εγχείρηση
εγχείρηση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἐγχείρησις <εγχειρώ (= βάζω επάνω το χέρι μου, επιχειρώ)], η
εγχείρηση· η αποσυναρμολόγηση, η διάλυση της μηχανής κλεμμένου αυτοκινήτου ή
μοτοσικλέτας, με σκοπό να πουληθεί ως ανταλλακτικά: «είναι σ’ όλη τη γειτονιά
γνωστό πως τα βράδια στη μάντρα του τάδε γίνονται διάφορες εγχειρήσεις.
Μπαίνουν αυτοκίνητα και βγαίνουν βίδες». Υποκορ. εγχειρισούλα, η·
- η
εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής απέθανε, λέγεται ειρωνικά για ενέργεια που
έγινε με τον ορθό τρόπο, αλλά που δεν είχε καθόλου θετικό αποτέλεσμα, που
απέτυχε παταγωδώς·
- κάνω
εγχείρηση, α. (για μηχανικούς αυτοκινήτων) αποσυναρμολογώ, διαλύω τη
μηχανή κλεμμένου αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, με σκοπό να πουληθεί ως
ανταλλακτικά: «είναι στο ιδιαίτερο και κάνει μια εγχείρηση». β. (για
ασθενείς) χειρουργούμαι: «αύριο θα κάνω εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας». γ.
(για γιατρούς) χειρουργώ: «αύριο έχω να κάνω δυο εγχειρήσεις».