Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιδημία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επιδημία, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιδημία], η επιδημία·
- έπεσε επιδημία, παρουσιάστηκαν ξαφνικά πολλοί τρακαδόροι μαζί σε ένα χώρο: «παιδιά, το νου σας στα τσιγάρα σας, γιατί έπεσε επιδημία».