Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θάλαμος
θάλαμος, ο, ουσ. [<αρχ. θάλαμος], ο θάλαμος· (στη
γλώσσα του στρατού) χώρος σε κτίσμα όπου διαμένουν οι στρατιώτες και αυτοί οι
ίδιοι οι στρατιώτες: «πήγε στο θάλαμο για να πάρει τα ξυριστικά απ’ το σάκο του
|| ο αξιωματικός τιμώρησε όλο το θάλαμο με μια στέρηση εξόδου»·
- θάλαμος αερίων, δωμάτιο ή άλλος κλειστός χώρος όπου
επικρατεί αποπνικτική ατμόσφαιρα: «μόλις έφυγαν οι φίλοι του, άνοιξε τα
παράθυρα, γιατί μετά από τόσο κάπνισμα το δωμάτιό του είχε μεταβληθεί σε θάλαμο
αερίων». Αναφορά στους ναζιστικούς θαλάμους αερίων.