Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εφημερίδα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εφημερίδα, η, ουσ. [<μτγν. ἐφημερίς], η εφημερίδα· κουτσομπόλης άντρας ή γυναίκα, που του αρέσει να μαθαίνει μυστικά των άλλων και να τα σχολιάζει: «πήγε κι εμπιστεύτηκε τον πόνο του στην εφημερίδα της γειτονιάς κι ακόμη το φυσάει και δεν κρυώνει, γιατί το ’μαθαν όλοι». Από το ότι, οτιδήποτε δημοσιεύεται στην εφημερίδα, μπορεί να γίνει σε όλους γνωστό. Υποκορ. εφημεριδούλα, η·
- βγάζω εφημερίδα, α. προδίδω μυστικό: «μόλις του εμπιστευτεί κανείς κάτι, το βγάζει αμέσως εφημερίδα». β. κοινολογώ τις κακές ιδιότητες ή μυστικές ενέργειες κάποιου, ιδίως τις παράνομες: «ποιος έβγαλε εφημερίδα ότι είμαι χαρτοπαίχτης; || ποιος έβγαλε εφημερίδα ότι είμαι έμπορος ναρκωτικών;»·
- θα μας γράψουν οι εφημερίδες! (απειλητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλο κακό: «αν συνεχίσεις να μου τη μπαίνεις, σε λίγο καιρό θα μας γράψουν οι εφημερίδες, να το ξέρεις!». Πρβλ.: σκέψου καλά λοιπόν προτού το παρακάνουμε, γιατί αν μαλώσουμε, βεντέτα θα το κάνουμε και θα μας γράψουνε “Τα Νέα” και τους δυο, στην πρώτη στήλη θα είσαι συ και δίπλα εγώ (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. θα γίνουμε πρωτοσέλιδο·
- πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων, βλ. λ. ψιλός·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, λέγεται για γυναίκα που είναι πολύ ψυχρή στον έρωτα ή εντελώς αμέτοχη κατά τη σεξουαλική πράξη: «ωραία γυναίκα, δε λέω, αλλά τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα». Συνών. τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό / τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι / τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα / τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα·
- τον διαβάζω σαν εφημερίδα, αντιλαμβάνομαι με μεγάλη ευκολία τις κρυφές σκέψεις του: «σε μένα δεν μπορεί να προσποιηθεί, γιατί τον διαβάζω σαν εφημερίδα!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ όμως σε διαβάζω σαν εφημερίδα, κι αυτό συμβαίνει απ’ τη στιγμή που σ’ είδα
- τον (την) πέταξε σαν διαβασμένη εφημερίδα, τον (την) εγκατέλειψε αδιαφορώντας για την τύχη του: «αφού πρώτα τον εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε, ύστερα τον πέταξε σαν διαβασμένη εφημερίδα». Από την αδιαφορία που δείχνουμε για την εφημερίδα που την έχουμε διαβάσει και που την αφήνουμε τυχαία όπου να ’ναι.

