Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επίθεση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επίθεση, η, ουσ. [<αρχ. ἐπίθεσις], η επίθεση. 1. η άσκηση βίαιης, σφοδρής κριτικής εναντίον κάποιου: «δεν περίμενα τέτοια επίθεση από μέρους του, επειδή άργησα πέντε λεπτά!». 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) επιθετική ενέργεια κατά της αντίπαλης εστίας με σκοπό την επιτυχία τέρματος: «η τελευταία επίθεση της ομάδας απέφερε και το μοναδικό γκολ της συνάντησης»·
- δέχομαι επίθεση, γίνομαι αντικείμενο επιθετικής ενέργειας, πολεμικής ή λεκτικής: «από το πρωί ο στρατός μας δέχεται επίθεση απ’ τις εχθρικές δυνάμεις || όταν ανέβηκε στο βήμα ο τάδε υπουργός, δεχόταν συνεχώς επιθέσεις από την αντιπολίτευση»·
- η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, βλ. λ. άμυνα·
- παίζω επίθεση, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) επιτίθεμαι συνεχώς κατά της αντίπαλης εστίας, με σκοπό να πετύχω τέρμα: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού η ομάδα μας έπαιζε επίθεση και στο εξήντα πέτυχε το πρώτο της γκολ»·
- παίζω στην επίθεση, (για ποδοσφαιριστές) είμαι επιθετικός παίχτης: «χρειαζόμαστε έναν ακόμα παίχτη που να έχει την ικανότητα να παίζει στην επίθεση»·
- περνώ στην επίθεση, α. εξαπολύω και εγώ με τη σειρά μου επίθεση ή καταπολεμώ κάποιον με επιχειρήματα: «ο στρατός μας, αφού απέκρουσε την επίθεση που δέχτηκε, πέρασε στην επίθεση || όσο δε μιλούσα, έλεγε ό,τι ήθελε, μόλις όμως πέρασα στην επίθεση, το βούλωσε κι έφυγε». β. ασκώ βίαιη, σφοδρή κριτική σε κάποιον: «ο υπουργός, μετά το σφυροκόπημα της αντιπολίτευσης για την πολιτική του υπουργείου του, πέρασε στην επίθεση κατακεραυνώνοντας τους επικριτές του». γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) μετά από ένα διάστημα αμυντικού παιχνιδιού, επιτίθεμαι κατά της αντίπαλης εστίας με σκοπό να πετύχω τέρμα: «μετά από ένα αμυντικό δεκάλεπτο, η ομάδα μας πέρασε στην επίθεση».

άμυνα

άμυνα, η, ουσ. [<αρχ. ἄμυνα], η άμυνα· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης ή οι παίχτες που αποκρούουν τις επιθέσεις των αντιπάλων και ο χώρος στον οποίο γίνονται αυτές οι αποκρούσεις: «στο φετινό πρωτάθλημα η άμυνά μας τα πήγε πολύ καλά || στο μεγαλύτερο διάστημα του παιχνιδιού η μπάλα παιζόταν μπροστά στην άμυνά μας»·
- άδειασε όλη την άμυνα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) με αλλεπάλληλες τρίπλες που έκανε ο παίχτης, πέρασε όλη την αμυντική διάταξη της αντίπαλης ομάδας: «ο παίχτης ξεχύθηκε με την μπάλα στα πόδια προς την αντίπαλη εστία, άδειασε με περίτεχνες τρίπλες όλη την άμυνα και πέτυχε το γκολ της ομάδας του»·
- βγάζω άμυνα, (για βολεϊμπολίστες) αποκρούω με επιτυχία την μπαλιά που μου έστειλε από τη μεριά του ο αντίπαλος παίχτης: «ο τάδε παίχτης είναι ειδικός στο να βγάζει άμυνα»·
- βαστώ άμυνα, βλ. φρ. κρατώ άμυνα·
- η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, αν θέλει να πετύχει κανείς το σκοπό του, τον πετυχαίνει καλύτερα με επιθετικό τρόπο: «αν θέλεις να πετύχεις στη ζωή σου, θα πρέπει να ξέρεις πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση»·
- κρατώ άμυνα, α. δεν υποκύπτω, ιδίως στις αντιξοότητες, στις δυσκολίες της ζωής: «κράτα άμυνα, παλικάρι μου, μπόρα είναι και θα περάσει». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)   αποκρούω με επιτυχία ως αμυντικός παίχτης όλες τις επιθετικές ενέργειες της αντίπαλης ομάδας: «η ομάδα μας ήθελε να αποσπάσει την ισοπαλία, γι’ αυτό κρατούσε άμυνα»·
- παίζω άμυνα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ) οργανώνομαι συστηματικά μπροστά στην εστία μου ή στη μπασκέτα μου για να μη δεχτώ γκολ ή καλάθι: «σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού η ομάδα μου έπαιζε άμυνα»·
- παίζω στην άμυνα, (ιδίως για ποδοσφαιριστή) είμαι αμυντικός παίχτης: «μπορεί να παίξει σ’ όλες τις θέσεις, αλλά αποδίδει καλύτερα, όταν παίζει στην άμυνα»·
- περνώ στην άμυνα, α. μετά από ένα διάστημα λεκτικής επίθεσης εναντίον κάποιου, προσπαθώ να αντικρούσω τα επιχειρήματά του ή τη βίαιη κριτική που μου εξαπολύει: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου είχε περάσει στην άμυνα και προσπαθούσε να μπαλώσει τα πράγματα». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) επιστρέφω σε αμυντικό παιχνίδι: «μετά το γκολ που πέτυχε, η ομάδα πέρασε στην άμυνα για να κρατήσει το αποτέλεσμα».