Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ελατήριο
ελατήριο,
το, ουσ.
[<αρχ. ἐλατήριον], το ελατήριο· το κίνητρο για να ασχοληθεί ή για να
επιδιώξει να πετύχει κανείς κάτι: «η κυβέρνηση δε δίνει ελατήρια στη νεολαία,
για να την αποτραβήξει απ’ τους κινδύνους που την περιτριγυρίζουν || κινείται
εναντίον μου με ταπεινά ελατήρια || το ελατήριο του φόνου ήταν η ζήλια»·
- πετάχτηκε
πάνω σαν ελατήριο, σηκώθηκε από τη θέση του ξαφνικά και με ορμή: «μόλις
αντιλήφθηκε πως πέρασε η ώρα, πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο κι έτρεξε να προλάβει
το ραντεβού, που είχε με το φίλο του».