος·
- του ’ριξα μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του ’ριξα μια καρπαζιά, βλ. λ. καρπαζιά·
- του ’ριξα μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- του ’ριξα μια μπουνιά, βλ. λ. μπουνιά·
- του ’ριξα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του ’ριξα γροθιές ή του ’ριξα τις γροθιές του, βλ. λ. γροθιά·
- του ’ριξα ζίλια ή του ’ριξα τα ζίλια του, βλ. λ. ζίλι·
- του ’ριξα καρπαζιές ή του ’ριξα τις καρπαζιές του, βλ. λ. καρπαζιά·
- του ’ριξα κλοτσιές ή του ’ριξα τις κλοτσιές του, βλ. λ. κλοτσιά·
- του ’ριξα μπάτσα ή του ’ριξα μπάτσες ή του ’ριξα τα μπάτσα του ή του ’ριξα τις μπάτσες του, βλ. λ. μπάτσα·
- του ’ριξα μπουνιές ή του ’ριξα τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- του ’ριξα σκαμπίλια ή του ’ριξα τα σκαμπίλια του, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’ριξα σφαλιάρες ή του ’ριξα τις σφαλιάρες του, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του ’ριξα φάπες ή του ’ριξα τις φάπες του, βλ. λ. φάπα·
- του ’ριξα φούσκους ή του ’ριξα τους φούσκους του, βλ. λ. φούσκος·
- του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, βλ. λ. χαστούκι·
- του ρίχνω αβανιά ή του ρίχνω την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του ρίχνω βρομόξυλο ή του ρίχνω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του ρίχνω γαμωσταυρίδια ή του ρίχνω τα γαμωσταυρίδια του, βλ. λ. γαμωσταυρίδι·
- του ρίχνω δούλεμα, βλ. λ. δούλεμα·
- του ρίχνω δυο μούντζες, βλ. λ. μούντζα·
- του ρίχνω δυο φάσκελα, βλ. λ. φάσκελο·
- του ρίχνω ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- του ρίχνω ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- του ρίχνω ένα μπερντάχι, βλ. λ. μπερντάχι·
- του ρίχνω ένα μπουκέτο, βλ. λ. μπουκέτο·
- του ρίχνω ένα φάσκελο, βλ. λ. φάσκελο·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του ρίχνω ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του ρίχνω ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του ρίχνω καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- του ρίχνω καμπανιά, βλ. λ. καμπανιά·
- του ρίχνω μαύρο, βλ. λ. μαύρος·
- του ρίχνω μαύρισμα, βλ. λ. μαύρισμα·
- του ρίχνω μια  μούντζα, βλ. λ. μούντζα·
- του ρίχνω μια σπόντα ή του ρίχνω σπόντες, βλ. λ. σπόντα·
- του ρίχνω μπινελίκια ή του ρίχνω τα μπινελίκια του, βλ. λ. μπινελίκι·
- του ρίχνω όλα τα γκάζια (ενν. του αυτοκινήτου), βλ. λ. γκάζι·
- του ρίχνω πετριές, βλ. λ. πετριά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω πόντους, βλ. λ. πόντος·
- του ρίχνω πουστριλίκια ή του ρίχνω τα πουστριλίκια του, βλ. λ.πουστριλίκι·
- του ρίχνω πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του ρίχνω στο σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- του ρίχνω τα μπινελίκια της ζωής του, βλ. λ. μπινελίκι·
- του ρίχνω τα μπουκέτα του, βλ. λ. μπουκέτο·
- του ρίχνω τα πουστριλίκια της ζωής του, βλ. λ. πουστριλίκι·
- του ρίχνω τα φάσκελά του, βλ. λ. φάσκελο·
- του ρίχνω τις μούντζες του, βλ. λ. μούντζα·
- του ρίχνω την πεπονόφλουδα, βλ. λ. πεπονόφλουδα·
- του ρίχνω το γάντι, βλ. λ. γάντι·
- του ρίχνω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- του ρίχνω φούμο, βλ. λ. φούμο·
- του ρίχνω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. φυλακή·
- του ρίχνω Χριστοπαναγίες ή του ρίχνω τις Χριστοπαναγίες του, βλ. λ. Χριστοπαναγία·
- του τα ’ριξα στα ίσια, βλ. λ. ίσιος·
- του τα ’ριξα χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- του τα ρίχνω (ενν. τα λεφτά), τον πληρώνω μετρητοίς: «κάθε φορά που τελειώνει τη δουλειά που του αναθέτω, έρχεται και του τα ρίχνω». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κανονικά·
- του τα ρίχνω, τον επιπλήττω αυστηρά, τον βρίζω έντονα: «όποιον δει να κάνει μαλακίες, του τα ρίχνει και δεν καταλαβαίνει κανέναν»·
- του την έριξα στον τραγουδιστή, βλ. λ. τραγουδιστής·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), βλ. λ. αφτί·
- τους ρίξαμε ένα (δυο, τρία) πλεμάτια, βλ. λ. πλεμάτι·
- τους ρίχνω όλους έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τους ρίχνω όλους έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- χωρίς να ρίξει ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά.

ροβίθι

ροβίθι, το, ουσ. [<ρεβίθι], το ρεβίθι (βλ. λ.)·
- αμ τι, ροβίθια! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που απορεί με αυτά που του λέμε με την ερώτηση αλήθειά(;)·
- θα βράσουν τα ροβίθια! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που καθυστέρησε αισθητά να έρθει σε κάποιο ραντεβού: «άντε, ρε παιδάκι μου, έλα επιτέλους, θα βράσουν τα ροβίθια!». Από το ότι τα ροβίθια για να μαγειρευτούν, θέλουν αρκετή προεργασία και αρκετό βράσιμο.

ρούχο

ρούχο, το, ουσ. [<μσν. ροῦχον <σλαβ. ruho], το ρούχο. 1. στον πλ. τα ρούχα, το σύνολο των ενδυμάτων που συνθέτουν και ολοκληρώνουν την εξωτερική μας εμφάνιση: «μόλις βγω απ’ το μπάνιο, θέλω να ’χεις έτοιμα τα ρούχα μου, γιατί βιάζομαι να φύγω». 2. τα κλινοσκεπάσματα, τα στρωσίδια: «τα ρούχα στο κρεβάτι ήταν άνω κάτω». Υποκορ. ρουχάκι, το κ. ρουχαλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- αλλάζω ρούχα, βγάζω τα λερωμένα ή τα καθημερινά μου ρούχα και φορώ καθαρά ή επίσημα: «μόλις γύρισε απ’ τη δουλειά του, άλλαξε ρούχα και πήγε στο μπαράκι να βρει τους φίλους του || μόλις γύρισε απ’ το γραφείο του, άλλαξε ρούχα και πήγε στη δεξίωση»·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, λέγεται ειρωνικά για την επιφανειακή μόνο αλλαγή των πραγμάτων: «τώρα που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, να δεις που θα πάνε καλύτερα τα πράγματα. -Εμένα μου λες! Άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»·
- άνετο ρούχο, που δεν είναι στενό, που είναι αεράτο, μπόλικο και οπωσδήποτε όχι επίσημο: «ρίξε πάνω σου ένα άνετο ρούχο κι έλα»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω τα ρούχα μου, ντύνομαι: «περίμενε μια στιγμή να βάλω τα ρούχα μου κι έρχομαι»·
- βαριά ρούχα, αυτά που φοριούνται το χειμώνα, τα χειμωνιάτικα ρούχα: «κάθε χειμώνα φορώ βαριά ρούχα, γιατί στα μέρη μας κάνει πολύ κρύο»·
- βγάζω τα ρούχα μου, ξεντύνομαι: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στο μπάνιο»·
- βγαίνω απ’ τα ρούχα μου, νευριάζω πάρα πολύ και αντιδρώ έντονα: «όταν ακούω να λένε βλακείες, βγαίνω απ’ τα ρούχα μου και τους βάζω αμέσως στη θέση τους». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- δαγκάνω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα ρούχα μου·
- δεν έχει ρούχο να φορέσει, βλ. φρ. δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, είναι πάμφτωχος: «εδώ δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του κι ονειρεύεται τη μεγάλη ζωή ο ερίφης!»·
- δεν μπαίνει στα ρούχα του, πάχυνε πάρα πολύ: «ξεσκίστηκε όλο το καλοκαίρι στο φαγητό και στον ύπνο και τώρα δεν μπαίνει στα ρούχα του»·
- είναι (για) να φυλάς τα ρούχα σου, είναι συστηματικός κλέφτης, είναι μεγάλος απατεώνας: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι για να φυλάς τα ρούχα σου»·
- είναι κάτω απ’ τα ρούχα, είναι άρρωστος, είναι κλινήρης: «κρυολόγησε στην εκδρομή που έκαναν το Σαββατοκύριακο, και τώρα είναι κάτω απ’ τα ρούχα». Συνών. έπεσε στα ρούχα·
- είναι στα ρούχα, βλ. φρ. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- ελαφρά ρούχα, αυτά που φοριούνται το καλοκαίρι, τα καλοκαιρινά ρούχα: «πότε θα ’ρθει το καλοκαίρι να φορέσουμε ελαφρά ρούχα!»·  
- έλιωσα τα ρούχα μου, τα έφθειρα, τα πάλιωσα: «έλιωσα τα ρούχα μου απ’ το να φοράω πάντα τα ίδια»·
- έπεσε στα ρούχα, είναι άρρωστος και μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του: «κρυολόγησε στην εκδρομή που πήγε με τους φίλους του και, μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έπεσε στα ρούχα». Συνών. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- έχει τα ρούχα της, (για γυναίκες) έχει περίοδο, έχει τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει για μπάνιο στη θάλασσα, γιατί έχει τα ρούχα της»· βλ. και φρ. έχω τα ρούχα μου·
- έχω τα ρούχα μου, (για άντρες) δεν είμαι στις καλές μου, έχω τα νεύρα μου, δυστροπώ: «όταν έχω τα ρούχα μου, δε θέλω κουβέντα από κανέναν». Από την εικόνα της γυναίκας, που, όταν περνάει αυτόν το βιολογικό κύκλο, έχει μια έξαψη και μια υπερένταση·
- η γεια στα ρούχα δε χωρεί, βλ. λ. γεια·
- θα πουλήσω τα ρούχα μου (για κάποιον ή για κάτι), θα δώσω ό,τι έχω και δεν έχω να πετύχω ή να πραγματοποιήσω κάτι: «θα πουλήσω τα ρούχα μου, μέχρι να σπουδάσω αυτό το παιδί»·
- κοιμάται με τα ρούχα, κοιμάται πολύ ελαφρά και έτοιμος να αντιδράσει σε περίπτωση που εκδηλωθεί κάποιος κίνδυνος: «επειδή έχει τραβήγματα με τις αστυνομίες, κοιμάται με τα ρούχα». Από το ότι, ιδίως στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά και αργότερα, στην Κατοχή, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, οι άντρες που είχαν ενεργεί συμμετοχή κοιμούνταν με τα ρούχα, για να μπορέσουν να φύγουν γρήγορα σε περίπτωση κινδύνου·    
- κολυμπάει (μέσα) στα ρούχα του, βλ. φρ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- κρέμονται τα ρούχα απάνω του, βλ. συνηθέστ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, με νευρίασε πάρα πολύ και αντέδρασα έντονα: «μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου με τις βλακείες που έλεγε, και τον πλάκωσα στο ξύλο, γιατί δεν άντεξα άλλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- μαλώνει με τα ρούχα του, βλ. συνηθέστ. τρώγεται με τα ρούχα του· 
- μου πήραν και τα ρούχα, έχασα όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπεσα σ’ ένα καρέ χαρτοκλεφτών και μου πήραν και τα ρούχα»·
- ξεσκίζω τα ρούχα μου, νιώθω έντονη αγανάκτηση, διαμαρτύρομαι έντονα: «μόλις τον πληροφόρησαν πως τον είχαν συμπεριλάβει στον κατάλογο των μεταθέσεων, άρχισε να ξεσκίζει τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έπιασε το παράπονο, τα ρούχα μου ξεσκίζω, και το πρωί θα μ’ έβρουνε στους δρόμους να τρικλίζω). Από την εικόνα του αρχιερέα Άννα που ξέσκισε τα ρούχα του μπροστά στο Χριστό·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, όποιος είναι προσεκτικός, προνοητικός, έχει μικρές απώλειες: «πρόσεχε καλά αυτόν τον απατεώνα, γιατί, όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά»·
- πετώ τα ρούχα από πάνω μου, ξεντύνομαι, ιδίως με βιασύνη: «μόλις γύρισα στο σπίτι, πέταξα τα ρούχα από πάνω μου και μπήκα στο μπάνιο»·
- πλέει (μέσα) στα ρούχα του, α. είναι πολύ αδύνατος, ιδίως μετά από κάποια αρρώστια: «έμεινε δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, κι αν τον δεις, πλέει μέσα στα ρούχα του». β. φοράει πολύ φαρδιά ρούχα: «όταν φοράει στενά ρούχα νιώθει δυσφορία, γι’ αυτό θέλει να πλέει μέσα στα ρούχα του»·
- πουλώ (και) τα ρούχα (για κάποιον ή για κάτι), κάνω το παν για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «είναι τόσο καλό παλικάρι, που, στην περίπτωση που έχει κάποια δυσκολία, πουλώ και τα ρούχα μου για να την ξεπεράσει || μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό τ’ αυτοκίνητο, που πουλώ και τα ρούχα μου για να τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα, βρε Μανόλη, τα ρούχα μου πουλώ, και φέρνω μπαγλαμάδες και παίζω και γλεντώ
- ρούχα αγγαρείας, βλ. λ. αγγαρεία·
- ρούχα εποχής, ενδυμασία κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου: «τον ενδιαφέρουν τα ρούχα εποχής, γιατί ασχολείται με τη ραπτική»·
- σκίζω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. ξεσκίζω τα ρούχα μου·
- τα ρούχα της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- τον βγάζω απ’ τα ρούχα του, τον εκνευρίζω τόσο πολύ, ώστε τον αναγκάζω να αντιδράσει έντονα: «κάθε φορά που τον στήνω στο ραντεβού μας, τον βγάζω απ’ τα ρούχα του και κάνει μέρες να μου μιλήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- του φταίνε και τα ρούχα του, βρίσκεται σε τέτοια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, που πειράζεται, ενοχλείται από όλα: «όταν δεν είναι στα καλά του, του φταίνε και τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, ο φτωχός λόγω ανέχειας κρατάει τα ρούχα του μεγάλο χρονικό διάστημα και τα φοράει όλες τις εποχές: «ένα κουστούμι έχει χειμώνα καλοκαίρι, γι’ αυτό και του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια»·
- τρώγεται με τα ρούχα του, α. γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τα ρούχα του». β. είναι έτοιμος για καβγά: «μην του πας πολύ κόντρα σήμερα, γιατί τρώγεται με τα ρούχα του»·
- φύλαγε τα ρούχα σου (για) να ’χεις τα μισά, βλ. φρ. όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά·
- χαμένο ρούχο, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «μην αναθέσεις τη δουλειά σ’ αυτό το χαμένο ρούχο, γιατί θα την κάνει σαν τα μούτρα του». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή: «αν σε ξαναδώ να κάνεις παρέα μ’ αυτό το χαμένο ρούχο, θα το πω στον πατέρα σου». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω ρε, χαμένο ρούχο». Συνών. χαμένο κορμί / χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο υποκείμενο.

σάμπα

σάμπα, η, ουσ. [<πορτογαλ. sampa], είδος λαϊκού βραζιλιάνικου χορού: «κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού όλοι οι Βραζιλιάνοι ξημεροβραδιάζονται χορεύοντας σάμπα»·
- θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα, θα τον βασανίσω, θα τον ταλαιπωρήσω, θα τον δείρω άγρια: «να του πεις πως, αν δε μου φέρει μέχρι αύριο τα λεφτά που μου χρωστάει, θα τον κάνω να χορέψει σάμπα». Συνών. θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό / θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά / θα τον χορέψει τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο / θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον·
- τον χόρεψε σάμπα, του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον ταλαιπώρησε έντονα: «μέχρι να του επιστρέψει τα λεφτά που του χρωστούσε, τον χόρεψε σάμπα». Από την εικόνα του χορευτή, που πηγαίνει συνέχεια μπρος πίσω, κουνώντας ασταμάτητα τους γοφούς του, κινήσεις που χαρακτηρίζουν τη σάμπα και που είναι αρκετά κουραστικές. Συνών. τον χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε καρσιλαμά / τον χόρεψε τσάμικο / τον χόρεψε τσάρλεστον.   

σαμπρέλα

σαμπρέλα, η, ουσ. [<γαλλ. chambre à air], η σαμπρέλα· το εσωτερικό μέρος της μπάλας ποδοσφαίρου: «σούταρε με τέτοια δύναμη την μπάλα πάνω στα σύρματα, που ξεσκίστηκε η σαμπρέλα της»·
- θα σε ξεφουσκώσω σαν σαμπρέλα, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον δείρουμε πολύ άγρια: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε ξεφουσκώσω σαν σαμπρέλα»·
- ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα, α. έχασε όλη την έπαρση που είχε: «μόλις τον ξεμπρόστιασε ο άλλος λέγοντας πως κι αυτός είχε υπογράψει το χαρτί για την απόλυση μέρους των εργατών, ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα». β. αποδείχτηκε άνθρωπος κενός, άδειος: «μας έκανε τον μορφωμένο, αλλά, μόλις άρχισαν να τον ρωτούν διάφορα πράγματα, ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα, γιατί δεν ήξερε τίποτα». γ. έχασε την παλιά του αίγλη, τη φήμη που είχε, πέρασε η μόδα του: «μόλις βγήκαν τα φιντανάκια στη δισκογραφία και κάνανε σουξέ, ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα ο τάδε και δουλεύει τώρα σε κάτι σκυλάδικα της Εθνικής οδού»·
- την κάνω σαμπρέλα (ενν. την κοιλιά μου), τρώω υπερβολικά: «δεν μπορώ να βάλω ούτε μπουκιά στο στόμα μου, γιατί την έκανα σαμπρέλα». Από την εικόνα της φουσκωμένης σαμπρέλας·
- της την έκανα σαμπρέλα (ενν. την κοιλιά της), την άφησα έγκυο: «τώρα που της την έκανες σαμπρέλα, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους δικούς της»·
- τον κάνω σαμπρέλα, τον δέρνω πολύ άγρια, τον πρήζω στο ξύλο: «κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να κάνει άλλο υπομονή, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε σαμπρέλα».

σβέρκος

σβέρκος, ο κ. σβέρκο, το, ουσ. [<αλβαν. zverk], ο αυχένας, ο τράχηλος: «σήκωσε το παιδάκι ψηλά και το φορτώθηκε πάνω στο σβέρκο του». (Ακολουθούν 26 φρ.·
- ας κόψουν το σβέρκο τους, έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας. -Ας κόψουν το σβέρκο τους»·
- δεν πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. φρ. κόψε το σβέρκο σου(!)·
- θα κόψω το σβέρκο μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το σβέρκο μου, για να πετύχει στη ζωή του». Συνών. θα κόψω το κεφάλι μου / θα κόψω το λαιμό μου·
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε βγάλω βίαια, κακήν κακώς, ιδίως από έναν κλειστό χώρο: «αν σε ξαναδώ να ενοχλείς τις άλλες παρέες, θα σε βγάλω σβέρκο κώλο απ’ το μαγαζί»·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. θα σε βγάλω σβέρκο κώλο·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. θα σε βγάλω σβέρκο κώλο·     
- θα σου κόψω το σβέρκο, βλ. φρ. θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου πάρω το σβέρκο, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως δεν αστειεύομαι και πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου κόψω το σβέρκο || αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου κόψω το σβέρκο». Συνών. θα σου πάρω το κεφάλι / θα σου πάρω το λαιμό·
- κόβω το σβέρκο μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι αυτό και στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το σβέρκο μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το σβέρκο μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το κεφάλι μου / κόβω το λαιμό μου·
- κόψε το σβέρκο σου!  α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα πετύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με ενδιαφέρει εμένα πώς θα ξεμπλέξεις, κόψε το σβέρκο σου». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω τα λεφτά για να πληρώσω το χρέος μου; -Κόψε το σβέρκο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)·
- με καβάλησε στο σβέρκο, βλ. φρ. μου κάθισε στο σβέρκο·
- μου κάθισε στο σβέρκο, με καταπιέζει, επιδιώκει να μου επιβάλλει καταπιεστικά τη θέλησή του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου κάθισε στο σβέρκο και θέλει να επεμβαίνει στις δουλειές μου || απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως ήθελε να μου καθίσει στο σβέρκο, της έδωσα τα παπούτσια της στο χέρι»·
- να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «μα πώς θα μπορέσω μέσα σε μια βδομάδα να βρω τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το σβέρκο σου(!)·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- τον αρπάζω απ’ το σβέρκο, α. τον συλλαμβάνω βίαια: «την ώρα που έβγαινε αμέριμνος απ’ το καφενείο, έπεσαν οι αστυνομικοί απάνω του και τον άρπαξαν απ’ το σβέρκο». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου ανήκει ή που μου οφείλει: «μόλις τον συνάντησε, τον άρπαξε απ’ το σβέρκο και του ζητούσε να του επιστρέψει τα λεφτά που του ’χε δανείσει»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, τον βγάζω από ένα κλειστό χώρο βίαια, κακήν κακώς: «όποιος ενοχλεί τις πελάτισσές μου μέσα στο μπαράκι μου, τον βγάζω σβέρκο κώλο, χωρίς δεύτερη κουβέντα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν βγάζει βίαια κάποιον από έναν χώρο, τον αρπάζει με τα χέρια του από το σβέρκο και από τον κώλο και τον σπρώχνει προς την έξοδο·
- τον βουτώ απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον γραπώνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. τον βγάζω σβέρκο κώλο·
- τον έχω στο σβέρκο, είμαι απόλυτα υπεύθυνος για κάποιον: «μου έχουν αναθέσει την προστασία του και τον έχω εδώ κι ένα μήνα στο σβέρκο»· βλ. κ. φρ. μου κάθισε στο σβέρκο ·
- τον μαγκώνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. φρ. τον βγάζω σβέρκο κώλο·
- τον πιάνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- του παίρνω το σβέρκο, α. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «όποιος μου πάει κόντρα του παίρνω το σβέρκο». β. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω: «σήκωσε το σπαθί του και μ’ ένα δυνατό χτύπημα του πήρε το σβέρκο». Συνών. του παίρνω το κεφάλι (α, β) / του παίρνω το λαιμό·
- ψώνισε από σβέρκο, α. απότυχε στην αγορά που έκανε ή εξαπατήθηκε: «αν αγόρασε αυτό το πράγμα απ’ το τάδε μαγαζί, ψώνισε από σβέρκο, γιατί πάντα φέρνουν εκεί δεύτερη ποιότητα». β. απότυχε στην εκλογή συζύγου: «πριν από μια βδομάδα ο τάδε παντρεύτηκε την τάδε. -Ψώνισε από σβέρκο, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, η γυναίκα αυτή έχει κακό χαρακτήρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα. Από το ότι ο σβέρκος του σφαγίου, επειδή έρχεται σε επαφή με το αλέτρι, σκληραίνει και για το λόγο αυτό, δε θεωρείται καλό κομμάτι για να το φάει κανείς.

σβήνω

σβήνω, ρ. [από το νέο αόρ. ἔσβησαν, γ΄ πλ. του αρχ. αορ. του ρ. σβέννυμι], σβήνω. 1. ακυρώνω, διαγράφω: «είχα έναν γνωστό στην Τροχαία κι έσβησε την κλήση που μου έδωσε κάποιος τροχονόμος για παράνομη στάθμευση || επειδή είναι φίλος μου και μ’ αγαπάει, έσβησε όλα όσα του χρωστούσα». (Λαϊκό τραγούδι: σβήσε με κυρά μου απ’ τα τεφτέρια σου κι άντε ν’ ανταμώσεις ξανά τα ταίρια σου). 2. χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ: «εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε ήσυχα ήσυχα, ξαφνικά έσβησε ο άνθρωπος κι έπεσε κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα θα πάω, σβήνω και σκορπάω, κοίτα τι τραβάω για την πάρτη σου). 3. χάνω τη δύναμη, την ορμή που έχω: «σε λίγο έσβησε η φωνή του και δεν ακουγόταν το παραμικρό». (Λαϊκό τραγούδι: σε γέλασαν οι φίλοι σου, δε ζεις μες στα στολίδια κι αν έσβησε η νιότη σου, για μένα είσαι ίδια). 4. χάνω τις αισθήσεις μου από ερωτική υπερένταση ή έντονη σεξουαλική ηδονή: «έσβηνα την ώρα που τέλειωνα». (Τραγούδι: ανατολίτισσα, ανατολίτισσα για το χατίρι σου, αγόρι μου, θα γίνω, ανατολίτισσα, ανατολίτισσα, εσύ να με φιλάς κι εγώ να σβήνω). 5. πεθαίνω: «κάποια μέρα έσβησε στα βαθιά του γεράματα ανάμεσα στην οικογένειά του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, ταχυδρόμε, έσβησε η μάνα η πονεμένη, ούτε παιδί πια καρτερεί ούτε γραφή προσμένει). 6. εξαλείφω: «τον έσβησα απ’ τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσαι μένα). 7. ξεχνώ, λησμονώ: «σ’ αγάπησα τόσο πολύ, που δε θα σβήσεις ποτέ απ’ τη μνήμη μου». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σβήσω τα παλιά, να σκίσω τα τεφτέρια, και σαν δυο φίλοι γκαρδιακοί να δώσουμε τα χέρια). 8. παύω να υφίσταμαι, παύω να κατέχω μια συναισθηματική θέση σε κάποιον: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, έσβησε για μένα». (Τραγούδι: έσβησε ένας μεγάλος έρωτας μια θλιβερή βραδιά). 9. καταστρέφομαι οικονομικά ή κοινωνικά: «κάποτε ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά κάποια μέρα έσβησε με τις βλακείες που έκανε || έσβησε ως έμπορος || έσβησε ως δικηγόρος || έσβησε ως πολιτικός». 10. λέγεται και για κάτι που χάνεται, που εξαφανίζεται, που παύομε πια να ελπίζουμε σε αυτό: «έσβησαν πια οι ελπίδες πως θα βρεθούν κι άλλοι ζωντανοί κάτω απ’ ερείπια». (Τραγούδι: πάν’ οι λεπίδες τα όνειρα σβήσαν).11. ρίχνω κάποιον στην αφάνεια, καταστρέφω κάποιον οικονομικά ή κοινωνικά: «κάποτε ήταν μεγάλος εργοστασιάρχης, αλλά τον έσβησαν οι παλιοπαρέες». 12. καταπραΰνω τον πόνο ή την ερωτική έξαψη κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: σβήσε τη φλόγα για σένα που έχω, θα πεθάνω δεν αντέχω). 13. λέγεται για κάτι που ξεπερνιέται με το πέρασμα του χρόνου, που πέφτει στην αφάνεια, που χάνει την επικαιρότητά του: «η αγάπη μας δε θα σβήσει ποτέ». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μάνθο μου ντερβίση, ο τεκές σου δε θα σβήσει). (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- έσβησε η αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- έσβησε σαν όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- έσβησε τ’ άστρο του, βλ. λ. άστρο·
- έσβησε το καντήλι του, βλ. λ. καντήλι·
- θα σε σβήσω! θα σε καταστρέψω οικονομικά, θα σε ρίξω στην αφάνεια: «αν φύγεις από μένα και πας και δουλέψεις σ’ άλλο μαγαζί, να ’σαι σίγουρος πως αργά ή γρήγορα θα σε σβήσω!»·
- θα σε σβήσω απ’ το χάρτη, βλ. λ. χάρτης·
- όνειρο ήταν κι έσβησε, βλ. λ. όνειρο·
- όταν κλάνεις, σβήνει η λάμπα; βλ. λ. λάμπα·
- σβήνει σαν αγιοκέρι ή σβήνει σαν τ’ αγιοκέρι, βλ. λ. αγιοκέρι·
- σβήνει το καντήλι μου, βλ. λ. καντήλι·
- σβήνω απ’ τα κιτάπια μου, βλ. λ. κιτάπι·
- σβήνω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- σβήνω απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- σβήνω απ’ το τεφτέρι μου, βλ. λ. τεφτέρι·
- σβήνω απ’ το χάρτη (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. χάρτης·
- σβήνω απ’ τον πόθο, βλ. λ. πόθος·
- σβήνω με το σφουγγάρι (κάτι), βλ. λ. σφουγγάρι·
- σβήνω τα παλιά, βλ. λ. παλιός·
- σβήνω τη δίψα μου, βλ. λ. δίψα·
- σβήνω τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- σβήνω τη φλόγα, βλ. λ. φλόγα·
- σβήνω την τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- σβήνω το ραδιόφωνο, βλ. λ. ραδιόφωνο·
- σβήνω το φαγητό (με κάποιο ποτό), βλ. λ. φαγητό·
- σβήνω το φως, βλ. λ. φως·
- σβήνω τον πόνο μου, βλ. λ. πόνος·
- σβήνω τον ασβέστη, βλ. λ. ασβέστη·
- σβήσε με απ’ το χάρτη ή σβήστε με απ’ το χάρτη, βλ. λ. χάρτης·
- σβήσ’ τα όλα, βλ. λ. όλος·
- στο άψε σβήσε, βλ. λ. άψε σβήσε·
- τα σβήνω με το σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- τον σβήνω, α. είμαι κατά πολύ καλύτερός του, ανώτερός του, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί μαζί μου: «ξέρει πως τον σβήνω, γι’ αυτό δεν τολμάει να συγκριθεί μαζί μου». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τον  εξουδετερώνω εντελώς: «ο αμυντικός μας έσβησε τον αντίπαλο γκολτζή»·
- τους σβήσαμε, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ομάδα μας κατανίκησε την αντίπαλη ομάδα, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομαδάρα μας που τους σβήσαμε».

σηκωτός

σηκωτός, -ή, -ό, επίθ. [<σηκώνω + κατάλ. -τός], που μεταφέρεται υποβασταζόμενος είτε γιατί τραυματίστηκε είτε γιατί σκοτώθηκε: «όπως έτρεχε, έπεσε κι έσπασε το πόδι του και δυο παλικάρια τον μετέφεραν σηκωτό στον Ερυθρό Σταυρό». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι, μα τον σταυρό, θα σου τον στείλω σηκωτό και πια δε θα ’χεις άντρα
- θα σε στείλω σηκωτό, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά, πως θα τον σκοτώσουμε: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σε στείλω σηκωτό»·
- τον έβγαλαν σηκωτό, τον έβγαλαν από κάπου δια της βίας: «επειδή φώναζε συνέχεια και δεν άφηνε κανέναν να μιλήσει, τον έβγαλαν σηκωτό απ’ την αίθουσα»·
- τον έστειλε σηκωτό, τον πλήγωσε βαριά ή τον σκότωσε: «πάνω στο θυμό του έβγαλε την κάμα του και τον έστειλε σηκωτό»·
- τον έφεραν σηκωτό, α. παρά τη θέλησή του, με τη βία: «δεν ήθελε να ’ρθει στο δικαστήριο να καταθέσει και τον έφεραν σηκωτό». β. πληγώθηκε βαριά ή σκοτώθηκε. (Λαϊκό τραγούδι: και κάποιο δειλινό μουντό μας τον εφέραν σηκωτό  στο σπίτι λαβωμένο, με ματωμένη τραχηλιά σπασμένη ραχοκοκαλιά, πολύ βαριά μαχαιρωμένο). Από την εικόνα του βαριά τραυματισμένου ή πεθαμένου, που τον μεταφέρουν άλλοι·
- τον πήγαν σηκωτό, α. παρά τη θέλησή του, με τη βία: «δεν ήθελε να πάει να καταθέσει στο δικαστήριο και τον πήγαν σηκωτό». (Λαϊκό τραγούδι: θε να σας κάνω τσιμπητούς και θα σας πάνε σηκωτούς). β. πληγώθηκε βαριά ή  πέθανε: «ήταν χρόνια στο κρεβάτι και προχτές τον πήγαν σηκωτό». Από την εικόνα του νεκρού μέσα στο φέρετρο που οι νεκροθάφτες το κουβαλούν στους ώμους τους μέχρι τον τάφο. γ. (για πολιτικούς) τον μετέφεραν (οι οπαδοί του) στα χέρια, στους ώμους τους, ιδίως από ενθουσιασμό: «μόλις ο πρωθυπουργός βγήκε απ’ το αυτοκίνητό του, οι οπαδοί του κόμματος τον πήγαν σηκωτό μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου»· βλ. κ. φρ. τον πήραν σηκωτό·
- τον πήραν σηκωτό, α. τον πήραν παρά τη θέλησή του, με τη βία: «δεν ήθελε ν’ ακολουθήσει τους αστυνομικούς με το καλό και τον πήραν σηκωτό». β. τραυματίστηκε πολύ σοβαρά: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε μια κολόνα και τον πήραν σηκωτό». Από την εικόνα του τραυματισμένου ατόμου που μεταφέρεται από τους τραυματιοφορείς με το φορείο μέχρι το ασθενοφόρο.

σιάζω

σιάζω κ. σιάχνω κ. σάζω, ρ. [<μσν. σιάζω <αρχ. + ἰσάζω]. 1. διευθετώ, τακτοποιώ: «είναι κλεισμένος απ’ το πρωί στο δωμάτιό του και σιάζει τα διάφορα πράγματα». 2. φέρνω κάτι στα ίσια, ισιώνω: «σιάζω το κάδρο που είναι στραβό». 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω: «πρέπει να σιάξω τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί έγινε σαράβαλο». 4. ξαναμπαίνω, ξαναπαίρνω τον καλό δρόμο, διορθώνομαι: «κανένας δεν το περίμενε πως θα σιάξει αυτό το παιδί». 5. (σπάνια) ετοιμάζω, παρασκευάζω: «σιάξε μου έναν καφέ». (Λαϊκό τραγούδι: ίσα, παίδες, όλο γλέντι για το Γώγο το λεβέντη· σιάξε κι ένα τσιγαρλίκι για να φύγει το θεριακλίκι).6. βελτιώνομαι: «μόλις σιάξει ο καιρός, θα σας πάω εκδρομή»·
- θα σε σιάξω! απειλή για τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό. Συνήθως της φρ. άλλοτε προτάσσεται και συνηθέστερα ακολουθεί το πού θα μου πας ·
- θα σου σιάξω τη γούνα, βλ. λ. γούνα·
- θα σου σιάξω τη γραβάτα, βλ. λ. γραβάτα·
- θα σου σιάξω το γιακά, βλ. λ. γιακάς·
- σιάζω τον αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- σιάξανε τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα σιάξανε, α. συμφιλιώθηκαν: «ήταν χρόνια μαλωμένοι, αλλά τον τελευταίο καιρό τα σιάξανε». β. (για ζευγάρια) άρχισαν να έχουν ερωτική σχέση: «τα ’μαθες πως ο τάδε και η τάδε τα σιάξανε;»·
- το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει, βλ. λ. φωτιά.

Σιβηρία

Σιβηρία, η, ουσ. [ίσως από το Sibir (= όνομα ταταρικού λαού)], η Σιβηρία· δωμάτιο, χώρος ή τόπος όπου επικρατεί δριμύτατο ψύχος: «το σπίτι δεν είχε θέρμανση και μόλις μπήκαμε μέσα ήταν Σιβηρία || στο Νευροκόπι κάθε χειμώνα είναι Σιβηρία». Συνών. Αλάσκα·
- θα σε στείλω (στην) Σιβηρία, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, ιδίως σε δημόσιο υπάλληλο και πιο σπάνια σε στρατιωτικό, πως θα τον μεταθέσω σε πολύ απομακρυσμένο τόπο, σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω Σιβηρία». Από το ότι η Σιβηρία αποτελεί την πιο απομακρυσμένη επαρχία της Ρωσίας, όπου στέλνονταν κατάδικοι να εκτίσουν την ποινή τους ή εξορία οι ανεπιθύμητοι της τσαρικής Ρωσίας ή του σοβιετικού καθεστώτος· βλ. και φρ. θα σε στείλω εξορία στον Έβρο, λ. εξορία.

σκορποχώρι

σκορποχώρι, το, ουσ. [<σκορπώ + χωριό], χώρος, σπίτι, οικογένεια, δουλειά, επιχείρηση ή κράτος όπου επικρατεί τέλεια διάλυση: «αυτή δεν είναι δουλειά, αυτή ’ναι σκορποχώρι || αυτό δεν είναι κράτος, αυτό ’ναι σκορποχώρι || δε θα επιτρέψω να γίνει η επιχείρησή μου σκορποχώρι»·
- έγιναν σκορποχώρι, διαφώνησαν και τσακώθηκαν: «κάποτε ήταν πολύ αγαπημένη παρέα, αλλά για μια γυναίκα έγιναν σκορποχώρι»·
- έγινε σκορποχώρι, διασκορπίστηκε, διαλύθηκε: «κάποτε ήταν πολύ μεγάλη οικογένεια, αλλά ο ένας εδώ ο άλλος εκεί έγινε με τον καιρό σκορποχώρι»·
- θα γίνουμε σκορποχώρι, (απειλητικά) θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «αν πεις ξανά κακιά κουβέντα για την οικογένειά μου, θα γίνουμε σκορποχώρι»·
- θα τα κάνω σκορποχώρι, (απειλητικά) θα τα διαλύσω, θα τα σκορπίσω όλα, θα επιφέρω μεγάλη καταστροφή: «αν έχετε κι αύριο βράδυ τη μουσική στη διαπασών, θα μπω στο μαγαζί και θα τα κάνω σκορποχώρι».

σκοτώνω

σκοτώνω, ρ. [<μσν. σκοτώνω <αρχ. σκοτῶ (σκοτίζω)], σκοτώνω. 1. ταλαιπωρώ κάποιον σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω κάποιον: «με σκότωσε στο πάνε έλα, μέχρι να μου δώσει πίσω τα λεφτά που του ’χα δανείσει». 2. στενοχωρώ έντονα κάποιον: «τον σκότωσες μ’ αυτά που του ’πες για το γιο του». 3. εκποιώ εμπόρευμα, ξεπουλώ σε πολύ συμφέρουσα τιμή για τον αγοραστή, ιδίως γιατί βρίσκομαι σε δεινή οικονομική κατάσταση: «όλα αυτά που βλέπεις, τα σκοτώνω όσο όσο, γιατί έχω μεγάλη ανάγκη από μετρητά». 4. ξοδεύω χωρίς σκέψη, χωρίς πρόγραμμα: «μόλις πάρει το μισθό του, πάει και τον σκοτώνει σε διάφορες μπουτίκ». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- θα με σκοτώσεις! θα με στενοχωρήσεις βαθύτατα: «να ’σαι σίγουρος, πως θα με σκοτώσεις αν μάθω πως δε με υποστήριξες!». Συνών. θα με σφάξεις(!)· βλ. και φρ. θα σε σκοτώσω(!)·
- θα σε σκοτώσω! (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «θα σε σκοτώσω, αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου!». Συνών. θα σε γδάρω! / θα σε πνίξω! / θα σκίσω! / θα σε σφάξω(!)· βλ. και φρ. θα με σκοτώσεις(!)·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τον πατέρα του (τη μάνα του), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- με σκοτώνει! λέγεται για οτιδήποτε μας ενοχλεί υπερβολικά ή μας υποβάλλει σε μεγάλη ταλαιπωρία: «αυτός ο θόρυβος με σκοτώνει! || με σκοτώνει κάθε πρωί η διαδρομή, μέχρι να φτάσω στη δουλειά μου!». (Λαϊκό τραγούδι: έχω ψυχή, δεν έχω βράχο πάλι με άφησες μονάχο και μια σημαία σ’ ένα μπαλκόνι αλλάζει χρώματα και με σκοτώνει
- με σκοτώνεις! α. με κάνεις και νιώθω, με κάνεις και αισθάνομαι πολύ άσχημα, με κουράζεις ψυχικά: «με σκοτώνεις μ’ αυτά που μου λες!». β. πολλές φορές, δηλώνει δυσαρέσκεια ή και άρνηση στην πρόταση κάποιου: «πετάξου μέχρι το σπίτι μου να μου φέρεις το πορτοφόλι. -Με σκοτώνεις!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ ή το μη γιατί ή το αχ, μη γιατί·
- σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, βλ. λ. τζερεμές·
- σκοτώνει την μπάλα, (για μπιτς βόλεϊ) βλ. λ. μπάλα·
- σκοτώνω μύγες, βλ. λ. μύγα·
- σκοτώνω την ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- σκοτώνω τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- τα σκοτώνω, κακοποιώ μια ξένη γλώσσα καθώς τη μιλώ: «μίλησε εσύ με τον κύριο αγγλικά, γιατί εγώ τα σκοτώνω και δε θα καταλάβει τίποτα ο άνθρωπος»·
- το βλέμμα που σκοτώνει, βλ. λ. βλέμμα·
- το σκότωσες! (για τραγούδια) το τραγούδησες πολύ άσχημα, πολύ φάλτσα: «το ’πιασες κάπως ψηλά το τραγούδι και το σκότωσες!»·
- τον σκοτώνεις ή δεν τον σκοτώνεις! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογήσουμε τη δυναμική αντίδρασή μας εναντίον κάποιου ή να υπογραμμίσουμε την ορθότητα της δυναμικής μας αντίδρασης εναντίον κάποιου: «απ’ τη στιγμή που του ’πα χίλιες φορές να μην ξαναπειράξει την κόρη μου κι αυτός εξακολουθούσε να την ενοχλεί συνεχώς, τον σκοτώνεις ή δεν τον σκοτώνεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε και κλείνει με το κύριε πρόεδρε, δημιουργώντας μιαν υποθετική σκηνή δικαστηρίου, όπου κατέληξε ο ομιλών μετά τη δυναμική του αντίδραση·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον σκότωσε στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.

σκουλήκι

σκουλήκι, το, ουσ. [<μσν. σκουλήκιν <αρχ. σκωλήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σκώληξ], το σκουλήκι. 1. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, εντελώς τιποτένιος, άνθρωπος σιχαμερός, χαμερπής, γλοιώδης: «αν σε δω να ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το σκουλήκι, θα σου κόψω την καλημέρα». (Τραγούδι: γόβα στιλέτο, μπαλέτο οι φόβοι, τα φίδια στα σάπια σανίδια. Βόλτα στη φρίκη μπροστά σου το κάθε σκουλήκι να θέλει τα ίδια).2. άνθρωπος που ενεργεί αθόρυβα σε βάρος των άλλων, άνθρωπος ύπουλος, μπαμπέσης: «μακριά απ’ αυτό το σκουλήκι, γιατί δεν ξέρεις πότε κι από πού θα στη φέρει». 3. έμμονη ιδέα που βασανίζει κάποιον αργά, αλλά σταθερά: «η ζήλια είναι πολύ βασανιστικό σκουλήκι». 4. (ειδικά) ασπόνδυλος μικροοργανισμός που χρησιμοποιείται από τους ερασιτέχνες ψαράδες ως δόλωμα: «ξέρω κάποιον που πουλάει καλό σκουλήκι». Συνών. τσουτσούνι (2) / ψολιάγκος. 5. στον πλ. τα σκουλήκια, παρασιτικά σκουλήκια που ζουν στο πεπτικό σύστημα ανθρώπων και ζώων: «θέλει να πάει να τον εξετάσει ένας γιατρός, γιατί αντιλήφθηκε πως έχει σκουλήκια». 6. (ειρωνικά ή υβριστικά στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες και οι φίλαθλοι της ποδοσφαιρικής ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης: «έκλαιγαν τα σκουλήκια απαρηγόρητα, γιατί έπεσαν στη βήτα εθνική». Από το υποκίτρινο χρώμα πολλών σκουληκιών, που αποτελεί και το επίσημο χρώμα αυτής της ομάδας. Υποκορ. σκουληκάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- έβγαλε σκουλήκια, το άτομο ή ο χώρος για τον οποίο γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ βρόμικος: «έχει να πλυθεί ένα μήνα κι έβγαλε σκουλήκια || έχω να σκουπίσω το υπόγειο πάνω από έναν χρόνο κι έβγαλε σκουλήκια»· 
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα σε μια θέση, και κινείται διαρκώς: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί έχει σκουλήκια ο κώλος του και πηγαίνει συνέχεια πέρα δώθε». Συνών. έχει αγκάθια ο κώλος του·
- έχει το σκουλήκι, έχει κάποιο κρυφό καημό, κάποιο κρυφό πάθος ή κάποια έμμονη ιδέα: «ξέρω πως έχει το σκουλήκι γι’ αυτή τη γυναίκα και πως κάθε βράδυ την ονειρεύεται || είναι καλό και φιλότιμο παιδί, αλλά  έχει το σκουλήκι της χαρτοπαιξίας || αγαπάει πολύ τη γυναίκα του, αλλά τη βασανίζει, γιατί έχει το σκουλήκι της ζήλιας». Συνήθως μετά το τέλος της φράσης ακολουθεί το μέσα του·
- θα βγάλεις σκουλήκια! προειδοποιητική έκφραση σε πολύ βρόμικο άτομο με την ελπίδα μήπως και πάει να πλυθεί: «πάνε να πλυθείς, ρε παιδάκι μου, γιατί θα βγάλεις σκουλήκια!»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το σκουλήκι, θα σε διαλύσω, θα σε κάνω ένα με τη γη, ένα με το χώμα, θα σε λιώσω: «αν σταθείς ποτέ εμπόδιο στο δρόμο μου, θα σε πατήσω σαν σκουλήκι»·
- θα σε φάνε τα σκουλήκια! βλ. φρ. θα βγάλεις σκουλήκια(!)·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο που δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχο σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «παλουκώσου, ρε παιδάκι μου, σε μια θέση να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας, σκουλήκια έχει ο κώλος σου;». Συνών. αγκάθια έχει ο κώλος σου(;)·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. φρ. έχει σκουλήκια ο κώλος του·
- σκουλήκια έχεις; βλ. φρ. σκουλήκια έχει ο κώλος σου(;)·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, αυτός που δεν τεμπελιάζει, που ενεργοποιείται νωρίς έχει και τις ανάλογες ευκαιρίες να προκόψει, να πετύχει στη ζωή του: «πάντα σηκώνεται πρωί και τρέχει στη δουλειά, γιατί το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι». Συνήθως απευθύνεται σε κάποιον ως συμβουλή, ως προτροπή, να πηγαίνει νωρίς στη δουλειά του. Συνών. όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί·
- τον έφαγαν τα σκουλήκια, πέθανε πριν από πολλά χρόνια: «πού τον θυμήθηκες, ρε παιδάκι μου, αυτόν τον άνθρωπο! Αυτόν τον έφαγαν τα σκουλήκια»· βλ. και φρ. έβγαλε σκουλήκια·
- τον πάτησε σαν σκουλήκι ή τον πάτησε σαν το σκουλήκι, τον διέλυσε, τον έκανε ένα με τη γη, ένα με το χώμα: «όταν αρπάχτηκαν στα χέρια, ο δικός σου τον πάτησε σαν σκουλήκι»·
- τον τρώει το σκουλήκι, α. πάσχει από ανίατη αρρώστια: «καλύτερα να πεθάνει να ησυχάσει ο άνθρωπος, γιατί χρόνια τώρα τον τρώει το σκουλήκι». β. υποφέρει από ψυχικό βάσανο, τον τρώνε οι τύψεις: «αργά το κατάλαβε πως σε κατηγόρησε λάθος, αλλά από κείνη τη μέρα τον τρώει το σκουλήκι». γ. υποφέρει από κάποια έμμονη ιδέα: «υποφέρει πάρα πολύ αυτός ο άνθρωπος, γιατί τον τρώει το σκουλήκι της αμφιβολίας για τη γυναίκα του».

