Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θέρος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θέρος, ο, ουσ. [<αρχ. τό θέρος], ο θερισμός·
- θέρος, τρύγος, πόλεμος, λέγεται για πράξεις, ιδίως για εργασίες, που είμαστε υποχρεωμένοι να  κάνουμε, γιατί δε δέχονται, δεν παίρνουν αναβολή: «δεν μπορούμε ν’ αναβάλλουμε τίποτα απ’ όλα όσα ειπώθηκαν, γιατί όλα είναι άμεσης προτεραιότητας, θέρος, τρύγος, πόλεμος που λένε». Από το ότι στο θέρος, είσαι υποχρεωμένος να θερίσεις, στον τρύγο, να τρυγήσεις κι όσο για τον πόλεμο, αν υπάρξει κίνδυνος για την πατρίδα, πρέπει να πολεμήσεις.