Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ευθύνη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ευθύνη, η, ουσ. [<αρχ. εὔθυνα <μτγν. εὐθύνη], η ευθύνη·
- είναι περιορισμένης ευθύνης, δεν έχει τη δυνατότητα, την ικανότητα να σκεφτεί σωστά, είναι κουτός, βλάκας: «μην έχεις πολλές απαιτήσεις απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι περιορισμένης ευθύνης. Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να χτυπάει δυο τρεις φορές στον κρόταφο.