Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιφάνεια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επιφάνεια, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιφάνεια], η επιφάνεια. 1. η εξωτερική όψη ανθρώπου, υπόθεσης ή πράγματος: «στην επιφάνεια όλοι φαίνονται καλοί || στην επιφάνεια όλα είναι μια χαρά, κι όταν αρχίζεις και το ψάχνεις, τότε καταλαβαίνεις τη διαφορά». 2. η οικονομική ευρωστία: «σε τρομάζει ώρες ώρες η επιφάνεια αυτού του ανθρώπου»·
- βγάζω στην επιφάνεια, αποκαλύπτω, φανερώνω, ιδίως κάτι κακό: «θα ’ρθει κάποτε ο καιρός που θα βγάλω στην επιφάνεια όλες σου τις βρομιές»·
- βγαίνω στην επιφάνεια, βλ. φρ. έρχομαι στην επιφάνεια·
- βγήκε στην επιφάνεια, αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε, ιδίως κάτι κακό: «μόλις τον έδιωξαν απ’ την τράπεζα, βγήκαν στην επιφάνεια όλες οι καταχρήσεις που είχε κάνει»·
- έρχομαι στην επιφάνεια, α. έρχομαι στην επικαιρότητα, προβάλλομαι, γίνομαι γνωστός: «απ’ τη μέρα που ήρθε στην επιφάνεια, δεν καταδέχεται να μας πει ούτε καλημέρα». β. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι: κατά τη διάρκεια της εξέτασής του από τον ανακριτή ήρθαν στην επιφάνεια όλες οι απατεωνιές του»·
- έχω επιφάνεια, είμαι οικονομικά εύρωστος: «έχει τέτοια επιφάνεια, που δε λογαριάζει κανέναν»·
- κάτω απ’ την επιφάνεια, στο βάθος, στην ουσία των πραγμάτων, στην ουσία της υπόθεσης: «από μια πρώτη ματιά δείχνει καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρουμε τι γίνεται κάτω απ’ την επιφάνεια ||  όπως δείχνει η υπόθεση, δεν παρουσιάζει δυσκολίες, αλλά πρέπει να ερευνήσουμε κάτω απ’ την επιφάνεια»·
- κρατώ στην επιφάνεια, διατηρώ κάποιον ή κάτι στην επικαιρότητα: «όσο τον είχαν ανάγκη, τον κρατούσαν στην επιφάνεια, αλλά μόλις έγινε η δουλειά τους, τον εγκατέλειψαν στην τύχη του»·
- φέρνω στην επιφάνεια, ανακαλύπτω κάτι που είναι θαμμένο, αποκαλύπτω: «ο καθηγητής Ανδρόνικος έφερε στην επιφάνεια τον τάφο του Φιλίππου, βασιλιά των αρχαίων Μακεδόνων». Συνών. φέρνω στο φως.