Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζεστασιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζεστασιά, η, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. ζεσταίνω + κατάλ. -σιά], η ζεστασιά· το φιλικό, το οικογενειακό περιβάλλον που προσφέρει αγάπη, σιγουριά, προστασία και στοργή: «μεγάλωσε μέσα στη ζεστασιά της οικογένειας || από μικρό παιδί στα βάσανα και στη βιοπάλη, δεν ένιωσε ποτέ τη ζεστασιά και τη στοργή αγαπημένων προσώπων».