εραστής
εραστής, ο, ουσ. [<αρχ. ἐραστής], ο εραστής. 1.
άντρας με έντονη σεξουαλική δραστηριότητα: «για ένα μεγάλο διάστημα, υπήρξε απ’
τους μεγαλύτερους εραστές της πόλης μας». 2. αυτός που αγαπάει πολύ
κάτι, που ενδιαφέρεται απόλυτα για κάτι: «είναι εραστής των γραμμάτων και των
τεχνών». 3. (ειρωνικά στη γλώσσα των μηχανόβιων) αυτός που έχει
κρεμασμένο μαντίλι στο αριστερό καθρεφτάκι της μοτοσικλέτας του (δηλ. από το
μέρος της καρδιάς): «δεν είναι μόνο φανατικός μηχανόβιος αλλά είναι και εραστής
πανάθεμά τον!». 4α. στον πλ. οι εραστές, το ερωτικό ζευγάρι: «απ’
ό,τι ξέρω, είναι πολλούς μήνες εραστές». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ τι λες, θα
γίνουμε επιτέλους εραστές, πες μου το ναι και φύγαμε να πάμε όπου θες).
β. (ειρωνικά) διάφοροι νεαροί που συχνάζουν σε μπαρ που διαθέτουν
μπαργούμεν ή σε μπουζουκτσίδικα όπου τραγουδούν νεαρές τραγουδίστριες, με σκοπό
να συνάψουν μαζί τους ερωτικές σχέσεις: «μόλις έφερε κάτι όμορφες κοπέλες απ’
τη Γεωργία, πλάκωσαν στο μπαράκι του οι εραστές»·
- Λατίνος εραστής, ο θερμόαιμος εραστής: «κάθε
καλοκαίρι γεμίζουν τα νησιά μας από Λατίνους εραστές». Από το ότι επικρατεί η
αντίληψη πως οι Ιταλοί είναι θερμόαιμοι στον έρωτα.