Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ειρήνη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ειρήνη, η, ουσ. [<αρχ. εἰρήνη], η ειρήνη·
- αν θέλεις ειρήνη να ετοιμάζεσαι για πόλεμο, η προπαρασκευή για πόλεμο, η ετοιμοπόλεμη κατάσταση ενός λαού, αποτελεί αποτρεπτικό στοιχείο για εχθρική επιθετική ενέργεια·   
- ειρήνη υμίν, ευχετική έκφραση για ψυχική ηρεμία, να έχετε ειρήνη, να έχετε ψυχική ηρεμία. Η φρ. επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά από τον Ιησού. Πρβλ.: … ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων καί ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν (Ιωάν. κ΄ 26).