Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εξίσου

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εξίσου, επίρρ. [<αρχ. φρ. ἐξ ἴσου]. 1. σε ίσο, σε ίδιο βαθμό με κάποιον άλλον ή άλλους, ή με κάτι άλλο ή άλλα: «μη γελάς, γιατί κι εσύ είσαι εξίσου υπεύθυνος με τον άλλον || είσαι κι εσύ ένοχος εξίσου με τους άλλους || τ’ αυτοκίνητό μου είναι εξίσου καλό με το δικό σου». 2. σε ίση ποσότητα, σε ίσο ποσοστό, ή στην ίδια ένταση: «μοίρασε την περιουσία του εξίσου στα δυο παιδιά του || φώναζαν εξίσου δυνατά».