Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιχείρηση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επιχείρηση, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιχείρησις], η επιχείρηση· (στη γλώσσα της φυλακής) η απατεωνιά, η κομπίνα: «με την πρώτη επιχείρηση που πήγε να κάνει, τον έπιασαν στα πράσα»·
- επιχείρηση αρετή, οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση της αστυνομίας σε χώρους όπου παρατηρείται αυξημένη κίνηση του αγοραίου έρωτα από πόρνες και τραβεστί: «η χθεσινοβραδινή επιχείρηση αρετή της αστυνομίας προβλήθηκε απ’ όλα τα τηλεοπτικά κανάλια»·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, εκτεταμένη εισαγγελική έρευνα, που γίνεται σε οργανωμένο χώρο για τη διαπίστωση τυχόν παρανομιών ή παρατυπιών και που δε δέχεται παρέμβαση από καμιά πολιτική αρχή: «ο τάδε εισαγγελέας ανέλαβε την επιχείρηση καθαρά χέρια για να διαπιστώσει αν και κατά πόσο ενέχονται στις μίζες διάφοροι υπουργοί»·
- επιχείρηση σκούπα, οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση της αστυνομίας σε χώρους όπου παρατηρείται αυξημένη εγκληματικότητα ή σε χώρους όπου συχνάζουν κακοποιά στοιχεία: «η κυριακάτικη επιχείρηση σκούπα της αστυνομίας απέδωσε καρπούς, γιατί συνελήφθησαν αρκετοί που ήταν καταζητούμενοι»·
- κάνω επιχείρηση (κάτι), ασκώ κάτι με τέτοιον τρόπο, ώστε να λειτουργεί με οικονομικά κριτήρια, πράγμα όμως που αντίκειται στο χαρακτήρα του: «έκαναν τον αθλητισμό επιχείρηση || έκαναν την υγεία των πολιτών επιχείρηση»·
- στήνω επιχείρηση, οργανώνω μια δουλειά, ιδίως παράνομη: «είπε κι αυτός να στήσει μια φορά επιχείρηση και πήγε καρφωτός!».