Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζυγά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζυγά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. ζυγός], τα αυτοκίνητα με άρτιο, ζυγό τον τελευταίο αριθμό στην πινακίδα τους: «αύριο κυκλοφορούν τα ζυγά». Αντίθ. μονά.