σούφρα

σούφρα, η, ουσ. [<μσν. σούφρα <σπάνιο λατιν. su(p)pla <σπάνιο λατιν. supplare <supplicare], 1α. δίπλα, πτυχή, σούρα: «το φόρεμά της στον ποδόγυρο έκανε όλο σούφρες». β. το ζάρωμα, ο μαρασμός του ανθρώπου, ιδίως λόγω κακής διατροφής ή λόγω γηρατειών: «πώς έγινε έτσι σούφρα αυτός ο άνθρωπος!». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) η τύχη: «με τέτοια σούφρα πώς να μην κερδίζει συνέχεια!». β. ο σφιγκτήρας του πρωκτού, ο πρωκτός, η έδρα: «είμαι δυσκοίλιος και, κάθε φορά που ενεργούμαι, πονάει η σούφρα μου». γ. το κλέψιμο, η κλεψιά: «ο τάδε έχει γίνει προφέσορας στη σούφρα»·
- άνοιξε η σούφρα μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, άνοιξε η σούφρα μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ την ώρα που κάθισε αυτός ο άνθρωπος δίπλα μου, μου ’φερε τέτοιο γούρι, που άνοιξε η σούφρα μου»·
- έτσι να κάνει η σούφρα σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου από τον εκκωφαντικό ήχο της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει ο κώλος σου·
- έχω σούφρα, είμαι τυχερός: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου γιατί σε γενικές γραμμές έχω σούφρα»·
- θα σου ανοίξω τη σούφρα, (απειλητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου ανοίξω τη σούφρα, στο λέω»·
- να, κάνει η σούφρα σου! (και για τα δυο φύλα) επιθυμείς κι εσύ πάρα πολύ να αποκτήσεις αυτό για το οποίο γίνεται λόγος και ας προσποιείσαι τον αδιάφορο: «μη μου πεις τώρα πως δε θέλεις να ’χεις κι εσύ τέτοιο αυτοκίνητο, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω να, κάνει η σούφρα σου!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη να διπλώνει σφιχτά στη βάση του αντίχειρα και να κάνει αλλεπάλληλους σπασμούς υπονοώντας τον πρωκτό. Συνών. να, κάνει ο κώλος σου! / να, κάνει το κωλαράκι σου! / να, κάνει το μουνάκι σου! / να, κάνει το μουνί σου! / να, κάνει το πουλάκι σου! / να, κάνει το πουλί σου(!)·
- τι λέει η σούφρα σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή έτσι όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- του (της) άνοιξα τη σούφρα, του (της) επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο και, κατ’ επέκταση, τον (την) τιμώρησα σκληρά: «την είχα όλο το βράδυ στο δωμάτιο και της άνοιξα τη σούφρα || για ένα διάστημα είχε το πάνω χέρι και μου έκανε ό,τι ήθελε, αλλά, όταν γύρισε ο τροχός και πήρα το πάνω χέρι, του άνοιξα κι εγώ τη σούφρα»· 
- του ’κανα τη σούφρα να! του επέβαλα άγρια και επανειλημμένα τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο και, κατ’ επέκταση, τον ξεγέλασα ή τον τιμώρησα πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «πήρε ένα πιτσιρίκι στην γκαρσονιέρα του και του ’κανε τη σούφρα να! || ήθελε να με ρίξει στη συναλλαγή, αλλά την τελευταία στιγμή του πάσαρα σκάρτο πράμα και του ’κανα τη σούφρα να! || τον έπιασα στα χέρια μου και του ’κανα τη σούφρα να, για να μάθει να μη με κατηγορεί όπου βρεθεί και όπου σταθεί!». Συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τους δείκτες και τους αντίχειρες των δυο χεριών να ενώνονται σχηματίζοντας κύκλο μπροστά στο ύψος του στομαχιού ή της κοιλιάς, θέλοντας να δείξουν με το σχηματισμό του κύκλου πόσο πολύ κακό έγινε στον πρωκτό του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος.

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

σταυρός

σταυρός, ο, ουσ. [<αρχ. σταυρός], ο σταυρός. 1. το σημείο του μετώπου ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο σταυρό και τον ξάπλωσε κάτω». 2. χρυσό κόσμημα σε σχήμα σταυρού, που κρεμιέται με αλυσιδίτσα στο λαιμό: «στο λαιμό του φορούσε ένα χρυσό σταυρό». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού της πόκας: «μετά τον κούκο διπλό το γυρίσαμε στο σταυρό». Από το ότι, εκτός από τα φύλλα που παίρνουν οι παίχτες στα χέρια τους, τοποθετούνται στο τραπέζι και πέντε φύλλα σε σχήμα σταυρού. Υποκορ. σταυρουδάκι, το. (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- αγκυλωτός σταυρός, το σύμβολο του ναζισμού, η σβάστικα: «ο αγκυλωτός σταυρός είναι το πιο μισητό σύμβολο της ανθρωπότητας»· 
- βαράω στο σταυρό, ενεργώ χωρίς ηθικούς φραγμούς: «όταν πρόκειται να κερδίσει χρήματα, βαράει στο σταυρό και δε λογαριάζει κανέναν». Από την εικόνα του ατόμου που χτυπάει κάποιον στο σταυρό· βλ. και φρ. τον βαράω στο σταυρό· 
- γαμώ το σταυρό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «γαμώ το σταυρό μου, γαμώ, δε θα μπορέσω κι εγώ να δω άσπρη μέρα!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σταυρό σου! ή σου γαμώ το σταυρό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «επιτέλους, γαμώ το σταυρό σου, σταμάτα αυτή την γκρίνια! || σου γαμώ το σταυρό αν πετάξεις ξανά πέτρες στα κεραμίδια του σπιτιού μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Πρβλ.: τσαχπίνη τονε θέλω γω, Λούλα μου, Λούλα μου, τον αγαπητικό μου, λέι λέι κουρμπάν. Να βάζει λάδι στα μαλλιά, Λούλα μου, μικρούλα μου, να βρίζει το σταυρό μου. (Λαϊκό τραγούδι).Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε βλάφτει να κάνεις κι από κανέναν σταυρό, προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να επικαλείται καμιά φορά και τη βοήθεια του Θεού: «ξέρω πως δεν τα πας καλά με τη θρησκεία, αλλά δε βλάφτει να κάνεις κι από κανέναν σταυρό»·
- είναι (για) να κάνεις το σταυρό σου! ή είναι (για) να κάνει κανείς το σταυρό του! είναι να απορείς, είναι να απορεί κανείς: «είναι για να κάνεις το σταυρό σου με τα καμώματα της σημερινής νεολαίας!»·
- ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ. δαδί·
- θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό, ειρωνική παρατήρηση σε δημόσιο υπάλληλο, που από ευθυνοφοβία αρνείται να μας εξυπηρετήσει πιο γρήγορα παρατυπώντας ανώδυνα, ή ειρωνική παρατήρηση σε τροχονόμο που, παρά τις παρακλήσεις μας, επιμένει να μας επιδώσει την κλήση για κάποια παράβαση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας ή για παράνομη στάθμευση, ή σε κάποιον που χωρίς ιδιαίτερο λόγο ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε. Αναφορά στο ομώνυμο παράσημο. Συνών. θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά ή θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά / θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο / θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- κάνε το σταυρό σου και προχώρησε, προτροπή σε κάποιον να αποφασίσει κάτι και να αρχίσει να ενεργεί με πίστη και χωρίς φόβο. (Λαϊκό τραγούδι: κάνε το σταυρό σου και προχώρησε,η παράνομη αγάπη μας εχώρισε
- κάνω το σημείο του σταυρού, βλ. λ. σημείο·
- κάνω το σταυρό μου, α. σταυροκοπιέμαι με θρησκευτική, με λατρευτική διάθεση: «μόλις πέρασε από μπροστά μας ο Επιτάφιος, κάναμε όλοι το σταυρό μας». β. απορώ, εκπλήσσομαι: «είναι να μην κάνεις το σταυρό σου, όταν μαθαίνεις ξαφνικά πως ένα τόσο καλό παιδί έμπλεξε με τα ναρκωτικά!». (Λαϊκό τραγούδι: γλυκιές πενιές θ’ ακούγανε, να χάνουν το μυαλό τους, πλούσιοι, βιομήχανοι, να κάνουν το σταυρό τους).γ. εύχομαι, προσεύχομαι να γίνει ή να μη γίνει κάτι: «κάνε το σταυρό σου να μην καταλάβει πως έβαλες χέρι στο ταμείο, γιατί αλλιώς την έχεις βαμμένη! || κάνε το σταυρό σου να μας βοηθήσει ο τάδε, γιατί αλλιώς καήκαμε!»·
- κουβαλώ σταυρό, βλ. φρ. σηκώνω σταυρό·
- κουβαλώ το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. φρ. σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ την ώρα που υπάρχω κι είδα της ζωής το φως, το σταυρό του μαρτυρίου κουβαλάω συνεχώς
- κρατώ το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. συνηθέστ. σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό, μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- μα το σταυρό, ή μα τον Τίμιο Σταυρό, όρκος που δίνουμε για να γίνουμε πιστευτοί στα λεγόμενά μας: «μα το σταυρό, σου λέω, τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως σου τα περιέγραψα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι, μα τον σταυρό, θα σου τον στείλω σηκωτό και πια δε θα ’χεις άντρα
- με το σταυρό στο χέρι, με τιμιότητα: «κανείς δεν πρόκοψε στη ζωή του με το σταυρό στο χέρι»·
- ο καθένας κουβαλάει το σταυρό του, βλ. συνηθέστ. ο καθένας σηκώνει το σταυρό του·
- ο καθένας σηκώνει το σταυρό του, ο κάθε άνθρωπος έχει τις προσωπικές του δυστυχίες, τα προσωπικά του βάσανα: «άλλος λίγο κι άλλος πολύ, ο καθένας σηκώνει το σταυρό του σ’ αυτή τη ζωή»·
- ο σταυρός της θάλασσας, ο αστερίας: «παντού τους τοίχους της ταβέρνας στόλιζαν αποξηραμένοι σταυροί της θάλασσας»·
- ο σταυρός του μαρτυρίου, ο σταυρός πάνω στον οποίο μαρτύρησε ο Χριστός: «ζωγράφισε το Χριστό πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου»· βλ. και φρ. σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, ενεργεί με τιμιότητα: «πώς να προκόψει αυτός ο άνθρωπος, αφού πάντα πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι!»·
- πολεμικός σταυρός, παράσημο που δίνεται για ανδραγαθίες στον πόλεμο: «για τις ηρωικές πράξεις του κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, απένεμε η πολιτεία στον παππού μου τον πολεμικό σταυρό»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. συνηθέστ. πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι·
- σηκώνω σταυρό, περνώ, υπομένω απερίγραπτες δυσκολίες, βασανίζομαι πολύ. (Λαϊκό τραγούδι: ούτε ένας δε μου έδωσε στη δίψα μου νερό, ο καθένας μ’ εγκατέλειπε, όταν σήκωνα σταυρό). Από την εικόνα του Χριστού που σήκωσε το Σταυρό Του μέχρι το Γολγοθά·
- σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου, οποιαδήποτε ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία υφίσταται κάποιος: «έχει να θρέψει ολόκληρη οικογένεια και μόνος του σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου». Αναφορά στο σταυρό πάνω στον οποίο μαρτύρησε ο Χριστός· βλ. και φρ. σηκώνω σταυρό·
- σταυρός μ’ αγκάθια, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) παραλλαγή του παιχνιδιού σταυρός (βλ. λ.)·
- το σημείο του σταυρού, βλ. λ. σημείο·
- τον βαράω στο σταυρό, α. του καταφέρω καίριο πλήγμα: «όποιος μου φέρεται άσχημα, τον βαράω χωρίς δεύτερη κουβέντα στο σταυρό». β. προσπαθώ να τον πετύχω ή τον πέτυχα στο σημείο ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης του: «σημάδεψα με το όπλο μου και τον βάρεσα στο σταυρό». (Λαϊκό τραγούδι: αν με βαρέσεις στον σταυρό,απ’ ένα γλίτωσες εχθρό, μ’ αν εγώ θα σε χτυπήσω, δώσε μου τη γη μου πίσω)·βλ. και φρ. του ρίχνω στο σταυρό·
- τον βρίσκω στο σταυρό, τον σκοπεύω και τον πετυχαίνω στο σημείο ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης του: «όσο μακριά κι αν είναι κάποιος, αν σημαδέψει καλά, τον βρίσκει στο σταυρό»·
- τον πετυχαίνω στο σταυρό, βλ. συνηθέστ. τον βρίσκω στο σταυρό·
- του γαμώ το σταυρό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή του χρωστούσε κάτι χρήματα, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σταυρό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «σε σένα μπορεί να κάνει το δυνατό, αλλά εγώ του γαμώ το σταυρό όποια ώρα θέλω || όποιος ξαναενοχλήσει το φίλο μου, θα του γαμήσω το σταυρό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ρίχνω στο σταυρό, προσπαθώ να τον πετύχω στο σημείο ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης του: «εγώ του ’ριξα στο σταυρό, αλλά, επειδή ήταν πολύ μακριά, δεν ξέρω αν τον πέτυχα»·
- του Σταυρού, τη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου: «πέρσι, ανήμερα  του Σταυρού, αρραβώνιασα την κόρη μου»·
- φίλα σταυρό, προτροπή σε κάποιον να φιλήσει το σημείο του σταυρού για να πιστέψουμε ότι, αυτά που μας λέει είναι αλήθεια. Η φρ. συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε από χειρονομία με τους δείκτες των δυο χεριών να σχηματίζουν το σημείο του σταυρού μπροστά στο συνομιλητή για να τον φιλήσει. (Τραγούδι: αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό κι εγώ θα ψάξω και θα βρω αν είν’ αλήθεια
- φιλάς σταυρό; α. έκφραση με την οποία ζητάει κάποιος από το συνομιλητή του να του ορκιστεί πως δε θα κοινολογήσει αυτό που είμαστε έτοιμοι ή που θέλει να του εμπιστευτούμε. β. έκφραση με την οποία ζητούμε απ’ το συνομιλητή μας να μας ορκιστεί πως αυτά που μας λέει είναι αλήθεια. Ο όρκος γίνεται με το φίλημα του σταυρού που σχηματίζεται από τους δείκτες είτε του ενός είτε του άλλου συνομιλητή·
- φιλώ σταυρό, έκφραση που λέγεται σε κάποιον για να γίνομαι πιστευτοί στα λεγόμενά μας. Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τους δείκτες των δυο χεριών να σχηματίζουν το σημείο του σταυρού και, μόλις τον φιλήσει, οι δείκτες κάνοντας μια κυκλική κίνηση από τη μια και την άλλη πλευρά του προσώπου του, αρχίζοντας από το σαγόνι, έρχονται και ενώνονται στο κέντρο του μετώπου του. (Λαϊκό τραγούδι: αν μ’ αρνηθείς φιλώ σταυρό πως δε θα ψάξω να σε βρω).

στέλνω

στέλνω, ρ. [<αρχ. στέλλω], στέλνω. 1. ταχυδρομώ: «έστειλα σήμερα τρία γράμματα». 2. αποστέλλω, πέμπω: «έστειλα κάποιον να τον ειδοποιήσει». (Λαϊκό τραγούδι: έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά, που λένε τα γραμμένα, το ’να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε, δε γύρισε κανένα). 3. γίνομαι η αιτία να πεθάνει κάποιος: «η ηρωίνη έχει στείλει πολλά παιδιά». 4. (στη γλώσσα της αργκό) σκοτώνω: «είναι πολύ μοβόρος άνθρωπος κι έχει στείλει πολύ κόσμο». (Ακολουθούν 79 φρ.)·
- για να μη στείλεις το χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
- θα σε στείλω εξορία στον Έβρο, βλ. λ. εξορία·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, βλ. λ. αέρας·
- θα σε στείλω σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, βλ. λ. σπίτι·
- θα σε στείλω (στη) Σιβηρία, βλ. λ. Σιβηρία·
- θα σε στείλω στο Τσοτύλι, απειλή σε άτακτο παιδί, ιδίως μαθητή, να πάψει να ατακτεί: «αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα σε στείλω στο Τσοτύλι». Από το ότι παλιότερα στο Τσοτύλι λειτουργούσε ένα πολύ αυστηρό γυμνάσιο-οικοτροφείο και με αρχές αναμορφωτηρίου·
- μ’ έστειλαν στα σαγόνια του καρχαρία, βλ. λ. σαγόνι·
- μ’ έστειλαν στου λύκου τα δόντια ή μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μ’ έστειλε, α. (στη νεοαργκό) με λόγο ή πράξη του με έκανε να εκπλαγώ και να μην μπορώ να αρθρώσω κουβέντα, με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο: «μόλις μ’ έριξε μια καυτή ματιά, μ’ έστειλε || μ’ έστειλε, γιατί, μόλις του ζήτησα τρεις χιλιάδες ευρώ δανεικά, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του και μου το ’δωσε χωρίς άλλη κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα γλυκό σου φιλί μ’ έχεις στείλει, έχεις μεγάλο ταλέντο στα χείλη).β. το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, με έφερε σε ονειρώδη κατάσταση, σε κατάσταση ευφροσύνης: «άκουσα την Παθητική του Τσαϊκόφσκι και μ’ έστειλε». (Τραγούδι: με στέλνεις, με στέλνεις, με παρασέρνεις). γ. δεν ήρθε στο ραντεβού που είχε μαζί μου, με άφησε να περιμένω μάταια, με έστησε: «για να μην έρθει μέχρι αυτή την ώρα στο ραντεβού μας, πάει να πει πως μ’ έστειλε». δ. (για ποτά) μου δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα, μου προκάλεσε βασανιστικό μεθύσι: «μου σέρβιρε ουίσκι μπόμπα και μέσα σε λίγη ώρα μ’ έστειλε». ε. (και για τα δυο  φύλα) δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικών σχέσεων, έφαγα χυλόπιτα: «όταν της έκανα την πρόταση,  ήμουν σίγουρος πως θα δεχόταν, αλλά μ’ έστειλε». στ. (στη γλώσσα της αργκό) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος (συνήθως αστυνομικός) με συνέλαβε: «αυτός ο μπασκίνας μ’ έστειλε και του την έχω φυλαγμένη»·
- μ’ έστειλε αλλού, βλ. λ. αλλού·
- μ’ έστειλε για τσάι, βλ. λ. τσάι·
- μ’ έστειλε στο ταβάνι (κάτι), βλ. λ. ταβάνι·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- να σου στείλω λουλούδια, βλ. λ. λουλούδι·
- στείλ’ τον να κουρεύεται! βλ. λ. κουρεύομαι·
- στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται; βλ. λ. παπάς·
- στέλνω αβίζο, βλ. λ. αβίζο·
- στέλνω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- στέλνω ένα φιλί ή στέλνω φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- στέλνω έξω, βλ. λ. έξω·
- στέλνω όρντινο, βλ. λ. όρντινο·
- στέλνω πίσω (κάτι), βλ. λ. πίσω·
- στέλνω προξενιά ή στέλνω προξενιό, βλ. λ. προξενιά·
- στέλνω την μπάλα στα μνήματα, βλ. λ. μπάλα·
- στέλνω την μπάλα στην εξέδρα, βλ. λ. εξέδρα·
- στέλνω χαμπέρι ή στέλνω χαμπέρια, βλ. λ. χαμπέρι·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, άμμο δε βρίσκει, βλ. λ. θάλασσα·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- τη στέλνω πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- την έστειλα, (στη νεοαργκό) διέλυσα τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της, την έδιωξα: «απ’ τη μέρα που άρχισε να μου μιλάει για γάμο, την έστειλα κι ησύχασα»· βλ. και φρ. τον έστειλα·
- τι φοβάσαι, μη στείλω το χωροφύλακα; βλ. λ. χωροφύλακας·
- το στέλνω για παλιοσίδερα, (για αυτοκίνητα) βλ. λ. παλιοσίδερα·
- τον έστειλα, α. (στη νεοαργκό) με λόγο ή πράξη μου τον έκανα να εκπλαγεί και να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη, τον άφησα κατάπληκτο, εμβρόντητο: «μόλις του ’δωσα χωρίς δεύτερο λόγο τις τρεις χιλιάδες ευρώ που μου ζήτησε, τον έστειλα». β. δεν πήγα στο ραντεβού που είχα μαζί του, τον άφησα να περιμένει μάταια, τον  έστησα: «είχα ραντεβού μαζί του στις οχτώ, αλλά, επειδή μου ’πεσε μια ωραία γκόμενα, τον έστειλα»· βλ. και φρ. την έστειλα·
- τον έστειλα από κει που ’ρθε, τον έδιωξα βίαια, τον εξεδίωξα: «ήρθε πρωί πρωί, πριν ανοίξω ακόμη καλά καλά τα μάτια μου, και μου ζητούσε πάλι δανεικά κι εγώ τον έστειλα από κει που ’ρθε»·  
- τον έστειλα γι’ άδεια ή τον έστειλα μ’ άδεια ή τον έστειλα σ’ άδεια, βλ. λ. άδεια·
- τον έστειλα για βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- τον έστειλα για σαλάμι, βλ. λ. σαλάμι·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, βλ. λ. αέρας·
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- τον έστειλα στ’ ανάθεμα, βλ. λ. ανάθεμα·
- τον έστειλα στα τσακίδια, βλ. λ. τσακίδια·
- τον έστειλα στο διάβολο ή τον έστειλα κατά διαβόλου, βλ. λ. διάβολος· 
- τον έστειλα στο πυρ το εξώτερον, βλ. λ. πυρ·
- τον έστειλαν για τη μαμή κι απόμεινε λεχώνα, βλ. λ. μαμή·
- τον έστειλαν για μαχαίρι ή τον έστειλαν στο μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- τον έστειλαν στην εξορία του Αδάμ, βλ. λ. εξορία·
- τον έστειλε αδιάβαστο, βλ. λ. αδιάβαστος·
- τον έστειλε για βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- τον έστειλε σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- τον έστειλε στα θυμαράκια, βλ. λ. θυμαράκι·
- τον έστειλε στα κυπαρίσσια, βλ. λ. κυπαρίσσι·
- τον έστειλε στα πευκάκια, βλ. λ. πευκάκι·
- τον έστειλε στα χαμομήλια, βλ. λ. χαμομήλι·
- τον έστειλε στο γάμα, βλ. λ. γάμα·
- τον έστειλε στο Δαφνί, βλ. λ. Δαφνί·
- τον έστειλε στο Λεμπέτι, βλ. λ. Λεμπέτι·
- τον έστειλε στο νοσοκομείο, βλ. λ. νοσοκομείο·
- τον έστειλε στο Πρώτων Βοηθειών, βλ. λ. βοήθεια·
- τον έστειλε στον αγύριστο, βλ. λ. αγύριστος·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τον έστειλε στον κάτω κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τον έστειλε στον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- τον στέλνουν απ’ τον Άννα στον Καϊάφα, τον παραπέμπουν από τον έναν στον άλλον, ιδίως από τη μια δημόσια υπηρεσία στην άλλη ή από τον έναν υπεύθυνο στον άλλον: «δεν μπορεί ακόμη να εξυπηρετηθεί, γιατί συνεχώς τον στέλνουν απ’ τον Άννα στον Καϊάφα». Αναφορά στη διαδικασία λίγο πριν από τη δίκη του Χριστού· 
- τον στέλνω άναυλα, βλ. λ. άναυλος·
- τον στέλνω να κουρεύεται, δε συμφωνώ, δε συμμορφώνομαι με τις υποδείξεις ή τις συμβουλές του και ενεργώ όπως εγώ θέλω ή όπως εγώ νομίζω, τον αγνοώ: «απ’ τη στιγμή που δεν εκτιμώ αυτόν τον άνθρωπο, ό,τι και να μου πει, τον στέλνω να κουρεύεται»·
- τον στέλνω περίπατο, βλ. λ. περίπατος·
- τον στέλνω στα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- τον στέλνω στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- τον στέλνω στη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- τον στέλνω στον έβδομο ουρανό ή τον στέλνω στους εφτά ουρανούς, βλ. λ. ουρανός·
- τον στέλνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- τον στέλνω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- του στέλνω πεσκέσι, βλ. λ. πεσκέσι·
- του στέλνω ραπόρτο, βλ. λ. ραπόρτο·
- του στέλνω τα χαμπέρια ή του στέλνω τα χαμπέρια του, βλ. λ. χαμπέρι·
- του στέλνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του στέλνω το μπιλιέτο, βλ. λ. μπιλιέτο·
- του στέλνω χαιρετίσματα, βλ. λ. χαιρετίσματα.

στενάζω

στενάζω, ρ. [<αρχ. στενάζω], αναστενάζω· βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη ψυχική ή οικονομική κατάσταση, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω από έντονη στενοχώρια ή ανέχεια: «στενάζω κάθε μέρα, για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν στενάζω εγώ βαριά, βγαίνει καπνός βγαίνει φωτιά
- θα σε κάνω να στενάξεις ή θα σε στενάξω (ενν. από το ξύλο ή από την ανάθεση κάποιας κοπιαστικής εργασίας), θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε κάνω να στενάξεις || αν σε πάρω στη δουλειά μου, θα σε κάνω να στενάξεις». Λέγεται περισσότερο ως απειλή·
- στενάζει η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- στενάζει σαν τη Γενοβέφα, βλ. λ. Γενοβέφα.

στιγμή

στιγμή, η, ουσ. [<αρχ. στιγμή], η στιγμή· ελάχιστο χρονικό διάστημα· ως επίρρ., καθόλου: «μόλις μπήκε μέσα η τάδε, δεν πήρε στιγμή το βλέμμα του από πάνω της». Υποκορ. στιγμούλα, η. (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- ανάθεμα τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: «είναι τύπος που αλλάζει γνώμη απ’ τη μια στιγμή στην άλλη || απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έγινε πλούσιος, γιατί κέρδισε στο τζόκερ»·
- απ’ τη στιγμή που…, αφού, εφόσον, αν: «απ’ τη στιγμή που δε θα πας εσύ, δε θα πάω κι εγώ»·
- απ’ την πρώτη στιγμή, αμέσως, ευθύς: «απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως δεν ήταν σόι άνθρωπος»·
- από στιγμή σε στιγμή, συντομότατα, εντός ολίγου, όπου να’ ναι, χωρίς να γνωρίζουμε όμως πότε ακριβώς: «θα φανεί από στιγμή σε στιγμή»·
- βλαστήμησα τη στιγμή που…, βλ. φρ. βλαστήμησα την ώρα που…, λ. ώρα·
- βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- για μια στιγμή, στιγμιαία: «για μια στιγμή μου φάνηκε πως τον είδα να περνάει απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο»·
- δε χάνω στιγμή, ενεργώ, κινούμαι, δρω αμέσως: «μόλις μου τυχαίνει κάποια καλή ευκαιρία, δε χάνω στιγμή και την εκμεταλλεύομαι»·
- δεν είναι της στιγμής (κάτι), δηλώνει άκαιρη επέμβαση: «με συγχωρείτε που σας διακόπτω, αλλά τι ώρα θα φάμε; -Δεν είναι τη στιγμής, δε βλέπεις που δεν τελείωσε ακόμα η μετακόμισή μας!»·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν κάθεται στιγμή σε ησυχία, βλ. λ. ησυχία·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι στιγμές που…, βλ. φρ. έρχονται στιγμές που(…)·
- έρχονται στιγμές που…, λέγεται για κάτι που συμβαίνει κατά αραιά χρονικά διαστήματα: «έρχονται στιγμές, που αναπολώ τ’ ανέμελα παιδικά μου χρόνια || έρχονται στιγμές που μετανιώνω που τον βοήθησα». (Λαϊκό τραγούδι: έρχονται στιγμές που ακόμα σ’ αγαπώ, έρχονται στιγμές που ακόμα σε ποθώ
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, είναι άλλοτε καλός και άλλοτε κακός: «σαν όλους τους ανθρώπους, έτσι κι αυτός, έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του»·    
- ζω τρομερές στιγμές, περνώ πολύ δύσκολη ή πολύ ευχάριστη περίοδο: «μετά το θάνατο του πατέρα μου, ζω τρομερές στιγμές, γιατί ακόμα δεν μπόρεσα να το ξεπεράσω || πήγα με την τάδε στο νησί και ζήσαμε τρομερές στιγμές»·
- η κακιά στιγμή, βλ. φρ. η κακιά ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η κακιά στιγμή,για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή, μπουζούκι θα σε σπάσω
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε σ’ άσχημη στιγμή, με επισκέφθηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση: «ήρθε να μου ζητήσει να τον βοηθήσω, αλλά ήρθε σ’ άσχημη στιγμή κι έτσι έφυγε άπρακτος»·
- ήρθε σε δύσκολη στιγμή, ένιωσε άσχημα, δύσκολα από τη συμπεριφορά κάποιου: «ήρθε σε δύσκολη στιγμή, όταν ο άλλος μπροστά στον κόσμο απαιτούσε να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε δώσει»·
- ήρθε σε κακή στιγμή, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη στιγμή·
- ήρθε σε καλή στιγμή, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «μα δεν μπόρεσα να του αρνηθώ τίποτα, γιατί ήρθε σε καλή στιγμή»·
- θα βλαστημήσεις τη στιγμή που…, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις την ώρα που…, λ. ώρα·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- ιστορική στιγμή, ορισμένο χρονικό σημείο της Ιστορίας ενός τόπου, της Ιστορίας γενικά ή της ζωής μας, με ιδιαίτερη σπουδαιότητα: «ήταν ιστορική στιγμή η κατάκτηση της Σελήνης || ήταν ιστορική στιγμή η επάνοδος του Κ. Καραμανλή στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 || ήταν ιστορική στιγμή για μένα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα»·
- κάθε στιγμή, πολύ συχνά, πολύ τακτικά: «κάθε στιγμή, πού τον βρίσκεις πού τον χάνεις, τη βγάζει αραχτός στα μπαράκια της παραλίας». (Λαϊκό τραγούδι: εσένα σε σταυρώσανε μια μέρα σκοτεινή και με μένα με σταυρώνουνε, Χριστέ, κάθε στιγμή
- κάθε ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, βλ. λ. ώρα·
- κάποια στιγμή, (αόριστα) κάποτε: «πέρασε πολύς καιρός από τότε, ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβε πως είχα δίκιο, κι ήρθε να μου ζητήσει συγνώμη»·
- κατάρα τη στιγμή, βλ. λ. κατάρα·
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- με βρήκε άσχημη στιγμή, βλ. φρ. με βρήκε δύσκολη στιγμή·
- με βρήκε δύσκολη στιγμή, βρίσκομαι σε κακή ψυχολογική κατάσταση, επειδή αντιμετωπίζω ανεπιθύμητο γεγονός: «αφού βλέπεις πως με βρήκε δύσκολη στιγμή, μη μ’ ενοχλείς κι εσύ με τη μουρμούρα σου!». (Λαϊκό τραγούδι: με βρήκε δύσκολη στιγμή, μη μου μιλάτε απόψε, μη
- μετράει στιγμές, είναι ετοιμοθάνατος: «απ’ τη στιγμή που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά, ο άρρωστος μετράει στιγμές»·
- μέχρι στιγμής, μέχρι αυτή την ώρα που μιλάμε: «μέχρι στιγμής δεν είχα κανένα νέο του || μέχρι στιγμής δεν αποφασίσαμε τι θα κάνουμε»·
- μήτε στιγμή, βλ. φρ. ούτε στιγμή·
- μια στιγμή! έκφραση με την οποία ζητάμε από κάποιον να περιμένει, γιατί προτιθέμεθα να του πούμε κάτι που σκεφτήκαμε ξαφνικά ή να τον απασχολήσουμε για ελάχιστο χρονικό διάστημα: «μια στιγμή, γιατί νομίζω πως βρήκα τι θα κάνουμε! || μια στιγμή, σας παρακαλώ! Πώς μπορώ να πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;»·   
- μια στιγμή, ελάχιστο χρονικό διάστημα: «περίμενε μια στιγμή να ξεκουραστώ και συνεχίζουμε αμέσως»·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ούτε (μια) στιγμή, α. καθόλου: «δεν τον άφησα ούτε μια στιγμή απ’ τα μάτια μου || δε θα σηκωθείς ούτε στιγμή απ’ τη θέση σου || δε δίστασε ούτε στιγμή και του τα ’πε έξω απ’ τα δόντια». β. δηλώνει πολύ μικρό χρονικό διάστημα: «δεν έχει ούτε στιγμή που έφυγε κι αν βιαστείς, ίσως τον προλάβεις στ’ ασανσέρ». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες
- προς στιγμή, κάποια στιγμή και για πολύ λίγο χρονικό διάστημα: «προς στιγμή νόμισα πως ο τάδε που ερχόταν ήταν ο αδερφός σου, όταν όμως πλησίασε, κατάλαβα πως ήταν κάποιος άλλος, που του έμοιαζε»·
- σε μια στιγμή, ξαφνικά, στιγμιαία: «σε μια στιγμή άρχισε να γελάει δυνατά»·
- σε στιγμή αδυναμίας, συνηθισμένη δικαιολογία γυναικών που έχουν απατήσει το σύζυγό τους ή τον εραστή τους, αποδίδοντας την απάτη σε πρόσκαιρη μείωση της ηθικής τους αντίστασης: «μετάνιωσε πικρά που απάτησε τον άντρα της και αποδίδει το γεγονός σε στιγμή αδυναμίας». Συνήθως μετά το σε της φρ. ακολουθεί το μια·
- στη στιγμή, αμέσως: «θέλω να πας και να ’ρθεις στη στιγμή»·
- τελευταία στιγμή, βλ. φρ. την τελευταία στιγμή·
- τη στιγμή που…, α. κατά τη διάρκεια που…, ενόσω, ακριβώς την ώρα που…: «τη στιγμή που μιλούσες στο τηλέφωνο, πέρασε ο τάδε έξω απ’ το μπαράκι». β. αφού, εφόσον: «τη στιγμή που ξέρεις ποιος είναι ο ένοχος, πρέπει να τον κατονομάσεις»·
- την τελευταία στιγμή, ακριβώς λίγο πριν συμβεί κάτι καλό ή κακό, στο τελευταίο χρονικό όριο: «τον πρόλαβα την τελευταία στιγμή, πριν υπογράψει το συμβόλαιο, κι έτσι γλίτωσε ο άνθρωπος || έτρεχα σαν τρελός να προλάβω το τρένο, αλλά την τελευταία στιγμή το ’χασα».
- την τελευταία του στιγμή, λίγο πριν πεθάνει, λίγο πριν ξεψυχήσει: «λίγο πριν την τελευταία του στιγμή έδωσε την ευχή του στα παιδιά του || την τελευταία του στιγμή αναγνώρισε όλα τα σφάλματά του». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά, μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω
- της στιγμής, α. που γίνεται γρήγορα: «ο νες καφέ είναι ένας καφές της στιγμής». β. που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα: «πρέπει να ξανασκεφτείς την υπόθεση και δεν πρέπει να πάρεις απόφαση της στιγμής || του έκανε ένα σκίτσο της στιγμής και παρ’ όλ’ αυτά του έμοιαζε»·
- το ’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. αδυναμία·
- τον βρήκα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·   
- τον βρήκα σε δύσκολη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον βρήκα σε κακή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή στιγμή·
- τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, α. τον βρήκα σε τέτοια κατάσταση, που για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να αντισταθεί ή να αντιδράσει: «τον πέτυχα την ώρα που προσπαθούσε να ρίξει μια γκόμενα και μια και τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, του ’κανα τράκα διακόσια ευρώ». β. τον βρήκα σε κατάσταση οικονομικής ανέχειας: «είμαι σίγουρος πως θα μου ’δινε τα λεφτά που του ζήτησα, αλλά τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, γι’ αυτό δεν μου τα ’δωσε»·
-τον πέτυχα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
-τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, τον επισκέφτηκα σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση: «πήγα να του ζητήσω δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, δεν του είπα τίποτα κι έφυγα»· 
- τον πέτυχα σε κακή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, τον επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «πέρασα απ’ το γραφείο του και με την ευκαιρία που τον πέτυχα σε καλή στιγμή, του ζήτησα και κάτι λεφτά που τα χρειαζόμουν»·
- χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ευθύς, αμέσως: «κάθε φορά που αποτυχαίνει κάπου, χωρίς να χάνει στιγμή επαναλαμβάνει την προσπάθειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά, χωρίς στιγμή να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερε δύο κι άσο). Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα.

σφάζω

σφάζω, ρ. [<αρχ. σφάζω], σφάζω. 1. σκοτώνω, δολοφονώ κάποιον με μαχαίρι: «έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της και τους έσφαξε». (Λαϊκό τραγούδι: φωτιά μεγάλη μ’ άναψες, βρε άτιμη γυναίκα, μόλις βγω απ’ τα σίδερα, θα σφάξω άλλους δέκα). 2.λέω κάτι πολύ προσβλητικό για κάποιον που τον στενοχωρεί πολύ, που τον πληγώνει: «έχεις έναν ιδιαίτερο τρόπο να σφάζεις τους ανθρώπους με τα λόγια σου». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουν πληροφορήσει πως άλλον αγαπάς, κακούργα, τι μου κάνεις, με σφάζεις, με πονάς). 3. παιδεύω, βασανίζω κάποιον ερωτικά: «με σφάζεις μ’ αυτά τα καμώματα που μου κάνεις». (Λαϊκό τραγούδι: όταν γλυκά μωρό μου με κοιτάζεις, πόσο με λιώνεις, με πληγώνεις και με σφάζεις). (Ακολουθούν 17 φρ.)· 
- δε σφάξανε! ειρωνική άρνηση με την έννοια δεν υπάρχει περίπτωση να σου δώσω ή να κάνω αυτό που μου ζητάς: «δάνεισέ μου δέκα χιλιάδες ευρώ. -Δε σφάξανε! || έλα να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω. -Δε σφάξανε!»·
- θα με σφάξεις! θα με στενοχωρήσει βαθύτατα: «αν δεν πάρεις το μέρος μου, θα με σφάξεις!». Συνών. θα με σκοτώσεις(!)· βλ. και φρ. θα σε σφάξω(!)·
- θα σε σφάξω! (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν ξανακάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά, θα σε σφάξω!». Συνών. θα σε γδάρω! / θα σε πνίξω! / θα σε σκίσω! / θα σε σκοτώσω(!)· βλ. και φρ. θα με σφάξεις(!)·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, βλ. λ. παιδί·
- με σφάζεις, μου δημιουργείς σοβαρό πρόβλημα, με στενοχωρείς πάρα πολύ. (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις,την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω)· 
- μη φας, θα σφάξουμε πούστη, βλ. λ. πούστης·
- όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, βλ. λ. όλος·
- πού σε πονεί και πού σε σφάζει! βλ. λ. πονώ·
- σε σφάζει με το μπαμπάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- σφάζω κόκορα ή σφάζω τον κόκορα, βλ. λ. κόκορας·
- σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω, βλ. λ. αγάς·
- τον έσφαξε σαν αρνί, βλ. λ. αρνί·
- τον έσφαξε σαν κατσίκι, βλ. λ. κατσίκι·
- τον έσφαξε σαν τραγί, βλ. λ. τραγί·
- τσιρίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- φωνάζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. λ. γουρούνι.

ταμπλάς1

ταμπλάς1 κ. ταβλάς κ. νταμπλάς1, ο, ουσ. [<τουρκ. tabla], ειδικός καλαθόπλεκτος ή μεταλλικός δίσκος όπου ο κουλουρτζής βάζει τα κουλούρια του. (Λαϊκό τραγούδι: μου ’ρχεται να κάνω γιούργια στον ταμπλά με τα κουλούρια
- θα στο φέρω ταμπλά ή θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε χτυπήσω στο κεφάλι με αυτό που κρατώ στα χέρια μου: «αν προσπαθήσεις να μου το πάρεις βίαια, θα στο φέρω ταμπλά, στο λέω!». Από την εικόνα των κουλουρτζήδων που, όταν μαλώνουν, ανταλλάσσουν χτυπήματα με τους ταμπλάδες τους·
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, όταν τον είδα να φιλάει τη γυναίκα του φίλου του».

ταψί

ταψί, το, ουσ. [<τουρκ. tepsi], το ταψί. 1. πανοραμική θέα από ύψωμα: «μόλις ανεβήκαμε στην κορυφή του λόφου, είδαμε ταψί κάτω απ’ τα πόδια μας όλο τον κάμπο». 2. (στη γλώσσα του στρατού) ο μπερές: «ένιωθε σαν ηλίθιος κάθε φορά που φορούσε το ταψί στο κεφάλι»·
- θα τον χορέψω στο ταψί ή θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα τον υποβάλω σε μεγάλη ταλαιπωρία, θα τον βασανίσω, θα τον ξυλοκοπήσω άγρια: «αν μάθω πως με κατηγόρησε ξανά, θα σε χορέψω στο ταψί»·
- τον χορεύει στο ταψί, (ιδίως για γυναίκα σε άντρα) τον βασανίζει, τον ταλαιπωρεί, τον τυραννά: «σε μας κάνει τον άγριο, αλλά η γυναίκα του τον χορεύει στο ταψί». Από το ότι παλιότερα οι αρκουδιάρηδες έβαζαν την αρκούδα πάνω σε πυρωμένο ταψί για να σηκωθεί στα πίσω της πόδια, ενώ αυτοί χτυπούσαν το ντέφι τους για να χορέψει·
- τον χόρεψε στο ταψί, τον υπέβαλε σε μεγάλες ταλαιπωρίες, σε μεγάλα βάσανα, τον τυράννησε: «μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει, τον χόρεψε στο ταψί || ήταν η δέκατη φορά που τον είχε πιάσει να κάνει κοπάνα, γι’ αυτό τον χόρεψε στο ταψί».

τέσσερα

τέσσερα, άκλ. απόλ. αριθμητ. [<μτγν. τέσσερα <αρχ. τέσσαρα], τέσσερα· βλ. και λ. τέσσερις. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- δε νιώθει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. φρ. δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα·
- δεν έχει ιδέα πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. ιδέα·
- δεν ξέρει πού πάν’  τα τέσσερα, α. είναι εντελώς ανίδεος, εντελώς άσχετος με μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα ή είναι εντελώς ακατατόπιστος για την υπόθεση ή το θέμα που συζητείται: «μην πας τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || μην αναθέσεις στον τάδε δικηγόρο καμιά υπόθεσή σου, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || μην τον ρωτήσεις τίποτα για την υπόθεση, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || αφού δεν ξέρεις πού πάν’ τα τέσσερα, γιατί χώνεσαι στην κουβέντα;». β. είναι πολύ μεθυσμένος: «όταν πιει λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα»·
- δυο και δυο ίσον τέσσερα ή δυο και δυο κάνουν τέσσερα, βλ. λ. δυο·
- έπεσε στα τέσσερα, θερμοπαρακάλεσε: «έπεσε στα τέσσερα μπροστά μου για να τον βοηθήσω»·
- έτρεξε με τα τέσσερα, έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, ταχύτατα, έφυγε με τα τέσσερα: «έτρεξε με τα τέσσερα να πάει να τους ειδοποιήσει». Από την εικόνα του αλόγου που καλπάζει·
- έφυγε με τα τέσσερα, έφυγε πολύ γρήγορα, έφυγε ταχύτατα: «μόλις είδε τους αστυνομικούς που έρχονταν να τον συλλάβουν, έφυγε με τα τέσσερα». Από την εικόνα του αλόγου που καλπάζει·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με τα τέσσερα, ήρθε ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως είχα την ανάγκη του, ήρθε με τα τέσσερα». Αναφορά στο γρήγορο καλπασμό του αλόγου·
- η πονηρή αλεπού απ’ τα τέσσερα πιάνεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, θα τον υποχρεώσω να έρθει ταχύτατα: «τώρα μας κάνει το βαρύ πεπόνι, αλλά, αν αποφασίσω να πω αυτά που ξέρω γι’ αυτόν, θα τον κάνω να ’ρθει στα τέσσερα, για να με σταματήσει». Αναφορά στο γρήγορο καλπασμό του αλόγου·
- θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα, θα τον υποχρεώσω να με θερμοπαρακαλέσει, να με ικετεύσει ταπεινά: «τώρα μας κάνει τον τάχαμ δήθεν, αλλά, αν ξαναπάρει την κάτω βόλτα, θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα μπροστά μου, για να τον βοηθήσω»·
- με τα τέσσερα, α. αποκαρδιωτική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα, και σημαίνει πως η δουλειά του ή γενικά η ζωή του δεν εξελίσσεται, δεν πορεύεται ομαλά, φυσιολογικά, πως αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα·
- πάει με τα τέσσερα, α. είναι πολύ μεθυσμένος και υποτίθεται πως κινείται μπουσουλώντας: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, πάει με τα τέσσερα». β. (για νήπια) κινείται μπουσουλώντας: «είναι τόσο μωρό ακόμα ο γιος του, που πάει με τα τέσσερα». γ. (γενικά) η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά ή το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα: «τον τελευταίο καιρό δεν ξέρω τι να κάνω, γιατί η δουλειά πάει με τα τέσσερα || ούτε κι αυτός μπορεί να μας βοηθήσει, γιατί, απ’ ότι ξέρω, κι αυτός πάει με τα τέσσερα»·
- περπατάει στα τέσσερα, βλ. συνηθέστ. πάει με τα τέσσερα·
- πέφτω στα τέσσερα, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω κάποιον ταπεινά: «έπεσε στα τέσσερα μπροστά στο διευθυντή, για να μην διώξει το γιο του απ’ τη δουλειά»·
- σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, βλ. λ. σημείο·
- τα μάτια σου τέσσερα, βλ. λ. μάτι·
- το βάζω στα τέσσερα, φεύγω τρεχάτος, ιδίως από φόβο ή δειλία: «μόλις έμαθε πως ερχόταν ο τάδε να του ζητήσει το λόγο, το ’βαλε στα τέσσερα κι όπου φύγει φύγει». Αναφορά στον καλπασμό του αλόγου.

τζίτζιλο

τζίτζιλο, το, ουσ. [;], συνήθως στον πλ. τα τζίτζιλα, τα έντερα·
- βγάζω τα τζίτζιλα, κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, βγάζω τα τζίτζιλα»·
- θα σου βγάλω τα τζίτζιλα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε διαλύσω, θα σε κομματιάσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου βγάλω τα τζίτζιλα»·
- θα σου λιώσω τα τζίτζιλα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε διαλύσω, θα σε εξουθενώσω: «αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα σου λιώσω τα τζίτζιλα»·
- θα σου πατήσω τα τζίτζιλα, βλ. φρ. θα σου λιώσω τα τζίτζιλα.

τηλεόραση

τηλεόραση, η, ουσ. [<γαλλ. television <αρχ. ελλ. επίρρ. τῆλε (= μακριά) + όραση], η τηλεόραση. Υποκορ. τηλεορασίτσα κ. τηλεορασούλα, η·
- ανάβω την τηλεόραση, πατώ το συγκεκριμένο κουμπί για να αρχίσει να εκπέμπει: «μόλις θα πατήσει το πόδι του μέσα στο σπίτι, η πρώτη του δουλειά είναι ν’ ανάψει την τηλεόραση»·
- ανοίγω την τηλεόραση, βλ. φρ. ανάβω την τηλεόραση·
- είμαι στην τηλεόραση, ασχολούμαι, δουλεύω στην τηλεόραση ως τεχνικός, ως παρουσιαστής ή ως παραγωγός διάφορων τηλεοπτικών παραγωγών: «εδώ και δέκα χρόνια είμαι στην τηλεόραση»·
- θα σε βγάλω στην τηλεόραση, βλ. συνηθέστ. θα σε βγάλω στις ειδήσεις, λ. είδηση·
- κάνω τηλεόραση, βλ. φρ. είμαι στην τηλεόραση·
- κλείνω την τηλεόραση, βλ. φρ. σβήνω την τηλεόραση·
- σβήνω την τηλεόραση, πατώ το συγκεκριμένο κουμπί για να πάψει να εκπέμπει: «μην ξεχάσεις φεύγοντας να σβήσεις την τηλεόραση || σβήσε, επιτέλους, την τηλεόραση και διάβασε κανένα βιβλίο!»·
- τον βλέπω για την τηλεόραση, βλ. συνηθέστ. τον βλέπω για τις ειδήσεις, λ. είδηση·
- χαμηλώνω την τηλεόραση, ελαττώνω την ένταση του ήχου της: «χαμήλωσε την τηλεόραση, γιατί είναι περασμένη η ώρα».

