Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θέρισμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θέρισμα, το, ουσ. [<θερίζω], το θέρισμα. 1. η ομαδική, η αθρόα εξόντωση: «μόλις πήραν τη διαταγή, άρχισαν το θέρισμα με τα πολυβόλα στα χέρια». 2. μεγάλο βασάνισμα, μεγάλη ταλαιπωρία: «μου ’κανε τέτοιο θέρισμα το στομάχι απ’ την πείνα, που δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου». 3. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το χτύπημα, ιδίως στα πόδια: «του ’κανε τέτοιο θέρισμα, που είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να ξαναπαίξει μπάλα σ’ αυτό το πρωτάθλημα».