Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ευθύς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ευθύς, -εία, -ύ, επίθ. [<αρχ. εὐθύς], ο ευθύς. 1. που είναι ειλικρινής, ντόμπρος: «ευθύς χαρακτήρας». 2. ως επιρρ. ευθύς, αμέσως, με ταχύτητα, με αποτελεσματικότητα: «μόλις του πω κάτι, τρέχει ευθύς για να με ευχαριστήσει»·
- ευθύς εξαρχής, βλ. λ. εξαρχής.

εξαρχής

εξαρχής, επίρρ. [από την αρχ. φρ. ἐξ + αρχής], ιδίως εύχρ. στις φρ. από μιας εξαρχής ή ευθύς εξαρχής ή μιας εξαρχής, εντελώς από την αρχή, από παλιά: «τα πράγματα από μιας εξαρχής γίνονται μ’ αυτόν τον τρόπο || ευθύς εξαρχής ήταν αντίθετος με την τακτική που ακολουθούσε το κόμμα».