τομάρι

τομάρι, το, ουσ. [<μσν. τομάρι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. τόμος (= μεμβράνη)], το τομάρι. 1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) το ανθρώπινο σώμα με ιδιαίτερη έμφαση στις υλικές απαιτήσεις του, στην ηδονική του φύση, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές ή ψυχικές ιδιότητές του: «είναι άνθρωπος που έχει συνέχεια στο μυαλό του το τομάρι του και δε νοιάζεται για τίποτ’ άλλο». Συνών. σαρκίο. 2. (υβριστικά) άνθρωπος χοντρόπετσος, κακότροπος, κακοήθης, παλιάνθρωπος: «αν σε δω να ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το τομάρι, να ’σαι σίγουρος πως θα το πω στον πατέρα σου». 3α. υβριστική προσφώνηση σε άτομο: «έλα δω, ρε τομάρι, γιατί με κατηγορείς στους φίλους μου;». β. χαϊδευτική ή ειρωνική προσφώνηση σε οικείο άτομο: «πού είσαι, ρε τομάρι, που, όταν σε χρειάζομαι, δεν μπορώ να σε βρω!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) πορτοφόλι δερμάτινο: «στη μέσα τσέπη του σακακιού του κουβαλούσε πάντα το παραφουσκωμένο τομάρι του». Από το ότι το πορτοφόλι είναι συνήθως κατασκευασμένο από δέρμα. (Ακολουθούν 17 φρ.)· 
- από ένα κριάρι δυο τομάρια, βλ. λ. κριάρι·
- γλίτωσε το τομάρι του, διέφυγε τον κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «όπως έπεφτε στον γκρεμό, κατάφερε ν’ αρπαχτεί από μια ρίζα κι έτσι την τελευταία στιγμή γλίτωσε το τομάρι του»·
- είναι μόνο για το τομάρι του, βλ. φρ. νοιάζεται μόνο για το τομάρι του·
- ή τιμάρι ή τομάρι, βλ. λ. τιμάρι·
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, α. θα υπερασπιστώ σθεναρά τη ζωή μου, κι αν τύχει και χαθώ, θα χαθώ προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά: «ας έρθουν όσοι θέλουν να με πιάσουν, αρκεί να ξέρουν πως θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου». (Τραγούδι: μια φορά στη Σενεγάλη με στριμώξανε δυο Γάλλοι κι αστράψαν τα μαχαίρια τους για χάρη μου. Είπα μέσα μου, η γυναίκα, δεν πά’ να ’ναι κι άλλοι δέκα, ακριβά θα το πουλήσω το τομάρι μου). β. κατηγορηματική δήλωση άντρα πως, αν ποτέ αποφασίσει να παντρευτεί, θα πάρει γυναίκα με πολύ μεγάλη προίκα: «δεν έχω αποφασίσει να παντρευτώ, αλλά, αν τ’ αποφασίσω, να ’σαι σίγουρος πως θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου»·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, δηλώνει πως τα χρήματα του πατέρα δίνουν τη δυνατότητα στην κόρη του να καλοπαντρευτεί: «δεν ενδιαφέρει αν είναι όμορφη ή άσχημη, γιατί αυτό που ξέρω εγώ είναι πως με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι»· 
- μεγάλο τομάρι, είναι πολύ κακοήθης, πολύ παλιάνθρωπος, μεγάλο παλιοτόμαρο: «τόσο μεγάλο τομάρι δε γνώρισα άλλοτε στη ζωή μου κι απ’ ότι ξέρω δεν τον κάνει κανείς παρέα»·
- νοιάζεται μόνο για το τομάρι του, ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα καλοπερνάει στη ζωή του: «μην έχεις την εντύπωση πως θα σε βοηθήσει, γιατί αυτός ο άνθρωπος νοιάζεται μόνο για το τομάρι του»·
- παίζω το τομάρι μου, εκθέτω τη ζωή μου σε μεγάλο κίνδυνο, διακινδυνεύω, ρισκάρω τη ζωή μου: «είμαι πυροτεχνουργός της Αστυνομίας και κάθε τόσο παίζω το τομάρι μου»·
- πούλησε ακριβά το τομάρι του, α. υπερασπίστηκε σθεναρά τη ζωή του και, τη στιγμή που χανόταν, προκάλεσε στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά: «πούλησε ακριβά το τομάρι του στην προσπάθειά του να καθυστερήσει τον εχθρό, μέχρι να διαφύγει ο ομάδα του». β. παντρεύτηκε με γυναίκα που είχε πολύ μεγάλη προίκα: «ήταν κατά του γάμου, γι’ αυτό πούλησε ακριβά το τομάρι του, όταν αποφάσισε να παντρευτεί»·
- σαν τη γίδα το τομάρι, βλ. λ. γίδα·
- τ’ αγαπάει το τομάρι του, α. ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτούλη του, είναι πολύ καλοπερασάκιας: «δε στερείται το παραμικρό, προκειμένου να βοηθήσει κάποιον, γιατί τ’ αγαπάει το τομάρι του». β. δεν επιχειρεί επικίνδυνα πράγματα, δε θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του: «όταν οδηγεί, δεν τρέχει παραπάνω απ’ τα ογδόντα, γιατί τ’ αγαπάει το τομάρι του»·
- το θέλω το τομάρι μου, α. δεν επιχειρώ επικίνδυνα πράγματα, δε θέτω σε κίνδυνο τη ζωή μου: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να τρέχεις στα ράλι, εγώ όμως το θέλω το τομάρι μου». β. πολλές φορές, δίνεται ως αρνητική απάντηση σε άτομο που μας προτείνει να επιχειρήσουμε πράγματα που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή μας: «πάμε να κάνουμε ορειβασία στον Όλυμπο; -Το θέλω το τομάρι μου»·
- τον τρώει το τομάρι του! (ειρωνικά) συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο σαν να επιδιώκει να πάθει κάποιο κακό, σαν να θέλει να φάει ξύλο: «για να λέει και να κάνει τέτοια πράγματα, μου φαίνεται πως τον τρώει το τομάρι του!»·
- του άργασα το τομάρι, τον έδειρα πολύ άγρια: «από καιρό τον είχα άχτι και με την πρώτη ευκαιρία τον έπιασα στα χέρια μου και του άργασα το τομάρι». Συνών. του άργασα το κορμί / του άργασα το πετσί·
- του τίναξα το τομάρι, τον έδειρα, τον ξυλοκόπησα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του τίναξα το τομάρι κι ησύχασε»·
- φυλάει το τομάρι του, προσέχει, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του: «απ’ τη μέρα που γλίτωσε παρά τρίχα από κείνο το δυστύχημα, φυλάει το τομάρι του».

τούμπα

τούμπα, η, ουσ. [<μσν. τούμβα <λατιν. tumba <ελλην. τύμβη], η τούμπα. 1. μικρό ύψωμα, γήλοφος: «άνω Τούμπα || κάτω Τούμπα», περιοχές της Θεσσαλονίκης. 2. σε θέση επιρρ., από την άλλη πλευρά, ανάποδα: «μόλις τέλειωσαν τα τραγούδια της πρώτης όψης, έβαλε το δίσκο τούμπα για ν’ ακούσει και τα τραγούδια που υπήρχαν στην άλλη όψη»·
- έφαγα μια τούμπα ή έφαγα τούμπα, έπεσα καθώς περπατούσα κι άρχισα να κατρακυλώ, να κουτρουβαλώ: «έτρεξα πάνω στον παγωμένο δρόμο κι έφαγα μια τούμπα, που ήταν όλη δική μου»·
- ήρθα τούμπα, (για οδηγούς αυτοκινήτων μαζί με το αυτοκίνητό τους) αναποδογύρισα, τουμπάρισα: «θέλησα ν’ αποφύγω ένα σκυλί που πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου και, καθώς έκοψα απότομα δεξιά το τιμόνι, ήρθα τούμπα μέσ’ στο χαντάκι»·
- ήρθε τούμπα, 1. (ιδίως για αυτοκίνητα ή άλλα τροχοφόρα) αναποδογύρισε, τουμπάρισε: «τ’ αυτοκίνητο γλίστρησε πάνω στον παγωμένο δρόμο κι ήρθε τούμπα στο διπλανό χαντάκι». 2. (γενικά για αντικείμενα) αναποδογύρισε: «έδωσε μια δυνατή κλοτσιά στην καρέκλα κι αυτή ήρθε τούμπα». 3. (για καταστάσεις) ανατράπηκε είτε προς όφελός μου είτε σε βάρος μου: «την τελευταία στιγμή ήρθε τούμπα ο διαγωνισμός, πράγμα που με βοήθησε πάρα πολύ || λίγο πριν υπογράψουμε, ήρθε τούμπα το καλό κλίμα κι έχασα τη δουλειά». (Τραγούδι: βρε, κόψε το λαιμό σου, σε βαρέθηκα πέρασαν δυο μήνες κι ούτε που σε σκέφτηκα, αμολάω καλούμπα για να ’ρθουνε τούμπα όλα τα στημένα σου τα ψεύτικα
- θα τον κάνω να κάνει τούμπες, θα τον καταταλαιπωρήσω, θα τον καταβασανίσω: «αν δε μου φέρει μέχρι αύριο τα λεφτά που μου χρωστάει, θα τον κάνω να κάνει τούμπες»·
- κάνω μια τούμπα ή κάνω τούμπα ή κάνω τούμπες, βλ. φρ. παίρνω μια τούμπα·
- κάνω τούμπες, α. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γι’ αυτή τη γυναίκα κάνω τούμπες || κάνω τούμπες γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο». β. χαίρομαι πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, έκανε τούμπες απ’ τη χαρά του». γ. παρακαλώ κάποιον για κάτι με τρόπο που εξευτελίζει την αξιοπρέπειά μου, εκλιπαρώ: «μωρέ, τούμπες να κάνεις, δε θα σου δώσω αυτό μου ζητάς». δ. συμπεριφέρομαι δουλικά σε κάποιον ανώτερο ή ισχυρό για να τον κολακέψω και να εξασφαλίσω κάτι προς όφελός μου: «θέλει να πάρει μετάθεση και, μόλις βλέπει το διοικητή του, κάνει τούμπες μπροστά του»·
- παίρνω μια τούμπα ή παίρνω τούμπα ή παίρνω τούμπες, καθώς περπατάω, πέφτω και κατρακυλώ, κουτρουβαλώ: «όπως έτρεχε, σκόνταψε στο πεζοδρόμιο κι άρχισε να παίρνει τούμπες»·
- τα φέρνω τούμπα, ανατρέπω μια κατάσταση προς όφελός μου: «όλα του πήγαιναν στραβά στη δουλειά του, αλλά κατάφερε και τα ’φερε τούμπα κι ορθοπόδησε»·
- τον φέρνω τούμπα, α. τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «κάθε φορά που του χρειάζονται λεφτά, όλο και κάποιον θα βρει που θα τον φέρει τούμπα». β. τον καταφέρνω, τον πείθω: «τον έπιασε στο μπλαμπλά, και μέσα σε λίγη ώρα τον έφερε τούμπα να τον βοηθήσει». γ. τον νικώ: «όσες φορές μαλώσαμε με τον τάδε, τον έφερα τούμπα»·
- φέρνω μια τούμπα ή φέρνω τούμπα ή φέρνω τούμπες, βλ. συνηθέστ. παίρνω μια τούμπα.

τραβώ

τραβώ κ. τραβάω, ρ. [<μσν. τραβῶ <ταυρῶ, από το ’εταύρισα, αόρ. του μσν. ρ. ταυρίζω <ταῦρος], τραβώ. 1. ελκύω, θέλγω, γοητεύω: «τραβάει τους άντρες σαν το μαγνήτη». (Τραγούδι: μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις, γιατί πάνω σου με τραβάει κατιτί, μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις και στην αγκαλιά μου θα πέσεις). 2. υφίσταμαι κάτι κακό ή ανεπιθύμητο, υποφέρω: «το τι τράβηξε τόσα χρόνια απ’ τη γυναίκα του, δε λέγεται!». (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου). 3. παρατείνομαι, διαρκώ, συνεχίζομαι: «πόσον καιρό τράβηξε η αρρώστια του; || θα τραβήξει πολύ ακόμη αυτή η φασαρία!». 4. κατευθύνομαι: «προς τα πού τράβηξε, μόλις βγήκε απ’ το καφενείο;». (Λαϊκό τραγούδι: σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκα τα μυαλά μου // απόψε πήρε άδεια και με την τσέπη άδεια τραβάει για την πόλη). 5. οδηγώ κάποιον κάπου δια της βίας: «οι αστυνομικοί είχαν πιάσει το διαδηλωτή και τον τραβούσαν προς την κλούβα». (Λαϊκό τραγούδι: κι από κακή μου σύμπτωση να δυο χωροφυλάκοι, και με τραβάνε στο γεντί για ένα κοριτσάκι). 6. ρουφώ, καπνίζω: «ρούφηξε το τσιγάρο του κι έδιωξε με δύναμη απ’ το στόμα του τον καπνό που τράβηξε». (Λαϊκό τραγούδι: τράβα, ρούφα, πάτα τονε, πάτα τονε κι άναφ’ τονε). 7. πίνω κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό και γενικά πίνω: «τράβηξε μια παγωμένη μπίρα απνευστί || τράβηξε ένα ποτήρι νερό». (Λαϊκό τραγούδι: και τα μάτια του πριν κλείσει, ζήτηξ’ άλλη μια φορά δυο ποτήρια να τραβήξει για στερνή του πια χαρά). 8. αισθάνομαι, δοκιμάζω, υπομένω, υποφέρω: «τράβηξε πολλά βάσανα στην ξενιτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά, όπου τραβώ κοντά σου). 9. ανοίγω ή κλείνω: «τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει λίγος ήλιος στο δωμάτιο || βγαίνοντας τράβηξε πίσω του την πόρτα || τράβηξε το παραβάν για να μη φαίνεται». 10. κάνω ανάληψη χρημάτων: «θα τραβήξω ένα ποσό απ’ τις καταθέσεις μου για να πάω διακοπές». 11. αποσπώ χρήματα από κάποιον με εκβιαστικό τρόπο: «για να μη μαρτυρήσει στη γυναίκα του πως έχει γκόμενα, του τραβάει κάθε τόσο διάφορα ποσά». 12α. στο γ΄ εν. πρόσ. τραβάει, (για μηχανές ή μηχανήματα) έχω αντοχή, δύναμη: «τ’ αυτοκίνητό μου τραβάει μια χαρά στην ανηφόρα || έχει παλιά μηχανή τ’ αυτοκίνητό μου, γι’ αυτό δεν τραβάει στην ανηφόρα». β. (για αυτοκίνητα) καθώς βρίσκεται σε κίνηση κλίνει προς τη μια πλευρά: «πρέπει να πάω τ’ αυτοκίνητό μου για ευθυγράμμιση, γιατί τραβάει δεξιά». γ. (για προϊόντα) καταναλώνω: «η ευρωπαϊκή αγορά τραβάει τα περισσότερα γεωργικά προϊόντα μας». 13α. τράβα (προστακτ.) κατευθύνσου, πήγαινε: «τράβα στο τάδε μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πίσω τράβα, στην Αθήνα τράβα, για το μπουζουκάκι απ’ το Σμυρνιωτάκη). β. ξεκίνα: «μόλις φύγει ο άλλος, τράβα κι εσύ». (Λαϊκό τραγούδι: καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Ταταύλα). γ. πήγαινε: «τράβα να φωνάξεις τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τράβα να βρεις κάν’ άλλονε, να ’ναι ρεφαρισμένος και μην κολλάς σε μέναμε, είμαι μπατιρημένος)·βλ. και λ. τραβολογώ. (Ακολουθούν 181 φρ.)·
- αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν τραβά η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- δεν τραβάει, (ειδικά για σχέση) έπαψε να συγκινεί, να έχει ενδιαφέρον, τελμάτωσε: «επειδή δεν τραβάει άλλο η σχέση μας αποφασίσαμε να χωρίσουμε και να πάρει ο καθένας το δρόμο του»·
- δεν τραβάει το τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- δεν τραβάμε τα βυζιά μας! ή δεν τραβάμε τα βυζιά μας να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- δεν τραβάς τα βυζιά σου! ή δεν τραβάς τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- δεν τραβώ ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- είναι (για) να τραβάς τα μαλλιά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! βλ. λ. μαλλί·
- είναι (για) να τραβάς το γιακά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς το γιακά του! βλ. λ. γιακάς·
- θα σου τραβήξω μια! θα σε χτυπήσω, θα σου δώσω ένα χτύπημα: «αν θα σου τραβήξω μια, θα δεις τον ουρανό με τ’ άστρα!». Τις περισσότερες φορές το χτύπημα που εννοούμε είναι το χαστούκι ή η γροθιά, γι’ αυτό, ανάλογα η φρ. συνοδεύεται από την επίδειξη της εσωτερικής πλευράς της παλάμης μας ή από την επίδειξη της γροθιάς μας. Υπάρχει και περίπτωση που εννοούμε την κλοτσιά, οπότε, σ’ αυτή την περίπτωση, το πόδι μας κινείται ελαφρά προς τα πίσω, όπως όταν ετοιμαζόμαστε να κλοτσήσουμε κάποιον ή κάτι·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά,, βλ. λ. αφτί·
- … και ξανά προς τη δόξα τραβά, βλ. λ. δόξα·
- με τραβάει το ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- μην το τραβάς, μη δίνεις μάκρος, συνέχεια σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή κατάσταση: «απ’ τη στιγμή που σου ζήτησε συγνώμη ο άνθρωπος, μην το τραβάς κι εσύ άλλο κι απόσυρε τη μήνυση». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με στη βαθιά σκοτούρα και μην αρχίζεις τη μουρμούρα· κόφ’ το γαζί μην το τραβούμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι τραβά η όρεξή σου, βλ. λ. όρεξη·
- ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- ό,τι τραβάει ο οργανισμός σου, βλ. λ. οργανισμός·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πόσο τραβάει ο μήνας; βλ. λ. μήνας·
- σόι τραβάει το βασίλειο, βλ. λ. σόι·
- τα τραβώ, υφίσταμαι, υπομένω τις συνέπειες από κακές ή άστοχες ενέργειές μου ή ενέργειες άλλων: «όταν με συμβούλευε ο πατέρας μου, εγώ δεν τον άκουγα και τώρα τα τραβώ || άλλοι κάνουν τις βλακείες κι εγώ τα τραβώ»·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- την τραβάει (ενν. την πούτσα, την ψωλή, ιδίως τη μαλακία), α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και την τραβάει». β. αυνανίζεται: «τον έπιασαν μέσ’ στο αποχωρητήριο να την τραβάει»·
- την τραβάει (ενν. τη μαύρη, την πρέζα), καπνίζει μαύρη, χασίσι, την πρέζα, είναι ναρκομανής: «απ’ τη μέρα που έμαθαν στην παρέα του πως την τραβάει, τον έκαναν πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: πες μας αν έχουν μπαγλαμά, μπουζούκια και γλεντάνε, έχουν ντεκέδες, έχουν τσαρδί, πού πάν’ και την τραβάνε;
- την τραβώ, βλ. συνηθέστ. την τραβολογώ, λ. τραβολογώ·
- της τράβηξα ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- της τράβηξα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- τι ζόρι τραβάς; βλ. λ. ζόρι·
- τι καπνό τραβάει; βλ. λ. καπνός2·
- τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε! (γενικά) ειρωνική αναφορά στις δυσκολίες ή στις υποχρεώσεις της ζωής·
- τι τραβάμε (κι) εμείς οι παντρεμένοι! βλ. λ. παντρεμένος·
- τι τραβάμε (κι) εμείς οι χορεύτριες! βλ. λ. χορεύτρια·
- το τραβάει, πίνει πολύ ή καπνίζει χασίσι: «δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω στο πιοτό, όταν καθόμαστε να πιούμε, γιατί αυτός το τραβάει || απ’ τον καιρό που άρχισε να το τραβάει, έχει συνέχεια μπλεξίματα με την  αστυνομία»·
- το τραβάει η όρεξή σου! βλ. λ. όρεξη·
- το τραβάει ο οργανισμός σου! βλ. λ. οργανισμός·
- το τραβήξαμε πολύ, βλ. λ. πολύς·
- το τραβήξαμε ως αργά, βλ. λ. αργά·
- το τραβώ, α. πίνω πολύ ή καπνίζω χασίσι: «επειδή ξέρουν πως το τραβώ, δε θέλει κανένας να με παραβγεί στο πιοτό || απ’ τη μέρα που άρχισα να το τραβώ, είμαι συνέχεια αποχαυνωμένος». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισα να στρίβω σιγαρέτο και μέρα νύχτα το τραβάω σαν τρελή πω, πω, τι γλύκα που τη βρήκα να μεθάει πιο πολύ κι απ’ το φιλί). β. παρατείνω μια δουλειά, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση: «πολύ το τραβάς μ’ αυτή τη δουλειά που ανέλαβες, γι’ αυτό πρέπει να βιαστείς λιγάκι || πολύ το τραβάς μ’ αυτή την κοπέλα, άντε, παντρέψου την να τελειώνουμε!». γ. δίνω μάκρος, συνέχεια σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή κατάσταση, ξεπερνώ τα όρια: «πολύ το τραβάς μ’ αυτό το πείσμα σου και δε θα σου βγει σε καλό»·
- το τραβώ μέχρι τα άκρα, βλ. λ. άκρο·
- το τραβώ μέχρι το τέλος, βλ. λ. τέλος·
- τον τραβάει απ’ το μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- τον τραβάει απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- τον τραβώ κοντά μου, βλ. λ. κοντά·
- τον τραβώ στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
- του τραβάει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- του τράβηξα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του τράβηξα ένα μπάτσο ή του τράβηξα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσα·
- του τράβηξα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του τράβηξα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του τράβηξα μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του τράβηξα μια καρπαζιά, βλ. λ. καρπαζιά·
- του τράβηξα μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- του τράβηξα μια μπουνιά, βλ. λ. μπουνιά·
- του τράβηξα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του τράβηξα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του τράβηξε μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του τραβώ αβανιά ή του τραβώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του τραβώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του τραβώ ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του τραβώ ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του τραβώ ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του τραβώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του τραβώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του τραβώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του τραβώ μια αβανιά ή του τραβώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του τραβώ τα γκέμια ή του τραβώ το γκέμι, βλ. λ. γκέμι·
- του τραβώ χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- τράβα από δω, βλ. λ. εδώ·
- τράβα αρόδο, βλ. λ. αρόδο·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου!  βλ. λ. δουλειά·
- τραβά η καρδιά μου ή η καρδιά μου τραβά, βλ. λ. καρδιά·
- τραβά η μάπα του, βλ. λ. μάπα·
- τραβά η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- τραβά η όρεξή μου, βλ. λ. όρεξη·
- τραβά η ψυχή μου ή η ψυχή μου τραβά, βλ. λ. ψυχή·
- τράβα (και) το καζανάκι, βλ. λ. καζανάκι·
- τράβα (και) το Νιαγάρα, βλ. λ. Νιαγάρας·
- τράβα κορδέλα! βλ. λ. κορδέλα·
- τράβα κορδόνι! βλ. λ. κορδόνι·
- τράβα με κι ας κλαίω ή τραβάτε με κι ας κλαίω, λέγεται για άτομο που, ενώ προσποιείται πως δε θέλει κάτι, εντούτοις το θέλει πάρα πολύ, ιδίως όταν πρόκειται για δεσμό με γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: μην ακούς τι λέω, τράβα με κι ας κλαίω
- τράβα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. λ. ομορφιά·
- τράβα στο καλό! βλ. λ. καλός·
- τράβα τα βυζιά σου! ή τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- τράβα τράβα, τον (την) έκανες λάστιχο! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. λάστιχο·
- τραβάει κόλλημα, βλ. λ. κόλλημα·
- τραβάει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- τραβάει πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- τραβάει σαν σφουγγάρι ή τραβάει σαν το σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- τραβάει σαν μαγνήτης ή τραβάει σαν το μαγνήτη, βλ. λ. μαγνήτης·
- τραβάει σε μάκρος, βλ. λ. μάκρος·
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβάει την ανηφόρα, βλ. λ. ανηφόρα·
- τραβάει το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- τραβάει το πετσάκι του, βλ. λ. πετσάκι·
- τραβάει τον αλίμονο, βλ. λ. αλίμονο(!)·
- τραβάει φαλτσέτα, βλ. λ. φαλτσέτα·
- τραβάμε τον ίδιο ντορό, βλ. λ. ντορός·
- τραβάς κανένα ζόρι;  βλ. λ. ζόρι·
- τράβηξαν χειρόφρενο, (για επαγγελματίες οδηγούς) βλ. λ. χειρόφρενο·
- τράβηξε καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- τραβώ βενζίνα, βλ. λ. βενζίνα·
- τραβώ βίντεο ή τραβώ σε βίντεο, βλ. λ. βίντεο·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- τραβώ γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τραβώ ένα ζόρι! ή τραβώ κάτι ζόρια! βλ. λ. ζόρι·
- τραβώ ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- τραβώ ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- τραβώ ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- τραβώ έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- τραβώ έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- τραβώ κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τραβώ κατά πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- τραβώ κορδέλα, βλ. λ. κορδέλα·
- τραβώ κορδόνι, βλ. λ. κορδόνι·
- τραβώ κουπί, βλ. λ. κουπί·
- τραβώ κουτουρού, βλ. λ. κουτουρού·
- τραβώ κρασί, βλ. λ. κρασί·
- τραβώ λάδι, βλ. λ. λάδι·
- τραβώ λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- τραβώ λαχτάρα, βλ. λ. λαχτάρα·
- τραβώ λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- τραβώ μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- τραβώ μια ξερή (ενν. μαλακία), βλ. λ. ξερός·
- τραβώ μια παχιά (ενν. μαλακία), βλ. λ. παχύς·
- τραβώ μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- τραβώ νερό, βλ. λ. νερό·
- τραβώ παρά πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ παραπέρα, βλ. λ. παραπέρα·
- τραβώ πείνα ή τραβώ πείνες, βλ. λ. πείνα·
- τραβώ πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ πετρέλαιο, βλ. λ. πετρέλαιο·
- τραβώ πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- τραβώ σε μάκρος (κάτι), βλ. λ. μάκρος·
- τραβώ στα σκοτεινά, βλ. λ. σκοτεινός·
- τραβώ στα τυφλά, βλ. λ. τυφλός·
- τραβώ στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τραβώ στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τραβώ στην τύχη, βλ. λ. τύχη·
- τραβώ τα βυζιά μου ή τραβώ τα βυζιά μου να μεγαλώσουν, βλ. λ. βυζί·
- τραβώ τα μαλλιά μου, βλ. λ. μαλλί·
- τραβώ τα πάνδεινα, βλ. λ. πάνδεινα·
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), βλ. λ. χέρι·
- τραβώ ταινία, βλ. λ. ταινία·
- τραβώ τεμπεσίρι, βλ. λ. τεμπεσίρι·
- τραβώ τη λέζα, βλ. λ. λέζα1·
- τραβώ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- τραβώ τη σκαντάλη, βλ. λ. σκαντάλη·
- τραβώ την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- τραβώ την κουρτίνα, βλ. λ. κουρτίνα·
- τραβώ την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- τραβώ την πρίζα (από κάποιον), βλ. λ. πρίζα·
- τραβώ τις κωλότριχές μου, βλ. λ. κωλότριχα·
- τραβώ το γιακά μου, βλ. λ. γιακάς·
- τραβώ το διάβολό μου, βλ. λ. διάβολος·
- τραβώ το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- τραβώ το καζανάκι, βλ. λ. καζανάκι·
- τραβώ το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- τραβώ το ποτήρι μου (το ποτηράκι μου), βλ. λ. ποτήρι·
- τραβώ το σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- τραβώ το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- τραβώ το τσιγάρο μου, βλ. λ. τσιγάρο·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τραβώ τον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- τραβώ του λιμανιού τα βάσανα ή τραβώ του λιμανιού τα πάθη, βλ. λ. λιμάνι·
- τραβώ του λιναριού τα βάσανα ή τραβώ του λιναριού τα πάθη, βλ. λ. λινάρι·
- τραβώ του Χριστού τα πάθη, βλ. λ. πάθος·
- τραβώ των παθών μου τον τάραχο, βλ. λ. πάθος·
- τραβώ φαλιμέντο, βλ. λ. φαλιμέντο·
- τραβώ φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. λ. φύλλο·
- τραβώ φωτογραφία ή τραβώ φωτογραφίες, βλ. λ. φωτογραφία·
- τραβώ χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. λ. χαρτί·
- τραβώ χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- τραβώ χρήματα (από κάποιον), βλ. λ. χρήμα·
- τραβώ χρήματα (απ’ την τράπεζα), βλ. λ. χρήμα·
- τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί.

τραγούδι

τραγούδι, το, ουσ. [<μσν. τραγούδιν <τραγουδῶ (υποχωρητ.)], το τραγούδι. Υποκορ. τραγουδάκι, το. (Τραγούδι: ακόμα ένα ποτηράκι, ακόμα ένα τραγουδάκι). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- αλλάζω τραγούδι ή αλλάζω το τραγούδι, βλ. φρ. αλλάζω τροπάρι, λ. τροπάρι·
- άναψε το τραγούδι, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, άναψε το τραγούδι». (Λαϊκό τραγούδι: κάπου στα Πετράλωνα ο χορός αρχίζει, το τραγούδι άναψε στις καρδιές φωτιά, κι ο γλυκός ο μπαγλαμάς κάτι μουρμουρίζει, η παλιά αγάπη μου γύρισε ξανά 
- άρχισαν τα τραγούδια, βλ. συνηθέστ. άρχισαν τα όργανα, λ. όργανο·
- δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, δε συμφωνούμε, έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις ή συνήθειες έτσι ώστε να είναι δύσκολη η συμβίωσή μας ή η συνεργασία μας: «απ’ τη στιγμή που καταλάβαμε πως δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, αποφασίσαμε να χωρίσουμε || διαλύσαμε τη συνεργασία μας, γιατί είδαμε ότι δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι». Συνών. δεν ταιριάζουν τα χνότα μας· 
- είναι στα τραγούδια του, είναι πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος: «απ’ τη μέρα που πέρασε πρώτος ο γιος του στην Ιατρική, είναι στα τραγούδια του». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν είναι χαρούμενο, συνήθως τραγουδάει·
- έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
- θα πεις κι ένα τραγούδι, είτε το θέλεις είτε όχι, με το ζόρι, ετσιθελικά, υποχρεωτικά. (Λαϊκό τραγούδι: θα τα βρεις μαζί μου σκούρα, κι ας με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα σου βάλω την κουλούρα και θα πεις κι ένα τραγούδι
- θα το πει το τραγούδι, θα τον τιμωρήσω, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα έχει δύναμη και κάνει ό,τι θέλει, όμως πού θα μου πάει, θα το πει το τραγούδι»·
- λέω το τραγούδι, το τραγουδώ: «ποιος τραγουδιστής λέει αυτό το τραγούδι;»·
- πιάνω το τραγούδι, αρχίζω να τραγουδώ, τραγουδώ: «κάποια στιγμή, όπως ήρθαμε στο κέφι, πιάσαμε το τραγούδι»·
- το ρίχνω στο τραγούδι, βλ. συνηθέστ. πιάνω το τραγούδι·
- το στρώνω στο τραγούδι, βλ. συνηθέστ. πιάνω το τραγούδι·
- το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τραγούδια της καρδιάς, τα ερωτικά τραγούδια: «καθόταν μόνη στο δωμάτιό της κι άκουγε απ’ το τρανζιστοράκι της τραγούδια της καρδιάς». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Αθήνα, βρε παιδιά, παίζουν τα μπουζουκάκια, λένε τραγούδια της καρδιάς, που σβήνουν τα φαρμάκια
- τραγούδια της τάβλας, δημοτικά τραγούδια, που τραγουδιούνται ομαδικά γύρω από την τάβλα κατά την ώρα του φαγητού: «απ’ τα δημοτικά τραγούδια, αυτά που μ’ αρέσουν περισσότερο είναι τα τραγούδια της τάβλας»·
- χτυπάω τραγούδια, συνθέτω ή φωνογραφώ τραγούδια: «όπου και να σταθεί, παίρνει το μολύβι του και χτυπάει τραγούδια || έχει μεγάλο τρακ, γιατί σε λίγο χτυπάει το πρώτο του τραγούδι». (Λαϊκό τραγούδι: αφού εμένα αρνήθηκε και σ’ άλλον τώρα πάει ο πόνος βρίσκει γιατρικό τραγούδια να χτυπάει).

τρελός

τρελός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. τρελός <αρχ. τρηρός (= ελαφρός)], τρελός. 1. που είναι παράφρονας: «είναι επικίνδυνα τρελός, γι’ αυτό και τον έκλεισαν στο τρελάδικο». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρεις, τι έχει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις). 2. που είναι ανόητος, απερίσκεπτος, παράτολμος, παράλογος, ριψοκίνδυνος: «μια τέτοια ενέργεια μόνο ένας τρελός σαν κι εσένα θα μπορούσε να την κάνει! || ξαφνικά του ’ρθε μια τρελή ιδέα!». 3. που είναι πολύ ερωτευμένος: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, είναι τρελός μαζί της». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα, γιατί εγώ αχ, μικράκι μου, ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα). 4. που είναι άτακτος, θορυβοποιός, φασαρτζής: «είναι τόσο τρελός άνθρωπος, που με το παραμικρό μπορεί ν’ αρπαχτεί με τον οποιοδήποτε». 5. που είναι πολύ εύθυμος, πολύ ζωηρός: «κάναμε ένα τρελό γλέντι || αχ, αυτά τα τρελά νιάτα!». 6. που είναι πολύ δυνατός, παράφορος: «νιώθει έναν τρελό έρωτα γι’ αυτή τη γυναίκα». 7. που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό: «όπως πάει θα χρεοκοπήσει, γιατί κάνει τρελά έξοδα». 8. το αρσ. ως ουσ. ο τρελός,(για σκάκι) ο αξιωματικός: «μετακίνησα τον τρελό μου, γιατί κινδύνευε να μου τον φάει με τη βασίλισσα του». 9. το θηλ. ως ουσ. η τρελή, ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης που επιδεικνύει προκλητικά την ιδιαιτερότητά του: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτή την τρελή γιατί εκτίθεσαι». 10. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα τρελά (βλ. λ.). Επίρρ. τρελά, με ένταση, με πάθος: «πεινώ τρελά || έτρεχε τρελά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μια κούκλα ζωντανή με ομορφιά και χάρη, εγώ σ’ αγάπησα τρελά κι άλλος δε θα σε πάρει). Υποκορ. τρελούτσικος. (Ακολουθούν 54 φρ.)·
- από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- βγάζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, χρησιμοποίησαν κάποιον ανόητο, επιπόλαιο, απερίσκεπτο ή παράτολμο για να φέρει σε πέρας κάποια επικίνδυνη πράξη·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. φρ. έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά·
- έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, συνεπλάκησαν άγρια: «είχαν μακροχρόνια έχθρα και, όταν συναντήθηκαν, αρπάχτηκαν κι έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά». Από την εικόνα δυο ατόμων, που έχουν ξεμαλλιαστεί κατά τη διάρκεια της συμπλοκής τους και παρομοιάζονται με τα μαλλιά της τρελής γυναίκας που τριγυρνάει ξεμαλλιασμένη. Συνών. έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί·
- έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, η δουλειά ή η υπόθεση μπερδεύτηκε πάρα πολύ και δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη: «ο ένας ήθελε να γίνει με το δικό του τρόπο, ο άλλος ήθελε να γίνει με το δικό του τρόπο, ώσπου, στο τέλος η δουλειά έγινε σαν της τρελής το μαλλί». Από την εικόνα της τρελής που κυκλοφορεί με ανακατωμένα, με μπερδεμένα μαλλιά. Συνών. έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί·
- έγινε της τρελής, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστηκατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, έγινε της τρελής μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή, πιάστηκαν στα χέρια οι δυο παρέες κι έγινε της τρελής μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «τις γιορτές έγινε της τρελής στα μαγαζιά». Συνών. έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά / έγινε ο χαμός ή έγινε χαμός / έγινε πατιρντί / έγινε της ανωμαλίας / έγινε της ιεροδούλου / έγινε της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα /  έγινε της κακομοίρας / έγινε της μουρλής / έγινε της Πόπης / έγινε της πόρνης / έγινε της πουτάνας / έγινε της πουτάνας το κάγκελο / έγινε της πουτάνας το μαγκάλι / έγινε το έλα να δεις / έγινε το σώσε / έγινε χαλασμός·
- είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε, ο μεθυσμένος πολλές φορές γίνεται πιο επικίνδυνος από τον τρελό·
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι τρελός για δέσιμο! βλ. λ. δέσιμο·
- είναι τρελός και παλαβός, α. είναι πάρα πολύ επικίνδυνος: «πρέπει να τον κλείσουν σ’ ένα τρελάδικο, γιατί είναι τρελός και παλαβός». β. είναι παράφορα ερωτευμένος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, είναι τρελός και παλαβός μαζί της»·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει τρελή μάσα ή έχει τρελές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- η νόσος των τρελών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- θα γίνει της τρελής, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα γίνει της τρελής». β. θα επικρατήσει πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «το βράδυ θα πάμε με τον τάδε στα μπουζούκια και θα γίνει της τρελής». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα ’μαι τρελός, αν… ή θα ’μαι τρελός να…, λέγεται στην περίπτωση που αρνούμαστε να πραγματοποιήσουμε κάτι, γιατί βλέπουμε πως είναι εντελώς αντίθετο προς τα συμφέροντά μας: «θα ’μαι τρελός, αν πω στον ανταγωνιστή μου πως νοικιάζεται το διπλανό μαγαζί απ’ το δικό μου || θα ’μαι τρελός να συνεταιριστώ μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάνει τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνω σαν τρελός, α. επιθυμώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ, αγαπώ κάποιον παράφορα, παθιάζομαι με κάποιον ή με κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, κάνει σαν τρελός για πάρτη της || μια φορά τον πήρα μαζί μου στα μπουζούκια, κι από τότε κάθε βράδυ κάνει σαν τρελός για μπουζούκια». β. ενθουσιάζομαι πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως κέρδισε το λαχείο, έκανε σαν τρελός». γ. εκδηλώνω την έντονη ψυχική ταραχή, την έντονη ανησυχία μου: «μόλις έμαθε πως τράκαρε το πούλμαν που ήταν μέσα και τα παιδιά του, έκανε σαν τρελός». (Λαϊκό τραγούδι: μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή, έφυγε και πάει το πουλί
- κάνω τον τρελό, προσποιούμαι τον ανήξερο, πως δεν καταλαβαίνω τίποτα: «όταν τα βρίσκει σκούρα κάνει τον τρελό». (Λαϊκό τραγούδι: εδίψασε για έρωτα και ήρθε να γουστάρει! Γι’ αυτό αν δεις να τη φιλώ, σφύρα και κάνε τον τρελό
- κάνω τρελά όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω τρέλες, α. ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, επιπόλαια ή παράτολμα: «από  μικρό παιδί κάνει όλο τρέλες, γι’ αυτό κανείς δεν τον εμπιστεύεται». β. διασκεδάζω έντονα, ιδίως σε νυχτερινά κέντρα: «έχουν μια παρέα και κάθε βράδυ κάνουν τρέλες στα μπουζουκτσίδικα»·
- κάνω τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κερδίζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- μ’ έπιασε το τρελό μου ή μ’ έχει πιάσει το τρελό, ξαφνικά αρχίζω και συμπεριφέρομαι ακατανόητα: «εκεί που καθόμασταν μ’ έπιασε το τρελό μου κι άρχισα να τους βρίζω». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έδωσε απόψε· μ’ έχει πιάσει το τρελό· ένα μου ’χει κάνει εκείνη θα της κάνω εκατό – για να δει ποιος είμ’ εγώ 
- ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
- ο τρελός με την τρελάρα του γεμίζει την κοιλάρα του, βλ. λ. τρελάρα·
- ο τρελός του χωριού, άτομο που παρ’ όλη τη διανοητική του καθυστέρηση είναι αποδεκτό από την παρέα μας, το συναναστρεφόμαστε: «έχουμε κι εμείς τον τρελό του χωριού στην παρέα μας, που μας είναι συμπαθέστατος». Από το ότι συμβαίνει τακτικά κάθε χωριό ή κάθε μεγάλη κοινωνία να έχει και το δικό της τρελό· βλ. και φρ. η πουτάνα του χωριού·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει τρελό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω τρελά λεφτά (για κάτι ή για κάποιον), βλ. λ. λεφτά· 
- ρίχνω τρελή μάσα ή ρίχνω τρελές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- σ’ άγιο, μικρό και τρελό μην τάξεις, βλ. λ. άγιος·
- σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, βλ. λ. τζερεμές·
- τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί, μπερδεύω μια δουλειά ή μια υπόθεση τόσο πολύ, ώστε κανείς δε μπορεί να βγάλει άκρη: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου να επιβλέπει κι αυτός τα ’κανε σαν της τρελής τα μαλλιά». Συνών. τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί·
- τα κουδούνια ο τρελός μοναχός του τα βαράει, βλ. λ. κουδούνι·
- το ρίχνω στην τρελή ή το ’χω ρίξει στην τρελή, α. είμαι τόσο απογοητευμένος, τόσο απελπισμένος, έχω τόσα πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα, που εγκαταλείπω πια κάθε προσπάθεια και κάνω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα: «συγκεντρώσου και βάλε τα δυνατά σου, γιατί, με το να το ρίχνεις στην τρελή, δε γίνεται τίποτα». β. αδιαφορώ για τα πάντα: «απ’ τη μέρα που το ’ριξα στην τρελή, βρήκα την υγειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: σου το ’πα δεν σε θέλω πια, γιατί ξηγιέσαι σαν σουπιά! Κι όλο το ρίχνεις στην τρελή και με διπλώνεις πονηρή! // τα φαρμάκια για να πνίξεις, ρίχ’ το φίλε στην τρελή, ρίχ’ τα στην απέξω τσέπη να γλεντήσεις τη ζωή // το φιλοσόφησα πολύ και το ’χω ρίξει στην τρελή
- τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- τρελό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- τρελός αέρας, βλ. λ. αέρας·
- τρελός νονός σε βάφτισε, βλ. λ. νονός·
- τρελός νονός σε βάφτισε; βλ. λ. νονός
- τρελός παπάς σε βάφτισε, βλ. λ. παπάς·
- τρελός παπάς σε βάφτισε; βλ. λ. παπάς·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, βλ. λ. κεφάλι·
- τρέχω σαν τρελός, α. ενεργοποιούμαι έντονα για να αποτρέψω ή για να πετύχω κάτι: «τρέχω σαν τρελός για να πείσω τον τάδε ν’ αποσύρει τη μήνυση που μου ’κανε || τρέχω σαν τρελός να βολέψω κι εγώ το γιο μου σε κάποια δουλειά». β. έχω πολλή δουλειά: «σε όλη τη διάρκεια των γιορτών, απ’ το πρωί που άνοιγα το μαγαζί μέχρι την ώρα που το έκλεινα, έτρεχα σαν τρελός»· 
- ψηλό μουνί, τρελό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
- ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο τρελός, βλ. λ. γνωστικός.

τρία

τρία, απόλ. αριθμητ. [<αρχ. τρία]· τρία· βλ. και λ. τρεις. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- ένα δύο τρία, γαμιέται η διαιτησία! βλ. λ. γαμιέμαι·
- έχει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- θα μου κάνεις τα τρία δύο, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι διόλου, δεν είσαι ικανός να μου κάνεις κακό, να με βλάψεις στο παραμικρό: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να με δείρεις, σε πληροφορώ πως θα μου κάνεις τα τρία δύο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χουφτώνει επιδεικτικά τα γεννητικά όργανα και να τα επιδεικνύει σε αυτόν που απευθύνεται ο λόγος. Μερικές φορές, η φρ. συνεχίζεται με το και το ζουρνά καΐκι ή και το μακρύ κοντό·
- κάνα δυο (καναδυό) τρία, βλ. λ. δυο·
- με το ένα, με το δύο, με το τρία! βλ. λ. ένας·
- μέχρι να πεις τρία, βλ. φρ. ώσπου να πεις τρία·
- μου ’κανε τα τρία δύο, δε μου έκανε, δεν μπόρεσε να μου κάνει απολύτως τίποτα: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου ’κανε τα τρία δύο»·
- ναιξ και τρία εννιά, βλ. λ. ναιξ·
- σε τρία τέρμινα, βλ. λ. τέρμινο·
- στα τρία μας! ή στα τρία μου! βλ. φρ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- τα τρία κάπα (του ελληνικού κινηματογράφου), βλ. λ. κάπα·
- τα τρία οχτάρια, βλ. λ. οχτάρι·
- τρία άλφα, βλ. λ. άλφα·
- τρία πουλάκια κάθονται, α. λέγεται ειρωνικά για άτομο που δείχνει πλήρη αδιαφορία για τους πάντες και για τα πάντα: «μην περιμένεις βοήθεια απ’ τον τάδε, γιατί είναι τρία πουλάκια κάθονται». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που μιλάει ακατάσχετα και είναι εντελώς άσχετος με το θέμα με το οποίο καταπιάστηκε: «τι έλεγε τόση ώρα; Τρία πουλάκια κάθονται, έλεγε»·
- ώσπου να πεις τρία, πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «θα πεταχτώ μέχρι το σπίτι μου κι ώσπου να πεις τρία, θα ’χω γυρίσει». (Λαϊκό τραγούδι: μα ήταν ο Παράδεισος όλος εν απαρτία και μ’ έριξαν στην Κόλαση, ώσπου να πω το τρία). Συνών. ώσπου να πεις άλφα / ώσπου να πεις αμήν / ώσπου να πεις ένα / ώσπου να πεις κρεμμύδι / ώσπου να πεις κύμινο.

