Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εγκληματίας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εγκληματίας, ο, ουσ. [<έγκλημα + κατάλ. -ίας], ο εγκληματίας. 1. (ειρωνικά, χαϊδευτικά ή απειλητικά) ο αυτουργός κάποιας  κακής ή κολάσιμης πράξης: «πώς τα κατάφερες, ρε εγκληματία, και τρύπωσες μέσα χωρίς εισιτήριο; || έλα δω, ρε εγκληματία, γιατί έδειρες ένα τόσο μικρό παιδί!». 2. αυτός που γκάστρωσε γυναίκα χωρίς να είναι παντρεμένος μαζί της: «έλα δω, ρε εγκληματία, τι θα κάνει τώρα το κορίτσι;».