Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζωγραφιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζωγραφιά κ. ζουγραφιά, η, ουσ. [<αρχ. ζωγραφία], η ζωγραφιά. 1. άνθρωπος πανέμορφος: «ο γιος του είναι μια ζωγραφιά || η γυναίκα του είναι σκέτη ζωγραφιά». (Λαϊκό τραγούδι: με μια τσαχπίνα μπλέχτηκα μες τη Θεσσαλονίκη, που ήταν σαν τη ζωγραφιά και την ελέγαν Νίκη // έλα μ’ εμέ, κουκλίτσα μου, να σε χαρώ, μανίτσα μου, να σου φορέσω χρυσαφιά, να μοιάζεις σαν τη ζουγραφιά). 2. η εικόνα του προσώπου: «όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα ’χω τη ζωγραφιά της μέσα στο μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μακριά πολύ μακριά αχ! η αγαπημένη μα πάντα μέσα στην καρδιά η ζωγραφιά της μένει). 3. χαρακτηρισμός τοπίου ή αντικείμενου μεγάλης ομορφιάς: «ζει σε μια περιοχή σκέτη ζωγραφιά || έχτισε ένα σπίτι δίπλα στο κύμα ούτε ζωγραφιά να ήταν!»