τρίχα

τρίχα, η, ουσ. [<μσν. τρίχα, από το τρίχα, αιτ. του αρχ. ουσ. θρίξ], η τρίχα. 1. το τρίχωμα ανθρώπου ή ζώου: «με τέτοια μεταξένια τρίχα που έχει αυτή η γυναίκα, πώς να μη δείχνει ομορφότερη!». 2α. στον πλ. οι τρίχες, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες: «μας αράδιασε ένα σωρό τρίχες κι είχε την εντύπωση πως τον πιστέψαμε». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε λοιπόν, αφού το θες αλλού να πας, κι ας τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις τρίχες, κι όταν θα σμίξεις με το μάγκα π’ αγαπάς, να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’ είχες). Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / σάλια (2) / φλούδες (1). β. ως επιφών. τρίχες! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες παντρεύεται!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες παντρεύεται την άλλη Κυριακή ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. τριχίτσα, η (βλ. λ.) κ. τριχούλα, η. (Ακολουθούν 59 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες, βλ. φρ. ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, λ. αρχίδι·
- άμα είναι η πούτσα κοντή, αμποδούν (= εμποδίζουν) οι τρίχες, βλ. λ. πούτσα·
- από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
- από τρίχα, βλ. συνηθέστ. παρά τρίχα·
- άσπρισαν οι τρίχες μου ή άσπρισε η τρίχα μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «άσπρισαν οι τρίχες μου, μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, μπροστά σε κάποιον μεγάλο κίνδυνο, να ασπρίζουν τα μαλλιά αυτού που κινδυνεύει· βλ και φρ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βγάζω τρίχες, γίνομαι έφηβος: «μόλις άρχισε να βγάζει τρίχες, το μάτι  του το ’χει όλο στα κοριτσόπουλα»·
- βελονιάζει την τρίχα ή βελονιάζει τρίχα, είναι ευφυέστατος, παμπόνηρος, ικανότατος, καπάτσος, καταφέρνει και τις πιο δύσκολες δουλειές, αντιμετωπίζει με επιτυχία και τις πιο δύσκολες καταστάσεις, πράγμα που τον κάνει επικίνδυνο: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί, απ’ ότι έχω μάθει βελονιάζει την τρίχα και υπάρχει φόβος να σε μπλέξει σε καμιά υπόθεση». Συνών. καλιγώνει τον ψύλλο ή καλιγώνει ψύλλο·
- δε λείπει ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, δεν πήρα την παραμικρή ποσότητα από ένα σύνολο: «δεν ξέρω ποιος έφαγε απ’ το φαγητό, πάντως εγώ δεν πείραξα ούτε τρίχα || δεν ξέρω ποιος πήρε τα λεφτά απ’ το ταμείο, πάντως εγώ δεν πείραξα ούτε τρίχα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν απλώνει το χέρι του ούτε για να αποσπάσει κάποια τρίχα που βρίσκεται μέσα στο φαγητό·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν του πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν του άφησε (ούτε) τρίχα, τον ξεμάλλιασε εντελώς και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε πολύ αυστηρά, παραδειγματικά: «όταν γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι του, τον άρπαξε ο πατέρας του και δεν του άφησε τρίχα»·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, δεν του έκανα το παραμικρό σωματικό κακό, δεν του προκάλεσα την παραμικρή σωματική βλάβη: «εγώ δεν του πείραξα ούτε τρίχα, γιατί άλλος ήταν αυτός που τον πλάκωσε στο ξύλο»·
- είμαι στην τρίχα, είμαι ντυμένος πολύ επίσημα, πολύ κομψά: «κάθε χρόνο στην ονομαστική μου γιορτή είμαι στην τρίχα, γιατί δέχομαι διάφορες επισκέψεις στο σπίτι». Συνών. είμαι στην πένα (α)·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. λ. ζωή·
- θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου ξεριζώσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- κάθε τρίχα με τον ίσκιο της, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «όσο ασήμαντος κι αν είναι, πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά, γιατί κάθε τρίχα με τον ίσκιο της». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / και το μυρμήγκι έχει το βάρος του·
- κάνει την τρίχα τριχιά, μεγαλοποιεί κάποιο ασήμαντο γεγονός: «δε θα ’χεις σαφή εικόνα, αν σου πει ο τάδε πώς έγινε το δυστύχημα, γιατί αυτός κάνει την τρίχα τριχιά». Συνών. κάνει τη μύγα ελέφαντα / κάνει τον ψύλλο καμήλα·
- κόβει την τρίχα στα δυο, είναι πανέξυπνος, πολυμήχανος: «να ’σαι σίγουρος πως θα τη βρει την άκρη, γιατί αυτός κόβει την τρίχα στα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: αλάνικο, αλάνικο γυαλάκι βενετσιάνικο στα δυο κόβεις την τρίχα. Αχ, ταίρι μου να σ’ είχα!
- κρέμομαι από μια τρίχα ή κρέμομαι σε μια τρίχα, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση, η επιτυχία μου εξαρτάται από μια μικρολεπτομέρεια: «έχω δώσει όλα τα δικαιολογητικά για να πάρω αυτή τη θέση, και τώρα κρέμομαι από μια τρίχα || δε με πιάνει ύπνος τα βράδια, γιατί όλη μου η δουλειά κρέμεται από μια τρίχα». Συνών. κρέμομαι από μια κλωστή ή κρέμομαι σε μια κλωστή·
- λέει τρίχες, λέει ανοησίες, βλακείες, ανακρίβειες: «μην τον πιστεύεις, γιατί γενικά λέει τρίχες»·
- μας γέμισε τρίχες ή με γέμισε τρίχες, μας έλεγε ανακρίβειες, ανοησίες, ψευδολογούσε: «ήρθε να μας πει ο τάδε πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, αλλά μας γέμισε τρίχες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μου σηκώθηκε η τρίχα ή σηκώθηκε η τρίχα μου, συγκινήθηκα έντονα: «μου σηκώθηκε η τρίχα, όταν τον είδα να σπαράζει πάνω στον τάφο του πατέρα του»· βλ. και φρ. μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο·
- μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο ή σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο, α. έμεινα κατάπληκτος, αηδίασα, έφριξα: «μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο, μόλις είδα, κοτζάμ παλικάρι, να βρίζει έναν σεβάσμιο γέροντα». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, μπροστά σε μεγάλο κίνδυνο να σηκώνονται οι τρίχες, ιδίως του κεφαλιού αυτού που κινδυνεύει. γ. συγκινήθηκα έντονα: «όταν τον είδα να κλαίει, μόλις έμαθε για το θάνατο του πατέρα του, μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο»·
- μου σηκώθηκε η τρίχα όρθια ή σηκώθηκε η τρίχα μου όρθια, βλ. φρ. μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο·
- ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι πολύ προσεγμένα, πολύ κομψά, ντύνομαι άψογα: «ήταν το πρώτο του ραντεβού με την γκόμενα, γι’ αυτό και ντύθηκε στην τρίχα». Συνών. ντύνομαι στην πένα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι, αποτελεί ξεχωριστή αντίθεση, έντονη παραφωνία με τον περίγυρό του, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα επάνω του, γιατί, με τα παρδαλά ρούχα που φορούσε, ξεχώριζε σαν την τρίχα στο ζυμάρι». Συνών. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι, βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι·
- ξηγιέμαι στην τρίχα, (στη γλώσσα της αργκό) συμπεριφέρομαι άψογα. (Λαϊκό τραγούδι: τόσες μήνες που την είχα μου ξηγιότανε στην τρίχα· τώρα έγινε από σόι και τα ψάρια δεν τα τρώει
- ξηγιέμαι τρίχες, (στη γλώσσα της αργκό) δε συμπεριφέρομαι σωστά σε κάποιον που μου φέρεται σωστά, συμπεριφέρομαι ανάρμοστα σε κάποιον: «εγώ σου φέρομαι σαν κύριος κι εσύ μου ξηγιέσαι τρίχες». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιζα και δαχτυλήθρες κι εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες κι έτρωγες τα τάλιρά μου μ’ άλλονε, νοικοκυρά μου
- ο λύκος τρίχα αλλάζει, γνώμη δεν αλλάζει, βλ. λ. λύκος·
- όσα σέρνει η τρίχα του μουνιού, αμάξι δεν τα σέρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- παρά τρίχα, λίγο έλειψε να…, παραλίγο: «όπως ερχόμασταν απ’ την Αθήνα, παρά τρίχα να τρακέρναμε μ’ ένα φορτηγό»·
- πιάστηκε από μια τρίχα, επειδή δε βρήκε κάποια σοβαρή παρατυπία ή παρανομία, αναφέρθηκε σε κάτι επουσιώδες προκειμένου να καταφερθεί, να επιτεθεί ή να βλάψει τον αντίπαλό του: «όσο κι αν έψαξε να βρει κάτι μεμπτό για τον προϊστάμενό του, δεν το κατάφερε, γι’ αυτό, πιάστηκε από μια τρίχα, για μια άδεια, δηλαδή, άνευ αποδοχών, που είχε δώσει κάποτε σ’ έναν γνωστό του»·
- σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου ή σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες, (ειρωνικά) λέγεται σε περίπτωση κατηγορηματικής άρνησης, ποτέ: «σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου, τότε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». Από το ότι ποτέ δεν πρόκειται να βγάλει τρίχες η παλάμη·
- σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου, α. ένιωσα φρίκη, αποτροπιασμό: «μόλις τον είδα να χτυπάει το γέρο πατέρα του, σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου». β. τρόμαξα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις άκουσα το ουρλιαχτό μέσα στη νύχτα, σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου». Από το ότι συμβαίνει, όταν τρομάζει κανείς πολύ, να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής του·
- σκίζει τρίχα, είναι υπερβολικά τσιγκούνης, υπέρμετρα φιλάργυρος: «μου είναι αδιανόητο πώς αυτός ο άνθρωπος σου ’δωσε δανεικά λεφτά, γιατί αυτός, απ’ ό,τι ξέρω, σκίζει τρίχα»·
- σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα, έκφραση με την οποία θέλουμε να κάνουμε κάποιον να πιστέψει πως πραγματικά συγκινηθήκαμε πάρα πολύ στην ανάμνηση κάποιου ευχάριστου ή δυσάρεστου γεγονότος: «μ’ αυτή τη γυναίκα πέρασα πάρα πολύ όμορφα χρόνια. Σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα || όταν θυμάμαι τη στιγμή που θάβαμε τον πατέρα μου, συγκινούμαι πάρα πολύ. Σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα». Συνήθως της φρ. προτάσσεται και πιο σπάνια ακολουθεί το δεικτικό να και συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την οποία δείχνουμε στο συνομιλητή μας το βραχίονά μας, για να δει τις τρίχες που, υποτίθεται σηκώνονται ή που πραγματικά σηκώνονται, γιατί μπορεί πράγματι να συμβεί, όταν το άτομο κατέχεται από μεγάλη συγκίνηση. Στην περίπτωση που ο ομιλητής έχει καλυμμένο το βραχίονά του με το ρούχο που φοράει, τότε κάνει πως τραβάει το μανίκι του σακακιού του προς τον αγκώνα του ή κάνει πως ξεκουμπώνει το μανικετόκουμπό του θέλοντας να δείξει στο συνομιλητή του τις σηκωμένες τρίχες του βραχίονά του. Συνών. σου το λέω κι ανατριχιάζω·
- στέκομαι στην τρίχα, α. ενεργώ πολύ πρόθυμα και χωρίς σκέψη προκειμένου να εξυπηρετήσω κάποιον, γίνομαι χίλια κομμάτια προκειμένου να εξυπηρετήσω κάποιον: «όσον καιρό ήμασταν στην πόλη του, το παιδί στεκόταν στην τρίχα για να μη μας λείψει τίποτα». β. βρίσκομαι σε απόλυτη ετοιμότητα προκειμένου να βοηθήσω κάποιον: «όση ώρα έδινα τις απαραίτητες εξηγήσεις στον τάδε, ο φίλος μου στεκόταν στην τρίχα στη γωνία μήπως και τον χρειαστώ». Από την εικόνα του ατόμου που έχει όλες του τις αισθήσεις συγκεντρωμένες σαν να ισορροπεί πάνω σε μια τρίχα·
- στην τρίχα, πολύ όμορφα, πολύ προσεγμένα και με πολύ φροντίδα: «είχε μέσα στην ντουλάπα τα ρούχα του στην τρίχα || είναι πολύ νοικοκυρά κι όλο το σπίτι το ’χει στην τρίχα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε Σαββάτο έβρισκες τα ρούχα σου στην τρίχα και την αχαριστία σου για πληρωμή μου είχα). Συνών. στην πένα / τσίτα κόρδα / τσίτα πίτα·
- στολίζομαι στην τρίχα, βλ. συνηθέστ. ντύνομαι στην τρίχα·
- τα σέρνει η τρίχα του μουνιού, καράβι δεν τα σούρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, βλ. λ. πέτρα·
- της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- της στραβής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι, του αποστέρησε, του καταπάτησε τα δικαιώματά του, ιδίως τον απέλυσε από τη δουλειά του χωρίς αποζημίωση: «μπορεί να ήταν ο πιο παλιός μέσα στην επιχείρηση, αλλά ο καινούριος διευθυντής τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι»·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του μάδησε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του μάδησε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του ξερίζωσε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ξερίζωσε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- τρίχα μουνιού σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
- τρίχες κατσαρές! α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε χώρισε τη γυναίκα του, γιατί την έπιασε μ’ έναν άλλον. -Τρίχες κατσαρές! Αφού τους είδα πριν από λίγο μαζί». β. ανοησίες, αηδίες: «αυτά που μας λες είναι τρίχες κατσαρές!». Είναι φορές, που η φρ. κλείνει με το και παρδαλά κατσίκια·
- τρίχες μιζαμπλί! βλ. συνηθέστ. τρίχες κατσαρές(!)·
- τριχοτομεί την τρίχα, είναι υπερβολικά λεπτολόγος: «εμείς θέλαμε να μας δώσει μια γενική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Παιδεία κι αυτός άρχισε να τριχοτομεί την τρίχα»·
- φέρνομαι στην τρίχα, βλ. φρ. ξηγιέμαι στην τρίχα. (Λαϊκό τραγούδι: όσα χρόνια ταίρι μου την είχα την φερνόμουνα στην τρίχα).

τροχός

τροχός, ο, ουσ. [<αρχ. τροχός], ο τροχός. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αλέθει ο τροχός (κάποιον ή κάποιους), τον (τους) συντρίβει, τον (τους) αφανίζει η ζωή, η πραγματικότητα: «όσοι δεν συμβαδίζουν με την εξέλιξη και δε συγχρονίζονται, εξαφανίζονται απ’ το προσκήνιο, γιατί συνέχεια αλέθει ο τροχός»·  
- αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει, α. όποιος πεινάει, δεν μπορεί να δουλέψει, ή δεν αποδίδει όπως θα έπρεπε: «τρώει το πρωί καλά πριν πάει για τη δουλειά, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». β. δεν μπορεί να ξεκινήσει κάποιος μια δουλειά, μια προσπάθεια, όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ή δεν πρέπει να περιμένουμε αξιόλογες υπηρεσίες από κάποιον, όταν δεν τον αμείβουμε ικανοποιητικά: «για ν’ αρχίσω τη δουλειά, πρέπει να μου δώσεις αυτά τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». γ. δεν έχει όρεξη για διασκεδάσεις αυτός που στερείται βασικά πράγματα στη ζωή του: «με τη φτώχεια που με δέρνει πού κέφι για διασκέδαση, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». Συνών. νηστικό αρκούδι δε χορεύει·
- αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει, αν δεν αμείβουμε ικανοποιητικά τους ανθρώπους που έχουμε στη δούλεψή μας, τότε και αυτοί δεν αποδίδουν: «έχει παράπονα απ’ τους εργάτες του ότι δε δουλεύουν όπως πρέπει, όμως ξέρει καλά πως, αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει»· βλ. και φρ. αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει·
- γυρίζει ο τροχός, έκφραση που δηλώνει πως η οικονομική κατάσταση και γενικά η μοίρα των ανθρώπων μεταβάλλεται: «μην ειρωνεύεσαι τον τάδε που είναι σήμερα φτωχός, γιατί πρέπει να ξέρεις πως γυρίζει ο τροχός και παρά τα λεφτά σου, αύριο μπορεί να ’σαι εσύ στη θέση του»·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι πρωτότυπο: «δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, κύριέ μου, γιατί είναι σε όλους μας γνωστό πως τα ναρκωτικά σκοτώνουν». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός / δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική / δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα· 
- είναι ο πέμπτος τροχός της αμάξης, δεν προσφέρει το παραμικρό, δεν παίζει τον παραμικρό ρόλο σε μια δουλειά, σε μια υπόθεση, δεν έχει καμιά αρμοδιότητα ή εξουσία, είναι αμελητέος: «μην πας στον τάδε για να σου λύσει το πρόβλημά σου, γιατί είναι ο πέμπτος τροχός της αμάξης μέσα σ’ αυτό το εργοστάσιο». Από το ότι καμιά άμαξα δεν έχει πέμπτο τροχό·
- είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, δεν έχει καμιά αρμοδιότητα ή παίζει ασήμαντο ρόλο σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «πώς ήθελες να γίνει η δουλειά σου, αφού αποτάθηκες στον τάδε που είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης!». Συνών. είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά·
- έπεσε θύμα των τροχών, σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα: «έχει κομμένο το ένα του πόδι, γιατί, όταν ήταν μικρός, έπεσε θύμα των τροχών»·
- θα γυρίσει ο τροχός, δηλώνει προσδοκία για αλλαγή της τύχης προς το καλύτερο, αφού καμιά κατάσταση στον κόσμο δεν είναι αμετάβλητη: «τώρα είμαι όλο δυσκολίες, αλλά θα γυρίσει ο τροχός». (Λαϊκό τραγούδι: μην κοιτάς που ’μαι μπατίρης, μην κοιτάς που ’μαι φτωχός, κάποια μέρα θα γυρίσει ο τροχός). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται κι άλλοτε ακολουθεί το πού θα πάει·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός ή θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, επιτείνει την έκφραση θα γυρίσει ο τροχός·  
- ο τροχός της τύχης, λαϊκό τυχερό παιχνίδι που εμφανίζεται, ιδίως στα πανηγύρια, και που αργότερα παρουσιάστηκε και ως τηλεοπτικό παιχνίδι: «ο τροχός της τύχης του τάδε καναλιού έχει μεγάλη ακροαματικότητα»·
- τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει, το ενεργητικό άτομο δεν αποτελματώνεται, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνει τις ικανότητές του: «είναι πολύ ενεργητικό παιδί και σίγουρα θα πάει μπροστά, γιατί τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει». Συνών. πέτρα που κυλάει μαλλί δεν πιάνει (β).

τσάμικος

τσάμικος, -η, -ο, επίθ. [<εθν. Τσάμης (= Αρβανίτης) <ίσως αρχ. Θύαμις + κατάλ. -ικος], τσάμικος· συνήθως το αρσ. ως ουσ. ο τσάμικος και το ουδ. ως ουσ. το τσάμικο, είδος  ελληνικού δημοτικού χορού: «ο τσάμικος είναι ένας λεβέντικος χορός»·
- δεν αφήνεις το τσάμικο! ειρωνική αλλά και απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει με υπεκφυγές και να μιλήσει καθαρά, ντόμπρα: «δεν αφήνεις τον τσάμικο, ρε παιδάκι μου, να μου πεις τι ακριβώς θέλεις!». Από το ότι ο τσάμικος έχει πολλές φιγούρες και τσακίσματα. Συνών. δεν αφήνεις τον καλαματιανό! / δεν αφήνεις τον καρσιλαμά(!)·
- θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον υποβάλω σε μεγάλη ταλαιπωρία, θα τον βασανίσω, θα τον ξυλοκοπήσω άγρια: «αν ξαναπειράξει την κόρη μου, να του πεις πως θα τον χορέψω τσάμικο». Από το ότι ο χορευτής που χορεύει τσάμικο κάνει πολλά σπασίματα, τσακίσματα ή και διάφορα πηδήματα, πράγμα που τον ταλαιπωρεί. Συνών. θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό / θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά / θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα / θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον·
- μου ’γινε τσάμικος ταμπάκος, βλ. λ. ταμπάκος·
- το ρίχνω στον τσάμικο, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει τίποτα: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το τζόκερ, το ’ριξε στον τσάμικο». Από την εικόνα του χορευτή που πάνω στο χορό δε νοιάζεται για τίποτα άλλο. Συνών. το ρίχνω στον καλαματιανό / το ρίχνω στον καρσιλαμά·
- τον χόρεψε τσάμικο, α. του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον ταλαιπώρησε πολύ: «μέχρι να του επιστρέψει τα λεφτά που του χρωστούσε, τον χόρεψε τσάμικο». β. τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε τσάμικο». Από την εικόνα του χορευτή, που καταβάλει μεγάλο κόπο για να πραγματοποιήσει τις φιγούρες και τα τσακίσματα του χορού. Συνών. τον χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε καρσιλαμά / τον χόρεψε σάμπα / τον χόρεψε τσάρλεστον.

τσάρλεστον

τσάρλεστον, το, άκλ. ουσ. [όνομα της πόλης Charleston της Β. Αμερικής], είδος χορού: «το τσάρλεστον κυριάρχησε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου». Από το όνομα της πόλης όπου χορεύτηκε για πρώτη φορά·
- θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, θα τον βασανίσω, θα τον ταλαιπωρήσω, θα τον δείρω άγρια: «να του πεις πως, αν ξαναπιάσει τ’ όνομά μου στο στόμα του, θα τον χορέψω τσάρλεστον». Από το ότι ο χορός αυτός ήταν πολύ γρήγορος και ως εκ τούτου κουραστικός. Συνών. θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό / θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά / θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα / θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο·
- τον χόρεψε τσάρλεστον, α. του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον ταλαιπώρησε έντονα: «μέχρι να του επιστρέψει τα χρήματα που του χρωστούσε, τον χόρεψε τσάρλεστον». β. τον ξυλοκόπησε άγρια: «όταν τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε τσάρλεστον». Συνών. τον χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε καρσιλαμά / τον χόρεψε σάμπα / τον χόρεψε τσάμικο.

τσερβέλο

τσερβέλο, το, ουσ. [<ιταλ. cervello], το μυαλό, ο νους και ιδ. εύχρ. στη φρ. θα σου φύγει το τσερβέλο ή να σου φύγει το τσερβέλο, θα νιώσεις μεγάλη απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή σύγχυση, θα τρελαθείς: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, να σου φύγει τσερβέλο || είναι τόσο ωραία γυναίκα, που, μόλις τη δεις, θα σου φύγει το τσερβέλο». (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιά μου ένα παιδί, θα σου φύγει το τσερβέλο).   

τσιμεντάρω

τσιμεντάρω, ρ. [<τσιμέντο + κατάλ. -άρω]. 1. επιστρώνω δάπεδο με τσιμέντο: «τσιμεντάρει ένα μέρος της αυλής του, για να παίζουν τα παιδιά του μπάσκετ»·
- θα σε τσιμεντάρω, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δολοφονήσω, θα σε σκοτώσω: «αν δε μου φέρεις μέχρι αύριο τα λεφτά που μου χρωστάς, θα σε τσιμεντάρω». Η φρ. άρχισε να ακούγεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και είναι παρμένη από τα αμερικάνικα γκανγκστερικά έργα, όπου η Μάφια, όταν ήθελε να δολοφονήσει κάποιον και να εξαφανίσει το πτώμα του, έχτιζε τα πόδια του με τσιμέντο μέσα σε ένα ντενεκέ και ύστερα τον πετούσαν σε λίμνη ή σε θάλασσα, γιατί το βάρος του τσιμέντου εμπόδιζε το πτώμα να ανέβει στην επιφάνεια. 

τσουλούφι

τσουλούφι κ. τζουλούφι, το, ουσ. [<τουρκ. zülüf], τούφα μαλλιών, ιδίως αυτή που πέφτει επάνω στο μέτωπο: «όταν χτενίζεται, κάνει πάντα μπροστά ένα τσουλούφι, γιατί νομίζει ότι γίνεται ομορφότερος». (Λαϊκό τραγούδι: το τσουλούφι που σου πέφτει απ’ το μαλλάκι σου και σου κάνει πονηρό το προσωπάκι σου
- θα σου βγάλω το τσουλούφι ή θα σου ξεριζώσω το τσουλούφι, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω άγρια, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν σ’ ακούσω ξανά να βρίζεις τα θεία, θα σου βγάλω το τσουλούφι»·
- του ’βγαλε το τσουλούφι, βλ. φρ. του ξερίζωσε το τσουλούφι·
- του ξερίζωσε το τσουλούφι, τον έδειρε άγρια, τον τιμώρησε σκληρά: «όταν γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι του, ο πατέρας του του ξερίζωσε το τσουλούφι».

υπόψη

υπόψη, επίρρ. [<φρ. υπ’ όψιν], υπόψη. 1. να μην ξεχάσεις, να μην ξεχάσετε: «υπόψη πως αύριο κυκλοφορούν τα ζυγά || υπόψη πως δεν πρέπει ν’ αργήσουμε». 2. ως ουσ. τα υπόψη, αυτά με τα οποία πρέπει κανείς να ασχοληθεί. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βάζω στα υπόψη ή βάζω στα υπόψη μου, βλ. φρ. κρατώ στα υπόψη·
- δεν έχω υπόψη μου (κάποιον ή κάτι), δεν ξέρω, δε γνωρίζω κάποιον ή κάτι: «δεν έχω υπόψη μου αυτόν τον άνθρωπο || δεν έχω υπόψη μου αυτή την υπόθεση»·
- είναι στα υπόψη ή είναι στα υπόψη μου, είναι μέσα στις προθέσεις μου, στις μελλοντικές ενέργειές μου, στις μελλοντικές προτεραιότητές μου: «όλα αυτά που μου λες να κάνω, είναι στα υπόψη μου»·
- έχε το υπόψη σου ή έχε υπόψη σου, να το θυμάσαι, μην τον ξεχάσεις: «έχε υπόψη σου πως το βράδυ θα συναντηθούμε όλοι στο μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: και έχε το υπόψη σου,μανούρι και κανέλα, να μου ξηγιέσαι τίμια, μην κάνω καμιά τρέλα
- έχω στα υπόψη ή έχω στα υπόψη μου, σκέφτομαι, σχεδιάζω, προγραμματίζω πράγματα που θέλω ή που πρέπει να κάνω στο άμεσο μέλλον: «εδώ και καιρό έχω στα υπόψη ένα ταξίδι με τη γυναίκα μου, γιατί τον τελευταίο καιρό την έχω παραμελήσει || έχω στα υπόψη μου ν’ αγοράσω ένα διαμέρισμα, γιατί, όπου να ’ναι, παντρεύεται η κόρη μου»· βλ. φρ. είναι στα υπόψη·
- έχω υπόψη μου, α. σκοπεύω, σκέφτομαι, σχεδιάζω: «έχω υπόψη μου ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο || έχω υπόψη μου να περάσω αύριο απ’ το γραφείο σου». β. έχω στο νου μου, δεν ξεχνώ κάτι, με απασχολεί κάτι: «όση ώρα εσύ μου μιλάς, εγώ έχω υπόψη μου την επιταγή που πρέπει να καλύψω αύριο». γ. έχω στο νου μου κάποιο πρόσωπο, γεγονός ή πράγμα, που θα το χρησιμοποιήσω την κατάλληλη στιγμή, για να ωφεληθώ, ή στην περίπτωση που θα υπάρξει κάποια ανάγκη: «στην περίπτωση που δεχτούν την πρότασή μας, έχω υπόψη μου ένα κόλπο, για να τα κονομήσουμε || αν με στριμώξουν κι αρχίσουν να μ’ εκβιάζουν για το χρέος μου, τότε έχω υπόψη μου ένα άτομο που θα μπορέσει να με ξελασπώσει || αν προσπαθήσει να μας εκβιάσει, έχω υπόψη μου μια βρομοδουλειά του, που, προκειμένου να μην την αποκαλύψω, θα μας αφήσει ήσυχους»· βλ. και φρ. το ’χω υπόψη μου·
- θα το ’χω υπόψη μου, θα το θυμάμαι, δε θα το ξεχάσω: «μη στενοχωριέσαι, θα το ’χω υπόψη μου πως πρέπει να συναντηθούμε το βράδυ»·
- θα ’χω υπόψη μου, θα εκτιμήσω κάτι τη στιγμή που πρέπει, την κατάλληλη στιγμή: «όταν φτάσει ο καιρός των προαγωγών, θα ’χω υπόψη μου τη διαγωγή όλων σας»·
- κρατώ στα υπόψη ή κρατώ στα υπόψη μου, σημειώνω στο μυαλό μου ή σε σημειωματάριο κάτι που δε θέλω να ξεχάσω, γιατί πρέπει να το πραγματοποιήσω σε σύντομο χρονικό διάστημα: «κρατώ στα υπόψη μου ένα σωρό πράγματα και να δούμε πότε θ’ αξιωθώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτά!»·
- παίρνω υπόψη ή παίρνω υπόψη μου, αποδίδω μεγάλη σημασία σε κάτι, το λογαριάζω: «πριν κάνει οτιδήποτε, παίρνει πάντα υπόψη του τη γνώμη του φίλου του»·
- στα υπόψη, βλ. φρ. είναι στα υπόψη·
- το ’χω στα υπόψη ή το ’χω στα υπόψη μου, βλ. φρ. είναι στα υπόψη·
- το ’χω υπόψη μου, το θυμάμαι, δεν το ξεχνώ: «το ’χω υπόψη μου πως το βράδυ θα συναντηθούμε όλοι στο μπαράκι»·
- τον έχω υπόψη μου, τον ξέρω, τον γνωρίζω: «τον έχω υπόψη μου αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε συχνάζαμε στο ίδιο μπαράκι»·
- υπόψη του τάδε, να λάβει γνώση, να ενημερωθεί ο τάδε: «αφού θέλεις να ενημερωθεί αυτός ο άνθρωπος, γράψε έξω απ’ το φάκελο υπόψη του τάδε».

φόρα1

φόρα1, η, ουσ. [<αρχ. φορά <φέρω], γρήγορη κίνηση, ορμή: «τ’ αυτοκίνητο έφυγε με φόρα || τ’ αυτοκίνητο έπεσε με φόρα πάνω στο περίπτερο». (Λαϊκό τραγούδι: και πάτα φρένο, βάσανο, στις φόρες σου, γιατί στο λέω, λόγω τιμής, τρεις θα ’ναι οι ώρες σου!
- βάζω φόρα ή βάζω μια φόρα, α. δίνω ένταση, ιδίως στο τρέξιμό μου: «μόλις τους είδα να ’ρχονται καταπάνω μου, έβαλα φόρα κι εξαφανίστηκα || έβαλα μια φόρα για να τον προλάβω». β. (για αυτοκίνητα ή άλλα τροχοφόρα) αναπτύσσω ταχύτητα: «βάλε λίγη φόρα, γιατί έτσι όπως πάμε θα φτάσουμε του χρόνου στη Θεσσαλονίκη»·
- δίνω φόρα, βλ. συνηθέστ. βάζω φόρα·
- θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν! ή θα πάρεις φόρα και θα μου τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), δεν μπορείς να μου κάνεις εντελώς τίποτα, δε σε φοβάμαι, δε σε υπολογίζω διόλου. Δίνεται ως απάντηση στην απειλή κάποιου πως θα μας κάνει κάποιο κακό: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε σακατέψω στο ξύλο. -Θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- παίρνω φόρα, α. ενεργώ με ένταση και χωρίς διακοπή: «κάθε φορά που του δίνουν το λόγο, παίρνει φόρα και δε σταματάει με τίποτα || συνήθως δουλεύει με τέμπο, αλλά, όταν πάρει φόρα, δεν τον προλαβαίνει κανένας». (Λαϊκό τραγούδι: όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα, ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά). β. ενεργώ ασυγκράτητα, ιδίως μετά από κάποια επιτυχία μου: «κέρδισε μια φορά στο λαχείο και πήρε φόρα ν’ αγοράζει λαχεία». γ. (για αθλητές) παίρνω την απαραίτητη απόσταση, ώστε τρέχοντας να αποκτήσω την κατάλληλη ταχύτητα προκειμένου να επιχειρήσω άλμα ή ρήψη: «ο αθλητής πήρε δεκαπέντε μέτρα φόρα για να πηδήξει στο άλμα τριπλούν || πήρε μεγάλη φόρα, για να ρίξει το ακόντιό του»·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- ρίξ’ το με φόρα ή ρίχ’ το με φόρα ή ρίξ’ τα με φόρα ή ρίχ’ τα με φόρα, προτροπή σε κάποιον να μιλήσει χωρίς να φοβάται: «ρίχ’ το με φόρα αυτό που άκουσες, να ξέρουν ποιος είναι αυτός που υποστηρίζουν! || ρίχ’ τα με φόρα αυτά που άκουσες, να ξέρουν τι κουμάσι είναι ο διευθυντής τους!»·
- του κόβω τη φόρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, βάζω φραγμό στις ενέργειές του που εκδηλώνονται με ορμή και με διαχύσεις, τον βάζω στη θέση του: «μόλις μπήκε μέσα, άρχισε τις χαιρετούρες και τα χαμόγελα, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε τη φόρα και τον έβαλε να καθίσει σε μια γωνιά». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να κάνει επέκταση στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τη φόρα, όταν μου ζήτησε τη γνώμη μου».

φούσκα

φούσκα, η, ουσ. [<μτγν. φούσκα <αρχ. φύσκη], η φούσκα. 1. το μπαλόνι: «ο παππούς μ’ αγόρασε μια κόκκινη φούσκα». 2. πυώδης φυσαλίδα του δέρματος, η φουσκάλα: «όλο το πρωί έσκαβα στον κήπο κι οι παλάμες μου έβγαλαν φούσκες || απ’ το πολύωρο περπάτημα, τα πόδια μου έβγαλαν φούσκες». 3. μεγάλη φυσαλίδα, η μπουρμπουλήθρα: «έριξα μια μεγάλη πέτρα στη θάλασσα και μέχρι να πάει στον πάτο έβγαζε φούσκες». 4. λέγεται για κάτι που προβάλλεται ως σημαντικό και τελικά αποδεικνύεται ασήμαντο: «η κυβέρνηση διαφήμισε έντονα το πολιτιστικό της πρόγραμμα, αλλά όλη η υπόθεση αποδείχτηκε φούσκα». 5. λέγεται για κάτι που είναι ανύπαρκτο: «έκαναν μια εταιρεία φούσκα κι έφαγαν τα λεφτά του κοσμάκη». 6. (για χρηματιστήριο) εταιρεία ή μετοχή της οποίας η αξία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική της τιμή σύμφωνα με τα χρηματοοικονομικά μεγέθη της εταιρίας της: «έδωσε ένα σωρό λεφτά, χωρίς να ρωτήσει έναν ειδικό κι αγόρασε μετοχές φούσκες». Η λ. σε ευρεία χρήση από το 1999-2000, περίοδο της μεγάλης κομπίνας του χρηματιστηρίου στην Ελλάδα. Συνών. φάντασμα (3). 7. η ουροδόχος κύστη. 8α. στον πλ. οι φούσκες, λόγια κενά περιεχομένου, οι αερολογίες, οι καυχησιές: «όταν μιλάει για το γαμπρό του, είναι όλο φούσκες!». β. τα ψέματα: «άσε τις φούσκες και πες μας ακριβώς πώς έγιναν τα πράγματα». Υποκορ. φουσκίτσα, η·
- αδειάζω τη φούσκα μου, κατουρώ: «αν δεν άδειαζα τη φούσκα μου, θα κατουριόμουν απάνω μου»·
- έσκασε σαν φούσκα, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα, λ. σαμπρέλα·
- θα σκάσει η φούσκα μου, βλ. συνηθέστ. θα σπάσει η φούσκα μου·
- θα σπάσει η φούσκα μου, έχω έντονη ανάγκη να κατουρήσω, δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο: «πρέπει να κατουρήσω, γιατί θα σπάσει η φούσκα μου»·
- λέει φούσκες, λέει ανοησίες, ψέματα: «μην τον πιστεύεις, γιατί κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, λέει φούσκες».

φτερό

φτερό, το, ουσ. [<μσν. φτερόν <αρχ. πτερόν], το φτερό. 1. η φτερούγα: «ασυνείδητοι λαθροκυνηγοί χτύπησαν τον αετό στο φτερό». 2. ξεσκονιστήρι καμωμένο από φτερά ή από πούπουλα: «πήρε το φτερό κι άρχισε να ξεσκονίζει τη βιτρίνα του μαγαζιού του». 3. καμπυλωτή προεξοχή της εξωτερικής κατασκευής του αυτοκινήτου ή άλλου δίτροχου, που έρχεται προστατευτικά πάνω από τις ρόδες: «έκανα όπισθεν και χτύπησα το πίσω δεξιό φτερό σ’ ένα δέντρο». 4. εξάρτημα σε μορφή φτερούγας: «τα φτερά του αεροπλάνου». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- ανοίγω τα φτερά μου, βγαίνω από το στενό κύκλο στον οποίο βρισκόμουν και δημιουργούσα, αποκτώ νέα ενδιαφέροντα, έχω νέες επιδιώξεις, ετοιμάζομαι να μπω σε νέο κύκλο, σε νέα δημιουργική φάση: «μόλις έκλεισε τα είκοσί του χρόνια, άφησε τα παιδιαρίσματα κι άνοιξε τα φτερά του για μια πιο δημιουργική ζωή || μόλις τέλειωσε την Ιατρική, άνοιξε τα φτερά του να δημιουργήσει δικό του ιατρείο». (Τραγούδι: μη μου ζητάς να μείνω στα παλιά, μη μ’ απειλείς πως θα το μετανιώσω, αν δεν ανοίξω τώρα τα φτερά, δε θα ’χω πια καρδιά για να σου δώσω
- απλώνω τα φτερά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα φτερά μου·
- βγάζω φτερά, ενηλικιώνομαι και αναλαμβάνω υπεύθυνα τη ζωή μου: «τώρα που έβγαλες φτερά, μπορείς να κάνεις κι εσύ μια δική σου δουλειά». Από την εικόνα του πουλιού που βγάζει φτερά και φεύγει από τη φωλιά του προς αναζήτηση της τροφής του· βλ. και φρ. έβγαλαν φτερά·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, ταχύτατα, αστραπιαία: «φεύγοντας το πρωί ο πατέρας του απ’ το σπίτι ξέχασε την τσάντα του κι έβαλε φτερά στα πόδια του να τον προλάβει να του τη δώσει»·
- έβγαλαν φτερά, (για καταναλωτικά αγαθά ή τρόφιμα) οι τιμές τους ανέβηκαν πάρα πολύ, έγιναν πανάκριβα: «τα καλά ρούχα δεν μπορείς να τ’ αγοράσεις, γιατί έβγαλαν φτερά || οι ντομάτες έβγαλαν φτερά»·
- έγινε φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- δίνω φτερά (σε κάποιον), ενθαρρύνω κάποιον, ανυψώνω το ηθικό κάποιου, για να κάνει κάτι: «μ’ αρέσει να δίνω φτερά στους νέους, για να παλέψουν με θάρρος στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κι αυτός, ίσως μπορέσει μια φορά, να βρει ένα όνειρο, μιαν αγκάλη, ένα απάγκιο, να βρει δυο χέρια, να του δώσουμε φτερά, και τα δυο χείλη για να του δώσουνε κουράγιο
- έκανε φτερά, (για πράγματα) χάθηκε και πιο πιθανό κλάπηκε: «άφησα τον  αναπτήρα μου πάνω στο τραπέζι κι έκανε φτερά χωρίς να το πάρω είδηση»· βλ. και φρ. κάνω φτερά·
- έπεσαν τα φτερά μου ή μου ’πεσαν τα φτερά, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου·
- έχει φτερά στα πόδια του, τρέχει ταχύτατα, αστραπιαία: «όσο και να τον κυνηγάνε, δεν μπορούν να τον πιάσουν, γιατί έχει φτερά στα πόδια του». Αναφορά στο θεό Ερμή της ελληνικής μυθολογίας, που, ως αγγελιοφόρος των ολύμπιων θεών, είχε φτερά στα πόδια του·
- θα βγάλω φτερά, θα κινηθώ ταχύτατα, αστραπιαία: «πες μου τι θέλεις να του πω, και θα βγάλω φτερά, να τον ενημερώσω στη στιγμή»· βλ. και φρ. βγάζω φτερά·
- κάνω φτερά, φεύγω, εξαφανίζομαι ταχύτατα: «να δεις για πότε κάνει φτερά, κάθε φορά που μαθαίνει πως έρχονται οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν!». (Λαϊκό τραγούδι: βίβα, τα φαρμάκια που ’ταν στοίβα, ποτηράκι ποτηράκι λες και κάνανε φτερά)· βλ. και φρ. έκανε φτερά·
- κατηγορία φτερού, α. ο πολύ αδύνατος άνθρωπος: «ενώ είναι κατηγορία φτερού, θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα». β. η κατώτατη κατηγορία στην οποία κατατάσσονται οι πυγμάχοι και οι παλαιστές ανάλογα με το βάρος τους: «είναι πρωταθλητής του μποξ στην κατηγορία φτερού». Η ανώτατη κατηγορία λέγεται βαρέων βαρών·
- κόπηκαν τα φτερά μου ή μου κόπηκαν τα φτερά, αποθαρρύνθηκα, απογοητεύτηκα, έχασα το ηθικό μου, την ορμή μου, το θάρρος μου: «όταν ήμουν νέος ξεκίνησα με πολλά όνειρα στη ζωή, αλλά στην πορεία μου κόπηκαν τα φτερά απ’ την κακία του κόσμου και κλείστηκα στο καβούκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: έριξα ζάρια κι έχασα, κοπήκαν τα φτερά μου, με πνίγει το παράπονο, που έχω στην καρδιά μου
- μάζεψα τα φτερά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου·
- με σπασμένα τα φτερά ή με σπασμένα φτερά, με πεσμένο ηθικό, αποθαρρυμένος, απογοητευμένος: «μετά τη χρεοκοπία του ξεκίνησε νέα δουλειά, αλλά με σπασμένα φτερά δεν τον βλέπω ν’ αντέχει για πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: με σπασμένα τα φτερά όλα τα ’βλεπα θολά στη μεγάλη ερημιά μου, ώσπου έφτασες εσύ, ηλιαχτίδα μου χρυσή, και μου πήρες την καρδιά μου // κουράστηκα να περπατώ και να ρωτώ για σένα, με πληγωμένα γόνατα και με φτερά σπασμένα
- μου ’κοψε τα φτερά, με αποθάρρυνε, με απογοήτευσε και εγκατέλειψα κάποια προσπάθειά μου: «ήθελα να κάνω μια δουλειά, αλλά μου ’κοψε τα φτερά μ’ αυτά που μου είπε, και τα παράτησα». (Λαϊκό τραγούδι: μα ένα χέρι λατρεμένο ένα χέρι λατρευτό, μου τα κόβει τα φτερά μου για να μην ψηλά πετώ
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- πετώ με τα φτερά της ελπίδας, είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος πως θα πετύχω, πως θα κατορθώσω αυτό που επιδιώκω: «όσο ήμουν νέος, πετούσα με τα φτερά της ελπίδας, αργότερα όμως κατάλαβα πόσο σκληρή και δύσκολη είναι η ζωή»·
- πετώ με τα φτερά της νίκης, βλ. φρ. πετώ με τα φτερά του νικητή·
- πετώ με τα φτερά της νιότης, νιώθω δυνατός, συμπεριφέρομαι ορμητικά, γιατί λόγω του νεαρού της ηλικίας μου πιστεύω πως για μένα είναι όλα κατορθωτά: «προσπάθησε τώρα, που πετάς με τα φτερά της νιότης, να φτιάξεις τις βάσεις για το μέλλον σου»·
- πετώ με τα φτερά της φαντασίας, ονειρεύομαι, ονειροπολώ: «ποιος ξέρει πού πετάει πάλι με τα φτερά της φαντασίας κι έχει αυτό το ευτυχισμένο ύφος στο πρόσωπό του!»·
- πετώ με τα φτερά του νικητή, συμπεριφέρομαι με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσω, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «η ομάδα μας μέσα στο γήπεδο πετούσε με τα φτερά του νικητή || μετά τη νίκη ο αρχηγός της ομάδας μας μίλησε στους δημοσιογράφους με τα φτερά του νικητή»·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- στο φτερό, α. πάρα πολύ γρήγορα: «ξύπνησε αργά, γι’ αυτό έφαγε στο φτερό κι έφυγε στη δουλειά του». β. στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό. Τα ελάφια όταν σκύβουν για νερό
- τα κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, βλ. λ. ψάρι·
- το κάνω φύλλο και φτερό, (ειδικά για βιβλίο), βλ. λ. φύλλο·
- τον κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- του δίνω φτερά να πετάξει, τον ενθαρρύνω, του δίνω τα εφόδια για να πετύχει στη ζωή του: «πέτυχε στη ζωή του, γιατί ο πατέρας του, με τη δουλειά που του άφησε, του ’δωσε φτερά να πετάξει». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερα πως εσύ θα μου ’δινες τόση χαρά αν ήξερα πως εσύ θα μου έδινες φτερά να πετάξω, δεν θα γύριζα ποτέ στη ζωή μου καμιά να κοιτάξω)·   
- του κόβω τα φτερά, του κόβω την ορμή, την αισιοδοξία, τον αποθαρρύνω σε κάποια προσπάθειά του, τον αποκαρδιώνω: «μόλις δει κάποιον νέο να θέλει να κάνει τολμηρά ανοίγματα στη ζωή του, έχει τη μανία να του κόβει τα φτερά»·
- του ψαλιδίζω τα φτερά, βλ. φρ. του κόβω τα φτερά·
- τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «κάθε φορά που περνάει βραδιάτικα έξω από νεκροταφείο, τρέμει σαν φτερό». β. κρυώνει πάρα πολύ: «έκανε τόσο κρύο που έτρεμε σαν το φτερό». (Λαϊκό τραγούδι: μπάτε κορίτσια στο χορό κι αφήστε με μονάχη. Κόπηκα σαν το στάχυ και τρέμω σαν φτερό. Μπάτε κορίτσια στο χορό. Έχασα αυτόν που καρτερώ). Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο / τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι·
- φτερό στον άνεμο, α. άνθρωπος με πολύ άστατο χαρακτήρα: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι φτερό στον άνεμο και θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο χωρίς να το καταλάβεις». (Τραγούδι: φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει, σκέψη αλλάζει, μα δεν τη νοιάζει). β. άνθρωπος διαλυμένος ψυχικά, χωρίς μόνιμη στέγη: «μετά το χωρισμό του είναι φτερό στον άνεμο κι έχασε την προσωπικότητά του». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το φτερό στον άνεμο στο δρόμο τον παράνομο
- ψαλιδίστηκαν τα φτερά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου.      

φτιάχνω

φτιάχνω κ. φκιάχνω κ. φτιάνω κ. φκιάνω, ρ. [<μσν. εὐθειάζω (=  διορθώνω)], φτιάχνω. 1. κατασκευάζω: «αυτό το εργοστάσιο φτιάχνει ηλεκτρικές κουζίνες». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήτανε ο Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς που ’φτιαξε τ’ αλογάκι, τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη). 2. δημιουργώ: «ποιος έφτιαξε αυτόν τον πίνακα:». 3. τακτοποιώ: «κάθε πρωί, μόλις ξυπνώ, φτιάχνω το κρεβάτι μου». 4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι: «όταν μένει στο σπίτι, όλο και κάτι φτιάχνει, για να περνάει η ώρα του». 5. ετοιμάζω κάτι: «μόλις ήρθε ο φίλος του, τον έβαλε να καθίσει στο μπαλκόνι κι αυτός μπήκε στην κουζίνα να φτιάξει ένα ουζάκι || η μητέρα φτιάχνει το τραπέζι για να φάμε». 6. παρασκευάζω κάτι: «έφτιαξε μια σπανακόπιτα η μάνα μου, που είναι να γλείφεις και τα δάχτυλά σου!». 7. διορθώνω, επιδιορθώνω, επισκευάζω: «κάλεσα έναν υδραυλικό για να φτιάξει τη βρύση που στάζει». (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, βλ. λ. γουρούνι·
- θα σε φτιάξω! απειλή για τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε φτιάξω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εγώ·
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με φτιάχνει (κάποιος ή κάτι), με κάνει να νιώθω καλύτερα, πιο όμορφα, πιο ευχάριστα, μου προκαλεί ευθυμία: «όταν είμαι πεσμένος, μόνο ο τάδε με φτιάχνει, γιατί είναι πολύ ευχάριστος άνθρωπος || όταν ακούω το τάδε τραγούδι, με φτιάχνει, γιατί έχει ωραίο ρυθμό»·
- μου την έφτιαξε, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε, με κορόιδεψε: «μου την έφτιαξε χωρίς να πάρω μυρουδιά, και μου ’φαγε ένα σωρό λεφτά»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου φτιάχνει το κέφι, βλ. λ. κέφι·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
- ξύνω κοιλιές και φτιάχνω φανάρια, βλ. λ. κοιλιά·
- τα φτιάχνω, α. (και για τα δυο φύλα) συνάπτω ερωτικό δεσμό, ερωτική σχέση: «αυτή η γυναίκα μ’ αρέσει πολύ και θέλω να τα φτιάξω μαζί της || την πολιορκούσα καιρό, ώσπου στο τέλος τα φτιάξαμε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’κανες ζημιά μεγάλη κι όμως δεν τα φτιάχνω μ’ άλλη). β. συμφιλιώνομαι με κάποιον με τον οποίο ήμουν μαλωμένος, μονοιάζω: «μόλις τον συναντήσω, θα τα φτιάξω μαζί του, γιατί είναι μεγάλη ηλιθιότητα να ’μαστε μαλωμένοι»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τι φτιάχνεις; ή τι φτιάχνουμε; πώς είσαι, πώς πας, πώς τα περνάς. Ο πλ. και όταν το άτομο απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο· βλ. και φρ. τι κάνεις; λ. κάνω·
- το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά, βλ. λ. πουλί·
- τον έφτιαξα, α. τον βοήθησα να πετύχει στη ζωή του: «τώρα που έγινε μεγάλος και τρανός, κάνει πως δε μας ξέρει και ξεχνάει πως εγώ τον έφτιαξα». β. τον επανέφερα στο σωστό δρόμο: «ήταν μεγάλος αλήτης, αλλά αυτή η γυναίκα τον έφτιαξε». (Λαϊκό τραγούδι: μη θέλεις να με φτιάξεις, γιατί ’ναι πια αργά, κάποια βαριά κατάρα όλο με κυνηγά). γ. τον μέθυσα από ποτό ή από ναρκωτικό: «τον κέρασα δυο τρία ποτηράκια και τον έφτιαξα || τον έφτιαξα μ’ ένα τσιγαρλίκι». δ. τον έντυσα με καινούρια ρούχα, τον καλλώπισα: «επειδή δεν είχε ρούχα της προκοπής, τον πήγα στα μαγαζιά και τον έφτιαξα». ε. τον τιμώρησα, ιδίως με ξυλοδαρμό: «μόλις ο γιος μου γύρισε στο σπίτι, τον έφτιαξα για τις βλακείες που έκανε»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του φτιάχνω τη δουλειά, βλ. δουλειά·
- του φτιάχνω το κέφι, βλ. λ. κέφι·
- τους τα ’φτιαξα, α. (για ζευγάρια) βρήκα τον τρόπο, μεσολάβησα, βοήθησα, ώστε να συνάψουν ερωτικό δεσμό, ερωτική σχέση: «επειδή ήξερα πως αγαπούσε ο ένας τον άλλον, αλλά δίσταζαν να το εξομολογηθούν, τους τα ’φτιαξα και τώρα ζούνε ευτυχισμένοι». β. βρήκα τρόπο να τους κάνω να μονοιάσουν, μεσολάβησα, για να μονοιάσουν: «ήταν ανόητο να χαλάσουν το σπίτι τους για μια βλακεία, γι’ αυτό τους τα ’φτιαξα πάλι»·
- φτιάχνει αγγέλους, βλ. λ. άγγελος·
- φτιάχνω επιδερμίδα, βλ. λ. επιδερμίδα·
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- φτιάχνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- φτιάχνω όνομα, βλ. λ. όνομα·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- φτιάχνω τη σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα.

