Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζεύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζεύω, ρ. [<μσν. ζεύω αρχ.<ζεύγνυμι], ζεύω. 1. υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι: «όλο το πρωινό τεμπέλιαζε, αλλά μόλις ήρθε ο πατέρας του, τον έζεψε στη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: άμα δε σ’ αρέσει στρίβε κι από θύματα θα βρεις για να ζέψεις όσους θέλεις της μοντέρνας εποχής). 2. (γενικά) περιορίζω κάποιον, του στερώ την ελευθερία των κινήσεων του, ιδίως σε περίπτωση γάμου: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, η γυναίκα του τον έχει ζέψει κανονικά». (Λαϊκό τραγούδι: βρε, Γιωργάκη, κατεργάρο θα σε ζέψουμε στο κάρο). Από την εικόνα των βοδιών που, όταν ζευτούν στο άροτρο, χάνουν την ελευθερία κινήσεων.