Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιτήδειος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επιτήδειος, -α -ο, επίθ. [<αρχ. ἐπιτήδειος], επιτήδειος· το αρσ. ως ουσ. ο επιτήδειος και τοθηλ. ως ουσ. η επιτήδεια, (υποτιμητικά) αυτός που χρησιμοποιεί πλάγια ή και παράνομα μέσα για να πετύχει κάτι: «είχε ολόκληρη περιουσία, αλλά τον διπλάρωσαν οι επιτήδειοι και του την έφαγαν || είναι πολλή επιτήδεια να ξεγελάει τους ηλικιωμένους με τα κάλλη της και να τους ξαφρίζει». Επίρρ. επιτήδεια.