Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ηθοποιός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ηθοποιός, ο, η, ουσ. [<αρχ. ἠθοποιός], ο ηθοποιός· αυτός που είναι ανειλικρινής, υποκριτής: «δεν τον πιστεύει πια κανείς, γιατί είναι μεγάλος ηθοποιός και πουλάει παραμύθι». Από το ότι ο ηθοποιός μπορεί να υποκρίνεται διάφορους ρόλους. Μεγεθ. ηθοποιάρα, η.