Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εξουσία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εξουσία, η, ουσ. [<αρχ. ἐξουσία <ἔξεστι (= είναι δυνατό)], η εξουσία· οι κρατικές αρχές που καθορίζουν τη δημόσια ζωή: «όλη η εξουσία είναι διεφθαρμένη». (Τραγούδι: χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι // ψέματα λες, βρε ακαμάτη, και μη μου κάνεις την οσία, ποτέ δεν έφερες μια κότα, να φάει και η εξουσία (Λαϊκό τραγούδι)). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- ανεβάζω στην εξουσία, βλ. φρ. φέρνω στην εξουσία·
- ανεβαίνω στην εξουσία, αναλαμβάνω τη διακυβέρνηση της χώρας ύστερα από εκλογές, καταλαμβάνω την πολιτική εξουσία της χώρας ύστερα από εκλογές: «μετά τις εκλογές ανέβηκε στην εξουσία το τάδε κόμμα»·
- βρίσκομαι στην εξουσία, βλ. φρ. είμαι στην εξουσία·
- είμαι στην εξουσία, διακυβερνώ τη χώρα: «το τάδε κόμμα είναι στην εξουσία δέκα χρόνια»·
- έρχομαι στην εξουσία, βλ. φρ. ανεβαίνω στην εξουσία·
- έχω στην εξουσία μου, α. εξουσιάζω: «έχω στην εξουσία μου δέκα εργάτες». β. είμαι ιδιοκτήτης κινητής ή ακίνητης περιουσίας, κατέχω: «έχω στην εξουσία μου πέντε διαμερίσματα». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να ’μουνα πασάς ο κόσμος να με τρέμει, να ’χα στην εξουσία μου το πιο όμορφο χαρέμι
- έχω την εξουσία, βλ. φρ. είμαι στην εξουσία·
- η τέταρτη εξουσία, ο τύπος, η δημοσιογραφία, οι δημοσιογράφοι: «η τέταρτη εξουσία είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος || η τέταρτη εξουσία, όποτε θέλει, κατεβάζει κι ανεβάζει κυβερνήσεις»·
- καλώς την εξουσία! α. φιλοφρονητικός χαιρετισμός σε άτομο που του αναγνωρίζουμε το προβάδισμα. β. φιλοφρονητικός χαιρετισμός σε φτασμένο κακοποιό ως ένδειξη αναγνώρισης της υπεροχής του. γ. ειρωνικός χαιρετισμός σε άτομο που θέλει πάντα να έχει το προβάδισμα, χωρίς βέβαια να το αξίζει. Συνήθως της φρ. προτάσσεται θαυμαστικό ω(!)·
- κατεβάζω απ’ την εξουσία, δεν επανεκλέγω κάποιο κόμμα ή κάποιον υποψήφιο: «επειδή άλλα υπόσχονταν προεκλογικά κι άλλα έκαναν, όταν ήταν κυβέρνηση, ο λαός στις τελευταίες εκλογές τους κατέβασε απ’ την εξουσία»·
- κόμμα εξουσίας, βλ. λ. κόμμα·
- το παίζει εξουσία, προσποιείται πως έχει σοβαρές διασυνδέσεις με το κόμμα που έχει τη διακυβέρνηση της χώρας: «απ’ τη μέρα που βγήκε το κόμμα του, το παίζει εξουσία και μοιράζει δεξιά αριστερά διάφορες υποσχέσεις για προσλήψεις στο δημόσιο και τα παρόμοια»·
- υπό το κράτος της εξουσίας, βλ. λ. κράτος·
- φέρνω στην εξουσία, αναδεικνύω κάποιον πολιτικό σχηματισμό νικητή στις εκλογές που διενεργήθηκαν, και τον καλώ να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας: «ο λαός έφερε στην εξουσία το τάδε κόμμα»·
- χάνω την εξουσία, δεν επανεκλέγομαι: «το τάδε κόμμα έχασε την εξουσία στις τελευταίες εκλογές».

