Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ευτυχία
ευτυχία, η, ουσ. [<αρχ. εὐτυχία], η ευτυχία·
- έχω την ευτυχία να…, έχω την καλή τύχη, βρίσκομαι
στην ευχάριστη θέση να…: «είχα την ευτυχία να γνωρίσω την πιο καλή γυναίκα του
κόσμου, γι’ αυτό και την παντρεύτηκα || έχω την ευτυχία να σας ανακοινώσω
πρώτος πως ο γιος σας πέρασε με άριστα στο πανεπιστήμιο»·
- τι ευτυχία! επιφωνηματική έκφραση με την οποία
εκφράζουμε την πολύ καλή διάθεσή μας, τη μεγάλη χαρά μας: «τι ευτυχία όταν
βρίσκομαι ανάμεσα στα παιδιά μου!».