φως

φως, το, ουσ. [<αρχ. φῶς], το φως. 1. η όραση: «μόνο όποιος δεν έχει το φως του, μπορεί να νιώσει τη ζωή των τυφλών». 2. το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγει φωτισμό: «δεν έχουμε φως στο σπίτι, γιατί έχει κάποια βλάβη η Δ.Ε.Η.». 3. (στη γλώσσα της αργό) τα χρήματα: «μιλάει όλο για επιχειρήσεις, αλλά φως ακόμα δεν είδα». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο πωλητής ναρκωτικών: «μόλις έρθει το φως, φώναξέ με». 5α. στον πλ. τα φώτα, οι γνώσεις που διαθέτει κάποιος, η σοφία: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα καταφεύγω στα φώτα του τάδε». β. οι φανοί των αυτοκινήτων: «έβαλε μπρος και ξεκίνησε με τα φώτα σβηστά». 6. τα Φώτα, η γιορτή των Θεοφανίων, τα Θεοφάνια: «τα Θεοφάνια τιμά η εκκλησία τη βάφτιση του Χριστού». (Κάλαντα: σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες και αγιασμοί). Υποκορ. φωτάκι κ. φωσάκι, το. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- αδυνάτισε το φως μου, ελαττώθηκε η όρασή μου, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: «τον τελευταίο καιρό έχω αντιληφθεί πως ελαττώθηκε το φως μου, γι’ αυτό πρέπει να πάω πάλι στον οφθαλμίατρό μου»·
- ανάβω (το) πράσινο φως, βλ. φρ. δίνω (το) πράσινο φως·
- ανάβω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να παραχθεί φωτισμός: «μόλις μπήκε στο δωμάτιό του, άναψε το φως»·
- ανοίγω το φως, βλ. φρ. ανάβω το φως·
- βγάζω στο φως (κάτι), κάνω γνωστό, αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ κάτι που είναι άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «απειλεί να βγάλει στο φως όλες τις παρανομίες του διευθυντή του»· βλ. και φρ. φέρνω στο φως (κάτι)·
- βγήκε στο φως (κάτι), έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, δημοσιοποιήθηκε από κάποιον κάτι που ήταν άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «μετά τον τελευταίο έλεγχο στα οικονομικά της επιχείρησης, βγήκε στο φως η κατάχρηση του διευθυντή»· 
- βλέπω φως, ελπίζω, αισιοδοξώ πως στο εξής θα εξελιχθούν όλα ομαλά, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον: «τώρα που σταμάτησαν οι απεργίες και οι διάφορες καταλήψεις, αρχίζω να βλέπω φως για τη δουλειά μου || τώρα που έπεσε ο πληθωρισμός, ίσως δούμε φως κι εμείς οι φτωχοί»·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, αισιοδοξώ πως μετά από περίοδο δυσκολιών, θα καλυτερέψουν τα οικονομικά μου: «τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα και υπάρχει κοινωνική γαλήνη, βλέπω φως στο βάθος του τούνελ»·
- δε βλέπω φως, α. δεν υπάρχει ελπίδα πως θα καλυτερέψουν τα πράγματα, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον, δεν υπάρχει διέξοδο: «έχω ένα σωρό υποχρεώσεις στο τέλος του μηνός και δε βλέπω φως από πουθενά || μ’ αυτή την κυβέρνηση δε βλέπω φως για κάτι καλύτερο». β. δε βλέπω κάποια κίνηση, κάποια ενέργεια, κάποια απτή απόδειξη από κάποιον, που να εξυπηρετεί τις ανάγκες μου ή αυτό που με ενδιαφέρει: «λες πως θα με βοηθήσεις, αλλά μέχρι τώρα δε βλέπω φως»·
- δείχνω φως, (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου στο καρέ για να μπω στο παιχνίδι: «δεν μπαίνει κανείς στο παιχνίδι, αν πρώτα δε δείξει φως». Συνών. σκάω μύτη (β)·
- δίνω τα φώτα μου, προσφέρω σε κάποιον ή σε κάποιους τις γνώσεις μου, τη σοφία μου: «οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν τα φώτα τους σε όλη την ανθρωπότητα»·
- δίνω (το) πράσινο φως, επιτρέπω σε κάποιον να αρχίσει ελεύθερα μια ενέργεια ή μια διαδικασία: «ποιος σου ’δωσε το πράσινο φως να μεταφέρεις αυτά τα πράγματα απ’ το υπόγειο στο ισόγειο; || η Κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στις εφορίες για την είσπραξη των φόρων». Συνών. δίνω το ελεύθερο να(…)·     
- είδα το φως, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Εβραίικο τραγούδι: είμαι απ’ το Ρεζή Βαρδάρι, τον παλιό συνοικισμό. Εβραιόπουλα λεβέντες είδαμε εκεί το φως. Το φωνάζω το καυχιέμαι: “Είμαι Θεσσαλονικιός. Και θα είμαι ως το τέλος γνήσιος και πιστός Ρωμιός”)·
- είδα το φως της ζωής, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ την ώρα που υπάρχω κι είδα της ζωής το φως,το σταυρό του μαρτυρίου κουβαλάω συνεχώς
- είδα το φως της ημέρας, γεννήθηκα: «είδα το φως της ημέρας στις 18 Αυγούστου του 1943»· βλ. και φρ. είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας·
- είδα το φως μου, α. μου προέκυψε περίπτωση που αποδείχτηκε πολύ συμφέρουσα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, είδα το φως μου, γιατί είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος». β. μου έτυχε κάτι που με απάλλαξε από τις δυσκολίες: «ευτυχώς που μ’ έπεσε το λαχείο κι είδα το φως μου»·
- είδα φως, απαλλάχτηκα από τις δυσκολίες μου: «ευτυχώς που με βοήθησε ο φίλος μου μ’ ένα σημαντικό ποσό κι είδα φως»·
- είδα φως και μέρα, βλ. συνηθέστ. είδα το φως μου·
- είδα φως και μπήκα, α. (στη νεοαργκό) έκφραση με την οποία δικαιολογείται κάποιος που μπαίνει απρόσκλητος σε ένα χώρο, όπου παρατηρείται κάποια ζωηρή κίνηση: «εσύ πώς από δω; -Είδα φως και μπήκα». β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε άγνοια ή προσποιούμαστε άγνοια για κάτι: «ξέρεις εσύ τίποτα για την υπόθεση; -Όχι, ρε παιδιά, είδα φως και μπήκα». Από την εικόνα του ατόμου που από περιέργεια μπαίνει σε ένα φωτισμένο χώρο·
- είδα φως κι ανέβηκα, βλ. φρ. είδα φως και μπήκα·
- είδε το φως της δημοσιότητας, (για δημοσιεύματα ή άλλη είδη γραπτού λόγου) δημοσιεύτηκε, εκδόθηκε, κυκλοφόρησε: «έδωσα το κείμενό μου στην εφημερίδα και είδε το φως της δημοσιότητας μετά από δυο βδομάδες || μετά το θάνατο του συγγραφέα, είδαν το φως της δημοσιότητας δυο ακόμη έργα του»·   
- είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας, α. ήρθε στην επιφάνεια, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε: «μετά από καιρό ήρθε στο φως η λοβιτούρα που είχε κάνει με το διευθυντή του». β. (για δημοσιεύματα ή άλλα είδη γραπτού λόγου),  βλ. συνηθέστ. είδε το φως της δημοσιότητας·
- είναι έτη φωτός μπροστά, βλ. λ. έτος·
- είναι το φως μου, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου: «αυτή η γυναίκα είναι το φως μου». (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατ’ είναι βλέπεις ο άνθρωπος μου
- είναι φως φανάρι, είναι ολοφάνερο, εντελώς ξεκάθαρο: «απ’ ό,τι μου λες, είναι φως φανάρι πως επιδιώκει να σε βάλει στο χέρι»·
- έχω τα φώτα, έχω τις απαιτούμενες γνώσεις σε κάτι: «για πες μου εσύ που είσαι γιατρός κι έχεις τα φώτα, υπάρχει ιατρικά τρόπος να κόψει κανείς το τσιγάρο;»·
- η πόλη του φωτός, βλ. λ. πόλη·
- ήρθε στο φως, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε: «κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ήρθαν στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματος»·
- ήχος και φως, βλ. λ. ήχος·
- θα σου αλλάξω τα φώτα, α. (απειλητικά) θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «απ’ ό,τι βλέπω, καλόμαθες στην τεμπελιά, αλλά, αν σε πάρω στη δουλειά μου, θα σου αλλάξω τα φώτα». β. θα σε δείρω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε κατανικήσω: «αν τολμήσεις να παλέψεις μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα || αν αποφασίσεις να παίξεις τάβλι μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα»·
- ίδωμεν το φως το αληθινό(ν), έκφραση ικανοποίησης, όταν επιτέλους βλέπουμε ή μας συμβαίνει κάτι που επιθυμούσαμε πάρα πολύ. Από το εκκλησιαστικό: ἴδωμεν τό φῶς τό ἀληθινόν ἐλάβωμεν πνεῦμα ἐπουράνιον(…)·
- κλείνω το φως, βλ. φρ. σβήνω το φως·
- κόβω το φως, (ειδικά για τη Δ.Ε.Η.) διακόπτω την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό κι η Δ.Ε.Η. έκοψε το φως στο σπίτι μου»·
- κόπηκε το φως, σταμάτησε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος που παράγει φωτισμό: «κόπηκε το φως σ’ όλο το τετράγωνο, γιατί η Δ.Ε.Η. κάνει κάτι έργα»·
- λούζομαι στο φως, βρίσκομαι σε περιβάλλον, σε χώρο που υπάρχει άπλετος φωτισμός: «μόλις άναψαν οι πολυέλαιοι, η αίθουσα λούστηκε στο φως || μόλις άνοιξα τα παράθυρα, το δωμάτιό μου λούστηκε στο φως του ήλιου»·
- μ’ άναψε (το) πράσινο φως, μου επέτρεψε, μου έδωσε το ελεύθερο να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο ενεργώ: «μόλις μ’ άναψε το πράσινο φως ο διευθυντής μου, πραγματοποίησα τις προσλήψεις που είχαν εξαγγελθεί»·
- μου άλλαξε τα φώτα, α. με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, με κατανίκησε: «δεν ξαναμαλώνω μαζί του, γιατί την προηγούμενη φορά, που μάλωσα, μου άλλαξε τα φώτα». β. (και για τα δυο φύλα) με εξουθένωσε κατά την ερωτική πράξη: «ήταν τόσο λυσσάρα αυτή η γυναίκα, που μου άλλαξε τα φώτα». Συνών. μου άλλαξε τα πετρέλαια· 
- μου ’δωσε (το) πράσινο φως, βλ. φρ. μ’ άναψε (το) πράσινο φως·
- μου ’κοψαν το φως, διέκοψαν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο σπίτι μου από τη Δ.Ε.Η., επειδή δεν πλήρωσα το λογαριασμό: «μου ’κοψαν το φως, επειδή ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό». (Τραγούδι: μας κόψαν απόψε το φως, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, γιατί μας κόψαν απόψε το φως
- παίρνω (το) πράσινο φως, παίρνω την άδεια ή την εντολή από κάποιον να ενεργήσω ελεύθερα ή όπως από τα πριν είχε συμφωνηθεί: «μόλις πήρα το πράσινο φως απ’ το διευθυντή μου, άρχισα τις προσλήψεις»·  
- πλημμυρίζω στο φως, βλ. φρ. λούζομαι στο φως·
- πληρώνω το φως, πληρώνω στη Δ.Ε.Η. το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος που έχω καταναλώσει: «πρέπει να περάσω κι απ’ τη Δ.Ε.Η. να πληρώσω το φως, για να μη μου το κόψουν»·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! λέγεται στην περίπτωση που μας προτείνει κάποιος κάτι που το επιθυμούμε ή που μας είναι χρήσιμο ή ωφέλιμο και είναι αυτονόητο πως θα δεχτούμε αυτή την προσφορά: «θα ’θελες να σου δώσω ένα αυτοκίνητο; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του! || θα ’θελες να πας μ’ αυτή την ωραία γυναίκα; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του»·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. φρ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ρίχνω (άπλετο) φως (ιδίως σε κάποια υπόθεση), παρέχω (σωρεία) στοιχείων και τη διαφωτίζω, τη διευκρινίζω (εντελώς): «η κατάθεση του μάρτυρα κατά την ακροαματική διαδικασία, έριξε άπλετο φως στην υπόθεση»·
- σβήνω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να πάψει να φωτίζει η λάμπα: «καθώς έβγαινε απ’ το δωμάτιό του, έσβησε το φως»·
- στο φως μου! (ενν. ορκίζομαι) όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον με την έννοια να τυφλωθώ, αν λέω ψέματα: «στο φως μου, τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς στα λέω!»·
- της αλλάζω τα φώτα, την εξουθενώνω από τη συνεχή επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα και της άλλαξα τα φώτα». (Λαϊκό τραγούδι: κουκουρίκο κοκοκό, κοκοκό κάνει η κάτα, την τραβούσε με το ζόρι και της άλλαζε τα φώτα!). Συνών. της αλλάζω τα πετρέλαια·
- το άγιο φως, το φως που δίνει ο ιερέας στους πιστούς την Ανάσταση, το αναστάσιμο φως: «με το δεύτε λάβετε φως, οι πιστοί πήραν το άγιο φως απ’ το χέρι του παπά, που στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη»·
- του αλλάζω τα φώτα, α. τον καταταλαιπωρώ, τον καταβασανίζω, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον πήρα για βοήθεια στη μετακόμιση που έκανα, και του άλλαξα τα φώτα || τον έπιασε στα χέρια του κι όπως ήταν αγριεμένος, του άλλαξε τα φώτα || παίξαμε τάβλι και του άλλαξα τα φώτα». β. (για μηχανήματα ή πράγματα) το καταστρέφω εντελώς: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα, κι αυτός του άλλαξε τα φώτα || μαζεύτηκαν όλοι οι φίλοι του γιου μου στο σαλόνι και του άλλαξαν τα φώτα». Συνών. του αλλάζω τα πετρέλαια·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’δωσα μια (ενν. γροθιά, καρπαζιά, κλοτσιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα) και του άλλαξα τα φώτα, τον χτύπησα πάρα πολύ δυνατά: «του ’δωσα μια μπουνιά και του άλλαξα τα φώτα»·
- φέρνω στο φως, βλ. συνηθέστ. φέρνω στη ζωή, λ. ζωή·
- φέρνω στο φως (κάτι), αποκαλύπτω, φανερώνω: «η σκαπάνη του Ανδρόνικου έφερε στο φως τον τάφο του Φιλίππου». Συνών. φέρνω στην επιφάνεια (κάτι)· βλ. και φρ. βγάζω στο φως (κάτι)·
- φως μου! προσφώνηση λατρείας σε αγαπημένο πρόσωπο: «τι θέλεις να σου φέρω, φως μου, απ’ την αγορά;». (Λαϊκό τραγούδι: γλύκα μου και φως μου, το φιλί δώσ’ μου, μη με τυραννάς, πες πως μ’ αγαπάς, αχ δε με πονάς
- χάνω το φως μου, α. τυφλώνομαι: «έχασε το φως του από μια σπάνια αρρώστια». β. παθαίνω σκοτοδίνη, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχομαι στο πρόσωπο ή στο κεφάλι: «έφαγα τέτοιο χαστούκι, που έχασα το φως μου || μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι και για ένα διάστημα είχα χάσει το φως μου». γ. χάνω κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, είτε γιατί πέθανε είτε γιατί με εγκατέλειψε: «έχασα τη γυναίκα μου κι έχασα το φως μου»·
- χύνω (άπλετο) φως (ιδίως σε υπόθεση), βλ. φρ. ρίχνω (άπλετο) φως.

φωτιά

φωτιά, η, ουσ. [<μσν. φωτιά <μτγν. φωτία <αρχ. φῶς], η φωτιά. 1. η πυρκαγιά, ο εμπρησμός: «μετά τις φωτιές του καλοκαιριού έμειναν λιγότερα τα δάση στην πατρίδα μας». 2. ένοπλη σύγκρουση, πολεμική μάχη: «τα παλικάρια με την ιαχή “αέρααα!” έπεσαν στη φωτιά». 3. ο αναπτήρας, τα σπίρτα ως μέσο να ανάψει κανείς κάτι: «δώσε μου τη φωτιά σου ν’ ανάψω το τσιγάρο μου || έχεις φωτιά ν’ ανάψουμε τα προσανάμματα;». 4. (Λαϊκό τραγούδι: άναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες την καρδιά). 5. έντονος ερωτικός πόθος: «έχει τέτοια φωτιά γι’ αυτή τη γυναίκα, που, αν δεν την παντρευτεί, θα πεθάνει». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σβήσεις τη φωτιά, τον πόνο μου να γειάνεις, Σαμιώτισσα μικρούλα μου, γιατί θα με πεθάνεις). 6. (για ποτά) πολύ δυνατό: «μην πιεις τσικουδιά, γιατί είναι φωτιά». 7. οτιδήποτε ενοχοποιεί σοβαρά κάποιον: «μετά από συντονισμένες  έρευνες βρέθηκε η ατζέντα φωτιά, όπου είχε καταχωρημένες όλες τις παράνομες προμήθειες». Υποκορ. φωτίτσα, η. (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- ανάβω φωτιά ή ανάβω φωτιές, α. (και για τα δυο φύλα) προκαλώ τον ερωτικό πόθο σε κάποιον: «όπου και να πάει αυτή η γυναίκα, ανάβει φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: αχ Μουσταφά, αχ Μουσταφά, εσύ μου άναψες φωτιά). Συνών. ανάβω καρδιές. β. δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί, όπου και να πάμε, ανάβει φωτιές κι ύστερα κάθεται και κάνει χάζι». Συνών. ανάβω δαδί / ανάβω καντήλα / ανάβω λάμπα / ανάβω λαμπάδα / ανάβω φιτίλια / ανάβω φόκο·
- αρπάζει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζω φωτιά, βλ. φρ. παίρνω φωτιά·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω φωτιά, πυρπολώ: «πήγε ένα βράδυ κι έβαλε φωτιά στο σπίτι του ανταγωνιστή του για να τον εκδικηθεί». (Λαϊκό τραγούδι: με τη ντάμα με το ρήγα κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά σου ’χα φτιάξει ένα σπιτάκι αλλά του ’βαλες φωτιά)· βλ. και φρ. ανάβω φωτιά·
- βάζω φωτιά στα τόπια, βλ. λ. τόπι·
- βγάζει φωτιά ή βγάζει φωτιές (κάτι), α. χρησιμοποιώ έντονα και με δύναμη κάτι: «τα σπαθιά των υπερασπιστών της πόλης έβγαζαν φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να βγάζει φωτιά και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια ομορφούλα αγκαλιά). β. είναι πάρα πολύ ζεστό, ζεματάει: «κάνε λίγο υπομονή, γιατί μόλις κατέβασα το φαγητό απ’ το μάτι κι ακόμη βγάζει φωτιά»·
- βγάζει φωτιές (κάποιος), βλ. φρ. βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. φρ. βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, έχει μεγάλη ενεργητικότητα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «όσες δουλειές και να του αναθέσεις, τις διεκπεραιώνει όλες, γιατί είναι άνθρωπος που βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του»·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, είναι στο πόδι συνεχώς, γιατί πρέπει να τελειώσει πολλές και επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «βγάζει φωτιές ο κώλος του, γιατί τρέχει να καλύψει κάτι υποχρεώσεις του || αυτές τις μέρες βγάζει φωτιές ο κώλος του, γιατί σε μια βδομάδα παντρεύει την κόρη του»·
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι· 
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. κάστανο·
- γίνομαι φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- δε βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. πόδι·
- δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. δεν παίρνει εύκολα φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, δεν καταλαβαίνει εύκολα αυτό που του λέμε ή τις υποδείξεις που του κάνουμε για κάτι, δεν είναι εύστροφος, δεν παίρνει εύκολα μπρος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές, για να το καταλάβει, γιατί δεν παίρνει εύκολα φωτιά ο φουκαράς!»·
- δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ.τρελός·
- είναι φωτιά, α. είναι πανέξυπνος: «έχω πάρει έναν πιτσιρικά για τις εξωτερικές δουλειές του γραφείου που είναι φωτιά ο άτιμος!». β. (ειρωνικά) λέγεται και με την αντίθετη εντελώς σημασία: «πρέπει να του πεις πολλές φορές κάτι, για να καταλάβει, γιατί είναι φωτιά ο αφιλότιμος!»·
- είναι φωτιά (κάποιος εναντίον κάποιου), είναι πολύ εκνευρισμένος με κάποιον, βάλλει με μανία εναντίον κάποιου: «είναι φωτιά με το γιο του, γιατί είναι η τρίτη φορά που δίνει εξετάσεις και δεν περνάει στο πανεπιστήμιο || είναι φωτιά με τον τάδε υπάλληλό του, γιατί έστειλε λάθος παραγγελία»·
- είναι φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- είναι φωτιά παραχωμένη, είναι πολύ κακός και ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι φωτιά παραχωμένη και δε θα καταλάβεις για πότε θα σου τη φέρει». Από ότι πολλές φορές μέσα στη στάχτη υπάρχουν κάρβουνα αναμμένα που καίνε το άτομο που τη σκαλίζει ανύποπτο·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, προκλήθηκαν πολύ μεγάλες καταστροφές, ιδίως σε περίοδο πολέμου: «στον εμφύλιο πόλεμο έπεσε φωτιά και τσεκούρι κι απ’ τις δυο παρατάξεις». (Λαϊκό τραγούδι: το Βελιγκέκα σαν χτυπούσε, χτυπούσε όλη την Τουρκιά, πάντα το Χάρο αψηφούσε, ρε σεις, τσεκούρι και φωτιά να πάρουμε τη λευτεριά
- έχω μεγάλη φωτιά ή έχω φωτιά μεγάλη, έχω μεγάλο ερωτικό πόθο: «έχω μεγάλη φωτιά γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι κι εγώ αγάπησα κι έχω φωτιά μεγάλη· καημούς που δεν περίμενα, μου ’ρθανε στο κεφάλι). Πολλές φορές, αναφέρεται και το σημείο εκείνο που έχει κανείς τη φωτιά και που είναι η καρδιά ή τα στήθια. (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρεις πως την αγαπώ κι έχω φωτιά στα στήθια κι ας μη πιστεύεις πως εγώ την αγαπώ στ’ αλήθεια)·   
- έχω φωτιά στην καρδιά μου, έχω ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που την είδα, έχω φωτιά στην καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτά τα μάτια τα γλυκά και κοραλλένια χείλη μες στην καρδιά μου έχω φωτιά, πες μου τι θ’ απογίνει;
- η αγορά είναι φωτιά, βλ. λ. αγορά·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! στερεότυπη έκφραση των ηλικιωμένων, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με την ελεύθερη αντίληψη και συμπεριφορά που έχουν σήμερα οι νέοι για τη ζωή: «θα πέσει φωτιά να μας κάψει, παλιόπαιδα, που φιλιέστε μέσ’ στη μέση του δρόμου!»·  
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! επιτιμητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται έξω από τα κοινά και παραδεγμένα: «θα πέσει φωτιά να σε κάψει, αν εγκαταλείψεις γέρους γονείς για ένα παλιογύναικο του δρόμου!»·
- κόκκινο της φωτιάς ή κόκκινο φωτιάς, πολύ έντονο κόκκινο χρώμα: «φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο της φωτιάς»·
- κολλάω τις φωτιές, (στη γλώσσα της αργκό) ανάβω τον αργιλέ: «έχει πάρει ένα τσιμπούκ ογλάν στον τεκέ του να κολλάει τις φωτιές για τους μερακλήδες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αρέσει να ’μαι χασικλού, αμάν να πίνω στους τεκέδες και να κολλάω τις φωτιές σ’ όλους τους αργιλέδες
- μ’ άναψε μεγάλη φωτιά, α. μου προξένησε πολύ σοβαρό πρόβλημα: «μ’ άναψε μεγάλη φωτιά μ’ αυτό το πείσμα του να μην υπογράψει το συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: φωτιά μεγάλη μ’ άναψες, βρε άτιμη γυναίκα, μόλις βγω απ’ τα σίδερα, θα σφάξω άλλους δέκα). β. λέγεται και για ερωτικό πόθο·
- μ’ άναψε φωτιά ή μ’ άναψε φωτιές, α. (και για τα δυο φύλα) μου προκάλεσε ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τι φωτιά που μου άναψες, τι φωτιά, έκαψες τη φτωχούλα μου την καρδιά). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λάβρα. β. μου προξένησε σοβαρό πρόβλημα: «όταν τον ρώτησε η γυναίκα μου αν ήμασταν μαζί χτες το βράδυ, της είπε όχι, ο βλάκας, και μ’ άναψε φωτιά, γιατί εγώ της είπα ότι ήμουν μ’ αυτόν»·
- μ’ άναψε φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- μ’ άναψε φωτιά στα σπλάχνα, βλ. συνηθέστ. μ’ άναψε φωτιά στα στήθια·
- μ’ άναψε φωτιά στα στήθια, (και για τα δυο φύλα) μου προκάλεσε έντονο ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που την είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά στα στήθια και δε θα ησυχάσω, αν δεν την κάνω δική μου»·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. φρ. μ’ άναψε φωτιά στα στήθια·
- μην παίζεις με τη φωτιά! α. συμβουλή σε κάποιον να μην καταπιάνεται με πράγματα ή υποθέσεις που είναι πάνω από τις δυνάμεις του και που σίγουρα θα αποβούν σε βάρος του: «κάτσε στ’ αβγά σου και μην παίζεις με τη φωτιά, γιατί αυτή η δουλειά δεν είναι για τα κότσια σου!». β. συμβουλή σε κάποιον να μη συνάψει ερωτικό δεσμό με πανέμορφη γυναίκα, γιατί υπάρχει περίπτωση να πληγωθεί σοβαρά: «μην παίζεις με τη φωτιά, αγόρι μου, γιατί αυτή η γυναίκα είναι γι’ άλλα σαλόνια!»·
- να πέσει φωτιά να με κάψει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να πέσει φωτιά να με κάψει!»·
- να πέσει φωτιά να σε κάψει! είδος κατάρας·
- οι τιμές είναι φωτιά, βλ. λ. τιμή·
- όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, όποιος καταπιάνεται με επικίνδυνα πράγματα, έρχεται κάποτε η στιγμή που υφίσταται τις συνέπειες: «άσε τις επιδείξεις και τα σαλτανάτια με τ’ αυτοκίνητο, γιατί όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται»· βλ. και φρ. μην παίζεις με τη φωτιά(!)·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, βλ. λ. σπίτι·
- παίζω με τη φωτιά, αψηφώ τον κίνδυνο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, ριψοκινδυνεύω: «οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι κι αν κάνεις αυτό το άνοιγμα στη δουλειά σου, παίζεις με τη φωτιά»·
- παίρνει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·  
- παίρνει εύκολα φωτιά, α. θυμώνει, νευριάζει πολύ εύκολα: «μην κάνεις αστεία μαζί του, γιατί παίρνει εύκολα φωτιά κι ύστερα καλά ξεμπερδέματα». β. αντιλαμβάνεται κάτι αμέσως, είναι πανέξυπνος: «θα καταλάβει αμέσως περί τίνος πρόκειται, γιατί παίρνει εύκολα φωτιά»·
- παίρνει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- παίρνω φωτιά, α. θυμώνω, εκνευρίζομαι, εξάπτομαι: «πρόσεξε πώς θα του μιλήσεις, γιατί παίρνει φωτιά χωρίς λόγο». β. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα: «μόλις του ’κανα νόημα πως έρχεται η γυναίκα του, πήρε αμέσως φωτιά κι έδιωξε την γκόμενα || μέχρι να πάρεις εσύ φωτιά, πέταξε το πουλί». γ. νιώθω ερωτικό πόθο: «πώς να μην παίρνεις φωτιά, όταν βλέπεις τέτοια γυναικάρα!». (Λαϊκό τραγούδι: πήρε φωτιά μια καρδιά, καίγεται κι ο καημός δε λέγεται). δ. (για εύφλεκτα υλικά) ανάβω εύκολα: «μην πας με το τσιγάρο σου αναμμένο κοντά στη βενζίνη, γιατί παίρνει φωτιά». ε. (για πυροβόλα όπλα) εκπυρσοκροτώ: «δεν παίρνει φωτιά στα καλά καθούμενα ένα όπλο, εκτός κι αν πατήσει κάποιος τη σκανδάλη του». (Λαϊκό τραγούδι: Αντώνη τ’ άρματά σου δεν παίρνουνε φωτιά, μόν’ κάνουν για λαμπάδες για την Αγιά Σοφιά)·  
- παιχνίδι φωτιά, βλ. λ. παιχνίδι·
- πέρασε σαν φωτιά και λάβα, βλ. λ. λάβα·
- πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον ή για κάτι), είμαι πρόθυμος για κάθε θυσία, είμαι πρόθυμος να θυσιάσω και την ίδια μου τη ζωή: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο πέφτω στη φωτιά || για τις ιδέες του πέφτει και στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου δε λογάριασα μπαμπέσα, που για σένα έχω πέσει στη φωτιά! Κι όταν σ’ έκανα τρανή σαν πριγκιπέσα, μ’ εγκατέλειψες αχάριστη καρδιά!
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, βλ. λ. μπατζάκι·
- πήραν τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. λ. πιρούνι·
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πήρε ο κώλος του φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, βλ. λ. κορμί·
- πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα, θύμωσε αμέσως: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κατηγόρησε, πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα κι αμέσως του ζήτησε το λόγο»·
- πιάνει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνω φωτιά, βλ. φρ. παίρνω φωτιά·
- ρίχνω κάρβουνα στη φωτιά, βλ. λ. κάρβουνο·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- σβήνω τη φωτιά μου, ικανοποιώ, καταλαγιάζω τον ερωτικό μου πόθο: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου, για να μπορέσω να σβήσω τη φωτιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου, μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, βλ. λ. μάτι·
- τα ρίχνω όλα στη φωτιά, ξεχνώ, διαγράφω όλες τις κακές στιγμές που πέρασα, ιδίως όλα τα άσχημα ή κατακριτέα που έκανε κάποιος σε βάρος μου: «απ’ τη στιγμή που έρχεσαι και μου ζητάς συγνώμη, όσα άσχημα είπες για μένα τα ρίχνω όλα στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: σε περίμενα να έρθεις απ’ την ξενιτιά· τώρα που ’ρθες θα σουρώσω, χόρεψε να καμαρώσω, κι όσα τράβηξα τα ρίχνω στη φωτιά
- τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, βλ. λ. τιμή·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μέτωπο της φωτιάς, βλ. λ. μέτωπο·
- το νερό της φωτιάς, βλ. λ. νερό·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, βλ. λ. στόμα·
- το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει, α. το κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με την αυστηρή τιμωρία: «μόλις τον ξυλοφόρτωσε ο πατέρας του, άφησε τις βόλτες κι άρχισε αμέσως το διάβασμα. -Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». β. ο άνθρωπος εξελίσσεται με τη μόρφωση: «πρέπει να διαβάσεις πολύ για να πετύχεις στη ζωή σου, γιατί το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις. γ. έκφραση απογοήτευσης για αδιόρθωτο άτομο: πάλι έκανε τις ίδιες βλακείες αυτός ο άνθρωπος. -Μα περιμένεις! Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει», δηλ. μόνο αν πεθάνει θα πάψει να κάνει ανοησίες, βλακείες·
- τον έκανα φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά και λάβρα να σε κάψει! βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά να με κάψει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «φωτιά να με κάψει, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο παίρνω φωτιά να με κάψει και σεισμός να με βρει μες τη γη, αν εγώ σ’ αρνηθώ
- φωτιά να σε κάψει! είδος κατάρας·
- φωτιά πάνω στη φωτιά ή φωτιά στη φωτιά, αντίδραση με τα ίδια βίαια ή σκληρά μέτρα: «κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου οι αντίπαλοι ήταν φωτιά πάνω στη φωτιά»·
- φωτιά που μ’ άναψε! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μου προξένησε μεγάλο πρόβλημα: «φωτιά που μ’ άναψε το παλιόπαιδο με το ν’ αποπλανήσει την κόρη του φίλου μου!»·
- φωτιά που μ’ έκαψε! ή φωτιά που μας έκαψε! με βρήκε μεγάλο κακό, μας βρήκε μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά: «αν γίνει έλεγχος τώρα στο ταμείο, φωτιά που μ’ έκαψε, γιατί είναι μείον! || φωτιά που μας έκαψε, αν πέσει κι άλλο το χρηματιστήριο!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα η οποία είναι ντυμένη με κόκκινα ρούχα και τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- φωτιά στα μπατζάκια σου! σε βρήκε ή θα σε βρει μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά, αλίμονό σου: «αχ, καημένε μου, αν έρθει για έλεγχο η εφορία, φωτιά στα μπατζάκια σου, γιατί τα λογιστικά σου είναι και μη χειρότερα!»·
- χαμηλώνω τη φωτιά, την κάνω να καίει λιγότερο και για ηλεκτρική κουζίνα ελαττώνω την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που διοχετεύει θερμότητα στο ηλεκτρικό μάτι ή στον ηλεκτρικό φούρνο: «η μητέρα έβαλε τον τέντζερη στο μάτι και χαμήλωσε τη φωτιά, για να βράσει αργά το φαγητό»·
- χύνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι· 
- χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, βλ. λ. καπνός1.

χαλί

χαλί, το, ουσ. [<τουρκ. hali], το χαλί. Υποκορ. χαλάκι, το (βλ. λ.)· χαμηλή μουσική υπόκρουση, που συνοδεύει κάποια εκπομπή λόγου στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «όση ώρα ο παρουσιαστής ανέλυε το βιβλίο του τάδε συγγραφέα, ακουγόταν χαλί μουσική από την Τζιοκόντα του Χατζιδάκη». (Ακολουθούν 12 φρ.)·    
- έγινε χαλί να τον πατήσω, μου έκανε κάθε δυνατή εξυπηρέτηση, εκπλήρωσε κάθε επιθυμία μου: «ήμασταν μαζί στο στρατό και, όταν κάποτε βρέθηκα στην πόλη του, ό,τι κι αν του ζήτησα έγινε χαλί να τον πατήσω ο άνθρωπος»·
- ήρθα να πάρω τα χαλιά, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «για πες μας εσύ, που είσαι ένας τρίτος, ποιος φταίει; -Εγώ δεν ξέρω, ήρθα για τα χαλιά || μπορείς να μας πεις ποιος έχει δίκιο; -Κανονίστε τα, εγώ ήρθα για τα χαλιά». Αναφορά στον υπάλληλο εταιρείας που έρχεται να πάρει τα χαλιά για φύλαξη κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Συνώνυμα: δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από χωριό / είμαι περαστικός / ψυγεία πουλάω·
- θα γίνω χαλί να με πατήσεις, δε θα σου χαλάσω κανένα χατίρι. Λέγεται σε κάποιον που μας βοήθησε ή που του ζητάμε να μας βοηθήσει: «αν δε με βοηθούσες, θα είχα καταστραφεί, γι’ αυτό κι εγώ, όποτε με χρειαστείς, θα γίνω χαλί να με πατήσεις || αν με βοηθήσεις τώρα που έχω ανάγκη, θα γίνω χαλί να με πατήσεις». (Λαϊκό τραγούδι: και να ’ταν η καρδιά σου γλυκιά σαν το φιλί σου και σαν την ομορφιά σου να ήταν η ψυχή σου, τι άλλο ήθελα να μ’ αγαπούσες; Θα γινόμουνα χαλί να με πατούσες!
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, βλ. λ. λάκκος·
- στα χαλιά, χαλιά, στα τσαλιά, τσαλιά, ξέρει να συμπεριφέρεται ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται ή ανάλογα με την κατάσταση την οποία αντιμετωπίζει κάθε φορά: «ξέρει να ελίσσεται αυτός ο άνθρωπος, γιατί στα χαλιά, χαλιά, στα τσαλιά, τσαλιά». Πρβλ.: είμαι βλάχος στο αλώνι κι όμως μάγκας στο σαλόνι (Λαϊκό τραγούδι)·
- στρώνω κόκκινα χαλιά (σε κάποιον), υποδέχομαι θριαμβευτικά κάποιον: «ο λαός της πόλης έστρωσε κόκκινα χαλιά στον πρωθυπουργό της χώρας κατά την άφιξή του»·
- στρώνω κόκκινο χαλί (σε κάποιον),υποδέχομαι με ενθουσιασμό, με λαχτάρα κάποιον: «μόλις έμαθε πως επέστρεφε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, έστρωσε κόκκινο χαλί να τον υποδεχτεί». (Λαϊκό τραγούδι: ανοίξτε δρόμο να περάσει η αγάπη μου, για κείνη έστρωσα το κόκκινο χαλί, για μια βασίλισσα θ’ ανοίξω το παλάτι μου κι όλα τα πλούτη μου για ένα της φιλί
- στρώνω το χαλί (σε κάποιον), προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω ευνοϊκό κλίμα σε κάποιον για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού του: «επειδή ήταν δυναμικό μέλος του κόμματος, έστρωσε το χαλί στο γιο του για να κατέβει ως υποψήφιος βουλευτής στις επικείμενες εκλογές»· - στρώνω χαλί να περάσει (κάποιος), συμπεριφέρομαι τιμητικά σε κάποιον: «μόλις ήρθε στο σπίτι μου, έστρωσα χαλί να περάσει, γιατί τον εκτιμώ απεριόριστα»·
- τι θα γίνουν τα χαλιά μας! ως λογοπαίγνιο υπονοεί τι θα γίνουν τα χάλια μας! λ. χάλι·
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το μαγικό χαλί, το ιπτάμενο χαλί των παραμυθιών της Χαλιμάς, με το οποίο μπορούσε κανείς να ταξιδέψει πετώντας·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, ενεργώ ύπουλα για την αποτυχία των σχεδίων ή των προγραμματισμών του, τον υπονομεύω: «ενώ ο υπουργός περίμενε την υποστήριξη του πρωθυπουργού, αυτός τράβηξε το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του».  

χαμόγελο

χαμόγελο κ. χαμογέλιο, το, ουσ. [<χαμογελώ], το χαμόγελο·
- είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, είναι πάντοτε αισιόδοξος, ευδιάθετος, χαρούμενος: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη»·
- θα σου κόψω το χαμόγελο, θα σε κάνω να χάσεις την καλή σου διάθεση, θα σε τιμωρήσω: «μην κοκορεύεσαι που μ’ έβαλες στο χέρι, γιατί θα ’ρθει η στιγμή που θα σου κόψω το χαμόγελο»·
- κόπηκε το χαμόγελό μου ή μου κόπηκε το χαμόγελο, έχασα απότομα την καλή μου διάθεση, γιατί μου ανήγγειλαν ή είδα κάτι που δε μου ήταν ευχάριστο ή επιθυμητό: «μόλις με πληροφόρησαν πως θα ’παιρνα μετάθεση στην επαρχία, μου κόπηκε το χαμόγελο || μόλις είδα τον εφοριακό να ’ρχεται, κόπηκε το χαμόγελό μου»·
- με (το) χαμόγελο, με όρεξη, με ευδιαθεσία, με αισιοδοξία: «αυτός ο άνθρωπος δουλεύει πάντα με το χαμόγελο || ό,τι και να του τύχει, το αντιμετωπίζει με χαμόγελο». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνούμε και ξεκινούμε για τη δουλειά
- με το χαμόγελο στα χείλη, αισιόδοξα, ευδιάθετα, χαρούμενα: «πρωί πρωί ξεκίνησε για τη δουλειά του με το χαμόγελο στα χείλη». (Τραγούδι: με το χαμόγελο στα χείλη πάει ο φαντάρος μας μπροστά
- μοιράζω χαμόγελα, χαμογελώ δεξιά και αριστερά στους ανθρώπους που υπάρχουν τριγύρω μου: «μόλις κατέβηκε απ’ το αεροπλάνο άρχισε να μοιράζει χαμόγελα σ’ αυτούς που τον περίμεναν»·  
- πικρό χαμόγελο, το χαμόγελο που φανερώνει μελαγχολία, θλίψη, πίκρα ή μεγάλη στενοχώρια: «στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα πικρό χαμόγελο για τις ψευτιές που άκουγε»·
- σκάω (ένα) χαμόγελο, χαμογελώ, ενώ προηγουμένως ήμουν σοβαρός: «μόλις του ανήγγειλαν τα ευχάριστα νέα άφησε τη σοβαρή στάση που κρατούσε κι έσκασε ένα χαμόγελο»·
- χάρισέ μου ένα χαμόγελο, χαμογέλασέ μου: «έλα, μη μου κρατάς μούτρα, χάρισέ μου ένα χαμόγελο». Λέγεται και ως πείραγμα σε γυναίκα που μας ενδιαφέρει ερωτικά.

χαμός

χαμός, ο, ουσ. [<μσν. χαμός]. 1. η οριστική απώλεια: «ο χαμός της παιδικής αθωότητας». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μαύρη ώρα το ’φερε να μ’ αγαπάς, με άλλον μπλέξε και θα δεις, θα με ξεχάσεις, γιατί μαζί μου στο χαμό κι εσύ θα πας και στη ζωή σου μια φορά δε θα γελάσεις).2. ο θάνατος αγαπημένου μας προσώπου: «τον γονάτισε ο χαμός του πατέρα του». 3. ο αφανισμός πολλών ανθρώπων: «ο χαμός των κατοίκων στης Σμύρνης»·
- έγινε ο χαμός ή έγινε χαμός, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, ο κόσμος σηκώθηκε να χορεύει κι έγινε χαμός». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή μέθυσε κι έγινε ο χαμός μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «έγινε χαμός μπροστά στα εκδοτήρια του γηπέδου για την απόκτηση ενός εισιτηρίου του ντέρμπι». Το ο της πρώτης φρ. επιτείνει την έννοια. Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- έγινε ο χαμός του Δράμαλη, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη φασαρία, μεγάλη καταστροφή: «μόλις οι αστυνομικοί έπεσαν με τα κλομπς πάνω στους φοιτητές, έγινε ο χαμός του Δράμαλη». Αναφορά στη μάχη των Δερβενακίων, όπου ο Κολοκοτρώνης κατατρόπωσε το στρατό του Δράμαλη. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Βιετνάμ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε Λίβανος / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·
- θα γίνει ο χαμός ή θα γίνει χαμός, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν σε ξανακούσω να κατηγορείς το φίλο μου, θα γίνει χαμός». (Λαϊκό τραγούδι: θα γίνει χαμός,μεγάλος χαμός, θα κλάψουν μανούλες απόψε). β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «το βράδυ θα πάω στα εγκαίνια του τάδε μαγαζιού, γιατί έμαθα πως θα γίνει ο χαμός». Το ο της πρώτης φρ. επιτείνει την έννοια και λέγεται τονισμένο. Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «πρόσεξε τι θα πεις, γιατί, αν είναι επιβαρυντικό για μένα, θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Βιετνάμ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας·  
- χαμός στο ίσιωμα, λέγεται για αναπάντεχη, για απρόβλεπτη κατάσταση, που επιφέρει μεγάλη αναστάτωση, ένταση, αναταραχή: «προχωρούσε αγκαλιά με τον γκόμενό της κι όπως έπεσε πάνω στον αδερφό της, έγινε χαμός στο ίσιωμα».

χαντάκι

χαντάκι, το, ουσ. [<μσν. χανδάκιν <χανδάκιον, υποκορ. του ουσ. χάνδαξ <αραβ. khandaq], το χαντάκι· ως επιφών. χαντάκι!προειδοποίηση για επικείμενο κίνδυνο ή για επικείμενη άστοχη ενέργεια κάποιου·
- έπεσε σε χαντάκι ή έπεσε στο χαντάκι, α. απέτυχε να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «του ανέθεσα να μου τελειώσει μια δουλειά, αλλά έπεσε σε χαντάκι, γιατί άλλα είχε στο μυαλό του». β. καταστράφηκε οικονομικά: «ξανοίχτηκε απότομα σε πολλές δουλειές μαζί κι ήταν φυσικό που έπεσε στο χαντάκι». γ. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «του τα παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που δεν κατάλαβε για πότε έπεσε στο χαντάκι!»·
- θα σε βρουν στο χαντάκι, απειλητική έκφραση εναντίον της ζωής κάποιου: «αν έρθεις στη δίκη και καταθέσεις σε βάρος μου, θα σε βρουν στο χαντάκι»·
- τον έριξε στο χαντάκι, α. τον κατέστρεψε οικονομικά: «του ’δινε συνέχεια παράτολμες συμβουλές, ώσπου στο τέλος τον έριξε στο χαντάκι κι ησύχασε». β. τον εξαπάτησε, τον ξεγέλασε: «τον έριξε στο χαντάκι για να του φάει τη δουλειά».

χέζομαι

χέζομαι, ρ. [<χέζω], χέζομαι. 1. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο: «μόλις άκουσε πως έρχονται οι μπάτσοι, χέστηκε». Από το ότι συμβαίνει να τα κάνει επάνω του κάποιος σε στιγμή μεγάλου ή ξαφνικού φόβου. 2. δείχνω μεγάλη δειλία: «κάθε φορά που κάποιος τον αγριεύει, χέζεται και το βάζει στα πόδια». 3. μου προκύπτει κάτι σε μεγάλο βαθμό, σε μεγάλη ποσότητα: «χέστηκα στις παραγγελίες». 4. στον αόρ. χέστηκα, μου είναι τελείως αδιάφορο: «αν δεν έρθεις στην ώρα που είπαμε, θα φύγω. -Χέστηκα». 5. στον πλ. χεστήκαμε, μαλώσαμε άγρια, ιδίως ανταλλάσσοντας βαριές βρισιές: «αν είναι κι ο τάδε μαζί σας εγώ δεν έρχομαι, γιατί προχτές χεστήκαμε». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- α χέσου! ή άι χέσου! (επιθετικά) άσε με στην ησυχία μου, παράτα με, παράτα μας. Εκστομίζεται και ως βρισιά. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε· βλ. και φρ. δεν πα(ς) να χεστείς(!)·
- δε χέζεσαι! βλ. φρ. δεν πα(ς) να χεστείς(!)·
- δεν πα(ς) να χεστείς! α. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας ζητάει απίθανες εκδουλεύσεις και που βέβαια δεν είμαστε διατεθειμένοι να τις πραγματοποιήσουμε, ή λέγεται ειρωνικά σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «δεν πα’ να χεστείς, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς καμιά εγγύηση!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- είπαμε τη γριά να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- θα σε κάνω να χεστείς, (απειλητικά) θα σου επιβάλλω πολλές φορές τη σεξουαλική πράξη, θα σε καταγαμήσω: «μη μου κουνιέσαι εμένα, γιατί θα σε κάνω να χεστείς». Από το ότι, από τις πολλές φορές που θα του επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη θα του έρθει ακράτεια·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- χέζεται στα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- χέζεται στο τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- χέζεται στο χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- χέζομαι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι, βλ. λ. φοράδα·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. λ. πόδι·
- χέστηκα (χεστήκαμε) κι η βάρκα έγειρε ή χέστηκα (χεστήκαμε) κι η βάρκα γέρνει, βλ. λ. βάρκα·
- χέστηκε απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- χέστηκε απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- χέστηκε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- χέστηκε στα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- χέστηκε στο σώβρακο ή χέστηκε στο σώβρακό του ή χέστηκε στα σώβρακα ή χέστηκε στα σώβρακά του, βλ. λ. σώβρακο·
- χέστηκε στο τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- χέστηκε στο χρήμα, βλ. λ. χρήμα.

