Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιστήμονας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επιστήμονας, ο, η, το θηλ. και επιστημόνισσα, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιστήμων], ο επιστήμονας. 1. αυτός που είναι ειδικός σε μια τέχνη, σε μια εργασία, σε έναν κλάδο, νόμιμο ή παράνομο: «είναι επιστήμονας στη δουλειά του || είναι επιστήμονας στο κλέψιμο». 2. (και για τα δυο φύλα) που είναι ειδικός στα ερωτικά: «αυτός είναι επιστήμονας στο γαμήσι || αυτή είναι επιστήμονας στο τσιμπούκι».