Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εκμεταλλεύομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εκμεταλλεύομαι, ρ. [<μτγν. ἐκμεταλλεύω (= βγάζω μέταλλο από ορυχείο], εκμεταλλεύομαι. 1. υποχρεώνω κάποιον να υπηρετεί τις επιθυμίες μου με σκοπό το προσωπικό μου όφελος: «του έχει αδυναμία ο φίλος του, κι αυτός τον εκμεταλλεύεται». 2. (ειδικά για άντρα) οδηγώ γυναίκα στην πορνεία και εισπράττω τα χρήματα που κερδίζει από αυτή: «μόλις τον ερωτεύτηκε, άρχισε να την εκμεταλλεύεται».