Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ενοχλώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ενοχλώ, ρ. [<αρχ. ἐνοχλῶ], ενοχλώ. Ακούγεται και ενοχλάω·
- ενοχλώ, δεν ενοχλώ! ερώτηση και απάντηση από το ίδιο πρόσωπο το οποίο μπήκε απρόσκλητο σε ένα χώρο και είναι αποφασισμένο να μείνει.