Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζωγράφισμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζωγράφισμα κ. ζουγράφισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. ζωγραφίζω + κατάλ. -μα], το ζωγράφισμα· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι άνετοι και με απαράμιλλη τέχνη ελιγμοί ποδοσφαιριστή ή και ολόκληρης της ομάδας μέσα στο γήπεδο με την μπάλα στα πόδια: «όταν αρχίζει το ζωγράφισμα η ομάδα μας, είναι αχτύπητη». Συνών. κέντημα (5)