Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επόμενος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επόμενος, επόμενη κ. επομένη, -ο, επίθ. [<αρχ. ἑπόμενος], επόμενος· το θηλ. η επόμενη και η επομένη (ενν. ημέρα), η μέρα που ακολουθεί αμέσως μετά από αυτή που διανύουμε ή που ακολουθεί αμέσως μετά από κάποιο συμβάν: «σήμερα έχω πολλή δουλειά, γι’ αυτό έλα την επομένη || ήταν Παρασκευή θυμάμαι που τον κατηγόρησε, αλλά την επομένη πήγε και του ζήτησε συγγνώμη»·