Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εκτίμηση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εκτίμηση, η, ουσ. [<μτγν. ἐκτίμησις], η εκτίμηση· η θετική γνώμη που έχουμε για κάποιο πρόσωπο, η υπόληψη, ο σεβασμός: «συνήθως οι πετυχημένοι άνθρωποι, έχουν την εκτίμηση των άλλων»·
- ανεβαίνω στην εκτίμηση (κάποιου), αρχίζει κάποιος να με υπολήπτεται, να με εμπιστεύεται, να με υπολογίζει περισσότερο από ό,τι προηγουμένως: «απ’ τη μέρα που μίλησα θετικά γι’ αυτόν, ανέβηκα στην εκτίμησή του»·
- δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση, έχω ενδοιασμούς ως προς το άτομό του, αμφιβάλλω για την ποιότητα του χαρακτήρα του: «τον βλέπω να κινείται μουλωχτά μέσα στην αγορά, γι’ αυτό δεν τον έχω και σε μεγάλη εκτίμηση»·
- δεν τον έχω (και) σε πολλή εκτίμηση, βλ. φρ. δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση·
- θρέφω εκτίμηση (για κάποιον), βλ. φρ. τον έχω σ’ εκτίμηση·
- κατά την εκτίμησή μου, σύμφωνα με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά την εκτίμησή μου, πρέπει να είσαι προσεκτικός μ’ αυτόν τον άνθρωπο || κατά την εκτίμησή μου, πρόκειται για πολύ σοβαρή δουλειά». Συνών. κατά τη γνώμη μου / κατά την άποψή μου / κατά την κρίση μου·
- πέφτω στην εκτίμηση (κάποιου), αρχίζει κάποιος να με υπολήπτεται, να με εμπιστεύεται, να με υπολογίζει, λιγότερο από ό,τι προηγουμένως: «απ’ τη μέρα που μ’ έπιασε να κάνω κοπάνα, έπεσα στην εκτίμησή του»·
- τον έχω σ’ εκτίμηση, τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω, τον σέβομαι: «τον έχω σ’ εκτίμηση, γιατί είναι τίμιος άνθρωπος || τον έχω σ’ εκτίμηση, γιατί βοηθάει τους συνανθρώπους του || ένας απ’ τους λόγους που τον έχω σ’ εκτίμηση είναι γιατί δε λέει ποτέ κακό λόγο για κανέναν»·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. φρ. τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση·
- τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω, τον σέβομαι πάρα πολύ: «ενδιαφέρεται για όλους τους συνανθρώπους του, γι’ αυτό τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση αυτόν τον άνθρωπο || είναι πολύ δίκαιος αυτός ο άνθρωπος, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση»·
- χαίρω της εκτιμήσεως (κάποιου ή κάποιων), με εκτιμάει, με υπολήπτεται, με υπολογίζει, με σέβεται κάποιος ή κάποιοι: «απ’ τη μέρα που τον υπερασπίστηκα χαίρω της εκτιμήσεώς του || χαίρω της εκτιμήσεως όλων των παραγόντων της επιχείρησης».