Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζαμάνι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζαμάνι, το, ουσ. [<τουρκ. zaman], συνήθως στον πλ. τα ζαμάνια, μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδίως εύχρ. στις φρ. καιρούς και ζαμάνια ή συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια: «χρόνια και ζαμάνια έχουμε να σε δούμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε επαναλαμβανόμενο.