χέρι

χέρι, το, ουσ. [<μσν. χέριν <μτγν. χέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χείρ, από τη μτγν. αιτιατ. χέρα(ν)], το χέρι. 1. λέγεται για κάτι που πλησιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: «τα χέρια της πολυθρόνας είχαν φθαρεί απ’ την πολυχρησία». 2. η λαβή δοχείου ή εργαλείου: «έπιασε τη χύτρα απ’ τα χέρια και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». Υποκορ. χεράκι, το, είδος μεταλλικού ρόπτρου σε σχήμα κυρτωμένης παλάμης, όπως όταν χτυπάμε την πόρτα για να μας ανοίξουν που βρίσκεται καρφωμένο στην επιφάνεια της πόρτας σε ύψος κανονικού ανθρώπου: «χτύπησε με το χεράκι την πόρτα και περίμενε να τον ανοίξουν». (Παιδικό τραγούδι: πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια,ο φούρνος θα τα ψήσει, το σπίτι θα μυρίσει). Μεγεθ. χεράκλα κ. χερούκλα, η. (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, μαζί με τη βοήθεια του θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς. Πρβλ. σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα·   
- αλλάζει χέρια (κάτι), πηγαίνει από την κυριότητα του ενός στην κυριότητα ενός άλλου: «είναι πολύ γρουσούζικο αυτό το μαγαζί, γιατί κάθε τόσο αλλάζει χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: και τα ζάρια φέρνουν βόλτα μες στου φορτηγού τη ρόδα, η χαρτούρα αλλάζει χέρια και δεν έχει βερεσέδια
-άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), άλλαξε πολλούς κατόχους: «αυτό το μαγαζί μέχρι σήμερα άλλαξε πολλά χέρια»· βλ. και φρ. πέρασε από πολλά χέρια (κάτι)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), αν έρθει στην κατοχή μου, στην κυριότητά του, αν το αποκτήσω: «αν μου πέσει στα χέρια αυτό που ζητάς, θα στο δώσω για να κάνεις τη δουλειά σου»·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. φρ. αν τον πιάσω στα χέρια μου·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, απειλητική έκφραση για κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε»·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- άξια χέρια, χαρακτηρίζει το άτομο που διευθύνει με επιτυχία ένα σύνολο ανθρώπων ή που φέρνει σε αίσιο τέλος κάτι που έχει αναλάβει ή διακονεί με επιτυχία κάτι: «ευτυχώς που ανέλαβαν τις τύχες μας άξια χέρια || στα άξια χέρια του τάδε, δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο».  (Τραγούδι: η αποψινή μας εκπομπή φιλοξενεί τ’ αστέρια, κι είν’ του Τσιτσάνη η μουσική στα πλέον άξια χέρια). β. χαρακτηρίζει τον καλό μάστορα, τον καλό τεχνίτη: «τα άξια χέρια του όλα τα επιδιορθώνουν».
- απ’ το χέρι σου (του, της), από σένα (από εκείνον, από εκείνη): «δεν περίμενα τέτοιο ύπουλο χτύπημα απ’ το χέρι σου». (Λαϊκό τραγούδι: αφού απ’ τα εμπόδια δε θα γίνω ταίρι σου, θέλω ο θάνατος να έρθει απ’ το χέρι σου
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, επιχειρώ να κάνω κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου, πέρα από τις δυνάμεις μου: «επειδή την έχω πατήσει μια φορά, ξανά δεν απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, και ασχολούμαι μόνο με πράγματα που τα κατέχω»·
- απλώνω το χέρι μου, ζητιανεύω: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας, ν’ απλώνεις το χέρι σου στον έναν και τον άλλον;»· βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω το χέρι μου (εναντίον κάποιου), βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω χέρι, α. χειροδικώ: «αν απλώσεις χέρι ξανά απάνω του, θα σου σπάσω τα μούτρα». β. κλέβω: «ποιος άπλωσε χέρι στο ταμείο;». γ. προσπαθώ να χαϊδέψω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «κάθισε δίπλα της και μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε ν’ απλώνει χέρι». δ. ζητιανεύω: «επειδή είναι τεμπέλης, απλώνει χέρι στον καθέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. συνηθέστ. δίνω χέρι βοηθείας·
- από δεύτερο, (τρίτο, τέταρτο κ.λπ.) χέρι, α. (για πληροφορίες) που τις μαθαίνουμε έμμεσα: «δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω, γιατί τα ’μαθα από δεύτερο χέρι». β. (για αγορά) που δεν αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που δεν είναι καινούριο: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό το πήρα πιο φτηνό». γ. (για γυναίκες) που δεν είναι παρθένα: «δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα παντρευτεί θα είναι από δεύτερο χέρι, αρκεί να ’ναι καλός άνθρωπος»·
- από πρώτο χέρι, α. (για πληροφορίες) χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, αλλά από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ή που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, απευθείας: «αυτά που σου λέω δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί τα ’μαθα από πρώτο χέρι». β. (για αγορά) που αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που είναι καινούριο: «τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα από πρώτο χέρι». γ. (για γυναίκες) που είναι παρθένα, που την πήρε κάποιος, για να την παντρευτεί, απευθείας από τους γονείς της, χωρίς να μεσολαβήσει ερωτικά άλλος άντρας: «είναι της παλιάς σχολής και θέλει να παντρευτεί γυναίκα από πρώτο χέρι»·
- από χέρι, (για πράγματα) που προέρχεται από έμμεση αγορά, που είναι μεταχειρισμένο: «τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις τ’ αγόρασα από χέρι»·
- από χέρι σε χέρι, (για πράγματα) με αλλεπάλληλη μεταβίβαση σε μια σειρά ανθρώπων: «αυτό το κηροπήγιο είναι παμπάλαιο κι από χέρι σε χέρι έφτασε και στα δικά μου τα χέρια || το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι κι εξαφανίστηκε»·
- αρπάζομαι στα χέρια (με κάποιον), βλ. φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, είμαι ο πρωταίτιος μιας δυσάρεστης ή ανώμαλης κατάστασης: «απορείς που σου συμπεριφέρομαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, αλλά μην ξεχνάς ποιος άρχισε πρώτος χειρών αδίκων»·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω πολλά χρήματα για κάποιο σκοπό: «πρέπει όλοι να βάλουμε βαθιά το χέρι μας στην τσέπη, για να βοηθήσουμε το φίλο μας». β.υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω πολλά χρήματα: «στο γάμο της κόρης μου έβαλα βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, αλλά το καταχάρηκα»·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ περιστασιακά κάποιον, ιδίως σε κάποια χειρονακτική εργασία που κάνει: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση»· βλ. και φρ. δίνω ένα χέρι (χεράκι)·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «τώρα περνάς φτωχικά και υποφέρεις, αλλά θα έχεις την ικανοποίηση αργότερα και θα λες πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι για τη δημιουργία αυτού του εργοστασίου || μην κλαις και μη χτυπιέσαι για την κατάντια του φίλου σου, γιατί έβαλες κι εσύ το χεράκι σου για την καταστροφή του». Συνών. βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), πετυχαίνω να πάρω χρήματα από κάποιον με σκοπό να μην του τα επιστρέψω: «πρόσεχε μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί έχει βάλει στο χέρι όλη την αγορά»·
- βάζω στο χέρι (κάτι), αποκτώ, οικειοποιούμαι κάτι, ιδίως με όχι νόμιμα, με όχι τίμια μέσα: «έκανε τον ερωτευμένο μαζί της και μόλις έβαλε στο χέρι την προίκα της, την κοπάνησε»·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, ξοδεύω, πληρώνω συνεχώς: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου και ξοδεύω αβέρτα»· 
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το χέρι μου (το χεράκι μου) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), ανακατεύομαι, επεμβαίνω, μπερδεύομαι σε μια υπόθεση: «έχω μάθει να μη βάζω το χέρι μου σε ξένες υποθέσεις || έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, για να τα φτιάξουν οι δυο τους || έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να μαλώσουν»·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος για κάποιον ή για κάτι: «είναι τίμιος άνθρωπος και βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν || βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μας λέει ψέματα»·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. συνηθέστ. με το χέρι στην καρδιά·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω χρήματα για κάποιο σκοπό: «μια και είμαστε φίλοι του, πρέπει να βάλουμε όλοι το χέρι στην τσέπη μας, για να τον βοηθήσουμε». β. υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω χρήματα: «κάθε φορά που βγαίνω με τη γυναίκα μου στην αγορά, βάζω το χέρι μου στην τσέπη, για να γλιτώσω απ’ την γκρίνια της»· 
- βάζω χέρι, α. κλέβω: «ποιος έβαλε χέρι στο εμπόρευμα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «μέσα στο συνωστισμό του λεωφορείου έβαζε χέρι στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του». γ. αρχίζω να καταναλώνω κάτι: «έφαγε τα λεφτά που είχε, και τώρα έβαλε χέρι στην περιουσία του πατέρα του». δ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον: «έχει μάθει να βάζει χέρι σε όποιον κάνει ανοησίες». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μανώλη ντερμπεντέρη, που στους νταήδες βάζεις χέρι. Και στη ζωή σου δε χορταίνεις μες τη στενή να μπαινοβγαίνεις). ε. αποκτώ κάτι με πλάγιο, με ανέντιμο τρόπο: «της έταξε πως θα την παντρευτεί κι έβαλε χέρι στην περιουσία της»· βλ. και φρ. της βάζω χέρι·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, χρησιμοποιώ χρήματα από τις αποταμιεύσεις μου, τρώω από τα έτοιμα: «όταν δεν πάει καλά η δουλειά, βάζω χέρι στα έτοιμα»·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), παράκληση σε κάποιον να μας βοηθήσει για λίγο σε κάποια χειρωνακτική εργασία που κάνουμε: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτόν τον μπόγο μέχρι τη στάση»·
- βαστάνε τα χέρια του, βλ. φρ. κρατάνε τα χέρια του·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα, δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον: «για να ξεπλύνει τη ντροπή της αδερφής του, έβαψε τα χέρια του με αίμα ξεπαστρεύοντας το βιαστή της»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, (ειδικά για χειροποίητη κατασκευή) αποτελεί δικό μου δημιούργημα, δικό μου κατασκεύασμα: «αυτός ο ζωγραφικός πίνακας βγήκε απ’ τα χέρια μου»·
- βγήκε το χέρι μου, εξαρθρώθηκε: «πέταξα με μεγάλη δύναμη την πέτρα μακριά και βγήκε το χέρι μου»·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. φρ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·   
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) μετά από ένα διάστημα αστοχίας, άρχισε πάλι να σκοράρει με ευχέρεια, κάτι, εξάλλου, που είναι χαρακτηριστικό του: «στο τελευταίο πεντάλεπτο ο τάδε βρήκε το χέρι του κι άρχισε να φορτώνει τ’ αντίπαλο καλάθι με τρίποντα»·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βρίσκεται υπό την εξουσία ή υπό την καθοδήγηση κακού ή ανέντιμου ανθρώπου: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς του σε τροχαίο, βρίσκεται σε κακά χέρια, γιατί, ο θείος του που τον ανέλαβε, έχει πάρε δώσε με τον υπόκοσμο»·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βρίσκεται υπό την προστασία, τη φροντίδα ή υπό την καθοδήγηση ικανού και έντιμου ανθρώπου: «όσο θα λείπει στο εξωτερικό, ο γιος του θα βρίσκεται σε καλά χέρια, γιατί θα τον αφήσει στον αδερφό του»·
- βρίσκεται σε σίγουρα χέρια (κάτι), το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ανατεθεί στη φύλαξη ικανού και έντιμου ανθρώπου: «είναι πανάκριβος πίνακας και βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, μέχρι να επιδιορθώσω το σπίτι μου»· βλ. και φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- βρίσκεται στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- γεια στα χέρια σου! βλ. λ. γεια·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γλίτωσα απ’ τα χέρια του, ξέφυγα από τη δικαιοδοσία του, από την εξουσία του, γιατί με κακομεταχειριζόταν ή γιατί με εκμεταλλευόταν: «ήταν τόσο σκληρός ο διευθυντής μου, ώσπου στο τέλος δήλωσα παραίτηση και γλίτωσα απ’ τα χέρια του»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται άσκοπα χωρίς να κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες»·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, επιστρέφω από κάπου άπρακτος, χωρίς να πετύχω το σκοπό για τον οποίο πήγα: «πήγα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε στο φίλο μου, αλλά γύρισα μ’ άδεια χέρια»·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, είναι πολύ αχάριστος στον ευεργέτη του: «αν αληθεύει πως δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, τότε είναι πολύ αχάριστο άτομο»·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, είναι τσιγκούνης, ιδίως αποφεύγει να συμβάλλει σε ρεφενέ: «κάθε φορά που πάμε στα μπουζούκια κι έρχεται ο λογαριασμός δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), δεν ακουμπώ, δεν οικειοποιούμαι, δεν κλέβω, δεν αποκτώ κάτι με πλάγιο τρόπο: «δε βάζω χέρι σε ξένα πράγματα || δε βάζω χέρι σε ξένες τσέπες»·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, δεν είμαι αχάριστος στον ευεργέτη μου: «δε θα καταφερθώ ποτέ εναντίον αυτού του ανθρώπου, γιατί δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί»·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, θα επέμβω υπέρ κάποιου: «αν φτάσεις στο σημείο να χρειαστείς τη βοήθειά μου, δε θα κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια || αν δω πως έχεις την ανάγκη μου, δε θα κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα»·
- δε θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! απειλητική έκφραση για κάποιον που μας έχει κάνει κάποιο κακό και που δηλώνει πως, όταν τον συναντήσουμε, θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα γελάει που μου ’κανε την κουτσουκέλα, αλλά δε θα πέσει στα χέρια μου, θα δει τι θα πάθει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πού θα μου πάει·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. φρ. δε θα πέσει στα χέρια μου(!)·
- δε λερώνω τα χέρια μου (με κάποιον), θεωρώ τόσο κατώτερό μου κάποιον, που δεν καταδέχομαι ούτε να τον δείρω: «ό,τι και να λέει σε βάρος μου αυτός ο λέτσος, δεν έχω σκοπό να λερώσω τα χέρια μου»·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! α. κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι από κάπου που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «μην μετακινήσεις αυτό το βάζο, γιατί είναι σπάνιο και μπορεί να σου πέσει και να σπάσει. -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!». β. κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πολιτικό υποψήφιο: «τι έμαθα, θα ψηφίσεις τον τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «σου είχε πει να μην πάρεις το βάζο απ’ τη θέση του. Ορίστε τώρα, σου ’πεσε κι έσπασε. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια!». β. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο: «ψήφισες κι εσύ αυτό το κόμμα; -Δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι!»·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, δεν πλήρωσα, δε με άφησαν να πληρώσω: «φάγαμε, ήπιαμε, αλλά δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, γιατί πλήρωσαν άλλοι»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, δεν είχα την παραμικρή φροντίδα ή περιποίηση, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τι μούτρα έρχεται τώρα να τον βοηθήσω, απ’ τη στιγμή που δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό!»·
- δεν είναι στο χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. φρ. δεν περνάει απ’ το χέρι μου·
- δεν είναι του χεριού μου, α. δεν μπορώ να το νικήσω: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν είναι του χεριού μου». β. δεν είναι υποχείριό μου: «ο μόνος που δεν είναι του χεριού μου μέσα στο εργοστάσιο είναι ο διευθυντής»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου που βοήθησε κάποιον, ιδίως που ψήφισε κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου, που πήγα και του ’δωσα του αχάριστου τόσα λεφτά για να τον βοηθήσω! || δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου που ψήφισα αυτόν το ψεύτη!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του. Η φρ. λέγεται ότι ανήκει σε κάποιον ψηφοφόρο του Χαρ. Τρικούπη, που τον ψήφισε στις εκλογές του 1895·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή χειρονομία, για να βοηθήσει κάποιον, ιδίως πως δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου, που θα πάω να δώσω λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα! || δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου που θα ψηφίσω αυτό το κόμμα!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του· βλ. και φρ. κόβω τα χέρια μου·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), δεν είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου ή στις δικαιοδοσίες που έχω, για να πραγματοποιήσω αυτό που μου ζητάει κάποιος: «δεν περνάει απ’ το χέρι μου να σε προσλάβω στη δουλειά, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το θέμα»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή κάτι που έκανα μόλις προηγουμένως: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που παρήγγειλα δεύτερο χέρι μια απ’ τα ίδια || μόλις πήγε να ηρεμήσει ο γέρος μου, θυμήθηκε και το χτεσινό μου μεθύσι κι άρχισε δεύτερο χέρι τις φωνές»· βλ. και φρ. περνώ δεύτερο χέρι·
- διαβάζει το χέρι, έχει την ικανότητα να προμαντεύει το μέλλον, ή να προσδιορίζει στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του. Συνήθως άτομα που έχουν αυτή την ικανότητα είναι τσιγγάνες. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και διάβασε το χέρι αν γράφει κι άλλες συμφορές η μοίρα να μου φέρει
- δίνουμε τα χέρια, συμφωνούμε με χειραψία: «μόλις μας δεις να δίνουμε τα χέρια, πάει να πει πως συμφωνήσαμε»· βλ. και φρ. δώσαμε τα χέρια·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ κάποιον: «αν δε μου ’δινε ένα χέρι ο φίλος μου δε θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια ματιά κι ένα μαχαίρι με καρφώσανε και οι φίλοι ένα χέρι δε μου δώσανε βλ. φρ. βάζω ένα χέρι·             
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι: «δίνω το ένα μου χέρι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου χέρι για ν’ αποκτήσω κι εγώ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. φρ. δίνουμε τα χέρια·
- δίνω το χέρι της, αποδέχομαι ως πατέρας την πρόταση κάποιου άντρα να παντρευτεί την κόρη μου: «σκέφτομαι να δώσω το χέρι της σ’ αυτό το παλικάρι, αν έρθει και μου τη ζητήσει»·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βοηθώ κάποιον: «είναι πολύ καλός άνθρωπος και δίνει χέρι βοηθείας σε όποιον έχει ανάγκη»·
- δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όποιος δεν κάθεται καλά σ’ αυτό το ίδρυμα, δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι». Από την εικόνα του χεριού που ανεβοκατεβαίνει, όταν ξυλοκοπάει κάποιον·
- δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όταν τον είδε ο πατέρας του να επιστρέφει πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι»·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. φρ. βάλ’ ένα χέρι (χεράκι)·
- δώσ’ το χέρι σου, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό δώσ’ το χέρι σου να τελειώνουμε». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή που θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, δώσ’ το χέρι σου να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «δώσ’ το χέρι σου, ρε μάγκα, γιατί καλά του ’κανες του αλήτη || δώσ’ το χέρι σου, ρε φίλε, γιατί καλά του τα ’πες του φαφλατά»·
- δώσαμε τα χέρια, αποκαταστήσαμε τις σχέσεις μας, συμφιλιωθήκαμε, μονοιάσαμε: «επειδή είδαμε πως με τις έχθρες δε βγαίνει άκρη, δώσαμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: να δώσετε τα χέρια,ν’ αγαπήσετε και βάλ’ τε το σαντούρι για να γλεντήσετε)· βλ. και φρ. δίνουμε τα χέρια·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. φρ. είμαι χαμένος από χέρι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είναι από χέρι (κάτι), είναι χαρισμένο, προέρχεται από αγαπημένο πρόσωπο: «αυτό δεν μπορώ να στο δώσω, γιατί είναι από χέρι»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι καλό χέρι, είναι ικανός στην εργασία, ιδίως τεχνική, με την οποία καταπιάνεται: «για τα φωτιστικά του σπιτιού μου απασχολώ πάντα τον τάδε ηλεκτρολόγο, γιατί είναι καλό χέρι»· βλ. και φρ. το καλό το χέρι·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, δεν έχει τη δυνατότητα να με βλάψει, γιατί είμαι ισχυρότερός του: «ας λέει ό,τι θέλει στον κόσμο ότι μπορεί να μου κάνει, αλλά είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα»·
- είναι πρώτο χέρι, α. (για πρόσωπα) είναι ο καλύτερος ή ο αξιότερος σε μια τέχνη ή σε μια εργασία: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον ίδιο μηχανικό, γιατί είναι πρώτο χέρι || είναι πολύ γνωστός στους οικοδομικούς κύκλους, γιατί είναι πρώτο χέρι». β. (ειδικά για βάψιμο) βάφηκε για πρώτη φορά, μια φορά: «δεν έπιασε καλά η μπογιά, γιατί είναι πρώτο χέρι»·
- είναι σαν βγαλμένο χέρι, χαρακτηρίζει το υπερβολικά μεγάλο πέος: «υποφέρουν οι γυναίκες που πάνε μαζί του, γιατί ο πούτσος του είναι σαν βγαλμένο χέρι»· βλ. και φρ. έχει ένα πράμα, που είναι σαν βγαλμένο χέρι·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε κακά χέρια·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε σίγουρα χέρια·
- είναι στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα εξαρτάται μόνο από το Θεό: «ό,τι ήταν να κάνουν οι γιατροί το έκαναν και στο εξής ο άρρωστος είναι στα χέρια του Θεού»·
- είναι στο χέρι μου να…, εξαρτάται από μένα, είναι μέσα στις δυνατότητές μου ή τις αρμοδιότητές μου, στη δικαιοδοσία μου να…: «θέλω να ’σαι τυπικός με τη δουλειά σου, γιατί είναι στο χέρι μου να σε κρατήσω ή να σε απολύσω»·
- είναι τα χέρια μου δεμένα, βλ. φρ. έχω τα χέρια μου δεμένα·
- είναι το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι του χεριού μου, α. μπορώ να τον νικήσω πάρα πολύ εύκολα: «δεν αποφασίζει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως είναι του χεριού μου». β. είναι υποχείριό μου: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι του χεριού μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι τρύπιο χέρι, είναι πολύ σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «απ’ τα νιάτα του ήταν τρύπιο χέρι, γι’ αυτό και δεν έκανε προκοπή στη ζωή του». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- είναι φτιαγμένο στο χέρι, (για αντικείμενα) είναι χειροποίητο: «της αγόρασε μια καρφίτσα, που είναι φτιαγμένη στο χέρι || σχεδόν όλα τα Γιαννιώτικα κοσμήματα είναι φτιαγμένα στο χέρι»·
- είναι φτιαγμένος από χέρι, έχει από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις, για να πετύχει σε κάτι: «είναι σίγουρο πως θα πετύχει στη ζωή του, γιατί, με την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του είναι φτιαγμένος από χέρι». Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει όλους τους απαραίτητους συνδυασμούς για να κερδίσει το κόλπο·
- είναι χαμένος από χέρι, α. είναι σίγουρα χαμένος, δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει την τιμωρία: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο ταμείο είναι χαμένος από χέρι, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά». β. από την αρχή κάποιας προσπάθειάς του δεν έχει καμιά προϋπόθεση να πετύχει κάτι, σίγουρα θα αποτύχει: «αν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με τόσο λίγα λεφτά, είναι χαμένος από χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες δίχως όνομα, νύχτες χωρίς σκοπό, χαμένοι από χέρι, χαμένοι και οι δυο). Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, δεν του δίνουν καμιά προοπτική επιτυχίας·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- εμπιστεύομαι στα χέρια μου ή εμπιστεύομαι τα χέρια μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- εργατικά χέρια, (γενικά) οι εργάτες: «για να τελειώσει γρήγορα αυτό το έργο, χρειαζόμαστε κι άλλα εργατικά χέρια»·
- έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, φτάνω κάπου χωρίς ψώνια, χωρίς δώρα: «ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια χέρια στο σπίτι || ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια στο σπίτι, όταν γιορτάζει η γυναίκα μου»· βλ. και φρ. πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια·
- έρχομαι με γεμάτα τα χέρια ή έρχομαι με γεμάτα χέρια, φτάνω κάπου φορτωμένος με ψώνια, με δώρα: «ο πατέρας έρχεται με γεμάτα τα χέρια, κάθε φορά που σχολάει απ’ τη δουλειά του || κάθε φορά στις γιορτές, ο παππούς έρχεται με γεμάτα χέρια στο σπίτι»· βλ. και φρ. πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια·
- έρχομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «τους χώριζε παλιά έχθρα και μόλις συναντήθηκαν ήρθαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν μάθω πως σε πήρανε μέσ’ απ’ τα δυο μου χέρια, όσο και μάγκας νάν’ αυτός, θα έρθουμε στα χέρια)· βλ. και φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγε απ’ τα χέρια μου, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. φρ. έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου·
- έφυγε η δουλειά απ’  τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, αποχώρησε από κάπου ή από κάποια διαπραγμάτευση χωρίς να αποσπάσει κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος ή εντέλει κάποια υπόσχεση, αποχώρησε άπρακτος: «έφυγε απ’ το γραφείο του διευθυντή του μ’ άδεια χέρια, γιατί απέρριψε την άδεια που του ζήτησε || η αντιπροσωπεία των εργαζομένων έφυγε μ’ άδεια τα χέρια απ’ τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό και το βέβαιο είναι πως θα συνεχιστεί η απεργία»·
- έχει ανοιχτό χέρι, είναι ανοιχτοχέρης (βλ. λ.)·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. φρ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει βαρύ χέρι, το χτύπημα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, επιφέρει σοβαρό πόνο ή τραυματισμό: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί έχει βαρύ χέρι κι αν φας καμιά, θα τρέχεις στα νοσοκομεία»·
- έχει ελαφρύ χέρι, α. (ιδίως για οδοντογιατρούς, γιατρούς ή νοσοκόμες που κάνουν ένεση) έχει την τέχνη ή την ικανότητα να μην αισθάνεσαι το άγγιγμά του, να μη νιώθεις πόνο: «πηγαίνω πάντα στον ίδιο οδοντογιατρό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι και δεν καταλαβαίνω τον παραμικρό πόνο». β. είναι δεινός πορτοφολάς: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαφρίζει κανένα πορτοφόλι μέσ’ στο συνωστισμό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι»·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει κακό χέρι, βλ. συνηθέστ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, α. είναι σεσημασμένος: «είναι από καιρό γνωστός στην Ασφάλεια, γιατί έχει λερωμένα χέρια». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου, περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί. β. πήρε μέρος σε κάποια ύποπτη ή παράνομη δουλειά: «μην τον πιστεύεις, που σου λέει πως δεν πήρε μέρος στη ληστεία της τράπεζας, γιατί απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός έχει τα χέρια του λερωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω τα χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα
- έχει μακρύ χέρι, έχει τη συνήθεια να κλέβει, είναι κλέφτης: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε πως έχει μακρύ χέρι, κάθε φορά που χάνεται κάτι, τον θεωρούμε ύποπτο»· βλ. και λ. μακρυχέρης·
- έχει σταθερό χέρι, α. ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις των χεριών του, όταν ενεργεί, ιδιαίτερα, όταν ασχολείται με κάποια λεπτή κατασκευή: «μπορεί και περνάει αμέσως την κλωστή απ’ την τρύπα της βελόνας, γιατί έχει σταθερό χέρι || είναι ειδικός σε πολύ λεπτές εργασίες στο χώρο της χρυσοχοΐας, γιατί έχει σταθερό χέρι». β. (για μπασκετμπολίστες) έχει άνεση στο σκοράρισμα: «συνήθως πετυχαίνει όλες τις προσωπικές βολές, γιατί έχει σταθερό χέρι»·
- έχει σφιχτό χέρι, είναι σφιχτοχέρης, είναι τσιγκούνης: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα δανεικά, γιατί έχει σφιχτό χέρι»·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει τρύπιο χέρι, δεν μπορεί να κρατήσει χρήματα, είναι σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο τρύπιο χέρι, που πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πεθάνει στην ψάθα». Για συνών. βλ. φρ. είναι τρύπιο χέρι·
- έχει χέρι, α. σχεδιάζει ή ζωγραφίζει ωραία: «επειδή έχει χέρι το παιδί, ο πατέρας του το προτρέπει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών». β. (για μπασκετμπολίστες) είναι πολύ εύστοχος: «έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στις ελεύθερες βολές, γιατί έχει χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου ή έχω εμπιστοσύνη τα χέρια μου, εμπιστεύομαι στη δύναμή μου ή στις ικανότητές μου: «ό,τι αναλαμβάνω το τελειώνω μόνος μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου»·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, είμαι τίμιος: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω καθαρά χέρια και κάθε βράδυ κοιμάμαι ήρεμος σαν πουλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχω στα χέρια μου, διαθέτω επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον: «πες του να μη μ’ ενοχλεί, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι έγγραφα που τον καίνε»·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), έχω κάτι στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αν έχω στα χέρια αυτό που σου χρειάζεται, θα σου το δώσω || έχω στα χέρια μου μεγάλη περιουσία»·
- έχω τ’ απάνω χέρι, α. βρίσκομαι σε πιο πλεονεκτική θέση από κάποιον άλλον, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «θα δεχτώ ν’ αναλάβω τη θέση που μου προτείνεται μόνο αν έχω τ’ απάνω χέρι || τώρα που έχει τ’ απάνω χέρι, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να λογαριάζει κανέναν». β. είμαι κύριος μιας κατάστασης ή μιας σχέσης: «ένας οικογενειάρχης πρέπει να ’χει τ’ απάνω χέρι μέσα στην οικογένειά του»·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, αδυνατώ να παρέμβω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί είμαι δεσμευμένος με λόγο, όρκο, κάποιου είδους εκβιασμό ή νομικό μέσο: «απ’ τη στιγμή που έδωσα το λόγο μου να μη βοηθήσω κανέναν απ’ τους δυο, έχω τα χέρια μου δεμένα και δεν κάνω τίποτα || έχω δεμένα τα χέρια μου, γιατί έχει στην κατοχή του κάτι ακάλυπτες επιταγές μου, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να ’ρθω στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας»·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- ζητώ το χέρι της, κάνω επίσημη πρόταση σε μια γυναίκα ή στους γονείς της, για να την παντρευτώ: «έχω δεσμό τρία χρόνια μαζί της, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω την Κυριακή στο σπίτι της, για να ζητήσω το χέρι της»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, λέγεται σε άντρα που περιμένει να γεννήσει η γυναίκα του και, σαν τους περισσότερους άντρες, θέλει αγόρι για τη διαιώνιση του ονόματός του και το υπονοούμενο της έκφρασης είναι πως, αν γεννηθεί κορίτσι, θα έχει κάποια φροντίδα και περιποίηση στα γεράματά του, γιατί, υποτίθεται, οι κόρες νιώθουν πιο κοντά στους γονείς: «να παρακαλάς να γεννήσει η γυναίκα σου κορίτσι, γιατί θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό». Πρβλ.: φίλο ποτέ να μην προδώσεις, για να ’χεις πρόσωπο λαμπρό και στους γονείς σου να πηγαίνεις ένα ποτήρι με νερό (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, πολύ μειωτική έκφραση α. για άτομο, που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το δείρουμε: «πάρε δρόμο από δω, γιατί αν σε δείρω θα λερώσουν τα χέρια μου». β. σε πολύ βρόμικο άτομο, που δεν έχουμε τη διάθεση ούτε καν να το ακουμπήσουμε: «ούτε καν χειραψία θα κάνω μαζί του, γιατί θα λερώσω τα χέρια μου»·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξανακουμπήσεις αυτό το βάζο αντίκα, θα σου κόψω τα χέρια || αν ξαναπάρεις λεφτά απ’ το ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κόψω το χέρι». Παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της πάνω στον καρπό του άλλου χεριού· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα χέρια·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, δίνει περισσότερη έμφαση στην παραπάνω φράση και παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της στο ύψος της μασχάλης·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. φρ. θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, α. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, παραδειγματικά, αν ξαναενοχλήσει με χειρονομίες οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο: «αν σε ξαναδώ ν’ απλώνεις χέρι στην αδερφή μου, θα σου σπάσω τα χέρια». β. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, να μην αγγίξει κάτι που του το έχουμε απαγορεύει: «αν ξανακουμπήσεις τον πίνακα, θα σου σπάσω το χέρι»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα χέρια·
- θα σου σφίξω το χέρι, θα παραδεχτώ πως είσαι άξιος, πως είσαι ικανός, αν ανταποκριθείς με επιτυχία στην υποτιθέμενη πράξη που αναφέρω: «αν τελειώσεις τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που μου ’δωσες, θα σου σφίξω το χέρι || είναι πάρα πολύ τσιγκούνης, αλλά, αν καταφέρεις να του πάρεις δανεικά, θα σου σφίξω το χέρι»·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) πρέπει να ξαναβαφεί από την αρχή: «η πόρτα θέλει δεύτερο χέρι, γιατί δε βάφηκε καλά»·
- καθαρά χέρια, δηλώνει τιμιότητα: «χωρίς καθαρά χέρια, δεν μπορείς να στεριώσεις σε καμιά δουλειά»· βλ. και φρ. έχω καθαρά χέρια·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, α. είμαι δεσμευμένος ή εξαναγκασμένος διά λόγου, όρκου, κάποιου είδους εκβιασμού ή νομικού μέσου, να υφίσταμαι κάτι κακό χωρίς να αντιδρώ ή να μην μπορώ να επέμβω, για να αποτρέψω κάποιο κακό: «όσο και να με βρίζουν, κάθομαι με τα χέρια δεμένα, γιατί ορκίστηκα να μην ξαναμαλώσω || έλεγε χίλιες δυο βλακείες και καθόμουν με δεμένα τα χέρια, γιατί έχει στα χέρια του μια ακάλυπτη επιταγή μου || είχαν στριμώξει το φίλο του στη γωνιά κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα, επειδή είναι έξω με αναστολή». β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλη η οικογένεια σκοτώνεται στη δουλειά κι αυτός κάθεται με τα χέρια δεμένα». γ. (γενικά) δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ: «έδερναν οι αλήτες γέρο άνθρωπο κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα και χάζευε»·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, αδιαφορώ και δεν επεμβαίνω να αποτρέψω κάτι κακό που διαδραματίζεται μπροστά μου: «έδερναν κάτι αλήτες ένα γεροντάκι κι αυτός καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και χασκογελούσε»· βλ. και φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, δηλώνει τη φανατική υπερψήφιση κάποιου υποψηφίου ή κάποιου κόμματος: «εμείς στο νομό μας ψηφίζουμε τον τάδε βουλευτή και με τα δυο τα χέρια || αποφασίσαμε να το ρίξουμε και με τα δυο χέρια στο τάδε κόμμα»·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, α. είναι προτιμότερο να παίρνουμε τα λιγοστά αλλά σίγουρα παρά να περιμένουμε να πάρουμε τα περισσότερα αλλά αβέβαια. Λέγεται ιδίως για χρήματα. Συνών. καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα. β. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχω καιρό για καθυστέρηση, γι’ αυτό κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. Δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, κάνω ό,τι είναι μέσα στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου ή στις δυνατότητές μου: «θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να βοηθήσω το γιο σου στη δουλειά || όταν πρόκειται να βοηθήσω κάποιο φίλο, κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου»·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πιάνω την μπάλα με το χέρι ή χτυπάει η μπάλα στο χέρι μου από δική μου πρόθεση, κάνω εντς, οπότε μου καταλογίζει ο διαιτητής παράπτωμα και η μπάλα έρχεται στην κυριαρχία της αντίπαλης ομάδας, που ξαναρχίζει το παιχνίδι με ελεύθερο χτύπημα: «ο διαιτητής είδε που έκανα χέρι και αμέσως σφύριξε, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το σημείο στο οποίο έπρεπε να στηθεί η μπάλα». Συνών. κάνω εντς·   
- κάτω τα χέρια! α. αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση, ιδίως σε ομάδα ατόμων, να μην πιάσουν τίποτα από όσα βρίσκονται μπροστά και γύρω τους. β. επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτω τα χέρια από…, αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση σε κάποιον να αποφύγει να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι ή να αποφύγει να επέμβει κάπου: «κάτω τα χέρια απ’ το κόμμα || κάτω το χέρια απ’ την Κύπρο»·
- κάτω τα χέρια σου, επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω το χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα). Η φρ. αυτή είναι ηπιότερης μορφής από ό,τι το κάτω τα χέρια(!) · βλ. και φρ. κοντά τα χέρια σου(!)
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί, ιδίως στην περίπτωση που προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον πως δεν πήραμε το πράγμα για το οποίο μας κατηγορεί: «κόβω το χέρι μου, αν νομίζεις πως πήρα εγώ τον αναπτήρα σου»· βλ. και φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια , βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον να μην αγγίξει κάτι, ιδίως να πάψει να χειρονομεί σε βάρος μας· βλ. και φρ. μάζεψε τα χέρια σου(!)·
- κόπηκαν τα χέρια μου ή μου κόπηκαν τα χέρια, παρέλυσαν από πολύωρη χειρονακτική εργασία ή από κάποιο μεγάλο βάρος που σήκωνα: «έσκαβα όλο το πρωί στον κήπο και κόπηκαν τα χέρια μου || κουβαλούσα είκοσι κιλά πράγμα και μου κόπηκαν τα χέρια, μέχρι να ’ρθω»·
- κουλάθηκε το χέρι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «χτύπησα τόσο δυνατά στον αγκώνα μου, που κουλάθηκε το χέρι μου»·
- κούνα τα χέρια σου! (τα χεράκια σου!), (προτρεπτικά) ενεργοποιήσου: «κούνα τα χέρια σου, γιατί αλλιώς δεν τελειώνει η δουλειά!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κρατάει στο χέρι του την κουτάλα, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ιδίως προς όφελός του: «είδες ποτέ κανέναν να κρατάει στο χέρι του την κουτάλα και να ’ναι φτωχός;»·
- κρατάνε τα χέρια του, είναι δυνατός: «κάθε φορά που δεν μπορώ να σηκώσω κάτι βαρύ, φωνάζω τον τάδε που κρατάνε τα χέρια του || μόλις κατάλαβα πως ο τάδε ήθελε να με δείρει, φώναξα το φίλο μου που κρατάνε τα χέρια του»·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. φρ. έχω στα χέρια μου·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο ερωτευμένος έχει κρύα χέρια από την ένταση που νιώθει και που, πολλές φορές, τον λούζει και κρύος ιδρώτας, όταν αντικρίζει το άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος, ενώ τα χέρια του ατόμου που ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, είναι ζεστά από τη συνεχή τριβή· βλ. και φρ. κρύα χέρια, ζεστή καρδιά·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λερώνω τα χέρια μου, διαπράττω κάποιο νομικό αδίκημα: «για να δούμε τώρα, που λέρωσες τα χέρια σου, ποιος θα σε πάρει στη δουλειά του!». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- λύθηκαν τα χέρια μου ή μου λύθηκαν τα χέρια, απαλλάχτηκα από κάποιο εμπόδιο ή από κάποια δέσμευση που δε μου επέτρεπε να ενεργήσω όπως ήθελα: «απ’ τη στιγμή που έληξε η απεργία των εργατών, λύθηκαν τα χέρια μου και θα τελειώσω τη δουλειά στο τάκα τάκα || τώρα που έληξε το συμβόλαιο, μου λύθηκαν τα χέρια και θα μπορέσω να συνεταιριστώ με όποιον θέλω»· βλ. και φρ. κόπηκαν τα χέρια μου·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), αποδεσμεύω κάποιον από κάτι και τον αφήνω να ενεργήσει όπως αυτός θέλει: «μόλις του ’λυσα τα χέρια, διαπραγματεύτηκε με το δικό του τρόπο με τους εργάτες και η απεργία έληξε αμέσως»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, α. κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια δύσκολη ή λεπτή χειροποίητη εργασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ή γενικά με ανάγκασε να διακόψω κάποια ενέργεια η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη: «τη στιγμή που ήταν να συνδέσω τις δυο άκρες, μπήκε στο εργαστήρι μου ο τάδε με φωνές και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι || ήθελα λίγο ακόμη να τελειώσω την περιποίηση του κήπου μου, αλλά ήρθε ο τάδε και με την κουβέντα που μ’ έπιασε μ’ έκοψε πάνω στο χέρι». β. κάποιος ή κάτι με υποχρέωσε να διακόψω τη σεξουαλική πράξη η οποία ήταν σε εξέλιξη: «την ώρα που την ξεγύμνωσα κι ήμουν έτοιμος για τα περαιτέρω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι»·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μάζεψε τα χέρια σου! ή μάζεψε το χέρι σου! α. λέγεται σε κάποιον που μας κάνει ενοχλητικές χειρονομίες: «μάζεψε, επιτέλους, τα χέρια σου και πάψε να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά! || μάζεψε τα χέρια σου, γιατί μ’ εκνεύρισες!». β. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που επιχειρεί να αγγίξει ερωτικά μια γυναίκα: «μάζεψε τα χέρια σου, γιατί θα τις φας!»·
- μακριά τα χέρια από…, α. (συμβουλευτικά) μην ασχοληθείς με κάποιον ή με κάτι, μην αναμειχθείς κάπου: «μακριά τα χέρια απ’ τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας και σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει || μακριά τα χέρια απ’ αυτό το μπιμπελό, γιατί είναι πολύ εύθραυστο και μπορεί να σπάσει με το παραμικρό». β. (απειλητικά) μην επιχειρήσεις να βλάψεις, να κάνεις κακό σε κάποιον: «μακριά τα χέρια απ’ τον αδερφό μου, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- με δεμένα τα χέρια ή με δεμένα χέρια ή με τα χέρια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «αυτό που μου ανέθεσες, το κάνω με δεμένα τα χέρια || τον νικώ με τα χέρια δεμένα»·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με τα λεφτά στο χέρι, βλ. λ. λεφτά·
- με τα χεράκια της (του), λέγεται για να δώσουμε έμφαση στο πρόσωπο που έκανε κάτι με τα χέρια του, αυτή η ίδια, (αυτός ο ίδιος): «αυτό το νόστιμο φαγητό το ’φτιαξε η κόρη μου με τα χεράκια της || αυτό το κέντημα το κέντησε η γυναίκα μου με τα χεράκια της || αυτό το σπίτι το ’χτισε με τα χεράκια του». (Τραγούδι: ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισε από άνθη κόρφους κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της
- με τα χέρια μου ή με τα ίδια μου τα χέρια, προσωπικά, εγώ ο ίδιος: «αυτόν τον κήπο τον έφτιαξα με τα χέρια μου || τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρες ναυαγό και πληγωμένο και μου ’δειξες συμπόνια και στοργή και τώρα με τα ίδια σου τα χέρια ζητάς για να με βάλεις βαθιά στη μαύρη γη)· βλ. και φρ. στα χέρια μου·
- με το κλειδί στο χέρι, βλ. λ. κλειδί·
- με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με το χέρι στην καρδιά, με απόλυτη ειλικρίνεια, με παρρησία: «θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, αν όντως συμφωνείς κι εσύ με τον τρόπο που χειρίστηκα το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτούς τους δρόμους πώς νοσταλγώ να ξαναβγούμε, όπως τότε, μια βραδιά να ’μαστε μόνο εσύ κι εγώ και να τα πούμε με το χέρι στην καρδιά
- με το χέρι της καρδιάς, λέγεται για χειραψία που γίνεται με το αριστερό χέρι, που θεωρείται εγκάρδια ή που επισφραγίζει μια συμφωνία, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δεξί μας χέρι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, γι’ αυτό κάναμε μια θερμή χειραψία με το χέρι της καρδιάς || είχα το χέρι μου στο γύψο, γι’ αυτό έσφιξα το χέρι του με το χέρι της καρδιάς, θέλοντας να επισημοποιήσουμε τη συμφωνία μας». Από το ότι η καρδιά βρίσκεται στο αριστερό μέρος του στήθος μας·
- με τρώει το χέρι μου, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, πως θα χειροδικήσουμε σε βάρος του: «μου φαίνεται πως θα τις φας μ’ αυτά τα καμώματά σου, γιατί με τρώει το χέρι μου». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να ξύνουν το εσωτερικό της παλάμης του άλλου χεριού»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- με φαγουρίζει το χέρι μου, βλ. φρ. με τρώει το χέρι μου·
- με χέρια και με πόδια, α. με όλες τις δυνάμεις: «αντιστεκόταν με χέρια και με πόδια, πριν καταφέρουν να τον ρίξουν οι αστυνομικοί στην κλούβα». β. με κάθε δυνατό μέσο, με κάθε δυνατό τρόπο: «προβλέπω πως αυτό το παιδί θα έχει λαμπρό μέλλον, γι’ αυτό θα το βοηθήσω με χέρια και με πόδια». γ. (για υπογραφές) με μεγάλη διάθεση, με μεγάλη ευχαρίστηση, ανεπιφύλακτα: «και τώρα ήρθε η ώρα να υπογράψετε. -Με χέρια και με πόδια»·
- μεγάλωσα σε ξένα χέρια, μεγάλωσα μακριά από την οικογένειά μου ή μεγάλωσα ανάμεσα σε ξένη οικογένεια: «όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου πήγαν μετανάστες στη Γερμανία κι εγώ μεγάλωσε σε ξένα χέρια || όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου σκοτώθηκαν σ’ ένα τροχαίο κι έτσι μεγάλωσα σε ξένα χέρια»·
- μεγάλωσα στα χέρια του (της), μεγάλωσα, διαπαιδαγωγήθηκα από κάποιον (κάποια): «από μικρός μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσα και πόνεσα και μάλωσα
- μένω με (τα) χέρια δεμένα ή μένω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. φρ. μη μιλάς πάνω στο χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, α. μην αποσπάς την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν προσπαθώ να περάσω την κλωστή στη βελόνα». β. μην αποσπάς την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν διαβάζω, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις»·
- μην πέσεις στα χέρια μου, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον δείρουμε, θα τον τιμωρήσουμε, θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα έχεις τ’ απάνω χέρι και κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μην πέσεις στα χέρια μου, όταν αλλάξουν τα πράγματα, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει πάνω στο χέρι, α. αποσπά την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί μιλάει πάνω στο χέρι, κάθε φορά που αφοσιώνομαι στη ζωγραφική». β. αποσπά την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί, όταν δουλεύω μιλάει πάνω στο χέρι»·  
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’δεσε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα: «ήθελα να πάω μια βόλτα στη Χαλκιδική, αλλά ο μηχανικός μου ’δεσε τα χέρια, γιατί δεν είχε έτοιμο τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. μου ’κοψε τα χέρια·
- μου ’κοψε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να ενεργήσω όπως εγώ ήθελα ή σχεδίαζα, παρενέβαλε εμπόδια στην πρόοδό μου, στην εξέλιξή μου: «αυτή η απεργία των εργατών μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου || σταμάτησε το επίδομα που μου έστελνε και μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου»·
- μου λείπουν χέρια, έχω έλλειψη εργατικού δυναμικού: «δε βλέπω να τελειώνω γρήγορα τη δουλειά, γιατί μου λείπουν χέρια»·
- μου λύνουν τα χέρια, με αποδεσμεύουν από κάτι και μπορώ να ενεργήσω όπως θέλω: «απ’ τη στιγμή που μου έλυσαν τα χέρια, τακτοποίησα σε χρόνο ρεκόρ όλες τις εκκρεμότητες»·
- μου ’μεινε στα χέρια, α. (για πρόσωπα) πέθανε στα χέρια μου: «την ώρα που τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο, μου ’μεινε στα χέρια ο παππούς». β. (για εμπορεύματα) δεν πουλήθηκε, δεν καταναλώθηκε: «είχα παραγγείλει μεγάλες ποσότητες απ’ αυτό το είδος και μου ’μεινε στα χέρια». γ. (για αντικείμενα) χάλασε καθώς το περιεργαζόμουν ή προσπαθούσα να το επιδιορθώσω: «πήρα αυτό το μπιμπελό να δω τι ακριβώς είναι, και μου ’μεινε στα χέρια, γιατί διαλύθηκε || προσπάθησα να επιδιορθώσω το ηλεκτρικό σίδερο και μου ’μεινε στα χέρια»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- ν’ αγιάσει το χέρι σου (το χεράκι σου) ή ν’ αγιάσουν τα χέρια σου (τα χεράκια σου), βλ. φρ. γεια στα χέρια σου(!)·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- να μου ξεραθούν τα χέρια ή να μου ξεραθεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- νίβω τα χέρια μου (νίπτω τας χείρας μου), δε φέρω καμιά ευθύνη, αποποιούμαι τις ευθύνες: «κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, πάντως εγώ νίβω τα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα, από μικρός παιδεύομαι στα ξένα, κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί”, Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ). Η φρ. ελέχθη από τον Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο μπροστά στην πιεστική απαίτηση του όχλου, που ζητούσε τη σταύρωση του Χριστού. Πρβλ.: ἰδών δέ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδέν ὠφελεί, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. (Ματθ., κζ΄24). Και η αρχαϊστική φρ. νίπτω τας χείρας μου σε κοινή χρήση·
- ξεράθηκε το χέρι μου, βλ. φρ. κουλάθηκε το χέρι μου·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, λέγεται στην περίπτωση που οι γνώμες, οι αποφάσεις ή οι προτάσεις δυο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων για το ίδιο θέμα, συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους: «έχουν υποβάλλει όλοι τους τις ίδιες προτάσεις στην επιτροπή, λες κι όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι»·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, όσο εξαρτάται από μένα: «δε θέλω να σου τάξω τρελά πράγματα, αλλά, όσο περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω»·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), α. καθοδηγώ κάποιον σε μια πορεία: «το παλικάρι πήρε απ’ το χέρι το γεροντάκι και το πέρασε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». β. καθοδηγώ κάποιον σε μια δουλειά ή υπόθεση, χωρίς να τον αφήνω να παίρνει πρωτοβουλίες: «αν δεν τον πάρεις απ’ το χεράκι να του δείξεις τι θα κάνει, δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά αυτό το παιδί»·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), αναλαμβάνω κάτι: «μόλις ο τάδε πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του εργοστασίου, όλα πήγαν μια χαρά || ό,τι παίρνει στα χέρια του, το τελειώνει με επιτυχία»·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, έρχομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «μόλις πήρε τ’ απάνω χέρι στο εργοστάσιο, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο»· βλ. και φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω τον απολυσώνα μου στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, ασχολήθηκα κατά καιρούς με διάφορους ή με διάφορα πράγματα ή είχα στην κατοχή μου διάφορα πράγματα: «πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό γυναίκες || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό δουλειές || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: περάσαν απ’ τα χέρια μου λεφτά, γυναίκες μάτσο
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), πέρασε κατά καιρούς από πολλούς ιδιοκτήτες κάτι: «δε θα τ’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πέρασε από πολλά χέρια»· βλ. και φρ. άλλαξε πολλά χέρια·
- περνάει απ’ το χέρι μου, είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου: «αφού περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω οπωσδήποτε»·
- περνώ δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή μια διαδικασία, ιδίως βάφω από την αρχή μια επιφάνεια: «περνώ δεύτερο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, μήπως κι έχω πουθενά καμιά ασάφεια || πρέπει να περάσω δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δε βάφηκε καλά». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. δεύτερο χέρι·
- περνώ τελευταίο χέρι, κάνω μια τελευταία προσπάθεια, για να γίνει κάτι πολύ καλύτερο, ιδίως το βάψιμο μιας επιφάνειας: «περνώ τελευταίο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, για να εντοπίσω τυχόν ατέλειές του || περνώ τελευταίο χέρι το βάψιμο της πόρτας, για να γίνει ομοιόμορφο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. το τελευταίο χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. φρ. δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), περιέρχεται κάτι στη δικαιοδοσία, στην κατοχή κάποιου που δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει ή που μπορεί να το χρησιμοποιήσει επικίνδυνα ή καταστροφικά: «έπεσε σε λάθος χέρια το μηχάνημα κι από άγνοια του χειριστή του βγήκε μπιελάρ || αν πέσει σε λάθος χέρια η ατομική ενέργεια, τότε αλίμονο στην ανθρωπότητα»·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), έρχεται κάποιο πράγμα στη δικαιοδοσία μου, στην κατοχή μου ή βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι τυχαία: «ό,τι πέφτει στα χέρια του, βρίσκει τον τρόπο να το αξιοποιήσει κατάλληλα || εκεί που έψαχνα στο υπόγειο να βρω ένα φτυαράκι, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία του παππού μου»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. φρ. πέφτω σε κακά χέρια· 
- πέφτω σε κακά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία κακού ή σκληρού ατόμου: «αν έχει τον τάδε διευθυντή, να του πεις πως έπεσε σε κακά χέρια και πως θα υποφέρει». β. αντιμετωπίζω την αδιαφορία ή την εχθρότητα του προστάτη μου ή του κηδεμόνα μου: «από μικρός έμεινε ορφανός κι έπεσε σε κακά χέρια, γιατί η θεια του, που τον ανέλαβε, ήταν πολύ στριφνή γυναίκα». γ. (και για τα δυο φύλα) κακοπαντρεύομαι: «πολύ καλή κοπέλα, αλλά έπεσε σε κακά χέρια και βασανίζεται η καημενούλα»·
- πέφτω σε καλά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία καλόκαρδου ατόμου: «έπεσα σε καλά χέρια, γιατί ο υπεύθυνος του τομέα μας, στο εργοστάσιο που δουλεύω είναι χρυσός άνθρωπος». β. έχω τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του προστάτη ή του κηδεμόνα μου: «έμεινε πολύ μικρός ορφανός, αλλά, ευτυχώς, έπεσε σε καλά χέρια, γιατί, η θεια του που ανέλαβε να τον μεγαλώσει ήταν χρυσή γυναίκα». γ. με αναλαμβάνει ικανός δάσκαλος, για να με διδάξει: «όλοι εμείς οι παλιοί πέσαμε σε καλά χέρια, γιατί τότε οι δάσκαλοι θεωρούσαν λειτούργημα αυτό που έκαναν». δ. (και για τα δυο φύλα) καλοπαντρεύομαι: «μπορεί να έκανε αλήτικη ζωή, αλλά στο θέμα του γάμου του έπεσε σε καλά χέρια»·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. συνηθέστ. πέφτω σε κακά χέρια· βλ. και φρ. πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι)·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι: «ο δολοφόνος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας». β. περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάποιου: «είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια του τάδε διευθυντή, γιατί είναι άνθρωπος με κατανόηση || αν πέσεις στα χέρια του τάδε διευθυντή, την έβαψες, γιατί είναι πολύ σκληρός με τους υφισταμένους του». γ. (για τόπους, πόλεις) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: «όλη η ανατολική περιοχή του εχθρικού κράτους έπεσε στα χέρια του στρατού μας»·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, α. πηγαίνω κάπου χωρίς να προσκομίζω κάποια πρόταση: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε μ’ άδεια τα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οπότε αυτοί αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι». β. επισκέπτομαι κάποιον, χωρίς να του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιο φίλο στη γιορτή του, δεν πηγαίνω ποτέ μ’ άδεια χέρια»·
- πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα χέρια, α. πηγαίνω κάπου προσκομίζοντας κάποια πρόταση: «παρόλο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε με γεμάτα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους συνδικαλιστές, οι συνομιλίες έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο». β. επισκέπτομαι κάποιον και του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιον φίλο μου στη γιορτή του, πηγαίνω με γεμάτα χέρια»·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, έχει την ικανότητα ή τις γνώσεις να κάνει διάφορες μικροκατασκευές ή επιδιορθώσεις, ιδίως στο χώρο του σπιτιού του: «ευτυχώς πιάνουν τα χέρια του άντρα μου, κι ότι χαλάει μέσα στο σπίτι, το φτιάχνει ο ίδιος»·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «είχαν από καιρό διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία· στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς μαζί με τον Ηλία)· βλ. και φρ. έρχομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάστηκε το χέρι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «ήταν πολύ βαρύ το δέμα που κουβαλούσα και πιάστηκε το χέρι μου»·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «πιάστηκε το χέρι μου σε κάτι σύρματα κι έκανα μια ώρα να το ξεμπερδέψω || πιάστηκε το χέρι μου στο άνοιγμα της πόρτας και πέθανα απ’ τον πόνο»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- σας φιλώ το χέρι, στερεότυπη έκφραση σεβασμού, στη συνάντησή μας με κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο αντί του χειροφιλήματος. Συνήθως συνοδεύεται με ελαφρά υπόκλιση κατά τη χειραψία, ή στερεότυπη φρ. με την οποία κλείνουμε κάποια επιστολή μας σε σεβάσμιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια σα δυο σκιές μες στη βραδιά με τα φτωχά τους ρουχαλάκια όλο βροχή και λασπουριά δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω ποιανής το χέρι να φιλήσω)· βλ. και φρ. φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), αποθεώνω κάποιον: «μετά το πέρας της ομιλίας του ο κόσμος σήκωσε ενθουσιασμένος στα χέρια τον αρχηγό του κόμματος»·
- σηκώνω τα χέρια, αδυνατώ να προσφέρω και το παραμικρό, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια: «ήταν τόσο προχωρημένη η αρρώστια του, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια»· βλ. και φρ. σηκώνω ψηλά τα χέρια μου·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές) θέλω να απαντήσω σε ερώτηση του δασκάλου μου, που την έθεσε στην τάξη ή για να του ζητήσω κάτι: «ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές της τάξης μας και, μόλις ρωτούσε κάτι ο δάσκαλος, σήκωνε αμέσως το χέρι ν’ απαντήσει || κάποια στιγμή σήκωσα το χέρι, για να πάρω άδεια απ’ το δάσκαλο να πάω στην τουαλέτα»·        
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), απειλώ να δείρω, να χτυπήσω κάποιον ή δέρνω, χτυπώ κάποιον: «σε μένα μη σηκώνεις χέρι, γιατί δεν είμαι απ’ τα παιδάκια που φοβούνται || είναι πολύ άτακτο παιδί και σηκώνει χέρι στον καθένα»·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, ακινητοποιούμαι στην προσταγή ψηλά τα χέρια κάποιου οπλοφόρου: «μόλις μούγκρισε ο άλλος ψηλά τα χέρια προτείνοντάς μου το πιστόλι του, υποχρεώθηκα να σηκώσω ψηλά τα χέρια μου»· βλ. και φρ. σηκώνω τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκατά στα χέρια σου! βλ. λ. σκατά·
- στ’ αριστερό μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, αριστερά μου (σου, του, της κ.λπ.), αριστερά: «μόλις θα συναντήσεις στ’ αριστερό σου χέρι ένα περίπτερο, θα κάνεις αμέσως δεξιά και θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις»·
- στα χέρια μου (σου, του, της κ.λπ.), με δικές μου (σου, του, της κ.λπ) φροντίδες και κάτω από την επίβλεψή μου (σου, του, της κ.λπ.): «στα χέρια σου έγιναν όλες οι επιδιώξεις μου πραγματικότητα || στα χέρια της μεγάλωσε πέντε παιδιά» (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν άντρες μ’ ολοκάθαρη ματιά. Ψηλά κυπαρισσόπουλα χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά)· βλ. και φρ. με τα χέρια μου·
- σταυρώνω τα χέρια μου, α. δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγος, αδρανώ: «είναι καιρός τώρα που σταύρωσα τα χέρια και δεν κάνω τίποτα». β. αντιμετωπίζω παθητικά μια δύσκολη κατάσταση: «ήταν καμιά δεκαριά άτομα που τον έδερναν και σταύρωσα τα χέρια μου, γιατί δεν μπορούσα να τον γλιτώσω»·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι  με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- στηρίζομαι στα χέρια μου, υπολογίζω στον εαυτό μου, στην προσωπική μου ικανότητα, στην προσωπική μου εργασία: «όσο στηρίζομαι στα χέρια μου, δεν έχω την ανάγκη κανενός»·
- στο δεξί μου (σου, του, της κ.λπ.) χέρι, δεξιά μου (σου, του, της κ.λπ.), δεξιά: «όπως θα ’ρχεσαι, θα συναντήσεις στο δεξί σου χέρι ένα βενζινάδικο και, μόλις το περάσεις, θα με δεις που θα σε περιμένω στην εξώπορτα του σπιτιού μου»·
- σφίξαμε τα χέρια, α. συμφιλιωθήκαμε: «αποφασίσαμε να σφίξουμε τα χέρια, γιατί καταλάβαμε πως με έχθρες και μαλώματα δε βγαίνει άκρη». β. επισημοποιήσαμε μια συμφωνία δια χειραψίας: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σφίξαμε τα χέρια»·
- σφυρίζω χέρι, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) καταλογίζω το παράπτωμα του παίχτη να πιάσει ή να χτυπήσει εκούσια την μπάλα με το χέρι του: «ο διαιτητής είδε την κίνηση του παίχτη κι αμέσως σφύριξε χέρι». Στην περίπτωση που ο διαιτητής θεωρήσει πως ο παίχτης ήρθε σε επαφή με την μπάλα ακούσια, τότε αφήνει το παιχνίδι να συνεχιστεί· 
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι τα θέλει, είναι τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του: «δεν κάνει το παραμικρό και τα θέλει όλα στο χέρι || από μικρό παιδί τον έχουν καλομαθημένο και τα θέλει όλα στα χέρια του || αυτός δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του κι όλα στα χέρια του τα θέλει»·
- τα ξένα χέρια, α. οι θετοί γονείς ή κηδεμόνες: «οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. (Λαϊκό τραγούδι: είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια! Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια! Είναι μαχαίρια!). β. αυτοί που δεν είναι συγγενείς, που είναι ξένοι ως προς κάποια οικογένεια: «πεθαίνοντας ο παππούς άφησε πολλά χρέη κι έτσι η περιουσία του πέρασε στα ξένα χέρια»·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), συζητήσαμε ή κάναμε συζήτηση σε έντονο τόνο για θέματα που μας αφορούσαν, σχεδόν λογομαχήσαμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι όταν βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα μπαράκι, τα ’παμε ένα χεράκι || είχαμε παλιές διαφορές και με την πρώτη ευκαιρία τα ’παμε ένα χεράκι»·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. τα δάχτυλά μου μύρισα; λ. δάχτυλο·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. φρ. κοντά τα χέρια σου(!)·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. φρ. πιάνει το χέρι του·
- τα χρυσά χέρια, λέγεται για άτομο, ιδίως για χειρούργο, που είναι πολύ επιδέξιος στα χέρια και, κατ’ επέκταση, πολύ ικανός σε αυτό που κάνει με αυτά: «αφήνω χωρίς φόβο τη ζωή μου στα χρυσά χέρια αυτού του γιατρού»·
- την έχω πατημένη από χέρι, βλ. συνηθέστ. είμαι χαμένος από χέρι·
- της βάζω χέρι, χαϊδεύω ερωτικά μια γυναίκα: «τον είδα να ’χει στριμώξει την γκόμενά του στη γωνία και να της βάζει χέρι»·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά στο χέρι ή της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της περνώ δεύτερο χέρι, μετά από μικρή ανάπαυλα, επιβάλλω πάλι τη σεξουαλική πράξη στην ίδια γυναίκα: «μετά το τσιγάρο που έκανα, της πέρασα δεύτερο χέρι για να με θυμάται». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- της περνώ ένα χέρι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της πέρασα ένα χέρι»·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. της τα φέρνω όλα στο χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν την αφήνω να κάνει τίποτα, την περιποιούμαι, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες της, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που της τα φέρνει όλα στο χέρι»·
- το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, το δεξί χέρι στην περίπτωση που είμαστε δεξιόχειρες ή το αριστερό χέρι στην περίπτωση που είμαστε αριστερόχειρες: «για χειραψία δίνει πάντα το καλό το χέρι || υπογράφει πάντα με το καλό χέρι»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί οποιονδήποτε παρανομεί, όσο υψηλά και αν ίσταται: «μπορεί να είναι μεγάλο όνομα, αλλά κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το μακρύ χέρι του νόμου»·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), η αμοιβαία συνδρομή, η αλληλοβοήθεια οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα: «είστε δυο αδέρφια και πρέπει να ’στε αγαπημένα, γιατί το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο)»·
- το τελευταίο χέρι, ο τελευταίος από αυτούς που διαδοχικά διακινούν κάποιο εμπόρευμα ή ναρκωτικό: «δεν ξέρω πόσα χέρια άλλαξε, αλλά ο τάδε ήταν το τελευταίο χέρι»· βλ. και φρ. περνώ το τελευταίο χέρι·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), (για γνώσεις, επαγγέλματα ή τέχνες) βλ. συνηθέστ. το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), λ. δάχτυλο·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, δηλώνει τη μεγάλη επίδραση που ασκεί η μητέρα πάνω στα παιδιά της: «βέβαια κι εσύ ως πατέρας έχεις συμβάλει στο μεγάλωμα των παιδιών σου, αλλά το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει»·
- το χέρι της καρδιάς, το χέρι το οποίο βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς, το αριστερό χέρι: «του ’δωσα το χέρι της καρδιάς, γιατί με το δεξί κρατούσα ένα δέμα»· βλ. και φρ. με το χέρι της καρδιάς·
- το χέρι της μοίρας, η μοίρα: «τα πάντα στη ζωή μας εξαρτιόνται απ’ το χέρι της μοίρας»·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- το χέρι του Θεού, α. ο Θεός: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το χέρι του Θεού». β. (για ποδόσφαιρο) χαρακτηρισμός του Αργεντινού ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα ο οποίος στο Μουντιάλ ποδοσφαίρου που έγινε το 1986 στο Μεξικό, πέτυχε γκολ σε βάρος της Αγγλίας χρησιμοποιώντας πονηρά με το χέρι του: «αν δεν υπήρχε το χέρι του Θεού, η Αργεντινή θα έχανε τον αγώνα απ’ την Αγγλία»·
- το χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί αυτόν που παρανομεί: «κανένας παράνομος δε γλιτώνει απ’ το χέρι του νόμου»·
- τον βάζω στο χέρι, α. τον κάνω όργανό μου: «σου τάζει χίλια δυο πράγματα, μέχρι να σε βάλει στο χέρι, κι ύστερα σε κάνει ό,τι θέλει». β. πετυχαίνω να του πάρω χρήματα με σκοπό να μην του τα επιστρέψω, τον εξαπατώ: «ο σκοπός ήταν να του πάρω τα λεφτά και τώρα που τον έβαλα στο χέρι, άσ’ τον να κουρεύεται»·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- τον έχω στο χέρι, α. τον έχω υποχείριό μου: «αυτός θα μας ψηφίσει σίγουρα, γιατί τον έχω στο χέρι». β. έχω στοιχεία εναντίον του: «δεν μπορεί να πει τίποτα για μένα, γιατί τον έχω στο χέρι». γ. σε μια δοσοληψία έχω πάρει περισσότερα χρήματα από αυτά που του έχω δώσει: «δε με νοιάζει αν θέλει να χαλάσει τη συνεργασία μας, γιατί τον έχω στο χέρι»·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. φρ. είναι του χεριού μου·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, τον νικώ με μεγάλη άνεση, με μεγάλη ευκολία: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι»·
- τον κρατώ στο χέρι, έχω στοιχεία εναντίον του: «το ’χω σίγουρο πως δε θα με καρφώσει, γιατί τον κρατώ στο χέρι»·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτόν, τον ξεγελώ όποια ώρα θέλω: «μπορώ όποια ώρα θέλω να του φάω τα λεφτά του, γιατί τον παίζω στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ αποδείχτηκα πως έχω βγει ξεφτέρι, κι όλους τους μάγκες του ντουνιά τους έπαιζα στο χέρι
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω χέρι, τον επιπλήττω, τον μαλώνω αυστηρά: «μόλις γύρισε ο πατέρας του στο σπίτι, του ’βαλε χέρι, γιατί έμαθε πως έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο»·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- του κόβω τα χέρια, παρεμβάλλω σοβαρά εμπόδια, με σκοπό να αναστείλω κάποια εξέλιξή του: «δεν του ’δωσα μια εγγυητική επιστολή που ήθελε για να αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο, και του ’κοψα τα χέρια»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του σφίγγω το χέρι, α. τον χαιρετώ εγκάρδια: «πολύ μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος και, κάθε φορά που τον συναντώ, του σφίγγω το χέρι». β. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την υπεροχή του σε κάτι: «σε θέματα οικονομίας, του σφίγγω το χέρι»·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. του τα φέρνω όλα στα χέρια·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα, τον κατσάδιασα: «μόλις τον συνάντησα, του τα ’πα ένα χεράκι, γιατί δεν ανέχομαι άλλο να με κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη μου»·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες του, είτε γιατί ξέρω πως είναι μεγάλος τεμπέλης είτε γιατί τον έχω κακομαθημένο είτε γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ: «του ’χω μεγάλη αδυναμία αυτού του παιδιού και του τα φέρνω όλα στα χέρια»·
- του τα ’ψαλλα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι ο πατέρας του του τα ’ψαλλε ένα χεράκι, γιατί έμαθε πως είχε κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ, Λευτέρη Λευτεράκη, θα ’ρθω να σου τα ψάλλω ένα χεράκι
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού είπε αυτά τα πράγματα για σένα, του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο»·
- τους φέρνω στα χέρια, γίνομαι αιτία να μαλώσουν, να συμπλακούν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «το ’χει χούι να διαβάλλει τους ανθρώπους, για να τους φέρνει στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), αποσύρομαι από κάπου: «εγώ τραβώ τα χέρια μου απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται ύποπτη»·
- τρίβω τα χέρια μου, αισθάνομαι τόσο μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση, που δεν μπορώ να την κρύψω: «δεν τον χωνεύει καθόλου και, κάθε φορά που τον κατσαδιάζει ο διευθυντής του, αυτός τρίβει τα χέρια του || μόλις τον πληροφόρησαν πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να τρίβει τα χέρια του»·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο, αλλά, όταν μ’ έπιασε στα χέρια του, έφαγα ένα χέρι ξύλο»·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια·
- υψώνω τα χέρια στο Θεό, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για κάτι: «δυστυχώς, μόνο όταν έχουμε ανάγκη υψώνουμε τα χέρια στο Θεό»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. συνηθέστ. υψώνω τα χέρια στο Θεό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), γίνομαι αιτία να συμπλακούν, να μαλώσουν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «είναι τόσο ναζιάρα γυναίκα, που, όπου και να πάει, φέρνει στα χέρια τους άντρες». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες (Λαϊκό τραγούδι)· 
- φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση ή σεβασμό στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «δεν είναι μόνο σεβάσμιος αλλά σωστός κι ακριβοδίκαιος, γι’ αυτό και του φιλώ το χέρι»· βλ. και φρ. σας φιλώ το χέρι·
- φιλώ χέρια, παρακαλώ επίμονα προς όλες τις κατευθύνσεις για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός δεν υπολόγιζε κανέναν και τώρα που ξέπεσε, φιλάει χέρια για να τον βοηθήσουν»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), ενώ το θεωρώ εξασφαλισμένο, ξαφνικά  αντιλαμβάνομαι πως το έχω χάσει: «προηγουμένως άναψα με τον αναπτήρα μου και τον έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέρι με χέρι, δηλώνει άμεση ανταλλαγή ή μεταβίβαση, που γίνεται συνήθως γρήγορα και κρυφά: «ο αναπτήρας πέρασε χέρι με χέρι κι εξαφανίστηκε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ένας νέος, κομψός κι ωραίος, θα μου προσφέρει ένα τσιγάρο μυστικά, χέρι με χέρι μου το προσφέρει και το τραβούμε και οι δυο γλυκά
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, είναι εξυπνότερο να υποκύψεις σε κάποιον, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα ή την ικανότητα να τον αντιμετωπίσεις δυναμικά: «μην κάνεις το μάγκα εκεί που δε σε παίρνει κι αν είσαι έξυπνος, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το»·
- χέρι σε χέρι, βλ. συνηθέστ. από χέρι σε χέρι·
- χέρι χέρι, α. (για πρόσωπα) συντροφικά. (Τραγούδι: βήμα βήμα, χέρι χέρι, κάπου η μοίρα θα μας φέρει). (Λαϊκό τραγούδι: μια καινούρια ζωή ξαναρχίζουμε και πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε). Θυμηθείτε και το πολιτικό σλόγκαν του ΛΑΟΣ: χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη. β. πιασμένοι από τα χέρια: «τους είδα να κάνουν χέρι χέρι βόλτα στην παραλία».
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, τα πολλά χέρια είναι ευλογία, γιατί δουλεύουν, ενώ τα πολλά στόματα δημιουργούν έριδες και διχογνωμίες·
- χτυπώ τα χέρια (μου), βλ. συνηθέστ. χτυπώ παλαμάκια, λ. παλαμάκι. (Παιδικό τραγούδι: χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ,μια και είμαι εγώ παιδί, θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
- χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι, απαιτώ κάτι με έντονο τρόπο, επιμένω δυναμικά στην αξίωσή μου: «αν δε χτυπήσεις το χέρι σου στο τραπέζι, δε θα πάρεις αυτά που σου έχουν τάξει»·
- ψηλά τα χέρια! α. απειλητική προσταγή οπλοφόρου με σκοπό να ακινητοποιήσει κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στη σάλα μας, μασκέ, όλη η πόλη μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι! Ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία).β. έκφραση με την οποία μπαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα κάποιος σε ένα χώρο όπου υπάρχουν φίλοι του, με σκοπό να τους τρομάξει·
- ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια (κάποιον ή κάποιο κόμμα), ψηφίζω φανατικά κάποιον ή κάποιο κόμμα: «τα τελευταία χρόνια ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια τον τάδε υποψήφιο, γιατί βλέπω πως εργάζεται για το καλό του τόπου».

