Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ευχαρίστηση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ευχαρίστηση, η, ουσ. [<ευχαριστώ], η ευχαρίστηση·
- βρίσκω ευχαρίστηση, μου αρέσει, με ευχαριστεί κάτι: «βρίσκω ευχαρίστηση στην κλασική μουσική || βρίσκω ευχαρίστηση μόνο στα λαϊκά τραγούδια || βρίσκω ευχαρίστηση στο διάβασμα || βρίσκω ευχαρίστηση στα ταξίδια»·
- μου κάνει ευχαρίστηση, βλ. φρ. βρίσκω ευχαρίστηση·
- ό,τι έχετε ευχαρίστηση, απευθύνεται από άτομο στην ομήγυρη ή στο φιλικό του περιβάλλον, ζητώντας χρηματική υποστήριξη. Από τη στερεότυπη φρ. των ζητιάνων, που ζητάνε ελεημοσύνη από τους περαστικούς·
- το κάνω από ευχαρίστηση, κάνω κάτι όχι υποχρεωτικά ή από καθήκον, αλλά μόνο και μόνο  από δική μου επιθυμία: «όταν μου ζητάει να βγάλω το σκύλο του μια βόλτα, το κάνω από ευχαρίστηση».