κόμμα

κόμμα, το, ουσ. [<αρχ. κόμμα <κόπτω], το κόμμα· το πολιτικό κόμμα: «το κόμμα έδωσε γραμμή στα συνδικάτα που ελέγχει να κινηθούν για νέες απεργίες»·
- δε χάνω ούτε κόμμα, α. παρακολουθώ με μεγάλη προσοχή ένα κείμενο ή μια ομιλία, καταλαβαίνω τέλεια, ιδίως όταν πρόκειται για ξένη γλώσσα: «μιλάει τόσο γλαφυρά, που δεν χάνουν ούτε κόμμα || δεν είχε υπότιτλους η ταινία, αλλά, επειδή ξέρω ιταλικά, δεν έχασα ούτε κόμμα». β. είμαι καλά δασκαλεμένος, λέω ή κάνω ακριβώς ό,τι μου έχουν επιβάλλει ή υποβάλλει να πω ή να κάνω: «πώς να του ξεφύγεις, που δεν χάνει ούτε κόμμα από τους κανονισμούς που μας βάλανε!»·
- ένα είναι το κόμμα, το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.), όπως το αποκαλούν οι ορθόδοξοι κομμουνιστές που είναι οργανωμένοι σε αυτό μετά τη διάσπασή του·
- κάνω κόμμα, (με κάποιον ή κάποιους), συμμαχώ, συνεννοούμαι, συνεργάζομαι, ιδίως κρυφά με κάποιον ή κάποιους εναντίον κάποιου ή κάποιων: «κάνανε κόμμα και μας έφαγαν τη δουλειά μεσ’ απ’ τα χέρια || κάναμε κόμμα για να προωθήσουν τους δικούς τους»·
- Κάπα Κάπα Ε, το κόμμα σου λαέ, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- κόμμα εξουσίας, το κόμμα εκείνο που επιδιώκει, που μπορεί να κυβερνήσει ή που κυβερνάει σε μια χώρα: «το τάδε κόμμα, είναι κόμμα εξουσίας εδώ και είκοσι χρόνια || το τάδε κόμμα της αντιπολίτευσης είναι κόμμα εξουσίας || εσείς φταίτε για όλα τα κακώς κείμενα, γιατί εσείς ήσασταν τόσον καιρό κόμμα εξουσίας».

κράτος

κράτος, το, ουσ. [<αρχ. κράτος], το κράτος·
- αστυνομικό κράτος, όπου η εξουσία ασκείται με ιδιαίτερα αυστηρά μέτρα: «σ’ ένα αστυνομικό κράτος οργιάζει η βία και η αυθαιρεσία της εξουσίας»·
- κατά κράτος, ολοκληρωτικά: «ο εχθρός νικήθηκε κατά κράτος»·
- κράτος δικαίου, όπου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και όπου τα πάντα κατανέμονται δίκαια στους πολίτες: «σ’ ένα κράτος δικαίου δεν υπάρχουν ισχυροί και ανίσχυροι»·
- κράτος εν κράτει, λέγεται για άτομο ή ομάδα ατόμων που έχουν αποκτήσει μεγάλη δύναμη και αυτονομία στα πλαίσια εταιρείας, κόμματος ή κρατικού μηχανισμού και καθορίζουν τις δραστηριότητες των αρμοδίων οργάνων: «ο τάδε μέσα στο εργοστάσιο είναι κράτος εν κράτει και κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του»·
- κράτος πρόνοιας, όπου με θεσμικές ρυθμίσεις υποστηρίζει τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες: «σ’ ένα κράτος πρόνοιας έχει εξαλειφθεί η μεγάλη φτώχεια»·
- το βαθύ κράτος, το ισχυρό κατεστημένο: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος»·
- υπό το κράτος, κάτω από τη δύναμη, την εξουσία, την κυριαρχία υπό την επήρεια, κάτω από την εξουσία ή κυριαρχία: «υπό το κράτος του φόβου τα μαρτύρησε όλα στην Ασφάλεια || υπό το κράτος της βίας υπέγραψε τη δήλωση ενοχής του || ο κόσμος υπό το κράτος του πανικού, έτρεχε μαζικά προς τις εξόδους του γηπέδου || υπό το κράτος της μέθης μπορεί να κάνει κανείς χίλιες δυο ανοησίες»·
- υπό το κράτος της εξουσίας, κάτω από τον εξαναγκασμό της κρατικής εξουσίας ή κυριαρχίας: «υπό το κράτος της εξουσίας τα πάντα ισοπεδώνονται».