Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επτά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επτά, βλ. λ. εφτά.

εφτά

εφτά κ. επτά, αριθμητ. επίθ. απόλ. [<αρχ. ἑπτά], εφτά·
- άντρας μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- απ’ τα εφτά ξημερώματα, βλ. λ. ξημέρωμα·
- μουνί με εφτά καπάκια, βλ. λ. μουνί·
- τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, βλ. λ. αμάρτημα·
- τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά, βλ. λ. αρνί·
- τον στέλνω στους εφτά ουρανούς, βλ. λ. ουρανός·
- τους πέντε μήνες θλίβεται και τους επτά λυπάται, βλ. λ. μήνας.