χιλιόμετρο

χιλιόμετρο, το, ουσ. [<γαλλ. kilometre <ελλ. χίλια + μέτρον], το χιλιόμετρο·
- απ’ το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά, υπάρχει μεγάλη απόσταση από την πρόθεση που έχει ή την υπόσχεση που δίνει κάποιος μέχρι να την πραγματοποιήσει: «μου υποσχέθηκε πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά να δούμε πότε, γιατί απ’ το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά»·
- κάνω τα χιλιόμετρά μου, ασχολούμαι προσωπικά με κάτι, καταβάλλω προσπάθειες για κάτι, ενεργοποιούμαι έντονα: «πρέπει να κάνεις κι εσύ τα χιλιόμετρά σου και μην περιμένεις να σου τελειώσουν οι άλλοι τις δουλειές σου»·
- όρθιο χιλιόμετρο, χαρακτηρισμός πάρα πολύ ψηλού ανθρώπου: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι όρθιο χιλιόμετρο».

χιόνι

χιόνι, το, ουσ. [<μσν. χιόνι <μτγν. χιόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χιών ἡ], το χιόνι. Υποκορ. χιονάκι, το. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γράφ’ τα στο χιόνι ή γράψ’ τα στο χιόνι, μην υπολογίζεις να σου επιστρέψει τα χρήματα που του δάνεισες: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γράφ’ τα στο χιόνι, γιατί είναι μεγάλος μπαταχτσής». Από το ότι ό,τι γράφει κανείς στο χιόνι, εξαφανίζεται μετά από λίγες μέρες, όταν αυτό λιώσει·
- έρχονται (τα) χιόνια στα μαλλιά μου ή έρχονται στα μαλλιά μου (τα) χιόνια, ασπρίζουν τα μαλλιά μου και, κατ’ επέκταση, γερνώ: «μόλις αντιλήφθηκα να ’ρχονται χιόνια στα μαλλιά μου, μ’ έπιασε βαριά κατάθλιψη». (Τραγούδι: περνούν οι μέρες, περνούν τα χρόνια και στα μαλλιά μας έρχονται χιόνια
- έχει χιόνια, (για τηλεοράσεις) η εικόνα δεν είναι καθαρή γιατί παρουσιάζει χιλιάδες λευκές κουκκίδες, που τρεμοπαίζουν και σου δίνουν την εντύπωση πως χιονίζει: «δεν έχει καθαρή εικόνα η τηλεόρασή μου, γιατί, απ’ τη μέρα που χάλασε η κεραία της, έχει χιόνια»·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. φρ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι· 
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, δε θα τον αφήσω σε ησυχία, θα τον κυνηγήσω, μέχρι να τον πιάσω και να τον εκδικηθώ: «για το κακό που μου ’κανε, θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι». Από το ότι δεν υπάρχει μαύρο χιόνι· 
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω μα πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. φρ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
- μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή μαθημένα τα βουνά στα χιόνια, βλ. λ. βουνό·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, βλ. λ. Θεός·
- σαν τα χιόνια! επιφώνημα έκπληξης για κάποιον που έρχεται ξαφνικά να μας επισκεφτεί ύστερα από πολύ καιρό και που είναι καλοδεχούμενος. (Λαϊκό τραγούδι: είχα που λες να σε δω κάτι χρόνια, κι ήρθες εχθές ξαφνικά σαν τα χιόνια). Συνών. σαν τα μάραθα(!)·
- συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, βλ. λ. βουνό·
- το ’στρωσε το χιόνι, βλ. συνηθέστ. το ’στρωσε, λ. στρώνω·
- του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, βλ. λ. Φλεβάρης·
- χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού, βλ. λ. καλοκαίρι.

χορεύω

χορεύω, ρ. [<αρχ. χορεύω <χορός], χορεύω· (στη γλώσσα της φυλακής) υφίσταμαι σωματικά μαρτύρια: «χτες βράδυ τον πήραν στην απομόνωση και τον χόρεψαν». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, βλ. λ. χορός·
- δυο λαλούν και τρεις χορεύουν, λέγεται ειρωνικά για άτομο που βρίσκεται πάντοτε εν ευθυμία και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρό, που δεν είναι ικανό να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «προς Θεού, μην του αναθέσεις το παραμικρό, γιατί είναι απ’ αυτούς που δυο λαλούν και τρεις χορεύουν»·
- θα τον χορέψω ή θα τον κάνω να χορέψει, α. θα του δημιουργήσω μεγάλα προβλήματα, θα τον ταλαιπωρήσω: «θα τον χορέψω μέχρι να του εγκρίνω το δάνειο». β. θα τον τιμωρήσω σκληρά με ξυλοδαρμό, θα τον ξυλοκοπήσω: «αν αποδειχτεί αλήθεια πως αυτός με κάρφωσε, θα τον κάνω να χορέψει, μόλις τον συναντήσω». Συνών. θα τον χοροπηδήσω ή θα τον κάνω να χοροπηδήσει·
- θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- θα τον χορέψω στο ταψί ή θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. μοναχός·
- νηστικό αρκούδι δε χορεύει, βλ. λ. αρκούδι·
- όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε, βλ. λ. λαλώ·
- όπως του βαρούν, χορεύει, βλ. λ. βαρώ·
- όπως του λαλούν, χορεύει, βλ. λ. λαλώ·
- όπως του παίζουν, χορεύει, βλ. λ. παίζω·
- όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
- όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
- το Ησαΐα χόρευε, βλ. λ. Ησαΐας·
- το μουνί της χορεύει καστανιέτες, βλ. λ. καστανιέτα·
- τον χόρεψε, α. του δημιούργησε προβλήματα, τον ταλαιπώρησε: «μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει, τον χόρεψε τον φουκαρά». β. τον ξυλοκόπησε: «του τα ’χε από καιρό φυλαγμένα και με την πρώτη ευκαιρία, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε». Από την εικόνα του ατόμου που δέχεται χτυπήματα από κάποιον και που οι κινήσεις που κάνει κάθε τόσο, για να αποφεύγει τα χτυπήματα, ή από τον πόνο που νιώθει, το κάνει να φαίνεται πως χορεύει·
- τον χόρεψε καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- τον χόρεψε καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- τον χόρεψε σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- τον χόρεψε στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- τον χόρεψε τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- τον χόρεψε τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, βλ. λ. χορός·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά·
- χορεύω στο δικό του (το) σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- χορεύω στους ρυθμούς των ρίχτερ, βλ. λ. ρίχτερ·
- χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, βλ. λ. χορός·
- χορεύω το χορό του Ησαΐα, βλ. λ. χορός·
- χορεύω τον Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας.

χοροπηδώ

χοροπηδώ κ. χοροπηδάω, ρ. [<χορεύω + πηδώ], χοροπηδώ. 1. αναπηδώ ρυθμικά από έντονη χαρά ή ενθουσιασμό: «μόλις ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του αγώνα, οι φίλαθλοι άρχισαν να χοροπηδούν γιορτάζοντας τη νίκη της ομάδας τους». 2. είμαι πολύ χαρούμενος, εκδηλώνω έντονα τη χαρά μου: «κάθε φορά που έρχεται ο παππούς στο σπίτι, τα παιδιά χοροπηδούν φωνάζοντας τ’ όνομά του»·
- θα τον χοροπηδήσω ή θα τον κάνω να χοροπηδήσει, α. θα του δημιουργήσω μεγάλα προβλήματα, θα τον ταλαιπωρήσω: «δεν τον χωνεύω καθόλου, και τώρα που βρεθήκαμε κόντρα σ’ αυτή τη δουλειά, θα τον χοροπηδήσω». β. θα τον τιμωρήσω σκληρά με ξυλοδαρμό, θα τον ξυλοκοπήσω: «να του πεις πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον κάνω να χοροπηδήσει». Συνών. θα τον χορέψω ή θα τον κάνω να χορέψει.

χρονικό

χρονικό, το, ουσ. [<μτγν. χρονικόν, ουδ. του επιθ. χρονικός], το χρονικό·
- θα γραφεί στα χρονικά, έκφραση που δηλώνει μεγάλη έκπληξη ή απορία για τον πρωτόγνωρο τρόπο ενέργειας κάποιου ή γενικά για κάτι που είναι πρωτοφανές: «εσύ, ο μεγαλύτερος γόης, να τρέχεις από πίσω της και να την παρακαλάς, θα γραφεί στα χρονικά! || αυτός ο σεισμός θα γραφεί στα χρονικά»·
- θα μείνει στα χρονικά, βλ. φρ. θα γραφεί στα χρονικά.

χταπόδι

χταπόδι, το, ουσ. [<μσν. οκταπόδιον, υποκορ. του αρχ. οκτάπους], το χταπόδι· βοηθητικό αντικείμενο, που αποτελείται από έναν αριθμό λαστιχένιων σχοινιών με γάντζους στις άκρες τους (που παρομοιάζονται με τα πόδια του χταποδιού) και χρησιμοποιείται για να δένονται με ασφάλεια οι αποσκευές, ιδίως πάνω στις σχάρες των αυτοκινήτων: «ο πατέρας ασφάλισε με το χταπόδι τις βαλίτσες μας που ήταν στη σχάρα του αυτοκινήτου». Υποκορ. χταποδάκι, το·
- γυναίκα χταπόδι, βλ. λ. γυναίκα·
- έφαγε όσες τρώει το χταπόδι, ξυλοκοπήθηκε πάρα πολύ άγρια: «έπεσε στα χέρια ενός τρελού ο φουκαράς κι έφαγε όσες τρώει το χταπόδι». Από την εικόνα του ατόμου που χτυπάει με δύναμη το χταπόδι πάνω στην προκυμαία ή πάνω σε βράχια, για να μαλακώσει. Συνώνυμο: έφαγε όσες τρώει το νταούλι·
- θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν χταπόδι ή θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν το χταπόδι, (απειλητικά) θα σε ξυλοκοπήσω πάρα πολύ άγρια: «αν ξαναπείς κακό λόγο για την οικογένειά μου, θα σε χτυπήσω κάτω σαν χταπόδι»·
- τον χτύπησε (κάτω) σαν χταπόδι ή τον χτύπησε (κάτω) σαν το χταπόδι, τον ξυλοκόπησε πάρα πολύ άγρια: «επειδή τον έπιασε να τον κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη του, τον άρπαξε και τον χτύπησε κάτω σαν το χταπόδι».

χώμα

χώμα, το, ουσ. [<αρχ. χῶμα], το χώμα. 1. ο τάφος, ο θάνατος: «όλους μας περιμένει δυο μέτρα χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: σίγουρα θα πάμε, μια και φτάσαμ’ ως εκεί, εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή). 2. η γη, ο τόπος, η χώρα, η πατρίδα: «σκόνταψε κι έπεσε στο χώμα || θα υπερασπίσουμε με τη ζωή μας τ’ άγια χώματά μας». (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, βλ. λ. ελαφρός·
- γίνομαι ένα με το χώμα, βλ. φρ. γίνομαι χώμα·
- γίνομαι χώμα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθομαι να πιω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γίνομαι χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτι να πιω να γίνω λιώμα, να γίνω χώμα και κάτι ακόμα). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι ένα με το χώμα, βλ. φρ. είμαι χώμα·
- είμαι χώμα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «θέλω να με πάει κάποιος στο σπίτι μου, γιατί είμαι χώμα». Για συνών. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι ένα και χώμα, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που είναι πάρα πολύ κοντό: «μόλις τον δεις, θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι ένα και χώμα». Συνών. είναι ένα και γη / είναι ένα και τίποτα·
- είναι στο χώμα, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε: «το άτομο που ζητάς, έμενε κάποτε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά τώρα είναι στο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- έφαγε η μούρη του χώμα, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. λ. μύτη·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, βλ. λ. πλάτη·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. λ. ράχη·
- έφαγε χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε μια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πάλεψε με τον τάδε κι έφαγε χώμα»· βλ. φρ. είναι στο χώμα·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια, θα σε λιώσω, θα σε ισοπεδώσω: «αν επιχειρήσεις ξανά να παρασύρεις το γιο μου στα ναρκωτικά, θα σε κάνω ένα με το χώμα»·
- θα σε βάλω να φας χώμα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε βάλω να φας χώμα»·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- μπήκε στο χώμα, βλ. φρ. είναι στο χώμα·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «πρόσεχε τι δουλειές κάνεις μ’ αυτά τα παλιόμουτρα, γιατί, όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. λ. μούτρο·
- τα ξένα χώματα ή το ξένο χώμα, η ξενιτιά: «πέρασε όλη του τη ζωή στα ξένα χώματα κι επέστρεψε να πεθάνει στο χωριό του». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος γυρίζω μέσα στους ξένους στην εξορία την πικρή, στο ξένο χώμα θα τελειώσει η ρημαγμένη μου ζωή
- το μαύρο (το) χώμα, ο τάφος, ο Άδης: «όλους μας περιμένει το μαύρο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: ξύπνα, καημένε Πίκινε, από το μαύρο χώμα κι έλα να δεις τους φίλους σου που σ’ αγαπάνε ακόμα). Συνών. η μαύρη γη / το μαύρο (το) σκοτάδι· 
- τον βίδωσα στο χώμα, α. τον ξυλοκόπησα άγρια, τον έλιωσα, τον ισοπέδωσα από το ξύλο που του έδωσα: «μόλις ο άλλος μου ’βρισε τη μάνα, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον βίδωσα στο χώμα». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) εξουδετέρωσα τελείως τον αντίπαλό μου: «του ’κανα τέτοιο στενό μαρκάρισμα, που τον βίδωσα στο χώμα». Συνών. τον βίδωσα στη γη·
- τον έβαλαν στο χώμα, τον έθαψαν: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τον έβαλαν στο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: μωρή κακούργα μάγισσα τι άλλο θες ακόμα; Τ’ αγόρι που μεγάλωσα κι ακόμα δεν καμάρωσα μου το ’βαλες στο χώμα
- τον έκανε ένα με το χώμα, τον ξυλοκόπησε άγρια, τον έλιωσε, τον ισοπέδωσε από το πολύ ξύλο που του έδωσε και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησε: «πήγε να του κάνει ο άλλος το μάγκα, αλλά σαν τον έπιασε ο δικός σου στα χέρια του, τον έκανε ένα με το χώμα». Συνών. τον έκανε ένα με τη γη· βλ. και φρ. τον κάνω ένα με το χώμα·
- τον έφαγε το μαύρο χώμα ή τον έφαγε το χώμα, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε: «είχε ένα γιο παλικάρι, αλλά τον έφαγε το μαύρο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, πριν με φάει το μαύρο χώμα,λίγο τόπο κάνε μου στο στρώμα // βρε Κωστάκη, αγάντα ακόμα, γιατί θα σε φάει το χώμα και ας είσαι πονηρός
- τον κάνω ένα με το χώμα ή τον κάνω χώμα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που καθόμαστε να πιούμε, τον κάνω ένα με το χώμα κι ύστερα τον κουβαλώ στο σπίτι του». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι· βλ. και φρ. τον έκανα ένα με το χώμα·
- του ’τριψα τη μούρη στο χώμα, τον τιμώρησα αυστηρά, ιδίως με ξυλοδαρμό και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησα σκληρά: «επειδή είχαμε από παλιά διαφορές, μόλις τον είδα τον έπιασα στα χέρια μου και του ’τριψα τη μούρη στο χώμα»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. φρ. του ’τριψα τη μούρη στο χώμα·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. φρ. κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, λ. κάρβουνο. (Λαϊκό τραγούδι: ώρα καλή, παιδάκι μου, και να ’χεις την ευχή μου, να ’σαι καλά και ευτυχής, σε όποιον τόπο φτάνεις, χρυσάφι να σου γίνεται το χώμα που θα πιάνεις
- χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. φρ. κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, λ. κάρβουνο.

χώνομαι

χώνομαι, ρ. [<χώνω], χώνομαι. 1. επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις ή διαμάχες: «μπορείς να μου πεις τι σ’ ενδιαφέρει και χώνεσαι να μάθεις ποιος κέρδισε τη δίκη; || όταν βλέπεις τους άλλους να μαλώνουν, εσύ να μη χώνεσαι». 2. βολεύομαι κάπου: «χώθηκε στο δημόσιο και βρήκε την υγειά του ο άνθρωπος»·
- θα τη χωθώ, θα μπω. (Λαϊκό τραγούδι: θα τη χωθώ σε κάποιο μπαρ να πιω ουίσκι, μέχρι να μεθύσω, με κάποια που σου μοιάζει να τη δω, έτσι για να ξαναγαπήσω
- τη χώθηκα, μπήκα: «μόλις άρχισε να βρέχει, τη χώθηκα σ’ ένα μπαράκι, μέχρι να σταματήσει η βροχή»·
- του χώνομαι ή του τη χώνομαι, με λόγια ή χειρονομίες προσπαθώ να τον εκνευρίσω, να τον ερεθίσω, να τον προκαλέσω: «κάθε φορά που του τη χώνομαι, κάνει πίσω, γιατί με φοβάται»·
- χώθηκε στην τρύπα του, βλ. λ. τρύπα·
- χώνεται μέσ’ στα όλα, βλ. λ. μέσα·
- χώνεται μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
- χώνεται παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έτσι όπως χώνεται παντού, θα το φάει καμιά μέρα το κεφάλι του».

ψωμί

ψωμί, το, ουσ. [<μτγν. ψωμίν <ψωμίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψωμός (= μπουκιά)], το ψωμί. Υποκορ. ψωμάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψωμάρα, η (βλ. λ.). Τέλος, οι παλαιότεροι το είχαν ως αμαρτία, ως γρουσουζιά, αν έβλεπαν ψωμί με την επίπεδη επιφάνειά του στραμμένη ψηλά, γιατί θεωρούσαν πως αυτοί που το είχαν, μούντζωναν το Θεό. (Ακολουθούν 76 φρ.)·
- απλώνεται σαν βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- βγάζω το ψωμί μου, βλ. φρ. βγαίνει το ψωμί. (Λαϊκό τραγούδι: μέρα νύχτα εγώ δουλεύω για να βγάλω το ψωμί μου,για να ζήσω τα παιδιά μου μέσ’ σε τούτη τη ζωή)·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, κερδίζω τα προς το ζην με αφάνταστες θυσίες, ταλαιπωρίες και κόπους: «από μικρό παιδί στη φτώχεια, έμαθα να βγάζω το ψωμί μου με ιδρώτα και αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχέ πατέρα, τι τραβάς και πώς κρατιέσαι ακόμα, στον κόσμο αυτόν που κυβερνά το μίσος και το ψέμα, πικρό το βγάζεις το ψωμί με ίδρωτα και αίμα
- βγαίνει το ψωμί, κερδίζω τα απαραίτητα για τη ζωή μου: «μπορεί να μην είμαι πλούσιος, αλλά, απ’ τη στιγμή που βγαίνει το ψωμί, είμαι ευχαριστημένος». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- για ένα καρβέλι ψωμί, βλ. λ. καρβέλι·
- για ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- για μια μπουκιά ψωμί, βλ. λ. μπουκιά·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, βλ. λ. χέρι·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, βλ. λ. χέρι·
- δεν έφαγα γλυκό ψωμί ή δε φάγαμε γλυκό ψωμί, κέρδιζα πάντοτε τα απαραίτητα προς το ζην με πολλές πίκρες και στενοχώριες: «είμαι πολύ κουρασμένος κι απελπισμένος, γιατί μέχρι τώρα δεν έφαγα γλυκό ψωμί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. φρ. δεν έχει να φάει·
- δεν έχει ψωμί να φάει, βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης φτώχειας, είναι πάμφτωχος, λιμοκτονεί: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει ψωμί να φάει». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκίνησα μια Κυριακή, στον Πειραιά τραβάω, ούτε τσιγάρο είχα ’γω, ούτε ψωμί να φάω
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- είναι λίγα τα ψωμιά του ή λίγα είναι τα ψωμιά του, βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, όπου να ’ναι θα πεθάνει: «ο παππούς μας είναι πολύ άρρωστος, κι απ’ ό,τι φαίνεται είναι λίγα τα ψωμιά του»· βλ. και φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- είναι μετρημένα τα ψωμιά του ή μετρημένα είναι τα ψωμιά του, βλ. φρ. είναι λίγα τα ψωμιά του·
- είναι το ψωμί μου, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, μου είναι πάρα πολύ εύκολο να το κάνω, γιατί το κατέχω απόλυτα: «αυτό που για σένα είναι τόσο δύσκολο να κάνεις, για μένα είναι το ψωμί μου, γιατί έχω ασχοληθεί άπειρες φορές με παρόμοια πράγματα»·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, δηλώνει την ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων στην κατανομή των υλικών αγαθών, αυτοί που έχουν πραγματική ανάγκη από κάποιο υλικό αγαθό το στερούνται, ενώ, άλλοι, αν και κατώτεροι, που δεν τους είναι και τόσο απαραίτητο το έχουν άφθονο: «εγώ που σπούδασα ζω φτωχικά κι αυτός, μπιτ αγράμματος, έχει όλα τα καλά του κόσμου, αλλά έτσι είναι στη ζωή· εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα»·
- έφαγε τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- έχασα το ψωμί μου, απολύθηκα από την εργασία μου, έχασα τη δουλειά μου: «λόγω περικοπής δαπανών, προχώρησε η διεύθυνση σε απολύσεις κι έχασα το ψωμί μου, μαζί με δέκα άλλους εργάτες»·  
- έχει πολύ ψωμί, παρουσιάζει κάτι, ιδίως δουλειά, εργασία, μεγάλο ενδιαφέρον από άποψη ωφέλειας ή κέρδους: «σκέφτηκα να κάνω μια δουλειά, που έχει πολύ ψωμί»·
- έχει πολύ ψωμί η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, πρέπει να περάσει ακόμα πολύ καιρός, πρέπει να εργαστώ ακόμα πολύ, για να τελειώσω αυτό που έχω αναλάβει, ή για να φτάσω σε αξία κάποιον που είναι πιο άξιος από εμένα: «η δουλειά προχωράει κανονικά, αλλά, για να την τελειώσω, έχω να φάω ακόμα ψωμιά || είμαι κι εγώ γιατρός, αλλά, για να φτάσω τον τάδε, έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα»· 
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, θα ζήσουμε σε υπερβολική φτώχεια: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, σε λίγο καιρό θα πούμε το ψωμί ψωμάκι». Πρβλ.: κι αν πεις και για την αγορά που μαύρη τηνε λένε, όλου του κόσμου τα παιδιά μάνα ψωμάκι λένε (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, θα αργήσει πολύ ακόμα, για να πετύχει κάτι, γιατί πρέπει να κάνει ή να μάθει ακόμα πολλά: «πες του πως θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να στήσει μια τέτοια επιχείρηση». Συνών. θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να(…)·
- …και ξερό ψωμί, έκφραση με την οποία θέλει να τονίσει κανείς τη φανατική προσήλωσή του σε κάποιον ή σε κάτι, ιδίως για αθλητική ομάδα. Πρωτακούστηκε ως σύνθημα από τους οπαδούς της ποδοσφαιρικής ομάδας του ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης: «ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί»·
- κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως είμαστε αποφασισμένοι να δεχτούμε κάθε φτώχεια, κάθε ταλαιπωρία προκειμένου να…: «κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι για να προκόψει το παιδί μου». (Λαϊκό τραγούδι: δολάρια δε θέλω, πώς να σου το πω; κάλλιο ψωμί, κρεμμύδι κι αυτόνε π’ αγαπώ
- καν ψωμί δεν είχαμε, και πούτσα μέχρι το γόνα, βλ. λ. πούτσα·
- κερδίζω το ψωμί μου, βλ. φρ. βγάζω το ψωμί μου·
- λέει το ψωμί ψωμάκι, είναι υπερβολικά φτωχός, είναι πάμφτωχος: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά, απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του στα χαρτιά, λέει το ψωμί ψωμάκι». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα μου φοράει τσεμπέρι σαν τις μανάδες τις παλιές. Παίρνει την Παναγι’ απ’ το χέρι και τρέχουμε στις γειτονιές και σμίγουνε με τον κοσμάκη που λέει το ψωμί-ψωμάκι
- μου δίνει και τρώω ψωμί ή μου δίνει ψωμί και τρώω, τρέφομαι από αυτόν, κερδίζω τα χρήματα προς το ζην δουλεύοντας στη δουλειά του, στην επιχείρησή του: «αυτόν τον άνθρωπο τον τιμώ και τον εκτιμώ, γιατί μου δίνει και τρώω ψωμί»·  
- μου κόβει το ψωμί (μου), γίνεται με κάποιο τρόπο εμπόδιο στη δουλειά μου: «στέλνει κάθε τόσο μικροπωλητές να στέκονται μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού μου και μου κόβει το ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα εδώ σύρμα εκεί μου σπάει τη χολή μου, ζημιά μου κάνει στη δουλειά, μου κόβει το ψωμί μου)· 
- μου παίρνει το ψωμί (μου), βλ. φρ. μου τρώει το ψωμί (μου)·
- μου πέταξε ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- μου τρώει το ψωμί (μου), με νόμιμα, παράνομα ή αθέμιτα μέσα, μου αποσπά σοβαρά κέρδη από τη δουλειά μου, ή μου στερεί τους πόρους ζωής για προσωπικό του όφελος: «μου τρώει το ψωμί, γιατί ασχολείται με βιομηχανικές προδιαγραφές με το αντικείμενο που ασχολούμαι εγώ βιοτεχνικά || κάνει διάφορες κομπίνες με διάφορους προμηθευτές μου και μου τρώει το ψωμί»·
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, λέγεται στην περίπτωση που ύστερα από μεγάλη περίοδο οικονομικών δοκιμασιών και δυσκολιών τα πράγματα εξομαλύνονται και αρχίζουν να μας έρχονται ευνοϊκά: «επιτέλους άνοιξαν οι δουλειές, να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ξερό ψωμί, που τρώγεται χωρίς άλλο προσφάγι, σκέτο ψωμί: «δεν είχε τίποτε άλλο μαζί του κι έφαγε μόνο ξερό ψωμί»·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, βλ. λ. λόγος·
- όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- περνώ με ψωμί κι ελιά ή περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. φρ. την περνώ με ψωμί κι ελιά ή την περνώ με ψωμί κι ελιές·
- πετώ (σε κάποιον κάτι) όπως πετάνε στο σκύλο το ψωμί, βλ. λ. σκύλος·
- πλάθω ψωμί, ζυμώνω: «η μητέρα πλάθει ψωμί για το σπίτι»·
- πουλιέται σαν ψωμί, βλ. φρ. φεύγει σαν ψωμί· 
- στο ψωμί που τρώω! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «στο ψωμί που τρώω, ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα!»·
- στου σκύλου το προσκέφαλο, ψωμί δεν ξημερώνει, βλ. λ. σκύλος·
- σώθηκαν τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- τα ’φαγε τα ψωμιά του, α. βρίσκεται στα τελευταία του, όπου να ’ναι πεθαίνει: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο παππούς τα ’φαγε τα ψωμιά του». β. (για μηχανήματα, ιδίως για αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες), λόγω της πολλής χρήσης του (της) αχρηστεύτηκε ή θα αχρηστευτεί σε λίγο, οπότε πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία: «το ’χω τριάντα χρόνια αυτό τ’ αυτοκίνητο και δικαιολογημένα τα ’φαγε τα ψωμιά του»·
- τέλειωσαν τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- τη βγάζω με ψωμί κι ελιά ή τη βγάζω με ψωμί κι ελιές, περνώ, ζω πολύ φτωχικά: «τον τελευταίο καιρό δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές και τη βγάζω με ψωμί κι ελιά». Πρβλ. λιαζόταν ξάπλα στην πλατεία κι είχε κρεβάτι μια σπηλιά, ήταν γι’ αυτόν η ευτυχία λίγο ψωμί και μια ελιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- την περνώ με ψωμί κι ελιά ή την περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. φρ. τη βγάζω με ψωμί κι ελιά·
- του ’φαγε το ψωμί, με νόμιμα, παράνομα ή αθέμιτα μέσα, του απέσπασε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, ή του στέρησε τους πόρους ζωής για προσωπικό του όφελος: «δίπλα απ’ το μπακάλικό του άνοιξε κάποιος ένα σούπερ μάρκετ και του ’φαγε το ψωμί || τα ’κανε πλακάκια ο ανταγωνιστής του με τον υπεύθυνο των προμηθειών και του ’φαγε το ψωμί»·
- τρέχω για το ψωμί, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «κουράστηκα να τρέχω για το ψωμί απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- τρώει το ψωμί χαράμι, δεν είναι άξιος για τίποτα, είναι εντελώς ανίκανος, εντελώς άχρηστος: «μην του αναθέσεις τίποτα, γιατί τρώει το ψωμί χαράμι»·
- τρώω βρόμικο ψωμί, κερδίζω τα απολύτως αναγκαία προς το ζην με πολύ αγώνα και κόπο: «κουράστηκα να τρώω μια ζωή βρόμικο ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε, τρώνε βρώμικο ψωμί, έλεγε ο Μπάτης μια Κυριακή
- τρώω γλυκό ψωμί, κερδίζω τα προς το ζην χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «απ’ τη μέρα που βολεύτηκα στο δημόσιο, τρώω γλυκό ψωμί»·
- τρώω με πόνο το ψωμί μου, κερδίζω τα προς το ζην με μεγάλο κόπο: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη ζωή, τρώω με πόνο το ψωμί μου». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί, πατέρα, γιατί, πατέρα, είσαι θλιμμένος και σκεφτικός, ποια μαύρη σκέψη σε βασανίζει και το ψωμί σου με πόνο τρως
- τρώω πικρό ψωμί, κερδίζω τα προς το ζην με πολύ κόπο και αγώνα: «απ’ τον καιρό που βγήκα στην ζωή, τρώω πικρό ψωμί». Πρβλ.: αυτές γλυκαίνουν το πικρό μας το ψωμί και το φτωχόσπιτό μας φαίνεται παλάτι (Τραγούδι)·
- τρώω ψωμί κι ελιά ή τρώω ψωμί κι ελιές, βλ. συνηθέστ. τη βγάζω με ψωμί κι ελιά·
- τρώω το ψωμί του, βλ. φρ. μου δίνει και τρώω ψωμί·  
- φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, περάσαμε μαζί τα πάνδεινα, μας συνδέουν παλιοί και στενοί δεσμοί: «με τον παππού σου ήρθαμε απ’ τη Μικρασία με την Καταστροφή και φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, μέχρι να ορθοποδήσουμε»·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιά ή φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιές, βλ. συνηθέστ. φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι·
- φεύγει σαν ψωμί, α. (για προϊόντα) πουλιέται με μεγάλη ευκολία, έχει μεγάλη ζήτηση: «έριξε ένα νέο προϊόν στην αγορά, που φεύγει σαν ψωμί». β. (για δουλειές) εξελίσσεται χωρίς καμιά δυσκολία, πανεύκολα: «έχει βάλει το καπέλο του στραβά, γιατί η δουλειά που ανέλαβε φεύγει σαν ψωμί». Από το ότι το ψωμί ως βασική τροφή του ανθρώπου, καταναλώνεται καθημερινά με μεγάλη ευκολία. Συνών. φεύγει σαν σπόρια / φεύγει σαν στραγάλια / φεύγει σαν φιστίκια·
- χαράμι το ψωμί που τρώει, βλ. λ. τρώει το ψωμί χαράμι·
- χάσικο ψωμί, βλ. λ. χάσικος·
- χορταίνω ψωμί, ζω άνετα από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «απ’ τη μέρα που μπήκα στο δημόσιο χορταίνω ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: πού είναι η προκοπή που έχω μες τη μαύρη μου ζωή; Κι αν δουλεύω σαν το σκλάβο δε χορταίνω το ψωμί
- χωριάτικο ψωμί, το καλοζυμωμένο, που είναι σφιχτό και με σκληρή κόρα: «στο σπίτι μας αγοράζουμε χωριάτικο ψωμί που είναι καμωμένο από αγνά υλικά, γιατί το δήθεν πολυτελείας γίνεται σαν λάστιχο, όταν πας να το κόψεις»·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι, για να πετύχει κανείς στο σκοπό του απαιτούνται τα κατάλληλη, τα απαραίτητα μέσα: «πώς πας ν’ αρχίσεις δουλειά χωρίς να έχεις λεφτά! Δεν έχεις μάθει φαίνεται πως ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι»·  
- ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί· 
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, λέγεται ειρωνικά για κείνους, που ενώ στερούνται τα απολύτως αναγκαία, επιζητούν τα περιττά.
- ψωμί και τυρί, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου με το τι(;)· βλ. και λ. τυρί·
- ψωμί κι ελιά, δηλώνει πολύ φτωχική ζωή: «όσοι μεγάλωσαν με ψωμί κι ελιά ξέρουν τι πάει να πει δύσκολη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρα απόφαση ν’ αράξω στη στεριά, καλύτερα ψωμί κι ελιά και μες στην αγκαλιά σου παρά του κόσμου τα καλά και να ’μαι μακριά σου
- ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά, βλ. λ. βασιλιάς·
- ψωμί, παιδεία, ελευθερία, το ιστορικό φοιτητικό σύνθημα κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου·
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.