ψιλός

ψιλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ψιλός (= γυμνός)· η σημερινή σημασία είναι μσν.], ψιλός. 1α. το θηλ. ως ουσ. η ψιλή, βιαστική ή μικρή ρουφηξιά, ιδίως από τσιγάρο που περιέχει χασίσι και, κατ’ επέκταση, το χασίσι: «με δυο ψιλές που πήρα δεν μπόρεσα να τη βρω || υπάρχει καμιά ψιλή;». β. κέρμα μικρής αξίας και, κατ’ επέκταση, τα λίγα χρήματα, το ψιλό. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν το ’χω ρίξει στην τρελή κι αν τα μασώ μέχρι ψιλή κι αν, μόλις πίνω δυο κρασιά, τα πίνω και τα σπάω, μη με παραξηγήσετε, συγνώμη σας ζητάω). 2. στον πλ. οι ψιλές, απανωτά χτυπήματα ιδίως στο πρόσωπο κάποιου: «πριν μπουν στη μέση να μας χωρίσουν πρόλαβα και του ’ριξα κάνα δυο ψιλές». (Λαϊκό τραγούδι: ετσάκωνε το χάρακα κι όλο με κοπανούσε, με μαύριζε απ’ τις ψιλές κι ύστερα μ’ αμολούσε). 3α. το ουδ. ως ουσ. το ψιλό, τα χρήματα, ιδίως τα λίγα, το χαρτζιλίκι, η ψιλή: «έχεις να μου δώσεις κανένα ψιλό;». β. το κατούρημα, η ούρηση: «ακράτεια έχεις, μωρ’ αδερφάκι μου, και κάθε τόσο τρέχεις για το ψιλό σου;». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ψιλά (βλ. λ.). (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- γίνεται ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- δε μου ’μεινε ψιλή, βλ. φρ. δεν έχω ψιλή. (Λαϊκό τραγούδι: είχα πέντε τάλιρα και τα ’χασα στο ζάρι και δε μου ’μεινε ψιλή,να πιω ένα κατοστάρι
- δεν αφήνεις το ψιλό γαζί! βλ. λ. γαζί·
- δεν έχω ψιλή, είμαι τελείως άφραγκος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε πενήντα λεπτά, γιατί δεν έχω ψιλή». (Λαϊκό τραγούδι: την άλλη μέρα ξύπνησα, τότε να δεις μεράκια, αφού δεν είχαμε ψιλή,αυτή ’θελε χαδάκια
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- κάνουμε ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνω το ψιλό μου, κατουρώ, ουρώ: «θα πεταχτώ λίγο στην τουαλέτα να κάνω το ψιλό μου»· βλ. και φρ. κάνω το χοντρό μου, λ. χοντρός·
- με την ψιλή (ενν. μηχανή), κούρεμα που γίνεται σύρριζα με το δέρμα του κεφαλιού: «κάποτε οι νεοσύλλεκτοι κουρεύονταν με την ψιλή»·
- μου ’ρθε το ψιλό μου, θέλω να κατουρήσω, να ουρήσω: «μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί μου ’ρθε το ψιλό μου!»· βλ. και φρ. μου ’ρθε το χοντρό μου, λ. χοντρός·
- παίζεται ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζεται ψιλό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζουμε ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- πάω προς ψιλού μου, πάω να κατουρήσω: «περίμενε μισό λεπτό, γιατί θέλω να πάω προς ψιλού μου»· βλ. και φρ. πάω προς χοντρού μου, λ. χοντρός·
- πέρασε στα ψιλά (των εφημερίδων), (για ειδήσεις) παρουσιάστηκε σε μονόστηλο και σε μια από τις τελευταίες σελίδες, δεν προβλήθηκε ιδιαίτερα από την εφημερίδα και, κατ’ επέκταση, δεν προσέχτηκε από το αναγνωστικό κοινό: «η είδηση δεν έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό, γιατί πέρασε στα ψιλά»·
- περνώ από ψιλή σίτα, βλ. λ. σίτα·
- περνώ από ψιλό κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- το δένω κόμπο σε ψιλό μαντίλι ή το δένω κόμπο στο ψιλό μαντίλι, βλ. λ. κόμπος·
- τον άρχισα στις ψιλές, άρχισα να τον χτυπώ απανωτά, ιδίως στο πρόσωπο: «αφού δεν είχε σκοπό να σταματήσει τις βλακείες που έλεγε, τον άρχισα στις ψιλές»·
- τον δουλεύω ψιλό γαζί, βλ. λ. γαζί·
- τον πήραν στο ψιλό, τον κορόιδεψαν, τον χλεύασαν: «επέμενε πως θα παντρευτεί την κόρη του τάδε εφοπλιστή και τον πήραν στο ψιλό οι φίλοι του»·
- ψιλά γράμματα, βλ. λ.γράμμα·
- ψιλή βελονιά, βλ. λ.ψιλοβελονιά·
- ψιλή δουλειά, βλ. λ.δουλειά·
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ.κουβέντα·
- ψιλό γαζί, βλ. λ. γαζί·
- ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι.