θέα
θέα, η, ουσ. [<αρχ. θέα], η θέα·
- έχει θέα, λέγεται στην περίπτωση που κάποια γυναίκα
κάθεται σε πολύ προκλητική στάση, αποκαλύπτοντας έτσι μέρος των μηρών της, που
πολλές φορές, μπορεί και να φτάνει μέχρι το κιλοτάκι της: «πάμε να καθίσουμε
απέναντί της, γιατί από κει έχει θέα»·
- κλείνω τη θέα, παρεμβάλλω κάτι ή παρεμβάλλομαι
ανάμεσα σε κάποιον και στο οπτικό του πεδίο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να
ελέγξει ή να απολαύσει αυτό που θέλει να δει: «κάρφωσε σανίδες στο παράθυρο κι
έκλεισε τη θέα || φύγε από μπροστά μου, γιατί μου κλείνει τη θέα»·
- κρύβω τη θέα, βλ. φρ. κλείνω τη θέα·
- με θέα, με προσανατολισμό: «έχω ένα σπίτι με θέα
προς τη θάλασσα». Συνών. με μέτωπο·
- σε κοινή θέα, μπροστά στα μάτια όλων, ώστε να βλέπουν
όλοι: «οι ιδιαίτερες στιγμές του ανθρώπου δεν πρέπει να εκτίθενται σε κοινή
θέα».
θεά
θεά, η, ουσ. [<αρχ. θεά, θηλ. του ουσ. θεός], η
θεά· γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς: «συνόδευε στο χορό μια θεά, που όλοι έσκασαν
απ’ τη ζήλεια τους». (Λαϊκό τραγούδι: λουλουδού μου, λουλουδού μου μ’ έχεις
πάρει ποια το νου, εσύ είσαι η θεά κι όχι αυτή που τραγουδά)·
- η πορτοκαλί θεά, η μπάλα με την οποία παίζεται το
μπάσκετ και, κατ’ επέκταση, το μπάσκετ: «η πορτοκαλί θεά, προσελκύει το
ενδιαφέρον πολλών φιλάθλων». Από το ότι η μπάλα με την οποία παίζεται το άθλημα
αυτό έχει συνήθως πορτοκαλί χρώμα·
- η στρογγυλή θεά, η μπάλα με την οποία παίζεται το
ποδόσφαιρο και, κατ’ επέκταση, το ποδόσφαιρο: «η στρογγυλή θεά έχει τους
περισσότερους φιλάθλους από κάθε άλλο άθλημα || στο όνομα της στρογγυλής θεάς
γίνονται απαράδεκτα έκτροπα από διάφορους ανεγκέφαλους χουλιγκάνους»·
- ο μάγος της στρογγυλής θεάς, ο ποδοσφαιριστής που
κατέχει απόλυτα τα μυστικά του ποδοσφαίρου: «ο Κούδας υπήρξε ένας από τους
μάγους της στρογγυλής θεάς».