Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εικόνα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εικόνα, η, ουσ. [<αρχ. εἰκών], η εικόνα. 1. η αναπαράσταση προσώπου ή αντικειμένου στη φαντασία, στη σκέψη μας: «είναι καιρός που χωρίσαμε, αλλά κάθε τόσο φέρνω την εικόνα της στο μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: η δική σου εικόνα έχει πλέον χαθεί, τη σκεπάζουν αράχνες και την κρύβει η ντροπή).2. το εικόνισμα (βλ. λ.). Υποκορ. εικονίτσα, η·
- θα σε κάνω εικόνα, βλ. συνηθέστ. θα σε κάνω εικόνισμα, λ. εικόνισμα·
- κατ’ εικόνα και ομοίωση, δηλώνει πολύ μεγάλη ομοιότητα, ιδίως ανάμεσα σε δυο άτομα: «χαίρεται και καμαρώνει το γιο του, γιατί είναι κατ’ εικόνα και ομοίωσή του»·  
- η μαγική εικόνα, εκείνη η εικόνα που, όταν τη βλέπουμε από μια άλλη οπτική γωνία, μας παρουσιάζει κάποια δεύτερη παράσταση: «μπορείς ν’ ανακαλύψεις τι παρουσιάζει αυτή η μαγική εικόνα; || παλιότερα, απ’ όλα τα τεύχη των περιοδικών δεν έλειπε η μαγική εικόνα»·
- τον έκανα εικόνα, βλ. συνηθέστ. τον έκανα εικόνισμα, λ. εικόνισμα.

εικόνισμα

εικόνισμα, το, ουσ. [<μσν. εικόνισμα], το εικόνισμα και συνήθως στον πλ. τα εικονίσματα, το σύνολο των ιερών εικόνων στο εικονοστάσι που έχει κάθε σπίτι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έχει βάλει τα στέφανα του γάμου της στα εικονίσματα του σπιτιού της»·
- θα σε κάνω εικόνισμα, λέγεται ως πρόθεσή μας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον μια σοβαρή εκδούλευση ή ως ένδειξη απέραντης ευγνωμοσύνης σε κάποιον που μας πρόσφερε μια σπουδαία εκδούλευση ή που μας έβγαλε από κάποια πολύ δύσκολη θέση. Από το ότι τα εικονίσματα δέχονται τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου·
- τον έκανα εικόνισμα, του έδειξα απεριόριστη ευγνωμοσύνη για κάτι καλό που μου έκανε: «απ’ τη μέρα που με βοήθησε να πάει καλά η δουλειά μου, τον έκανα εικόνισμα αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. τον έκανα Παναγία, λ. Παναγία·
- τον έχω εικόνισμα, τον πιστεύω, τον εκτιμώ, τον υπολογίζω, τον θαυμάζω, τον σέβομαι απεριόριστα: «απ’ τη μέρα που με βοήθησε αυτός ο άνθρωπος, τον έχω εικόνισμα».