Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζεύγος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζεύγος, το, ουσ. [<αρχ. ζεῦγος], το ζεύγος. 1. άντρας και γυναίκα που συνδέονται με ερωτικό δεσμό ή που είναι παντρεμένοι, το ζευγάρι: «ήρθε το τάδε ζεύγος με τα δυο του παιδιά || το ζεύγος των ερωτευμένων λείπει διακοπές || πότε θ’ αποφασίσει να παντρευτεί το ζεύγος;». 2α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ένα ζευγάρι όμοιων φύλλων στην πόκα ή στο πόκερ: «πήγα πάσο, γιατί δεν είχα καμιά προοπτική με το ζεύγος που είχα». β. στον πλ. τα ζεύγη, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δυο ζευγάρια όμοιων χαρτιών στην πόκα ή στο πόκερ: «τα ζεύγη χάνουν απ’ την κέντα».