Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επέμβαση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επέμβαση, η, ουσ. [<μτγν. ἐπέμβασις], η επέμβαση·
- χειρουργική επέμβαση, πολεμικό χτύπημα, ιδίως μέσα σε κατοικημένη περιοχή, που βρίσκει με απόλυτη ακρίβεια το στόχο: «παρ’ όλο που οι Αμερικάνοι υποστηρίζουν πως κατάφεραν χτυπήματα εναντίον του εχθρού τους με χειρουργικές επεμβάσεις, τα θύματα ανάμεσα στους άμαχους υπήρξαν εκατοντάδες».