Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιμένω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επιμένω, ρ. [<μτγν. ἐπιμένω], επιμένω· (για κάτι κακό, ιδίως ασθένειες) δεν υποχωρώ, εξακολουθώ να υπάρχω: «παρ’ όλη την αντιβίωση ο πυρετός επιμένει»·
- όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει, βλ. λ. κερδισμένος.

κερδισμένος

κερδισμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. κερδίζω], κερδισμένος· (ιδίως για χαρτοπαίγνιο) που κέρδισε τα χρήματα των άλλων, που κέρδισε χρήματα από τους άλλους: «ποιος άλλος είναι κερδισμένος εκτός από μένα;»·
- βγαίνω κερδισμένος, επωφελούμαι, ωφελούμαι, αποκομίζω κάποιο κέρδος από μια κατάσταση, πετυχαίνω αυτό που επιδιώκω: «έμπλεξε μ’ έναν κύκλο βιομηχάνων και βγήκε κερδισμένος, γιατί του δίνουν συνέχεια δουλειά || αν και ήταν δύσκολη η δουλειά την ανέλαβα και βγήκα κερδισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: δύσκολα είναι στους γιατρούς να βγούνε κερδισμένοι, αχ! για να γιατρέψουνε καρδιά ερωτοπληγωμένη
- όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει, αυτός που επιμένει στην επιδίωξή του, στο σκοπό του, στο τέλος βγαίνει κερδισμένος: «μην τα παρατάς με την πρώτη δυσκολία, γιατί, όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει». Συνών. ο επιμένων νικά.