Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εξέταση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εξέταση, η, ουσ. [<αρχ. ἐξέτασις], η εξέταση· στον πλ. οι εξετάσεις, α. η ειδική αξιολόγηση σπουδαστή ή φοιτητή σε κάποιο μάθημα ή η γενική αξιολόγηση σε μια σειρά μαθημάτων: «πώς τα πήγες στις εξετάσεις;». β. ο ιατρικός έλεγχος της υγείας κάποιου: «οι εξετάσεις έδειξαν ότι έχω πρόβλημα στα πνευμόνια μου»·
- δίνω εξετάσεις, α. (για σπουδαστές, φοιτητές) εξετάζομαι, αξιολογούμαι σε κάποιο μάθημα ή σε μια σειρά μαθημάτων προφορικά ή γραπτά: «έχω τρελαθεί στο διάβασμα, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις στην Ιστορία». β. (γενικά) δοκιμάζομαι από κάποιον για να ελέγξει το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου ή την εργατικότητά μου: «θα τον δεχτούμε στην παρέα μας, γιατί έδωσε εξετάσεις κι αποδείχτηκε σωστός || τον προσέλαβα στη δουλειά μου, γιατί με τις εξετάσεις που έδωσε φάνηκε εντάξει»·
- έχω εξετάσεις, βλ. φρ. δίνω εξετάσεις·
- κάνω εξετάσεις, ελέγχω ιατρικά την υγεία μου: «δυο φορές το χρόνο κάνω εξετάσεις για να ελέγξω την πορεία της υγείας μου»·
- κόβομαι στις εξετάσεις, αποτυχαίνω να ανταποκριθώ με επιτυχία στην αξιολόγηση κάποιου μαθήματος ή σε μια σειρά μαθημάτων: «είναι η δεύτερη φορά που κόβεται στις εξετάσεις και δεν του καίγεται καρφί»·
- περνώ από εξετάσεις, βλ. φρ. δίνω εξετάσεις·
- περνώ απ’ την Ιερά Εξέταση ή περνώ από Ιερά Εξέταση, ανακρίνομαι πολύ σκληρά: «στην Ασφάλεια τον πέρασαν από Ιερά Εξέταση και τα ξέρασε όλα». Αναφορά στην Ιερά Εξέταση της Καθολικής Εκκλησίας·
- περνώ στις εξετάσεις ή περνώ τις εξετάσεις, ανταποκρίνομαι με επιτυχία στη δοκιμασία που μου υποβάλλει κάποιος για να ελέγξει το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου ή την εργατικότητά μου: «απ’ τη στιγμή που πέρασε τις εξετάσεις, τον προσέλαβα στη δουλειά μου.