Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εφεύρεση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εφεύρεση, η, ουσ. [<μτγν. ἐφεύρεσις], η  εφεύρεση·
- διαβολική εφεύρεση, βλ. φρ. σατανική εφεύρεση·
- σατανική εφεύρεση, που έχει ή που ενδέχεται να έχει καταστροφικές επιπτώσεις στη ζωή ή στο χαρακτήρα κάποιου ή στο σύνολο κάποιου πληθυσμού: «η ατομική βόμβα υπήρξε μια σατανική εφεύρεση». (Λαϊκό τραγούδι: σατανική εφεύρεση στον κόσμο τα λεφτά, μα έλα που δεν κάνουμε στιγμή χωρίς αυτά
- σπουδαία εφεύρεση! λέγεται θαυμαστικά για οτιδήποτε μας ευχαριστεί ή μας ανακουφίζει απόλυτα, ανεξάρτητα από το αν πραγματικά είναι εφεύρεση: «σπουδαία εφεύρεση η μαλακία || σπουδαία εφεύρεση το φαγητό! || σπουδαία εφεύρεση το πιοτό! || σπουδαία εφεύρεση το χέσιμο! || σπουδαία εφεύρεση το κατούρημα!»· βλ. και φρ. σπουδαία ανακάλυψη! λ. ανακάλυψη.

ανακάλυψη

ανακάλυψη, η, ουσ. [<μτγν. ἀνακάλυψις], η ανακάλυψη·
- σπουδαία ανακάλυψη! λέγεται ειρωνικά για κάτι που ήδη μας είναι γνωστό από καιρό και μας παρουσιάζεται ως καινούριο ή ως πρωτότυπο: «βγαίνει ο υπουργός Εργασίας και μας ανακοινώνει πως έχουμε μεγάλη ανεργία. Σπουδαία ανακάλυψη!»· βλ. και φρ. σπουδαία εφεύρεση! λ. εφεύρεση