Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θάμνος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θάμνος, ο, ουσ. [<αρχ. θάμνος], ο θάμνος. 1. (ειρωνικά) ο πολύ κοντός άνθρωπος: «φύγε, ρε θάμνε, μεσ’ απ’ τα πόδια μου να μη σε πατήσω!». 2. (ειρωνικά) αυτός που έχει κατσαρά και φουντωτά μαλλιά: «όταν χτενίζεται αυτός ο θάμνος, σπάει δέκα τσατσάρες».