ώρα

ώρα, η, ουσ. [<αρχ. ὥρα], η ώρα· το ρολόι: «τι ώρα έχεις; -Δεν έχω ώρα επάνω μου». Πολλές φορές, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να μιλήσουμε, ζητάμε από κάποιον να μας πει την ώρα, χτυπώντας επανειλημμένα το δείκτη του χεριού μας επάνω στον καρπό του άλλου μας χεριού, εκεί δηλαδή, όπου φοράει κανείς το ρολόι του. Υποκορ. ωρίτσα, η. (Λαϊκό τραγούδι: το βράδυ σαν δροσίσει την πιο καλή ωρίτσα, παίρνουνε τον κατήφορο τα όμορφα κορίτσια).(Ακολουθούν 175 φρ.)·
- ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα την ώρα που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «τον παρακολουθούσα στενά, αλλά απ’ τη μια ώρα στην άλλη τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- απ’ την ώρα που…, α. από τη χρονική στιγμή που…, από τότε που…: «απ’ την ώρα που ήρθε, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του». β. αφού, εφόσον: «απ’ την ώρα που υπέγραψες το συμβόλαιο, δεν μπορείς να κάνεις πίσω»·
- απάνω στην ώρα, ακριβώς τη στιγμή που γινόταν κάτι, την κατάλληλη στιγμή: «ήρθε ακριβώς απάνω στην ώρα της μισθοδοσίας»·
- από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή, εντός ολίγου, χωρίς όμως να γνωρίζουμε επακριβώς: «από ώρα σε ώρα πρέπει να ’ρθει»·
- ας... (ακολουθεί ρήμα) μια ώρα αρχύτερα, από τη στιγμή που είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που δηλώνει τι ρήμα ας το συντομεύσουμε: «ας πάμε μια ώρα αρχύτερα στο γήπεδο για να βρούμε και θέση || ας φύγουμε μια ώρα αρχύτερα για να μην πέσουμε στη μεγάλη κυκλοφοριακή κίνηση». (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα· ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα· του χωρισμού μας έφτασε η ώρα – ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα 
- βάρβαρη ώρα, οι πρωινές ώρες λίγο πριν ξημερώσει, που είναι δύσκολο να ξυπνήσει κανείς, για να ασχοληθεί με κάτι: «ήρθε και μου χτυπούσε την πόρτα βάρβαρη ώρα και, μέχρι να ξυπνήσω είδα κι έπαθα»·
- βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- βλαστήμησα την ώρα που…, μετάνιωσα πάρα πολύ και καταράστηκα που έκανα ή είπα κάτι, ιδίως που μπλέχτηκα σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «βλαστήμησα την ώρα που σε γνώρισα || βλαστήμησα την ώρα που συνεταιρίστηκα μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα
- βρήκες την ώρα να…! ή βρήκες ώρα να…! έκφραση που ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει στενοχώρια ή δυσφορία σε κάποιον που μας ζητάει κάτι και που έμμεσα δηλώνει την άρνησή μας: «βρήκες την ώρα να μου ζητήσεις δανεικά σήμερα που πληρώνω μισθούς και δώρα στο προσωπικό μου! || βρήκες ώρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- γεμίζω τις άδειες μου ώρες ή γεμίζω τις άδειες ώρες μου ή γεμίζω τις ώρες μου, ασχολούμαι πάρεργα με κάτι, όταν έχω ελεύθερο χρόνο: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να γεμίζω τις άδειες μου ώρες || στο πίσω μέρος του σπιτιού μου καλλιεργώ ένα μικρό κηπάκο, για να γεμίζω τις ώρες μου»·
- γέρασα πριν την ώρα μου ή γέρασα πριν της ώρας μου, καταβλήθηκα πρόωρα σωματικά από τα πολλά βάσανα, τις πολλές στενοχώριες: «πέρασα τόσα πολλά στη ζωή μου, που γέρασα πριν την ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: από σένα στη ζωή μου υποφέρω· θα γεράσω πριν την ώρα μου, το ξέρω
- για να περνά η ώρα, λέγεται για κάτι, που πολλές φορές το κάνουμε μηχανικά, απλώς για να έχουμε κάποια ασχολία, για να μην καθόμαστε άπραγοι: «έπαιζε το κομπολόι του, για να περνά η ώρα || έτρωγε σπόρια, για να περνά η ώρα του». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα)· βλ. και φρ. περνώ την ώρα μου·
- για όλες τις ώρες, για διάφορες περιστάσεις ή εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής: «αγόρασα ένα κοστούμι για όλες τις ώρες || η γυναίκα μου έχει ένα σερβίτσιο για όλες τις ώρες»·
- για την ώρα, προσωρινά, προς το παρόν: «για την ώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα || πάρε για την ώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε»·
- για ώρα ανάγκης, στην περίπτωση που μου χρειαστεί, όταν μου χρειαστεί: «δε μου ήταν απαραίτητος αυτός ο φακός, αλλά τον αγόρασα για ώρα ανάγκης»·
- για ώρες, για αρκετό χρονικό διάστημα: «για ώρες δε γνώριζε κανείς πού βρισκόταν ο διευθυντής μας». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ολόκληρες·
- δε βλέπω την ώρα να..., αδημονώ να έρθει η ώρα να κάνω ή να γίνει κάτι: «δε βλέπω την ώρα να ξεκινήσω γι’ αυτό το ταξίδι || δε βλέπω την ώρα ν’ αρχίσω αυτή τη δουλειά || δε βλέπω την ώρα να ’ρθει η γυναίκα μου»·
- δε με παίρνει η ώρα, δεν επαρκεί, εξαντλήθηκε, δεν έχω άνεση χρόνου: «δε με παίρνει η ώρα να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο»·
- δεν είν’ ώρα για τέτοια, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με αυτό που αναφέρει ή προτείνει κάποιος: «θέλεις να παίξουμε κανένα ταβλάκι; -Δεν είν’ ώρα για τέτοια, γιατί έχω δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- δεν είναι η ώρα του, α. (για πρόσωπα) δεν είναι κατάλληλη στιγμή περίσταση, καιρός, χρόνος να κάνει κάτι, να ενεργήσει: «πες του να μη βιάζεται, γιατί δεν είναι η ώρα του να βγει». β. (για φρούτα) δεν ωρίμασε ακόμα: «τα ροδάκινα δεν τρώγονται, γιατί δεν είναι η ώρα τους»·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. φρ. όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες·
- δεν είναι της ώρας (κάτι), δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με κάτι, δεν είναι του παρόντος: «δεν είναι της ώρας να κουβεντιάζουμε αυτό το θέμα, γιατί μας απασχολούν σοβαρότερα προβλήματα»·
- δεν είναι ώρα γι’ αστεία, πρέπει να σοβαρευτούμε, γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση: «δεν είναι ώρα γι’ αστεία, γιατί πρέπει ν’ αποφασίσουμε για το μέλλον της επιχείρησής μας»·
- δεν είναι ώρα για…, δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή για κάτι: «δεν είναι ώρα για παραπανίσια έξοδα, γιατί έρχονται δύσκολοι καιροί || δεν είναι ώρα να παντρευτείς, γιατί είσαι ακόμα αδημιούργητος»·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδι, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα, α. δεν έχω διαθέσιμο καιρό, βιάζομαι: «δεν έχω ώρα ν’ ασχοληθώ τώρα μαζί σου || μια άλλη φορά θα μιλήσουμε με περισσότερη άνεση, γιατί τώρα δεν έχω ώρα». β. δεν έχω ρολόι: «πες μου, σε παρακαλώ, τι ώρα είναι, γιατί δεν έχω ώρα»·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν ήρθε η ώρα του, βλ. φρ. δεν είναι η ώρα του·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, (στη γλώσσα της αργκό) α. δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται λεφτάς ο άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». β. δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «από μια πρώτη ματιά φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». Συνών. δεν ξέρω τι βιολί βαράει / δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ρόλο παίζει·
- εγώ τι ώρες κάνω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι ώρες κάνω σ’ αυτή την επιχείρηση κι όλοι ζητάτε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω! / εγώ τι καπνό φουμάρω! / εγώ τι ρόλο παίζω(!)· 
- εγώ τι ώρες κάνω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου συμμετοχή ή συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση: «ο ένας ανέλαβε το ταμείο, ο άλλος ανέλαβε τις παραγγελίες, εγώ, ρε παιδιά, τι ώρες κάνω;». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω; / εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ρόλο παίζω(;)·
- εδώ και ώρα ή εδώ και ώρες ή εδώ και τόση ώρα ή εδώ και τόσες ώρες, (αόριστα) πριν από αρκετή ώρα: «τον περιμένω εδώ και τόση ώρα κι ακόμη να φανεί»·
- είμαι στην ώρα μου, α. πηγαίνω σε κάποιο σημείο, σε κάποιο χώρο, ακριβώς την ώρα που έχω προκαθορίσει με κάποιον, είμαι ακριβής στο ραντεβού μου: «πάντα, όταν κλείνω ραντεβού με κάποιον, είμαι στην ώρα μου». β. επιστρέφω στο σπίτι μου πολύ πριν από τα μεσάνυχτα: «είναι η κόρη μου άρρωστη και θα φύγω νωρίς, γιατί θέλω να ’μαι στην ώρα μου στο σπίτι»·
- είναι η ώρα του, α. δηλώνει πως είναι η συνηθισμένη, η τακτική ώρα που παρουσιάζεται κάπου κάποιος: «όπου να ’ναι θα ’ρθει, γιατί είναι η ώρα του». β. δηλώνει πως είναι η συγκεκριμένη στιγμή να ενεργήσει κάποιος θετικά ή αρνητικά: «πάμε να φύγουμε, γιατί είναι η ώρα του να ξεσπάσει με τις βλακείες που ακούει απ’ τον τάδε || πάμε στην αίθουσα, γιατί είναι η ώρα του να μιλήσει»· 
- είναι λίγες οι ώρες του ή λίγες είναι οι ώρες του, πρόκειται από ώρα σε ώρα να πεθάνει: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι ώρες του»·
- είναι με τις ώρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για κυκλοθυμικό άτομο: «πρέπει να βρεις την κατάλληλη στιγμή να του ζητήσεις την εξυπηρέτηση που θέλεις, γιατί είναι με τις ώρες του || όπως κάθε άνθρωπος, είναι κι αυτός με τις ώρες του. Άλλοτε γίνεται χαλί να τον πατήσεις κι άλλοτε αδιαφορεί τελείως για το πρόβλημά σου». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις μέρες του / είναι με τις νότες του·
- είναι μετρημένες οι ώρες του ή μετρημένες είναι οι ώρες του, πρόκειται να πεθάνει από ώρα σε ώρα: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι μετρημένες οι ώρες του»·
- είναι περασμένη η ώρα, είναι πολύ αργά, ιδίως μετά τα μεσάνυχτα: «παιδιά, πρέπει να το διαλύσουμε, γιατί είναι περασμένη η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ώρα περασμένη κι η βραδιά σκοτεινιασμένη. Έχει ο ουρανός μαυρίσει και η μπόρα δε θ’ αργήσει
- είναι προχωρημένη η ώρα, βλ. φρ. είναι περασμένη η ώρα·
- είναι στην ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) είναι ετοιμόγεννη: «τη μετέφεραν στο χειρουργείο, γιατί είναι στην ώρα της»·
- είναι στην ώρα του, προσέρχεται κάπου ακριβώς την ώρα που πρέπει: «κάθε πρωί είναι στην ώρα του στο εργοστάσιο που εργάζεται». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάντα·
- είναι ώρα για… ή είναι ώρα να…, είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να κάνουμε ή να γίνει κάτι: «παιδιά στα κρεβάτια σας, γιατί είναι ώρα για ύπνο || εμπρός, όλοι στο τραπέζι, γιατί είναι ώρα για φαγητό || τώρα που ήρθαν και τα όργανα, είναι ώρα για χορό και τραγούδι || άιντε παιδιά, ετοιμαστείτε, γιατί είναι ώρα να φεύγουμε || περίμενε ακόμα λίγο, γιατί είναι ώρα να ’ρθει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- είναι ώρα για τέτοια! βλ. φρ. δεν είν’ ώρα για τέτοια·
- είναι ώρα που… ή είναι ώρες τώρα που…, δηλώνει πως κάτι που άρχισε πριν από πολλή ώρα εξακολουθεί να συνεχίζεται: «είναι ώρες που σε ψάχνει ο αδερφός σου»· βλ. και φρ. έχει ώρα που(…)·
- εκατό ώρες, πάρα πολλές ώρες: «τον περίμενα εκατό ώρες, μέχρι να ’ρθει!»·
- επί ώρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- έρχομαι στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- ευλογημένη η ώρα που… ή ευλογημένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε ευτυχία ή που εκ των υστέρων αποδείχτηκε η ευτυχία αυτή: «ευλογημένη η ώρα που σε γέννησα, παιδί μου, γιατί μου πρόσφερες τη μεγαλύτερη χαρά || ευλογημένη να ’ναι η ώρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, γιατί μου συμπαραστάθηκε στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου»·
- έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. φρ. ήρθε η μεγάλη ώρα·
- έφτασε η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα. Του χωρισμού μας έφτασε η ώρα, μπορεί και για τους δυο να ’ναι καλύτερα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα)·
- έφτασε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- έφτασε η ώρα σας! απειλητική ιαχή οπαδών στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, που απευθύνεται επαναλαμβανόμενη στους παίχτες και τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, με την έννοια ότι ήρθε η ώρα να γνωρίσουν μια μεγάλη ήττα, ή ότι ήρθε η ώρα να τους ξυλοκοπήσουν λόγω των αδικιών που υφίσταται η ομάδα τους από τη διαιτησία·
- έφτασε η ώρα της αλήθειας, βλ. φρ. ήρθε η ώρα της αλήθειας·
- έφτασε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- έφυγε πριν την ώρα του ή έφυγε πριν της ώρας του, α. πέθανε πρόωρα: «δεν πρόλαβε να δει την προκοπή των παιδιών του, που τόσο λαχταρούσε, γιατί έφυγε πριν της ώρας του». β. (για μεταφορικά μέσα) αναχώρησε πριν από την καθορισμένη του ώρα: «έχασα άδικα το τρένο, γιατί έφυγε πριν την ώρα του»·
- έχει τις ώρες του, βλ. φρ. είναι με τις ώρες του· 
- έχει ώρα να… ή έχει ώρα που…, ή έχει ώρες να… ή έχει ώρες που…, πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα από την ώρα που έγινε κάτι: «κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή του, αλλά από τότε έχει ώρα να την ακούσω || πήγαινε, αν θέλεις, να τον συναντήσεις στο γραφείο του, γιατί έχει ώρα που ήρθε || μην περιμένεις να τον συναντήσεις, γιατί έχει ώρα που έφυγε». Πολλές φορές, μετά το ώρα ή ώρες, ακολουθεί το τώρα·
- έχεις ώρα; α. έχεις διαθέσιμο χρόνο(;): «έχεις ώρα ν’ ασχοληθείς για λίγο μαζί μου; || έχεις ώρα να μου κάνεις λίγο παρέα;» .β. έχεις ρολόι(;): «έχεις ώρα να μου πεις τι ώρα είναι;»·
- έχω κενή ώρα, α. (για καθηγητές, δασκάλους, μαθητές, σπουδαστές) μεταξύ δυο εκπαιδευτικών ωρών μεσολαβεί μια ώρα που δεν έχω μάθημα: «επειδή είχα κενή ώρα πετάχτηκα μέχρι το σπίτι μου, που είναι κοντά στο σχολείο μας || όταν έχουμε κενή ώρα παίζουμε στην αυλή του σχολείου || τη δεύτερη ώρα σήμερα την είχαμε κενή, γιατί ήταν άρρωστος ο καθηγητής μας». β. (γενικά) δεν έχω κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση, έχω ελεύθερο χρόνο: «όταν έχω κενή ώρα ασχολούμαι με τη συλλογή των γραμματοσήμων μου || όταν έχω κενές ώρες, δεν τις σπαταλώ τζάμπα, αλλά διαβάζω κάποιο βιβλίο»·
- η κακιά ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: και αν περάσεις θάλασσες και βρεις κακούς ανθρώπους, να βάλεις στην καρδιά βαθιά αυτά τα λόγια τώρα, θα λες της μάνας τ’ όνομα μες την κακιά την ώρα)·
- η μεγάλη ώρα ή η πιο μεγάλη ώρα, η ώρα κατά την οποία αρχίζει να εξελίσσεται κάποιο μεγάλο γεγονός: «η πιο μεγάλη ώρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
- η στερνή ώρα, βλ. φρ. η υστερνή ώρα·
- η υστερνή ώρα, η τελευταία ώρα πριν γίνει κάτι, ιδίως πριν πεθάνει κάποιος: «μόλις κατάλαβε την υστερνή του ώρα, έδωσε την ευχή του στα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, μπουζούκι μου πιστό, σαν άλλοτε και τώρα, να μου γλυκάνεις την ψυχή, την υστερνή μου ώρα)·  
- η ώρα η καλή! α. ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο τους. (Παιδικό τραγούδι: να ’ρθει η ώρα η καλή κι η ώρα η ευλογημένη, να τους βλογήσει ο Θεός με το δεξί το χέρι). β. ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι: «αύριο μεθαύριο, θα βάλω μπρος τη δουλειά. -Η ώρα η καλή!»·
- η ώρα της Κρίσεως, βλ. λ. κρίση·
- η ώρα του παιδιού, χρονικό διάστημα κατά το οποίο επικρατεί παιγνιώδης διάθεση ανάμεσα στα μέλη μιας παρέας: «τρέξε κι εσύ στο μπαράκι να κάνεις πλάκα, γιατί είναι όλοι εκεί μαζεμένοι κι είναι η ώρα του παιδιού». Αναφορά σε παιδική ραδιοφωνική εκπομπή στις δεκαετίες του 1950 και του 1960·
- ήγγικεν η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα
- ήρθε η μεγάλη ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι σπουδαίο: «μετά την έντονη προεκλογική περίοδο ήρθε ή μεγάλη ώρα των εκλογών». Πρβλ.: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα (Λαϊκό τραγούδι)·
- ήρθε η ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή: «τώρα που τακτοποιήθηκα από δουλειά, ήρθε η ώρα να παντρευτώ»·
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, επιτείνει την παραπάνω φράση. (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω
- ήρθε η ώρα μου, α. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να προβληθώ, να αναδειχτώ ή να κυριαρχήσω σε ένα χώρο: «αφού δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός ανταγωνιστής, ήρθε η ώρα μου ν’ αναλάβω τη διεύθυνση του εργοστασίου». β. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να επέμβω κάπου δυναμικά: «αφού δεν υπάρχει κάποιος να τους βάλει στη θέση τους, ήρθε η ώρα μου να επιβάλω την τάξη»· βλ. κι φρ. ήρθε η ώρα του·
- ήρθε η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες)βλ. φρ. είναι στην ώρα της·
- ήρθε η ώρα της αλήθειας, ήρθε ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να ειπωθεί ή να εκτεθεί η πραγματική κατάσταση, η αλήθεια ακόμη και όταν αυτή είναι σκληρή: «τόσον καιρό κρυβόσουνα, αλλά τώρα ήρθε η ώρα της αλήθειας και θα μάθουν όλοι τι κουμάσι είσαι». (Τραγούδι: θα στα βγάλω όλα στη φόρα της αλήθειας ήρθε η ώρα)· 
- ήρθε η ώρα του, βρίσκεται στα τελευταία του, ήρθε η στιγμή του θανάτου του: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως ήρθε η ώρα του || μόλις κατάλαβε πως ήρθε η ώρα του κάλεσε το συμβολαιογράφο για να συντάξει τη διαθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω κάμπους και βουνά, τις ρεματιές απάνω, ωσότου να ’ρθει η ώρα μου να πέσω να πεθάνω)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα μου·
- ήρθε σ’ άσχημη ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελε μια εξυπηρέτηση, αλλά ήρθε σ’ άσχημη ώρα, γιατί είχα τα νεύρα μου και τον έδιωξα»·
- ήρθε σε κακή ώρα, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη ώρα·
- ήρθε σε καλή ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι μου ζήτησε, του το ’δωσα, γιατί ήρθε σε καλή ώρα και δεν μπορούσα να του πω όχι»·
- ήρθε στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσακ στην ώρα του, ήρθε ακριβώς στην ώρα που έπρεπε, που είχε συμφωνηθεί ή που είχε προαναγγελθεί: «το τρένο ήρθε τσακ στην ώρα του || είχα ραντεβού με το φίλο μου στις δέκα και ήρθε τσακ στην ώρα του || στο φωτεινό πίνακα αναγραφόταν πως το αεροπλάνο θα ερχόταν στις οχτώ και ήρθε τσακ στην ώρα του». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλη χειρονομία με το χέρι να τινάζεται ελαφρά προς τα εμπρός και κάτω με τον αντίχειρα, το δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες του·
- ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσιφ στην ώρα του, βλ. συνηθέστ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήταν η κακιά η ώρα, έκφραση με την οποία αποδίδουμε κάτι κακό που συνέβη σε άτυχη στιγμή, όταν δεν έχουμε κάποιο λόγο ή αιτία να δικαιολογήσουμε πώς έγινε: «τι να σου πω, φαίνεται πως ήταν η κακιά η ώρα, γιατί κανείς δεν κατάλαβε πώς έπεσε απ’ το μπαλκόνι κι έσπασε τα πόδια του»·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- θα βλαστημήσεις την ώρα που…, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα μετανιώσεις πάρα πολύ που έκανες ή είπες κάτι, ιδίως που μπλέχτηκες σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αν συμπεριφερθείς ξανά μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο, θα βλαστημήσεις την ώρα που με γνώρισες || αν αντιληφθώ ξανά πως πουλάς εμπόρευμα χωρίς να κόβεις τη σχετική απόδειξη, θα βλαστημήσεις την ώρα που συνεταιρίστηκες μαζί μου»·
- θέλει ώρα ή θέλει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάθε ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, πάραπολύ συχνά, πάρα πολύ τακτικά: «κάθε ώρα και στιγμή έρχεται στο γραφείο μου και με διακόπτει απ’ τη δουλειά μου ζητώντας τα πιο απίθανα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν, αμάν, μ’ έκανες κουρέλι, αμάν, αμάν, η καρδιά μου θέλει, αμάν, αμάν, όλο να σε υπηρετεί κάθε ώρα και στιγμή και χωρίς ανταμοιβή
- καλή του ώρα! ευχετική έκφραση για άτομο που απουσιάζει από την ομήγυρη από αυτόν που αναφέρεται στο όνομά του, με την έννοια να είναι καλά, να περνάει καλά εκεί που βρίσκεται: «αν δεν ήταν ο τάδε, καλή του ώρα, να με βοηθήσει, θα περνούσα σήμερα πολύ δύσκολες καταστάσεις!»·
- καλή ώρα σαν..., παρεμπίπτουσα ευχετική φράση: «ήταν μια όμορφη κοπέλα καλή ώρα σαν την κόρη σου»·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), έκφραση που αναφέρεται σε παλιότερο ευχάριστο γεγονός, που συμβαίνει πάλι την ώρα που μιλάμε: «ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια, καλή ώρα || είχαμε μαζευτεί όλοι οι φίλοι, καλή ώρα σαν και τώρα»·
- κάνει μια ώρα να… ή κάνει μια ώρα μέχρι να… ή κάνει μια ώρα ώσπου να…, αργεί, καθυστερεί αρκετά: «είναι λίγο κουτός, γι’ αυτό κάνει μια ώρα μέχρι να καταλάβει τι του λες || είναι τόσο βραδυκίνητος, που κάνει μια ώρα ώσπου να πάει στο σπίτι του, κι ας είναι μόνο πεντακόσια μέτρα απ’ το μπαράκι μας»·
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- καταραμένη η ώρα που… ή καταραμένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε δυστυχία: «καταραμένη η ώρα που πέθανε ο πατέρας μου, γιατί μείναμε χωρίς προστάτη || καταραμένη να ’ναι η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια»·
- καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- κι εμείς τι ώρες κάνουμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι, ή να βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος της βδομάδας τότε χάθηκα. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε! || δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει για τον εαυτό του. Συνών. κι εμείς τι βιολί βαράμε! / κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ρόλο παίζουμε(!)·
- κλέβω ώρα ή κλέβω ώρες (από κάπου), αποσπώ χρόνο από άλλες δραστηριότητές μου για να τον αφιερώσω σε αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο: «τον τελευταίο καιρό κλέβω ώρες απ’ όπου μπορώ, για ν’ ασχοληθώ με τη διατριβή μου»·
- κούφια η ώρα! ή κούφια η ώρα που τ’ ακούει! ευχή να μην επαληθευτεί ή να μην προκύψει και σε μας το κακό που κουβεντιάζουμε: «με τις ενέργειες που κάνει, θα βρεθεί σύντομα σε πολύ δύσκολη κατάσταση, κούφια η ώρα! || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, έπεσε πάνω σε μια κολόνα, κούφια η ώρα που τ’ ακούει!». (Τραγούδι: εμείς έχουμ’ ιστορία, πολεμήσαμε στην Τροία, εσύ μου ’γινες πρεζόνι, κούφια η ώρα που μας ζώνει, πού πας, μωρή, ξυπόλυτη στ’ αγκάθια). Πολλές φορές, συνοδεύεται από διπλό ή τριπλό φτου·
- κούφια η ώρα που το λες! βλ. φρ. κούφια η ώρα(!)·
- κράτα ώρα, προτροπή στο συνομιλητή μας να μας χρονομετρήσει, για να διαπιστώσει αν πράγματι φέρουμε σε πέρας κάτι μέσα στο χρόνο που αναφέραμε: «μα είναι δυνατό απ’ το σημείο που βρισκόμαστε, να πας μέχρι το Λευκό Πύργο και να γυρίσεις πίσω σε δέκα λεπτά; -Κράτα ώρα»·
- κρατώ ώρα, σημειώνω το χρόνο εκκίνησης και τερματισμού μιας ενέργειας, για να δω πόσο χρονικό διάστημα απαιτήθηκε, για να φέρω ή να φέρει κάποιος σε αίσιο πέρας κάτι: «κράτησα ώρα, για να δω σε πόσο χρόνο θα κάνω την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα με τ’ αυτοκίνητό μου»·
- λίγες να ’ναι οι ώρες σου, κατάρα σε κάποιον για να πεθάνει σύντομα·
- μαύρη να ’ταν η ώρα, βλ. φρ. μαύρη η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τη βάρεσα μέσ’ στην καρδιά, μαύρη να ’ταν η ώρα, και τώρα κλαίω, μάνα μου, εδώ σε ξένη χώρα
- μαύρη η ώρα ή μαύρη ώρα, ανάθεμα τη στιγμή που συνέβη κάτι ή για κάτι που εκ των υστέρων αποδείχτηκε κακό: «μαύρη η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια || μαύρη η ώρα που σε βοήθησα, γιατί φάνηκες πολύ αχάριστος || μαύρη ώρα που γύρισα να σε ξαναβρώ, γιατί το θεώρησες αδυναμία μου και πια, δε με υπολογίζεις». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη ώρα που σ’ αντάμωσα, τζάμπα την καρδιά μου χαράμισα)· βλ. και φρ. μαύρη ώρα·
- μαύρη ώρα, ονομασία σήραγγας της Αττικής οδού με κατεύθυνση προς Ελευσίνα: «τι μακάβριο αστείο, να ονομάσουν μαύρη ώρα κάποιον δρόμο!»· βλ. και φρ. μαύρη η ώρα
- με την ώρα, (για πληρωμή σε εργαζομένους) που η πληρωμή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες που δουλεύει, που δουλεύει ως ωρομίσθιος: «πώς πληρώνεσαι για τη δουλειά που κάνεις; -Με την ώρα». Πρβλ. εκατό δραχμές την ώρα παίρνω, τζιβαέρι μου, πες της μάνας σου πως θέλω, αμάν, αμάν, ωχ, να σε κάνω ταίρι μου (Λαϊκό τραγούδι)·  
- με την ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), βλ. φρ. στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ)·
- με τις ώρες, επί πολλές ώρες συνέχεια: «αφήνει τα πράγματά του όπου να ’ναι, κι όταν τα χρειάζεται τα ψάχνει με τις ώρες || κάθεται με τις ώρες και πίνει στα διάφορα μπαράκια || η γυναίκα μου μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο»·
- μετράω τις ώρες, α. ανυπομονώ να περάσει ο καιρός, γιατί περιμένω να συμβεί κάτι καλό, κάτι που θα με χαροποιήσει: «μετράω τις ώρες ν’ απολυθεί ο γιος απ’ το στρατό, γιατί θα ’χω ένα χέρι βοηθείας στη δουλειά μου || μετράω τις ώρες να τη σφίξω πάλι στην αγκαλιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε είδαν να καπνίζεις τσιγαράκι και να ρουφάς με κέφι το πιοτό και μένα μ’ έστειλες στο κουτουκάκι, βρε κουκλάκι, τις ώρες στο ρολόι να μετρώ).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω, πλήττω: «απ’ τη μέρα που με απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου, μετράω τις ώρες»·
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα ή μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. λ. ψυχή·
- μου κλέβει την ώρα, βλ. φρ. μου τρώει την ώρα·
- μου τρώει την ώρα, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω ή που θέλω να κάνω: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου, μου τρώει την ώρα μ’ ένα σωρό χαζά πράγματα»·
- οι μικρές ώρες, το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα ως τα χαράματα και μέχρι την ανατολή του ηλίου: «χτες γύρισε πάλι παραπατώντας στο σπίτι του τις μικρές ώρες»·
- οι πρώτες πρωινές ώρες, βλ. λ. πρωινός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, η υπομονή είναι μεγάλο προσόν στον άνθρωπο και συνήθως τον οδηγεί στην επιτυχία: «να μάθεις να μη βιάζεσαι και να είσαι υπομονητικός, γιατί όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει»·
- όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, δηλώνει πως, εκτός από τις ώρες της ξεγνοιασιάς, υπάρχουν και οι ώρες που πρέπει κανείς να είναι σοβαρός και υπεύθυνος: «χτες βράδυ χορέψαμε, διασκεδάσαμε με την παρέα, αλλά τώρα πρέπει να στρωθώ στη δουλειά, γιατί όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες»·
- όλες τις ώρες, σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου: «το κατάστημα είναι ανοιχτό όλες τις ώρες»·
- όλη την ώρα, διαρκώς, συνέχεια: «όλη την ώρα μιλούσε με το διπλανό του || όλη την ώρα διέκοπτε τον αγορητή με άκαιρες παρεμβάσεις»·    
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, τα σημαντικά γεγονότα, είτε θετικά είτε κυρίως αρνητικά, μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή·
- όταν έρθει η ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «όταν έρθει η ώρα, θ’ ασχοληθώ με το πρόβλημά σου || όταν έρθει η ώρα, θα μπορέσεις κι εσύ να παντρευτείς»· βλ. και φρ. όταν σημάνει η ώρα·
- όταν σημάνει η ώρα, όταν έρθει η ώρα, η στιγμή που θα πρέπει να κάνει κάνεις υποχρεωτικά κάτι: «όταν σήμανε η ώρα του ξεσηκωμού, όλα τα παλικάρια πήραν τα όπλα στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει η ώρα,τότε καρδιά μου χρυσή, τη μεγαλύτερη μπόρα, θα την περάσεις εσύ)· βλ. και φρ. όταν έρθει η ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. φρ. όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος·
- ούτε ώρα, δηλώνει σύντομο χρονικό διάστημα: «δε θα κάνουμε ούτε ώρα να φτάσουμε || δε θα λείψεις ούτε ώρα απ’ τη δουλειά»·
- παίρνει ώρα ή παίρνει ώρες (κάτι), απαιτείται, χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνει κάτι: «μπορείς ν’ αφήσεις τ’ αυτοκίνητό σου για επισκευή, αλλά θα πάρει ώρες»·
- πάνω στην ώρα, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή: «άνοιξαν το κοσμηματοπωλείο, αλλά πάνω στην ώρα πλάκωσε η αστυνομία || λίγο ακόμα και θα μ’ έδερναν, αλλά πάνω στην ώρα ήρθε η παρέα μου κι έκαναν πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες πάνω στην ώρα που γι’ αγάπη διψούσα»·
- περνώ την ώρα μου ή περνώ τις ώρες μου, ασχολούμαι με κάτι απλώς για να μην κάθομαι άπραγος: «περνώ την ώρα μου ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα || όταν είμαι στο σπίτι, περνώ την ώρα μου βλέποντας διάφορα έργα στην τηλεόραση || τις Κυριακές περνώ τις ώρες μου διαβάζοντας Έλληνες συγγραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό κομπολογάκι μου, σε είχα το μεράκι μου· εσύ μου πέρναγες την ώρα πες μου· τι θα γίνω τώρα; // τσάκα τσάκα το κομπολογάκι μου και τις ώρες μου περνάω με το αραπάκι μου
- πήγε πριν την ώρα του ή πήγε πριν της ώρας του, βλ. φρ. έφυγε πριν την ώρα του·
- πριν την ώρα του ή πριν της ώρας του, πρόωρα: «πέθανε πριν την ώρα του || πέρασε τόσο βάσανα, που γέρασε πριν της ώρας του»·
- Σαββάτο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες ώρες, βλ. λ. Σάββατο·
- σήμανε η μαύρη ώρα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε τη στιγμή που συνέβη κάτι πολύ κακό σε μας τους ίδιους ή σε ένα σύνολο ανθρώπων: «στις 21 Απριλίου του 1967, σήμανε η μαύρη ώρα της επιβολής της δικτατορίας». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει εκείν’ η ώρα η μαύρη ώρα, μη νιώσεις πόνο, άσε με μόνο στην παγωνιά
- σήμανε η ώρα, ήρθε η ώρα, η στιγμή που πρέπει να κάνει κανείς υποχρεωτικά κάτι: «σήμανε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού».(Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή, καρδιά που μένεις μοναχή μες στου βοριά την μπόρα, καρδιά πικρή, απ’ τον καημό να πικραθείς εσήμανε η ώρα)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα·
- σήμανε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- σήμανε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- σκοτώνω την ώρα μου, α. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «όταν δεν έχω δουλειά, γυρνάω απ’ το ’να μπαράκι στ’ άλλο, για να σκοτώνω την ώρα μου». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος με δευτερεύοντα πράγματα: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να σκοτώνω την ώρα μου»·
- στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), ακριβώς την ώρα που πρέπει, την κατάλληλη, την προκαθορισμένη ώρα: «εγώ ήμουν στην ώρα μου στο ραντεβού μας, αλλά αυτός δεν ήρθε || το τρένο ήρθε κι έφυγε στην ώρα του»·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, λόγια που λέγονται σε ακατάλληλη στιγμή, ιδίως πράξεις που γίνονται σε ακατάλληλη στιγμή και γι’ αυτό γίνονται βεβιασμένες·
- την ίδια ώρα, ταυτόχρονα: «τα εμπορικά καταστήματα ανοίγουν και κλείνουν κάθε μέρα την ίδια ώρα  || ενώ ορκίζεται πως δε θα ξαναπιεί, την ίδια ώρα γίνεται σκνίπα στο μεθύσι || ενώ πήγαινε ν’ ανοίξει ο καιρός, την ίδια ώρα μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό || ενώ είναι συγκροτημένο και ήσυχος, την ίδια ώρα τα χάνει και κάνει τον κόσμο άνω κάτω»·
- την ίδια ώρα που…, δηλώνει παράλληλη ενέργεια παρόμοια ή διαφορετική: «την ίδια ώρα που εσύ μιλούσες στους δικούς σου σχετικά με τη δουλειά, εγώ υπέγραφα το συμβόλαιό της || την ίδια ώρα που εσύ κοιμόσουν, εγώ διασκέδαζα στα μπουζούκια || την ίδια ώρα που σε σας γινόταν κατακλυσμός, εμείς είχαμε λιακάδα»·
- την κακή σου (την) ώρα! εκφράζει κατάρα·
- την ώρα που…, ενώ, καθώς: «την ώρα που έμπαινα στο σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο || την ώρα που έκλεινα το μαγαζί, ήρθε ένας καθυστερημένος πελάτης»·
- της κακιάς ώρας, λέγεται για οτιδήποτε δε βρίσκεται σε καλή κατάσταση ή είναι ελαττωματικό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο της κακιάς ώρας || το διαμέρισμα ήταν της κακιάς ώρας»·
- της ώρας, α. (για ψάρια) που είναι ολόφρεσκα: «πηγαίνω πάντα στην ίδια ψαροταβέρνα, γιατί έχει πάντα ψάρια της ώρας». β. (για κρέατα) που ψήνονται λίγο πριν τα φάμε: «μπριζόλες της ώρας || παϊδάκια της ώρας». γ. (για καφέ) ο στιγμιαίος: «ήπιαμε βιαστικά έναν καφέ της ώρας και φύγαμε»·
- τι ώρα είναι; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου την Κυριακή που το χρειάζομαι; -Τι ώρα είναι;». Συνών. με ζήτησε κανείς; / ποιος ήρθε(;)·
- τι ώρες κάνει; (στη γλώσσα της αργκό) με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «εσύ που είσαι άνθρωπος της πιάτσας, μπορείς να μου πεις τι ώρες κάνει αυτός ο τύπος;». Συνών. πώς μετράει; / τι βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει(;)·
- το ’φερε η κακιά η ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα, γλυκιά μανούλα μου, κι αδέρφια αγαπημένα, ώρα κακιά το έφερε να στερηθείτ’ εμένα)·
- τον βρήκα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε δύσκολη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή ώρα·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελα να του ζητήσω κάτι δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα δεν του είπα τίποτα»·
- τον πέτυχα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι κι αν του ζήτησα, μου το ’δωσε χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τόση ώρα ή τόσες ώρες ή τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και τώρα·
- τρώει ώρα ή τρώει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- τρώω την ώρα μου, βλ. φρ. χάνω την ώρα μου·
- φτάνω στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- χάνω την ώρα μου, α. την σπαταλώ άδικα, την αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτη: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ είναι αραχτός στο μπαράκι τις γειτονιάς του και χάνει την ώρα του». β. ματαιοπονώ: «μου φαίνεται πως χάνω την ώρα μου προσπαθώντας να σου βάλω μυαλό, γιατί είσαι αγύριστο κεφάλι»·
- χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο γιος του φίλου του μπλέχτηκε με ναρκωτικά, χωρίς να χάσει ώρα πήγε και του το ’πε, για να πάρει τα μέτρα του». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο·
- ώρα αιχμής ή ώρες αιχμής, βλ. λ. αιχμή·
- ώρα Γκρήνουιτς, δηλώνει την ακριβή ώρα: «τι ώρα έχεις φίλε; -Οχτώ. -Πας καλά; -Ώρα Γκρήνουιτς». Αναφορά στο ομώνυμο αστεροσκοπείο που βρίσκεται στο Λονδίνο. Η ώρα Γκρήνουιτς δηλώνει τον τοπικό μέσο ηλιακό χρόνο που ισχύει στο μεσημβρινό 0ο, που είναι η νοητή γραμμή που περνάει από το Γκρήνουιτς συνδέοντας το Βόρειο και το Νότιο Πόλο, ανατολικά και δυτικά της οποίας μετριέται το γεωγραφικό μήκος και χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό της ώρας σε διάφορα σημεία της Γης. Αν θυμάμαι καλά και μέχρι την δεκαετία του 1950 ο προσδιορισμός της ώρας από την Ελληνική Ραδιοφωνία (Ε.ΡΑ) γινόταν σε ώρα Γκρήνουιτς και αργότερα επικράτησε το ώρα Ελλάδος·
- ώρα είναι να…ή ώρες είναι να…, λέγεται για κάτι που θα το θεωρούσαμε πολύ περίεργο ή ενοχλητικό αν συμβεί: «ώρα είναι να ζητάει και τα ρέστα μετά τη φασαρία που δημιούργησε! || ώρα είναι να ’ρθει και κείνος ο αχώνευτος τη στιγμή που περνάμε τόσο ωραία!»·   
- ώρα καλή! ή ώρα σου καλή! α. ευχή σε κάποιον που φεύγει από το χώρο που βρισκόμαστε ή που ξεκινάει για τα ταξίδι. (Λαϊκό τραγούδι: κι η δόλια μου ματιά θολή, παιδί μου, ώρα σου καλή). β. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο που βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, α. ευχή σε κάποιον, που ξεκινάει να ταξιδέψει, να κάνει ευχάριστο ταξίδι, χωρίς αναπάντεχες δυσκολίες ή προβλήματα. β. ευχή σε κάποιον να του έρχονται όλα δεξιά, όλα καλά. γ. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις πως θα πας στον άντρα της καρδιάς σου, ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου
- ώρα με την ώρα, καθώς περνάει η ώρα, από στιγμή σε στιγμή: «υπάρχει ο φόβος πως ώρα με την ώρα θα μεγαλώσει ο αριθμός των θυμάτων»· βλ. και φρ. από ώρα σε ώρα·
- ώρα μηδέν, η ώρα που αρχίζει κάτι πολύ σημαντικό. Συνήθως χρησιμοποιείται στη στρατιωτική ορολογία και ιδίως προσδιορίζει την ώρα που αρχίζει κάποια σοβαρή στρατιωτική επιχείρηση: «έφτασε η ώρα μηδέν της επίθεσης κατά του εχθρού»·
- ώρα να του δίνω! ή ώρα να του δίνουμε! έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να φύγω από κάποιο χώρο, είτε γιατί κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα είτε γιατί άρχισε να διαφαίνεται κάποιος κίνδυνος: «ώρα να του δίνω, γιατί ήρθα να σου πω μια καλημέρα και σου ’φαγα όλο το πρωινό! || παιδιά, ώρα να του δίνω, γιατί έρχεται κάποιος που του χρωστάω ένα κάρο λεφτά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ώρα που βρήκες! ή ώρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες την ώρα(!)·
- ώρα που γαμούν οι γύφτοι, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι ώρα είναι(;)·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος·
- ώρα ώρα, βλ. συνηθέστ. ώρες ώρες·  
- ώρες κοινής ησυχίας, βλ. λ. ησυχία·
- ώρες ολόκληρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- ώρες ώρες, ενίοτε, κάπου κάπου, πότε πότε, κατά διαστήματα: «είμαι τόσο απελπισμένος απ’ τη ζωή, που ώρες ώρες εύχομαι να πεθάνω || ώρες ώρες μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο αυτόν τον άνθρωπο || είναι καλό παιδί, αλλά ώρες ώρες μου τη δίνει με την γκρίνια του». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσ’ εμένα).