Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζωηρότητα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζωηρότητα, η, ουσ. [<ζωηρός + κατάλ. -ότητα], η ιδιότητα του ζωηρού, η δύναμη, η ζωντάνια, η ενεργητικότητα: «έδειχνε τέτοια ζωηρότητα, που μας άφησε όλους έκπληκτους || έπεσε με ζωηρότητα στη δουλειά για να την τελειώσει γρήγορα».