Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζωηρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζωηρός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ζωηρός <ζωή], ο ζωηρός. 1. (για πρόσωπα) που είναι γεμάτος ζωή, ενεργητικότητα, που είναι δραστήριος: «είναι άνθρωπος ενεργητικός με ζωηρό πνεύμα || ήρθε χαρούμενος και ζωηρός». 2. που επιδιώκει συνεχώς ερωτικές περιπέτειες, ο ερωτύλος: «είναι ο πιο ζωηρός της παρέας μας και, μόλις δει γυναίκα, της πέφτει από δίπλα». 3. (ιδίως για μικρά παιδιά) που κάνει συνεχώς αταξίες, ο άτακτος, ο ανυπάκουος, ο ανήσυχος: «είναι πολύ ζωηρό παιδί». 4. (για πράγματα ή καταστάσεις) που είναι έντονος, έχει νεύρο: «ζωηρό χρώμα || ζωηρή συζήτηση». Επίρρ. ζωηρά.