Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εκτελεστής
εκτελεστής,
ο, ουσ.
[<εκτελώ], ο εκτελεστής·
- ψυχρός
εκτελεστής, (για παίκτες του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου) που σκοράρει με
ψυχραιμία, κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία: «ο τάδε είναι ψυχρός
εκτελεστής, γιατί σκοράρει από όποια θέση κι αν βρίσκεται».