Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
είδος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

είδος, το, ουσ. [<αρχ. εἶδος], το είδος. 1. η όψη ενός αντικειμένου, η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση ή ποιότητα και, κατ’ επέκταση, ό,τι το χαρακτηρίζει, η ταυτότητά του: «τι είδους αυτοκίνητο θέλεις ν’ αγοράσεις;». 2. ό,τι κατατάσσεται σε μια ομάδα λόγω κάποιου κοινού χαρακτηριστικού: «υπάρχουν πολλά είδη συμπεριφοράς». 3. στον πληθ. τα είδη, τα αντικείμενα, τα προϊόντα για κάποια χρήση ή προορισμό: «είδη καπνιστού || είδη οικιακής χρήσης || εποχιακά είδη»·
- είδος πρώτης ανάγκης, οτιδήποτε είναι απόλυτα χρειαζούμενο ή απόλυτα απαραίτητο στη ζωή του ανθρώπου, ιδίως καταναλωτικά αγαθά ή υπηρεσίες που προσφέρονται από το κράτος στον πολίτη: «δεν έχει προσβληθεί απ’ το μικρόβιο του καταναλωτισμού και αγοράζει μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης || ο ηλεκτρισμός σήμερα είναι είδος πρώτης ανάγκης»·
- ειδών ειδών, α. πολλών και διαφόρων ειδών, λογιών λογιών: «υπάρχουν ειδών ειδών άνθρωποι». β. σε μεγάλη ποικιλία: «σ’ αυτό το μαγαζί μπορείς να βρεις ειδών ειδών ποτά»·
- είναι άλλου είδους ταραχή, α. οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη συγκίνηση, μεγάλη ικανοποίηση, ιδίως πανέμορφη γυναίκα: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο που είναι άλλου είδους ταραχή || η γυναίκα του τάδε είναι άλλου είδους ταραχή». β. οτιδήποτε μας δημιουργεί μεγάλα προβλήματα: «έχει τέτοια γκρίνια η γυναίκα του, που είναι άλλου είδους ταραχή || μπλέχτηκα με μια κωλοδουλειά, που είναι άλλου είδους ταραχή»·
- έκαστος στο είδος του, ο καθένας ασχολείται ευχάριστα και με μεράκι με αυτό που μπορεί να αποδώσει. Πρβλ. έκαστος στο είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες·
- εν είδει, με τη μορφή, σαν…: «μου ’δωσε ένα χρηματικό ποσό εν είδει δανείου». Πρβλ.: καὶ τὸ πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- κάθε είδους, από όλα τα είδη, από κάθε κατηγορία: «μια κάβα έχει κάθε είδους ποτά || μέσα στη νύχτα κυκλοφορούν κάθε είδους άνθρωποι»·
- καθένας εις το είδος του έχει και την αξιάδα, βλ. φρ. έκαστος στο είδος του·
- μόνος στο είδος του, (για επαγγέλματα ή τέχνες) μοναδικός, αξεπέραστος ακόμη και σε σχέση με τους ομοτέχνους του: «δεν αφήνω εγώ το μηχανικό μου, γιατί είναι μόνος στο είδος του»·
- πληρώνει σε είδος, (για γυναίκες) δεν πληρώνει με χρήματα για κάποια εξυπηρέτηση που της έγινε ή για κάποιο προϊόν που αγόρασε, αλλά το ανταλλάσσει με το σεξ που προσφέρει: «όλοι θέλουν να την εξυπηρετούν, γιατί πληρώνει σε είδος»· βλ. και φρ. πληρώνω σε είδος·
- πληρώνω σε είδος, αγοράζω ένα προϊόν και αντί χρημάτων δίνω άλλο προϊόν ίσης αξίας ή, αντί να πληρώσω χρήματα, προσφέρω κάποια υπηρεσία μου: «έχω βιομηχανία ενδυμάτων και πολλές φορές, όταν αγοράζω κάτι από κάπου, πληρώνω σε είδος || είμαι ελαιοχρωματιστής κι ό,τι αγοράζω απ’ το μπακάλη της γειτονιάς μου, το πληρώνω σε είδος με διάφορα μερεμέτια που του κάνω»· βλ. και φρ. πληρώνει σε είδος·
- τι είδους άνθρωπος είναι; τι χαρακτήρας είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «τι είδους άνθρωπος είναι ο τάδε;».